Mikis Theodorakis.mikisradio

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ - ΚΕΙΜΕΝΑ

MIKIS THEODORAKIS

Mikis Theodorakis Radio 1 Programm. Τίτλος: Loading ...
Mikis Theodorakis- Radio 2 - 1000 Τραγούδια. Τίτλος: -
Άλμπουμ:


ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ – 1939/1948 – ΑΣΤ 7

Ι. Θάλασσες μας ζώνουν, σε ποίηση Μίκη Θεοδωράκη – 1948 – Ικαρία.
ΙΙ. Χτύπα, χτύπα σε ποίηση Μίκη Θεοδωράκη – 1948 Μακρόνησος.
ΙΙΙ. Ο ύμνος του Ελάν σε ποίηση Πάνου Λαμψίδη (ψευδο. Φ. Φωτεινός) – 1943 – Πύργος.
Έτος Έκδοσης 1976 στον Ομώνυμο δίσκο. Ερμηνεύει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου.
Ηχολήπτης: Γιάννης Σμυρναίος – Minos.

ΛΙΠΟΤΑΚΤΕΣ – 1952 – ΑΣΤ 74

Ποίηση: Γιάννης Θεοδωράκης.
Ι. Επεξεργασία ως κύκλος τραγουδιών 1960-61 – ΑΣΤ 138
ΙΙ. Ορχηστρική διασκευή για λαϊκά και συμφωνικά όργανα 1979 – ΑΣΤ 242
ΙΙΙ. Διασκευή για χορωδία 1983 – ΑΣΤ 259)
Ηχογράφηση 1960 Μίκης Θεοδωράκης. Έτος σύνθεσης 1952 Χανιά. Αθήνα. Παρίσι.
Συμμετέχουν. Μπουζούκι: Μανώλης Χιώτης, Κιθάρα: Δημήτρης Φάμπας. Εξώφυλλο από τον Μποστ. Ηχολήπτης ο Νίκος Κανελόπουλος. Στούντιο Columbia
(Αξίζει να αναφερθεί ότι οι «Λιποτάκτες» γνώρισαν πολλές μεταγενέστερες εκτελέσεις, από τις οποίες ξεχωρίζουν αυτή με τον Κώστα Χατζή 1962/3, με τη Μαρινέλλα (1966) και με τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά 1979 LYRA. Το πρώτο τραγούδι του κύκλου, το εμβληματικό «Όμορφη πόλη» (Θα γίνεις δικιά μου), είναι αυτό που αγαπήθηκε περισσότερο, ενώ η επιτυχία του ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα γνωρίζοντας μεγάλες ερμηνείες,
1962 (Όμορφη Πόλη) Edith Piaf για την ταινία “Les amants de Teruel”

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ – 1958/1960 – ΑΣΤ 112

Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος. Έτος σύνθεσης 1958. Παρίσι.
«Στη φιλία μου με τον Βύρωνα Σάμιο»
«Τα τραγούδια θυμίζουν διακριτικά πότε έναν πυρήνα μοιρολόι ή έναν χαρακτήρα(με δυο νότες) από ένα ριζίτικο η μια Εκκλησιαστική μελωδία και άλλοτε νησιότικο τραγούδι.»
Πρώτη εκτέλεση: 5.10.1960. Ελευσίνα ( Καθιέρωση της Λαϊκής Συναυλίας στην Ελλάδα)
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Πρώτη Λαϊκή Ορχήστρα Μίκη Θεοδωράκη: Γιάννης Διδίλης Πιάνο, Κώστας Παπαδόπουλος, Λάκης Καρνέζης Μπουζούκι, Π.Πετσάς Κιθάρα, Βαγγέλης Παπαγγελίδης Μπάσο. Απαγγελία: Ειρήνη Παππά. Διεύθυνση Ορχήστρας Μίκης Θεοδωράκης.
Ηχογράφηση: Ι. Αύγουστος 1960 Μάνος Χατζιδάκις, Νανά Μούσχουρη, Στούντιο Columbia. Ηχολήπτης Νίκος Κανελλόπουλος, εξώφυλλο δίσκου Γ. Μόραλης.
ΙΙ.1960. Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Καίτη Θύμη. Μανώλης Χιώτης. Εξώφυλλο: Μποστ. Διεύθυνση Λαϊκής Ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης. Ηχολήπτης Νίκος Κανελλόπουλος, εξώφυλλο δίσκου Γ. Μόραλης.
ΙΙΙ. 1963. Μίκης Θεοδωράκης, Μαίρη Λίντα, Μανώλης Χιώτης και ορχήστρα εγχόρδων, εξώφυλλο Μποστ.
Άλλες ηχογραφήσεις: 1970 Διασκευή για κιθάρα, John Williams CBS.
1974 26 Κύκλοι τραγουδιών με την Χορωδία Τρικάλων υπό την Διεύθυνση της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου.
1976 Μίκης Θεοδωράκης, Αφροδίτη Μάνου, Πέτρος Πανδής, Pathe-Marconi (France)
1983 Τραγούδι: Hege Tunaal
Προσαρμογή στίχων στα νορβηγικά: Svein Selvik
Ο Λάκης Καρνέζης ενορχήστρωσε και έπαιξε μπουζούκι σε όλα τα τραγούδια, Ole Marius Melhuus (bass, cello), Petter Brambani (clarinet, flute), Rolf Lislevand (guitar), Αudun Kleive (drums) και Iver Kleive (piano). Η ηχογράφηση από τον Jan Erik Kongshaug στο Talent Studio και η παραγωγή από την Hege Tunaal.
Εταιρεία Pa Norsk.
2000 Νένα Βενετσάνου. Music. Box International.
2000 Ηχογράφηση από το Ωδείο Ηρώδου Αττικού στις 2/10/2000 Επιτάφιος Κατά Ξαρχάκου.
Ερμηνεία: Μαρία Σουλτάτου. Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής (ΚΟΕΜ) Ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας Σταύρος Ξαρχάκος.
2018 Ερμηνεία Παναγιώτης Καραδημήτρης. Κλασική κιθάρα: Μιχαηλάγγελος Τουμανίδης. Δεύτερη φωνή: Φωτεινή Νιάρχου. ΙΑΝΟΣ.

ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ – 1959/1961 – ΑΣΤ 123

Ποίηση: Νίκος Γκάτσος, Οδύσσέας Ελύτης, Γιάννης Θεοδωράκης, Μίκης Θεοδωράκης, Πάνος Κοκκινόπουλος, Δημήτρης Χριστοδούλου.
Έτος Σύνθεσης: 1959 – 1961 Παρίσι, Αθήνα, Λονδίνο.
«Αν θυμηθείς το όνειρο μου 1957 Παρίσι»
Πρώτη Εκτέλεση: 1960 – 1961 Αθήνα.
Πρώτη Ηχογράφηση: Τα τραγούδια ‘’Μυρτιά’’ και ‘’Αν Θυμηθείς το ονειρό μου’
Μάνος Χατζιδάκις Γιοβάνα. Studio Columbia Ηχολήπτης ο Νίκος Κανελόπουλος.
Δεύτερη Ηχογράφηση: Οκτώβρης του 1960. Όλα τα τραγούδια.
Μαίρη Λίντα, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Καίτη Θύμη, Αντώνης Κλειδωνιάρης.
Μανώλης Χιώτης Μπουζούκι. Studio Columbia. Ηχολήπτης ο Νίκος Κανελόπουλος. Εξώφυλλο από τον Μποστ.

ΣΚΟΡΠΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΙΙ 1959/1969 – ΑΣΤ 124

«Τον αριθμό αναγνωρισμένου έργου-opus 36- Ο Θεοδωράκης τον έδωσε για την ενότητα των τραγουδιών αρ1 έως αρ. 15.
Τραγούδι – Ποιητής – Πρώτη Εκτέλεση.

1) Quatorze Juillet – J. Plante. 1962, φιλμ “Les Amants De Teruel. Edith Piaf

2) Μελαχρινή μου κοπελιά – Κώστας Βίρβος 1961 Γιώτα Λύδια .

3) Αν μ΄αγαπάς, αγάπη μου – Νίκος Γκάτσος 1961 Τζένη Βάνου.

4) Μην με ρωτάς – Γ. Παπακυριάκης. 1961 Τζένη Βάνου

5) Ο ουρανός είναι κλειστός – Ερρίκος Θαλασσινός. 1962 φιλμ ‘’ Προδομένη αγάπη’’ Γιώτα Λύδια.

6) Καράβι καλοτάξιδο – Ερρίκος Θαλασσινός. . 1962 φιλμ ‘’ Προδομένη αγάπη’’ Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

7) Αυτούς που βλέπεις – Μιχάλης Κατσαρός. 22.2.1962 Αθήνα Θέατρο ΑΛΦΑ Κώστας Χατζής.

8) Ο Μίμης ο Τσιγγάνος – Μιχάλης Κατσαρός. 22.2.1962 Αθήνα Θέατρο ΑΛΦΑ Κώστας Χατζής.

9) Το κυνηγημένο πουλί – Ερρίκος Θαλασσινός. 1962 Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

10) Ειν΄ο καημός μου ένα πουλί – Ερρίκος Θαλασσινός. . 1962 Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

11) Σε ποιο Βουνό – Χρήστος Κολοκοτρώνης. 1963 Πόλυ Πάνου.

12) Στο έρημο λιμάνι – Χρήστος Κολοκοτρώνης. Φεβρουάριο του 1963 Πάνος Γαβαλάς με τη Ρία Κούρτη.

13) Κάποιο πρωινό στον Πειραιά – Χρήστος Κολοκοτρώνης 1963 Πάνος Γαβαλάς με τη Ρία Κούρτη.

14) Δεληβοριά – Δεληβοριά – Μίκης Θεοδωράκης. 1962 Μαίρη Λίντα.

15) Έχει η νύχτα θάνατο – Δημήτρης Χριστοδούλου, 1962 φιλμ ‘’ Ψηλα τα Χερια Χιτλερ’’ με τον Θανάση Βέγγο, Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

16) Ματίνα – ; 17 Τη νύχτα μεσημέρι – Δημήτρης Χριστοδούλου.

18) Προσταγή – Κλείτος Κύρος.

19) Ύμνος των Φοιτητών (της ΔΕΣΠΑ)

19)α Ύμνος των Λαμπράκηδων – Μίκης Θεοδωράκης. 20 Ύμνος της Μαραθώνιας πορείας – Μίκης Θεοδωράκης.

20) Σωτήρης Πέτρουλας – Μίκης Θεοδωράκης. 1965 Γαλλία. Μαρία Φαραντούρη. Le chant du monde. Για το τραγούδι του Σωτήρη Πέτρουλα πραγματοποιήθηκαν κι άλλες ηχογραφήσεις στα χρόνια της χούντας, στα ιταλικά από τους Εdmonda Aldini το 1970, Adriana Martino το 1972 και την ίδια χρονιά στα φινλανδικά από την Arja Saijonmaa. Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης το τραγούδι ηχογραφήθηκε το 1975 από τον Μίκη Θεοδωράκη για το δίσκο «Εχθρός λαός», το 1976 από τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου για τα τραγούδια «Της εξορίας» και το 1980 ξανά από την Μαρία Φαραντούρη για το δίσκο «Maria Farantouri – Lieder Aus Griechenland»

6. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ – 1960/1963 – ΑΣΤ 128

Ποίηση: Μίκης Θεοδωράκης, Κώστας Βίρβος. Σύνθεση: 1960 – 61 Παρίσι.
Πρώτη Θεατρική παράσταση: Θέατρο Καλουτά. Οκτώβριος 1962, σε σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη, κείμενα Μίκη Θεοδωράκη, σκηνικά Ν.Νικολάου, χορογραφία Ζουζούς Νικολούδη και πρωταγωνιστές τους: Μάνο Κατράκη, Βέρα Ζαβιτσιάνου, Μαρία Κωνσταντάρου, Νίκο Ξανθόπουλο, Δέσποινα Μπεμπεδέλη, Μπέτυ Αρβανίτη. Χορός: Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Κώστας Παπαδόπουλος, Λάκης Καρνέζης. Το τραγούδι ‘’Κοιμήσου Αγγελούδι μου’’ έγραψε ο Κώστας Βίρβος.

Στις 25 Ιουνίου του 1980 το έργο ξαναπαρουσιάστηκε στο θέατρο «Αθήναιον» της οδού Πατησίων, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού, χορογραφίες του Γιάννη Φλερύ και πρωταγωνιστές τους Νότη Περγιάλη, Ελένη Ζαφειρίου, στο ρόλο της μάνας, Τάκη Χρυσικάκο, Γεώργιο Γραμματικό, Κατερίνα Μαραγκού και Μηνά Κωνσταντόπουλο. Αυτή τη φορά τραγούδησαν ο Γιώργος Νταλάρας (από τα τέλη Ιουλίου και μετά αντικαταστάθηκε από τον Αντώνη Καλογιάννη), η Μαργαρίτα Ζορμπαλά και ο Γιάννης Κούτρας. Η μουσική επιμέλεια ήταν του Τάσου Καρακατσάνη ενώ μπουζούκια έπαιξαν ο Λάκης Καρνέζης με το Χρήστο Νικολόπουλο. Σ’ εκείνη την παράσταση, εκτός από την «Αλυσίδα», προστέθηκαν το «Μοιρολόι» και το «Κλάψε πικρό μου σύννεφο» σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη, καθώς και το «Κόκκινο τραγούδι» (ή «Τραγούδι κόκκινο θα πω») με στίχους του Γιάννη Θεοδωράκη.

2015 Θέατρο Badminton. Σκηνοθεσία: ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Σκηνικό: Γιώργος Πάτσας
Κοστούμια: Λέα Κούση
Χορογραφίες: Αποστολία Παπαδαμάκη
Ενορχηστρώσεις: Γιάννης Μπελώνης
Μουσική Διδασκαλία Χορωδίας: Νένη Ζάππα
Βοηθός Σκηνοθέτη: Γιάννης Αναστασάκης
Παραγωγή: Μιχάλης Αδάμ
Πρωταγωνιστούν:
Λήδα Πρωτοψάλτη, Κώστας Αρζόγλου, Νίκος Αρβανίτης, Χρήστος Πλαΐνης, Σπύρος Περδίου, Χρήστος Κάλοου, Νίκη Χαντζίδου , Ευδοκία Σουβατζή, Ηλίας Κατέβας, Εύα Καμινάρη, Στέλλα Γκίκα, Κώστας Βελέντζας, Μαριαλένα Ροζάκη.
Ηθοποιοί (αλφαβητικά):
Γιώργος Γιαννίμπας, Μυρτώ Θεοδωράκη, Μαριάννα Λαγουρού, Παναγιώτα Μανώλη, Ζαχαρούλα Οικονόμου, Βάσω Ορκοπούλου, Βαγγέλης Πιτσιλός, Ιωάννα Παυλίδου, Χριστίνα Πλατανιώτη, Βαγγέλης Σαλεύρης, ΕλευθερίαΣτεργίδου, Θοδωρής Τούμπανος, Κοραλία Τσόγκα, Κωνσταντίνος Φάμης.
Χορευτές :
Ειρήνη Κυρμιζάκη, Θανάσης Ζερβόπουλος, Αχιλλέας Χαρίσκος.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΛΥΡΙΚΩΝ (α΄μέρος, αλφαβητικά):
Καλλιόπη Βέττα, Κώστας Θωμαΐδης, Μπέττυ Χαρλαύτη
ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ: Κώστας Μακεδόνας
Λαϊκή Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης»: Γιάννης Μπελώνης: Πιάνο,
Θανάσης Βασιλάς: Μπουζούκι, Γιάννης Ματσούκας : Μπουζούκι,
Ξενοφών Συμβουλίδης: Όόμποε, φλογέρες, μπαγλαμάς, Βαγγέλης Κονταράτος: Κιθάρα, Αρτέμης Σαμαράς : Βιόλα, Λευτέρης Γρίβας : Ακορντεόν, Σταύρος Καβαλλιεράτος: Μπάσο, Nίκος Σκομόπουλος: Ντραμς, Στέφανος Θεοδωράκης Παπαγγελίδης: Κρουστά.

Πρώτη Ηχογράφηση: Οκτώβριος 1962, Studio Columbia. Ηχολήπτης ο Νίκος Κανελλόπουλος. Ερμηνευτές: Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Βέρα Ζαβιτσιάνου, Δέσποινα Μπεμπεδέλη και χορωδία. Ορχήστρα: Γιάννης Διδίλης Πιάνο, Κώστας Παπαδόπουλος και Λάκης Καρνέζης Μπουζούκι. Διεύθυνση Ορχήστρα: Μίκης Θεοδωράκης.

Ηχογράφηση 2001 Δημήτρης Μπάσης, Νένα Βενετσιάνου, Γιάννης Μπέζος, Λαϊκή Ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης υπό την διεύθυνση του Συνθέτη.

ΝΗΣΟΣ ΤΩΝ ΑΖΟΡΩΝ & ΡΟΜΒΙΑ – 1960 – ΑΣΤ 129

Ποίηση: Μποστ. Έτος σύνθεσης 1960, Λονδίνο.
Ηχογράφηση: 1961 Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Μανώλης Χιώτης, εξώφυλλο από τον Μποστ. Studio Columbia. Ηχολήπτης ο Νίκος Κανελλόπουλος.

ΠΟΛΙΤΕΙΑ – 1960/1961 – ΑΣΤ 131

Ποίηση: Τάσος Λειβαδίτης, Δημήτρης Χριστοδούλου.
Έτος σύνθεσης 1960 – 61 Παρίσι.
Πρώτη Ηχογράφηση: Οκτώβριος 60 & Οκτώβριος του 1961. Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Στέλιος Καζατζίδης, Μαρινέλα. Studio Columbia. Ηχολήπτης: Νίκος Κανελλόπουλος.
Εξώφυλλο από τον Μποστ.
ΕΠΙΦΑΝΙΑ – 1960/1961 – ΑΣΤ 137
Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης
Έτος σύνθεσης: 1960. Παρίσι.
[ Διασκευή για μικρό οργανικό σύνολο με λαϊκά και κλασικά όργανα 1979]
[Διασκευή για μικτή χορωδία 1983 ΑΣΤ 260]
[Σε καινούργια και πιο εκτεταμένη επεξεργασία του 3 (Επιφάνια 1937) ως Επιφάνια Αβέρωφ 1968-69 ΑΣΤ 181]
Πρώτη εκτέλεση: 13.11.1961 Αθήνα Γρηγόρης Μπιθικώτσης Δ. Μίκης Θεοδωράκης.
Πρώτη ηχογράφηση: Φεβρουάριος του 1962. Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Κώστας Παπαδόπουλος Λάκης Καρνέζης Μπουζούκι. Δ.Ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης.
Studio Columbia. Ηχολήπτης: Νίκος Κανελλόπουλος . Δίσκος 45 στροφών extended play. Εξώφυλλο από τον Μποστ.
1962 Γιώργος Μούτσιος σε ενορχήστρωση Κώστα Κλάββα. 45άρι δισκάκι extended play, Philips.
Άλλες ηχογραφήσεις: 1976. Taube, Pathe-Marconi ( France)
1979, Μαργαρίτα Ζορμπαλά. Lyra.

ΟΜΟΡΦΗ ΠΟΛΗ – 1961/1962 – ΑΣΤ 141

Ποίηση: Δημήτρη Χριστοδούλου, Ερρίκου Θαλασσινού, Μπόστ, Άκου Δασκαλόπουλου
Σύνθεση: 1961-62, Αθήνα Παρίσι.
Για την επιθεώρηση – θέατρο «Πάρκ», καλοκαίρι 1962 σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη κείμενα Μπόστ σκηνικά Βάσου Φωτόπουλου.
Ηχογράφηση καλοκαίρι 1962, Ντόρα Γιαννακοπούλου, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Ανδρέας Ντούζος (ΣΕΡΕΝΑΤΑ), Άννα και Μαρία Καλουτά (ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ)
Μουσικοί: Γιάννης Διδίλης Πιάνο. Κώστας Παπαδόπουλος Λάκης Καρνέζης Μπουζούκι. Σταύρος Πλέσσας Κιθάρα. Βαγγέλης Παπαγγελίδης Μπάσο.
Εύανδρος Κρουστάς. Χορωδία Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής (Σ.Φ.Ε.Μ) υπό την διεύθυνση του Μάνου Λοΐζου.
Διεύθυνση Ορχήστρας: Μίκης θεοδωράκης
Studio Columbia. Ηχολήπτης: Νίκος Κανελλόπουλος. Πρώτη έκδοση 1962 σε δίσκο 33 στροφών. His master Voice: GCLP4.

ΕΝΑΣ ΟΜΗΡΟΣ – 1962 – ΑΣΤ 147

Κύκλος τραγουδιών για φωνή και πιάνο.
[Διασκευή για φωνή και ορχήστρα ( Ενορχήστρωση για τον δίσκο 1962) ΑΣΤ 148
Ποίηση: Brendan Behan – μετάφραση Βασίλη Ρώτα
Σύνθεση: Οκτώβριος 1961, Παρίσι.
Πρώτη παρουσίαση του θεατρικού έργου Απρίλιος του 1962 στο Κυκλικό Θέατρο του Λ.Τριβιζά Τραγούδι: Ντόρα Γιαννακοπούλου. Κιθάρα: Δημήτρης Φάμπας.
Ηθοποιοί: Κώστας Μπάκας, Νέλλη Αγγελίδου, Μαρίκα Κοτοπούλη, Χρήστος Πάρλας, Τασώ Καβαδδία. Χορογραφίες: Μανώλης Καστρινός. Σκηνοθεσίας: Λεωνίδας Τριβιζάς. . Σκηνικά- κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη.
Πρώτη ηχογράφηση: 1962 Ντόρα Γιαννακοπούλου (ΤΟ ΓΕΛΑΣΤΟ ΠΑΙΔΙ), Δημήτρης Φάμπας (κιθάρα).
Studio Columbia, ηχολήπτης ο Νίκος Κανελλόπουλος.
Ολοκληρωμένη ηχογράφηση: 1962, Μίκης Θεοδωράκης, Lyra.
Εξώφυλλο ξυλογραφία του Α. Τάσσου.
1962, Μίκης Θεοδωράκης, Pathe-Marconi (France).
1962, Μίκης Θεοδωράκης, Polydor (France)
1972,Μαρία Φαραντούρη, Pathe-Marconi (France)
2008 Μαρία Φαραντούρη – Χρήστος Θηβαίος. (Του έρωτα και του Θανάτου) Ζωντανή ηχογράφηση συναυλίας – αφιερώματος στον Μίκη Θεοδωράκη, που δόθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στις 30 Ιανουαρίου και την 1η Φεβρουαρίου του 2008, και παρουσιάζει τέσσερεις κύκλους τραγουδιών του: Ένας Όμηρος (μαζί με την Μαρία Φαραντούρη τραγουδά και ο Χρήστος Θηβαίος), Η Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν, Οδύσσεια και Κύκλος Φαραντούρη. LEGEND.

ΠΡΟΦΗΤΙΚΑ – 1963 – ΑΣΤ 152

Για την δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη.
Έτος σύνθεσης: Μάιος – Ιούνιος 1963, Αθήνα.
Ποίηση: Μίκης Θεοδωράκης.
Πρώτη εγγραφή: 1963 Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης.
Columbia.

ΜΑΓΙΚΗ ΠΟΛΗ – 1963 – ΑΣΤ 1953

Μουσική Επιθεώρηση Μίκη Θεοδωράκη – Μάνου Χατζιδάκι.
Ποίηση: Μίκη Θεοδωράκη, Νότη Περγιάλη, Μιχάλη Κατσαρού, Ιάκωβου Καμπανέλλη
Σύνθεση: 1963, Αθήνα.
Πρώτη Εκτέλεση: 20.06.1963 Αθήνα Θέατρο Παρκ. Επιθεώρηση σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά. Χορογραφίες: Μανώλης Καστρινός. Σκηνικά: Μίνως Αργυράκης.
Ντόρα Γιαννακοπούλου, Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
Πρώτη ηχογράφηση: 1963, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Μαίρη Λίντα, Κώστας Χατζής & Χορωδία. Μουσικοί: Γιώργος Ζαμπέτας, Μπουζούκι. Λάκης Καρνέζης Κώστας Παπαδόπουλος Μπουζούκι. Δημήτρης Βράσκος Μαντολίνο. Δημήτρης Φάμπας Κιθάρα. Δήμος Μούτσης Φυσαρμόνικα. Β’ Φωνή Ρία Κούρτη, Χριστάκης. Χορωδία Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής (Σ.Φ.Ε.Μ) υπό την διεύθυνση του Μάνου Λοΐζου.
Διεύθυνση Ορχήστρας: Μίκης θεοδωράκης.
Studio Columbia. Ηχολήπτης: Νίκος Κανελλόπουλος. Πρώτη έκδοση 1963 σε δίσκο 45 στροφών.

Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ – 1963 – ΑΣΤ 154

Μουσικό Δράμα.
Ποίηση: Ιάκωβου Καμπανέλλη.
Σύνθεση; 1963, Αθήνα.
Πρώτη Εκτέλεση: 04.10.1963, Αθήνα Θέατρο Κοτοπούλη.
Γιάννης Πουλόπουλος, Γιώργος Ζαμπέτας κ.α
Ηθοποιοί: Τζένη Καρέζη, Νίκος Κούρκουλος, Αλίκη Ζωγράφου, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος. Χορογραφίες: Βαγγέλης Σειληνός. Σκηνικά: Βασίλης Φωτόπουλος
Σκηνοθεσία-στόχοι: Ιάκωβου Καμπανέλλη.
Ηχογραφήση: 1963, Τζένη Καρέζη, Νίκος Κούρκουλος, Γιάννης Πουλόπουλος, Γιώργος Ζαμπέτας. Διεύθυνση Ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης.
Studio Colunbia Ηχολήπτης ο Νίκος Κανελλόπουλος. 1977, Χρήστος Θεοδωρίδης, Gema.

ΜΙΚΡΕΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ – 1963 – ΑΣΤ 157

Ποίηση: Οδυσσέα Ελύτη
Σύνθεση: 1963 Αθήνα.
Πρώτη Εκτέλεση: 23.12.1963 Αθήνα Συμπόσιο.
Τραγούδι: Ντόρα Γιαννακοπούλου. Κιθάρα: Νότης Μαυρουδής.
Ηχογραφήσεις: 1963, Ντόρα Γιαννακοπούλου. Studio Columbia
1964, Σούλα Μπιρμπίλη. Chant du Monde (France)
1973, Πέτρος Πανδής, Νίκος Μωραΐτης & Νίκος Μανιάτης στις Κιθάρες. MPM-Delta (France)
1974, Σούλα Μπιρμπίλη, Lyra.

ΠΟΛΙΤΕΙΑ Β’ – 1964 – ΑΣΤ 158

Ποίηση Κώστα Βάρναλη, Δημήτρη Χριστοδούλου, Πάνου Κοκκινόπουλου, Νίκου Γκάτσου
Σύνθεση 1964, Παρίσι-Αθήνα.
Πρώτη ηχογράφηση 1964, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Μαρία Φαραντούρη, Αντώνης Κλειδωνιάρης, Μιχάλης Ιωαννίδης. Studio Columbia.

ΧΡΥΣΟΠΡΑΣΙΝΟ ΦΥΛΛΟ – 1964 – ΑΣΤ 160

Μουσική & τραγούδια για το ντοκιμαντέρ του Χαρίλαου Παπαδόπουλου ‘’Το Νησί της Αφροδίτης’’
Στίχοι: Λεωνίδας Μαλένης, Νίκου Γκάτσου, Άντι Περνάρη, Μίκη Θεοδωράκη.
Έτος σύνθεσης: 1964, Αθήνα – Κύπρος.
Πρώτη εκτέλεση: 1965. Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Β: Λεωνίδας Μαλένης και Αντρέας Χρυστοφίδης. Σ: Χαρίλαος Παπαδόπουλος.
Πρώτη εγγραφή: 1965 Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Μαρία Φαραντούρη& Χορωδία. Γιάννης Διδίλης Πιάνο, Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης Μπουζούκι. Βαγγέλης Παπαγγελίδης Μπάσο.

ΚΥΚΛΟΣ ΦΑΡΑΝΤΟΥΡΗ ( SIX SONGS ) ΑΣΤ 165

Ποίηση: Νίκος Γκάτσος, Δημήτρης Χριστοδούλου, Τάσος Λειβαδίτης, Γεράσιμος Σταύρου.
Έτος σύνθεσης: 1964 Αθήνα.
Πρώτη ηχογράφηση: 1964. Μαρία Φαραντούρη. Columbia.
Δεύτερη ηχογράφηση: 1965. Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Columbia.
2008 Μαρία Φαραντούρη. Ζωντανή ηχογράφηση συναυλίας – αφιερώματος στον Μίκη Θεοδωράκη, που δόθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στις 30 Ιανουαρίου και την 1η Φεβρουαρίου του 2008, και παρουσιάζει τέσσερεις κύκλους τραγουδιών του Παίζουν: οι Berliner Instrumentalist (Henning Schmiedt πιάνο, Caroline Siegers βιολί, Jens Naumilkat τσέλο, H.D. Lorenz κοντραμπάσο, Volker Schlott σαξόφωνο & φλάουτο, Kai Brouckner κιθάρα). Ενορχήστρωση: Henning Schmiedt.

ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ – 1965 – ΑΣΤ 168

Ποίηση Ιάκωβου Καμπανέλλη
Σύνθεση 1965, Αθήνα.
Πρώτη ηχογράφηση 1965, Μαρία Φαραντούρη Studio Columbia
Ηχολήπτης: Νίκος Κανελλόπουλος.
Μουσικοί Γιάννης Διδίλης (πιάνο), Κώστας Παπαδόπουλος (μπουζούκι), Λάκης Καρνέζης (μπουζούκι), Σωτήρης Ταχιάτης (βιολοντέλο), Ανδρέας Ροδουσάκης (κοντραμπάσσο), Σπύρος Ρέγγιος (φλάουτο).
Άλλες ηχογραφήσεις Gizela Mai (Amica), Liesbeth List (Philips), Iva Zanicchi (Music Box, Ri-Fi).
2008 Μαρία Φαραντούρη. Berliner Instrumentalist και ορχήστρα «Οι Σολίστ της Πάτρας» Ενορχήστρωση: Henning Schmidt. Διεύθυνση: Νίκος Τσόχλας. Αθήνα Μέγαρο Μουσικής.

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ – 1966 – ΑΣΤ 169

Ποίηση Γιάννη Ρίτσου
Σύνθεση 1966, Αθήνα.
Ηχογραφήσεις 1966, Γρηγόρης Μπιθικώτσης Studio Columbia Ηχολήπτης ο Νίκος Κανελλόπουλος.
1977, Χορωδία Τρικάλων υπό τη διεύθυνση της Παπαστεφάνου, Olympia.

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών: Γιώργος Νταλάρας. Γιώργος Κιμούλης. Λαϊκή Ορχήστρα “Μϊκης Θεοδωράκης” Νεανική Χορωδία Λεοντίου Λυκείου Νέας Σμύρνης.

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ – 1966 – ΑΣΤ 170

Ποίηση: Φώντα Λάδη.
Σύνθεση: 1966
Πρώτη εκτέλεση:
1966, Γιώργος Ζωγράφος , Λυκαβηττός,
Α΄ Μουσικός Αύγουστος.
Ηχογραφήσεις: 1975, Γιώργος Ζωγράφος, Άννα Βίσση, Γιάννης Θωμόπουλος
Ηχολήπτης ο Νίκος Κανελλόπουλος, Minos.
1975, Αντ. Καλογιάννης, Αφροδίτη Μάνου, Γιάννης Συρρής. Lyra.
Απαγορευμένα από την λογοκρισία της εποχής, κυκλοφόρησαν σε δίσκο 9 χρόνια μετά την σύνθεσή τους.

Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ ΜΟΥ – ΑΣΤ 173

Ποίηση: Μιχάλης Παπανικολάου.
Έτος σύνθεσης: 1966 Αθήνα.
Πρώτη εκτέλεση: Δεκέμβριος 1966. Αθήνα. Τζάκι. Μαρίζα Κωχ, Αντώνης Καλογιάννης.
Γιάννης Διδίλης Πιάνο, Λάκης Καρνέζης Μπουζούκι, Βαγγέλης Παπαγγελίδης Μπάσο.

ΘΑΛΑΣΣΙΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ – ΑΣΤ 176

Ποίηση: Νίκου Γκάτσου
Σύνθεση 1967, Αθήνα.
Πρώτη ηχογράφηση: 1967, Βίκυ Μοσχολιού, Γρηγόρης Μπιθικώτσης Columbia.
Ο δίσκος κυκλοφόρησε την ίδια μέρα που επιβλήθηκε η Δικτατορία, 21 Απριλίου 1967, και ένα μήνα μετά απαγορεύτηκε μαζί με όλο το έργο του Θεοδωράκη.

ROMANCERO GITANO – 1967 – ΑΣΤ 176

Ποίηση: Federico Garcia Lorca. Απόδοση στα Ελληνικά: Οδυσσέας Ελύτης.
[Διασκευή για μέτζο, κιθάρα, χορωδία και ορχήστρα ως κονσέρτο για κιθάρα 1982 – ΑΣΤ 256]
Πρώτη εκτέλεση: Φθινόπωρο 1970, Ρώμη (Αρχή πρώτης Τουρνέ) Μαρία Φαραντούρη. Διεύθυνση Ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης.
Πρώτη Εγγραφή: 1970 Μαρία Φαραντούρη. Polydor.
1971 Μαρία Φαραντούρη, John Williams Κιθάρα.
1978 Αρλέτα (φωνή-κλασική κιθάρα) Βασίλης Ρακόπουλος Ηλεκτρική & Ακουστική Κιθάρα.

ΤΑ ΛΑΪΚΑ – 1967/68 – ΑΣΤ 177

Ποίηση: Μάνος Ελευθερίου.
Έτος σύνθεσης: Μάρτιος & Απρίλιος 1967 (6 τραγούδια) Αθήνα. Καλοκαίρι του 1968. Βραχάτι (6 τραγούδια).
Πρώτη εκτέλεση: 1970 Ρώμη. Αντώνης Καλογιάννης, Μαρία Δημητριάδη.
Πρώτη Εγγραφή: 1970 Γ. Καπερνάρος, Chranders ( Allemagne)
1971 Αντώνης Καλογιάννης, Μαρία Δημητριάδη. Μουσικοί: Mario Molini Δωδεκάχορδη κιθάρα, Νίκος Μωραΐτης Κιθάρα, Carl Arnold, Franco Corvasce, Guitre, Ernesto Brancucci Bass, Χρήστος Κωνσταντίνου Ανδρέας, Μιχαλάκης Μπουζούκι, Γιάννης Παρδαλάκης Πιάνο, Angelo Zappulla Percussion, Michele Musicco Batterie. Παρίσι. Polydor.
1974 Μανώλης Μητσιάς. ΕΜΙ
1978 Arja Saijonmaa, Metronome (Allemagne)

ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ΑΣΤ 178

Ποίηση: Μίκης Θεοδωράκης
Έτος σύνθεσης: Ιούλιος 1967 Αθήνα (Στην παρανομία)
Πρώτη εγγραφή: ‘’Το μέτωπο’’ 1970 NGM

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ 1967/1971 ΑΣΤ 179

Ποίηση: Γ. Δεληγιάννη – Αναστασιάδη, Νότης Περγίαλης, Μίκης Θεοδωράκης, Χωροφύλακας Σπύρος, Ν. Μπότσαρης, Αλέκος Παναγούλης, Μάνος Ελευθερίου.
Πρώτη Εκτέλεση: 1971, Λονδίνο, Λαϊκή Ορχήστρα (Μ.Θ) υπό την διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη.
Πρώτη Εγγραφή: Μίκης Θεοδωράκης, Μαρία Φαραντούρη, Μαρία Δημητριάδη, Λάκης Καραλής. Μουσικοί: Carl Arnold, Λάκης Καραλής, Rose Sipson, Ανδρέας Μιχαλάκης, Andy Preston, Μίκης θεοδωράκης. Διεύθυνση Ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης.

Ο ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΑΣΤ 180

Ποίηση: Μίκης Θεοδωράκης.
Έτος Σύνθεσης: 17.10.1967 Αθήνα, Γενική Ασφάλεια (Μπουμπουλίνας), απομόνωση, κελί αρ.1
Πρώτη Εκτέλεση: Σεπτέμβριος 1967. Αθήνα (Γενική Ασφάλεια) Μίκης Θεοδωράκης.
Πρώτη εκτέλεση σε κοινό: Σεπτέμβρης 1970, Παρίσι Palais de Chaillot.
Μαρία Φαραντούρη, Μαρία Δημητριάδη, Γιάννης Καλογιάννης, Πέτρος Πανδής.
Απαγγελία: Georges Wilson. Διεύθυνση Ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης.
Πρώτη εγγραφή: 1971 (Ηχογράφηση της συναυλίας στο Παρίσι, Palais de Chaillot. Polydor.
1971 Γιώργος Καπερνάρος, Μαρία Δημητριάδη.
1977 Θέατρο Λυκαβηττού. Ενορχήστρωση & Διεύθυνση Ορχήστρας: Γιώργος Θεοδωράκης.
Σοφία Μιχαηλίδου, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Πετρος Πανδης, Νίκος Μητσοβολέας.
Απαγγελία: Μίκης Θεοδωράκης.
1999 Διασκευή Rainer Kirchmann. Ερμηνεύει η Μαρία Φαραντούρη. Παίζουν οι μουσικοί: R. Kirchmann πιάνο ηλεκτρ. κιθάρα φυσαρμόνικα μαντολίνο, Christain Sadè τρομπέτα τούμπα πιάνο programming, Γ. Ζώτος ακουστική κιθάρα ούτι ηλεκτρική κιθάρα μπουζούκι φωνητικά, Γ. Ψυρράκης σαξόφωνο κρουστά, Θ. Ζώτος κρουστά, φωνητικά.

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ( ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ) ΑΣΤ 182

[Διασκευή για μικρό οργανικό σύνολο με λαϊκά και κλασικά όργανα 1979]
[Διασκευή για μέτζο σοπράνο, χορωδία και ορχήστρα 1993 ΑΣΤ 295]
Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης Έτος σύνθεσης 09.10.1968 Αθήνα Φυλακές Αβέρωφ.
Πρώτη εκτέλεση: Ιανουάριος 1968 Αθήνα (Φυλακές Αβέρωφ Μίκης Θεοδωράκης)
Πρώτη εκτέλεση σε κοινό: 1971, Τουρνέ Ιταλίας. Μαρία Φαραντούρη. Διεύθυνση Ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης.
Πρώτη εγγραφή: 1971 Μαρία Φαραντούρη. Μουσικοί: Mario Molini Δωδεκάχορδη κιθάρα, Νίκος Μωραΐτης Κιθάρα, Carl Arnold, Franco Corvasce, Guitre, Ernesto Brancucci Bass, Χρήστος Κωνσταντίνου Ανδρέας, Μιχαλάκης Μπουζούκι, Γιάννης Παρδαλάκης Πιάνο, Angelo Zappulla Percussion, Michele Musicco Batterie.
Διεύθυνση Ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης. Polydor.
1979 Διασκευή του 1979 στο δίσκο τρείς κύκλοι. Μαργαρίτα Ζορμπαλά. Διεύθυνση Ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης.

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ ΑΣΤ 184

Ποίηση: Μίκης Θεοδωράκης. Έτος σύνθεσης: Απρίλιος & 22.06.1968 Βραχάτι.
Πρώτη εκτέλεση1970 Ρώμη. Αντώνης Καλογιάννης. Μουσικοί: Mario Molini Δωδεκάχορδη κιθάρα, Νίκος Μωραΐτης Κιθάρα, Carl Arnold, Franco Corvasce, Guitre, Ernesto Brancucci Bass, Χρήστος Κωνσταντίνου Ανδρέας, Μιχαλάκης Μπουζούκι, Γιάννης Παρδαλάκης Πιάνο, Angelo Zappulla Percussion, Michele Musicco Batterie. Διεύθυνση Ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης.
Πρώτη εγγραφή: 1970 Ζορζ Μουστακί ( Η πρώτη ηχογράφηση του κύκλου πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι το 1970 με ερμηνευτή τον σπουδαίο Ελληνογάλλο τραγουδοποιό Georges Moustaki (1934-2013), ο οποίος ερμήνευσε το έργο στα γαλλικά σε δική του μετάφραση και υπό τη μουσική διεύθυνση του Hubert Rostaing.)
1971 Ρώμη. Αντώνης Καλογιάννης. Μουσικοί: Mario Molini Δωδεκάχορδη κιθάρα, Νίκος Μωραΐτης Κιθάρα, Carl Arnold, Franco Corvasce, Guitre, Ernesto Brancucci Bass, Χρήστος Κωνσταντίνου Ανδρέας, Μιχαλάκης Μπουζούκι, Γιάννης Παρδαλάκης Πιάνο, Angelo Zappulla Percussion, Michele Musicco Batterie. Διεύθυνση Ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης. Polydor.

ΝΥΧΤΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΑΣΤ 186

Ποίηση: Μάνος Ελευθερίου. Έτος σύνθεσης: 26.5 – 31.10.1968 Βραχάτι.
Πρώτη εγγραφή: 1974 Αντώνης Καλογιάννης. Ενορχήστρωση: Κώστας Κλάββας. Polydor.

ΑΡΚΑΔΙΑ Ι – 1968 – ΑΣΤ 187

Ποίηση: Μίκης θεοδωράκης. Έτος σύνθεσης: 30.12.1968 Ζάτουνα Αρκαδίας (Εξορία)
Πρώτη εγγραφή: 1973 Παρίσι. Ερμηνεύει ο Πέτρος Πανδής. Στις Κιθάρες Νίκος Μωραΐτης, Νίκος Μανιάτης.

ΑΡΚΑΔΙΑ ΙΙ ΑΣΤ 188

Ποίηση: Μάνος Ελευθερίου. Έτος σύνθεσης: Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1969 Ζάτουνα Αρκαδίας. (Εξόριστος)
Πρώτη εκτέλεση: Ραδιόφωνο BBC.
Ηχογραφήσεις: 1973. Παρίσι, Chante le ballades de Mikis Theodorakis – Delta 50014. Πέτρος Πανδής,(τέσσερα τραγούδια)
1974. Νέα Υόρκη, New Songs – Paredon Records – PAR01021. Μίκης Θεοδωράκης
1974. Ολλανδία, Τα τραγούδια της Ζάτουνας – CNR 35059. Ντόρα Γιαννακοπούλου (επτά τραγούδια)
1974. Ολλανδία & Γαλλία, Songs from Zatouna (Chants de Zatouna), Christina Cunne (2 τραγούδια)
1976. Ελλάδα, Αρκαδία ΙΙ & ΙΙΙ – Lyra 3298. Μίκης Θεοδωράκης (τέσσερα μόνο τραγούδια)

ΑΡΚΑΔΙΑ ΙΙΙ ΑΣΤ 189

Για την μάνα και τους φίλους.
Ποίηση: Μάνος Ελευθερίου. Έτος σύνθεσης: Ζάτουνα Αρκαδίας (Εξόριστος)
Ηχογραφήσεις: 1974. Νέα Υόρκη, New Songs – Paredon Records – PAR01021. Μίκης Θεοδωράκης
1976. Ελλάδα, Αρκαδία ΙΙ & ΙΙΙ – Lyra 3298. Μίκης Θεοδωράκης

ΑΡΚΑΔΙΑ IV ΩΔΑΙ ΑΣΤ 191

Ποίηση: Ανδρέας Κάλβος. Έτος σύνθεσης: 11.02.1969 Ζάτουνα Αρκαδίας (Εξόριστος)
Πρώτη εκτέλεση: Ραδιόφωνο του BBC
Ηχογραφήσεις: 1971. Λονδίνο, Τα τραγούδια του αγώνα – Polydor 2393024. Μαρία Φαραντούρη, Μίκης Θεοδωράκης
1974. Ελλάδα, Τα τραγούδια του αγώνα – Minos MSM 217. Μαρία Φαραντούρη, Μίκης Θεοδωράκης.

ΑΡΚΑΔΙΑ Χ ΑΣΤ 196

Ποίηση: Μίκης Θεοδωράκης. Έτος σύνθεσης: 22 & 23.09.1969 Ζάτουνα Αρκαδίας (Εξόριστος) 1) Ονομάζομαι Κώστας Στεργίου. (Andante) 2) Είχα τρεις ζωές. (Andante con motto)
Πρώτη εκτέλεση: 1975 Μενίδι, Θεσσαλονίκη στην πρώτη μετά την πτώση της δικτατορίας.
Ηχογραφήσεις: 1998. Ελλάδα, Άσματα. Μαρία Φαραντούρη (μόνο το “Είχα τρεις ζωές”)

ΑΡΚΑΔΙΑ ΧΙ ΑΣΤ 197

Για λαϊκό τραγουδιστή, χορωδία, πιάνο και κρουστά.
Ποίηση: Νότης Περγιάλης Έτος σύνθεσης: Οκτώβριος 1969 Ζάτουνα Αρκαδίας (Εξόριστος)
Ανέκδοτος κύκλος.

ΤΡΙΑ ΝΕΓΡΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΣΤ 199

Στη Μυρτώ.
Ποίηση: Leopold Senghor. Μετάφραση: Αλέξης Τραϊανός Έτος σύνθεσης: 23 & 24.03.1970 Στρατόπεδο Ωρωπού.
Πρώτη Εγγραφή: 1998 Άσματα (Peregrina) Μαρία Φαραντούρη. Ενορχήστρωση: Henning Schmidt.
2000 Margarita Love Songs. Jocelyn B. Blondell Productions ‎– JBS (θα προφέρω τ’ όνομά σου)

ΣΚΟΡΠΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΙΙΙ – 1970/1979 – ΑΣΤ 201

1) Ύμνος του Νάσερ. «Εμπνευσμένο από θρήνο μιας νύχτας στο Κάϊρο» – Έτος σύνθεσης: Καλοκαίρι 1970,  Κάιρο, Πρώτη εκτέλεση: 1974 Αθήνα (Θίασος Τιτίκας Νικηφοράκη)

2) LL est revenu – Marie-Noell Verbeque 25.04.1071 Παρίσι.

3) Ύμνος του φοιτητή – Αγωνιστή – Ανώνυμου. (Με το βούκινο του Ρήγα) Δεκέμβριος 1973. Πρώτη Εγγραφή: Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Στοίχοι: Ιωάννης Γρεβενιώτης. Δίσκος: Για τα 3 χρόνια του Πολυτεχνείου. 1976.

4) Onto the seashore – Georges Giannaris. Καλοκαίρι 1974. Παρίσι.

5) Το Μπλόκο της Καισαριανής. Νότης Περγιάλης. 1974. Αθήνα. Πρώτη Εγγραφή: 1975 Χάρις Αλεξίου. MINOS «24 Τραγούδια»

6)  Ύμνος του σοσιαλιστικού κόμματος της Γαλλίας. (Changer la vier). Πρώτη Εκτέλεση: 17.06.1977 Παρίσι. Max. Paul Fouche. Πρώτη Εγγραφή: Uniteledis.

7) Ύμνος για την απελευθέρωση της Μάλτας για συμφωνική ορχήστρα, παραγγελιά του προέδρου της Μάλτας. – Karn Vassalo – 14.04.1977. Παρίσι. Πρώτη Εκτέλεση: 31.03.1979. Πρώτη μέρα της ανεξαρτησίας της Μάλτας, όταν αποχώρησαν τα Αγγλικά στρατεύματα. Διεύθυνση: Herbert von Karajan.

8) ‘’Το τρένο δεν ξεκίνησε ποτέ για Κατερίνη’’ – Μάνος Ελευθερίου. 27.08.1978. Βραχάτι. Πρώτη Εγγραφή:  Μαρία Δημητριάδη. Δίσκος: Δελτίου Καιρού. CBS.

ΤΑ 18 ΛΙΑΝΟΤΡΑΓΟΥΔΑ ΤΗΣ ΠΙΚΡΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ – 1972 – ΑΣΤ 206

Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος
Σύνθεση: 1971 – 1973, Παρίσι.
Πρώτη εκτέλεση: 17.01.1973 στο Albert Hall
Πρώτη ηχογράφηση: 1973, Παρίσι. Συμμετέχουν: Μίκης Θεοδωράκης, Μαρία Φαραντούρη, Πέτρος Πανδής, Αφρόδιτη Μάνου, Αχ. Κωστούλης.
Άλλες ηχογραφήσεις: 1973. Αθήνα. Ερμηνεύει ο Γιώργος Νταλάρας. Ενορχήστωση διεύθυνση ορχήστρας: Γιάννης Διδίλης. Μπουζούκι: Χρήστος Νικολόπουλος, Σπύρου, Βασίλης Ηλιάδης, Γιάννης Μπιθικώτσης. Μαντολίνο: Σωτήρης Μαρίνος. Κιθάρα: Μάριος Κώστογλου. Ντραμς: Φιλήμων Μεθυμάκης, Νίκος Λαβράνος. Τσέλο: Σωτήρης Ταχιάτης. Μπάσο: Παναγιώτης Ιατρού. Διονύσης Πανταζής. Κρουστά: Σιδηρόπουλος. Όμποε: Αργυρόπουλος. Σαντούρι: Τάσος Διακογιώργης. Πιάνο: Γιάννης Διδίλης. Συμμετέχουν η Άννα Βίσση και χορωδία.
1974: Μαρία Δημητριάδη, Ελένη Βιτάλη, Κώστας Καμένος, Σταύρος Παπασπαράκης, Σάνια Κρυστάλη. Ενορχήστρωση και διεύθυνση Λαϊκής Ορχήστρας: Τάσος Καρακατσάνης.
Αντώνης Καλογιάννης. Polydor
Γιώργος Νταλάρας. Metronome (Allemagne).

L’ HYDRE DE LERNE ( ΛΕΡΝΑΙΑ ΥΔΡΑ ) – 1973 – ΑΣΤ 210

(Όλα τα τραγούδια , εκτός από το «Ίσκιοι βουβοί» έχουν συμπεριληφθεί στο έργο Μπαλάντες)
Ποίηση: Μανώλης Αναγνωστάκης.
Σύνθεση: Ιούλιος 1973 Dubrovnik
Πρώτη εγγραφή: 1975, Μπαλάντες, εκτός από το «Ίσκιοι Βουβοί» Minos.
Πέτρος Πανδής, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Μίκης Θεοδωράκης.
Το «Ίσκιοι Βουβοί» στον δίσκο Άσματα, Peregrina.
Μαρία Φαραντούρη, Μίκης Θεοδωράκης. Henning Schmiedt.

ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ – 1973/1974 – ΑΣΤ 211

Για δύο φωνές, μπουζούκι, φλάουτο, όμποε, πιάνο, κιθάρα, βιολοντσέλο, κόντρα μπάσο και τρομπέτα.
Ποίηση: Μανώλης Αναγνωστάκης.
Σύνθεση: 1973 – 74 Dobrovnik, Παρίσι.
Πρώτη εκτέλεση: 08.11.1976. Μενίδι. Τρ. Μίκης Θεοδωράκης.
Πρώτη Εγγραφή: 1975. Πέτρος Πανδής, Μαργαρίτα Ζορμπαλά. Συμμετέχουν: Γιάννης Διδίλης, Θανάσης Πολυκανδριώτης, Χρήστος Νικολόπουλος, Σωτήρης Ταχιάτης, Β. Τενίδης. Λάκης Παππας.
Διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης.
Δεύτερη ηχογράφηση: Ερμηνεύουν Μαρία Φαραντούρη, Πέτρος Πανδής. Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής. Ενορχήστρωση & διεύθυνση ορχήστρας Σταύρος Ξαρχάκος.

ΤΑ ΠΑΤΡΟΠΑΡΑΔΟΤΑ – 1973 – ΑΣΤ 214

(Τα τραγούδια «Τα παραθύρια ορθάνοιχτα» & «Τα πατροπαράδοτα» έχουν συμπεριφερθεί στο έργο Στην ανατολή ΑΣΤ 215)
Ποίηση: Μιχάλης Κακογιάνης
Σύνθεση: 1973. Παρίσι.
Πρώτη εγγραφή: «Τα πατροπαράδοτα» «Άπονες εξουσιές» στον δίσκο Στην Ανατολή.
Τρ. Μίκης Θεοδωράκης, Στέλιος Καζαντζίδης, συμμετέχει η Χάρης Αλεξίου.

ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ – 1973 – ΑΣΤ 215

Ποίηση: Μιχάλης Κακογιάννης 1έως 3, Γιάννης Καλαμίτσης 4, Κώστας Στυλιάτης 5, Μίκης Θεοδωράκης 6 έως 11.
Σύνθεση: 1973 Καναδάς, ΗΠΑ, Μεξικό. Σε περιοδεία.
Πρώτη εγγραφή: Μίκης Θεοδωράκης, Στέλιος Καζαντζίδης συνοδεύει η Χάρης Αλεξίου. Μπουζούκι: Λάκης Καρνέζης, Χρήστος Νικολόπουλος. Λαϊκή Ορχήστρα υπό την διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη.
Ηχολήπτης: Νίκος Κανελλόπουλος. Studio Columbia. Minos.

ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ Β’ – 1973/1975 – ΑΣΤ 216 (ΑΣΤ 7)

Ποίηση: Μίκης Θεοδωράκης, Πάνος Λαμψίδης, Γιάννης Νεροποντής, Μανώλης Αναγνωστάκης, Τάσος Λειβαδίτης.
Σύνθεση: 1943 – 1975
Πρώτη εγγραφή: 1976, Βασίλης Παπακωνσταντίνου.
Ηχολήπτης: Γιάννης Σμυρναίος. Minos.

ΠΡΟΔΟΜΕΝΟΣ ΛΑΟΣ – 1974 – ΑΣΤ 220

Κύκλος τραγουδιών από το θεατρικό έργο Μαντώ Μαυρογένους του Γιώργου Ρούσσου.
Για φωνές, χορωδία και λαϊκή ορχήστρα.
Ποίηση: Βαγγέλης Γκούφας.
Σύνθεση: 15.09.1974 Παρίσι.
Πρώτη εκτέλεση: 1974. Αθήνα Θέατρο Αλίκη.
Ηθοποιοί: Αλίκη Βουγιουκλάκη, Μάνος Κατράκης.
Σκηνοθεσία: Κώστας Μιχαηλίδης.
Πρώτη εγγραφή: 1974. Χάρις Αλεξίου, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Κώστας Σμοκοβίτης, Αλίκη Βουγιουκλάκη, Μάνος Κατράκης. Μουσικοί: Γιάννης Διδίλης, Λάκης Καρνέζης. Λαϊκή ορχήστρα υπό την διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη.

SAUSPIEL – 1975 – ΑΣΤ 224

Μεταγραφή 16 τραγουδιών του Sauspiel για φωνή και μικρή ορχήστρα ως Λυρικά 1976. ΑΣΤ 231. Μεταγραφή ορισμένων τραγουδιών ως Λειτουργία Νο2 1982 ΑΣΤ 254
Ποίηση: Martin Walser
Έτος σύνθεσης: 1975. Παρίσι.
Πρώτη εκτέλεση: 19.12.1975, Αμβούργο.
Ενορχήστρωση: Νίκος Μαμαγκάκης Σκηνοθεσία: Alfred Kirchner.

ΟΚΤΩΒΡΗΣ ‘78 – 1976/1978 – ΑΣΤ 226

Ποίηση: Τάσος Λειβαδίτης, Δημήτρης Χριστοδούλου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Γιάννης Θεοδωράκης, Ερρίκος Θαλασσινός.
Σύνθεση: Μάϊος 1976 – 1978 Αθήνα.
Πρώτη εγγραφή: 1978. Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Συμμετέχουν: Λάκης Καρνέζης, Κώστας Παπαδόπουλος. Λαϊκή ορχήστρα υπό την διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη.

ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΟΥΛΗ – 1976 – ΑΣΤ 227

Ποίηση: Μίκης Θεοδωράκης.
Σύνθεση: 15.05.1976 Αθήνα.
1.Κόκκινο τριαντάφυλλο 2. Εκείνος ήταν μόνος.
Πρώτη εγγραφή: 1976. Γιώργος Νταλάρας. Minos.

ΤΑΞΙΔΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ – 1976/1978 – ΑΣΤ 228

Ποίηση: Γιάννης Θεοδωράκης, Μίκης Θεοδωράκης, Νίκος Μπότσαρης, Δημήτρης Κεσίσογλου.
Σύνθεση: 1976 – 78 Αθήνα, Ωρωπός, Τρίπολη.
Πρώτη εγγραφή: 1978. Μαργαρίτα Ζορμπαλά. Μπουζούκι Λάκης Καρνέζης. Διεύθυνση Ορχήστρας Μίκης Θεοδωράκης. Lyra.

ΤΑ ΛΥΡΙΚΑ – 1976 – ΑΣΤ 231

Ποίηση: Τάσος Λειβαδίτης.
Σύνθεση: 1976. Αθήνα.
Πρώτη εκτέλεση: 20.10.1976. Αθήνα.
Τραγούδι: Μίκης Θεοδωράκης. Συμμετέχουν: Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Σοφία Μιχαηλίδου, Πέτρος Πανδής. Μουσικοί: Σωτήρης Ταιάτης, Βασίλης Τενίδης, Σάντυ Παπαστεφάνου, Ανδρέας Ροδουσάκης, Σάκης Παληοθόδωρος, Γιώργος Θεοδωράκης.
Πρώτη εγγραφή: 1978 Ηχογράφηση της συναυλίας στον Λυκαβηττό. Minos.

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ – 1978/1981 – ΑΣΤ 236

Για μέτζο σοπράνο, χορωδία και ορχήστρα (έγχορδα, αγγλικό κόρνο, τρομπέτα, όμποε, φλάουτο, πιάνο, κιθάρες, μαντολίνο, ντραμς, και κρουστά).
Ποίηση: Αγγελική Ελευθυερίου, Γιάννης Θεοδωράκης, Μίκης Θεοδωράκης.
Σύνθεση: 1978 – 1981 Αθήνα, Βραχάτι, Παρίσι.
Πρώτη εκτέλεση: 1983. Βερολίνο.
Τραγ. Δήμητρα Γαλάνη. Χορωδία της Kreuzschule Δρέσδης. Διεύθυνση Ορχήστρας Μίκης Θεοδωράκης.
Πρώτη εγγραφή: 1982. Δήμητρα Γαλάνη, χορωδία της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου.
Μουσικοί: Σπύρος Ρέγγιος Φλάουτο, Claude Sielle Όμποε, Χρήστος Αργυρόπουλος Αγγλικό Κόρνο, Κίμων Βασιλάς Βιμπράφωνο – Ακορντεόν, Κώστας Καρυώτης Τρομπέτα, Γιώργος Λαβράνος ντραμς – κρουστά, Γιώργος Τσουπάκης ντραμς, Στέλιος Καρύδας, Γιώργος Καλαργάρης, Βαγγέλης Μπουντούνης, Δημήτρης Παπαγγελίδης Κιθάρα. Παντελής Δεσποτίδης, Βασίλης Καψάλης, Σοφοκλής Πολίτης, Σπύρος Στεργίου, Άγγελος Τζιμόπουλος, Μαρία Τροϊάνού, Σπύρος Τσούτσος Βιολί, Νίκος Κάρδαρης, Α. Κιτσάκης, Γιώργος.Χ Μπουρίδης Βιόλα, Ανδρέας Ροδουσάκης Μπάσο,Δημήτρης Ντουφεξιάδης, Στέλιος Ταχιάτης, Τσέλο. Βαγγέλης Παπαγγελίδης Μαντολίνο, Τάκης Χαρίτος Πιάνο.
Διεύθυνση Ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης.

ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ – 1978 – ΑΣΤ 237

Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος. Σύνθεση: 1978 Αθήνα & Ομσκ Σιβηρίας.
Πρώτη Εκτέλεση: 13.11.1978. Αθήνα.
Σύνθεση: 1978. Αθήνα.
Ηχογράφηση: 1979. Μαρία Φαραντούρη, Γιάννης Θωμόπουλος, Χορωδία Παπαστεφάνου, Απαγγελία Γιάννη Ρίτσου. – MINOS.

ΣΚΟΡΠΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ IV – 1980/1997 – ΑΣΤ 245

Τίτλος – Ποιητής – Έτος & Τόπος Σύνθεσης – Ηχογράφηση.
1) Μπελογιάννης. Γιάννης Θεοδωράκης 1980 Αθήνα – Ηχογράφηση: 1980 Μαργαρίτα Ζορμπαλά – ΛΥΡΑ.
2) Μολυβένια τα βουνά. Γιάννης Ρίτσος. 1980 Αθήνα.
3) Σκόλες και μεροκάματα. Γιάννης Ρίτσος.
4) Πως πιάσαν τον Αητό. Νότης Περγιάλης.
5) Σαν πιο πουλί.
6) Ύμνος της Οργάνωσης για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης – PLO. 1982.
7) Τραγούδι για τη φιλία ανάμεσα στον Ελληνικό και τον Τούρκικο λαό. 1986 Αύγουστος. Ελλάς.
8) Santiago. Federico Garcia Lorca, Ελεύθερη Απόδοση: Μιχάλης Μπουρμπόυλης. 1986 Ιούλης. 1986 Georges Moustaki. CBS.
9) Ύμνος των Μεσογειακών Αγώνων. Κ.Χ. Μύρης. 1991 Μάρτιος.
10) Καημένη Ελλάδα ( Μελωδία) 14.10.1992.
11) Χιονίζει μέσα στη νύχτα. Ναζίμ Χικμέτ. Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος. 03.03.1994. Αθήνα.
1997 Μίκης Θεοδωράκης (LP. Mikis) PEREGRINA.
12) Κερέμ. Ναζίμ Χικμέτ. Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος. 04.03.1994. Αθήνα. 1997. Μίκης θεοδωράκης & Zulfu Livaneli. (LP. Together) TROPICAL.
13) Χαρούμενο. Ιάκωβος Καμπανέλλης. 1994.
14) Το «Ναυκρατούσα» Μάνος Ελευθερίου 07.07.1994. Βραχάτι.
Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV (Σχέδιο)
15) Η κυρία πολιτεία. Λίνα Νικολακοπούλου. 18.07.1994 Αθήνα.
16) Τώρα που έσβησαν οι φωτιές. Λίνα Νικολακοπούλου. 03.09.1994.
17) Τα σεντόνια θέλουν άλλαγμα. Λίνα Νικολακοπούλου. 09.1994
18) Η σάρκα και η βάρκα. Λίνα Νικολακοπούλου. 09.1994.
19) Ερημιά. Λευτέρης Παπαδόπουλος. 1994.
20) Στο χρόνο της αλήθειας. Διονύσης Καρατζάς. 25.07.1995.
21) Ελληνικό τοπίο. Διονύσης Καρατζάς. 1995.
22) Ο πόνος του σώματος. Διονύσης Καρατζάς. 1995.
23) Μου ‘πες και εσύ πολλές φορές. Διονύσης Καρατζάς 1995.
24) Ο πύργος. Γιάννης Θεοδωράκης. 28.01.1997.

ΦΑΙΔΡΑ – 1980/1985 – ΑΣΤ 246

Για μέτζο σοπράνο, μπάσο, όμποε φλάουτο, κιθάρα ακουστική, κιθάρα κλασική, κιθάρα ηλεκτρική, μπαγλαμά, δύο βιολοντσέλα, ηλεκτρικό μπάσο, κρουστά για δύο κρουστούς, δύο μπουζούκια.
Ποίηση: Αγγελική Ελευθερίου. Μίκης Θεοδωράκης. Σύνθεση: 01.1980 Αθήνα.
Πρώτη Εκτέλεση: 18.02.1985. Αθήνα (Θέατρο Ορφέας)
Αλίκη Καγιαλόγλου, Πέτρος Πανδής. Διεύθυνση Ορχήστρας Μίκης Θεοδωράκης.
Ηχογράφηση: 1985. Αλίκη Καγιαλόγλου, Πέτρος Πανδής. Ορχήστρα: Λάκης Καρνέζης & Κώστας Παπαδόπουλος Μπουζούκι, Κλοντ Σιελιέ Όμποε, Παναγιώτης Δράκος Φλάουτο, Στέλιος Καρύδας Κιθάρα & Μπαγλαμά, Μπάμπης Λασκαράκης Κιθάρα ακουστική, Στέλλα Κυπραίου Κιθάρα κλασική, Γιάννης Σπάθας Κιθάρα Ηλεκτρική, Πλούταρχος Ρεμπούτσικας & Στέλιος Ταχιάτης Τσέλο, Αντώνης Τουρκογιώργης Μπάσο, Νίκος Αντύπας Κρουστά.
Ενορχήστρωση & διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης. (ΣΕΙΡΙΟΣ Εταιρία Μάνου Χατζιδάκι)

ΕΠΙΒΑΤΗΣ – 1980/1981 – ΑΣΤ 249

Ποίηση: Κώστας Τριπολίτης. Σύνθεση: 1980-81 Αθήνα, Παρίσι.
Ηχογράφηση: 1981 Mαρία Φαραντούρη. Ορχήστρα: Λάκης Καρνέζης & Κώστας Παπαδόπουλος Μπουζούκι, Σαράντης Κασσάρας Πιάνο, Στέλιος Καρύδας & Γιώργος Καλαργάρης Κιθάρα, Γιώργος Φωστηρόπουλος Ηλεκτρική κιθάρα, Ανδρέας Ροδουσάκης Μπάσο, Γιώργος Λαβράνος Κρουστά. Στα τραγούδια 6 & 12 συμμετέχει μικρό Χορωδιακό Σύνολο. Ενορχήστρωση & Διεύθυνση Ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης. MINOS
Δεύτερη ηχογράφηση: 27/03/2014. Φωτεινή Δάρα. Λαϊκή Ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης. COBALT MUSIC.

ΡΑΝΤΑΡ – 1981 – ΑΣΤ 252

Ποίηση: Κώστας Τριπολίτης. Σύνθεση: 1981 Αθήνα, Παρίσι.
Ηχογράφηση: Γιώργος Νταλάρας. Ορχήστρα: Λάκης Καρνέζης & Κώστας Παπαδόπουλος Μπουζούκι, Σαράντης Κασσάρας Πιάνο, Μπάμπης Λασκαράκης Γιώργος Καλαργάρης Κώστας Νικολόπουλος Γιώργος Νταλάρας Κιθάρες, Στέλιος Καρύδας Μπάσο, Τόλης Πιπέρας Κρουστά, Κώστας Γανοσέλης Πιάνο, Synthesizer. Ενορχήστρωση & Διεύθυνση Ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης. MINOS.

ΤΑ ΠΙΚΡΟΣΑΒΒΑΤΑ – 1983 – ΑΣΤ 264

Ποίηση: Λευτέρης Παπαδόπουλος Σύνθεση: 1983, Αθήνα.
Ηχογράφηση: 1984. Δημήτρης Μητροπάνος Συμμετέχει η Χάρης Αλεξίου.
Ορχήστρα: Κώστας Νικολόπουλος, Στέλιος Καρύδας Κιθάρα Ακουστική, Στέλιος Καρύδας Μπαγλαμά, Κώστας Παπαδόπουλος & Χρήστος Ψαρρός Μπουζούκι, Μέμος Κυριαζής Κρουστά Περκάσιον, Νίκος Τσεσμελής Μπάσο, Κώστας Νικολόπουλος Ηλεκτρική Κιθάρα, Τάσος Διακογιώργης Σαντούρι, Βιμπράφωνο, Γιάννης Σμυρναίος Ηχολήπτης. Ενορχήστρωση & Διεύθυνση Ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης.
Εξώφυλλο δίσκου: Έργο του Αλέκου Φασιανού. PHILIPS/POLYGRAM
Άλλες Ηχογραφήσεις: 1993. Αντώνης Γκάτας. Ορχήστρα: Γρηγόρης Τζιστούδης Μπουζούκι & Μπαγλαμά, Λευτέρης Αρμυράς Βιολί & Τσέλο, Γιάννης Καλλίας Πιάνο, Χρήστος Συκιώτης Τσέλο. «Gregoris Studiο» Γρηγόρη Τζιστούδη.
Η μίξη και το mastering έγιναν στο Klangfabrik στο Μόναχο από τον Gunther Bittmann. O δίσκος κυκλοφόρησε από την Τrick Music.
2001 Παναγιώτης Καραδημήτρης «Τα Πικροσάββατα και μια Σερενάτα»
Ενορχηστρώσεις: Στάθης Σαββίδης, Μανόλης Ανδρουλιδάκης. FM.RECORDS

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ – 1983 – ΑΣΤ 265

Ποίηση: Λευτέρης Παπαδόπουλος. Σύνθεση: 1983 Αθήνα.
Ηχογράφηση: Σταμάτης Κόκοτας.
(Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Βασίλης Τσιτσάνης κυκλοφορούν μαζί ένα LP που ερμηνεύει ο Σταμάτης Κόκοτας έξι τραγούδια για τον καθένα τους)
Διεύθυνση: Μίκης Θεοδωράκης. MINOS

ΠΟΙΗΜΑ ( ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ ) – 1983/1984 – ΑΣΤ 267

Για φωνή, δύο μπουζούκια, φλάουτο, όμποε, ηλεκτρική κιθάρα, ακουστική κιθάρα, κλασική κιθάρα, δύο τσέλα, κόντρα μπάσο, και κρουστά.
Ποίηση: Κώστας Καρυωτάκης. Σύνθεση: 10.12.1983 – Αρχές 1984 Αθήνα.
Ηχογράφηση: 1985 Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Κώστας Γανωσέλης: keyboards, Γιώργος Τσουπάκης Drumas, Γιώργος Ζηκογιάννης Bass. Ενορχήστρωση: Κώστας Γανωσέλης.
MINOS

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ – 1983/1984 – ΑΣΤ 268

Σύνθεση: Δεκέμβριος 1983 – φεβρουάριος 1984 Αθήνα.
Εγγραφή: 1998 Ορισμένα Τραγούδια στο Άλμπουμ Σερενάτες με την Μαρία Φαραντούρη.
Ενορχήστρωση διεύθυνση ορχήστρας: Γιάννης Σπάθας.
2005 Μαρία Φαραντούρη, Μανώλης Μητσιάς. LP Ερημιά. (Ορισμένα τραγούδια) Ερμήνευσαν: Τα μέλη της ΚΟΕΜ: Μανώλης Πάππος μπουζούκι, Ηρακλής Ζάκας Μπουζούκι – μπαγλαμά, Διαμαντής Σιδερίδης μπαγλαμά, Νίκος Σαμπαζιώτης κιθάρα, Νίκος Σακκάς κιθάρα, Βασίλης Δρογκάρης ακορντεόν, Σταύρος Καβαλιεράτος μπάσο, Αχιλέας Γουάστωρ πιάνο, Θανάζης Ζέρβας φλάουτο κλαρίνο, Νίνο Κιτάνι φλάουτο φλογέρα κλαρίνο. Ενορχήστρωση & διεύθυνση: Σταύρος Ξαρχάκος.
2017 Το τραγούδι ‘’Με το Αίμα’’ Μπέττυ Χαρλαύτη, Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ
Ενορχήστραωση – Διασκευή: Γιάννης Μπελώνης.

ΤΑ ΑΣΙΚΙΚΑ – 1984 – ΑΣΤ 269

Ποίηση: Μίκης Θεοδωράκης – Λευτέρης Παπαδόπουλος – Μιχάλης Γκανάς.
Πρώτη εκτέλεση: 1987 Χρησιμοποιήθηκαν εν μέρει για μουσική στο θεατρικό έργο WOYZECK του Georg Buchner στην Λάρνακα.
19.03.1996 Ασίκικο Πουλάκη (Στούντιο Νεφέλη) Βασίλης Λέκκας.
Πρώτη εγγραφή: 1985, 6 τραγούδια σε στίχους Μίκη Θεοδωράκη στο δίσκο Διόνυσος. Θανάσης Μωραΐτης. Διεύθυνση: Μίκης Θεοδωράκης. ΣΕΙΡΙΟΣ (Δισκ.Εταιρία. Μάνου Χατζιδάκι)

ΔΙΟΝΥΣΟΣ – 1984 – ΑΣΤ 270

Μουσικό Θρησκευτικό δράμα. Για βαρύτονο, χορωδία, ηλεκτρική κιθάρα, κλασική κιθάρα, 12χορδη κιθάρα, ηλεκτρικό μπάσο, φλάουτο, όμποε, δύο βιολοντσέλα, κρουστά, για δύο κρουστούς και δύο μπουζούκια.
Ποίηση: Μίκης Θεοδωράκης. Σύνθεση: 1984 Αθήνα.
Πρώτη εκτέλεση: 1985 Θέατρο Ορφέας. Θανάσης Μωραΐτης. Διεύθυνση Μίκης Θεοδωράκης.
Πρώτη εγγραφή: 1985 Θανάσης Μωραΐτης, Μικτή χορωδία σε διεύθυνση Αντώνη Κοντογεωργίου. Κώστας Παπαδόπουλος Λάκης Καρνέζης μπουζούκι, Στέλλα Κυπραίου κιθάρα, Νίκος Αντύπας κρουστά. Διεύθυνση: Μίκης Θεοδωράκης. ΣΕΙΡΙΟΣ (Δισκ.Εταιρία. Μάνου Χατζιδάκι)

ΜΗΠΩΣ ΖΟΥΜΕ ΣΕ ΑΛΛΗ ΧΩΡΑ – 1985 – ΑΣΤ 272

Ποίηση: Μάνος Ελευθερίου. Έτος σύνθεσης: 1985 Αθήνα.
Πρώτη Εγγραφή: 1986 Zulfu Livaneli, Sevingul Bahadir, Mikis Theodorakis (Ορισμένα τραγούδια μεταφρασμένα στα τούρκικα, κυκλοφόρησαν στην Τουρκία) Επίσης, δυο από τα τραγούδια αυτά, τα «Κόσμε άσωτε» και «Στο μπαρ» ακούστηκαν ζωντανά και από τον Γιώργο Νταλάρα στη συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη στο Αρχαίο Ωδείο της Πάτρας τον Ιούλιο του 1988.
Δεύτερη εγγραφή: 1991 Μαρία Δημητριάδη, Η παραγωγή έγινε από τη Βίκυ Γαλάτου. Η ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε στο studio «ΘΗΤΑ» με ηχολήπτη τον Γιώργο Θεοδωράκη και το εξώφυλλο είναι ένας πίνακας του Γιώργου Σταθόπουλου. ΣΕΙΡΙΟΣ (Δισκ.Εταιρία. Μάνου Χατζιδάκι)

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ – 1986 – ΑΣΤ 274

Ποίηση: Διονύσης Καρατζάς. Σύνθεση: 1986 Αθήνα & Βραχάτι.
Πρώτη εκτέλεση: 1987 Δημοτικό θέατρο Πειραιά. Βάνα Βερούτη.
Πρώτη εγγραφή: 1987 Βάνα Βερούτη, Πέτρος Πανδής, Βίκυ Σίμου, Θανάσης Μωραΐτης.
ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ. Εξώφυλλο Γιάννης Μεντζικώφ.
Το 1995, η Μαρία Φαραντούρη ηχογράφησε εκ νέου 5 από τα τραγούδια που είχε ερμηνεύσει η Βερούτη και τα συμπεριέλαβε στο δίσκο της POETICA που κυκλοφόρησε στη Γερμανία.

ΤΟ ΘΕΡΙΟ ΤΟΥ ΤΑΥΡΟΥ – 1986 – ΑΣΤ 276

Κοινωνική Κωμωδία. Αζίζ Νεσίν. Μετάφραση: Ερμός Αργαίος.
Ποίηση: Στέφανος Ληναίος με την συνεργασία του Πάνου Σκουρολιάκου.
Έτος σύνθεσης: 1986 Αθήνα.
Πρώτη Εκτέλεση: 1986 Αθήνα. Θίασος Στέφανου Ληναίου & Έλλης Φωτίου.
Ηθοποιοί: Στέφανος Ληναίος, Έλλη Φωτίου, Παντελής Κοντογιάννης, βάνα Ζάκα.
Ενορχήστρωση: Θόδωρος Ξυδίας.

Η ΒΕΑΤΡΙΚΗ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΜΗΔΕΝ – 1987 – ΑΣΤ 277

«Μελωδίες μέσα στο κενό» Για φωνή και πιάνο.
Διασκευή για φωνή, μεγάλη συμφωνική ορχήστρα και χορωδία (Σχέδια 1987) ΑΣΤ 283
Ποίηση: Διονύσης Καρατζάς, Μίκης θεοδωράκης.
Έτος σύνθεσης: 1987 Αθήνα Τελική μορφή 30.09.1987 Παρίσι.
Πρώτη εκτέλεση: 1983 Μαρία Φαραντούρη, Ντόρα Μπακοπούλου πιάνο, Φεστιβάλ Πάτρας.
Πρώτη εγγραφή: 1994 Μαρία Φαραντούρη Ντόρα Μπακοπούλου πιάνο.
2004 Μαρία Φαραντούρη Γιάννης Βακαρέλης πιάνο, ανέκδοτα.

ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ – 1987 – ΑΣΤ 278

Ποίηση: Μιχάλης Μπουρμπούλης
Έτος σύνθεσης: 1987 Αθήνα.
Πρώτη εκτέλεση: 1987 Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Θανάσης Μωραΐτης
Πρώτη εγγραφή: 1987 Θανάσης Μωραΐτης Μίκης Θεοδωράκης ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ

ΩΣ ΑΡΧΑΙΟΣ ΑΝΕΜΟΣ – 1987 – ΑΣΤ 279

Ραψωδία για δύο φωνές και κουιντέτο (όμποε/αγγλικό κόρνο, τσέλο, κιθάρα, πιάνο, και κόντρα μπάσο)
Ποίηση: Διονύσης Καραντζάς
Έτος σύνθεσης: 1987 Βραχάτι & Αθήνα 14.04.1987 Τελική μορφή.
Πρώτη εκτέλεση: 1987 Μίκης Θεοδωράκης, Σοφία Μιχαηλίδου. Δημοτικό Θέατρο Πειραιάς.
Άλλες Εκτελέσεις: 1987 17 Δεκέμβρη Αθηναίων. Μίκης Θεοδωράκης, Σοφία Μιχαηλίδου. Μουσικοί: Christian Boissel (cor anglais, όμποε), Ντάνα Χατζηγεωργίου (βιολοντσέλο), Δημήτρης Παπαγγελίδης (κιθάρα), Λευτέρης Ψωμιάδης (πιάνο) και Ανδρέας Ροδουσάκης (κοντρμπάσσο)
Πρώτη εγγραφή: 1987 Μίκης Θεοδωράκης, Σοφία Μιχαηλίδου. ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ
Μουσικοί: Christian Boissel (cor anglais, όμποε), Ντάνα Χατζηγεωργίου (βιολοντσέλο), Δημήτρης Παπαγγελίδης (κιθάρα), Λευτέρης Ψωμιάδης (πιάνο) και Ανδρέας Ροδουσάκης (κοντρμπάσσο)
Δεύτερη εγγραφή: 2018 Μπάμπης Τσέρτος, Ειρήνη Καραγιάννη. Μουσικοί: Δημήτρης Παπαγγελίδης, Μαριλίζα Παπαδούρη βιολοντσέλο, Τίνα Δεσύλλα όμποε cor anglai s, Γιάννης Τσέρτος πιάνο, Δημήτρης Τσεκούρας κόντραμπάσο. Ηχολήπτης Ηλίας Λιάκκας. Studio Odeon. ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ Μάνατζερ παραγωγής: Αλέξανδρος Θεοδωράκης Παπαγγελίδης. Εξώφυλλο δίσκου: Μιχάλης Πέρδικας.
ΕΑΡΙΝΟΣ ΑΝΕΜΟΣ / ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΓΕΜΑΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – 1987 – ΑΣΤ 282
Ποίηση: Δήμητρα Μαντά. Σύνθεση: 1987 Αθήνα & Παρίσι.
Πρώτη εκτέλεση: Πέτρος Πανδής, Σοφία Μιχαηλίδου, Φεστιβάλ Πάτρας.
Πρώτη εγγραφή: Angelique Ionatos. Christian Boissel piano, Renaud Garcia-Fons contrebasse, Helene Dautry violoncello.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΙΙ – 1994 – ΑΣΤ 297

Πρώτη εγγραφή: 1998 Μαρία Φαραντούρη. Ενορχήστρωση: Γιάννης Σπάθας. ΕΜΙ.

ΠΟΛΙΤΕΙΑ Γ’ ( 2 ) 1994 ΑΣΤ 299

Ποίηση: Μάνος Ελευθερίου, Δημήτρης Κεσίσογλου, Λίνα Νικολακοπούλου.
Έτος σύνθεσης: 1994 Αθήνα.
Πρώτη εκτέλεση: 1994 Μανώλης Μητσιάς. Θέατρο Τζένη Καρέζη.
Πρώτη εγγραφή: 1994 Μανώλης Μητσιάς, Δήμητρα Γαλάνη. Διεύθυνση: Μίκης Θεοδωράκης.

ΠΟΛΙΤΕΙΑ Δ’ 1994/1995 – ΑΣΤ 300

«…ιδού η γλυκιά Πολιτεία Δ’. Οι Πολιτείες, η μία μετά την άλλη, σηματοδοτούν τους σταθμούς της μουσικής μου πορείας. Κυρίως τους εσωτερικούς, τους ψυχικούς.»
Ποίηση: Μάνος Ελευθερίου, Σπύρος Τουπογιάννης.
Πρώτη εκτέλεση: 1996 Πέτρος Γαιτάνος, Μίκης Θεοδωράκης. Αθήνα.
Πρώτη εγγραφή: 1996 Πέτρος Γαιτάνος, Καλλιόπη Βέττα και μικρή χορωδία.
Ενορχήστρωση & διεύθυνση: Γιάννης Ιωάννου.

ΤΑ ΛΥΡΙΚΟΤΕΡΑ – 1994/1995 – ΑΣΤ 301

Ποίηση: Διονύσης Καρατζάς
Έτος σύνθεσης: 1994 – 25.06.1995 Τελική μορφή. Αθήνα & Βραχάτι.
Πρώτη εκτέλεση: 1996 Μαρία Φαραντούρη. Berliner Instrumentalist και ορχήστρα «Οι Σολίστ της Πάτρας» Ενορχήστρωση: Henning Schmidt. Διεύθυνση: Νίκος Τσόχλας. Αθήνα Μέγαρο Μουσικής.
Πρώτη εγγραφή: 1996 Μαρία Φαραντούρη. Ενορχήστρωση: Henning Schmidt. Διεύθυνση: Μίκης Θεοδωράκης.

ΤΑ ΛΥΡΙΚΟΤΑΤΑ – 1996 – ΑΣΤ 304

Ποίηση: Γιάννης Θεοδωράκης. Σύνθεση: 1995 Αθήνα.
Πρώτη εκτέλεση: 1996 Βασίλης Λέκκας Ηρώδειο.
Πρώτη εγγραφή: Μαρία Φαραντούρη. Ενορχήστρωση: Henning Schmidt. Άσματα CD PEREGRINA.

ΑΣΙΚΙΚΟ ΠΟΥΛΑΚΗ – 1996 ΑΣΤ 269

Ποίηση: Μιχάλης Γκανάς. Σύνθεση: 1994 – 1995 Αθήνα & Βραχάτι.
Εγγραφή: 1995 Βασίλης Λέκκας. Ενορχήστρωση: Γιάννης Σπάθας. Γιάννης Τσουμπρής Τύμπανα, Πέτρος Κούρτης κρουστά, Νίκος Πολίτης μπάσο, Βασίλης Μούστος πιάνο, Θύμιος Παπαδόπουλος Κλαρινέτο σοπράνο σαξόφωνο ηλεκτρικό αυλό κρουστά μπάσο, Πλούταρχος Ρεμπούτσικα βιολοντσέλο ακορντεόν, Σπύρος Ιωαννίδης μπουζούκι τζουράς μπαγλαμάς μπάντζο, Γιάννης Σπάθας ακουστική & ηλεκτρική κιθάρα λαούτο τζουρά μπαγλαμά μπαντζο, Έφη Μηνακούλη Σταύρος Μπαρής Τάσος Αλούπης Γιώργος Κωνστάντζας Φωνητικά.

ΣΕΡΕΝΑΤΕΣ 1998

Ποίηση: Λευτέρης Παπαδόπουλος.
Έκδοση: Μαρία Φαραντούρη. Ενορχήστρωση Διεύθυνση Ορχήστρας: Γιάννης Σπάθας.
Μουσικοί: Γιάννης Σπάθας (Κιθάρες, μαντολίνο, μπαγλαμά) Νίκος Πολίτης (Ηλεκτρικό και ακουστικό μπάσο) Θανάσης Γκιουλέτζης (Βιολί, βιόλα) Πλούταρχους Ρεμπούτσικας (Τσέλο) Θύμιος Παπαδόπουλος ( Κλαρίνο, Φλάουτο, Σοπράνο) Βασίλης Γκίνος (Keyboards) Τάκης Φαραζής (Πιάνο Keyboards) Σπύρος Παναγιωτόπουλος (Κρουστά, ντραμς) Φωνητικά: Ιρίνα Καρπουχίνα.
Minos – Emi 1998.

ΕΡΗΜΙΑ

Ποίηση: Λευτέρης Παπαδόπουλος.
2005 2005 Μαρία Φαραντούρη, Μανώλης Μητσιάς. Ερμήνευσαν: Τα μέλη της ΚΟΕΜ: Μανώλης Πάππος μπουζούκι, Ηρακλής Ζάκας Μπουζούκι – μπαγλαμά, Διαμαντής Σιδερίδης μπαγλαμά, Νίκος Σαμπαζιώτης κιθάρα, Νίκος Σακκάς κιθάρα, Βασίλης Δρογκάρης ακορντεόν, Σταύρος Καβαλιεράτος μπάσο, Αχιλέας Γουάστωρ πιάνο, Θανάζης Ζέρβας φλάουτο κλαρίνο, Νίνο Κιτάνι φλάουτο φλογέρα κλαρίνο. Ενορχήστρωση & διεύθυνση: Σταύρος Ξαρχάκος.

Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΦΩΤΙΑ – 2001

Ποίηση: Γιάννης Θεοδωράκης, Ερρίκος Θαλασσινός, Κώστας Βίρβος, Τάσος Λειβαδίτης, Μάνος Ελευθερίου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Ελένη Ζιώγα, Δημήτρης Χριστοδούλου.
Έτος έκδοσης: 2001 Δημήτρης Μπάσης. Λαϊκή Ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης.
Warner Music Greece.

ΟΔΥΣΣΕΙΑ – 2006

Ποίηση: Κώστας Καρτελιάς
Έκδοση: 2006 Μαρία Φαραντούρη. Το τραγούδι ‘’Στον κάτω κόσμο’’ Ερμηνεύει ο Μίκης Θεοδωράκης και είναι η τελευταία φορά που μπαίνει στο στούντιο για ηχογράφηση. Συντελεστές: Conductor – Irina Valentinova, Bass – Κωνσταντίνος Κωνσταντίνου, Cello, Percussion – Γιώργος Καλούδης, Clarinet – Γιάννης Σαμπραβαλάκης, Electric Guitar – Γιάννης Σπάθας, Interviewer – Γιάννης Λογοθέτης, Mandolin – Βιβή Γκίκα, Percussion – Χρήστος Γκοτσίνας, Piano – Irina Valentinova, Saxophone, Guitar – Δημήτρης Τσάκας, Trombone, Euphonium – Αντώνης Ανδρέου, Trumpet – Σωκράτης Άνθης, Violin – Διονύσης Βαρβιτσιώτης. LEGEND.

Έρευνα Αρίθμηση: Αστέρης Κούτουλας.

Kείμενα, έρευνα: Νίκος Θεοδωράκης.

Κείμενα: Κατερίνα Ψαράκου.

ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ “ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ”

4η ΣΥΝΕΔΡΙΑ

Προεδρείο:

Ιουλίτα Λαζαρίδου Ελμαλόγλου, μουσικολόγος.

Γιάννης Μεντζελόπουλος Καλλιτεχνικός Δ/ντής Ωδείου Χανίων & Δ/ντής Χορωδίας.

Μιχάλης Αεράκης Καλλιτεχνικός Δ/ντής Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Κρήτης
 

Στο βήμα η Gail Holst-Warhaft

Οι Όπερες του Μίκη Θεοδωράκη: Ο θρίαμβος του λυρισμού

Το μπαλέτο «Ζορμπάς» παίχτηκε στο αρχαίο θέατρο της Βερόνας τον Αύγουστο του 1988. Ο Θεοδωράκης ένιωσε περήφανος, όταν το βράδυ της πρεμιέρας που θα διηύθυνε την ορχήστρα, είδε σε πανό να γράφεται το όνομά του δίπλα στους γίγαντες της ιταλικής όπερας. Μετά το θρίαμβο του μπαλέτου, και αφού είχε πιει δύο-τρία ποτηράκια κρασί, έδωσε μια υπόσχεση στο διευθυντή του φεστιβάλ: «Θα γράψω τρεις όπερες» είπε, «μια για το Βέρντι, μια για τον Πουτσίνι, και μια για το Μπελίνι.»

Για ένα συνθέτη που πλησίαζε τα εβδομήντα και που δεν είχε γράψει καμιά όπερα μέχρι τότε, η πιθανότητα να εκπληρωθεί η υπόσχεση φάνηκε στον Ιταλό ελάχιστη. Αλλά δεν επρόκειτο ούτε για ματαιόδοξη επιθυμία, ούτε για επαναστατική ενέργεια ενός ανθρώπου που μια ζωή γράφει μουσική για φωνή και για ορχήστρα, και που για σαράντα χρόνια εξακολουθεί να γράφει μουσική για θέατρο, για μπαλέτο και για κινηματογραφικές ταινίες.

Ανάμεσα στα 1984 και 1986 ο Θεοδωράκης είχε ήδη γράψει την όπερα «Κώστας Καρυωτάκης ή οι Μεταμορφώσεις του Διονύσου». Πρόκειται για ένα έργο που χαρακτηρίζεται ως «όπερα μπούφα» και βασίζεται στη ζωή και στο θάνατο του ποιητή. Ο Θεοδωράκης την εμπνεύστηκε από την αηδία που ένιωθε για τη σύγχρονη κυβερνητική πολιτική. Στον «Καρυωτάκη», στην πραγματικότητα, ο συνθέτης έβαλε μέσα σ’ ένα πλαίσιο πικρής σάτιρας λυρικά στοιχεία. Το αποτέλεσμα είναι μια σκόπιμα γκροτέσκα, μαύρη κωμωδία, ένας μπρεχτικός εφιάλτης, από τον οποίο κανείς δεν μπορεί να γλιτώσει την κριτική και ο αυτόχειρας ποιητής θεωρεί τους πάντες υπεύθυνους όχι μόνο για το θάνατό του αλλά και για το θάνατο του έθνους του. Η όπερα «Κώστας Καρυωτάκης» είναι ένα σχόλιο του συνθέτη για τη δεκαετία του ’80. Πιστεύει ότι και αυτή η δεκαετία είναι άλλη μια περίοδος στιγματισμένη από την κατάχρηση της εξουσίας σε μια χώρα που στην ιστορική πορεία της έχει καταδυναστευτεί από ξένους και ντόπιους.

Η «όπερα» αυτή ήταν ένα θυμωμένο, χωρίς απόγνωση όμως, ξέσπασμα του συνθέτη. Ο υπότιτλος της όπερας δένει το έργο με μια άλλη σύνθεση, τον κύκλο τραγουδιών για λαϊκό τραγουδιστή, χορωδία και τη λαϊκή ορχήστρα «Διόνυσος», που παρουσιάστηκε το 1985 στο θέατρο «Ορφέας» στην Αθήνα. Ο Θεοδωράκης ονόμασε αυτόν τον κύκλο «σύγχρονο θρησκευτικό δράμα», τονίζοντας ότι ο σκοπός του ήταν να ξαναφέρει, όπως λέει, «στην μνήμη του λαού, αρχαίους και σύγχρονους μύθους, ελπίζοντας να τον βοηθήσω να δει μέσα από τα σύμβολα, την ουσία της ζωής του, που έχω την γνώμη ότι χάνεται όλο και πιο πολύ».

Η επιστροφή του θεού Διόνυσου δίνει μια συμβολική και μυθική διάσταση στη τραγωδία της σύγχρονης Ελλάδας. Μετά από χρόνια ξένης παρέμβασης, πολέμους και κατοχές η χώρα υποφέρει από την κατάχρηση εξουσίας και την οργιαστική κατανάλωση που μπορεί να νικήσει, φαίνεται, ακόμη και το Διόνυσο. Αλλά με τέτοιο θεό, ποιος ξέρει τι μπορεί να γίνει; Ο Διόνυσος, το σύμβολο του ελληνικού παρελθόντος, είναι που ενώνει το κοσμικό με το ιερό και αφήνει χώρο για ελπίδα. Στις όπερες που θα συνθέσει ο Θεοδωράκης την επόμενη δεκαετία, θα επιστρέψει στην πηγή έμπνευσής του, στο μυθικό και συμβολικό κόσμο της αρχαίας Ελλάδας και θα δημιουργήσει μια τριλογία τραγωδιών μ’ ένα νέο λυρισμό, ένα λυρισμό που υπερβαίνει την πικρία του παρελθόντος και καταφάσκει στη δύναμη της ανθρώπινης αγάπης και του έρωτα.

Ο Θεοδωράκης πιστεύει ότι οι σύγχρονοι Έλληνες έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με το τραγικό. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αυτό οφείλεται στην ιστορία της χώρας τους ή ακόμη στο ότι το έχουν στο αίμα τους που τους ευχαριστεί η ακραία έκφραση του πόνου στη λογοτεχνία. Εν πάση περιπτώσει, ο Θεοδωράκης πάντοτε ταυτιζόταν με τις τραγικές μορφές της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας και ιδιαίτερα με τις τρεις ηρωίδες που στέκονται μόνες και χωρίς φόβο στο κέντρο των λεγόμενων «λυρικών τραγωδιών»: Μήδεια, Ηλέκτρα και Αντιγόνη. Το πρόβλημα για το συνθέτη ήταν πώς να μετουσιώσει αυτή την ιδιαίτερη έλξη που ασκούσε πάνω του η τραγωδία σε μουσική μορφή. Η λύση ήταν, όπως έχει συμβεί με όλα σχεδόν τα έργα του, να βασιστεί στον ποιητικό λόγο, ώστε αυτός να του εξασφαλίσει τη μουσική έμπνευση. Ο συνθέτης ένιωθε ότι ο Ευριπίδης τον οδηγούσε πιο κοντά στον άνθρωπο και στην ανθρώπινη κοινωνία παρά ο Αισχύλος, ο οποίος έβλεπε τον άνθρωπο ως όργανο της θεϊκής θέλησης.

Ο σεβασμός του Θεοδωράκη για το κείμενο του Ευριπίδη τον οδήγησε όχι μόνο να ακολουθήσει το πρωτότυπο λέξη προς λέξη και στίχο προς στίχο, αλλά να δημιουργήσει μια μοναδική μελωδική γραμμή που αρχίζει με την πρώτη φράση της τροφού και τελειώνει με το τελευταίο χορικό. Δεν σημαίνει όμως ότι μια μόνο μελωδία κυριαρχεί στο έργο, αλλά η μελωδία, το μέλος, είναι το κυρίαρχο στοιχείο που θα επηρεάσει τις άπειρες αντιθέσεις και μεταβολές των χαρακτήρων. Όπως θα περίμενε κανείς, με τέτοια εμμονή στη μελωδία, δεν υπάρχει στην πραγματικότητα ρετσιτατίβο, ακόμη και οι πιο γρήγοροι διάλογοι τραγουδιούνται σε μια μελωδική μορφή.

Η εστίαση του συνθέτη στη μελωδία σημαίνει ότι κάθε μελωδική γραμμή είναι φορτωμένη με συμβολικό βάρος. Το εναρκτήριο θέμα της Μήδειας θυμίζει τη μουσική που έγραψε ο Θεοδωράκης για τη ταινία «Ηλέκτρα» του Κακογιάννη. Δημιουργεί μια μελαγχολική, απειλητική ατμόσφαιρα που θα ανακαλείται σε κρίσιμες στιγμές της όπερας αλλά και στις δυο επόμενες των «λυρικών τραγωδιών» του. Τέτοιες οικείες μελωδίες και ρυθμοί αποδεικνύουν τη συνέχεια μεταξύ αρχαίας και σύγχρονης Ελλάδας υπογραμμίζοντας ότι αυτό το δράμα συμβαίνει σ’ ένα τόπο που κατοικείται ακόμα από Έλληνες.

Η Μήδεια είναι πρόσφυγας από τον Πόντο. Ο Ευριπίδης με το τέχνασμα της τροφού, που κάνει έκκληση ευθέως στους θεατές για συμπόνια, μας καλεί να καταλάβουμε την τρομερή θέση της Μήδειας ως ντροπιασμένης εξόριστης. Ο Θεοδωράκης αποδίδει αυτή την έκκληση για κατανόηση με μια μουσική γλώσσα που υπογραμμίζει ότι η Μήδεια δεν είναι εντελώς ξένη, αλλά πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία. «Νιώθω πόνο στη καρδιά κι ήρθα να κλάψω… Να πω τα πάθη της κυράς μου σε ουρανό και γη» μας λέει η τροφός σε μια άρια που θα μπορούσε να ενορχηστρωθεί ξανά ως ένα μικρασιάτικο ρεμπέτικο τραγούδι.

Αντί για συμπόνια από τους Κορίνθιους η Μήδεια αντιμετωπίζει τον ίδιο εθνικισμό με τον οποίο οι Έλληνες υποδέχτηκαν τους πρόσφυγες το 1922. Όταν ο Ιάσονας διαλαλεί ότι πρέπει να είναι ευγνώμων που ζει τώρα στην Ελλάδα και ο χορός των ανδρών επαναλαμβάνει «ζεις στην Ελλάδα. Οι Έλληνες σε επαινούν», ενοχλούμαστε για το σωβινισμό τους. Ο χορός των γυναικών μας θυμίζει ότι αυτά είναι κούφια λόγια, λόγια που λέγονται πολύ καθυστερημένα προς αντίπαλο πιο ισχυρό από τον ίδιο. Σε τέτοιες περιπτώσεις βλέπουμε πόσο υπολογίζει ο Θεοδωράκης στην ιδιότητα του ανδρικού χορού. Η ύπαρξη αντρικού και γυναικείου χορού επιτρέπει στο συνθέτη να τονίσει τη διαφορά μεταξύ της αρσενικής και θηλυκής στάσης απέναντι στη συμπεριφορά της Μήδειας. Ενώ οι άνδρες φοβούνται τη Μήδεια, οι γυναίκες, τουλάχιστον στην αρχή, είναι με το μέρος της.

Αντίθετα με τις ηρωίδες στις επόμενες όπερες – Ηλέκτρα και Αντιγόνη – η Μήδεια είναι μια άστατη γυναίκα, που βασανίζεται ανάμεσα στην επιθυμία της για εκδίκηση και στην αγάπη της για τα παιδιά της. Μουσικά οι διαθέσεις της αποκαλύπτονται με γρήγορες αλλαγές μελωδικής γραμμής, τέμπο και ρυθμού. Από την πρώτη της κιόλας εμφάνιση μοιάζει σαν μια δύναμη της φύσης, σαν ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί.

Στη μουσική του Ιάσονα βρίσκουμε μια επινόηση του Θεοδωράκη που θα τη χρησιμοποιήσει σ’ όλη την τριλογία: τα χάλκινα όργανα θα γίνουν σύμβολο κοσμικής εξουσίας, εξουσίας που ωστόσο φοβάται τον αντίπαλο. Ο Ιάσονας δίνει τις διαταγές του με μουσική γρήγορη και εκρηκτική.

Οι γυναίκες του χορού καταγγέλλουν όχι μόνο τον Ιάσονα, αλλά και την τύχη των γυναικών. Η κορυφαία μας θυμίζει τι θυσίασε η Μήδεια αφήνοντας το πατρικό της σπίτι και ταξιδεύοντας με το μικρό σκάφος του Ιάσονα στην Ελλάδα. Η άριά τους έχει ένα απαλό, λικνιστικό ρυθμό που μιμείται την κίνηση του σκάφους του Ιάσονα, αλλά φτάνει σε δραματική κορύφωση, όταν ο χορός μαζί με την κορυφαία κάνουν μια επίθεση στην ελληνική ηθική, επίθεση που δεν αφήνει αδιάφορο το σύγχρονο ελληνικό κοινό. «Ω Ελλάδα! Ελλάδα δοξασμένη! Ποιος σέβεται σήμερα όρκους και τιμή; Στους ουρανούς πέταξαν και χάθηκε η ντροπή!»

Στη λογομαχία Ιάσονα – Μήδειας η Μήδεια θυμίζει τον άνδρα της ότι αυτή ήταν που τον έκανε ήρωα προδίδοντας και σκοτώνοντας τους συγγενείς της. Η τραγουδιστή απάντηση του Ιάσονα, που συνοδεύεται από συνεχή αρπίσματα, μας υπενθυμίζει ότι αυτός που μιλάει είναι ένας ναύτης που αντιλαμβάνεται τη φουρτούνα που δημιούργησαν τα λόγια της. Αλλά ο λόγος του, άλλοτε σωβινιστικός άλλοτε πραγματικός, καταφέρνει μόνο να μετατρέψει τη φουρτούνα σε κυκλώνα.

Όταν η Μήδεια πείθει τον Αιγέα να ορκισθεί μπροστά στους θεούς – στη Γη, στον Ήλιο, στο Δία, στον ‘Αδη και στη Μοίρα – ότι θα την προστατέψει, η μεγαλοπρεπής μελωδία του χορού διακόπτει την πράξη και ο ιερός χαρακτήρας της προσευχής ενισχύεται μουσικά. Η προσευχή στο τέλος της πρώτης πράξης ξαναπιάνεται από το χορό των γυναικών στη δεύτερη πράξη, που ζητούν τη βοήθεια του Ερμή να οδηγήσει τον Αιγέα με ασφάλεια στο παλάτι του. Η Μήδεια επίσης επικαλείται τους θεούς πριν ανακοινώσει τα τρομαχτικά της σχέδια. Από δω και πέρα η Μήδεια βρίσκεται στην επίθεση, αλλά ο θρίαμβός της είναι πιο πικρός από οποιαδήποτε αποτυχία.

Ανηλεής από τη μανία της ετοιμάζεται να σκοτώσει τα παιδιά της, ενώ ακούμε τη δυσοίωνη μουσική της αρχής της όπερας. Αλλά ξαφνικά αρχίζει μια εκπληκτική άρια. Η μελωδία βασίζεται σ’ ένα τραγούδι του Θεοδωράκη του 1969 με τίτλο «Ο χρησμός» σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου. Σ’ αυτό το περιβάλλον, η γλυκιά και μελαγχολική μελωδία μεταμορφώνει τη γυναίκα, που μόλις σκότωσε δύο ανθρώπους με βάρβαρο τρόπο και ετοιμάζεται να σκοτώσει τα δικά της παιδιά, σε τρυφερή μητέρα.

Ένα χαρακτηριστικό της τραγωδίας, όπως παρατηρεί ο Θεοδωράκης, είναι ότι όλοι οι πρωταγωνιστές έχουν δίκιο από την πλευρά τους, μέχρι και ο Ιάσονας, που ο συνθέτης του χαρίζει την λυτρωτική του στιγμή. Η άρια που τραγουδάει, όταν μαθαίνει για το θάνατο των παιδιών του είναι ο θρήνος ενός ανθρώπου που έχει λυγίσει από την απελπισία. Οι ρόλοι ανατρέπονται. Ο πόνος δίνει στον Ιάσονα μια καινούργια αξιοπρέπεια, ενώ η Μήδεια γίνεται μια θριαμβεύουσα ξένη. Εδώ η ορχήστρα τονίζει, πετυχημένα αυτή την ανατροπή. Τα χάλκινα όργανα, σύμβολο ανδρικής εξουσίας, συνοδεύουν τώρα τη Μήδεια.

Στις τελευταίες στιγμές της όπερας η σύντομη άρια της Μήδειας, με την οποία δηλώνει το σκοπό της να θάψει τα παιδιά της μακριά από την Κόρινθο στο Ναό της Ήρας, είναι ακόμα μια ιερή στιγμή που ο συνθέτης μάς βοηθάει να καταλάβουμε το λειτουργικό χαρακτήρα της τραγωδίας και την πεποίθηση του Θεοδωράκη ότι όλοι έχουν δίκιο. Αν υπάρχει απόλυτο κακό, αυτό βρίσκεται στην κοσμική εξουσία και στην κατάχρησή της.

Είναι πολύ σημαντικό που ο Θεοδωράκης έχει διαλέξει αντί ήρωες ηρωίδες, που και οι τρεις στέκονται μόνες μπροστά στην εξουσία του κράτους. Όπως η Μήδεια έτσι και η Ηλέκτρα του Σοφοκλή είναι μια τραγωδία, στην οποία μια καταφανώς αδύναμη γυναίκα νικάει τις δυνάμεις που την καταπιέζουν. Και όπως η Μήδεια, έτσι και η Ηλέκτρα είναι το αδυσώπητο όργανο της εκδίκησης. Όπως εξηγεί ο συνθέτης, η Ηλέκτρα είναι η «Εκλεκτή» από τους Νόμους της Παγκόσμιας Αρμονίας. Ο χορός μας δίνει τα κλειδιά του χαρακτήρα της. Είναι πρώτ’ απ’ όλα μόνη. Συνέχεια θρηνεί τον πατέρα της, αλλά ταυτόχρονα καταφρονεί το θάνατο. Η μοίρα της μπορεί να είναι μαύρη αλλά στο τέλος θα δοξαστεί και θα θεωρηθεί σοφή και ενάρετη επειδή υποστήριξε τους νόμους της αρμονίας και της φύσης και σεβόταν το Δία.

Από την τριλογία, η Ηλέκτρα είναι μάλλον η πιο δραματική όπερα και η πιο δύσκολη. Πώς, τότε, εκπληρώνεται η ενόραση του συνθέτη και εκφράζει όχι μόνο ολόκληρη την κλίμακα των ανθρώπινων αισθημάτων, αλλά και αντιπροσωπεύει παράλληλα τους νόμους της αρμονίας και της φύσης; Σε ποια μουσική γλώσσα μιλάει ο συνθέτης, όταν απευθύνεται στον ακροατή της «κλασικής» όπερας;

Εδώ ο χορός παίζει σημαντικό ρόλο. Όπως στη Μήδεια έτσι και στην Ηλέκτρα γυναίκες και άνδρες τραγουδάνε ξεχωριστά. Στο πρώτο χορικό οι γυναίκες έχουν μια αιθέρια μελωδία σε 6/8 που ταιριάζει με την προσπάθειά τους να γαληνέψουν το άγριο πένθος της Ηλέκτρας. Σ’ ένα δραματικό πέρασμα μπαίνουν οι άνδρες και μιλάνε για το φόνο του Αγαμέμνονα, αλλά και εδώ οι σοπράνοι και τενόροι τραγουδάνε ομόφωνα, όπως και οι άλτοι και οι μπάσοι, για να μπορέσουμε ν’ ακούσουμε καθαρά τα λόγια τους.

Πριν ακόμα ακουστεί η φωνή της Ηλέκτρας αιθέρια μέσα από το παλάτι, οι Μυκήνες έχουν καθιερωθεί μουσικά ως ιερός τόπος. Στην αρχή της όπερας ο Ορέστης και η Ηλέκτρα προσεύχονται στους θεούς. Η μουσική του Θεοδωράκη τονίζει την κεντρική αντίθεση της όπερας μεταξύ της κοσμικής αρμονίας της φύσης και της ασυμφωνίας μέσα στο παλάτι.

Μετά από την προσευχή στο φως ακολουθεί μια προσευχή στους θεούς του Κάτω Κόσμου και στον Ερμή, που ενώνει τους δυο κόσμους. Ο χορός υποστηρίζει την Ηλέκτρα και η μουσική του όχι μόνο θυμίζει την αρχή της όπερας, αλλά μας βοηθάει να καταλάβουμε ότι και αυτός εμπλέκεται στο ιερό καθήκον να αποκαταστήσει την χαμένη αρμονία του παλατιού.

Ο ρόλος του αλλάζει στην επομένη σκηνή. Στη αρχή της διαμάχης των δυο αδελφών προσπαθεί να γαληνέψει την οργή τους, αλλά η μουσική γλώσσα δείχνει ότι οργίζεται με τους πρωταγωνιστές. Στη κορυφή της διαμάχης η Ηλέκτρα παρακαλεί την αδελφή της να πετάξει τις προσφορές της μητέρας της και να μην τις βάλει στον τάφο του πατέρα τους. Σ’ αυτό το σημείο έχουμε την πιο χαρακτηριστική μελωδική, ρυθμική ενορχήστρωση της όπερας. Πάνω σ’ ένα σχεδόν χορευτικό ρυθμό η Ηλέκτρα προφέρει τα σύμφωνα σαν πολυβόλο. Η έκρηξη τελειώνει, χαμηλώνει η ένταση, αλλά η θεϊκή γαλήνη δεν διαρκεί.

Στη αρχή της επομένης σκηνής («Αν δεν είμαι μάντισσα τρελή») ο Θεοδωράκης υπογραμμίζει το διπλό χαρακτήρα του χορού. Απ’ τη μια πλευρά αντιπροσωπεύει τις Μυκήνες, μια ματωμένη πόλη. Απ’ την άλλη πλευρά, λυρικά, ο χορός μας θυμίζει την ομορφιά του ελληνικού τοπίου. Τώρα ο ρόλος του είναι να ετοιμάσει την είσοδο της Κλυταιμνήστρας. Η διαμάχη της Ηλέκτρας με την Κλυταιμνήστρα είναι η πιο αμείλικτη της τραγωδίας. Είναι γραμμένη στη μορφή ενός ιδιότυπου Βυζαντινού ρετσιτατίβου που χαρακτηρίζεται από τη χρήση σύμφωνων συγχορδιών. Αλλά και πάλι, όταν η βασίλισσα, ανίκανη να συνεχίσει τη στιχομυθία, ζητάει την άδεια να κάνει τις θυσίες στον τάφο, ο συνθέτης τής χαρίζει τη στιγμή της. Όταν απευθύνεται στους θεούς, ιδιαίτερα στον Απόλλωνα, η μουσική γίνεται η γέφυρα, ο μεσολαβητής με την Παγκόσμια Αρμονία και η άριά της μας μεταφέρει από το σκοτάδι στο φως.

Στην περίφημη σκηνή όπου ο παιδαγωγός εξιστορεί το θάνατο του Ορέστη, η μουσική μεταμορφώνει το φανταστικό ψέμα σ’ ένα μεθυστικό χορό. Εδώ η μουσική καταφέρνει κάτι που δεν μπορούν να κάνουν τα λόγια. Στη διάρκεια της αφήγησής του, ακούμε τα άλογα να καλπάζουν έξαλλα. Ο χορός θρηνεί τον Ορέστη μ’ έναν ύμνο που είναι ριζίτικο τραγούδι. Τουλάχιστον στην Ελλάδα ο ακροατής καταλαβαίνει τη σημασία ενός τέτοιου τραγουδιού.

Η δεύτερη πράξη αρχίζει, όπως και η πρώτη, με μια σκηνή την αυγή, όπου η σύγκριση μεταξύ της χαράς της Χρυσόθεμης και της απελπισίας της Ηλέκτρας δίνεται από το τονικό ύψος των φωνών τους, η μια σοπράνο, η δεύτερη μέτζο. Στην επόμενη σκηνή είναι ο Πυλάδης, και όχι ο Ορέστης που υπερέχει. Ο Ορέστης προσπαθεί να μείνει ουδέτερος, ενώ ο Πυλάδης τραγουδάει μια σχεδόν δημοτική μελωδία με την οποία φαίνεται να υπερνικά τον πόνο. Ο Ορέστης λυπάται την Ηλέκτρα και πείθει τον Πυλάδη να της δώσει την τεφροδόχο. Τώρα τραγουδάει η Ηλέκτρα μια λυρική μελωδία. Σε τέτοιες στιγμές φαίνεται καθαρά ο ιερός χαρακτήρας της όπερας. Από δω και πέρα η ένταση ανεβαίνει, αλλά παρά τη φριχτή αναπόφευκτη πράξη που θα γίνει, υπάρχει ένας λυρισμός που μας οδηγεί σ’ ένα ανώτερο κόσμο. ‘Αλλη μια παρόμοια στιγμή συνοδεύει την αναγνώριση του παιδαγωγού. Μουσικά, αυτή η δεύτερη αναγνώριση είναι μια από τις κορυφαίες στιγμές της όπερας. Για λίγο η Ηλέκτρα εγκαταλείπει την οργή και το πένθος της. Ο Ορέστης τώρα προωθεί την πράξη, αλλά πριν συνεχίσουν, πρέπει να απευθύνουν στον Απόλλωνα μια προσευχή. Ο παραλληλισμός μεταξύ αυτής της σκηνής και της ιερής ατμόσφαιρας της αρχικής σκηνής υπογραμμίζεται με μια επιστροφή στο θέμα των Μυκηνών.

Ήδη ακούστηκε η μουσική γλώσσα της όπερας και όπως προχωρεί στο φοβερό τέλος και η Ηλέκτρα σαν σκύλα ουρλιάζει για εκδίκηση, αναγνωρίζουμε τους ρυθμούς και την ενορχήστρωση που συνδέονται με την ένταση, με τη μανία, αλλά και με τη φύση και την αρμονία του κόσμου. Για παράδειγμα τη στιγμή που ο Αίγισθος πλησιάζει το παλάτι, μετά από τη σφαγή της Κλυταιμνήστρας, ο Θεοδωράκης επικαλείται τη βασιλεία της φύσης και του ουρανού ως μια διαμαρτυρία για τις φριχτές πράξεις των ανθρώπων. Παρά τα θετικά λόγια του χορού, το τέλος του έργου είναι τόσο βίαιο που δεν μπορούμε εύκολα να πιστέψουμε ότι η Ηλέκτρα έχει κάνει «ένα βήμα προς τη λευτεριά». Και η μουσική, που καλπάζει άγρια μέχρι το τέλος, μας αφήνει με την εντύπωση ότι και ο συνθέτης απορεί.

Κανένας που δε γνωρίζει το λαϊκό έργο του Θεοδωράκη δεν θα συνδέσει την όπερα Αντιγόνη με το θεατρικό έργο του που στηρίζεται στον ίδιο μυθικό υλικό, Το τραγούδι του νεκρού αδελφού δηλαδή, γραμμένο όταν οι πληγές του εμφύλιου ήταν ακόμα ανοιχτές. Για να τονιστεί πάλι ο παραλληλισμός με την σύγχρονη ελληνική ιστορία, ο συνθέτης έπρεπε να επεκτείνει την όπερα πέρα από την Αντιγόνη του Σοφοκλή και να γράψει το δικό του λιμπρέτο, φτιάχνοντας ένα κολάζ από πέντε αρχαία έργα που αναφέρονται στον κύκλο της Θήβας. Χρειάζεται μια Ιοκάστη που σπαράσσεται ανάμεσα στους δυο γιους της και έναν Οιδίποδα ως σύμβολο αυτοκαταστροφής. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Θεοδωράκης μπόρεσε να τονίσει τον κυκλικό χαρακτήρα της ανθρώπινης σύγκρουσης και την αμηχανία των αθώων να παρέμβουν. Ο Ετεοκλής και ο Κρέοντας έχουν το ίδιο πάθος για εξουσία, ενώ ο Οιδίποδας και η Αντιγόνη καταφέρνουν να γίνουν κοινωνοί των «νόμων της παγκόσμιας αρμονίας».

Η προσωπική ερμηνεία του Θεοδωράκη για την Αντιγόνη του δίνει τη δυνατότητα να ενώσει τη μουσική με τη φιλοσοφική ενόρασή του για την αναπόφευκτη, παγκόσμια ανθρώπινη τραγωδία, αλλά και για την ιδιαίτερη τραγωδία της χώρας του. Δραματικά η όπερα πληρώνει το κόστος του ετερόκλητου χαρακτήρα του υλικού της. Η μακροσκελής άρια του Οιδίποδα στην αρχή της όπερας βαραίνει την πράξη πριν αρχίσει. Ως «alter ego» του συνθέτη ο Οιδίποδας επηρεάζεται από το νόμο της παγκόσμιας αρμονίας, κάτι που υπάρχει πέρα από τη μεταφυσική αναζήτηση και τον τελικό προορισμό του.

Η εμφάνιση του Ετεοκλή, ο διάλογός του με το χορό και οι προετοιμασίες για πόλεμο είναι στοιχεία από τους Επτά επί Θήβας. Η εισαγωγή του Οιδίποδα ως αφηγητή ανοίγει το δρόμο για την τρίτη σκηνή, που βασίζεται στις Φοίνισσες του Ευριπίδη με τις γρήγορες στιχομυθίες ανάμεσα στον Κορυφαίο, στον Κρέοντα και στην Αντιγόνη. Σ’ αυτό το έργο οφείλεται και η εμφάνιση της Ιοκάστης και η προσπάθειά της να συμφιλιώσει τους δυο αδελφούς. Η σύγκρουση σπαθιών και λόγων καταφέρνει να δημιουργήσει μια δραματική ένταση που φτάνει στην κορύφωσή της, όταν η Ιοκάστη τραγουδάει την καταπληκτική της άρια «Η πιο δύστυχη μητέρα». Οι πηγές αυτής της άριας είναι δυο τραγούδια γραμμένα το 1942 στην Τρίπολη σε μια τραυματική εποχή για το έθνος αλλά και αθώας εφηβείας. Αυτές οι μελωδίες ανακαλούνται σε στιγμές που τονίζουν την καθαρότητα της αγάπης της Ιοκάστης για τα παιδιά της και της Αντιγόνης για τον Αίμωνα.

Όπως στις προηγούμενες όπερες, ο χορός της Αντιγόνης τραγουδάει συχνά ομόφωνα ή σε δυο φωνές και η μουσική του είναι πιο απλή ώστε να λειτουργεί ως σχολιαστής που επικοινωνεί με τους ακροατές. Και όπως είδαμε στις άλλες όπερες, ο συνθέτης χρησιμοποιεί τριπλούς ρυθμούς ή ένα συνδυασμό 2 με 3 στα πιο δραματικά μέρη της πράξης.

Στην αρχή της δεύτερης σκηνής ακούμε ένα μελωδικό μοτίβο που θα κυριαρχήσει στην υπόλοιπη πράξη. Η σύγκρουση του Οιδίποδα με το χορό τονίζεται όχι μόνο από την ακατέργαστη μουσική, αλλά και από τη σύγκρουση ανδρικών φωνών. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει στη σύγκρουση των δυο αδελφών, όπου ο γεμάτος αυτοπεποίθηση βαρύτονος Ετεοκλής διαφέρει φανερά από τον έντρομο τενόρο Πολυνείκη. Η αντίθεση των μελωδικών θεμάτων της πρώτης και δεύτερης πράξης υπογραμμίζει τη μεγάλη διαφορά μεταξύ τους. Όπου η πρώτη πράξη της Αντιγόνης συμπυκνώνει υλικό από διαφορετικές αρχαίες τραγωδίες σ’ ένα κολάζ που διακινδυνεύει την ενότητά της, η δεύτερη συνεπάγεται άλλη μια μορφή συμπύκνωσης, όπου το πρωτότυπο συγκεντρώνεται σε με μια μοναδική φράση, η οποία επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά στα αρχαία και στα νεοελληνικά.. «Έρως ανίκατε μάχαν, δηλαδή έρωτα ανίκητε στη μάχη», ώσπου στο τέλος της όπερας γίνεται υπνωτική.

Αν η Ηλέκτρα είναι η πιο δραματική όπερα του Θεοδωράκη, ένα tour de force ρυθμικής έντασης και μεγάλων οπερατικών στιγμών, η τρίτη λυρική τραγωδία, η Αντιγόνη είναι η κατάλληλη επιλογή για τελευταίο έργο της τριλογίας. Το μπαλέτο Αντιγόνη ήταν η πρώτη διεθνής εντολή που πήρε ο συνθέτης και το έργο είναι κάτι που πάντοτε τον τραβούσε. Για το Θεοδωράκη η Αντιγόνη αντιπροσωπεύει «ένα ολοκληρωμένο, κλειστό κύκλο ανθρώπινης τραγωδίας. Συμβολίζει το αιώνιο κακό, το επαναλαμβανόμενο δράμα που σαν κατάρα συνοδεύει το ανθρώπινο γένος: από τη μια πλευρά υπάρχουν οι θύτες, από την άλλη τα θύματα. Οι Θεοί του Κακού συμβολίζουν το βασικό ένστικτο της κυριαρχίας, της δίψας για δύναμη και εξουσία.»

Μια ολόκληρη πόλη καταστρέφεται από αυτό το ένστικτο, αλλά μέσα από τις στάχτες ξεπηδούν η Αντιγόνη και ο Αίμων, «τα δύο απαραίτητα θύματα της κοινωνίας που θα θυσιαστούν για να εξευμενίσουν το Κακό..» Έτσι δίνουν την ευκαιρία στο συνθέτη να τελειώσει την τριλογία του όχι απαισιόδοξα αλλά με θριαμβευτικό λυρισμό.

Ξέρω καλά ότι παρέλειψα από τη σημερινή εισήγησή μου την κωμική όπερα «Λυσιστράτη». Δεν ήταν μόνο για λόγους χρόνου, αλλά κυρίως επειδή μας οδηγεί σε πολύ διαφορετικό μουσικό και πνευματικό περιβάλλον. Η τριλογία βασισμένη σε αρχαίες τραγωδίες τελειώνει εύστοχα μ’ ένα έργο που έχει απασχολήσει το συνθέτη στη διάρκεια της καριέρας του, έργο που έχει ιδιαίτερη απήχηση όχι μόνο σε κείνον, αλλά και σε όλους τους Έλληνες που έζησαν την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Ο θρίαμβος της Αντιγόνης είναι ο θρίαμβος του ανθρώπινου πνεύματος, του έρωτα, της μουσικής, του λυρισμού και του συνθέτη που έχει γίνει για τόσους ανθρώπους σε τόσες χώρες ζωντανό σύμβολο αυτού του θριάμβου.

Γκέιλ Χολστ-Βάρχαφτ (Gail Holst-Warhaft)
Γεννήθηκε στην Αυστραλία. Από τότε που επισκέφτηκε δύο φορές την Ελλάδα, το 1965 και το 1967, η Ελληνική μουσική και ο ελληνικός λαός τράβηξαν αμέσως το ενδιαφέρον της και έγινε ενεργό μέλος του Ελληνικού αντί-δικτατορικού κινήματος στο Sydney. Εκεί σπούδασε άρπα και έγινε δημοσιογράφος.
Το 1970 γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη στο Sydney. Θρυλική φιγούρα τότε, πρόσφατα αποφυλακισμένος, είχε γίνει διεθνές σύμβολο της αντίστασης κατά της δικτατορίας. Το 1974, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, ο Θεοδωράκης την κάλεσε να παίξει μαζί του σε μια από τις πρώτες περιοδείες του στην Ελληνική περιφέρεια. Αργότερα εμφανίστηκε ξανά με τον Θεοδωράκη σε μια παραγωγή του Αριστοφανικού έργου «Ιππής» στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Η Χολστ-Βάρχαφτ εμφανίστηκε επίσης με άλλους Έλληνες συνθέτες κατά την δεκαετία του 1970, μεταξύ των οποίων ο Διονύσης Σαββόπουλος και η Μαρίζα Κοχ.
Το 1975, η Χολστ-Βάρχαφτ γράφει το πρώτο της βιβλίο για την Ελληνική μουσική, Road to Rembetika: Music of a Greek Sub-culture, το οποίο έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά (Δρόμος για το ρεμπέτικο), Γερμανικά, Γαλλικά και Τούρκικα. Λίγο αργότερα, εκδίδει ένα βιβλίο για την μουσική του Θεοδωράκη, Theodorakis: Myth and Politics in Modern Greek Music (1980), το οποίο έχει επίσης μεταφραστεί στα Ελληνικά (Θεοδωράκης: Μύθος και πολιτική στη σύγχρονη ελληνική μουσική). Την δεκαετία του 1980, μετακομίζει στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου σπουδάζει αρχαία Ελληνικά και ολοκληρώνει την διδακτορική της διατριβή στο Πανεπιστήμιο Cornell. Έκτοτε διδάσκει Ελληνικά και ελληνική λογοτεχνία (σύγχρονη και της αρχαίας Ελλάδας), και εργάζεται ως ανεξάρτητος συγγραφέας, μεταφράστρια και ποιήτρια. Μεταξύ των δημοσιευμένων μεταφράσεών της, είναι The Collected Poems of Nikos Kavadias, Achilles’ Fiancée (Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα) του ‘Αλκη Ζέη, Mauthausen του Ιακώβου Καμπανέλλη, και The Suppliants (Οι Ικέτιδες) του Αισχύλου. ‘Αλλα βιβλία της: Dangerous Voices: Women’s Laments and Greek Literature (1995), The Classical Moment (1999), The Cue for Passion: Grief and its Political Uses (2000), και I had Three Lives: Selected Poems of Mikis Theodorakis (2004). Η Χολστ-Βαρχαφτ πήρε το Ελληνικό Βραβείο Ποίησης το 2001. Η πρώτη της συλλογή ποιημάτων, Penelope’s Confession, εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη το 1975.
Είναι μητέρα δύο παιδιών. Επίκουρος καθηγήτρια στο Τμήμα Συγκριτικής και Κλασσικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Cornell και Διευθύντρια της Μεσογειακής Πρωτοβουλίας στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Σπουδών. Η σχέση της με το έργο του Μίκη Θεοδωράκη συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας της. Συμμετείχε στην παραγωγή της όπερας Ηλέκτρα του Μίκη Θεοδωράκη στο Μέγαρο Carnegie το 2000, και έδωσε διαλέξεις για τη μουσική του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η μετάφραση των ποιημάτων του στα αγγλικά (I had Three Lives) άνοιξε νέο κεφάλαιο στη σχέση της με τον συνθέτη, ένα κεφάλαιο που τη συνέδεσε μέσω της ποίησης αλλά και της μουσικής, με μια προσωπικότητα της οποίας η δημιουργική μεγαλοφυΐα και το αλύγιστο πνεύμα υπήρξαν σημαντικές πηγές έμπνευσης στη ζωή της.

ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ

Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης.

Όπερα σε δύο πράξεις σε κείμενο του συνθέτη &

στίχους Κώστα Καρυωτάκη και Κώστα Βάρναλη.

Μεταφορά: Χριστίνα Δασκούλια.

Τα Πρόσωπα :

ΔΙΟΝΥΣΟΣ, μπάσος

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ, κοντράλτο

ΠΟΙΗΤΗΣ, βαρύτονος

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ, τενόρος

ΦΑΙΔΡΑ, σοπράνο

ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ, τενόρος

ΒΑΣΙΛΙΑΣ, τενόρος

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ, σοπράνο

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ, βαρύτονος

ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ, τενόρος

ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ, ΛΑΟΣ.

                       ΕΠΟΧΕΣ : 1928 – 1942 – 1850 – 1948 – 1980

                                         ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ

Σκηνή 1

ΣΚΗΝΙΚΟ: Παραλία της Πρέβεζας στον Αμβρακικό. Αριστερά, η θάλασσα.

Στο κέντρο, η ακτή.
Δεξιά, ένας στενός, χωμάτινος, επαρχιακός δρόμος, πλάι στη θάλασσα.
Στη δεξιά πλευρά του δρόμου, ένα μικρό καφενείο. Ο «Ουράνιος Κήπος».
Στο πεζοδρόμιο μερικά σιδερένια τραπέζια με ψάθινες καρέκλες.

Μάντρες με μεγάλες πόρτες κρύβουν μερικά διώροφα σπίτια πίσω από φοίνικες, δέντρα, λουλούδια. Αριστερά από το δρόμο, σε μια μικρή λουρίδα γής, ένα τραπέζι και λίγες καρέκλες. Πάνω στο κύμα.

Στο βάθος δεξιά, μόλις διακρίνονται τα σπίτια της πόλης.

Η παραλία. Ίσως και κανένα βαπόρι.
Στο βάθος της θάλασσας, αριστερά, το ακρωτήρι του Άκτιου και στο κέντρο, η έξοδος προς το Ιόνιο. Ο ουρανός χάλκινος. Ουρανός του Ιουλίου από τις 5 το απόγευμα και μετά. Έχει λίγα σύννεφα λευκά, για να παίξει μαζί τους το φώς του ήλιου.

Είκοσι δευτερόλεπτα περίπου, πριν αρχίσει η μουσική, απόλυτο σκοτάδι. Πρέπει οι πρώτες νότες να παιχτούν μέσα σε νεκρική σιωπή. 
Στο δεύτερο μέτρο, ανοίγει η αυλαία. Το σκηνικό σε ημίφως. Εξωπραγματικό. Και στο μέλλον θα υπάρχει αυτή η εναλλαγή : εξωπραγματικό – ρεαλιστικό. 

Βγαίνει ο Διόνυσος από τα δεξιά.

Είναι ντυμένος με μακριά πορφυρή χλαμύδα. Και τραγουδά απευθυνόμενος προς το κοινό. Η Ρωμιοσύνη και ο Ποιητής έρχονται από το βάθος στο κέντρο της σκηνής.  Οι φιγούρες τους πρέπει να συγχέονται με τις σκιές. 

Η Ρωμιοσύνη φυσιολογική (δηλαδή, δεν είναι έγκυος).

Όσο τραγουδούν η Ρωμιοσύνη και ο Ποιητής, ο Διόνυσος υπάρχει και δεν υπάρχει.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Είμαι ο Διόνυσος. Σας χαιρετώ. Στη σκηνή μας αυτή θα         

        αναπαραστήσουμε για σας το εύθυμο δράμα του τέλους του Ποιητή. Ας περάσει      

        το πρώτο πρόσωπο.

(Μπαίνει η Ρωμιοσύνη)

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Όλα τα πράγματα μου έμειναν όπως…

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Η Ρωμιοσύνη…

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : να’ χω πεθάνει πριν από καιρούς.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …πληγωμένη πικραμένη…

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Σκόνη στη σκόνη εγέμισεν ο τόπος…

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …Η Ρωμιοσύνη ορφανή.

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : …και γράφω με το δάχτυλο σταυρούς.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Ήρθε στον Αμβρακικό να συναντήσει…

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Ήταν ευτυχισμένη τότε η ώρα

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …τον Ποιητή…

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : …ήταν ένα δείλι ζωγραφιστό

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …που με μια σφαίρα στην καρδιά…

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Έχω πεθάνει τόσα χρόνια τώρα…

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …ήλιους εκτυφλωτικούς…

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : …κι έμεινε το παράθυρο κλειστό.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …εσκόρπισε μες στα σκοτάδια.

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Έχω πεθάνει τόσα χρόνια τώρα…

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Το δράμα αυτό…

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : …κι έμεινε το παράθυρο κλειστό

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …σε λίγο θα ξετυλιχτεί μπροστά σας.

(Μπαίνει ο Ποιητής.Ο Ποιητής εμφανίζεται από τα βάθος. Προχωρεί αργά προς το κοινό καθώς τραγουδά. Ντυμένος σε στυλ 1928. Κουστούμι. Γραβάτα. Ψαθάκι. Ο Διόνυσος χάνεται.)

ΠΟΙΗΤΗΣ :   Δέντρα μου, δέντρα μου,

δέντρα μου ξέφυλλα στη νύχτα του Δεκέμβρη,

στη σκοτεινή, βαθιά δεντροστοιχία,

μαζί πηγαίνουμε, μαζί και η μέρα θα μας έβρει,

ω ερημικά, θλιμμένα μου στοιχεία.

Δέντρα μου, δέντρα μου, δέντρα.

Αύριο, μεθαύριο, σύντροφο θα μ’ έχετε και φίλο,

τα μυστικά σας θέλω να μου πείτε,

μα όταν, αργότερα, φανεί το πρώτο νέο σας φύλλο,

θα πάω μακριά, το φως για να χαρείτε.

Κι αφού ταιριάζει, ω δέντρα μου, να μένω απ’ όλα πίσω

τα θαλερά και τα εύθυμα στην πλάση,

εγώ λιγότερο γι’ αυτό δε θα σας αγαπήσω,

όταν θα μ’ έχετε κι εσείς ακόμη προσπεράσει.

( Εμφανίζεται διακριτικά ο Διόνυσος. Ο Ποιητής κάθεται σε μια ψάθινη καρέκλα, πλάι στην ακτή. Βγάζει το περίστροφο και το ακουμπά προσεκτικά πάνω στο τραπέζι. Μπαίνει ο Δημοσιογράφος από το κέντρο της σκηνής. Είναι ντυμένος σύγχρονα. Καλοκαιρινά. Φορά μαύρα γυαλιά ήλιου και ασχολείται συνεχώς με το κασετόφωνο. Καθώς πλησιάζει με γρήγορα βήματα τον Ποιητή, το φως γίνεται εκτυφλωτικό. Τα πράγματα παίρνουν τη ρεαλιστική τους όψη.)

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Μπαίνει ο Δημοσιογράφος της RET.

(και πάλι εξαφανίζεται)

Σκηνή 2

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Καλημέρα σας κύριε Καρυωτάκη. Σας βλέπω να    

κουβεντιάζετε με τα δέντρα.

ΠΟΙΗΤΗΣ : (σαν να μιλά στον εαυτό του) : Μόνο η ψυχή μου αυτοκτονεί. Μικρές

 αυτοκτονίες καθημερινές.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Τι σύμπτωσις. Η εκπομπή μου ονομάζεται «Τα Καθημερινά».

ΠΟΙΗΤΗΣ : Η ζωή μου κρέμεται από μια κλωστή…

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : (κάνει πηδήματα γύρω από τον Ποιητή) : Αυτό ακριβώς με

φέρνει κοντά σας. Μιλήστε μου για την αυτοκτονία σας. Οι ακροατές αδημονούν  

ν’ ακούσουν λεπτομέρειες…

ΠΟΙΗΤΗΣ : Το φως χάνεται…

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : (δοκιμάζει το μικρόφωνο) : Ένα, δύο, τρία… Αγαπητοί μου

 ακροατές, σε απευθείας μετάδοση η ιστορική αυτοκτονία. (Προς τον Ποιητή)   

Ομιλείτε, είσθε εις τον αέρα (του βάζει το μικρόφωνο μπροστά στο στόμα).

ΠΟΙΗΤΗΣ : Τι να πω;

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Πως αισθάνεσθε. Τι νιώθετε λίγα λεπτά πριν απ’ τον θάνατο…

ΠΟΙΗΤΗΣ : Θα πιείτε καφέ;

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Υπέροχο! Μου παραγγέλνει καφέ πριν απ’ το τέλος!

ΠΟΙΗΤΗΣ : Ποιο το τέλος και ποια η αρχή; Το τίποτα γεννά το τίποτα…

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Ποιο είναι το τίποτα;

ΠΟΙΗΤΗΣ : (σηκώνεται) : Η Επαρχία. Η Πρέβεζα. Η Νομαρχία… Ο Άλλος! Αυτά τα

λευκά χαρτιά… Ο λευκός θάνατος…

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : (μιλά στο μικρόφωνο) : Αγαπητοί μου ακροατές. Στη συνέχεια

του προγράμματός μας, το ποίημα του αυτόχειρος για τους δημοσίους

υπαλλήλους αφιερωμένο εξαιρετικά στη Νίτσα, τη Στέλλα και το στρατιώτ

 Μήτσο Βελούδη από την Κόνιτσα.

Σκηνή 3

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : (Προς το κοινό) : Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν

                                                                  σαν στήλες δύο δύο μες στα γραφεία.

ΠΟΙΗΤΗΣ : (Το βλέμμα ανάμεσα στο κοινό, τον Αμβρακικό και τον ορίζοντα) :  

Αυτή την ώρα η Σελήνη δεν με βλέπει…

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Ηλεκτρολόγοι θα’ ναι η Πολιτεία

κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν.

ΠΟΙΗΤΗΣ : …αυτή μονάχα μαντεύει το χάος που βλέπω να με τυλίγει.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνου

 αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.

ΠΟΙΗΤΗΣ : Τώρα πεθαίνουν οι Θεοί, πεθαίνουν οι σκέψεις σα φύλλα ξερά.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : «Συν τη παρούση αλληλογραφία

ΠΟΙΗΤΗΣ : Κι εγώ πρέπει το μυστικό μου….

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.

ΠΟΙΗΤΗΣ : …να πάρω μαζί μου. Ίσως σε λίγο να είμαι κοντά σου Σελήνη.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Και μοναχά η τιμή τους απομένει,

όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους,

το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.

ΠΟΙΗΤΗΣ : (προς το κοινό) : Σ’ αυτή τη χώρα του Διονύσου Τιτάνες και πόρνες

    Λερναίες Ύδρες και Εφιάλτες θα κυβερνούν…

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Παίρνουν κάστανα,

ΠΟΙΗΤΗΣ : Ο Ποιητής…

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : σκέπτονται τους νόμους,

ΠΟΙΗΤΗΣ : …καταραμένος…

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : σκέπτονται το συνάλλαγμα,

ΠΟΙΗΤΗΣ : …εξόριστος

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : τους ώμους σηκώνοντας

ΠΟΙΗΤΗΣ : θα’ ναι για πάντα…

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : οι υπάλληλοι οι καημένοι.

ΠΟΙΗΤΗΣ : Γι’ αυτό κι εγώ θα σ’ ανταμώσω, Αμβρακικέ, φίλε πιστέ…

(Ξαναβγαίνει ο Διόνυσος. Τραγουδά προς τον Ποιητή που κάθεται στην καρέκλα και βυθίζεται στον εαυτό του. Το φώς χαμηλώνει. Δημοσιογράφος και Ποιητής μπερδεύονται με τις σκιές.)

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Κάνε τον πόνο σου άρπα. Και γίνε σαν αηδόνι, και γίνε σα λουλούδι.

     Πικροί όταν έλθουν χρόνοι, κάνε τον πόνο σου άρπα και πέ τονε τραγούδι.

(Η Φαίδρα βγαίνει μέσα από το σκοτάδι. Φορά λεπτό ποδήρη χιτώνα. Έρχεται από το βάθος, υπνωτισμένη, χαμένη αλλά ήρεμη. Στέκεται στο κέντρο με μέτωπο προς το κοινό. Ο Διόνυσος «διαλύεται» διακριτικά.)

Σκηνή 4

ΦΑΙΔΡΑ : Για τη ζωή σου μου’ λεγες,

για το χαμό της νιότης,

για την αγάπη μας που κλαίει

τον ίδιο θάνατό της,

κι ενώ μια ογρή στα μάτια σου

περνούσε αναλαμπή,

ήλιος φαιδρός απ’ τ’ ανοιχτό

παράθυρο είχε μπεί.

(Το φώς ξανάρχεται. Η Φαίδρα βλέπει τον ποιητή που εξακολουθεί να κοιτάζει ακίνητος τη θάλασσα, σα να κοιμάται. Τον πλησιάζει.)

ΦΑΙΔΡΑ : Ο Ποιητής είναι βυθισμένος σε παράξενες οπτασίες. Εγώ όμως τον

αγαπώ… Ίσως η αγάπη μου θα τον θεραπεύσει.

(Πλησιάζει ακόμα πιο πολύ τον Ποιητή και στέκεται ακίνητη από πάνω του. Βλέποντας ο Δημοσιογράφος αυτό το ερωτικό πλησίασμα τρίβει τα χέρια με επαγγελματική ευχαρίστηση. Πλησιάζει.)

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Ένα ερωτικό ρεπορτάζ σίγουρα θα μαλακώσει την ψυχή του.

Όμως για τις τηλεοράσεις του μέλλοντος είδηση είναι μόνο

αυτοκτονία.

ΦΑΙΔΡΑ : (Ενεργοποιείται. Κάνει κύκλους γύρω από τον Ποιητή για να κινήσει την

προσοχή του) : Τον Ποιητή, η Φαίδρα καλεί!

ΠΟΙΗΤΗΣ : (Συνέρχεται από το λήθαργο και συνειδητοποιεί την πραγματικότητα.

Βλέπει τη θάλασσα, τον Δημοσιογράφο, το πιστολί. Τέλος το βλέμμα του

σταματά πάνω στη Φαίδρα. Ευχάριστη έκπληξη! Όμως το φώς το ήλιου τον

τυφλώνει. Δε διακρίνει καλά, και βάζει το χέρι του μπροστά για να κάνει σκιά.

Είναι πάντα καθισμένος.) : Ώ, Γλυκιά Φαίδρα, που είσαι;

Σκηνή 5

ΦΑΙΔΡΑ : (Με μικρές κινήσεις, για να μπορέσει να την δει) : Εδώ, δίπλα σου! Δε με

βλέπεις;

ΠΟΙΗΤΗΣ : (σαν να διακρίνει επιτέλους κάτι) : Είσαι μόνη;

ΦΑΙΔΡΑ : Περίπου…Με συνοδεύουν τα μέσα της μαζικής ενημέρωσης!

ΠΟΙΗΤΗΣ : (σηκώνεται) : Αχ! Σκοτάδια προαιώνια.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : (Τον πλησιάζει με ενδιαφέρον) : Τι άλλο βλέπετε, κύριε

Καρυωτάκη;

ΠΟΙΗΤΗΣ : Βλέπω το Χορό του Ζαλόγγου να τον χορεύω με τα ψάρια… (προς το

κοινό)

Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος

του κόσμου, δώθε απ’ τ’ όνειρο και κείθε από τη γη!

Όταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,

ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πληγή.

(Από τη δεξιά πλευρά μπαίνει τρέχοντας η Ρωμιοσύνη. Φορά σύγχρονα ρούχα και είναι έγκυος, τουλάχιστον οχτώ μηνών. Κρατά την κοιλιά της. Πίσω της έρχεται ο Πουνέντες, υφυπουργός ντυμένος άψογα με την τελευταία λέξη της μόδας. Ο Δημοσιογράφος μένει έκπληκτος. Δεν περίμενε τέτοια συνάντηση. Ο Ποιητής και η Φαίδρα υποχωρούν αμήχανα.)

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Ο Κύριος Υφυπουργός!

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : (κρατώντας την κοιλιά της) : Από την πολλή τρεχάλα θα μου πέσει

το παιδί.

ΠΟΙΗΤΗΣ : (προς τη Ρωμιοσύνη. Κάνει πως δεν την ξέρει, θυμωμένος γιατί τη

βλέπει έγκυο και κυνηγημένη…) : Σας γνωρίζω κυρία; Καθίστε!

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : (Με τραυματισμένο τον εγωισμό της) : Ονομάζομαι Ρωμιοσύνη! Κι

αυτός ο τύπος με κυνηγά.

ΠΟΙΗΤΗΣ : (Δεν ανέχεται η αγαπημένη του να είναι σ’ αυτό το χάλι) : Ρωμιοσύνη!

 (Βάζει το περίστροφο στον κρόταφο.)

ΦΑΙΔΡΑ : (που ζηλεύει, υποφέρει και ανησυχεί) : Μη! Τι πας να κάνεις;

ΠΟΙΗΤΗΣ : (προς τη Ρωμιοσύνη) : Άπιστη! Με ποιόν με απάτησες;

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Σας ορκίζομαι κύριε Καρυωτάκη. Ούτε που μ’ άγγιξε!

ΦΑΙΔΡΑ : (ειρωνικά) : Ανεμογκάστρι!

ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : (Μπαίνει μπροστά με τον αέρα της εξουσίας) : Ονομάζομαι κύριος

Πουνέντες! Υφυπουργός. Εσείς ποιος είστε;

ΠΟΙΗΤΗΣ : Υπάλληλος της Νομαρχίας. Τι ζητάτε;

ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Από τα οράματα μας δραπέτευσε η Ρωμιοσύνη και κατ’ εντολή του

Σιρόκου την κυνηγώ.

ΠΟΙΗΤΗΣ : Μα η Κυρία είναι δική μου!

ΦΑΙΔΡΑ : (που ζηλεύει) : Κώστα, τι λές;

ΠΟΙΗΤΗΣ : (προς τον Πουνέντε) : Φύγετε Κύριε! Πρίν να είναι αργά! (Τον

σημαδεύει με το περίστροφο)

ΦΑΙΔΡΑ : Δεν αξίζει ο κόπος! Άλλωστε σε λίγο θα μας συναντήσει ο Διόνυσος.

ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Αυτός, ποτέ!

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Μα δε θα μεταδοθεί στην RET second;

ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Όχι! Είναι εκτός κλίματος. Άλλωστε προξενεί αλλεργία στο Λαό!

ΠΟΙΗΤΗΣ : RET second; Τι είναι αυτό;

ΦΑΙΔΡΑ : Ο Σταθμός της Αλλαγής!

ΠΟΙΗΤΗΣ : Τι είναι Αλλαγή;

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Όραμα!

ΦΑΙΔΡΑ : Θεραπεύει πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν!

ΠΟΙΗΤΗΣ : Φάρμακον;

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Λέξις.

ΠΟΙΗΤΗΣ : Και ποιοι την τρώγουν;

ΦΑΙΔΡΑ και ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Οι Έλληνες!

ΠΟΙΗΤΗΣ : Λεξιφάγοι;

ΦΑΙΔΡΑ και ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Αεροφάγοι!

ΠΟΙΗΤΗΣ : (προς τη Ρωμιοσύνη) : Αυτός σε κατέστησε έγκυο, Ρωμιοσύνη;

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Με τι;

ΦΑΙΔΡΑ : Ερώτηση!

ΠΟΙΗΤΗΣ : Τι ξηρασία Θεέ μου προβλέπεται για το μέλλον… Και τι στειρότης…

Πως φούσκωσες έτσι;

Σκηνή 6

ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Ένας ποιητής δεν θα μπορέσει να συλλάβει ποτέ την δύναμιν των

οραμάτων!

ΠΟΙΗΤΗΣ : Μεσ’ από τους στίχους μου ανασταίνω το μέλλον. Το χτές του ποιητή

είναι το αύριο του κόσμου.

ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Αν έχεις δύναμη, ζήσε το μέλλον να δεις τη μοναξιά σου.

ΠΟΙΗΤΗΣ : Θέλεις να καλέσω το μέλλον;

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Μην το κάνεις. Θα σε πληγώσει.

ΦΑΙΔΡΑ : Κοίταξέ με. Εγώ μέσα απ’ τους αιώνες ήρθα να σε βρω σαν «αύριο».

ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Τόλμησε να δεις το είδωλό σου μέσα στους ανθρώπους.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : «Όταν βλέπω ανθρώπους, πέφτω πρηνής…»

ΠΟΙΗΤΗΣ : Καλώ τα λάβαρα της ποίησης, τις σημαίες του λυρισμού, τα εξαπτέρυγα

της θείας μέθης.

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Τα άγια των αγίων καλείς, τις πληγές του κόσμου, τον πόνο του

  ανθρώπου.

ΠΟΙΗΤΗΣ : Γιατί;

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Τότε μόνο ο άνθρωπος είναι άνθρωπος. Παίρνεις το ρίσκο; Οι

πύργοι και τα παλάτια του ονείρου, σκιές σκιών είναι.

ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Τόλμησε αν μπορείς!

ΠΟΙΗΤΗΣ : Με ποιο τίμημα;

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Το θάνατό σου!

ΠΟΙΗΤΗΣ : Και η αγάπη;

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Και την αγάπη φυσικά, είναι το μόνο που τους έχει απομείνει.

ΠΟΙΗΤΗΣ : Είμαι έτοιμος.

Σκηνή 7

(Μπαίνουν κρατούμενοι άνδρες-γυναίκες-Εβραίοι;- με παιδιά στην αγκαλιά, όπως γινότανε μ’ αυτούς που μεταφέρανε γερμανικά στρατόπεδα. Γύρω τους φρουροί-στρατιώτες Ες-Ες.)

ΛΑΟΣ : Πρωί-πρωί χτύπησαν την πόρτα στο σπίτι. Μας δώσαν διορία μισή ώρα. Για

ταξίδι μακρινό ετοιμασθείτε, μας είπαν. Μπορεί να πάρετε μονάχα ένα δέμα.

Εκεί που πάτε θα τα έχετε όλα. Τροφή, ρούχα, κατοικία, εργασία, καθαριότητα.           

Τώρα μας πηγαίνουν να κάνουμε ντούς. Πολύ το θέλω αυτό το ντους, θα με ανακουφίσει.

(Οι στρατιώτες σφυρίζουν)

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Καθίστε κάτω. Στάσις δέκα λεπτά.

(Κάθονται)

ΠΟΙΗΤΗΣ : Αδελφοί μου, είμαι ο Ποιητής!

(Ο λαός κινείται με αμηχανία και φόβο. Μερικοί σηκώνονται.)

ΠΟΙΗΤΗΣ : Μη φοβάστε τους φρουρούς. Δε με βλέπουν. Είμαι πνεύμα. Ζω πριν από

σας. Ταξίδεψα στον χρόνο να σας συναντήσω και να σας βοηθήσω.

(Τώρα είναι όλοι όρθιοι.)

ΛΑΟΣ : Τι μπορεί να κάνεις εσύ για μας;

ΠΟΙΗΤΗΣ : Μπορώ λόγου χάρη να προβλέψω το μέλλον.

ΛΑΟΣ : Κι αυτό σε τι θα μας βοηθήσει;

ΠΟΙΗΤΗΣ : Η γνώση μήπως δε βοηθά;

ΛΑΟΣ : Στη δική μας θέση σε τι θα μας βοηθήσει;

ΠΟΙΗΤΗΣ : Γνωρίζετε τι σας περιμένει;

ΛΑΟΣ : Σε λίγο θα κάνουμε ντούς. Αυτό μόνο ξέρουμε, προς το παρόν.

ΠΟΙΗΤΗΣ : Ποιοι σας έχουνε συλλάβει; Και γιατί;

ΛΑΟΣ : Γνωρίζεις το μέλλον και δεν ξέρεις το παρόν;

ΠΟΙΗΤΗΣ : Μα τι έχετε κάνει;

ΛΑΟΣ : Αυτά που βλέπεις. Οικογένεια, παιδιά. Είμαστε άνθρωποι ήσυχοι.

 Κοιτάζουμε το σπίτι και τη δουλειά μας.

Σκηνή 8

ΕΝΑΣ : Θα μας πάνε σε στρατόπεδο.

ΛΑΟΣ : Ψέματα. Διαδόσεις.

ΑΛΛΟΣ : Θα μας εξοντώσουν.

ΛΑΟΣ : Πέμπτη φάλαγγα. Είσαι Πέμπτη φάλαγγα.

ΓΥΝΑΙΚΕΣ : Θα σκοτώσουν τα παιδιά μας.

ΑΝΔΡΕΣ : Είναι ψέματα. Θέλουν να μας σπάσουν τα νεύρα.

ΑΛΛΟΣ : Θα μας δώσουν χτήματα στα ανατολικά εδάφη. Θα ξεκινήσουμε απ’ την

αρχή μια καινούρια ζωή.

ΟΛΟΙ (στον ποιητή) : Εσύ τι λές; Τι ξέρεις;

ΠΟΙΗΤΗΣ : Σας βλέπω ανάμεσα σε καταπράσινα λιβάδια να ξαναχτίζετε τους

κήπους της Εδέμ.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Τους λες την αλήθεια Ποιητή;

ΛΑΟΣ : (σηκώνονται χαρούμενοι) : Ευλογημένος να’ σαι. Εσύ κι η γενιά σου!

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Πες τους για το ντους, αν τολμάς…

ΠΟΙΗΤΗΣ : Ακούω τρεχούμενα νερά να σας δροσίζουν!

ΛΑΟΣ : Το ντους! Το ντους! Ευλογημένος να’ σαι. Τώρα σε πιστεύω και σε

προσκυνώ. (Γονατίζουν μπροστά του.)

ΠΟΙΗΤΗΣ : Είστε το μέλλον του κόσμου. Σε λίγο θα είστε πιο καθαροί κι απ’ τα

σύννεφα. Πιο ελεύθεροι κι απ’ τον αέρα.

ΛΑΟΣ : Και πως τον λένε τον τόπο που μας πάνε;

ΠΟΙΗΤΗΣ : Ουτοπία!

ΛΑΟΣ : Ουτοπία! Ουτοπία! Έχει κυβέρνηση, άρχοντα, βασιλιά, κυβερνήτη;

ΠΟΙΗΤΗΣ : Τον Ποιητή!

ΛΑΟΣ : Είναι καλός; Τον ξέρεις;

ΠΟΙΗΤΗΣ : Όνειρο ονείρου! Σκιά σκιάς!

ΛΑΟΣ : Τον αγαπώ…Νιώθω ότι μαζί του θα είμαι ευτυχισμένος. Νομοταγής και

εργατικός.

ΠΟΙΗΤΗΣ : Θα χτίσετε ένα νέο κόσμο. Μια καινούρια πατρίδα.

ΛΑΟΣ : Την Ουτοπία!

ΠΟΙΗΤΗΣ : Την Ουτοπία.

ΛΑΟΣ : Πως λέγεσαι, ξένε;

ΠΟΙΗΤΗΣ : Ψεύτης!

ΛΑΟΣ : Όνομα ευγενικό! Σε προσκυνώ!

(Οι φρουροί σφυρίζουν)

ΛΑΟΣ : Σ’ ευχαριστούμε κύριε Ψεύτη. Μας τα είπες καλά. Σε λίγο στο ντους θα

θυμόμαστε τα λόγια σου τα σοφά. Κι η ψυχή μας σε σε θα πετά.

(Βγαίνουν. Ο Ποιητής σκεπάζει με το χέρι του το πρόσωπο.)

Σκηνή 9

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : (προς το κοινό. Συγχρόνως και οι άλλοι σχηματίζουν γύρω της  ημικύκλιο. Το φως χαμηλώνει.) : Τώρα μακραίνουνε  πύργοι, παλάτια.  

Κλαίνε μου οι θύμησες,

κλαίνε τα μάτια.

Τώρα θανάσιμη

νύχτα με ζώνει.

Μέσα μου ογκώνονται

οι άφραστοι πόνοι.     

ΠΟΙΗΤΗΣ : Μ’ είδαν, προσπέρασαν

όσοι αγαπάω.

Μόνος απόμεινα

κι έρημος πάω.

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Πόσο τ’ ανέβασμα

του άχαρου δρόμου!

Στρέφω κοιτάζοντας

προς τ’ όνειρό μου:

Μόλις και φαίνονται

οι άσπρες εικόνες.

Τ’ άνθη, χαμόγελα

μες στους χειμώνες.

ΠΟΙΗΤΗΣ : Μ’ είδαν, προσπέρασαν

όσοι αγαπάω.

Μόνος μου απόμεινα

κι έρημος πάω.

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ – ΟΛΟΙ  : Αεροσαλεύουνε

κρίνοι και χέρια.

Ήλιοι τα πρόσωπα,

μάτια τ’ αστέρια.

Είναι και ανάμεσα

σ’ όλα η Αγάπη:

στο πρωτοφίλημα

κόρη που εντράπη.

Κι όλο μακραίνουνε

πύργοι, παλάτια.

Κλαίνε μου οι θύμησες,

κλαίνε τα μάτια…

ΠΡΑΞΗ  ΔΕΥΤΕΡΗ

Σκηνή 1

(Στα μέσα του περασμένου αιώνα, 1850. Τοπίο στην ορεινή Ελλάδα. Σε μια πλαγιά του βουνού πρέπει να υπάρχει μια σπηλιά. Δέντρα, θάμνοι, καλύβες από σβουνιές. Ένα μονοπάτι. Εποχή μάλλον φθινόπωρο, για να δικαιολογήσει τα κοστούμια των στρατιωτών, χωρικών κ.τ.λ. Μπαίνει ο Διόνυσος πηδώντας και χορεύοντας. Είναι ντυμένος με κοντή χλαμύδα ξεσχισμένη. Είναι στολισμένος με φύλλα αμπέλου και όλα τα σχετικά.)

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Μα την κνήμη του Δία που με φιλοξένησε! Και μα την κοιλιά της

μάνας μου της Σεμέλης! Και της Περσεφόνης τα σανδάλια που με οδήγησαν στο

βασιλιά των Ορχομενών! Και μα τις νύμφες που με νανούριζαν στον Ελικώνα! Και  

μα την θείαν Άμπελον! Ποτέ, Ποιητή, δε βρέθηκα σε τέτοιο χάλι! Ούτε όταν με

κομμάτιαζαν οι Τιτάνες! Αιώνες τώρα βαδίζω μόνος. Συντροφιά μου, παλιά  

σκουριασμένα όνειρα. Γύρω μου γη καμένη. Που πήγαν οι Έλληνες; Γυρεύω τη

Θήβα να προσκυνήσω τους τάφους των προγόνων μου και πέφτω πάνω στον

    Όθωνα. «Την Ελλάδα τώρα την κατοικούν Βαυαροί», μου λέει. Ήρθα εδώ, να

κρυφτώ και να σκεφτώ.

Σκηνή 2

(Ακούγεται πρώτα η μουσική. Μπαίνουν στρατιώτες ντυμένοι άλλοι ευρωπαϊκά, άλλοι με φουστανέλες κι άλλοι ανάμικτα. Ακολουθούν Καραγκούνες που κρατούν στους ώμους δύο θρόνους, όπου κάθονται ο Όθων και η Αμαλία. Ίσως σε μια στιγμή να τους ακουμπήσουν στο χώμα. Γύρω από τις χωριάτισσες, οι αυλικοί και οι κυρίες της Αυλής ντυμένοι ευρωπαϊκά. Ο Αξιωματικός με τη στολή της εποχής : φουστανέλα.)

ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Το Μιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη.

Καμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία

με το Μαρή και με τον Παναγιώτη.

Δε μπόρεσε να μάθει καν το «επ’ ώμου».

Όλο εμουρμούριζε : «Κύρ Δεκανέα,

άσε με να γυρίσω στο χωριό μου».

Τον άλλο χρόνο, στο νοσοκομείο,

αμίλητος τον ουρανό κοιτούσε.

Εκάρφωνε πέρα, σ’ ένα σημείο,

το βλέμμα του νοσταλγικό και πράο,

σαν να’ λεγε, σα να παρακαλούσε:

                             «Αφήστε με στο σπίτι μου να πάω».

Κι ο Μιχαλιός επέθανε στρατιώτης.

Τον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι,

μαζί τους κι ο Μαρής κι ο Παναγιώτης.

Απάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος,

μα του άφησαν απέξω το ποδάρι:

Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος. 

Σκηνή 3

ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Μαρξιστές Λενινιστές στη Σιβηρία! Εδώ Οθωνική ελευθερία! Η

Ελλάδα ανήκει στον Ελευθερωτή! Αρματωλοί και Κλέφτες, όλοι! Στη φυλακή!

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : (προς τον Όθωνα) : Όμως ο Διόνυσος ζει! Ο Λαμπράκης ζει! Ο

 Πέτρουλας ζει! Ο Παναγούλης ζει! Τι κάνουμε;

ΟΘΩΝΑΣ : Μια τρύπα στο νερό

ΑΜΑΛΙΑ : Να τον βρούμε και να τον κάνουμε υπουργό!

ΟΘΩΝΑΣ : Αμαλία, τι λές;

ΑΜΑΛΙΑ : Είναι η πιο δοκιμασμένη συνταγή! Ο περήφανος κολίγος θα ξεσηκωθεί,

αν ο Διόνυσος μπει στη φυλακή! Τον κάνεις υπουργό, κι έχεις το στόμα κλειστό!

ΚΥΡΙΕΣ ΤΗΣ ΑΥΛΗΣ : Σωστά, σωστά, πολύ σωστά!

ΧΩΡΙΑΤΕΣ (Ακούγονται από μακριά) : Μπρούντζινος γύφτος – τράλαλα! –

τρελά πηδάει κει πέρα,

χαρούμενος που εδούλευε

το μπρούτζον ολημέρα.

ΟΘΩΝΑΣ : Έρχεται ο Λαός μου!

ΑΜΑΛΙΑ : Ευκαιρία να διαφωτιστεί!

ΚΥΡΙΕΣ ΤΗΣ ΑΥΛΗΣ : Να διαφωτιστεί και να ξεψυριστεί!

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Μεγαλειότατε! Να τους διώξω τους γύφτους;

ΟΘΩΝΑΣ : Αγαπώ το γύφτο Λαό μου! Αγαπώ την κοπριά που βοηθά το θρόνο ν’

ανθοφορεί!

ΧΩΡΙΑΤΕΣ (Μπαίνουν χορεύοντας) : Μπρούτζινος γύφτος – τράλαλα! –

τρελά πηδάει κει πέρα,

χαρούμενος που εδούλευε

το μπρούτζον ολημέρα.

(Μόλις δουν τον Όθωνα, γονατίζουν)

ΟΘΩΝΑΣ : Λαέ μου, γιατί σταμάτησες το τραγούδι και το χορό;

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Μα είναι σωστό;

ΟΘΩΝΑΣ : Σ’ αρέσει να χορεύεις;

ΧΩΡΙΑΤΕΣ (σηκώνονται) : Ναι!

ΟΘΩΝΑΣ : Σ’ αρέσει να σκέφτεσαι;

ΧΩΡΙΑΤΕΣ : Όχι!

ΟΘΩΝΑΣ : Λαός ιδανικός! (προς τον Αξιωματικό) Γνωρίζουν τον Διόνυσο;

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Βρε ζαγάρια! Τι ξέρετε για τον Διόνυσο;

ΕΝΑΣ (πετάγεται μπροστά) : Είναι Θεός!

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Είσαι βαλτός! Ευθύς να συλληφθεί. (Τον πιάνουν). Υπάρχει

απειλή! Διόνυσος σημαίνει ληστής! (Προς το πλήθος). Θέλεις κι εσύ να

συλληφθείς;

ΧΩΡΙΑΤΕΣ : Όχι!

ΟΘΩΝΑΣ : Γύφτε Λαέ μου, με την άδεια κοιλιά χορεύεις ακόμα πιο καλά!

ΧΩΡΙΑΤΕΣ (τραγουδούν και χορεύουν) : Μπρούτζινος γύφτος – τράλαλα! –

τρελά πηδάει εδώ πέρα.

Έχοντας πίστη στο βασιλιά

και πίστη στην Πατρίδα.

Έχω σαν τούμπανο την κοιλιά

πρησμένη από την πείνα

κομμουνιστές κι αναρχικούς

τους κόβω κρομμυδάκια.

Είμαι ατσίδας, μυρίζομαι!

του Μάρξ τα παιχνιδάκια.

Είμαι στο Σύνταγμα πιστός

την ψήφο μου τη δίνω

στην Εξουσία την καλή

στον Αρχηγό το φίνο.

Μπρούτζινος γύφτος – τράλαλα! –

τρελά πηδάω εδώ πέρα,

χαρούμενος που εδούλευα

το μπρούτζον ολημέρα.

Ελευθερία και προκοπή σημαίνει πληρώνεις

ό, τι σου πουν οι άρχοντες

κι έτσι να καμαρώνεις!

Μπρούτζινος γύφτος – τράλαλα! –

μην πλησιάζεις έχω ακούσει πολλά

τρελά πηδάω εδώ περά!

Μια η αλήθεια! Ο δυνατός νικά!

Χαρούμενος που εδούλευα

γι’ αυτό κι εγώ πηγαίνω με τον δυνατό!

το μπρούτζον ολημέρα!

Γι’ αυτό φωνάζω «Ζήτω ο Βαυαρός»!

Της πατρίδας μου φύλακας είναι!

Μόνο οι ξένοι μας αγαπούν!

Και γι’ αυτό κι εγώ :

Στο Βασιλιά μου τον καλό

στο θρόνο και στα ράσα

στο δυνατό θα’ μια πιστός

ως να ‘μπω μές στην κάσα!

(Βγαίνουν οι Χωριάτες)

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Ώ, Βασιλεύ! Διά τον Διόνυσον, τι να πράξω;

ΟΘΩΝΑΣ : Ψάξτε να τον βρείτε και να του πείτε ότι η Βαυαρία, της Ελλάδος η

    καρδιά, του συγχωρεί τη βρωμερή του καταγωγή!

(Βγαίνουν ο Όθωνας – Αμαλία και η συνοδεία τους.)

Σκηνή 4

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα

ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Δεμένα; Λυμένα;

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Λυμένο δεμένο, όρθιο ή ξαπλωμένο θέλω τον Διόνυσο τον

ξακουστό! Μακάρι να μπορούσα να βάλω την κεφάλα του σε παλούκι μυτερό και

να το στήσω στη Λαμία!

ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Στη Λαμία, στη Λαμία δοξάζεται η Βαυαρία!

(Ψάχνουν. Τελικά τον βρίσκουν.)

ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Νάτος! Νάτος! Κρυμμένος σα γάτος!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Της Άρτεμης ο πάτος! Είμαι ο Διόνυσος! Κι ήρθα να προσκυνήσω τη

γή την πατρική.

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Εξοχώτατε, έχετε τύχη βουνό! Ο Όθωνας σας θέλει υπουργό.

(Μπαίνουν Αντάρτες του ΕΛΑΣ. Εποχή 1944. Οι στρατιώτες και ο Αξιωματικός τα χάνουν.)

ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ (προς τον Διόνυσο) : Σύντροφε, φτάσαμε στην ώρα! Ο Τσώρτσιλ

χτυπάει την Αθήνα. Πρέπει να τρέξουμε όλοι εκεί! Η μάχη προβλέπεται

σημαντική!

(Φεύγουν όλοι. Μένει μόνο ο Διόνυσος. Το φως λιγοστεύει.)

Σκηνή 5

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Η Μάχη δεν θα τελειώσει ποτέ! Θα νικάμε πάντα και πάντα απ’ την

αρχή… Η Μοίρα αυτού του τόπου τραγική. Αν δε χυθεί αίμα Θεού θα κυβερνούν

πάντα οι Βαυαροί! Ήρθα λοιπόν το χώμα της Θήβας να φιλήσω.

Στου Μακρυγιάννη με το Λαό θα πολεμήσω. Όμως η σφαίρα δεν μπορεί να με σκοτώσει.

Η Πυραμίδα μόνο θα με τσιμεντώσει.

(Ημίφως. Μπαίνει η Ρωμιοσύνη, ντυμένη όπως στην αρχή.)

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Πάρε τα δώρα της ψυχής σου να’ ρτεις.

Σου ετοίμασα τη μαύρη κάμαρά μου.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Όμως η σφαίρα δεν μπορεί να με σκοτώσει!

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Στον κήπο μας αρρώστησεν ο Μάρτης,

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Στου Μακρυγιάννη με το Λαό θα πολεμήσω!

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : και αρρώστησεν ο Μάρτης στην καρδιά μου.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Το γιοφύρι της Άρτας πάνω στο πτώμα μου θα θεμελιωθεί.

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Πάρε του πόνου σου τη σμύρνα κι έλα.

Όλα θέ να σ’ αρέσουν∙ έχω κόψει το ρόδο…

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Κι όταν περάσει κι ο τελευταίος Βαυαρός απ’ την απέναντι μεριά

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : …που εγέλα την αυστηρή μου βλέποντας την όψη.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Τότε κλεφτόπουλά μου εσείς τραγούδια και βιολιά.

(Ρωμιοσύνη και Διόνυσος χάνονται. Μπαίνει η Φαίδρα.)

Σκηνή 6

ΦΑΙΔΡΑ : Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της

κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.

Πως μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,

πως εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!

Ο Διόνυσος πηγαίνει τώρα στον Αμβρακικό

να συναντήσει τον Ποιητή.

Το νερό θα σιωπήσει.

Οι Ατρείδες δεν σκοτώνουν πιά.

Προπαγανδίζουν.

Η φάρσα θα γίνει Τραγωδία.

Και η Τραγωδία Φάρσα…

(Η Φαίδρα φεύγει.)

Σκηνή 7

(Ξαναρχόμαστε στο σκηνικό της Πρώτης Πράξης. Το φως εκτυφλωτικό. Μπαίνει ο Διόνυσος, όπως πριν, με τις ίδιες κινήσεις. Ο Ποιητής κάθεται στο καφενείο.)

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Μα την κνήμη του Δία που με φιλοξένησε! Και της Περσεφόνης τα

σανδάλια που με οδήγησαν στο βασιλιά των Ορχομενών! Και μα τις Νύμφες που

με νανούριζαν στον Ελικώνα! Και μα τη θείαν Άμπελον! Ποτέ, Ποιητή, δε

βρέθηκα σε τέτοιο χάλι. Ούτε τότε που με κομμάτιαζαν οι Τιτάνες. Όσο τη μέρα που με δίκαζαν στην Πνύκα αυτοί που η ιστορία θα ονομάσει οι Εραστές της Εξουσίας!

ΠΟΙΗΤΗΣ (Με ενδιαφέρον) : Τι μορφή έχουν;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Συγκεχυμένη!

ΠΟΙΗΤΗΣ : Και ποία η σχέσις τους με την Άμπελον;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Άμπελος στη χώρα των Φαραώ;

ΠΟΙΗΤΗΣ : Η Ελλάς χώρα των Φαραώ;

(Μπαίνουν διακριτικά η Φαίδρα, η Ρωμιοσύνη, ο Δημοσιογράφος και ο Πουνέντες.)

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Χώρα ερήμου!

ΠΟΙΗΤΗΣ : Με πυραμίδας;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Πυραμίδας της Εξουσίας!

ΠΟΙΗΤΗΣ : Ώ! Μοίρα σκληρή!

ΦΑΙΔΡΑ : Διόνυσε! Μήπως υπερβάλλεις;

ΠΟΙΗΤΗΣ (προς τον Διόνυσο) : Και ποια η θέση του Ποιητή;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Ο Ποιητής είναι νεκρός…

ΠΟΙΗΤΗΣ (κοιτάζοντας πότε προς την άκρη του ορίζοντα και πότε προς το κοινό.

Το φως χαμηλώνει, παίρνοντας ποιητικούς χρωματισμούς.) :

Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,

ελάτε στο δικό μου περιβόλι,

μ’ έναν παλμό το βράδυ το βαρύ

για να το ζήσουμ’ όλοι.

Είναι το βράδυ απόψε θλιβερό

κι εμείς θα το γλεντήσουμε το βράδυ.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : (προς το κοινό) : Νυχτώνει…

ΠΟΙΗΤΗΣ : Αμβρακικέ! Δέξου με στην αγκαλιά σου…

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : (όλοι κάνουν κύκλο γύρω από τον Ποιητή) : Με αυτοκτονίες και με

δολοφονίες

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Με οράματα και ανεμογκαστρώματα

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Με προγράμματα, συνθήματα και διεθνείς πρωτοβουλίες

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Με πληγωμένα όνειρα

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ: Με αυταπάτες…

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Με ψεύτικες αλήθειες που σε κοιμίζουν…

ΠΟΙΗΤΗΣ : Κατάλαβα! Κατάλαβα! Το Έθνος βουλιάζει υπερηφάνως… Κι εγώ τι να

κάνω; Να πνιγώ ή να τινάξω τα μυαλά μου;

ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ (που πετάγεται προς τον Ποιητή. Το φως δυναμώνει στιγμιαία) :

    Απευθυνθείτε στο Υπουργείο των Αέρηδων δια να ανανεωθείτε!

Σκηνή 8

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Ησυχία! Ακούστε τη Ρωμιοσύνη! Τραγουδά το στερνό τραγούδι μαζί

με τους Έλληνες!

(Το φως στο χρώμα της Εσπέρας. Ο Λαός μπαίνει διακριτικά. Φοράνε μαύρες εσάρπες.)

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Η σκέψη μου νοσταλγικά ενυχτώθη

στον κήπο, στη λιμνούλα και στη σέρα…

ΛΑΟΣ : Νοσταλγικά ενυχτώθη κι η ψυχή

Νοσταλγικά η εσπέρα ανοίγει τα φτερά της…

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : που εσβήνανε τριαντάφυλλα σαν πόθοι

κι επέθαινε στα τζάμια πάνω η μέρα…

ΣΟΛΙΣΤ : Το φως λιγοστεύει. Νυχτώνει.

ΦΑΙΔ. – ΡΩΜ. – ΔΗΜ. – ΠΟΥΝ. – ΠΟΙΗΤΗΣ – ΔΙΟΝ.: Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η

εσπέρα.

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Ένας καημός που ακόμα δεν εδόθη

γινόταν άστρο. Σύννεφο από πέρα

ΛΑΟΣ : Είναι η ώρα που πεθαίνουν οι Ποιητές

γίνονται άστρο, σύννεφο από πέρα

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Μεγάλωνε (ίδιο σάβανο που κλώθει

με μοχθηρή σπουδή μοίρα μητέρα).

ΣΟΛΙΣΤ : Το φως λιγοστεύει, νυχτώνει

ΛΑΟΣ : Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα.

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Όταν το δέος μου αξήγητον απλώθη,

το στερνό ρόδο θα’ χανεν η σέρα

ΛΑΟΣ : Το στερνό ρόδο, η Ρωμιοσύνη, χάνεται μες στον αέρα…

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Και η λίμνη με νεκρόφυλλα θα εστρώθη.

Τ’ άστρα ζυγώνανε, καημοί, από πέρα.

ΣΟΛΙΣΤ : Το φως λιγοστεύει. Νυχτώνει.

ΛΑΟΣ : Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα.

(Φεύγει η Ρωμιοσύνη και ο Λαός)

Σκηνή 9

( Μπαίνουν οι Στρατιώτες ντυμένοι, όπως στον Εμφύλιο – 1948. Ο Αξιωματικός – λοχαγός – με στολή εκστρατείας. Ακολουθούν Καραγκούνες που κρατούν στους ώμους δύο θρόνους – τους ίδιους – με τον Παύλο, στολή ναυάρχου, και τη Φρειδερίκη, ντυμένη Βλάχα. Αυλικοί και Κυρίες της Αυλής – 1948)

ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Μαρξιστές – Λενινιστές στη Σιβηρία!

Εδώ Γλυξεμπουργκική δημοκρατία!

Η Ελλάδα ανήκει στον καταπιεστή!

Αντιστασιακοί λεχρίτες! Όλοι! Στη φυλακή!

 (βλέπουν τον Διόνυσο)

Νάτος! Νάτος! Ζαρωμένος σαν γάτος!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Του Γανυμήδη ο πάτος!

ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ : Δέστε τον καλά να μην το ξανακάνει. Θέλω μια δίκη σαν του

Μπελογιάννη.

ΠΑΥΛΟΣ : Ο Στρατός όμως άλλα ζητεί!

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Το παλούκι στη Λαμία έχει στηθεί.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Στη Λαμία, στη Λαμία δοξάζεται η Γλυξεμπουργκία!

ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ : Δεν θέλω άλλη υπόθεση Λαμπράκη! Η Πυθία υπήρξε

κατηγορηματική! Για να υπάρξει λύση οριστική ο Διόνυσος θα δικαστεί από

εξουσία Πυραμιδική! Λοιπόν, υπομονή!

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Στη φυλακή!

ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Στη φυλακή!

ΠΟΙΗΤΗΣ : Σταθείτε! Να κρίνει ο Λαός!

ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ : Ποιος είναι αυτός αναιδής;

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Αργόσχολος, τουτέστιν ποιητής!

ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ : Υπάρχουν ακόμα ποιητές; Προς τι οι φυλακές;

ΠΑΥΛΟΣ : Ο Λαός ευθύς να προσαχθεί, ευκαιρία μοναδική η αλήθεια να λάμψει, η

ιστορική!

(Μπαίνει ο Λαός ντυμένος σχεδόν όπως στα 1850 οι χωρικοί. Υπάρχουν όμως και προλετάριοι με φτηνά ρούχα.)

ΛΑΟΣ : Ελιά! Ελιά! Και Παύλο βασιλιά!

Βάντε κλήρο – ρίχτε ζάρι

–      θα σε πάρει να σε πάρει.

Το μαντρί του ποιος θα πάρει

–      με καρότσια και παπά –

θα σου πάρω και μια δούλα

–      πίσκοπε του Δαμαλά –

να τη λένε Σπυριδούλα

–      τώρα το’ παθες καλά.

Πληρώνω τα δοσίματα

στο κράτος και δε μνήσκω

και τα στερνά μου τα όβολα

στης Εκκλησιάς το δίσκο

–      θα τα βρώ ψηλά ένα-ένα

και τη Βαγγελιώ παρθένα.

Το μάθημα που δώσαμε

για πάντα θα φωτίζει.

Μελίσσι ο Λαός και θα χυμά

σ’ όποιον τον ερεθίζει.

ΠΟΙΗΤΗΣ (βγαίνει αποφασιστικά. Προς το Λαό, που τον κοιτάζει με απορία) :

Όραμα σου δίνω δυνατό! Ο κόσμος είναι δικός σου! Γίνε της Μοίρας σου τ’

αφεντικό! Το φως βρίσκεται εντός σου!

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Μιλάς αναρχικά μπροστά στο βασιλιά. Τιμωρία σου πρέπει

παραδειγματική.

(Πάει να τον πιάσει.)

ΠΑΥΛΟΣ : Όχι! Σταθείτε! Την απόφαση θα πάρει ο Λαός!

ΛΑΟΣ (που ξαναζωντανεύει) : Ελιά! Ελιά! Και Παύλο βασιλιά!

ΠΟΙΗΤΗΣ : Σου δίνω όραμα! Σου δίνω την αλήθεια!

ΛΑΟΣ : Μια μονάχα υπάρχει αλήθεια – μαχμουρλίκι και συνήθεια –

ΠΑΥΛΟΣ : Λαέ μου, αποφάσισε εσύ!

ΛΑΟΣ : Στη Λαμία! Στη Λαμία! Δοξάζεται η Γλυξεμπουργκία!

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Έρχεται η Ρωμιοσύνη!

ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ : Η Ρωμιοσύνη; Εφτάψυχη είναι;

ΠΑΥΛΟΣ : Εδώ δεν πρέπει να μας βρεί. Άλλωστε το μέλλον της έχει διαγραφεί!

Πρέπει να φύγουμε ευθύς…

ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ : Εμπιστευόμαστε στην ιστορία! Αυτή θα δώσει τη λύση την

τελειωτική! Ποιητή! Μη ζητάς να σε δοξάσει τιμωρία βασιλική!

ΠΑΥΛΟΣ : Μοναχός σου τιμωρία θα δώσεις, αφού πρώτα σε φτύσει ο Λαός.

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Λαέ! Γλείφε και φτύνε! Γλείφε και φτύνε! Να μη μας βρει η

Ρωμιοσύνη. Όταν τη βλέπω μου τη δίνει!

(Βγαίνουν οι βασιλείς, ακόλουθοι, Αξιωματικός, Στρατός, Λαός. Μπαίνει η Ρωμιοσύνη. Ακολουθούν οι υπόλοιποι σολίστ.)

Σκηνή 10

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ (Κάνει κύκλους γύρω από τα πρόσωπα.) : Υπήρξα πάντα ευτυχής!

Είχα συντροφιά πάντοτε ανθρώπους που τραγουδούσαν και χόρευαν ωραίους

σκοπούς της πατρίδος μου, νοσταλγικούς. Που γοητεύουν και σταλάζουν

βάλσαμο στην καρδιά και γυμνάζουν το νού!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : (που την πλησιάζει. Με νοσταλγία) : Η Πατρίς σου, πατρίς μου. Χώρα

ευλογημένη. Κατοικία των Θεών!

ΦΑΙΔΡΑ (συναρπάζεται από τις αναμνήσεις) : Ποτέ η Αθήνα δεν υπήρξε ωραιότερη

από τις μέρες της μάχης του Δεκέμβρη! Σε παρακολουθούσα, Διόνυσε, από το

λόφο του Φιλοπάππου!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Δεν σε εφόβιζαν οι εκπυρσοκροτήσεις;

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Στις δέκα του Δεκέμβρη άρχισε η πομπή…

Αγόρια και κορίτσια σκοτωμένα

στην Άνοιξη περνούν αγκαλιασμένα

ΦΑΙΔΡΑ – ΠΟΙΗΤΗΣ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Και μετά; Και μετά;

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Ανάβασις, κατάβασις και επί τα αυτά! Έως ότου…

ΦΑΙΔΡΑ – ΠΟΙΗΤΗΣ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Έως ότου;

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Ήλθεν αυτός!

ΦΑΙΔΡΑ – ΠΟΙΗΤΗΣ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Ο Σιρόκος;

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Στο σπίτι είχαμε πένθος. Οι κολονέλοι μας, βλέπετε, και η συμμορία

τους. Ο πατέρας εξορία και το σπίτι ορφανό. Η μητέρα μου μόνη. Τότε εχτύπησε η

πόρτα. «Ποιος είναι;» ρωτά η μητέρα…

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ (που πετάγεται μπροστά της) : Η Αλλαγή!

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ (με απορία) : Πως το μαντέψατε;

ΦΑΙΔΡΑ – ΠΟΙΗΤΗΣ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Λοιπόν; Λοιπόν;

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Μα εσείς έχετε χοντρή φωνή. Θα έλεγε κανείς, φωνή αρκούδας.

ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Είχε βραχνιάσει από τις ψεύτικες αλήθειες…

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Ώστε αυτό ήταν;

ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Ένας απλός μεσάζων. Ερμηνεύω τη σκέψη των εκπροσώπων!

Οφείλω το μαύρο να το κάνω άσπρο. Το άσπρο πράσινο. Και το πράσινο κόκκινο!

ΠΟΙΗΤΗΣ : Ώ! Ιδεολογία των χρωμάτων!

ΦΑΙΔΡΑ : Μα τη σκέψη της Ήρας! Αυτή η σούπα καταλήγει στο μαύρο!

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Και με εζήτησε επισήμως από την μητέρα μου: «Ο Σιρόκος την ποθεί.

Θα την κάνει δική του». Και τότε…

ΦΑΙΔΡΑ – ΠΟΙΗΤΗΣ : Και τότε; Και τότε;

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Έβγαλε το κοχύλι και είπε: «Ακούστε τη φωνή του».

ΦΑΙΔΡΑ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ – ΠΟΙΗΤΗΣ – ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Και λοιπόν; Και

λοιπόν;

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Φωνή ρωμαλέα. Ιστορική. Που την αισθάνομαι όλο και περισσότερο

μέσα μου. Όπως η Ευρυκόμη το βόρειο άνεμο! Κάτι σαν τρόμπα που φουσκώνει το   

λάστιχό…

ΦΑΙΔΡΑ : Ώ, δύστυχη!

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Και με τύλιξαν τα οράματα που ηλεκτρίζουν τον υπερήφανο κολίγο.

ΠΟΙΗΤΗΣ : Και η κοιλιά σου;

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Φούσκωνε!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : (προς τον Πουνέντε) : Εσύ βρέ φούσκωσες την τρόμπα;

ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Εγώ σχολίαζα!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Και ποιος φούσκωνε;

ΠΟΙΗΤΗΣ (προς τη Ρωμιοσύνη) : Μιλάς με γρίφους.

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Η θάλασσα θα αδειάσει από την καρδιά του ανθρώπου.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Το Αιγαίο θα γίνει Σαχάρα…

ΠΟΙΗΤΗΣ : Και ο Λαός;

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Κύμβαλον αλαλάζον!

ΠΟΙΗΤΗΣ : Τα όνειρα σάπισαν

ΦΑΙΔΡΑ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ – ΠΟΙΗΤΗΣ – ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Θάψτε τα όνειρα!

Σκηνή 11

ΠΟΙΗΤΗΣ (βγαίνει μπροστά) : Η λιτανεία των λυγμών αρχίζει.

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Τα όνειρα σαπίζουν.

ΠΟΙΗΤΗΣ : Σ’ αυτή τη γη το αίμα μου θα χύσω.

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ (προς τον Ποιητή) : Είσαι η ψυχή της γής.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : (προς τον Ποιητή) : Είσαι η φωνή του νερού.

ΠΟΙΗΤΗΣ : Αφήστε με το βλέμμα μου να σεργιανίσω για μια στερνή φορά σ’

αγαπημένα μέρη.

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Όλα θυμίζουν το ίδιο τραγούδι. Το τραγούδι αν σωπάσει, θα

σωπάσουν…

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Θα σωπάσουν, θα νυχτώσουν οι καημοί του κόσμου.

ΠΟΙΗΤΗΣ : Τη μοναξιά μου τη σφραγίζουν τώρα όλα τα τραγούδια που θα

ξανανθίσουν.

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ – ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Για ποια τραγούδια μιλάς, αφού μαζί σου θα πάρεις τη

φωνή των πουλιών, τη φωνή των νερών;

ΠΟΙΗΤΗΣ : Πάντα το τραγούδι θα ξαναγεννιέται.

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ – ΠΟΙΗΤΗΣ – ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Όνειρο Ονείρου; Πόθοι του ανέμου.

Σκηνή 12

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ( που βλέπει τον Αμβρακικό) : Φάνηκε μια βάρκα στη λίμνη.

Μας πλησιάζει.

ΠΟΙΗΤΗΣ : Γλιστρά στα νερά.

ΦΑΙΔΡΑ : Δεν έχει κουπιά.

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Έχει επιβάτη;

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Έναν μονάχα.

ΠΟΙΗΤΗΣ : Στα μαύρα ντυμένος.

(Εμφανίζεται η στενόμακρη βάρκα – για λιμνοθάλασσες. Όρθιος μπροστά ο Άγγελος. Ακίνητος σαν άγαλμα. Κοντά στην ακτή σταματά. Όλοι τον κοιτάζουν μαγνητισμενοί. Ο Δημοσιογράφος που βλέπει προς την Πρέβεζα τους βγάζει από την ακινησία τους. Τώρα στρέφουν τα βλέμματα προς το Λαό, που μπαίνει τρέχοντας από το βάθος. Είναι ντυμένοι με σύγχρονα ρούχα.)

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Έρχεται ο Λαός!

ΦΑΙΔΡΑ : Τρέχει αλαφιασμένος!

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Φοβισμένος!

ΛΑΟΣ : Σηκώνονται οι ποταμοί! Αλλάζουν θέση τα βουνά!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : (που γυρίζει τώρα το βλέμμα του προς τη βάρκα) : Απεσταλμένος του

Δία!

ΛΑΟΣ (προς τον Διόνυσο) : Ζούνε οι Θεοί;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Ας τον ακούσουμε προσεχτικά!

ΛΑΟΣ (βλέπουν τον Άγγελο και ακινητοποιούνται) : Ποιος είναι ποιος;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Άγγελος του Μέλλοντος! (προς τον Άγγελο) Πνεύμα, αν έχεις φωνή, πες

ό,τι έχεις να πεις!

ΑΓΓΕΛΟΣ : Διόνυσε, σε χαιρετώ. Απ’ τον αιώνιο ύπνο μου με πρόσταξε να βγω των

Ολυμπίων Θεών εντολή. Να εμποδίσω προσπαθώ το θάνατο του Ποιητή.

ΛΑΟΣ : Τα ζώα μιλούν. Τα νερά τραγουδούν. Τα δέντρα περπατούν.

ΦΑΙΔΡΑ : Σημάδια θεϊκά!

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Δαιμονικά!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Πνεύμα! Μίλα καθαρά! Τα σημάδια αυτά τι σημαίνουν;

ΑΓΓΕΛΟΣ : Η Φύση δε συγχωρεί αυτό που πρόκειται να’ ρθει. Η σιδερένια αράχνη

ξεκινά…

ΛΑΟΣ : Μίλα καθαρά!

ΑΓΓΕΛΟΣ : Χιλιάδες πόδια φαρμακερά! Φτερά αγκυλωτά! Αίμα και θάνατο σκορπά!

ΛΑΟΣ : Στην Ελλάδα πότε θα’ ρθει;

ΑΓΓΕΛΟΣ : Ακρίδα πρώτα φαρμακερή!

ΛΑΟΣ : Από πού θα βγεί;

ΑΓΓΕΛΟΣ : Τιμωρία θεϊκή! Μέσα από την ξεραμένη γη…

ΠΟΙΗΤΗΣ (γίνεται πάλι το επίκεντρο της προσοχής) : Η λιτανεία των λυγμών αρχίζει.

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Τα όνειρα σαπίζουν.

ΛΑΟΣ : Η λιτανεία…σαπίζουν…

ΠΟΙΗΤΗΣ : Τη μοναξιά μου…

ΛΑΟΣ : Θα σωπάσουν θα νυχτώσουν οι καημοί του κόσμου.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Θα σωπάσουν θα νυχτώσουν οι καημοί του κόσμου.

ΠΟΙΗΤΗΣ : …τη σφραγίζουν τώρα όλα τα τραγούδια που…

ΛΑΟΣ : Θα σωπάσουν θα νυχτώσουν

ΛΑΟΣ (προς τον Άγγελο) : Και μετά; Και μετά;

ΑΓΓΕΛΟΣ : Από την ξεραμένη γη

ΠΟΙΗΤΗΣ (και πάλι στο επίκεντρο) : Τη μοναξιά μου τη σφραγίζουν τα τραγούδια.

ΛΑΟΣ (προς τον Άγγελο) : Και μετά; Και μετά;

ΑΓΓΕΛΟΣ : Η σιδερένια αράχνη τούτη τη γη την ιερή καταχτά.

ΠΟΙΗΤΗΣ (συνέρχεται και ρωτά με ενδιαφέρον) : Και τι θα γίνει το ανθρώπινο γένος;

ΑΓΓΕΛΟΣ : Τη σιδερένια αράχνη βλέπω να πνίγει μέσα στο αίμα!

ΛΑΟΣ : Δόξα! Δόξα! Μεγάλη στιγμή!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Πικρή για την Ελλάδα τη μικρή…

ΛΑΟΣ : Διόνυσε, τι λές;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Το Πνεύμα ευθύς τώρα θα μας πει.

ΛΑΟΣ : Πρέπει να μας πεις!

ΑΓΓΕΛΟΣ : Ας σταματήσω εδώ. Μα σώσω θέλω τον Ποιητή…

ΠΟΙΗΤΗΣ : Πνεύμα, λέγε τι βλέπεις! Ζωή μου η αλήθεια!

ΑΓΓΕΛΟΣ : Όχι τόσο σκληρή… Δεν την αντέχει η καρδιά του ποιητή.

ΠΟΙΗΤΗΣ (και πάλι στο επίκεντρο) : Αφήστε με να σεργιανίσω για μια στερνή φορά σ’

αγαπημένα μέρη.

ΛΑΟΣ (προς τον Ποιητή) : Είσαι η ψυχή της γης. (προς τον Άγγελο) Τι βλέπεις; Τα

λόγια σου κρύβουν συμφορές φριχτές.

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Τι πιο πολύ απ’ την αράχνη και την ακρίδα;

ΛΑΟΣ : Τι πιο πολύ απ’ την αράχνη και την ακρίδα.

ΠΟΙΗΤΗΣ (επίκεντρο της προσοχής – όλοι στρέφονται προς αυτόν) : Τη μοναξιά μου

τώρα τη σφραγίζουν όλα τα τραγούδια που θα ξανανθίσουν.

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ – ΔΙΟΝΥΣΟΣ (προς τον Ποιητή) : Για ποια τραγούδια μιλάς αφού

μαζί σου θα πάρεις τη φωνή των πουλιών και των νερών;

ΛΑΟΣ : Θα σωπάσουν θα νυχτώσουν οι καημοί.

ΑΓΓΕΛΟΣ (παρεμβαίνει και όλοι γυρίζουν προς αυτόν) : Σήμερα για στερνή φορά τα

ζώα μιλούν, τα δέντρα περπατούν, τα νερά τραγουδούν.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Βλέπω τη μεγάλη σιωπή…

ΛΑΟΣ : Κι η καρδιά του ανθρώπου; Τι θα γίνει κι αυτή;

(Το φως αρχίζει και γίνεται κλιμακωτά κόκκινο)

ΑΓΓΕΛΟΣ : Καμένη γη…

ΠΟΙΗΤΗΣ : Άχ, αλί και τρισαλί.

ΑΓΓΕΛΟΣ : Γι’ αυτό Διόνυσε προσταγή θεϊκή! Πρέπει να φύγεις από τούτη τη γη!

ΠΟΙΗΤΗΣ : Και οι Θεοί;

ΑΓΓΕΛΟΣ : Θα πεθάνουν κι αυτοί…

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ: Και το τραγούδι του νερού;

(Ο Ποιητής παίρνει από το τραπέζι το περίστροφο και σημαδεύει μ’ αυτό την καρδιά του)

ΑΓΓΕΛΟΣ : Σκιές σκιών θα περπατούν…

(Το φως γίνεται έντονα κόκκινο – Πυρκαγιά)

ΛΑΟΣ : Μη! Στάσου Ποιητή!

ΦΑΙΔΡΑ – ΟΛΟΙ : Μαζί σου σκοτώνεις τη ζωή!

(Σημαδεύει με το όπλο το κοινό. Αρχίζει το σκοτάδι. Λαός και πρωταγωνιστές χάνονται, σβήνουν. Μένει μόνο η φιγούρα του Ποιητή)

ΠΟΙΗΤΗΣ : Άλτ! Πυροβολώ το μέλλον…

(Σκοτάδι γενικό.)

Αυλαία

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ: 1994 – 1996
ΠΑΡΙΣΙ, ΑΘΗΝΑ, ΒΡΑΧΑΤΙ, ΧΑΓΗ, ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ
Όπερα σε δύο πράξεις
Βασισμένη στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή
Λιμπρέτο : Μίκης Θεοδωράκης

Μουσική Διεύθυνση
Alexander Chernushenko

Διανομή
Αντιγόνη: EMILIA TITARENKO
Οιδίπους: JURI WOROBIOW
Κρέων: WLADIMIR FELJAER
Ιοκάστη: IRINA LIOGKAJA
Ετεοκλής: PETER MIGOUNOV
Πολυνείκης: EUGENI WITSHNEWSKI
Αίμων: LEONID REPIN – HAEMON
Κορυφαίος: JURI KOVALENCO

Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία της Αγίας Πετρούπολης

Τα πρόσωπα
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
ΚΡΕΩΝ
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
ΑΙΜΩΝ
ΙΟΚΑΣΤΗ
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
ΑΝΔΡΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ
ΜΙΚΤΟΣ ΧΟΡΟΣ
Πρώτη πράξη

(CD I)
1. Οιδίπους: Μακάρι να είσαι αγνός, Άνθρωπε… 6:03
2. Οιδίπους: Έγινα θέαμα φρικτό, εγώ που δώρισα … 3:5
3. Οιδίπους: Θεοί ραδιούργοι… 8:44
4. Κορυφαίος: Μεγάλε βασιλιά, έστειλα κατάσκοπους … »4:48
5. Χορός: Ο στρατός ξεκίνησε, ξεχύθηκε στον κάμπο …»2:59
6. Ετεοκλής: Δεν ωφελούν οι φωνές σας…. 3:14
7. Πολυνείκης : Τους σύρτες στις πύλες οι φρουροί … 1:41
8. Ιοκάστη: Γιέ μου, παιδί μου ακριβό … 8:25
9. Χορός: Μα να! Ο Ετεοκλής έρχεται τώρα. 13:17
10. Χορός: Κόρη του Δία Αθηνά, … 4:06

(CD II)
1. Κορυφαίος: Δεν ζουν Κρέοντα, οι γιοί της αδελφής σου … 8:24
2. Χορός: Το δρόμο τον σκοτεινό πήραν του Άδη … 1:59
3. Αντιγόνη: «Με τα μαλλιά ξεσκέπαστα να πέφτουν … 9:00
4. Κρέων: Τα δάκρυα σταματήστε και τους θρήνους … 5:27
5. Αντιγόνη: Όχι, τον σκοτωμένο δεν θα αφήσω … 4:32

Πράξη δεύτερη

     6. Κρέων: Πώς τόλμησες να παραβείς το νόμο; 8:23
    7. Αντιγόνη: Πως θα πεθάνω το ΄ξερα. 3:50
    8. Κρέων: Μάθε πως τ΄ αγύριστα κεφάλια συντρίβονται …»5:19
     9. Κρέων: Παιδί μου, έμαθες πως τιμώρησαν με θάνατο … 6:40
   10. Χορός: Έρωτα μάχαν ανίκατε 4:18
   11. Αίμων: Έφτασα στον Άδη βιαστικά … 2:37
   12. Αντιγόνη: Έρωτα μάχαν ανίκατε… 6:26
   13. Αίμων: Μόνη δίχως φίλους … 2:54
   14. Αντιγόνη: Ήλιε μου και φως αγαπημένο… 2:46

ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ
Σκηνή 1
(Βγαίνει ο Οιδίπους συνοδευόμενος από 7 γέροντες και τον Κορυφαίο)

ΟΙΔΙΠΟΥΣ:  Μακάρι να είσαι αγνός, Άνθρωπε. Ιερή αγνότητα να σε τυλίγει. Όλα τα λόγια και τα έργα σου να ’ναι σε αρμονία με τους ιερούς νόμους του σύμπαντος. Ω συμπαντικό κέντρο του απείρου! Ω συμπαντική αρμονία των ουρανών! Ζεις αρμονικά με τους νόμους των ουρανών. Η δυσαρμονία και η έπαρση γεννούν τον τύραννο. Ανόητα φουσκώνει, μα στο τέλος πέφτει στον γκρεμό όποιος δε λογαριάζει τη θεία Δίκη. Έγινα θέαμα φριχτό, εγώ που δώρισα το μεγαλύτερο καλό στη χώρα μου όταν το αίνιγμα της Σφίγγας έλυσα κι έτσι την πόλη έσωσα. Οι συμφορές άδικα με χτύπησαν. Οι θεοί άδικα με μίσησαν. Με τη μάνα μου επλάγιασα χωρίς να ξέρω, τον πατέρα σκότωσα χωρίς να θέλω, έγκλημα έκανα φριχτό χωρίς να φταίω, πρόσβαλα κάποιο θεό, δεν έχω φόβο για να πω το όνομά του. Ω σύννεφο του σκοταδιού μου αποτρόπαιο, θεοί ραδιούργοι, εσείς που δέσατε στον Καύκασο τον Προμηθέα…

ΧΟΡΟΣ
Ω! Ω!
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
…γιατί χάρισε τη φλόγα στους ανθρώπους.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Ανίερος είσαι. Μη!
ΧΟΡΟΣ
Ανίερος! Πάψε να μιλάς!
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Σταμάτα!
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Όμως μ’ αυτή την πράξη σας φανερώσατε το μίσος σας για τους θνητούς.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΧΟΡΟΥ
Στους Θεούς με σεβασμό πρέπει να μιλάς.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Αν δεν υπάρχει σέβας, τότε τιμωρούν φριχτά.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Έτσι τους κάνατε κοπάδι, δίχως σκέψη, κρίση, βούληση, ν’ ακολουθούν κάθε φορά τον υποτακτικό σας…
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Εσύ πώς τολμάς με τα φοβερά που έπαθες;
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
…τον πονηρό και τον διπρόσωπο, να τους τυλίγει με το μέλι και τις ψεύτικες αλήθειες τυφλωμένους.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Τα μάτια σου έβγαλες μοναχός σου.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΧΟΡΟΥ
Γιατί;
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Να πάει στράφι η δωρεά του Προμηθέα.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΧΟΡΟΥ
Τυφλός τα τ’ ώτα, τον τε νουν, τα τ’ όμματα.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Άδικα βασανίστηκες στον βράχο, Προμηθέα.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Βλάσφημος!
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Οι σπιούνοι των θεών φροντίζουν οι άνθρωποι να σβήνουν…
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Τολμάς τους θεούς να πολεμάς δίχως να έχεις κανένα στον κόσμο.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
…μόνοι τους τη φλόγα που τους δώρισες.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Σαν καλαμιά στον κάμπο είσαι, Οιδίποδα.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Σαν τα σκουλήκια και τους αρουραίους μάθανε να ζουν στη λάσπη και στο σκότος.
ΧΟΡΟΣ
Βρίζεις τους Θεούς, θα μετανιώσεις Οιδίποδα.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Δεν θέλουν οδηγό!
ΧΟΡΟΣ
Οιδίποδα, ξακουστέ απ’ τη χρυσή περόνη.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Έτσι και φυσήξει κάποιος απ’ τον Όλυμπο, θα γίνεις έρμαιο των ανέμων.
ΧΟΡΟΣ
Οιδίποδα, τα βάζεις με τους θεούς…
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Ανάμεσα στην κολακεία και στο κνούτο, στον δημοκόπο και στον τύραννο…
ΧΟΡΟΣ
…θα μετανιώσεις σκληρά γι’ αυτό.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
…αρέσκονται να βόσκουν το χόρτο της υποταγής και της συνήθειας.
ΧΟΡΟΣ
Την κόρη την αγαπημένη, την Αντιγόνη, δεν την λυπάσαι…
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Φύγε απ’ την πόλη. Φύγε μακριά. Τη μολύνεις.
ΧΟΡΟΣ
…π’ αφήνεις μόνη, δυστυχισμένη.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Αλίμονο σ’ όποιον τους ξυπνήσει.
ΧΟΡΟΣ
Την έσβησες.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΧΟΡΟΥ
Τα μάτια σου έβγαλες μοναχός σου. Γιατί;
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Όπως εγώ, θύματα των ίδιων τους των πράξεων θα γίνουν.
ΧΟΡΟΣ
Η πόλη δε σε θέλει.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
…γιατί τις πράξεις τους ελέγχουν θεοί ραδιούργοι.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΙ
Οι θεοί σε μισούν.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Αυτοί που με τη Σφίγγα και τον Τύραννο κρατούν σφιχτά τα γκέμια και σε τετράποδο τον έχουν καταντήσει τον άνθρωπο.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Ο βασιλιάς Κρέοντας μας διάταξε…
ΧΟΡΟΣ
Οι θεοί σε μισούν.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
…να δούμε που φεύγεις απ’ την πόλη και να χαρεί.
ΧΟΡΙΚΟ 1
Οιδίποδα τυφλέ στα μάτια και στο νου
τους θεούς προσβάλλεις
δεν σου συγχωρώ που τα βάσανά σου δεν σου δίδαξαν.
Να σκύβεις πρέπει ευλαβικά το κεφάλι
σ’ αυτούς που οι θεοί διάλεξαν να μας κυβερνούν
όπως ορίζουν οι Νόμοι της Εξουσίας.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ: Δεν περιμένω απ’ τους ανθρώπους να έχουν μνήμη. Η αχαριστία πιο πολύ κι απ’ το μαχαίρι σκίζει σάρκες. Δεν θέλω πια στ’ αυτιά μου φωνές ανθρώπων προσκυνημένων, φοβισμένων. Φύγετε! Φύγετε! Δεν θέλω ν’ ακούω λέξεις κενές. Τη φωνή του κυρίου σας την ξέρω καλά. Τυραννική, αυταρχική. Όμως ο τύραννος θα πληρώσει.

(Ο Χορός βγαίνει αργά. Καθώς φεύγουν, κοιτούν κατηφείς τον Οιδίποδα.)

ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Εμένα με οδηγεί γαλάζιο φως σταλμένο από πολύ μακριά στα βάθη του απείρου. Εκεί κι εγώ πηγαίνω. Θα γίνω φως! Θα γίνω φως! Θα γίνω ένα με το φως του γαλαξία!

(Βγαίνει)

Σκηνή 2
(Εσωτερικό του φρούριου της Θήβας. Έπαλξη. Ο Ετεοκλής κοιτάζει από ψηλά τον κάμπο όπου είναι παρατεταγμένοι οι Αργίτες. Μετά βηματίζει συλλογισμένος και ανήσυχος. Ατμόσφαιρα βαριά. Σε μια γωνιά στριμωγμένες απ’ το φόβο, η μια πάνω στην άλλη, ο Γυναικείος Χορός, παρακολουθεί τον Ετεοκλή, κοκαλωμένες απ’ το φόβο. Μπαίνει βαρύς και σκεφτικός ο Κορυφαίος ακολουθούμενος απ’ τον Ανδρικό Χορό.)

Α’ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Μεγάλε βασιλιά, έστειλα κατάσκοπους στις τάξεις των εχθρών και τώρα τα γνωρίζω όλα λεπτομερώς. Επτά έχουν αρχηγούς, που πάνω σε ασπίδα ταύρου σφάξανε κι αφού τα χέρια τους βάψανε στο αίμα, στον Άρη και στον Φοίβο υψώνουν όρκους φοβερούς, τη Θήβα στο αίμα να πνίξουν.

ΧΟΡΟΣ
Μην αφήσετε τους εχθρούς μου να πατήσουν τους βωμούς και την ελληνική μας γλώσσα…
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Ώ Δια και Γή! Μην αφήσετε τους εχθρούς μας να πατήσουν τους βωμούς και την ελληνική μας γλώσσα.
ΧΟΡΟΣ
Μην αφήσετε τους εχθρούς μου να πατήσουν τους βωμούς και την ελληνική μας γλώσσα…
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Μη δεχτείτε σκλαβιά για τη λεύτερη χώρα μας. Ελάτε Σωτήρες, βοηθάτε μας. Μόνο πόλη λεύτερη τιμά τους θεούς!

(Ο Χορός κοιτάζει ανήσυχος πάνω απ’ τα τείχη. Παρακολουθεί τις κινήσεις του αργίτικου στρατού. Αντιδρά. Τέλος στρέφεται προς τον Ετεοκλή και του αφηγείται αυτό που βλέπει.)

ΧΟΡΟΣ: Ο στρατός ξεκίνησε, ξεχύθηκε στον κάμπο. Μπροστά καβαλάρηδες σύννεφο σκόνης σηκώνουν. Στρατιώτες με λευκές ασπίδες ορμούν να μας χτυπήσουν. Η βουή σπάει πάνω στα τείχη. Ποια θεά, ποιος θεός θα μας σώσει; Άρη, θα προδώσεις τον τόπο σου; Δία, πατέρα, τρέμω! Οι Αργίτες κυκλώνουν την πόλη. Διώξ’ τους! Σώσε τη Θήβα! Επτά στρατηγοί με το κοντάρι υψωμένο στις επτά πύλες πάνω προχωρούν. (Προσπέφτουν στους βωμούς.) Κόρη του Δία, Αθηνά, Ποσειδώνα και συ Άρη, Αφροδίτη, μητέρα της γενιάς μας. Απόλλων βασιλιά και συ Άρτεμη, Ήρα παντοδύναμη, πετροβολούν τους πύργους. Θεοί πυργοφύλακες, την πόλη βοηθάτε να μη λυγίσει, να μην πέσει σε ζυγό εχθρού που δε μιλά γλώσσα ελληνική.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Δεν ωφελούν οι φωνές σας. Δεν δίνουν θάρρος στο στρατό μας τον περικυκλωμένο. Πέφτετε στους βωμούς, στριγγλίζετε. Να μου λείπουν τέτοια καμώματα. Σπέρνετε τον πανικό και το φόβο. Τους εχθρούς μας έτσι βοηθάτε, ενώ εμείς χανόμαστε.
ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΧΟΡΟΣ
Γιε του Οιδίποδα, με τρόμαξαν οι θόρυβοι της μάχης κι ο φόβος μ’ έφερε στους Θεούς για τη Θήβα.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Παρακαλέστε τους θεούς οι πύργοι ν’ αντέξουν. Τους συμφέρει. Αν πέσει η πόλη, την χάνουν κι αυτοί.
ΧΟΡΟΣ
Να μην φτάσω να δω τους εχθρούς νικητές να ρημάζουν την πόλη.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Παρακάλα με τάξη. Η πειθαρχία είναι η μάνα της νίκης.
ΧΟΡΟΣ
Όμως ο θεός ισχυρότερος.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Δουλειά δική μας η θυσία στους θεούς. (Προς τις γυναίκες) Εσείς στο σπίτι.

Β’ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
(Ο Ετεοκλής βγαίνει με την ακολουθία του. Ο Χορός κοιτάζει πάνω απ’ τα τείχη.)
ΧΟΡΟΣ
Τώρα μανιασμένος ο Άρης χτυπά τα τείχη. Γύρω στην πόλη αστράφτουν. Σύννεφο πυκνό οι ασπίδες. Μάχης αιματόβαφης σημάδι. Τα δεινά των Ερινύων φέρνει ο Άρης στου Οιδίποδα τα τέκνα.

(Μπαίνει ο Πολυνείκης καχύποπτος με το ξίφος υψωμένο.)

ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Τους σύρτες στις πύλες οι φρουροί γοργά τράβηξαν να μπω μέσα στα τείχη. Φοβάμαι όμως μην έχω πέσει σε παγίδα. Έχω και δεν έχω εμπιστοσύνη στη μάνα μου που μ’ έπεισε να ’ρθώ σε συμφωνίες. Όμως ας κρύψω το σπαθί. Γυναίκες, πέστε μου, είδατε την Ιοκάστη;
ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΧΟΡΟΣ
Πρώτα να πεις εσύ ποιος είσαι.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Ο Οιδίποδας του Λάιου γονιός μου κι η μάνα μου η Ιοκάστη.
ΧΟΡΟΣ
Σε προσκυνώ γονατιστή, Άρχοντά μου. Ε! Ε! κυρά μου, Ιοκάστη. Έβγα έξω. Αυτός που γέννησες είναι κοντά μας. Μην αργείς! Τρέξε ν’ αγκαλιάσεις το παιδί σου.

(Βγαίνει αργά η Ιοκάστη)

ΙΟΚΑΣΤΗ
Γιε μου, παιδί μου ακριβό, σε ξαναβλέπω. Αγκάλιασε τη μάνα σου, γείρε στην αγκαλιά μου. Μαύρα σγουρά μαλλιά, σκεπάστε μου το πρόσωπο. Ανέλπιστα κι αναπάντεχα σε ξαναβλέπω. Θα νιώσω η μαύρη άραγες την πρωτινή μου ευτυχία; Αχ γιέ μου, ερημωμένο τ’ άφησες το σπίτι διωγμένος απ’ τ’ άδικο τ’ αδερφού σου, εσύ ο πιο αγαπημένος στη Θήβα και στους φίλους.
ΧΟΡΟΣ
Κατάρα η γέννα της γυναίκας. Γι’ αυτό αγαπάνε τόσο τα παιδιά τους.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Στοχαστικά κι αστόχαστα ήρθα, μητέρα, στους εχθρούς μου. Ωστόσο πάνω απ’ όλα πρέπει την πατρίδα ν’ αγαπάμε. Με το σπαθί στο χέρι πέρασα την πόλη, φόβο είχα μεγάλο πως σε παγίδα μέσα θα έπεφτα θανάτου κι έκλαψα καθώς διάβαινα ξανά ανάμεσα σ’ αγαπημένα μέρη αποδιωγμένος άδικα να ζω σε ξένη πόλη. Και συ, μάνα, στους πόνους μέσα τυλιγμένη για τα δικά μου πάθη μόνο.
ΧΟΡΟΣ
Ανήκουστη των συγγενών η έχθρα.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Κάποιος κακός θεός βάλθηκε να αφανίσει το γένος του Οιδίποδα. Μ’ άνομο τρόπο εγώ παιδιά να κάνω, άνομους γάμους να’ χει κάνει ο γονιός σου. Πρέπει όμως τα πάθη που μας στέλνουν οι θεοί να υπομένουμε. Πες μου σαν έχασες την πατρίδα, είναι μεγάλη η συμφορά;
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Η πιο μεγάλη.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Ποιο το πιο σκληρό;
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Δεν έχεις γνώμη.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Σε δούλο αρμόζει γνώμη να μην έχει. Δεν σε συντρέχουν φίλοι.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Αθέλητα στο κέρδος είσαι σκλάβος. Αν δυστυχείς, οι φίλοι δεν αξίζουν.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Για τους θνητούς το πιο η πατρίδα.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Τόσο ακριβή, που λόγια δεν την λένε. Όμως εγώ φωνάζω στους θεούς πως άθελά μου κοντάρι σήκωσα ενάντια στην πατρίδα και τώρα, μάνα, εσύ μονάχα μπορείς στις δυστυχίες τις φοβερές να βάλεις τέλος.

Γ’ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
ΧΟΡΟΣ
Μα να! Ο Ετεοκλής έρχεται τώρα.

(Μπαίνει ο Ετεοκλής.)

ΧΟΡΟΣ
Σε σε το βάρος τώρα πέφτει, Ιοκάστη, να τα φιλιώσεις.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Ήρθα, μητέρα. Ήμουν στα τείχη και συ μου ζητάς να συναντήσω τούτον εδώ. Για σένα ήρθα, γιατί ξέρεις πως τιμώ τη δίκαια κρίση σου.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Μη βιάζεσαι. Μην ξεφυσάς σα λύκος. Τον αδελφό σου έχεις μπροστά σου κι όχι κανένα δράκο.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Μάνα, η αλήθεια δεν χρειάζεται λόγια. Η αδικία σαν άρρωστος σοφά βοτάνια θέλει. Αυτός πήρε όρκους και με ξεγέλασε. Αν ήταν όμως να μου δώσει ό,τι μου ανήκει, διώχνω το στρατό μπροστά στα τείχη να βασιλέψω ένα χρόνο κι έπειτα πάλι ο άλλος.
ΧΟΡΟΣ
Σωστά τα λόγια του ηχούν στ’ αυτιά μου.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Λόγια ξεκάθαρα θα πω. Στον ουρανών τα μάκρη, στ’ αστέρια και στον ήλιο κι ως το βυθό της γης είμ’ έτοιμος να πάω για να κρατήσω ολοδικιά μου τη βασιλεία. Αυτό το αγαθό, μάνα, την εξουσία θέλω για μένα κι αυτός αν θέλει να μείνει, ας μείνει, χωρίς να περιμένει να γίνω δούλος του ενώ είμαι βασιλιάς! Και τώρα μπρος! Τραβήξτε τα σπαθιά σας. Εμπρός, φωτιά! Σ’ αυτόν τη βασιλεία δε θ’ αφήσω.
ΧΟΡΟΣ
Πράξεις κακές. Δεν πρέπει να παινούνται.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Παιδί μου, Ετεοκλή, την πιο κακιά θεά έχεις διαλέξει, τη φιλαρχία. Πόνους πολλούς θα φέρουνε στην πόλη ο πλούτος που ζητάς κι η εξουσία. Σε σένα, Πολυνείκη. Ανόητα ήρθες να χτυπήσεις την πόλη σου. Γιε μου, τέτοια δόξα δεν ταιριάζει σε Έλληνες. Κι αν νικηθείς, στο Άργος πίσω πώς να τολμήσεις να γυρίσεις; Διπλό κακό η βιασύνη σου θα φέρει. Ή εδώ θα σκοτωθείς ή τ’ αγαθά σου στο Άργος θα τα χάσεις. Εμπρός λοιπόν, βιαστείτε. Βάλτε στην άκρη την έχθρα, φιλιώστε σαν αδέλφια.
ΧΟΡΟΣ
Θεοί, βοηθάτε.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Μάνα, δεν είν’ καιρός για λόγια. Σε ένα μονάχα θα συμφωνήσω, εγώ να βασιλεύω και να κρατώ τα σκήπτρα κι εσύ φύγε πριν σε σφάξω.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Και ποιος θα με σφάξει;
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Τολμάς και ζυγώνεις;
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Ω των θεών προγονικοί θεοί.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Που ήρθες να ρημάξεις;
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Μ’ ακούτε;
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Πώς να σ’ ακούσουν, που χτυπάς τη γη σου;
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Άδικα, ω θεοί.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Κράξ’ τους στις Μυκήνες.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Ανόσιος είσαι.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Μα όχι εχθρός όπως εσύ της χώρας.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Ακούς, πατέρα.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Ακούει αυτά που έκανες.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Κι εσύ, μητέρα.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Μάνα δε σου ταιριάζει να φωνάζεις.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Ώ πόλη
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Στο Άργος όταν πας, κράξε τη Λέρνα.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Θα πάω. Μάνα, σ’ ευχαριστώ.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Φεύγα απ’ τη χώρα.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Φεύγω. Τις αδερφές μου να δω.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Δεν θα σου γίνει το χατίρι.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Όμως εσύ έχε γεια, μητέρα.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Τι ωραία το έχε γεια, παιδί μου. Δύστυχη.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Δεν είμαι πια παιδί σου.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Δύστυχη, δύστυχη. Με πνίγει η δυστυχία.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Με βρίζει τούτος.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Γιατί και συ με βρίζεις, θα σε σφάξω.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Τον ίδιο πόθο έχω κι εγώ.

(Ξιφομαχούν.)

ΙΟΚΑΣΤΗ
Ω η μαύρη, η δύστυχη. Τι κάνετε, παιδιά μου.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Η πράξη θα το δείξει.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Κι απ’ του γονιού δε θα σωθείτε την κατάρα.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Καταραμένο το γένος του Οιδίποδα.
ΧΟΡΟΣ
Κόρη του Δία, Αθηνά, (μονομαχούν) Ποσειδώνα και συ Άρη (η Ιοκάστη ανάμεσά τους), Αφροδίτη, μητέρα της γενιάς μας, Απόλλων βασιλιά και συ Άρτεμη, Ήρα! παντοδύναμη, (αλληλοσκοτώνονται) πετροβολούν τους πύργους, (η Ιοκάστη πέφτει διαδοχικά επάνω τους και στη συνέχεια αυτοκτονεί) θεοί πυργοφύλακες, την πόλη βοηθείστε να μη λυγίσει, να μην πέσει σε ζυγό εχθρού που δεν μιλά γλώσσα ελληνική!

Σκηνή 3
(Μπροστά στο Παλάτι. Ο Κρέων κατεβαίνει μόνος τα σκαλιά. Σκεπτικός. Σε λίγο μπαίνει αργά, διστακτικά, ο Κορυφαίος. Ακολουθεί ο Γυναικείος Χορός και μετά ο Ανδρικός Χορός.)
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Δεν ζούνε, Κρέοντα, οι γιοι της αδερφής σου.
ΚΡΕΩΝ
Πάθη φοβερά για μένα και την πόλη ξεστομίζεις. Παλάτι του Οιδίποδα, μ’ ακούς; Παν τα παιδιά σου, χάθηκαν.
ΧΟΡΙΚΟ
Αν ήταν ζωντανό, θα ’κλαιγε κι αυτό.
ΚΡΕΩΝ
Αχ, δυστυχίες καυτές. Αχ, ο δόλιος.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Έχεις κι άλλα ν’ ακούσεις, δύστυχε.
ΧΟΡΙΚΟ
Κι άλλα ν’ ακούσεις…
ΚΡΕΩΝ
Χειρότερα απ’ αυτά μπορεί να γίνουν;
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Πάει, σκοτώθηκε η Ιοκάστη. Σφάχτηκε κι έσμιξε για πάντα με τους γιους της.
ΧΟΡΙΚΟ
Αρχίστε, ξεκινήστε μοιρολόι. Πάει, έσβησε το γένος του Οιδίποδα. Βαριά κατάρα απλώνει στην πόλη.
ΚΡΕΩΝ
Δύστυχη Ιοκάστη, σημαδεμένη πάντα ήσουν απ’ τη μοίρα. Πες μου, πώς έγινε το φονικό και πώς αλήθεψαν οι κατάρες του Οιδίποδα;
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Δεν μπόρεσε η δύστυχη να φιλιώσει τα παιδιά της. Μάταια προσπάθησε να τους πείσει…
ΧΟΡΙΚΟ
Δεν μπόρεσε…
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
…να δώσουν τα χέρια.
ΧΟΡΙΚΟ
Δεν μπόρεσε η δύστυχη…
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Να σώσουν την πόλη, να σωθούν κι αυτοί.
ΧΟΡΙΚΟ
Να δώσουν τα χέρια, να σώσουν την πόλη, να σωθούν κι αυτοί.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Άγρια λογομάχησαν και σα θηρία πέσανε ο ένας πάνω στον άλλον κι ανάμεσά τους η δόλια μάνα παράδερνε.
ΧΟΡΙΚΟ
Η μάνα… η μάνα…
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Στο τέλος σφάχτηκαν. Έσφαξε ο ένας τον άλλον την ίδια στιγμή και πέσαν μέσα στο δικό τους το αίμα.
ΧΟΡΙΚΟ
Σφάχτηκαν, πνίγηκαν μέσα στο δικό τους το αίμα.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Σαν είδε σφαγμένα τα παιδιά της η δόλια η μάνα, αρπάζει ένα σπαθί και κόβει το λαιμό της κι ως έπεσεν απάνω τους αγκαλιαστά το δρόμο τον αιώνιο, τον σκοτεινό πήρε του Άδη.
ΧΟΡΙΚΟ
Το δρόμο τον σκοτεινό πήραν του Άδη. Δύστυχη Ιοκάστη, σημαδεμένη πάντα ήσουν απ’ τη Μοίρα. Πάει, έσβησε το γένος του Οιδίποδα. Βαριά κατάρα πλακώνει την πόλη. Μα να, βλέπω να ’ρχονται τα κορμιά των νεκρών. Με τον ίδιο θάνατο κέρδισαν το αιώνιο σκοτάδι του Άδη.

Σκηνή 3 Β’ – ΘΡΗΝΟΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ
(Μπαίνουν στρατιώτες κρατώντας τα τρία φορεία με τους νεκρούς. Ακολουθεί η Αντιγόνη.)

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Με τα μαλλιά ξεσκέπαστα να πέφτουν στα τρυφερά μου μάγουλα και με την όψη κατακόκκινη, –όχι από ντροπής κοκκίνισμα παρθενικό– για τους νεκρούς ξεσκεπάζω το κεφάλι και λύνω τα μαλλιά μου, αυτούς θρηνώ θρήνο γοερό, ασταμάτητο θρήνο θρηνώ θρηνολόι σαν θρόισμα που σκίζει τον αέρα κι όλα θρηνούν μαζί μου γύρω μου Ουρανός και Γη πουλιά και συ γαλάζια θάλασσα θρηνείς και συ μαζί μου. Αχ, Πολυνείκη, τ’ όνομά σου βγήκε αληθινό για τη Θήβα για τη Θήβα η έχθρα σου φόνους πάνω στο φόνο ώσπου έσβησε το σπιτικό του Οιδίποδα. Αίμα πάνω στο αίμα και πάλι αίμα. Μέσα στο αίμα πνίγηκε για πάντα, χαρά της Ερινύας. Νάτοι οι νεκροί μου, μάνα κι αδέρφια. Ποια τραγουδίστρια, ποια μοιρολογίστρα, ποια θα μπορέσει να θρηνήσει μαύρο θρήνο για σας να πει. Δάκρυα, δάκρυα ατέλειωτα τρέξτε ώσπου να πνιγώ και να μη βλέπω. Ποια ελληνίδα ή βάρβαρη έπαθε πιο πολλά από μένα; Δάκρυα – για ποιον να ξεριζώσω τα μαλλιά μου; Για σένα, μάνα, που με βύζαξες για σας αδέρφια μου αγαπημένα. Φωτίζατε σαν Ήλιοι τη νιότη μου…

ΚΡΕΩΝ: Τα δάκρυα σταματήστε και τους θρήνους, είναι ώρα την ταφή τους να σκεφτούμε. Στο παλάτι μέσα να τους πάτε. Τούτον εδώ, τον Πολυνείκη, που την πατρίδα του ήρθε να κουρσέψει και να ρίξει στα σκυλιά, ρίξτε τον στα όρνια και στα σκυλιά ώσπου να σαπίσει το κορμί του. Και νόμο θέτω για όλους τους Θηβαίους: όποιος τολμήσει το νεκρό τούτον ν’ αγγίξει, θα πεθάνει! Και συ Αντιγόνη, σύρε στο σπίτι σταμάτα το τριπλό μοιρολόι και πρόσμενε το πένθος να τελειώσει για να φορέσεις πέπλα λευκά του γάμου σου με το γιο μου τον Αίμωνα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Πατέρα, πατέρα, τι πίκρα κι ασήκωτα δεινά μας βρήκαν. Μα πιο πολύ κι απ’ τους νεκρούς, εσένα κλαίω τα βάσανά σου ασύγκριτα είναι και σε ρωτάω, το νέο βασιλιά. Με ποιο δικαίωμα ντροπιάζεις το νεκρό μου, ποιος είσαι εσύ και βάζεις νόμους πάνω σε νεκρούς;
ΚΡΕΩΝ
Γνώμη του Ετεοκλή κι όχι δικιά μου.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Άμυαλη γνώμη κι εσύ που την εδέχθης.
ΚΡΕΩΝ
Πώς; Προσταγές να μην τις εκτελούμε;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ποτέ, αν είναι κακές και άδικες.
ΚΡΕΩΝ
Αν και Θηβαίος, τη Θήβα ήρθε να χτυπήσει.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Όμως η Μοίρα τον τιμώρησε.
ΚΡΕΩΝ
Λοιπόν να ξέρεις, άταφος θα μείνει.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Θα τόνε θάψω εγώ, αυτό να ξέρεις.
ΚΡΕΩΝ
Και τότε σένα στο πλάι του θα θάψω.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τιμή μου να ’μαι δίπλα στους δικούς μου.
ΚΡΕΩΝ
Πιάστε την! Και στο σπίτι να την πάτε.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Όχι, τον σκοτωμένο δεν θ’ αφήσω. Περιφρονείς το νόμο του Θεού. Ένας ο νόμος: τους νεκρούς δεν πρέπει να ντροπιάζουν. Χώμα απαλό κανείς δε θα σου ρίξει. Στη μάνα μου την Ιοκάστη σε ικετεύω.
ΚΡΕΩΝ
Μοχθείς του κάκου.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τότε άφησέ με να τον λούσω…
ΚΡΕΩΝ
Κι αυτό η πόλη δεν τ’ αφήνει.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
…να πλύνω τις λαβωματιές του…
ΚΡΕΩΝ
Ποτέ!
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
…στο στόμα τον αδελφό μου να φιλήσω.
ΚΡΕΩΝ
Κακό στο γάμο σου θα φέρει ο θρήνος.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Το γιο σου ζωντανή θαρρείς πως θα τον πάρω; Το σιδερένιο ξίφος μάρτυράς μου: θα φύγω με τον αδελφό μου.

Σκηνή 4
(Το σκηνικό της Πρώτης Σκηνής, έξω από τα τείχη. Ημίφως. Ξημερώνει. Μέσα από το σκοτάδι, καθώς προχωρεί η μουσική της Εισαγωγής, διακρίνεται το νεκρό σώμα του Πολυνείκη. Θα το έβλεπα δεμένο-σταυρωμένο χιαστί επάνω σε μια διχάλα, όχι κάθετα αλλά πλαγιαστά, σε οξεία γωνία. Απόλυτη ερημιά. Μπαίνει με προφύλαξη η Αντιγόνη. Αρχίζει να πλένει και να θρηνεί το νεκρό. Ξαφνικά εμφανίζεται ο Κρέων.)

ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

ΚΡΕΩΝ
Πώς τόλμησες να παραβείς το νόμο;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ:  Ποιο νόμο; Τον δικό σου; Δεν σκέφτηκες ποτές πώς οι δικές σου διαταγές μπορεί να γίνουν νόμος ισχυρότερος απ’ το νόμο των θεών. Εσύ, θνητός, περιφρονείς των αθανάτων τους άγραφους νόμους. Δεν είναι τωρινοί, απ’ τα βάθη των αιώνων έρχονται και στους αιώνες πάνε. Μη θέλεις λοιπόν να βλαστημήσω τους θεούς μόνο και μόνο από φόβο των ανθρώπων. Πως θα πεθάνω το ’ξερα. Αυτός ο θάνατος θα ’ναι για με χαρά. Όχι, δε με φοβίζει αυτός ο θάνατός μου αφού το χρέος μου ξεπλήρωσα θαρρώ. Τον αδελφό μου δεν αφήνω ντροπιασμένο, όπως ορίζουν οι θεοί που κυβερνούν έλουσα με τα ίδια μου τα χέρια περιφρονώντας τις δικές σου εντολές. Έτσι ελεύθερη, γεμάτη περηφάνια το σκαλοπάτι της ζωής μου θα διαβώ τις ιερές σκιές των πεθαμένων αγαπημένα πρόσωπα θα βρω. Μάνα γλυκιά, το φως του ήλιου βλέπω στερνή φορά κοντά σας για να ρθω. Αν το κεφάλι έσκυβα στο φόβο κι η δύναμή μου ήταν λιγοστή, δυστυχισμένη θα ‘μουν μες στο χρόνο θα πέθαινα την κάθε μια στιγμή.

ΧΟΡΙΚΟ (ΜΙΚΤΟ)
Περήφανη σαν τον πατέρα της κι αυτή δεν ξέρει μπρος στον δυνατό να γονατίζει.
ΚΡΕΩΝ
Μάθε πως τ’ αγύριστα κεφάλια συντρίβονται όπως το σίδερο που σπάει και ραγίζει. Το ’ξερε πως αυτά που κάνει ήταν πράξεις τρελές κι όμως το ’κανε και τώρα καμαρώνει και γελά με τα καμώματά της. Δεν θα ’μαι άντρας, άντρας θα’ ναι αυτή αν την αφήσω ατιμώρητα να κλωτσάει την ισχύ μου.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Μ’ έπιασες. Σκότωσέ με. Τι άλλο;
ΚΡΕΩΝ
Εγώ τίποτα. Σ’ έχω στο χέρι.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Γιατί λοιπόν αργείς; Περιφρονώ τα λόγια σου. Δόξα καλύτερη δεν θα ’βρισκα άλλη απ’ αυτή. Τούτοι εδώ στο βάθος συμφωνούν όμως ο φόβος τούς λυγίζει. Η τυραννία κοντά στα άλλα κάνει ό,τι θέλει και ό,τι θέλει λέει.
ΚΡΕΩΝ
Στη Θήβα μόνο εσύ τα βλέπεις έτσι.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τα βλέπουνε κι αυτοί, όμως φοβούνται.
ΚΡΕΩΝ
Δεν ντρέπεσαι που πας ενάντιά τους;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Δεν είν’ ντροπή να σέβομαι το σπλάχνο της μητέρας μου.
ΚΡΕΩΝ
Κι ο Ετεοκλής δεν είναι σπλάχνο δικό της;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Αίμα μου κι αυτός.
ΚΡΕΩΝ
Και πώς τιμάς αυτόν που ντρόπιασε τον άλλον;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ζω για ν’ αγαπώ και ν’ αγαπιέμαι κι όχι να μισώ.
ΚΡΕΩΝ
Τράβα λοιπόν στον κάτω κόσμο, αφού το θες. Όσο εγώ θα ζω, γυναίκα δεν πρόκειται να διαφεντέψει.

(Οι φρουροί τρέχουν απότομα προς την Αντιγόνη, που έως αυτή τη στιγμή μένει ακίνητη. Την πιάνουν και την τραβούν βίαια προς τα έξω. Μπαίνει τρέχοντας ο Αίμων.)

ΚΡΕΩΝ
Παιδί μου, έμαθες μήπως πως τιμώρησα με θάνατο την Αντιγόνη κι έφτασες χολωμένος ή μήπως συμφωνείς και μ’ αγαπάς ακόμα;
ΑΙΜΩΝ
Είμαι δικός σου, πατέρα, τις συμβουλές σου πάντα άκουγα. Μπροστά τους ο γάμος τι βάρος να ‘χει;
ΚΡΕΩΝ
Μπράβο, παιδί μου, μπροστά στην πατρική τη γνώμη, τίποτα δε στέκει. Ευλογία τα πειθαρχικά παιδιά για να χτυπάνε τον εχθρό με λύσσα και να τιμούνε το γονιό τους. Μη χάσεις το μυαλό για τον πόθο μιας γυναίκας, γιε μου, τ’ αγκάλιασμά της παγωμένο θα ‘ναι σα σου βγει κακιά. Φτύσε την, γιε μου, σαν κατάρα κι άσ’ την να πάει να βρει γαμπρό στον Άδη. Εγώ την έπιασα να παραβαίνει το νόμο και στο λαό μπροστά δε δύναμαι να γίνω ψεύτης. Θα τη σκοτώσω.
ΑΙΜΩΝ
Πατέρα, ο νους είναι το πιο μεγάλο δώρο των θεών. Μιλάς σταράτα και σωστά, όμως είσαι ψηλά και δεν βλέπεις. Ο πολίτης φοβάται το βλέμμα σου, όμως εγώ μπορώ στα σκοτεινά ν’ ακούω και σου λέω, η πόλη θρηνεί την Αντιγόνη. Πράξη ωραία και ιερή έκανε να τιμήσει το νεκρό και τώρα άτιμα σβήνει. Δεν θα ‘πρεπε γι’ αυτό να τιμηθεί λαμπρά; Γι’ αυτό δώσε τόπο στην οργή κι άλλαξε γνώμη.
ΧΟΡΟΣ
Βασιλιά, αν μιλάω σωστά, άκουσέ τον προσεχτικά.
ΚΡΕΩΝ
Ένα παιδαρέλι θα ’ρθεί τώρα να μας μάθει στα γηρατειά;
ΑΙΜΩΝ
Για το δίκιο μιλάω κι αν είμαι νέος, τα έργα να μετράς κι όχι τα χρόνια.
ΚΡΕΩΝ
Έργο το λες να σέβεσαι τους ταραξίες;
ΑΙΜΩΝ
Της Θήβας ο λαός ομόφωνα τ’ αρνιέται.
ΚΡΕΩΝ
Η πόλη θα μου πει τι πρέπει εγώ να πράξω;
ΑΙΜΩΝ
Βλέπεις λοιπόν που μίλησες σαν παιδαρέλι;
ΚΡΕΩΝ
Με άλλον μαζί ή μόνος μου θα κυβερνώ την πόλη;
ΑΙΜΩΝ
Πόλη καμιά δεν είναι ενός ανθρώπου.
ΚΡΕΩΝ
Δεν ανήκει στον Άρχοντα;
ΑΙΜΩΝ
Όμορφα θα βασίλευες στην ερημιά.
ΚΡΕΩΝ
Αυτός, θαρρώ, με τη γυναίκα συμμαχεί.
ΑΙΜΩΝ
Αν είσαι συ γυναίκα… για σένα γνοιάζομαι. Λάθος κι άδικο έχεις.
ΚΡΕΩΝ
Ξεδιάντροπε! Λάθος να φέρομαι σαν βασιλιάς;
ΑΙΜΩΝ
Λάθος να κλωτσάς το νόμο των θεών.
ΚΡΕΩΝ
Σίχαμα! Σ’ έχει σκλαβώσει μια γυναίκα.
ΑΙΜΩΝ
Μ’ έχει σκλαβώσει η ντροπή.
ΚΡΕΩΝ
Δεν θα την πάρεις ζωντανή.
ΑΙΜΩΝ
Νεκρή; Νεκρός κι εγώ μαζί της.
ΚΡΕΩΝ
Φέρτε τη σιχαμένη και βάλτε την πλάι του. Μπροστά στα μάτια του να δει το θάνατό της.
ΑΙΜΩΝ
Ποτέ! Αυτό δε θα το δεις ποτέ! Κι ούτε ξανά την όψη μου θα δεις.

(Μένει λίγο ακίνητος. Ξαφνικά απότομα βγαίνει τρέχοντας.)

ΧΟΡΟΣ
Έφυγε, αφέντη, το παιδί όλο χολή και βιάση, θολώνει ο πόνος το μυαλό σαν είσαι νέος.
ΚΡΕΩΝ
Ό,τι κι αν κάνει, η απόφασή μου δεν αλλάζει.
ΧΟΡΟΣ
Θάνατος λοιπόν δεν βγαίνει απ’ το μυαλό σου.
ΚΡΕΩΝ
Σε πέτρινη βαθιά σπηλιά θα τήνε κλείσω ζωντανή-νεκρή κι αφού τον Άδη ξέρει να τιμά καθώς τιμά τους πεθαμένους, στον Άδη ας πάει κι αν βάλει γνώση, θα ‘ναι αργά γι’ αυτήν αφού ο θάνατος την περιμένει.

(Αποσύρεται με το κεφάλι σκυμμένο.)

ΧΟΡΟΣ
Έρωτα μάχαν ανίκατε
έρωτα στη μάχη ανίκητε
ορμάς και κατακτάς την πλάση
σε μάγουλα κοριτσιών κοιμάσαι
και σεργιανάς στις θάλασσες
σε σπίτια ερημικά στριφογυρίζεις
κανείς δε σου γλιτώνει κανείς θνητός
μήτε αθάνατος θεός
μπαίνεις μες στα κορμιά και τα τραυματίζεις
Έρωτα ανίκητε μάχαν ανίκατε
το νου θολώνεις
και σε χαμό οδηγείς.

Σκηνή 5 (FINALE)
(Σκοτάδι. Μετά από λίγο, εκτυφλωτική στιγμιαία λάμψη που τυφλώνει το κοινό. Μένει μέσα στο σκοτάδι που επανέρχεται το φάντασμα του Αίμωνα που μόλις διακρίνεται.)
ΑΙΜΩΝ
Έφτασα στον Άδη βιαστικά πριν από σένα, θα σε περιμένω για να ’ρθείς ξανά κοντά μου, τώρα πια δεν θα υπάρχουν εξουσίες φοβερές να μας χωρίσουν, ενωμένοι με του Χάρου τ’ αθάνατα δεσμά στο αιώνιο ταξίδι που ανοίγεται μπροστά μας, αγαπημένη.

(Αχνό, κίτρινο φως στην Αντιγόνη, που κάθεται στο χώμα με την πλάτη στον τοίχο.)

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Έρωτα μάχαν ανίκατε
έρωτα ανίκητε στη μάχη
έρωτα, που όσους κατακτάς, εξουσιάζεις,
(σηκώνεται)
κανείς θνητός δεν σου ξεφεύγει.
(Ο στρογγυλός κύκλος φωτός –με κέντρο την Αντιγόνη- κλείνει βαθμιαία.)
Ήλιε μου και φως αγαπημένο
ζωντανή-νεκρή σας χαιρετώ
τα σκαλιά του Άδη κατεβαίνω
πάω να παντρευτώ το θάνατο
το στερνό μου δρόμο τώρα παίρνω
άκλαυτη, μικρή κι ανύπαντρη
μόνη, δίχως φίλους, δίχως δάκρυα…
ΑΙΜΩΝ
Μόνη, δίχως φίλους, θα σ’ ακολουθώ.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
…στα σκοτάδια μέσα θα χαθώ…
(Ο κύκλος φωτός μόνο στο στήθος και στο πρόσωπο)
Μόνη, δίχως φίλους, δίχως δάκρυα, στα σκοτάδια…
ΑΙΜΩΝ
Μαζί… Μαζί σου κι εγώ.

(ο κύκλος φωτός μόνο στο πρόσωπό της. Μετά σκοτάδι.)
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
…μέσα θα χαθώ.

ΤΕΛΟΣ

ΗΛΕΚΤΡΑ
­­­­­­ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ: 1992 – 1993
ΑΘΗΝΑ & ΒΡΑΧΑΤΙ
Όπερα σε δύο πράξεις
Βασισμένη στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή
Λιμπρέτο: Σπύρος Ευαγγελάτος – Μετάφραση: Κώστας Γεωργουσόπουλος

Μουσική Διεύθυνση
Μίκης Θεοδωράκης

Διανομή
Ηλέκτρα: Galina Dolbonos
Ορέστης: Vladimir Feljaer
Χρυσόθεμις: Emilia Titarenko
Κλυταιμνήστρα: Daria Rybakova
Παιδαγωγός: Peter Migounov
Αίγισθος: Eugeni Witshnewski
Πυλάδης: Sergej Leonwitch

Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία της Αγίας Πετρούπολης

Τα Πρόσωπα
ΗΛΕΚΤΡΑ
ΟΡΕΣΤΗΣ
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
ΠΥΛΑΔΗΣ

Πρώτη πράξη

(CD I)

Παιδαγωγός / Ορέστης / Πυλάδης 9:13
Ηλέκτρα: Καθάριο φως …” 6:47
Ηλέκτρα: Της Περσεφόνης…4:34
Ηλέκτρα: Γέροντες και γυναίκες… 2:30
Ηλέκτρα: Απ’ όλες τις μέρες που φύγαν … 3:48
Χρυσόθεμις: Αδελφή μου, τι φωνές ήρθες πάλι να βάλεις … 4:24
Ηλέκτρα: Τέτοια λοιπόν γυρνάνε στο μυαλό τους…2:57
Χρυσόθεμις: «Λένε πως το γονιό μας είδε σ’ όνειρο…” 3:56
Ηλέκτρα: Καλή μου, ό,τι κρατάς στα χέρια σου …” 9:13
Χρυσόθεμις: Ναι, θα το κάνω… 1:18

(CD II)

Χορός: Αν δεν είμαι μαντεύτρα τρελή…4:04
Κλυταιμνήστρα: Αδέσποτη… 7:41
Κλυταιμνήστρα: Προστάτη Φοίβε … 3:33
Παιδαγωγός: Χαίρε, βασίλισσα… 5:40
Παιδαγωγός: Μετά το πρώτο το κακό… 2:16
Χορός: Τότε λαός πολύς το τίμησε… 4:36
Κλυταιμνήστρα: Θεέ μου, πώς να το πω; 3:43
Ηλέκτρα: Τώρα σπαράζω, Ορέστη για τα πάθη σου… 1:57
Ηλέκτρα: Αλίμονο, η μαύρη… 5:06
Ηλέκτρα: Τα ξέρω… 2:25

Πράξη δεύτερη

(CD III)

Χρυσόθεμις: Χαρά με κυνηγάει! 6:09
Ηλέκτρα: Ό,τι θα σ’ ορμηνέψω… 3:21
Χρυσόθεμις: Πού τάχα να στηρίχτηκες… 2:17
Ηλέκτρα: Αναπάντεχο τίποτα δεν είπες… 1:48
Χορός: Αφού τα φρόνιμα πετούμενα … 4:12
Ορέστης: Καλές γυναίκες … 4:31
Ηλέκτρα: Ω θυμητάρι του πιο αγαπημένου … 7:01
Ορέστης / Ηλέκτρα / Πυλάδης 3:03
Ορέστης / Ηλέκτρα ( Η αναγνώριση ) 6:21
Χορός: Έργο Θεού!… 0:48
Παιδαγωγός: Θεότρελοι και χτυπημένοι στο μυαλό… 2:33
Ηλέκτρα: Ήσουν εδώ και κρύφτηκες … 3:49
Όλοι μαζί: Απόλλων βασιλιά… 3:28
Ηλέκτρα: Καλές μου, όπου να ’ναι τελειώνουν οι άντρες… 3:03
Κλυταιμνήστρα: Αχ, αχ! Σπίτι έρημο από φίλους… 5:19
Αίγισθος: Ω! Δία!… 2:38
Αίγισθος: Σωστά μιλάς … 1:58
Ηλέκτρα: Μη, για το θεό, μην τον αφήσεις… 1:34

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ

Σκηνή 1
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Ορέστη, αγόρι του Αγαμέμνονος, Ορέστη, αξιώθηκες τώρα να δεις αυτό που πάντα κένταγε την όρεξή σου. Τώρα αντικρίζεις τη χρυσή Μυκήνα, απ’ όπου αγκαλιά σε πήρα, σε βάσταξα, σε γλίτωσα, σ’ ανάθρεψα, Ορέστη, τιμωρό των πατρικών αιμάτων.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ακριβέ ψυχοπατέρα, σαν έφτασα στο Πυθικό μαντείο για να μάθω πώς θα εκδικηθώ τους φονιάδες, ο Φοίβος μίλησε: «Χωρίς στρατό, ξαρμάτωτος και μόνος, με δόλο να πράξεις το δίκαιο φόνο». Λοιπόν, εσύ να πας στο σπίτι μέσα, μάθε το καθετί.
ΠΥΛΑΔΗΣ
Δεν θα σ’ αναγνωρίσουν κι ούτε στο νου κακό θα βάλουν, έτσι που άσπρισες με τον καιρό.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μήνυσέ τους πως ο Ορέστης πέθανε από γραφτό της τύχης, κυλισμένος απ’ τ’ άρμα στους Πυθικούς αγώνες. Εμείς τον τάφο του πατέρα θα στολίσουμε, κατά την τάξη, με ωραία κομμένα μαλλιά και με χοές.
ΠΥΛΑΔΗΣ
Ύστερα θα γυρίσουμε ξανά κρατώντας στάμνα χάλκινη στα χέρια, που θα ξέρεις στα θάμνα πως την κρύψαμε.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Να φέρουμε με λόγια πλανερά σ’ αυτούς γλυκό μαντάτο πως το κορμί μου έρεψε, το ’φαγε η φλόγα και χώνεψε στη θράκα. Μόνο στα λόγια νεκρός και ζωντανός στα έργα τη δόξα θα κερδίσω. Κι έτσι καυχιέμαι ζωντανός πως θα βγω, σαν άστρο στους εχθρούς να λάμψω.
ΟΡΕΣΤΗΣ – ΠΥΛΑΔΗΣ – ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Του πατέρα μου γη και θεοί του τόπου μου (του) καλοδεχτείτε με (τον) σ’ αυτά τα μονοπάτια, κι εσύ, παλάτι πατρικό, έρχομαι (έρχεται) να ξεπλύνω (-νει) τις ντροπές από θεούς σταλμένος. Με καταφρόνια μη με (τον) διώξετε από δω. Μα κληρονόμο πάλι κι άρχοντα μες στο σπίτι μου (του).
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αλίμονό μου η μαύρη!
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Σαν κάποια ψυχοκόρη ν’ άκουσα ν’ αναστενάζει.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Λες να ‘ναι η Ηλέκτρα η άμοιρη;
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Ώρα για δράση, εγώ στο χρέος κι εσείς
ΟΡΕΣΤΗΣ – ΠΥΛΑΔΗΣ – ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Σπονδές στον τάφο του πατέρα σου (μου) να χύσετε (-σουμε), αυτά θα φέρουν στο σκοπό τη νίκη και το κέρδος.

Σκηνή 2
ΗΛΕΚΤΡΑ
Καθάριο φως κι αγέρα, της γης αδερφέ, πόσες των θρήνων κραυγές, πόσες ακούς βροντερές χτυπιές στέρνων καταματωμένων, κάθε φορά που η ζοφερή νύχτα στερεύει. Και πάντα θα θρηνώ για το δυστυχισμένο τον πατέρα μου, που σε βάρβαρη γη δεν του χάρισε θάνατο ο Άρης, η μάνα μου όμως κι ο εραστής, ο Αίγισθος, με φονικό τσεκούρι το κεφάλι του σκίζουν. Κι άλλος από μένα κανένας δε σε πόνεσε, πατέρα, που τέτοιο φριχτό, πικρό θάνατο βρήκες. Μα ποτέ δε θα πάψω να θρηνώ, να βογκώ γοερά, όσο θα βλέπω των άστρων το φέγγος να τρέμει και όσο της μέρας το φως. Να σκούζω σαν αηδόνα που τα παιδιά της έχασε και στα πατρικά πεζούλια ο λάλος να πηγαινοφέρνει τον αντίλαλο.

Σκηνή 3
ΗΛΕΚΤΡΑ
Της Περσεφόνης και του Χάρου κατοικιά, του Κάτω Κόσμου Ερμή, Αρά-κατάρα, κόρες θεών, Ερινύες σεμνές που βλέπετε τους αδικοχαμένους, [αλλά κι όσους τρυπώνουν σε κρεβάτια ξένα, ελάτε, συντρέχτε, πληρώστε του δικού μου πατέρα το φόνο! Και στείλτε μου τον αδελφό γιατί μόνη μου πια δεν μπορώ, δε βαστάω το βαρύ τ’ αντιζύγι της λύπης]. (δις)
ΧΟΡΟΣ
Κόρη, κόρη κακορίζικης μάνας, Ηλέκτρα, πάντα σου έτσι σ’ αχόρταγο θρήνο θα λιώνεις γιατί η μάνα σου παγίδεψε τον Αγαμέμνονα και τον έριξε σ’ άτιμα χέρια. Να χαθεί όποιος τα ’πραξε, αν ταιριάζει να το ξεστομίζω.

Σκηνή 4
ΗΛΕΚΤΡΑ
Γέροντες και γυναίκες από αρχοντική γενιά, ήρθατε στα βάσανά μου συμπαραστάτες, όμως δε θέλω να πάψω να σπαράζω για τον άμοιρο τον πατέρα μου. Αφήστε με, σας ικετεύω, να παραδέρνω στη μανία μου.
ΧΟΡΟΣ
Ν’ αναστήσεις απ’ τον Άδη δεν μπορείς με φωνές και παρακλήσεις. Σ’ ανώφελο πόνο βουλιάζεις κι απ’ τα δεινά σου λύτρωση καμιά.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αστόχαστος όποιος φριχτά τους φευγάτους γονιούς λησμονεί.
ΧΟΡΟΣ
Όμως υπάρχει το ευλογημένο παλικάρι που η γη των Μυκηναίων η ένδοξη με τον καιρό θα το δεχτεί, όταν θα ’ρθει ξανά. Ο Ορέστης.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αυτός, που ακούραστα προσμένοντας, άτεκνη, άμοιρη κι ανύπαντρη, πορεύομαι τ’ ατελείωτο της μοίρας βάσανό μου. Όμως αυτός, ενώ ποθεί, δεν αξιώθηκε να μου προβάλει.
ΧΟΡΟΣ
Βάστα γερά, κόρη μου, βάστα γερά. Υπάρχει ο μέγας, ο ουράνιος Ζευς που όλα τα βλέπει και τα στεριώνει.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Χωρίς ελπίδα έζησα ως τώρα τη ζωή. Ψυχή να με συντρέξει φιλική καμιά και σα μια τιποτένια ξένη τα πατρικά μου συγυρίζω τα δωμάτια μ’ αυτά τα ρούχα της ντροπής και σ’ ορφανά τραπέζια τριγυρίζω.
ΧΟΡΟΣ
Φριχτή του γυρισμού φωνή, φριχτή στα πατρικά κρεβάτια, όταν ο μπρούντζος του μπαλτά σφηνώθηκε στα στήθια του. Ο δόλος τα σοφίστηκε, ο έρωτας σκοτώνει, τρόμου γενιά φυτεύοντας με τρόμο, είτε θεός είτε θνητός ήταν ο δράστης.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Απ’ όλες τις μέρες που ‘φυγαν, εκείνη η πιο μισητή μου! Νύχτα και δείπνα ανείπωτα και φρίκη, σαν ο πατέρας μου δοκίμασε το θάνατο της ντροπής απ’ τα δικά τους χέρια που τη ζωή μου κούρσεψαν, με πρόδωσαν, με ρήμαξαν, ο μέγας θεός στον Όλυμπο αντίποινα πάθη να πάθουν ας δώσει.
ΧΟΡΟΣ
Στη γειτονιά των δυνατών, καβγάδες μην ανάβεις.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αν ο νεκρός μου χώμα και άλλο τίποτα δεν είναι ο κακορίζικος, κι αν πάλι εκείνοι αίμα για αίμα δεν πληρώσουνε, ντροπή κι ευσέβεια βούλιαξαν στα μάτια των ανθρώπων.
ΧΟΡΟΣ
Μη λες πια τώρα τίποτα. Στη θύρα βλέπω τη Χρυσόθεμη, την αδελφή σου. Κρατάει στα χέρια της χοές που από συνήθειο στους νεκρούς προσφέρουν.

Σκηνή 5
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Αδερφή μου, τι φωνές ήρθες πάλι να βάλεις με κούφιο κι ανώφελο πάθος; Αν είχα θάρρος, θα σ’ το ‘δειχνα τι σκέφτομαι για κείνους. Το δίκιο, όπως εσύ το κρίνεις, είναι. Μ’ αν θέλω λεύτερη να ζω, θα σκύβω πάντα στους αφέντες.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Φοβερό, ενώ είσαι του πατέρα σου παιδί, να το ξεχνάς και τη μάνα σου να γνοιάζεσαι. Όλες οι συμβουλές σου, δικά της δασκαλέματα, ούτε μια λέξη δεν είναι δική σου. Εγώ σκέφτομαι μόνο του πατέρα την εκδίκηση κι ούτε συντρέχεις κι απ’ το στόχο μου με βγάζεις. Δε βάζεις πάνω στην ασέβεια δειλία κιόλας; Συ, κι αν μισείς, μισείς με λόγια μόνο, στην πράξη όμως μόνοιασες με τους φονιάδες. Δε λαχταράω τις τιμές που σου ’χουν τύχει. Και συ δεν θα ‘πρεπε, αν είχες νου. Ενώ μπορούσαν να σε λεν παιδί του πιο τρανού πατέρα, πάρε της μάνας τ’ όνομα, κακή στον κόσμο να φανείς, αφού πατέρα πρόδωσες νεκρό και τους δικούς σου.
ΧΟΡΟΣ
Όχι θυμούς, για το θεό! Έχουν τα λόγια κέρδος και των δυο, αν πάρεις τα δικά της δάσκαλο και τούτη τα δικά σου.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Συνήθισα τα λόγια της, πολίτες, ούτε θα τα θυμόμουν, αν δεν άκουγα πόσο μεγάλο κακό την καρτερεί που θα στομώσει τα πολλά τα κλάματά της. Όλα θα σου τα πω που ξέρω. Αν τους θρήνους δε σώσεις, εκεί θα σε στείλουν που πια του ήλιου το φως δε θα δεις, μα ζωντανή σε χωματένια φυλακή χωστή και μακριά, έξω απ’ τη χώρα, θα ψέλνεις τα δεινά σου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τέτοια λοιπόν γυρνάνε στο μυαλό τους;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Αυτά θα πάθεις όταν γυρίσει ο Αίγισθος.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Να ’ρθει, αν είναι γι’ αυτά, και γρήγορα.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Σαν τι να καταριέσαι, κακορίζικη;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Νά ‘ρθει, αν το ‘βαλε στο νου του να το κάνει.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Πού τρέχει ο νους σου; Σαν τι να πάθεις;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Να φύγω μακριά σας, πολύ μακριά.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Και τούτη τη ζωή την απαρνιέσαι;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Καμάρωσε ζωή! Δεν είναι ωραία;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Μα είναι κακό απ’ την αποκοτιά να σωριαστείς.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Να σωριαστούμε, αν είναι για τον πατέρα μας.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Όπου με στείλαν τότε, να πηγαίνω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Για πού κινάς; Για ποιον τα πρόσφορα;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Με στέλνει η μάνα στον τάφο του πατέρα για σπονδές.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τι λες; Σπονδές στον εχθρό της τον ανήμερο;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Σ’ αυτόν που σκότωσε, τούτο δε θες να πεις;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Φίλος την παρακίνησε; Το κάνει χάρη; Και ποιανού…
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Πήρε τη νύχτα μια τρομάρα, λένε.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ω πατρικοί θεοί, έστω κι αργά, βοηθάτε.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Με την τρομάρα τούτη ξεθαρρεύεις;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αν μου το ‘λεγες σαν τι είδε, θα μιλούσα.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Λένε πως το γονιό μας είδε σ’ όνειρο, όταν εκείνος ντύθηκε στο φως και πρόβαλε μπροστά της. Λένε πως δίπλα στη φωτιά επήρε κι έμπηξε το σκήπτρο που κρατούσε και τώρα το ‘χει ο Αίγισθος και κείνο φούντωσε και πέταξε βλαστάρι που σκέπασε όλη των Μυκηνών τη χώρα, ίσκιος βαρύς.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Καλή μου, ό,τι κρατάς στα χέρια σου, μην τ’ ακουμπάς στον τάφο. Ανόσιο πράμα κι άπρεπο από γυναίκα μισητή να πας χοές και προσφορά στο μνήμα του πατέρα. Σκόρπισέ τα στον άνεμο, σκάψε βαθιά, παράχωσέ τα και στην πλάκα του πατέρα να μη φτάσουνε ποτέ, μα σαν πεθάνει εκείνη, να σώσει να τα χαίρεται στον Κάτω Κόσμο. Σκέψου, το βάζει ο νους σου, πώς θα δεχόταν ο νεκρός στον τάφο του τα πρόσφορά της, αφού τον σκότωσε άτιμα και σαν εχθρό τον έκανε κομμάτια και καθαρίστηκε σφουγγίζοντας το αίμα στα μαλλιά της; Τα πρόσφορα τη λύνουν απ’ το κρίμα; Δε γίνεται. Μ’ άφησε αυτά και κόψε από τις άκρες των μαλλιών πλεξίδες. Δώσε από μένα προσφορά αυτή τη ζώνη μου τη φτηνοδουλεμένη. Πέσε στα γόνατα και ζήτησε ο πατέρας να ‘ρθει βοηθός ενάντια στους εχθρούς. Πιστεύω, ναι, πιστεύω πως να της στείλει φρόντισε ο ίδιος τ’ απαίσια σημάδια των ονείρων. Καλόγνωμος κι ο Ορέστης, ο αδελφός, να ‘χει ζωή με του θεού τη δύναμη να τους ποδοπατήσει. Να με συντρέξεις, αδελφή, σ’ αυτά. Βόηθα και μένανε και σένα και τον αγαπημένο σ’ όλους μας πατέρα που κείτεται στον Άδη.
ΧΟΡΟΣ
Μιλά το σέβας, κι εσύ, καλή μου, αν έχεις νου και φρόνηση, θα κάνεις ό,τι λέει.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Ναι, θα το κάνω. Το δίκιο δεν είναι λογικό να μας χωρίζει εμάς τις δυο, στην πράξη σπρώχνει. Φίλες καλές, για το θεό, κλειστό το στόμα, ώσπου το έργο να τελειώσει. Γιατί, αν μάθει η μάνα τίποτα, θαρρώ πικρή θα λάβω πληρωμή για τέτοια τόλμη.

Σκηνή 6
ΧΟΡΟΣ
Αν δεν είμαι μαντεύτρα τρελή κι αν δεν στερέψανε τα λογικά μου, έρχεται προφήτισσα Δίκη κρατώντας στα χέρια τη δίκαια δύναμη. Μπήκε στη στράτα, παιδί μου, μικρός ο καιρός. Πήρα τα θάρρη μου ακούγοντας γλυκόπνοα νωπά τα όνειρά τους. Δε λησμονεί των Ελλήνων ο άναξ που σ’ έσπειρε, ούτε και το παλιό το δίστομο, το χάλκινο τσεκούρι που της ντροπής τον ξάπλωσε κατάχαμα χτυπώντας. Πολύποδη θα ’ρθει με χέρια μύρια, χαλκόποδη, κρυμμένη σε φριχτές παγάνες, Ερινύα. Για ματωμένους γάμους πεθυμιά αταίριαχτη, τους μπήκε παράνομη, γι’ αυτό κι έχω τα θάρρη μου πως αλάθευτο σιμώνει το σημάδι για χάρη μας καταπάνω στους δράστες και στους συντρόφους τους. Των θνητών τα μαντέματα για χρησμούς και για όνειρα φρίκης ένα τίποτα – το φανέρωμα τούτης της νύχτας αν δεν αληθέψει.

Σκηνή 7
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Αδέσποτη σε πιάνω πάλι να γυρνάς. Είναι φευγάτος ο Αίγισθος που σε κρατούσε πάντα να μην ντροπιάζεις τους δικούς σου στο κατώφλι. Πάντοτε ουρλιάζεις πως είναι τύραννος και κυβερνώ παράνομα και πως περιφρονώ και σε και τα δικά σου. Μοναδικό, παντοτινό σου πρόσχημα, πως ο πατέρας επέθανε από μένα. Από μένα! Το παίρνω πάνω μου και δεν τ’ αρνιέμαι.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Λες τον πατέρα μου πως σκότωσες, γίνεται λόγος πιο ξεδιάντροπος; Είχες δεν είχες δίκιο, άδικα τον σκότωσες.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Το παίρνω πάνω μου και δεν τ’ αρνιέμαι.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αλλά σε πλάνεψε άντρας κακός που τώρα μόνοιασες μαζί του.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Όμως η Δίκη τον σκότωσε κι όχι εγώ.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ρώτα την Άρτεμη την κυνηγήτρα ποιος έφταιγε και στην Αυλίδα κράτησε τον ταξιδιώτη άνεμο. Για το στρατό κλειστός ο δρόμος της Τροίας και της πατρίδας, για τούτο με τη βία, με δισταγμούς πολλούς, στο τέλος την θυσίασε. Κι όχι για το Μενέλαο.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Γιατί ο πατέρας σου, που όλο τον κλαις, ήταν ο μόνος Έλληνας που τόλμησε θυσία να προσφέρει την αδερφή σου μιας κι όταν έσπερνε δεν πόνεσε καθώς εγώ σαν την γεννούσα. Ω! Λοιπόν, κακός κι αστόχαστος ήταν πατέρας. Έτσι θαρρώ κι ας είχες άλλη γνώμη. Θα συμφωνούσε κι η νεκρή αν έπαιρνε φωνή.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Κλειστός ο δρόμος της Τροίας και της πατρίδας, για τούτο τη θυσίασε. Αν πάλι για κείνον το ’καμε θέλοντας να τον σώσει, χρωστούσε να πεθάνει απ’ το χέρι σου; Με ποιο Νόμο; Κοίτα καλά! Βάζοντας τέτοιο νόμο, βάζεις θηλιά κακή στο σβέρκο σου και θα το μετανιώσεις.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Δεν με βαραίνουν όσα έχω καμωμένα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αν είναι να σκοτώνει ο ένας τον άλλον, πρώτη θα πεθάνεις εσύ με τέτοιο νόμο. Μα πες μου, αν αγαπάς, τι σ’ έπιασε να κάνεις του κόσμου τα αισχρά τα πράγματα; Με το φονιά κοιμάσαι, αφού ξεπάστρεψες μαζί του τον πατέρα μου, κάνεις παιδιά, ενώ τα νόμιμα και τα βλογητικά στην εξορία κρατείς. Θες και να σε παινέψω; Ή μήπως πεις πως το κορίτσι σου εκδικιέσαι; Κι ο άλλος μακριά, μόλις που ξέφυγε απ’ τα χέρια σου, ζει μαύρη ζωή ο δύστυχος Ορέστης, που πάντα μου χτυπάς πως τιμωρό πως μεγαλώνω. Αν πέρναγε απ’ το χέρι μου, θα το ’κανα κι αυτό. Εκδίκηση, εκδίκηση για τον πατέρα!
ΧΟΡΟΣ
Βλέπω και βράζει από θυμό, αλλά δε βλέπω να σκοτίζεται αν έχει η Ηλέκτρα δίκιο.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ένα κορίτσι έτσι να ξεφτιλίζει μάνα; Και δε θαρρείς ότι μπορεί αδιάντροπα το καθετί να πράξει;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τα έργα της ντροπής από ντροπές μαθαίνουμε.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Πλάσμα ξεδιάντροπο, αλήθεια, εγώ τα λόγια μου, τα έργα μου, πάρα πολλά σ’ αφήνουμε να λες.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Εγώ τα λέω; Συ τα λες, αφού τα πράττεις.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Μα τη θεά την Άρτεμη, το θράσος τούτο θα πληρώσεις, σα θα γυρίσει ο Αίγισθος.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Βλέπεις που παραφέρεσαι; Μ’ αφήνεις πρώτα να σου πω τι θέλω, ενώ δεν έμαθες ν’ ακούς!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ούτε θ’ αφήσεις τη θυσία μου να κάνω δίχως μιλιά, που σ’ άφησα να πεις ό,τι είχες;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Σ’ αφήνω, εμπρός, θυσίαζε και μην τα βάζεις με το στόμα μου. Κλειστό από δω και πέρα.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Τώρα μπορείς ν’ ακούσεις τα λόγια μου τα σκεπασμένα, προστάτη Φοίβε, σε φίλους δε μιλώ μπροστά κι ούτε στο φως μπορώ όλα να ξεσκεπάσω. Αλλά τα δίστομα των ονείρων φαντάσματα που είδα τη νύχτα, άναξ Απόλλων, αν ήτανε καλό σημάδι, κάνε να βγουν αλήθεια, αν ήτανε κακό, να πέσουν πάνω στους εχθρούς και μην αφήσεις απ’ τα πλούτη μου να με πετάξουν όσοι το μηχανεύονται κρυφά με δόλο…
ΧΟΡΟΣ
Η Κλυταιμνήστρα φοβάται, το όνειρο την τρομάζει.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
…αλλά να ζω ζωή γαληνεμένη πάντα, να κυβερνώ των Ατρειδών τα σπίτια και το στέμμα κι απ’ τα παιδιά μου να ’χω όσα δε με ποτίζουν λύπες και φαρμάκια.
ΧΟΡΟΣ
Η Κλυταιμνήστρα μες στα δίχτυα σε τύλιξε τώρα, η αράχνη. Υπάρχει θεός τιμωρός. Παγίδα σου στήνει φοβερή.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Για τ’ άλλα πια κι αν σωπαίνω εγώ, είσαι θεός και καρτερώ πως θα τα καταλάβεις.

Σκηνή 8
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Χαίρε, βασίλισσα. Καλά μαντάτα φέρνω σε σένα και τον Αίγισθο από δικό σας φίλο.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Λόγος καλοδεχούμενος. Θέλω να μάθω πρώτα ποιος άνθρωπος σε στέλνει.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Ο Φωκίτης ο Φανοτεύς. Σπουδαίο νέο φέρνω.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ποιο, ξένε, πες το. Φίλος σε στέλνει, δεν αμφιβάλλω, καλό θα πεις μαντάτο.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Πέθανε ο Ορέστης.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ώχου μου, σήμερα χάθηκα!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Τι λες; Τι λες, ξένε; Μην την ακούς.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Πως πέθανε ο Ορέστης, είπα και ξαναλέω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Χάθηκα η άμοιρη και τίποτα δεν είμαι.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Κοίταξε τα δικά σου εσύ. Μα πες μου, ξένε, την αλήθεια, πώς εχάθηκε;
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Γι’ αυτό με στείλαν και θα τα πω με τη σειρά. Πήγε κι αυτός στους Δελφικούς Αγώνες για να κερδίσει το στεφάνι. Πώς να σου πω με λόγια λίγα τις νίκες τις πολλές που νίκησε τ’ αγόρι σου, δεν ξέρω. Τούτο μονάχα: σ’ όσους προκήρυξαν αγώνες οι αθλοθέτες πήρε μέρος και βγήκε νικητής. Όταν όμως κάποιος θεός χτυπήσει, τρανός κι αν είσαι, να το ξεφύγεις δεν μπορείς. Την άλλη μέρα, το ξημέρωμα, στους γρήγορους αγώνες των αλόγων, μπήκε στο στίβο με πολλούς αρματοδρόμους. Στάθηκαν όπου τάξαν οι κριτές, μπήκαν στ’ αμάξια και με σκούξιμο της σάλπιγγας ορμήσαν. Βαθιά κεντούσαν τ’ άλογα, ετίναζαν τα γκέμια. Ο δρόμος όλος γέμισε χτύπους αρμάτων βροντερών. Ο κουρνιαχτός σηκώθηκε ψηλά κι όλοι μαζί ανάκατα κι αλύπητα μοιράζανε κεντιές για να περάσουν τους τροχούς των άλλων αμαξιών. Ορθά κρατιόνταν στην αρχή τ’ άρματα όλα. Ύστερα, τ’ ατίθασα πουλάρια του Αινιάνα όταν τελείωναν την έκτη τη στροφή του στίβου, χτυπούν κατάμουτρα στο λιβυκό τ’ αμάξι. Μετά το πρώτο το κακό, σωριάζονταν ο ένας πάνω στον άλλο τσακισμένοι κι ο στίβος όλος της Κρίσας γέμισεν άλογα και ναυάγια. Καλός στο χαλινάρι ο Αθηναίος, τραβάει παράμερα κι ανοίγεται. Ο Ορέστης στερνός οδηγούσε. Βλέπει τον Αθηναίο να ’χει μείνει μοναχός και σφυριχτή καμουτσικιά δίνει στ’ αυτιά των πουλαριών, τον παίρνει στο κατόπι και ζευγάρι τρέχανε πότ’ ο ένας μπροστά και πότε ο άλλος. Απάντεχα τ’ αριστερό το γκέμι στη στροφή λασκάροντας χτυπά στον ακρινό το στύλο, τ’ αξόνι τσάκισε στα δυο. Γλιστράει, πέφτει και μπερδεύεται στα χαλινάρια. Τότε λαός πολύς το θρήνησε το παλικάρι.
ΧΟΡΟΣ
Τότε λαός πολύς το τίμησε το παλικάρι να σέρνεται στη γη, στον ουρανό να δείχνει τα ποδάρια.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Ώσπου μόλις που μπόρεσαν αρματηλάτες να σταματήσουν τ’ άλογα που τρέχαν να τόνε λύσουν, ματωμένο τόσο που φίλος δε θα γνώριζε κανείς το θλιβερό κορμί του.
ΧΟΡΟΣ
Τότε λαός πολύς το τίμησε το παλικάρι να σέρνεται στη γη, στον ουρανό να δείχνει τα ποδάρια.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Τον κάψαν στη φωτιά ευθύς και σε μικρό λαγήνι χάλκινο, το μέγα σώμα, στάχτη φριχτή, το κουβαλούν Φωκίτες διορισμένοι στην πατρική του γη να βρει δυο μέτρα τάφο. Έτσι που λες μ’ αυτά. Και να τα πεις, πονάς. Μα κείνοι που τα ζήσαν και τα ζήσαμε, κακό μεγάλο σαν κι αυτό δεν είδαμε ποτέ μας.
ΧΟΡΟΣ
Φως φανερό, χάθηκε, ξεριζώθηκε όλη η γενιά των παλαιών μας βασιλιάδων.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Θε μου, πώς να το πω; Καλοτυχιά ή συμφορά με κέρδος; Λυπάμαι που σώζω τη ζωή μου με τα δικά μου βάσανα.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Κυρά μου, βαρύθυμη γιατί με τέτοια νέα;
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Τι θάμα η μάνα! Κι αν τυραννιέται απ’ τα παιδιά, δεν τους κρατάει μίσος.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Χαμένος κόπος, φαίνεται, που φτάσαμε.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Χαμένος κόπος; Μπορείς να λες χαμένος, που έφτασες και μου ‘φερες σημάδια πιστευτά πως πέθανεν εκείνος όπου του φύσηξα ζωή, βγήκε από του κόρφου μου τη ζέστα και στοίχειωσε την ξενιτιά; Μόνο για του πατέρα του το φόνο μού έταξε δεινά και μ’ απειλούσε πάντα να τα πράξει. Τώρα όμως, τη μέρα τούτη, γλίτωσα το πλάκωμα του φόβου εκείνου κι αυτηνής, που στάθηκεν αρρώστια του σπιτιού μου. Τώρα, ναι, λέω πως ξέγνοιαστες, δίχως φοβέρες, τις μέρες θα περνάμε.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τώρα σπαράζω, Ορέστη, για τα πάθη σου, που ακόμα και νεκρό σε βρίζει η μάνα σου.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Όμως εκείνος καλά είναι εκεί.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Του πεθαμένου Νέμεση, άκουσέ την!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Τ’ άκουσε τα σωστά κι έβγαλε δίκια κρίση. Πολλά σου αξίζουν, ξένε, που ήρθες, αν έπνιξες για πάντα τη φωνή της.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Αν παν καλά τα πράγματα, εγώ να φεύγω.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ποτέ! Ούτε σε μένα κι ούτε στο φίλο που σ’ έβαλε στο δρόμο δε θα ταίριαζε. Πέρασε μέσα κι άσε την τούτη να βογκά τα μύρια βάσανά της στο κατώφλι.

Σκηνή 9
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αλίμονό μου, η μαύρη, πέθανες και μ’ αφάνισες, Ορέστη μου, καλέ μου. Πήρες το δρόμο σου κι απ’ τα σπλάχνα μου ξερίζωσες όσες ελπίδες φύτρωναν πως θα γυρίσεις ζωντανός και του πατέρα τιμωρός και μένα της ταλαίπωρης. Τώρα είμαι μόνη, δίχως πατέρα, δίχως εσένα. Πρέπει να σκύψω το κεφάλι στους πιο τρανούς εχθρούς μου, στου γονιού μου τους φονιάδες. Άααα! Στα χρόνια που θα ‘ρθουν δε θα πατήσω σπίτι τους, θα πέσω στο κατώφλι τούτο δω, δίχως δικούς σιγά σιγά να λιώσω, κι αν γίνω βάρος για τους μέσα, να με σκοτώσουν, ο θάνατος χαρά, λύπη να ζω, δεν τη διψάω τη ζωή.
ΧΟΡΟΣ
Πού ’ναι λοιπόν του Διός οι κεραυνοί, πού ‘ναι κι ο ήλιος ο λαμπρός, αν τούτα τα βλέπουν κι ατάραχοι όλα τα κρύβουν;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αχ και αχ!
ΧΟΡΟΣ
Μην κλαις, παιδί μου!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ανάθεμα…
ΧΟΡΟΣ
Μην πεις μεγάλο λόγο.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μ’ αφάνισες.
ΧΟΡΟΣ
Μα πώς;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Γι’ αυτούς που παν στον Άδη, ελπίδες αν κρατάς με γκρεμίζεις βαθύτερα.
ΧΟΡΟΣ
Ξέρω τον άνακτα Αμφιάραο, που από γυναίκας χάθηκε δίχτυ χρυσό και τώρα μες στη γη…
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αχ κι αχ!
ΧΟΡΟΣ
…πάμψυχος διαφαντεύει.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αχ!
ΧΟΡΟΣ
Και πάλι αχ! Όμως η φόνισσα…
ΗΛΕΚΤΡΑ
Σφάχτηκε
ΧΟΡΟΣ
Ναι.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τα ξέρω. Μα τιμωρός εκείνου φάνηκε στα πάθη του. Για μένα πια κανένας δεν υπάρχει, αυτός που ήταν, άφαντος εχάθηκε.
ΧΟΡΟΣ
Δύστυχη εσύ, τα δύστυχα κερδίζεις.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ξέρω, ξέρω καλά, σωρός ολοχρονίς σ’ άλλο σωρό οι φοβερές συμφορές μου στοιβάζονται.
ΧΟΡΟΣ
Νιώθω γιατί βογκάς.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μη τότε, μη με τραβάς εκεί που…
ΧΟΡΟΣ
Τι λες;
ΗΛΕΚΤΡΑ
…σωθήκαν οι ελπίδες μου πως θ’ ακουμπούσα σε κλαδί από την ίδια ρίζα.
ΧΟΡΟΣ
Όλοι γραμμένοι του θανάτου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Έτσι; Όπως αυτός ο δύστυχος με τα σημαδεμένα γκέμια τον αντάμωσε στο λεύτερο αγώνα των αρμάτων;
ΧΟΡΟΣ
Παράλογο κακό.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Και πώς δεν είναι, αφού στην ξενιτιά κι από τα χέρια μου μακριά…
ΧΟΡΟΣ
Χαμός!
ΗΛΕΚΤΡΑ
…χάθηκε, τάφο δίχως να δεχθεί τους δικούς μου θρήνους.
ΧΟΡΟΣ
Όλοι γραμμένοι του θανάτου. Ω δύστυχη Ηλέκτρα, να θρηνείς, σου πρέπει να θρηνείς.

ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Σκηνή 10
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Χαρά με κυνηγάει, καλή μου. Χαρά σου φέρνω και ξανάσαμα σε συμφορές αλλοτινές που τόσο θρηνωδούσες.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Για τα δεινά μου που γιατρειά δεν παίρνουν, πού θα βρεις φάρμακο;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Μας ήρθε ο Ορέστης· άκου με καθαρά και πίστεψέ με.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τα ’χεις χαμένα, δύστυχη, και παίζεις με τις δικές σου συμφορές και τις δικές μου;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Μα το σπίτι μας! Κοντά μας είναι εκείνος.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αλιά σου, δόλια! Ποιανού τα λόγια άκουσες κι αψήφιστα γι’ αληθινά τα πήρες;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Εγώ από μόνη μου είδα σημάδια φανερά και πίστεψα. Όταν πήγα στον τάφο του πατέρα, πάνω στην κορφή του βλέπω γάλα χυμένο και νεοράντιστο και γύρω- γύρω λουλούδια πλήθος να ‘ν’ στο μνήμα σα στεφάνι. Και κει ψηλά, στου τύμβου την κορφή, βλέπω ένα βόστρυχο μαλλιών κομμένο πρόσφατα. Τον είδα, η μαύρη, κι ευθύς σφηνώθηκε στο νου γνωστή μορφή, πως βλέπω σημάδι αλάθευτο του πιο αγαπημένου μέσα σ’ όλους, του Ορέστη μας. Θάρρος, καλή μου, θάρρος.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ώρα κουνάω την κεφαλή στο παραλόγισμά σου.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Μα τι; Χαρά δε νιώθεις μ’ όσα λέω;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Δεν ξέρεις πού πατάς και πού βαδίζει ο νους σου.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Πράματα καθαρά που είδα, πώς δεν ξέρω;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Πέθανε, δύστυχη. Μην περιμένεις σωτηρία να φέρει. Σκοτάδι προς τα κει.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Συμφορά μου! Πού τ’ άκουσες; Ποιος σου το ‘πε;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Κάποιος που ήτανε κοντά του σα χανόταν.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Πού ‘ναι τος; Σαστίζω που το σκέφτομαι.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μέσα. Χαρά της μάνας κι όχι λύπη, βέβαια.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Συμφορά μου! Ποιανού λοιπόν οι μύριες προσφορές στον τάφο του πατέρα;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Κάποιος, θαρρώ, θα τα ‘φερε μνημόσυνο του πεθαμένου Ορέστη.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Η δύστυχη! Τρεχάτη και χαρούμενη έφερνα τα μαντάτα, δίχως να ξέρω τι κακό μας βρήκε. Φτάνοντας τώρα, κοντά στην πρώτη, βρίσκω καινούρια συμφορά.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αυτά σε βρήκαν. Αλλά αν μ’ ακούσεις, της τωρινής σου συμφοράς το βάρος θα πετάξεις.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Μήπως ποτέ τους πεθαμένους θ’ αναστήσω;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Δε μίλησα γι’ αυτό, τόσο τρελή δεν είμαι.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Σαν τι αγαπάς και μου περνά απ’ το χέρι;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ό,τι θα σ’ ορμηνέψω να τολμήσεις. Ξέρεις πως παραστάτη δικό μας δεν έχουμε πια. Ο Άδης μάς τους πήρε κι ορφανέψαμε κι έτσι μονάχες μείναμε στον κόσμο. Τώρα που ο Ορέστης δεν υπάρχει πια, γυρνώ σε σένα που του πατέρα τον φονιά, τον Αίγισθο, μαζί μου θα σκοτώσεις. Θα κάθεσαι και θα κοιτάς; Ως πότε; Βλέπεις καμιάν ελπίδα ορθή; Στέκεις και κλαις δίχως να γεύεσαι τα πατρικά σου πλούτη, στέκεις πικρή χρόνια τώρα, γερνώντας δίχως άντρα στο κρεβάτι. Αν στέρξεις τις ορμήνιες μου, πρώτα θα τιμηθείς για την ευσέβειά σου απ’ τον πατέρα το νεκρό κι από τον αδελφό σου στον Κάτω Κόσμο. Κατόπι, λεύτερη πως γεννήθηκες θα γίνει πάλι και γάμο ταιριαστό θα κάνεις. Καλή μου, βόηθα τον πατέρα, σκύψε στον αδελφό, βγάλε με απ’ τα βάσανα, να βγεις κι εσύ που ξέρεις ντροπή πως είναι ζωή ντροπής σ’ ανθρώπους της σειράς μας.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Πού τάχα να στηρίχτηκες κι οπλίστηκες με θράσος και μου ζητάς βοήθεια; Δε βλέπεις, λοιπόν; Γυναίκα είσαι, δεν είσαι άντρας. Το χέρι σου μικρό κι αδύναμο μπρος στων εχθρών τα χέρια. Η τύχη τους φουντώνει με τη μέρα, για μας κυλάει του γκρεμού και πάει. Ποιος θα ‘βαζε στο νου του τέτοιον άντρα να ξεκάνει και θα τη γλίτωνε χωρίς πικρά να κλάψει; Κοίταξε μήπως στα δεινά κι άλλα δεινά φορτώσουμε. Πέφτω στα πόδια σου, προτού μας τάξουν του χαμού, πριν η γενιά μας ορφανέψει, αφού δεν έχεις δύναμη, προσκύνα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αναπάντεχο τίποτα δεν είπες, το ‘ξερα καλά πως θ’ αρνηθείς τα σχέδιά μου. Μόνη μου, με τα χέρια μου, λοιπόν, πρέπει να το τελειώσω, δε θα τ’ αφήσω απλήρωτο. Φύγε, δε βγάζω κέρδος από σένα.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Θα ‘βγαζες, μόνο αν θες να μάθεις.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Το δίκιο σου θ’ ακολουθήσω με το ζόρι;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Σα φρονιμέψεις, πάρε εσύ τα γκέμια.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τι δα; Δε βρίσκεις τούτα δίκια που σου λέω;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Κάνει ζημιά το δίκιο πότε-πότε.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Είναι καιρός που διάλεξα, δεν είναι τώρα.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Φεύγω λοιπόν. Ούτε τα λόγια μου παίρνεις σοβαρά, ούτε κι εγώ τον τρόπο σου παινεύω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Σύρε στο σπίτι, δε θα σε πάρω στο κατόπι. Είναι κουτό να κυνηγάς το τίποτα.

Σκηνή 11
ΧΟΡΟΣ
Αφού τα φρόνιμα πετούμενα τα βλέπουμε στον ουρανό πώς κανακεύουν τους γονιούς που τα γνοιαστήκαν, γιατί, γιατί καθόλου δεν τους μοιάζουμε κι εμείς; Όμως όχι, μα του Διός την αστραπή και την ουράνια τη Θέμη, όπου να ‘ναι θα το νιώσουν στο πετσί τους. Φήμη των ανθρώπων θνητή, τράβα μίλησε εκεί κάτω στους Ατρείδες θλιβερά και τις σκυθρωπές ντροπές μας μήνυσέ τους. Άρρωστα σπίτια κι αμάχη των δυο κοριτσιών δε λένε να δώσουν τα χέρια σ’ αγάπες, δε λένε να σμίξουν. Μα προδομένη στο σάλαγο μέσα η Ηλέκτρα μονάχη πάντα θρηνεί η δόλια και δέρνεται και δε φοβάται θάνατο, τα μάτια να σφαλίσει και δε φοβάται αν τους διπλούς φονιάδες γονατίσει. Γενναίο τόσο φύτρωσε ποτές άλλο βλαστάρι; Κανένας μεγαλόψυχος, παιδί μου, δε θέλει να ντροπιάσει τη γενιά του πεθαίνοντας ανώνυμος. Όπως κι εσύ προτίμησες να φορτωθείς το θρήνο και τα κουρέλια ντύθηκες για να κερδίσεις όνομα διπλό, σοφή και φρόνιμη μεμιάς να γίνεις. Σε θυμήθηκα στη μαύρη σου τη μοίρα, της φύσης τους νόμους να κρατάς και του Διός με φρόνηση να τιμάς το σέβας.

Σκηνή 12
ΟΡΕΣΤΗΣ
Καλές γυναίκες, σωστά μας δασκαλέψανε, καλός, σωστός ο δρόμος που ζητάμε;
ΧΟΡΟΣ
Τι ψάχνεις κι ήρθες και τι θες;
ΠΥΛΑΔΗΣ
Με τις ώρες ρωτώ πού μένει ο Αίγισθος.
ΧΟΡΟΣ
Ήρθες καλά και δε σε πλάνεψαν.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Και ποια από σας θα πήγαινε σους μέσα το χαρωπό μαντάτο πως ήρθαμε κι οι δυο;
ΧΟΡΟΣ
Αυτή, αν πρέπει κοντινός να πει το νέο.
ΠΥΛΑΔΗΣ
Μέσα να πας, γυναίκα, και να πεις ότι τον Αίγισθο ζητούν κάτι Φωκίτες.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αλιά μου, η μαύρη, δε φέρατε σημάδια φανερά για το μαντάτο που έχουμε ακουσμένο;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν ξέρω το μαντάτο σου. Ο Στρόφιος ο γέρος μ’ έστειλε εδώ να πω για τον Ορέστη.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Σαν τι, ξένε; Φόβος μ’ αδράχνει.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μες στο μικρό λαγήνι, αυτό που βλέπεις, απομεινάρια λιγοστά του πεθαμένου φέρνουμε.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Άχου, η άραχλη, φως φανερό, χειροπιαστά τα βάσανά μου βλέπω.
ΧΟΡΟΣ
Άαα, αλιά σου άραχλη.
ΠΥΛΑΔΗΣ
Αν κλαις για τα δεινά του Ορέστη, μάθε: Ετούτο το λαγήνι το σώμα του κρατεί.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ξένε, δώσ’ το, για το θεό, στα χέρια μου. Αν τούτο δω το σάβανό του εγίνη, να κλάψω να χαθώ. Δώσ’ το να τ’ αγκαλιάσω και να κλάψω, να βογκήξω για τη γενιά μου και για μένα, πάνω σ’ αυτή τη στάχτη να πέσω να χαθώ.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δώσ’ το στα χέρια της, όποια και να ‘ναι. Έχθρα δεν έχει που το ζητά, μα φίλος κοντινός ή συγγενής του θα ‘ναι.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ω θυμητάρι του πιο αγαπημένου, απομεινάρι του Ορέστη, με τις ελπίδες που σε προβοδούσα δε σε δέχομαι. Όμορφο σ’ έβγαλα απ’ τα σπίτια μας, παιδί μου. Τώρα μακριά μας και σ’ άλλη γη φευγάτο σε βρήκε το κακό χωρίς την αδελφή σου. Και τα χεράκια μου, της δύστυχης εμένα, μηδέ σε λούσαν μηδέ σε στόλισαν μηδέ κρατήσαν στη φωτιά το καψερό κορμί σου. Αλίμονο, της άμοιρης δεν ήσουνα της μάνας σπλάχνο παρά δικό μου πιο πολύ, εμένα, παραμάνα σου, εμένα αδελφή σου μέρα νύχτα έκραζες. Τώρα σε μιαν ημέρα χαθήκαν τούτα και πέθαναν μαζί σου. Τ’ άρπαξες όλα. Πάει κι ο πατέρας, πέθανα κι εγώ. Πας του χαμού κι εσύ. Γελάν οι εχθροί, χτυπιέται απ’ τη χαρά της η κακομοίρα η μάνα μας, που μου ‘στελνες μηνύματα πολλά πως θα φανερωθείς εκδικητής. Τα ρήμαξε όλα της δυστυχίας ο δαίμονας εμάς τους δυο, που μου ‘φερεν εδώ σκιά και στάχτη ανήμπορη, αντίς τη λατρευτή μορφή σου. Ώχου! Ώχου! Πικρό κορμί, αχ κι αχ, πήρες, αλιά μου, το σκοτεινό το τρίστρατο και μ’ έχασες, ψυχή μου, μ’ έχασες, αδελφούλη μου. Να κατοικώ μαζί σου πάντα κάτω.
ΧΟΡΟΣ
Σε γέννησε θνητός, Ηλέκτρα, σκέψου. Θνητός ο Ορέστης. Μη στενάζεις τόσο. Όλοι χρωστάμε τα πάθη του θανάτου.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Αλιά μου, τι να πω; Αμήχανα λόγια; Δεν αντέχω να κρατήσω τη γλώσσα μου πια.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ποιος πόνος σε κρατεί, τι σ’ εμποδίζει να μιλήσεις;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Εσύ το περιλάλητο πρόσωπο της Ηλέκτρας;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τι με ξετάζεις και στενάζεις, ξένε;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Γιατί δεν ήξερα κανένα απ’ τα δεινά μου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Και τι κατάλαβες απ’ όσα λέμε τώρα;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μες στα πολλά φαρμάκια σου σ’ αντίκρισα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Είδες τα λίγα απ’ τα πολλά τα πάθη μου.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Και τι θα γινότανε να δω κι άλλα χειρότερα;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αφού συντροφεύω φονιάδες.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ποιους και ποιανού; Τι ξεστομίζεις;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Του πατέρα, και τους δουλεύω με τη βία.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Και ποιος σε βάνει στην ανάγκη;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μάνα τη λεν, μάνα δεν είναι όμως.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Κανείς δεν παραστέκεται; Κανείς;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Κανείς. Ήταν αυτός που μου ‘φερες τη στάχτη.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μαύρη, σε βλέπω και λυπάμαι τόσην ώρα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ο μόνος άνθρωπος που με λυπήθηκε ποτέ.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Γιατί είμαι ο μόνος συγγενής που ήρθα να πονέσω τα πάθη σου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Δεν ήρθες βέβαια συγγενής μας από κάπου;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Θα σ’ το ‘λεγα, πιστές αν είναι τούτες δω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Είναι πιστές και μίλα μπιστεμένα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Παράτα το λαγήνι, να τα μάθεις όλα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ξένε, μη μου το κάνεις τούτο, στο θεό σου.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Άκου που σου μιλώ και δε θα πέσεις έξω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μη, σε ξορκίζω, μη μου στερήσεις τ’ άγιο λείψανό μου.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δε σου τ’ αφήνω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Δύστυχη πάλι, Ορέστη μου, για σένα, σα μου στερήσουνε και την ταφή σου.

Σκηνή 13

ΟΡΕΣΤΗΣ
Άλλαξε λόγο. Άδικα τον κλαίς.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Άδικα κλαίω το νεκρό αδελφό μου;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Άπρεπα λόγια λες γι’ αυτόν.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τόσο του πεθαμένου είμαι ανάξια;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ανάξια κανενός εσύ. Για τούτο δω ξενοιάσου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αφού βαστώ του Ορέστη μου το σώμα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν είν’ του Ορέστη. Είναι φτιαχτό, με λόγια.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Και πού έχει τάφο εκείνος ο ταλαίπωρος;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν έχει. Οι ζωντανοί δεν έχουν τάφο.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τι θες να πεις;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ψέματα δε σου λέω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ζει, ζει ο άνθρωπός μου;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Αν είμαι ζωντανός εγώ.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Εσύ είσαι εκείνος;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Κοίτα το δαχτυλίδι του πατέρα μου και πίστεψε πως καθαρά μιλάω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ευλογημένη μέρα!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ευλογημένη.
ΧΟΡΟΣ – ΠΥΛΑΔΗΣ
Ευλογημένη μέρα!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Βλαστάρι, βλαστάρι εσύ μονάκριβου πατέρα, έφτασες πια, μας βρήκες, μας ήρθες, μας είδες.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Έφτασα πια. Σώπαινε τώρα και καρτέρα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τι τρέχει;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Κάλλιο σιωπή, μη μας ακούσουν μέσα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ο κάθε καιρός, για να το πω το δίκιο, μου πρέπει ο κάθε καιρός. Η γλώσσα μου λύθηκε τώρα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Το βλέπω, μα κοίτα λεύτερη να τη φυλάξεις.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Και τι να κάνω;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν είναι καιρός για λόγια τώρα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τώρα που φάνηκες εσύ, ποιος θα μπορούσε ν’ άλλαζε με τη σιγή τα λόγια, τώρα που σ’ είδα απάντεχα κι ανέλπιστα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Με είδες όταν οι θεοί μού δείξανε το δρόμο.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ονόμασες χαρά κι από την πριν τρανότερη. Αν σ’ άνοιξε θεός το δρόμο για το σπίτι, έργο θεού το λογαριάζω.

Σκηνή 14
ΧΟΡΟΣ
Έργο θεού! Έργο θεού!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Άφησε τώρα τα παραπανίσια λόγια, πως είναι η μάνα μας κακή, πως άδειασεν ο Αίγισθος το πατρικό το βιος μας, το χύνει και το σπέρνει πέρα δώθε. Την ώρα τη σωστή θα ‘ταν φραγμός τα λόγια. Ό,τι ταιριάζει σε τούτη τη στιγμή λογάριασε, πού να φανερωθούμε εμείς, πού να κρυφτούμε, για να σφραγίσει ο ερχομός τα γέλια των εχθρών μας. Κοίτα να μη διαβάσει η μάνα μας το πρόσωπό σου που γελά, σαν μπούμε μέσα. Τάχα για το κακό που ψεύτικα μηνύσαμε ν’ αναστενάζεις. Σα βρούμε στόχο, τότε θα ’ρθει καιρός για λεύτερες χαρές και γέλια.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Θεότρελοι και χτυπημένοι στο μυαλό, τι, δεν ψηφάτε τη ζωή σας; Μες στην καρδιά βρισκόσαστε του σίφουνα και δεν το παίρνετε είδηση! Αν δεν στεκόμουν στο κατώφλι να φυλάω, θα ’χανε μπει στο σπίτι πρώτα οι πράξεις σας κι ύστερα τα κορμιά σας. Αφήστε τις πολλές κουβέντες τώρα και μπείτε μέσα. Τέτοιες στιγμές ν’ αργείς, κακό το τέλος φτάνει.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Πώς θα τα βρω σαν έμπω μέσα;
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Καλά. Φόβος να σε γνωρίσουν δεν υπάρχει.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Θα ‘φερες το μαντάτο πως επέθανα.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Με τους νεκρούς σ’ έχουν αυτοί, να ξέρεις.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Και χαίρονται γι’ αυτά; Τι λένε;
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Θα μάθεις, σαν τελειώσουμε. Όλα καλά τώρα γι’ αυτούς και κείνα που δεν είναι.

Σκηνή 15
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ποιος είναι αυτός, καλέ μου, πες μου, για τον Θεό.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν τον γνωρίζεις;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ούτε το βάζει ο νους μου.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Σε τίνος χέρια με παράδωσες, δεν ξέρεις τότε;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Σε τίνος; Τι μου λες;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Εκείνος που όταν πρόλαβες και μ’ έσωσες με πήρε να με κρύψει στην Φωκίδα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αυτός είναι που μέσα στους πολλούς βρήκα μόνο πιστό. Μέρα γλυκιά, μοναδικέ σωτήρα των σπιτιών μας, εσύ είσαι εκείνος που γλίτωσες κι αυτόν και μένα απ’ τα δεινά; Ήσουν εδώ και κρύφτηκες τόσον καιρό και δε μου φανερώθηκες; Με σκότωνες με λόγια και σκέπαζες τα έργα της χαράς; Χαίρε, πατέρα! Πατέρα μου σε βλέπω.
ΧΟΡΟΣ
Σε βλέπω βασιλιά.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Σένα να ξέρεις, σένα πιότερο στον κόσμο…
ΧΟΡΟΣ
Σε βλέπω βασιλιά.
ΗΛΕΚΤΡΑ
…σε μίσησα κι αγάπησα την ίδια μέρα.
ΧΟΡΟΣ
Χαίρε, πατέρα. Πατέρα μου σε βλέπω, σε βλέπω βασιλιά.

Σκηνή 16
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Φτάνει, θαρρώ, κι όσα μεσολαβήσανε, νύχτες πολλές φέρνοντας μέρες άλλες θα σου τα φανερώνουν, Ηλέκτρα, καθαρά. Σε σας που στέκεστε, σας λέω πως ήρθε της δράσης η ώρα. Η Κλυταιμνήστρα μόνη, άντρας κανείς. Αν χάσετε καιρό, θα ‘χετε να παλέψετε, σκεφτείτε, με τούτους και μ’ άλλους πιο πανούργους και περσότερους.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δουλειά μας δεν είναι τα λόγια τα πολλά. Πυλάδη, μέσα γρήγορα. Μα πρώτα να προσπέσουμε στ’ αγάλματα των πατρικών θεών που στο κατώφλι στέκουν.

Σκηνή 17
ΗΛ – ΠΥΛ – ΟΡ – ΠΑΙΔ – ΧΟΡΟΣ
Απόλλων, βασιλιά, σπλαχνίσου κι άκουσέ τους και με μαζί μ’ αυτούς, που απλόχερα σου πρόσφερα πολλά κι από τα λίγα που είχα. Τώρα, Λύκειε Απόλλων, με όσα έχω προσπέφτω, σου ζητώ και σ’ ικετεύω, βόηθα την πρόθεσή μας πρόθυμα και δείξε στους ανθρώπους με τι ποινές πληρώνουν οι θεοί τους παραβάτες.

Σκηνή 18
ΧΟΡΟΣ
Για δέστε πώς θερίζει αίμα ξερνώντας ακατάβλητο ο Άρης. Πατούνε πια τα δώματα οι Ερινύες και πήραν το κατόπιν τους κακούργους τ’ αλάθευτα σκυλιά, ώστε για πολύ δεν καρτερεί κρεμασμένο στο κατώφλι τ’ όνειρό μου. Με δόλο διαβαίνει τη θύρα των νεκρών, τιμωρός ίσια μέσα στα πατρικά της κλήρας του πεζούλια, τροχισμένο κρατώντας στο χέρι σπαθί. Κι ο Ερμής, γιος της Μαίας, με σκοτάδι τυλίγει το δόλο, στο τέρμα τον σπρώχνει και δεν καρτερεί.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Καλές μου, όπου να ’ναι τελειώνουν οι άντρες. Σώπα και περίμενε.
ΧΟΡΟΣ (ΓΥΝ)
Μα πώς; Τι κάνουν τώρα;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Εκείνη για ταφή στολίζει το λαγήνι κι αυτοί στέκουν κοντά.
ΧΟΡΟΣ
Κι εσύ, τι βγήκες έξω;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Φυλάω καρτέρι, μήπως ο Αίγισθος ξεφύγει κι έρθει μέσα.

Σκηνή 19
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Αχ, αχ! Σπίτι έρημο από φίλους και γεμάτο φονιάδες!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Φωνάζει κάποιος μέσα, δεν ακούτε, φίλες;
ΧΟΡΟΣ
Άκουσα, να μην άκουγα κι έφριξα η μαύρη.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ωχ, τι με βρήκε. Πού είσαι, Αίγισθε;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Άκου, πάλι φωνές.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Παιδί μου, παιδί μου, λυπήσου τη μάνα σου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Εσύ δεν τον λυπήθηκες ούτε και τον πατέρα που τον γέννησε.
ΧΟΡΟΣ
Πόλη και μαύρη γενιά, μέρα κι αυτή, μοίρα κι αυτή που λιώνει, που σε λιώνει.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ωχ! Με χτύπησε!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Άαααα! Χτύπα, αν μπορείς, ξανά!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ωχ, ωχ, ξανά!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Άμποτε και στον Αίγισθο!

Σκηνή 20
ΧΟΡΟΣ
Οι κατάρες πληρώνονται, οι νεκροί ζωντανεύουν, των φονιάδων το αίμα ποτάμι οι νεκροί το πληρώνονται. (Βγαίνουν Πυλάδης – Ορέστης) Να τοι που βγαίνουν˙ κόκκινα χέρια που αίματα στάζουν και δεν μπορώ τ’ άδικο να τους ρίξω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Όρέστη;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μες στο σπίτι καλά, αν κι ο Απόλλων πρόσταξε καλά.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Πέθανε η μαύρη;
ΧΟΡΟΣ
Πέθανε η μαύρη;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μη φοβάσαι πια το θράσος πως θα σ’ ατιμάζει της μητέρας.
ΧΟΡΟΣ
Σταμάτα, βλέπω τον Αίγισθο.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Είναι κοντά;
ΧΟΡΟΣ
Κρυφτείτε στο παράπορτο και γρήγορα. Καλά τα καταφέρατε και δευτερώστε.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Θάρρος. Τελειώνουμε.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Βάλε μπροστά και βιάσου.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Πηγαίνω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ξενοιάσου για τα εδώ. Εγώ θα τ’ αναλάβω.
ΧΟΡΟΣ
Λίγα λόγια να πεις, μαλάκωσέ τον, συμφέρει ώσπου να πέσει ανύποπτος στη δίκια κρίση.

Σκηνή 21
(Είσοδος Αίγισθου. Ο Ορέστης και ο Πυλάδης ξαναμπαίνουν στο παλάτι.)

ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Ποιος από σας έμαθε πού ’ναι οι Φωκίτες ξένοι που, καθώς άκουσα, μαντάτο φέρανε για τον Ορέστη, πως με τ’ αμάξι του γκρεμοτσακίστηκε στο στίβο; Σένα, σένα ρωτώ, ναι, σένα, που ως χτες είχες αποκοτιά. Σένα σε μέλλει πιο πολύ, θαρρώ, και πιο πολλά να πεις θα ξέρεις.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Και βέβαια ξέρω! Αλλιώς έξω απ’ τη μοίρα θα ’μουνα του πιο αγαπημένου.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Και πού ‘ναι οι ξένοι; Μίλησε!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μέσα. Βρήκαν φιλόξενη κυρά.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Αλήθεια λεν πως πέθανε;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Όχι με λόγια μόνο, φέραν σημάδια.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Τον φέρανε για να βεβαιωθούμε;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τον φέραν. Να τον δεις και να φρίξεις.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Μ’ έκαμες να χαρώ πολύ, δε μ’ είχες συνηθίσει.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Να χαίρεσαι, αν είναι να χαρείς μ’ αυτά.

Σκηνή 22
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Σιωπή προστάζω και ν’ ανοίξουν οι πύλες στους Μυκηναίους και στους Αργίτες όλους να δουν, κι αν κάποιος πριν κεφάλι σήκωνε γι’ αυτόν μ’ ελπίδες κούφιες, βλέποντας το νεκρό, τα γκέμια μου να δέχεται, μη μ’ εύρει τιμωρό και φρονιμέψει με το ζόρι.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μπήκα στο νόημα κι εγώ. Φρονίμεψα με τον καιρό, με τα νερά των δυνατών πηγαίνω.

(Βγαίνουν ο Ορέστης και ο Πυλάδης. Ο πρώτος κρατά το σώμα της Κλυταιμνήστρας σκεπασμένο.)

ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Ω Δία! Ετούτο που θωρώ, δίχως το φθόνο σου δεν ήρθε. Αν προκαλώ τη Νέμεση, βουβαίνομαι. Σηκώστε από το πρόσωπο το κάλυμμα να πω κι εγώ το θρήνο μου στο συγγενή μου.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Κράτησ’ το μοναχός. Όχι δικό μου, δικό σου χρέος να τον δεις και φιλικά να του μιλήσεις.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Σωστά μιλάς, θ’ ακούσω. Εσύ (προς την Ηλέκτρα) στο σπίτι αν είναι η Κλυταιμνήστρα, φώναξέ την!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Εδώ ‘ναι, πλάι σου κι αλλού μην ψάχνεις.

Σκηνή 23
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Άαααα! Τι βλέπω!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τη φοβάσαι; Δεν την ξέρεις;
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Ο δύστυχος, μέσα σε ποιες παγίδες έπεσα και σε ποιανού;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν το ‘νιωσες λοιπόν ότι μιλάς με ζωντανούς που πήρες πεθαμένους;
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Τώρα κατάλαβα τι λες. Δε γίνεται να ‘ναι άλλος αυτός που μου μιλά απ’ τον Ορέστη.
ΠΥΛΑΔΗΣ
Μάντης αλάθευτος και τόσην ώρα λάθευες;
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Ο μαύρος, χάθηκε. Μ’ άσε να πω δυο λόγια μόνο.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μη, για το θεό, μην τον αφήσεις να μιλά, καλέ μου, χρόνο κερδίζει. Σκότωσ’ τον γρήγορα. Το πτώμα ρίχ’ το στα όρνια, τους νεκροθάφτες που του πρέπουν, να μην το δούμε πια. Μονάχα τούτο θα με λύτρωνε απ’ τα παλιά δεινά μου.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Προχώρα μέσα γρήγορα, δεν είναι καιρός για λόγια τώρα, για την ψυχή σου πολεμάς.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Γιατί με πας στο σπίτι;
ΧΟΡΟΣ
Για την ψυχή σου πολεμάς.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Σαν είναι η πράξη σου καλή, γιατί σκοτάδι θες κι εδώ δε με ξεκάνεις;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Σταμάτα να προστάζεις, τράβα για κει…
ΧΟΡΟΣ
Με την ίδια πληρωμή…
ΟΡΕΣΤΗΣ
…που τον πατέρα μου έσφαξες, να πεθάνεις στον ίδιο τον τόπο.
ΧΟΡΟΣ
Σπορά του Ατρέα, πολλά σου τα πάθη, λυτρώθηκες τώρα με νέαν ορμή και λεύτερη πήρες στράτα.

ΤΕΛΟΣ

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ

 Με τη σύνθεση μουσικής για το αρχαίο δράμα ασχολούμαι από το 1960, τότε που έγραψα τη μουσική για τις ΦΟΙΝΙΣΣΕΣ του Ευρυπίδη. Έκτοτε το όνειρό μου ήταν να μελοποιήσω όχι μόνο τα χωρικά, όπως συνηθίζεται, αλλά μια ολόκληρη τραγωδία. Κάτι τέτοιο δεν γινόταν μήπως και την αρχαία εποχή; Έπρεπε όμως γι’ αυτό το μέγα εγχείρημα να δοκιμάσω πρώτα τα όπλα μου.

                Έτσι, πριν πέντε χρόνια αποφάσισα να συνθέσω την πρώτη μου όπερα σε σενάριο δικό μου. Πρόκειται για τον ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ ή ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ που βασίζεται στην ζωή, την ποίηση και τον τραγικό θάνατο του ομώνυμου μεγάλου Έλληνα ποιητή (1896-1929).

                Αργότερα, η Διεύθυνση της Όπερας της Βερόνα (στα 1987) μου παράγγειλε να συνθέσω ένα συμφωνικό μπαλέτο επάνω σε θέματα τραγουδιών μου και του ΖΟΡΜΠΑ, που παρουσιάστηκε στη σκηνή της Arena di Verona στα 1988 και 1990. Την πρώτη φορά, το 1988, στο πρόγραμμα –εκτός από το μπαλέτο μου- υπήρχε η Αΐντα του Βέρντι και η Τουραντό του Πουτσίνι.

                Αναθρεμμένος μουσικά με τη συμφωνική μουσική, είχα περιθωριοποιήσει μέσα μου τη γοητεία και τη δύναμη της όπερας. Αισθανόμενος τύψεις γι’ αυτό, έστω και αργά, μετά την πρεμιέρα του ΖΟΡΜΠΑ δήλωσα ότι από δω και στο εξής θα ασχοληθώ αποκλειστικά με το είδος αυτό συνθέτοντας μια ΜΗΔΕΙΑ προς τιμή του Βέρντι, μια ΗΛΕΚΤΡΑ προς τιμή του Πουτσίνι και μια ΕΚΑΒΗ προς τιμή του Μπελίνι.

                Δούλεψα επί δύο χρόνια εντατικά, αποκλειστικά. Μετέφρασα το κείμενο του Ευριπίδη στα νέα ελληνικά κάνοντας ελάχιστες αλλαγές. Εισήγαγα πλάι στον γυναικείο χορό και τον ανδρικό με τη μορφή ακολούθων, στρατιωτών, πολιτών, κ.α. για να έχω στη διάθεση μου μια τετράφωνη μικτή χορωδία. Από κει και πέρα προσπάθησα να εξαντλήσω όση μελωδική φλέβα διαθέτω στην προσπάθεια μου να παρακολουθήσω τον Ευρυπίδη στους λαβύρινθους αυτής της πρωτοφανούς ανάλυσης που κάνει στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Άλλωστε, αυτό ήταν και το βασικό στοιχείο που με οδήγησε στην επιλογή της ΜΗΔΕΙΑΣ.

                Για τον συνθέτη, όπως και για τον συγγραφέα, δε νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει πιο συγκλονιστική ‘επιχείρηση’ από το να παρακολουθήσει τις άπειρες διακυμάνσεις της ανθρώπινης προσωπικότητας, τη στιγμή ακριβώς που ο άνθρωπος βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με τη Μοίρα του… Η βάρβαρη, η ξεριζωμένη, η παθιασμένη από τον έρωτα και ντροπιασμένη από τον άντρα της, η μάνα που λατρεύει τα παιδιά της και που δεν δέχεται τη ατίμωση της εξορίας, η γυναίκα που οδηγείται στην κορύφωση του πάθους και σκοτώνει τα ίδια της τα σπλάχνα, είναι ίσως κάτι παραπάνω από την τραγωδία ενός προσώπου… Μήπως ο Ευρυπίδης ήθελε μ’ αυτό να ‘μαστιγώσει’ τους ‘πολιτισμένους’ συμπατριώτες του Αθηναίους, καθώς έμπαιναν στον τελικό κατήφορο της παρακμής;

                Είμαι ευτυχής γιατί ένα έργο με αυτές τις μουσικές και σκηνικές διαστάσεις έχει την τύχη να παρουσιάζεται με αγάπη. Οι βασικοί συντελεστές και πρωταγωνιστές το αγάπησαν βάζοντας απ’ τη πρώτη στιγμή όλη τους την ψυχή, με πρώτη τη Μήδεια-Κατερίνα Οικονόμου, που φορτώνεται ένα τεράστιο ερμηνευτικό βάρος, καθώς όχι μόνο τραγουδάει, όχι μόνο ερμηνεύει μουσικά αλλά –ίσως πιο σπουδαίο- θα πρέπει να ταυτιστεί με την μοίρα της πιο άτυχης, της πιο τραγικής και δυστυχισμένης γυναίκας που έζησε ποτέ στη γη. Χωρίς να ξεχνά και την πικρή της περηφάνεια…

                Την ίδια αγάπη βρήκα και στους δύο βασικούς συντελεστές για το ανέβασμα της όπερας μου: τον Σπύρο Ευαγγελάτο, τον εμπνευσμένο σκηνοθέτη, και τον Λουκά Καρυτινό, ιδανικό ερμηνευτή της συμφωνικής μου μουσικής.

                Όλες και όλους τους ευχαριστώ από τα βάθη της ψυχής μου.

                (Μίκης Θεοδωράκης, κείμενο από το πρόγραμμα της παρουσίασης της όπερας στο Ηρώδειο, 6 & 8 Ιουλίου 1993.)

 

ΜΗΔΕΙΑ

                                                                                                                               

Όπερα σε δύο πράξεις

βασισμένη στην ομώνυμη τραγωδία του Ευρυπίδη.

Μετάφραση, προσθήκες, προσαρμογή για όπερα

Μίκης Θεοδωράκης

Μεταφορά: Χριστίνα Δασκούλια

 

Τα Πρόσωπα

                                                                             

ΜΗΔΕΙΑ

ΙΑΣΩΝ

ΑΙΓΕΥΣ

ΚΡΕΩΝ

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

ΤΡΟΦΟΣ

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

ΚΟΡΥΦΑΙΑ

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΜΗΔΕΙΑΣ

 

 

 

 

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ

 

 

Σκηνή 1

(Σκοτάδι. Η τροφός και ο γυναικείο χορός παίρνουν θέση μπροστά στο σκηνικό. Το φώς τις φωτίζει απότομα με το τέλος της μουσικής.)

 

ΤΡΟΦΟΣ

Μακάρι η Αργώ να μη διάβαινε τις μαύρες Συμπληγάδες       τραβώντας κατά την Κολχίδα. Μακάρι να μην πέφτανε τα πεύκα στις πλαγιές του Πηλίου, χτυπημένα από το τσεκούρι. Μήτε να βρίσκονταν χέρια να πιάσουν τα κουπιά, για να οδηγήσουν το πλοίο για χάρη του Πελία στην Κολχίδα με το χρυσόμαλλο το δέρας. Τότε και η κυρά μου η Μήδεια δε θα ‘φτανε στο κάστρο της Ιωλκού, ερωτοχτυπημένη για τον Ιάσονα. Μετά έπεισε τις κόρες του Πελία να σφάξουν το γονιό τους κι έτσι αναγκάστηκε να ‘ρθει να κατοικήσει στην Κόρινθο. Στην αρχή οι ντόπιοι την αγάπησαν. Με τον Ιάσονα ζούσανε αγαπημένα. Τι ευλογία αλήθεια το ταιριαστό ζευγάρι! Μα τώρα οι ντόπιοι τη μισούν. Την άφησε μόνη ο Ιάσονας, μαζί με τα παιδιά της, σε ξένη χώρα. Κι αυτός κοιμάται με τη βασιλοπούλα, του Κρέοντα την κόρη, του βασιλιά τούτης της χώρας. Άμοιρη και καταφρονεμένη, σκούζοντας, θυμάται τους όρκους του Ιάσονα και μάρτυρες βάζει τους θεούς για την προδοσία που της έλαχε να λάβει. Δεν τρώει, δεν πίνει. Με δάκρυα λιώνει το κορμί της σα σκέφτεται την αδικία. Κοιτάζει μόνο τη γή. Διστάζει να σηκώσει το κεφάλι. Δεν ακούει πια κανέναν, όπως τα βράχια στο γιαλό που μένουν αδιάφορα στο βόγγο των κυμάτων. Όλα τα πρόδωσε στον Ιάσωνα: Πατέρα, αδερφό, πατρίδα αγαπημένη. Τα πάντα! Κι αυτός τώρα την καταφρονεί. Τώρα μόνο νιώθει, μα είναι αργά, τι σημαίνει ν’ απαρνιέσαι πατρίδα και δικούς. Έφτασε ως να μισεί τα ίδια τα παιδιά της. Τι να πω; Φοβάμαι τη συμφορά. Στο μυαλό της κλώθει μεγάλο κακό. Την ξέρω! Δε θα καταπιεί την αδικία. Είναι φοβερή! Κι αλίμονο σ’ αυτόν που θα τα βάλει μαζί της. (Μπαίνουν ο ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ και τα δυο αγοράκια –τα κρατά απ’ τα δύο του χέρια- φαίνονται «πρόσχαρα κι ανέμελα».) Μα να τα παιδιά της! Έρχονται πρόσχαρα κι ανέμελα! Έχουν αθώα ψυχή! Ανυποψίαστα στην τρικυμία που συγκλονίζει την ψυχή και το νου της μητέρας.

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

 Πιστή δουλεύτρα εσύ της δέσποινάς μου, τι κάθεσαι στην πύλη κι ολομόναχη θρηνείς; Τη Μήδεια πως μπορείς και την αφήνεις μόνη;

ΤΡΟΦΟΣ

Γέροντα πιστέ, συνοδέ των παιδιών του Ιάσονα. συμφορές που ξεσκίζουν τ’ αφεντικά, ξεσκίζουν κι εμάς τους πιστούς δούλους. Νιώθω πόνο στην καρδιά. Κι ήρθα να κλάψω… Να πω τα πάθη της κυράς μου σε ουρανό και γή, να ξαλαφρώσω.

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Δεν έπαψε ακόμα η άμοιρη το κλάμα…

ΤΡΟΦΟΣ

Καλότυχος είσαι που δεν ξέρεις… Τα πάθη της τώρα αρχίζουν. Πίσω είναι τα μεγάλα.

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Τρελή! Τρελός είμαι να μιλώ έτσι για την κυρά μου… Όμως δεν ξέρει ακόμα τις συμφορές που την προσμένουν.

ΤΡΟΦΟΣ

Τι ξεστομίζεις γέροντα; Τι λες;

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Τίποτα! Μετάνιωσα και δε σου λέω.

ΤΡΟΦΟΣ

Δούλα κι εγώ όπως κι εσύ. Μυστικά από μένα μην κρατάς. Θα ‘χω το στόμα σφαλιστό.

                                                   ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ      

Στον ιερό ναό της Πειρώνας, εκεί που οι γέροντες κάθονται στις σκιές, άκουσα τυχαία να λένε ότι ο Κρέοντας το πήρε απόφαση να διώξει από την πόλη τη Μήδεια και τα παιδιά της. Δε θέλω όμως να το πιστέψω.

                                                     ΤΡΟΦΟΣ

Και ο Ιάσονας; Κι αν δε θέλει τη Μήδεια, όμως θα το δεχθεί για τα παιδιά του;

                                                 ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Θάβουν τις παλιές συγγένειες οι καινούριες…

                                                  ΤΡΟΦΟΣ

Χαθήκαμε! Νέο κακό πάνω στο άλλο, θα μας τσακίσει.

                                                ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Καλά θα κάνεις να το κρύψεις απ’ τη κυρά. Δείχνε ήρεμη σα να μην ξέρεις.

 

                                                ΤΡΟΦΟΣ

Αχ παιδιά μου εσείς αθώα, πόσο σκληρά σας φέρνεται ο γονιός σας. Άσχημο τέλος να’ χει! Όχι, δεν το λέω γιατί είναι κύρης μου. Άπονος! Άπονος για το αίμα του…

                                     ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Γνωρίζεις άνθρωπο που να μην είναι άπονος; Τώρα το μαθαίνεις πως ο καθένας αγαπά πρώτα τον εαυτό του; Κοιτάζει μόνο το συμφέρον; Ο πατέρας μισεί τα παιδιά του για το καινούριο νυφικό κρεβάτι…

                                                ΤΡΟΦΟΣ

Πηγαίνετε, παιδιά, στο σπίτι… Κι εσύ, γέρο, κρύψε τα απ’ τη μάνα τους. Στάζει χολή η ψυχή της και είδα το βλέμμα της να το καρφώνει πάνω τους με μίσος, λες και βάζει στο νού της μεγάλο κακό… Την ξέρω καλά… Ετοιμάζει κεραυνούς. Αν είναι όμως να τους ρίξει, κάλιο να πέσουν πάνω σε εχθρούς.

                                                ΜΗΔΕΙΑ

 (Ακούγεται μέσα απ’ το σπίτι) Αχ, εγώ η άμοιρη! Συφοριασμένη! Άχ, να ‘τανε τώρα να πεθάνω…

                                                ΧΟΡΟΣ

Ώχου! Άχ! Αλί! Αχ, αλί, παιδιά μου…

                                        ΤΡΟΦΟΣ

Όπως φοβόμουνα, παιδάκια μου, ο θυμός πνίγει τη μάνα σας.

                                                ΧΟΡΟΣ

Ο θυμός πνίγει τη μάνα σας…

                                                ΤΡΟΦΟΣ

Τρέξτε μέσα, κρυφτείτε…

                                         ΧΟΡΟΣ

Κρυφτείτε… κρυφτείτε…

                                       ΤΡΟΦΟΣ

Μην πάτε κοντά της…

                                       ΧΟΡΟΣ

Μην πάτε κοντά της…

                                      ΤΡΟΦΟΣ

Προπαντός μην την κοιτάξετε στα μάτια…

                                       ΧΟΡΟΣ

Μην την κοιτάξετε στα μάτια. Η ψυχή της έχει μανιάσει. Φυλαχτείτε…

                                      ΤΡΟΦΟΣ

Έχει μανιάσει η ψυχή της… Φυλαχτείτε… Γρήγορα γρήγορα τρέξτε στο σπίτι. Κρυφτείτε.

                                      ΧΟΡΟΣ

Τρέξτε στο σπίτι…

                                     ΤΡΟΦΟΣ

Σύγνεφα μέσα της ανεβαίνουν βαριά. Δε θ’ αργήσει η καταιγίδα.

                                     ΧΟΡΟΣ

Σύγνεφα ανεβαίνουν βαριά… Δεν θ’ αργήσει η καταιγίδα…

                                      ΤΡΟΦΟΣ

Περήφανη ψυχή, σκληρή κι αλύγιστη! Τη δαγκάνει ο πόνος και ξεσπά. Για όλα είναι ικανή!

                               

 

                                           ΜΗΔΕΙΑ

 (Μέσα από το σπίτι) Αχ, εγώ η άμοιρη, έπαθα μαύρες συμφορές. Θρηνώ και δε χορταίνω. Καταραμένα παιδιά δύστυχης μάνας… Αι να χαθείτε! Μαζί με το γονιό σας… Συθέμελα το σπίτι να χαθεί!

                                                ΤΡΟΦΟΣ

Αλίμονο μου η βαριόμοιρη. Αλίμονο μου. Τι φταίνε τα παιδιά για του πατέρα τους το κρίμα; Γιατί, πως τα μισεί; Παιδιά μου αγαπημένα, τρέμω μην σας εύρει κακό… Βασιλιάδες κακοί, συνηθισμένοι σε προσταγές, αν τους εύρει η οργή, τους συνεπαίρνει. Δε δέχονται συμβουλές. Μόνο να δίνουν ξέρουν. Πότε θα μάθει ο άνθρωπος, αληθεία, πως όλοι πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα; Να φτάσω θέλω στα γεράματα δίχως μεγαλεία και δίχως συμφορές. Το μέτριο είναι καλό και ωφέλιμο για τους ανθρώπους. Η υπερβολή προσβάλει τους θνητούς. Φέρνει συχνά μεγάλες συμφορές. Θεού κατάρα πλακώνει το σπίτι.

                                     ΧΟΡΟΣ

Της Μήδειας τις οιμωγές άκουσα κι ήρθα. Ακόμα δε γαλήνεψε. Πονώ για τις συμφορές γιατί το σπίτι αυτό το ‘χω αγαπήσει.

                                   ΤΡΟΦΟΣ

Πάει το σπίτι, χάθηκε. Ο Ιάσονας σε ξένο κρεβάτι τώρα κοιμάται και η κυρά μου λιώνει μοναχή. Κανείς πια δεν μπορεί να της ζεστάνει την καρδιά.

                                    ΜΗΔΕΙΑ

(Πάντα μέσα απ’ το σπίτι, όμως λίγο πιο κοντινά) Αστροπελέκι, κάψε με! Η ζωή μου χάθηκε. Χάρε, γιατί αργείς; Πάρε την πικραμένη τη ζωή μου…

                                    ΧΟΡΟΣ

Ω Δία και Γη και Φως! Ξεσκίζει το μοιρολόι της άτυχής της νύφης. Άμυαλη είσαι Μήδεια! Παρ’ το απόφαση : Σε άλλο κρεβάτι κοιμάται ο Ιάσονας. Μην καλείς το Χάρο, γιατί γοργά θα ρθεί. Δεν το ξέρεις; Όταν ο άντρας σ’ άλλο κρεβάτι ξελογιάζεται, μόνο το Δία μπορεί να’ χεις βοηθό. Μη λιώνεις έτσι για έναν άντρα…

                                 ΜΗΔΕΙΑ

 (Από μέσα) Ω Μέγα Δία! Σεβάσμια Θέμιδα! Μάρτυρες εσείς στα πάθη που υπομένω από επίορκο και καταραμένο άντρα. Αυτός κι η νύφη του που μ’ αδικούν, στα ερείπια του σπιτιού τους να χαθούνε. Ω πατέρα! Ω πατρίδα! Ω μονάκριβε αδελφέ μου που σ’ έσφαξα με τα ίδια μου τα χέρια για την αγάπη του Ιάσονα, άτιμα χέρια… Και τώρα εξόριστη είμαι μακριά από την πατρίδα…

                                ΤΡΟΦΟΣ

Κράζει τη Θέμιδα! Επικαλείται το Δία! Με ευχές και κατάρες. Σημάδια σκοτεινά που προμηνούν μεγάλες συμφορές…

                                 ΧΟΡΟΣ

Πρέπει να τη δούμε, να της μιλήσουμε και να την πείσουμε. Τα λόγια μαλακώνουν την οργή και τον πόνο της ψυχής. Λοιπόν σύρε και φερ’ την κοντά μας. Την αγαπούμε! Τρέξε πριν κάνει κακό στα παιδιά της ανεπανόρθωτο. Νιώθω τον πόνο της να γιγαντώνει ασυγκράτητος.

                                   ΤΡΟΦΟΣ

Πάω! Θα προσπαθήσω να την πείσω. Αν και σωστή λέαινα που μόλις γέννησε, άγριο βλέμμα γύρω ρίχνει στους σκλάβους που την κοιτάζουν. Σκέφτομαι τώρα πόσα τραγούδια υπάρχουν για να συνοδεύουν τις γιορτές των θνητών. Όμως κανένας δε σκέφτηκε ένα τραγούδι που να γιατρεύει τον αφόρητο πόνο… Τις πίκρες που φέρνουν συμφορές και δυστυχία στα σπίτια… Κι όμως τις λύπες έχουν συμφέρον να γιατρεύουν οι θνητοί.

 

(Πηγαίνει προς το σπίτι, ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα)

                                     ΧΟΡΟΣ

Θρήνους ακούω και στεναγμούς. Σκούζει και καταριέται τον γαμπρό που αρνήθηκε τους όρκους του. Κράζει τώρα στη Θέμιδα που κάθεται πλάι στο Δία, φρουρός των όρκων. Όμως αυτή, η Θέμις, την πέρασε μεσ’ απ’ τα στενά τα Δαρδανέλια νύχτα για να την οδηγήσει στο αρμυρό το πέλαγο, το ατελείωτο.

 

(Η μεγάλη πόρτα ανοίγει διάπλατα και φαίνεται η Μήδεια. Στέκεται μια στιγμή και μετά προχωρεί ορμητικά προς τις γυναίκες. Την ακολουθεί η Τροφός διακριτικά.)

 

Σκηνή 2

                                   ΜΗΔΕΙΑ

Γυναίκες της Κορίνθου! Να’ μαι μπροστά σας! Για να μη λέτε λόγο κακό για μένα. Ο περήφανος φαντάζει στα μάτια του κόσμου ακατάδεχτος όταν στον εαυτό του κλείνεται… Δίκαιοι δεν είναι οι άνθρωποι, αφού χωρίς να γνωρίσουν την καρδιά του άλλου τον μισούν κι ας μην έχουν πάθει απ’ αυτόν κανένα κακό. Γι’ αυτό ο ξένος πρέπει να συμμορφώνεται στον ξένο τόπο. Όμως ούτε τον ντόπιο επαινώ, τον αλαζόνα που πικραίνει τους δικούς του. Ρήμαξε η ψυχή μου στο ανέλπιστο κακό που με βρήκε… Χαρά δεν έχω για να ζήσω. Μόνο το θάνατο αποζητώ… Είχα έναν άντρα που ήταν όλα για μένα. Πώς να ζήσω που αποδείχτηκε αισχρός; Ω δύστυχη γυναίκα που έχεις νου και ψυχή κι όμως ένα τίποτα είσαι. Πληρώνουμε ακριβά για ν’ αγοράσουμε τον άντρα και να τον κάνουμε αφέντη του κορμιού μας. Να ποια είναι η πιο πικρή μας συμφορά. Κι αν βγει άγριος ή ήμερος, πώς να το ξέρουμε; Όσο κακός κι αν βγεί στο τέλος, δεν είναι έντιμο για την γυναίκα να τον αφήσει. Μήπως την δίδαξαν οι δικοί της για τον άντρα που θα πάρει; Πρέπει η δόλια να μαντεύει τις συνήθειές του στο νέο σπίτι γιατί δεν ξέρει αν πήρε άντρα καλόν ή κακό. Κι όταν το μάθει είναι πια αργά. Δεν είναι σωστό να χωρίζει γυναίκα τον άντρα, αλλά να υποτάσσεται. Κι αν τύχει και βγει καλός, όλα καλά. Ειδεμή, καλύτερος ο θάνατος. Ο άντρας, αν τον στενοχωρεί το σπίτι, ελεύθερος είναι να βγει έξω με φίλους. Εμάς το μάτι μας πρέπει να πέφτει μοναχά σ’ έναν άνθρωπο. Λένε πως εμείς ζούμε σε ασφάλεια ενώ εκείνοι με τα κοντάρια πολεμούν και κινδυνεύουν. Σκέψη κουτή. Κάλιο τρείς φορές να σταθώ πλάι σε ασπίδα πολεμιστή, παρά μια φορά να γεννήσω. (Στρέφεται προς τις γυναίκες) Όμως οι σκέψεις μας διαφέρουν. Γιατί εσύ έχεις πατρίδα, σπίτι, πατρικό αγαπημένα πρόσωπα. Έρημη είμαι εγώ, εξόριστη, χωρίς πατρίδα, με άντρα που με καταφρονεί, ενώ εκείνος μ’ άρπαξε από τον βάρβαρο τον τόπο μου. Δεν έχω μάνα. Δεν έχω αδερφό ούτε συγγενή, δεν έχω λιμάνι ν’ αράξω να γλιτώσω την καταιγίδα… Λοιπόν, μια χάρη σου ζητώ. Για τούτα τα κακά, ψάχνω να βρω τρόπο να εκδικηθώ. Να πληρώσει όπως πρέπει ο άντρας που με πρόδωσε, η νέα του νύφη κι ο γονιός της. Λοιπόν, εσύ βλέπε και μη μιλάς! Μπορεί τα όπλα να φοβάται η γυναίκα κι ανυπεράσπιστη μένει. Όμως όταν της πάρουν τον άντρα, δεν υπάρχει τότε ψυχή πιο αιμοβόρα!

                                ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Θα κάνω ό, τι μου πεις! Το δίκιο είναι μαζί σου! Ο άντρας πρέπει να τιμωρηθεί! Και δεν απορώ που θρηνείς τις συμφορές σου… (Μπαίνει αργά ο Κρέων με τη συνοδεία του : Χορός Αντρών) Μα να! Βλέπω τον Κρέοντα, τον βασιλιά τούτης της χώρας. Έρχεται να σου πει τους νέους ορισμούς του!

 

Σκηνή 3

(Ο Κρέων πλησιάζει με δύναμη και θυμό τη Μήδεια)

                                   ΚΡΕΩΝ

Εσένα που φωνάζεις! Σε σένα Μήδεια μιλώ! Φύγε αμέσως! Μαζί με τα παιδιά σου! Και μην αργοπορείς! Εγώ ο ίδιος θα επιβλέψω! Δεν πρόκειται να επιστρέψω στο παλάτι, αν δε σε πετάξω έξω από τη χώρα!

                                  ΜΗΔΕΙΑ

Αλί μου! Χάνομαι η άμοιρη, χάνομαι! Φυσομανώντας με τσακίζουν οι εχθροί. Λιμάνι δεν υπάρχει για μένα να κρυφτώ. Κρέοντα, το ξέρεις, μου κάνεις μεγάλο κακό. Κι όμως εγώ ήρεμα σε ρωτώ : Από τον τόπο σου γιατί με διώχνεις;

                                     ΚΡΕΩΝ

Σε φοβάμαι! Φοβάμαι μην κάνεις της κόρης μου μεγάλο κακό. Την αλήθεια λέω. Είσαι πονηρή. Στο μυαλό σου πλάθεις το κακό ξετρελαμένη που σου πήραν τον άντρα απ’ το κρεβάτι. Άλλωστε εσύ η ίδια δε φοβερίζεις ανοικτά πως θα βλάψεις πεθερό, γαμπρό και νύφη; Θέλω λοιπόν να φυλαχτώ πρίν να είναι αργά. Κάλιο να με μισήσεις τώρα εσύ παρά να φανώ πονετικός και να βαριαναστενάζω.

                                    ΜΗΔΕΙΑ

Αλίμονο μου! Τώρα βλέπω πόσο η ίδια μου η φήμη μ’ έχει βλάψει. Γι’ αυτό ένας μυαλωμένος πρέπει να μαθαίνει τα παιδιά του με μέτρο που να μην ξεπερνά το συνηθισμένο. Οκνηρά θα τα πουν σαν ασχολούνται με θεωρίες κι ο κόσμος θα τα φθονήσει. Αν στον αμόρφωτο πεις νέες σοφίες, τεμπέλη θα σε πει κι όχι σοφό. Κι αν ξεπεράσεις τους σοφούς, δεν θα σου το συγχωρήσουν οι συμπολίτες σου. Αυτή είναι τώρα και η δική μου τύχη. Για τη σοφία μου με φθονούν. Κι ας μην είναι μεγάλη. Εσύ, Κρέοντα, λες πως με φοβάσαι. Δεν έχω λόγω να κάνω κακό σε βασιλιάδες. Μήπως με αδίκησες εσύ; Την κόρη σου πάντρεψες μ’ αυτόν που διάλεξες. Τον άντρα μου μισώ εγώ! Εσύ γνωστικά τα’ κάνες όλα. Γιατί να σου φθονώ την ευτυχία; Ας γίνουν οι γάμοι! Ευτυχείτε εσείς! Κι εγώ ας μείνω εδώ. Κι αν αδικήθηκα, δε θα μιλώ, γιατί ανώτεροί μου μ’ έχουν νικήσει…

                                  ΚΡΕΩΝ

Τα λόγια σου είναι μαλακά, μα έχω το φόβο πως στην ψυχή σου μέσα πλάθεις κανένα κακό. Πιο εύκολα φυλάγεσαι από οξύθυμο παρά απ’ τον πολυμήχανο που μαλακά μιλάει. Φύγε λοιπόν αμέσως! Και λόγια περιττά μη λες. Το πήρα απόφαση! Δεν υπάρχει τρόπος να μείνεις εδώ! Είσαι εχθρός μου!

                                     ΜΗΔΕΙΑ

(Του αγκαλιάζει τα πόδια) Μη! Στα γόνατα προσπέφτω! Στα πόδια σου ορκίζομαι και στη νιόπαντρη σου κόρη!

                                      ΚΡΕΩΝ

Τα λόγια σου χάνεις! Αμετάπειστος είμαι!

                                   ΜΗΔΕΙΑ

Στ’ αλήθεια θα με διώξεις; Τις ικεσίες μου θα τις περιφρονήσεις;

                                    ΚΡΕΩΝ

Γιατί αγαπώ το σπίτι μου κάλιο από σένα!

                                   ΜΗΔΕΙΑ

Πατρίδα! Ω Πατρίδα! Πόσο σε συλλογίζομαι τούτη την ώρα!

                                    ΚΡΕΩΝ

Κι εγώ, ύστερα απ’ τα παιδιά μου, την πατρίδα μου αγαπώ…

                                   ΜΗΔΕΙΑ

Απαίσιο κακό για τον θνητό ο έρωτας.

                                   ΚΡΕΩΝ

Όχι πάντα… Κατά τις περιστάσεις…

                                  ΜΗΔΕΙΑ

Ώ Δία! Τον αίτιο αυτής της συμφοράς μην τον ξεχάσεις.

 

 

                                 ΚΡΕΩΝ

(Την σπρώχνει) Ανόητη γυναίκα! Φύγε! Μη βάζεις βάσανα…

                                 ΜΗΔΕΙΑ

Τα βάσανα όλα δικά μου είναι και δεν αντέχω άλλα.

                                 ΚΡΕΩΝ

(Προς τους συνοδούς του) Πιάστε την και σύρτε την έξω!

                                 ΜΗΔΕΙΑ

(Που έχει απομακρυνθεί από τον Κρέοντα) Όχι Κρέοντα! Σε ικετεύω! Μην το κάνεις! Είναι κακό!

                                  ΚΡΕΩΝ

Μας δυσκολεύεις κυρά μου…

                                 ΜΗΔΕΙΑ

Θα φύγω! Δε θέλω πιά να μείνω!

                                 ΚΡΕΩΝ

Καν’ το επιτέλους! Και μην προσπαθείς με το στανιό να μας κάνεις ν’ αλλάξουμε γνώμη.

                                 ΜΗΔΕΙΑ

Σου ζητώ προθεσμία μόνο μια μέρα! Αφού πατέρα δεν έχουν, εγώ πρέπει να σκεφτώ για τα παιδιά μου. Παιδιά είναι. Δεν έχουν ανάγκες; Λυπήσου τα! Έχεις κι εσύ παιδιά. Δεν τ’ αγαπάς; Για μένα δε με νοιάζει. Για κείνα πονώ και κλαίω που τα βρήκε τέτοια συμφορά…

                                  ΚΡΕΩΝ

(Μονολογεί) Στα λόγια είμαι τύραννος. Στην πράξη, καλός και φιλάνθρωπος. Κι αυτό είναι το ελάττωμά μου και το ξέρω. Γιατί έχω πάθει πολλά. Και τώρα το βλέπω πως δεν κάνω καλά, (προς τη Μήδεια) όμως, κυρά μου, ας γίνει αυτό που ζητάς. Μόνο ένα σου λέω : Αν αύριο εσένα και τα παιδιά σου σας δει ο ήλιος σ’ αυτά τα χώματα, θα πεθάνεις! Μέτρησε μόνο καλά αυτά που σου λέω γιατί είναι η γυμνή αλήθεια. Λοιπόν! Μείνει μόνο μια μέρα! Μια μέρα δε σου φτάνει, έτσι πιστεύω, για να πράξεις αυτά που φοβάμαι… (Προσευχή) Καλώ τους χθόνιους θεούς για να με προστατέψουν. Φίδια με ζώνουν και θαρρώ το αίμα μου πως πίνουν. Φλόγες με ζώνουν και θωρώ τις σάρκες μου πως σκίζουν. Έχω φριχτά μετανιώσει που είπα το Ναι στην κακούργα και βάρβαρη τούτη που ήρθε κι έφερε φόβο και πόνο σε τούτη την πόλη. Γι’ αυτό κι εγώ προσεκτικός να είμαι πρέπει…

                              ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Πολύ φοβάμαι, Κρέοντα, τη μαγική τη δύναμη της μάγισσας της Μήδειας. Φαρμάκι στάζουν τα γλυκά της λόγια.

                                   ΚΡΕΩΝ

Ξέρω! Το καλό φέρνει πάντα θρήνους. Φτάνει μόνο να μην πάθει κακό το παιδί μου που είναι αθώο…

 

(Ο Κρέων βγαίνει με τη συνοδεία του)

 

Σκηνή 4

                          ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Άχ, δυστυχισμένη εσύ… Πικραμένη… Που θα πάς… Χωρίς πατρίδα! Δίχως ζεστή αγκαλιά! Ποιός θα σε δεχτεί; Ποιος θα σε σώσει απ’ τα δεινά που σε δέρνουν; Ποιος Θεός σε μισεί και σε σπρώχνει στην άβυσσο;

                                  ΜΗΔΕΙΑ

Οι συμφορές με πολιορκούν! Αυτή είναι η μόνη αλήθεια. Μα όπως σας είπα, η τάξη των πραγμάτων θα χαλάσει! Αυτό μόνο εσείς πρέπει να ξέρετε. Θα πάθουν δεινά οι νιόπαντροι κι ο πεθερός θα στενάξει. Τι νομίζετε; Έτσι τον καλόπιασα μόνο για το τίποτα; Ή για να βγάλω όφελος για τον σκοπό μου; Τον σιχαίνουμαι! Δε θα του μιλούσα ούτε θα τον άγγιζα! Και είδατε πόσο βλάκας είναι! Αντί να με πετάξει έξω απ’ τη χώρα και να μου χαλάσει τα σχέδια, μου ‘δωσε μια μέρα διορία! Μια μέρα! Μου φτάνει! Σε μια μέρα μπορώ τρεις εχθρούς να θανατώσω : πατέρα, κόρη και άπιστο άντρα! Δρόμους θανάτου βλέπω μπροστά μου… Πέστε μου, καλές μου, από ποιόν ν’ αρχίσω; Τι να πρωτοκάνω; Στο νυφικό δώμα να βάλω φωτιά; Ή καθώς θα’ ναι πλαγιασμένοι στο νυφικό κρεβάτι να τους μαχαιρώσω; Δύσκολο το βλέπω. Πως θα μπω στο παλάτι; Κι αν με πιάσουν, τότε θα με θανατώσουν και θα δώσω χαρά στους εχθρούς μου. Καλύτερα η τέχνη που την ξέρω καλά! Θα τους φαρμακώσω! Φαρμάκι! Και τέλος! Ας πούμε πως το ‘κανα. Μετά τι θα γίνει; Ποια πόλη θα με δεχτεί; Ποιος ξένος θα μου προσφέρει καταφύγιο για να γλιτώσω; Δεν υπάρχει για μένα τέτοιος ξένος. Σωστό λοιπόν να περιμένω μήπως δω κάποιο φως. Τότε, στα ύπουλα τους σκοτώνω. Αν όμως με σφίξει η συμφορά και μου πάρει τα μυαλά, τότε δεν ξέρω τι μπορεί να κάνω. Μπορεί ν’ αρπάξω μαχαίρι. Θα τους σφάξω ακόμα κι αν πρόκειται να θανατώσουν κι εμένα. Τέτοια άγρια τόλμη με δέρνει! Ορκίζομαι στην Εκάτη, που την τιμώ πιότερο απ’ όλους τους θεούς γιατί κατοικεί στα βάθη του σπιτιού μου, πως όποιος με πίκρανε δεν πρόκειται να μείνει ατιμώρητος. Πίκρα θα δώσω στο συμπεθεριό. Με πίκρες θα’ απαντήσω στο διωγμό μου. Εμπρός λοιπόν, Μήδεια! Θυμήσου καλά όσα ξέρεις. Σκέψου και σχεδίαζε! Προχώρα σταθερά στο κακό! Έχεις πόλεμο μπροστά σου! Χρειάζεσαι γερή καρδιά! Μην ξεχνάς τις συμφορές σου. Να θυμάσαι πάντα πως είσαι κόρη άξιου πατέρα! Του Ήλιου εγγονή! Ποιος μπορεί να γελάσει μαζί σου; Οι απόγονοι του Σίσυφου; Ή μήπως η καλή του Ιάσονα; Μήδεια! Μια λέξη μόνο για σένα τώρα υπάρχει : Εκδίκηση! Μην ξεχνάς : Γυναικά είσαι! Και η γυναίκα, αν στα καλά φανερώνεται συχνά αδέξια, στα κακά μάστορας είναι αξεπέραστος.

                                  ΧΟΡΟΣ

Ώ ιερά νερά των ποταμών, ανάστροφα τώρα τρέχετε. Και συ δικαιοσύνη ανάποδα πηγαίνεις. Κι όλα στον κόσμο πίσω πάνε. Γιατί στους άντρες ο δόλος αρέσει κι ας κλονίζονται η πίστη και οι όρκοι. Είμαι γυναίκα και γι’ αυτό άδοξη… Όμως η φήμη δοξασμένη τώρα θα με κάμει. Ώ γένος των γυναικών! Τώρα θα σας σκεπάσουν με τιμές και υπόληψη. Φήμη κακή δεν θα μας πιάνει πια. Και οι Μούσες των παλιών τραγουδιστών θα σταματήσουν να ψέλνουν των γυναικών την απιστία. Ο θεός των τραγουδιών, ο Φοίβος, δε χάρισε στο νού μας τη δύναμη να πλάθει το θεϊκό τραγούδι. Τότε θα τραγουδούσαμε κι εμείς των αντρών τις αμαρτίες. Μάρτυρας μας ο Χρόνος που γνωρίζει καλά τη μοίρα αντρών και γυναικών.

                                  ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Τρελή από Έρωτα, πατρικό σπίτι αφήνεις και με καϊκι διάβηκες ανάμεσα στους βράχους του Πόντου. Δυστυχισμένη τώρα κατοικείς σε ξένο τόπο. Έχασες το ταίρι σου… Ορφανή από άντρα είναι η κλίνη σου… Σε διατάζουν τώρα ν’ αφήσεις τούτη τη χώρα, καταφρονεμένη.

                          ΧΟΡΟΣ-ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Ώ Ελλάδα! Ελλάδα δοξασμένη! Ποιος σήμερα σέβεται όρκους και τιμή; Στους ουρανούς πέταξε και χάθηκε η ντροπή… Δυστυχισμένη… Δεν υπάρχει λιμάνι για σένα, σπίτι πατρικό να σε σώσει απ’ τα δεινά. Μόνο στο σπίτι σου τώρα βασίλισσα άλλη πιο δυνατή από σε, πήρε το δικό σου κρεβάτι.

 

(Μπαίνει ο Ιάσων με τη συνοδεία του : Χορός Αντρών)

                             ΧΟΡΟΣ ΑΝΤΡΩΝ

Μυρίζω θάνατο μες στο παλάτι… Θάνατο!

                                  ΙΑΣΩΝ

(Τραγουδά πάνω στο πρωτότυπο)

ου νυν κατειδον πρώτον αλλά πολλάκις

τραχειαν οργήν ως αμήχανον κακόν.

σοι γαρ παρόν γην τηνδε και δομους έχειν

κούφως φερούση κρεισσόνων βουλεύματα,

λόγων ματαίων ουνεκ’ εκπεση χθονός.

καμοί μέν ουδέν πραγμα۬ μη παύση ποτέ

λέγουσ’ Ιάσον’ ως κακιστός εστ’ ανήρ˙

α δ’ ές τυράννους εστί σοι λελεγμένα,

παν κέρδος ηγου ζημιουμένη φυγη.

καγώ μεν αιεί βασιλέων θυμουμένων

οργάς αφηήρουν και σ’ εβουλόμην μένειν۠۠

συ δ’ ούκ ανίεις μωρίας, λέγουσ’ αεί

κακως τυράννους˙ τοιγάρ εκπεση χθονός.

 

[Μετάφραση :

Δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπω

πως ολέθριο κακό είναι η τυφλή οργή.

Έτσι, ενώ θα μπορούσες να μείνεις

σ’ αυτή τη χώρα και σ’ αυτό το σπίτι,

αν έσκυβες μπροστά στους ορισμούς

των ανωτέρων σου, θα σε διώξουν

κι αίτια θα’ ναι τ’ ανοητά σου λόγια…

Για μένα, το ίδιο μου κάνει… Λέγε όσο

θέλεις πως είμαι αισχρός.

Όμως, για όσα είπες ως τώρα για τους

βασιλιάδες, πρέπει να είσαι ευχαριστημένη

που τιμωρείσαι μόνο με εξορία.

Κι εγώ πάντοτε προσπαθούσα να καταπραϋνω

την οργή των βασιλέων, θέλοντας να μείνεις εδώ. Εσύ όμως δεν σταματούσες

τα ανόητα λόγια σου, βρίζοντας τους βασιλιάδες

και γι’ αυτό θα φύγεις από δω.]

                             ΧΟΡΟΣ ΑΝΤΡΩΝ

Κατειδον πρω… αλλά πολλά…

αμήχανον κακόν… εκπεση χθονός…

ποτέ… ζημιουμένη

φυγη… σύ δ’ ουκ ανίεις…

Χθονός εκπεσειν ηκω,

το σον, γύναι, ως μητ’ αχρήμων…

ενδεής του… ουκ φρονειν ποτε…

                                ΜΗΔΕΙΑ

Άτιμε άντρα! Άτιμε! Βαριά βρισιά βγάζει το στόμα μου για την αισχρή τη διαγωγή σου. Πως μπορείς να στέκεις μπροστά μου; Όλοι σ’ έχουμε μισήσει. Οι θεοί, οι άνθρωποι κι εγώ η δύστυχη. Θαρρείς πως λέγεται θάρρος όταν κοιτάς κατάματα αυτούς που τους έχεις βλάψει; Αναίδεια είναι! Και τίποτ’ άλλο! Η πιο βαριά ασθένεια μέσα στην κοινωνία… Όμως καλά ήρθες. Γιατί θα μπορέσω να σε βρίσω. Να σε κάνω να υποφέρεις. Να ξαλαφρώσω κι εγώ την ψυχή μου.

 

 

Σκηνή 5

                                   ΜΗΔΕΙΑ

Όλα θα στα πω απ’ την αρχή. Σ’ έσωσα. Μάρτυρες μου οι Έλληνες, όσοι μαζί μου μπήκανε στην Αργώ. Σ’ έσωσα τότε που σε στείλανε να σπείρεις το χωράφι του θανάτου, έχοντας ζέψει ταύρους που ξερνάγανε φωτιά. Εγώ σκότωσα το Δράκο που φυλούσε ακοίμητος το χρυσόμαλλο δέρας! Τι ήμουν το φως της ανατολής για σένα. Μετά απαρνήθηκα σπίτι, πατέρα, και σ’ ακολούθησα στην Ιωλκό ξετρελαμένη, φλογισμένη απ’ τον Έρωτα…

                    ΧΟΡΟΣ ΑΝΤΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Βλέπειν εναντίον ανανδρίαν

νόσων ευτολμία

συνεισέβησαν… σκάφος Αργωον…

ταύρων πεμφθέντα…

Ώ Ζευ, τι δή! Ώ Ζευ, τι δή!

                                  ΜΗΔΕΙΑ

Πείθω τα τέκνα του Πελία να σκοτώσουν τον πατέρα τους. Μόνο και μόνο για πάψεις να φοβάσαι εσύ… Σε ευεργέτησα! Κι εσύ μ’ απαρνήθηκες… Άτιμε!

                   ΧΟΡΟΣ ΑΝΤΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Σκάφος Αργωον…. Ταύρων πεμφθέντα…

                                 ΜΗΔΕΙΑ

Κι ενώ ήσουν πιά πατέρας, πήρες άλλη γυναίκα…

                 ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Σκάφος Αργωον… Ταύρων πεμφθέντα…

                                ΜΗΔΕΙΑ

Αν δεν είχες παιδιά…

                 ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Ώ Ζευ, τι δή! Ώ Ζευ, τι δή!

                                ΜΗΔΕΙΑ

…ίσως να μπορούσε να συγχωρεθεί ο πόθος γι’ αυτή τη γυναίκα… Είσαι επίορκος! Λοιπόν, τι σκέφτεσαι;

                 ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Σκάφος Αργωον… Ταύρων πεμφθέντα…

                              ΜΗΔΕΙΑ

Πιστεύεις πως πάψαν να κυβερνούν οι θεοί;

 

                       ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Σκάφος Αργωον… Ταύρων πεμφθέντα… Ώ Ζευ, τι δή! Ώ Ζευ, τι δή!

                                     ΜΗΔΕΙΑ

Κάποτε τους καλούσες… για μάρτυρες. Ή πως έγιναν απ’ τους θνητούς νέοι νόμοι…

                     ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Ή πως έγιναν απ’ τους θνητούς νέοι νόμοι;

                                ΜΗΔΕΙΑ

…που επιτρέπουν να πατάς τον όρκο που έδωσες;

                   ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Βλέπειν εναντίον ανανδρίαν… Νόσων ευτολμία… συνεισέβησαν…

                                  ΜΗΔΕΙΑ

Ώ δεξί μου χέρι! Που κάποτε το’ παιρνες στα χέρια σου…

                   ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Σκάφος Αργωον… Ταύρων πεμφθέντα…

                                ΜΗΔΕΙΑ

Κι εσείς γόνατά μου, που σας μαγάρισε βρώμικος άντρας…

                   ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Ώ Ζευ, τι δή! Ώ Ζευ, τι δή! Μη λησμονείς Ιάσων.

                                ΜΗΔΕΙΑ

Και ερείπια σωριάστηκαν τώρα τα όνειρά μου… Θα σε ρωτήσω τώρα, σα να  ‘σουν φίλος μου: Τι καλό μπορώ να περιμένω από σένα; Που λες να πάω;

 

                           ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Μήδεια! Όλα τελειώνουν…

                             ΜΗΔΕΙΑ

Στο πατρικό μου σπίτι που τ’ αρνήθηκα;

                         ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Όλα τελειώνουν πιά, Μήδεια…

                             ΜΗΔΕΙΑ

Στην πατρίδα μου που την αρνήθηκα κι αυτήν;

                         ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Μήδεια! Μήδεια! Καλαμιά στο βοριά.

                             ΜΗΔΕΙΑ

Ή να πάω στις δύστυχες κόρες του Πελία; Φαντάσου με πόση χαρά θα με δεχτούν που σκότωσα τον πατέρα τους για σένα! Αυτή είναι η κατάντια μου… Να κερδίσω το μίσος των δικών μου. Κι όλων αυτών που αδίκησα για χάρη σου… Χωρίς να’ χω ανάγκη τους έκανα κακό. Έτσι λοιπόν με πληρώνεις για όσα έχω κάνει για σένα…

                        ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Δίχως φίλους, δίχως σπίτι, ολομόναχη…

                                ΜΗΔΕΙΑ

Μ’ έκανες…

                         ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

…με τα παιδιά σου…

                               ΜΗΔΕΙΑ

…να με ζηλεύουν οι γυναίκες στην Ελλάδα. Αφού έχω άντρα τόσο θαυμάσιο, τόσο πιστό, που με διώχνει απ’ αυτόν τον τόπο, να ζήσω έρημη χωρίς φίλους, ολομόναχη, μόνο με τα παιδιά μου… Τιμή λοιπόν για σένα το νιόγαμπρο, να τριγυρνάμε κυνηγημένα ζώα σε ξένους τόπους, εγώ και τα παιδιά σου… Ώ Δία, γιατί να μπορεί κανείς να δεί το ψεύτικο χρυσάφι και να μη βλέπει τον άνθρωπο τον κακό; Γιατί ξέχασες να του βάλεις σημάδι στο κορμί του;

                 ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Φοβερή κι αγιάτρευτη πληγή, όταν το μίσος χωρίζει δικούς με δικούς…

 

Σκηνή 6

                                  ΙΑΣΩΝ

Τρικυμία ξεσηκώνουν τα λόγια σου γι’ αυτό κι εγώ σαν τον καλό τιμονιέρη θα ελέγχω τώρα πανιά και τιμόνι για να σου απαντήσω σωστά. Φουσκώνεις πολύ, Μήδεια, τα καλά που μου έκανες. Εγώ πάντως χάρη χρωστώ για το ταξίδι μου μονάχα στην Κύπρη που με βοήθησε. Κι όχι άλλος κανείς άνθρωπος ή θεός. Μολόγα λοιπόν  -έξυπνη είσαι!- ότι μονάχα ο Έρωτας σ’ έκανε να ενδιαφερθείς για το κορμί μου.

                              ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Ο Ιάσων λέει την αλήθεια!

                                   ΙΑΣΩΝ

Όμως τι σημασία έχει για ποιο λόγο μ’ έσωσες; Ναι, με ωφέλησες! Και κοντά σε με ωφελήθηκες κι εσύ…

                              ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Ο Ιάσων μιλάει σοφά!

 

                                  ΙΑΣΩΝ

Πολύ περισσότερο, και θα στο αποδείξω…

                          ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Πρόσεξε, Μήδεια, τα λόγια του Ιάσωνα.

                                  ΙΑΣΩΝ

Πρώτον, κατοικείς στην Ελλάδα κι όχι σε χώρα βάρβαρη. Ζεις με δικαιοσύνη σύμφωνα με νόμους κι όχι με το νόμο του ισχυρού.

                           ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Ζεις στην Ελλάδα!

                                  ΙΑΣΩΝ

Οι Έλληνες σε δοξάσανε για τη σοφία σου!

                          ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Σε δοξάσανε οι Έλληνες!

                                  ΙΑΣΩΝ

Αν ζούσες στα μέρη σου, στην άκρη του κόσμου, ποιος θα μιλούσε για σένα;

                          ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Ποιος θα μιλούσε;

                                 ΙΑΣΩΝ

Εγώ τουλάχιστον δεν ανταλλάσσω τη φήμη ούτε με χρυσάφι ούτε κι αν ακόμα είχα το χάρισμα να τραγουδώ πιο γλυκά κι απ’ τον Ορφέα. Αυτά λοιπόν είναι τα καλά που σου ‘κάμα… Εσύ άρχισες τον πόλεμο με το φαρμακερό σου στόμα.

                           ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Εσύ, Μήδεια, άρχισες τον πόλεμο…

                                     ΙΑΣΩΝ

Κι όσο για τις βρισιές σου που παντρεύτηκα τη βασιλοπούλα, πρωτ’ απ’ όλα φέρθηκα γνωστικά, έπειτα με αγνότητα και τέλος ευεργέτησα εσένα και τα παιδιά μου. Άκουσε με καλά! Ξεχνάς πως ήρθα εδώ εξόριστος από την Ιωλκό; Γεμάτος συμφορές αγιάτρευτες. Λοιπόν, ποια καλύτερη τύχη μπορούσα να βρω από το γάμο μου με τη βασιλοπούλα; Μη βασανίζεις το νού σου και μην πικραίνεσαι. Δεν παντρεύομαι άλλη γιατί τάχα μισώ το κρεβάτι σου είτε πως έχω ερωτοχτυπηθεί είτε να κάνω παιδιά. Αυτά που έχω, με φτάνουν. Και σ’ ευχαριστώ. Το πιο πολύ παντρεύτηκα…

                      ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Κούφια λόγια! Κάνει κακό να τ’ ακούς…

                                  ΙΑΣΩΝ

…για να μη μας λείπει τίποτα…

                     ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Απ’ το ψέμα χίλιες φορές…

                                 ΙΑΣΩΝ

Μιάς και ο φίλος…

                    ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ

…σιωπή…

                                ΙΑΣΩΝ

…εγκαταλείπει τον φτωχό. Κι ακόμα, ν’ αναθρέψω τα παιδιά μου όπως τους αξίζει σε σπίτι δικό μου.

                    ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Ιάσονα, είναι αργά.. Όλα έχουν σφραγιστεί…

 

                                  ΙΑΣΩΝ

Κι όταν σπείρω νέα παιδιά να τα σμίξω με τα παλιά…

                   ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ

…με τη μεγάλη σφραγίδα…

                                 ΙΑΣΩΝ

Να κάνω ένα γένος, να ενώσω γενιές…

                    ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ

…θεού μοχθηρού και σκληρού…

                               ΙΑΣΩΝ

…να ευτυχήσω!

                   ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ

…για σένα και για τα τέκνα σου… κλάψε, Ιάσων!

                      ΙΑΣΩΝ – ΤΕΝΟΡΟΙ

Εσύ δεν έχεις ανάγκη από καινούρια παιδιά!

                   ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Κλάψε, Ιάσων… Κλάψε, Ιάσων…

                       ΙΑΣΩΝ – ΤΕΝΟΡΟΙ

Δεν σου χρειάζονται! Όμως εγώ έχω συμφέρον να βοηθήσω τα παιδιά μας σμίγοντάς τα με τα παιδιά που θα γεννηθούν.

                   ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Η κατάρα πέφτει στα παιδιά σου. Αδύνατη (αδύνατος) είμαι να βοηθήσω όπως θα’ θελα, τι η καρδιά μου στάζει αίμα και χολή…

 

 

ΙΑΣΩΝ

Άσκημα έκανα; Σε ρωτώ. Είμαι βέβαιος ότι θα συμφωνήσεις μαζί μου… Όμως εσείς οι γυναίκες η σκέψη σας δεν ξεπερνά το κρεβάτι σας. Αν το χάσετε, τότε το άσπρο το βλέπετε μαύρο. Οι άνθρωποι έπρεπε να’ χουν παιδιά με άλλο τρόπο κι όχι με τις γυναίκες. Έτσι θα ‘ταν ήσυχοι χωρίς συμφορές.

 

Σκηνή 7

   ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Καλά τα είπες Ιάσονα. Όμως δε με πείθεις γιατί άδικα παράτησες τη γυναίκα σου.

    ΜΗΔΕΙΑ

(Μονολογεί) Είναι αλήθεια ότι δεν συμφωνώ με τους πολλούς. Πιστεύω πως πρέπει να βασανίζεται ο άδικος που έχει την τέχνη να λέει ωραία λόγια για να σκεπάσει τις αδικίες του κι έτσι εγκληματεί. Όμως η σοφία του μεγάλη δεν είναι. (Προς τον Ιάσονα) Κι εσύ μην παριστάνεις τον σεμνό και γλυκομίλητο. Μ’ ένα μου λόγο σε ρίχνω χάμου. Αν δεν ήσουν άτιμος, έπρεπε πρίν κάνεις αυτόν τον γάμο, πρώτα να με έπειθες πως κάνεις καλά κι όχι να κρύβεσαι.

                                 ΙΑΣΩΝ

Πολύ που θα με βοηθούσες! Αφού και τώρα σε τυφλώνει η οργή.

                                ΜΗΔΕΙΑ

Μη λες ψέματα! Δεν είναι που σ’ ένοιαζε η στάση μου, μα πως με βάρβαρη γυναίκα δεν ήθελες να ζήσεις.

 

                                  ΙΑΣΩΝ

Σ’ το ξαναλέω. Δεν πήρα τη βασιλοπούλα γιατί ήθελα γυναίκα. Το κάνω μόνο για να σώσω εσένα και τα παιδιά μου.

                                  ΜΗΔΕΙΑ

Δεν τη θέλω εγώ την πικρή ευτυχία που μου προσφέρεις και μου ξεσκίζει την καρδιά.

                                   ΙΑΣΩΝ

Στάσου γνωστική! Πάψε να θεωρείς πως τα καλά είναι κακά και η ευτυχία δυστυχία.

                                  ΜΗΔΕΙΑ

Με περιπαίζεις, Ιάσονα, γιατί εσύ μπήκες τώρα στο παλάτι. Εγώ όμως απροστάτευτη και μόνη πρέπει να φύγω.

                                   ΙΑΣΩΝ

Εσύ είσαι υπεύθυνη γι’ αυτό. Μην τα ρίχνεις σε άλλους.

                                ΜΗΔΕΙΑ

Τι έκανα; Μήπως εγώ παντρεύτηκα άλλην; Μήπως εγώ σ’ εγκατέλειψα;

                                   ΙΑΣΩΝ

Ανίερες κατάρες ξεστομίζεις για τους άρχοντες.

                                ΜΗΔΕΙΑ

Για το σπίτι το δικό σου!

                                 ΙΑΣΩΝ

Πολλά είπαμε! Είμαι έτοιμος να σου δώσω ό, τι θες για σένα και τα παιδιά σου να πορευτείς στην εξορία σου. Ακόμα είμαι πρόθυμος να σε συστήσω σε φίλους να σε βοηθήσουν. Γυναίκα! Αν δε δεχτείς την προσφορά μου, ανόητη σε λέω. Όμως αν πνίξεις το θυμό σου, όφελος θα ‘χεις.

                                   ΜΗΔΕΙΑ

Φύλαξε τα λεφτά σου! Δεν τα θέλω! Ούτε τους φίλους σου! Άχρηστα κι ανώφελα είναι τα δώρα που τα προσφέρει κακός άνθρωπος σαν κι εσένα.

                                    ΙΑΣΩΝ

Μάρτυρες βάζω τους θεούς πως ήρθα να σε βοηθήσω, εσένα και τα παιδιά. Όμως εσύ περιφρονείς το καλό που σου προσφέρω. Περιφρονείς αυτούς που σ’ αγαπούν. Γι’ αυτό ετοιμάσου για νέες πίκρες.

                                    ΜΗΔΕΙΑ

Φύγε! Ο νους σου στην κάμαρα της νεόνυμφης γύρνα. Σε καίει ο πόθος. Τρέξε στη νύφη! Το λέω κι ας μ’ ακούσουν οι θεοί : Θα κάνω το γάμο σου έτσι που γάμο δεν θα τον λές…

 

(Ο Ιάσων βγαίνει μαζί με την ακολουθία του.)

                         ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Αλίμονο στον χτυπημένο απ’ τις σαΐτες του Έρωτα. Τιμή και αρετή κούφια λόγια είναι γι’ αυτόν. Άμποτες να ‘ρθει η Κύπρη η γαληνότατη! Άλλη θεά γλυκύτερη δεν υπάρχει σαν κι αυτήν. Όμως, κυρά μου και δέσποινα, μη μου ρίξεις στην καρδιά σαϊτα στον πόθο βουτηγμένη. Κάλιο να σ’ αγαπά η Φρόνηση, το πιο λαμπρό θεϊκό δώρο στους θνητούς. Κι η Αφροδίτη η φοβερή ας μη με τρελάνει για ξένον άντρα βάζοντας εντός μου άγριους θυμούς. Κάλιο είναι να τιμά τα’ αγαπημένα τα ζευγάρια. Πατρίδα αγαπημένη, σπίτι γλυκό, ας ήτανε να μη βρεθώ σε ξένους τόπους τυλιγμένη στη φτώχεια και τους πικρούς της θρήνους. Αν χάσω την πατρίδα μου, προτιμώ το Χάρο να με πάρει να γλιτώσω μια τέτοια ζωή. Γιατί απ’ όλους τους πόνους ο πιο βαρύς είναι να χάνεις την πατρίδα. Δεν είναι φήμες. Με τα ίδια μας τα μάτια τα είδαμε, Μήδεια. Εσένα κανείς δε σε συμπόνεσε. Ούτε χώρα ούτε φίλοι ενώ εσύ σφαδάζεις μέσα σε τραγικά παθήματα. (Μπαίνει ο Αιγεύς και η συνοδεία του.) Για κείνον που καταφρονεί τους δικούς του, κακός χαμός. Τέτοιος άνθρωπος ποτέ δε θα ‘χει τη δική μου αγάπη.

 

Σκηνή 8

                                   ΑΙΓΕΥΣ

Χαίρε, Μήδεια! Δέξου αυτή την όμορφή προσφώνηση φίλου.

                                  ΜΗΔΕΙΑ

Ώ, χαίρε και σε σένα Αιγέα, γιέ του Πανδίονος του σοφού. Από ποιόν τόπο έρχεσαι;

                                  ΑΙΓΕΥΣ

Από το πανάρχαιο του Φοίβου το Μαντείο.

                                ΜΗΔΕΙΑ

Πως και πήγες στο μαντικό ομφαλό της γης;

                                ΑΙΓΕΥΣ

Πως ν’ αποχτήσω παιδιά. Αυτό ρώτησα.

                                ΜΗΔΕΙΑ

Για το θεό! Δεν έχεις παιδιά; Άκληρος είσαι;

                                ΑΙΓΕΥΣ

Κάποιος θεός με κατατρέχει.

                                      ΜΗΔΕΙΑ

Γυναίκα έχεις; Ή μήπως είσαι άγαμος;

                                       ΑΙΓΕΥΣ

Έχω γυναίκα.

                                       ΜΗΔΕΙΑ

Κι ο Φοίβος τι σου είπε;

                                      ΑΙΓΕΥΣ

Χρησμό ανεξήγητο για το ανθρώπινο μυαλό.

                                    ΜΗΔΕΙΑ

Μπορώ να μάθω κι εγώ το θεϊκό χρησμό;

                                     ΑΙΓΕΥΣ

Και βέβαια ναι, αφού χρειάζεται σοφία.

                                    ΜΗΔΕΙΑ

Αφού λοιπόν επιτρέπεται, ας το μάθουμε κι εμείς.

                                     ΑΙΓΕΥΣ

«Το πόδι δεν πρέπει ν’ ακουμπήσει τον ασκό»

                                    ΜΗΔΕΙΑ

Πρίν από ποια πράξη; Και πρίν πας σε ποια χώρα;

                                     ΑΙΓΕΥΣ

Προτού φτάσω στο πατρικό μου σπίτι.

                                    ΜΗΔΕΙΑ

Και γιατί με το καϊκι σου άραξες σε τούτη τη χώρα;

                                      ΑΙΓΕΥΣ

Υπάρχει μου είπαν κάποιος ονόματι Πιτθέας.

 

                                    ΜΗΔΕΙΑ

Γιός του Πέλοπα! Θεοσεβούμενος!

                                      ΑΙΓΕΥΣ

Σ’ αυτόν πρέπει να μεταφέρω το θεϊκό χρησμό.

                                    ΜΗΔΕΙΑ

Είναι πραγματικά σοφός. Και ειδικός στις μαντείες.

                                    ΑΙΓΕΥΣ

Μα και για μένα αγαπητός σαν αδερφός.

                                    ΜΗΔΕΙΑ

Μακάρι να ευτυχήσεις. Να βρεις αυτό που λαχταράς.

                                    ΑΙΓΕΥΣ

Όμως χλωμή σε βλέπω και μαραμένη. Τι έχεις;

                                    ΜΗΔΕΙΑ

Αιγέα! Άντρας χειρότερος δεν υπάρχει απ’ τον δικό μου.

                                   ΑΙΓΕΥΣ

Τι σου ‘κάνε; Μίλα καθαρά!

                                   ΜΗΔΕΙΑ

Άλλη πήρε γυναίκα…

                                    ΑΙΓΕΥΣ

Τόλμησε να κάνει μια τέτοια ατιμία;

                                  ΜΗΔΕΙΑ

Ναι! Και μένα που άλλοτε μ’ αγαπούσε, τώρα με περιφρονεί.

                                  ΑΙΓΕΥΣ

Τον χτύπησε ο Έρωτας; Ή σε βαρέθηκε;

                                 ΜΗΔΕΙΑ

Μεγάλος έρωτας! Αρνιέται τους δικούς του.

                                  ΑΙΓΕΥΣ

Παράτα τον λοιπόν κι εσύ αφού ανάξιος είναι.

                                 ΜΗΔΕΙΑ

Γαμπρός βασιλικός πάσχισε να γίνει.

                                  ΑΙΓΕΥΣ

Ποιανού κόρη παίρνει;

                                  ΜΗΔΕΙΑ

Του Κρέοντα. Του βασιλιά της Κορίνθου.

                                  ΑΙΓΕΥΣ

Με το δίκιο σου πονάς, κόρη μου.

                                  ΜΗΔΕΙΑ

Χάθηκα. Και τώρα με διώχνουν απ’ την πόλη.

                                  ΑΙΓΕΥΣ

Και ο Ιάσονας; Το δέχεται αυτό; Ανάξιο είναι

                                 ΜΗΔΕΙΑ

Με τα λόγια, όχι. Στην πράξη, ναι.

 

(Γονατίζει.)

                          ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Μήδεια! Μήδεια! Μήδεια! Μήδεια!

                                ΜΗΔΕΙΑ

Όρκο κάνω στα γένια σου και στα γόνατά σου! Ικέτισσα γίνομαι…

                          ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Βλέπω το χαμό σου και πονώ, Μήδεια…

                                 ΜΗΔΕΙΑ

Σπλαχνίσου με τη βαριόμοιρη…

                          ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Ποια Μοίρα κακιά σε κατατρέχει. Δεν υπάρχει θεός για σένα…

                                ΜΗΔΕΙΑ

Σπλαχνίσου με, μη μ’ αφήνεις έρημη στη εξορία μου…

                           ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Κλάψε, Μήδεια. Ποια Μοίρα κακιά…

                                 ΜΗΔΕΙΑ

Δέξου με στη χώρα σου… Έτσι, να σου χαρίσουν οι θεοί παιδιά…

                           ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Κλάψε, Μήδεια… Κλάψε, Μήδεια…

(και ΜΠΑΣΟΙ): …σε κατατρέχει.

                                   ΜΗΔΕΙΑ

…κι ευτυχισμένος κάποτε τα μάτια σου να κλείσεις. Ανέλπιστο καλό για σένα είναι που με βρήκες. Τα βότανά μου έχουν δύναμη να χαρίζουν τέκνα σε όσους δεν μπορούν να τ’ αποκτήσουν.

                                     ΑΙΓΕΥΣ

 (Τη σηκώνει) Δε σου αρνούμαι αυτή τη χάρη. Πρώτον γιατί σέβομαι τους θεούς κι ύστερα μου τάζεις παιδιά. Έλα στον τόπο μου και θα σε προστατέψω. Όμως δε θα σε πάρω εγώ. Μόνη σου πρέπει να ’ρθεις και θα βρεις ασφάλεια κοντά μου. Φύγε μόνη.

                                    ΜΗΔΕΙΑ

Θα κάνω όπως το λες. Όρκο όμως θέλω από σένα.

                                     ΑΙΓΕΥΣ

Γιατί, ο λόγος μου δε σου φτάνει;

                                    ΜΗΔΕΙΑ

Μου φτάνει. Όμως με μισεί το σπίτι του Πελία και ο Κρέοντας. Αν δεθείς με όρκο, δεν θα μ’ αφήσεις τότε να με πάρουν. Αν αρκεστώ μόνο στο λόγο σου, αύριο μπορεί να γίνεις φίλος τους και να με παραδώσεις. Τι εγώ δύναμη δεν έχω, ενώ εκείνοι πλούτη έχουν και παλάτια.

                                    ΑΙΓΕΥΣ

Μεγάλη πρόβλεψη δείχνουν τα λόγια σου. Δεν αρνούμαι αν επιμένεις να ορκιστώ. Είναι και για μένα ασφάλεια, γιατί θα ‘χω να το λέω στους εχθρούς σου. Έτσι, πιο ασφαλισμένη θα είσαι. Πες μου, σε ποιους θεούς θέλεις να ορκιστώ;

                                   ΜΗΔΕΙΑ

Στη Γη! Και στον Ήλιο! Πατέρα του πατέρα μου! Όρκο να κάνεις στους θεούς και στο μεγάλο Δία στου Άδη τις βαριές σκιές που κατοικούν βαθιά στη γη, τη Μοίρα μας ορίζουν! Ήλιε! Λούσε με στο Φως!

                    ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Λούσε μας στο Φως! Διώξε τα σκοτάδια! Τυφλός είναι όποιος πονά… Ο πόνος κλώθει ανήκουστα δεινά. Μέγα Δία, εσένα καλώ! Μην αφήσεις να δουν τα μάτια μου φονικό φριχτό.

 

                                      ΑΙΓΕΥΣ

Όρκο θα κάνω στους θεούς και στο μεγάλο Δία! Στου Άδη τις βαριές σκιές που κατοικούν βαθιά στη γή, τη Μοίρα μας ορίζουν. Ήλιε, λούσε με στο Φως! (Προς τη Μήδεια) Πως θα κάνω ή δεν θα κάνω ποιο πράγμα;

                                     ΜΗΔΕΙΑ

Πως δε θα με διώξεις ποτέ από τον τόπο σου ούτε θα δεχτείς ποτέ να με παραδώσεις στους εχθρούς μου.

                                     ΑΙΓΕΥΣ

Ορκίζομαι στη Γη και στο λαμπρότατο το φως του Ήλιου! Και σ’ όλους τους θεούς πως είμαι βράχος ακλόνητος σε όσα μου ζητάς.

                                       ΜΗΔΕΙΑ

Σ’ ευχαριστώ. Κι αν πατήσεις τον όρκο σου ποια κατάρα πρέπει τότε να σε βρεί;

                                      ΑΙΓΕΥΣ

Να πάθω όσα παθαίνουν όσοι δε φοβούνται τους θεούς!

                                      ΜΗΔΕΙΑ

Να πας στο καλό! Μόλις τελειώσω αυτά που πρέπει να πράξω εδώ, να με περιμένεις, Αιγέα, στην πόλη σου.

 

(Οι Ακόλουθοι, οι Αυλικοί και οι Στρατιώτες τραγουδώντας περικυκλώνουν τον Αιγέα που τους οδηγεί προς την Έξοδο.)

                              ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Γλυκιά στιγμή του γυρισμού με γεμίζεις με χαρά!

Να φύγω γρήγορα ζητώ, με πνίγει το κακό…

Αιγέα, δώσε προσταγή! Στο πλοίο βιάζομαι να μπω!

Μονάχα οι θεοί μπορούν να πνίξουν τη σφαγή!

Εγώ είμαι θνητός… Σε σπίτι γυρνώ πατρικό.

Θυσία θα κάνω στο βωμό!

(Όλοι έχουν βγεί. Στην τελευταία στιγμή, πάνω στο Αλέγκρο Βιβάτσε, ο Αιγέας στέκεται και στρέφεται προς το Χορό Γυναικών που τραγουδά γι’ αυτόν. Στο τέλος του χορικού, ο Αιγέας βγαίνει απ’ τη σκηνή.)

 

 

 

 

ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

 

 

Σκηνή 9

                              ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 (Προς τον Αιγέα που φεύγει) Άμποτε ο Ερμής ο γιός της Μαίας, προστάτης των οδοιπόρων, να σ’ οδηγήσει καλά ως το παλάτι σου κι όσα ζητάς να γίνουν γιατί έχεις μεγάλη καρδιά, ώ Αιγέα.

                                   ΜΗΔΕΙΑ

Ώ Δια! και σύ ώ Δίκη του Δία! Και συ του Ήλιου το Φως! Φίλες μου, έφτασε η ώρα να νικήσω τους εχθρούς μου! Τη στιγμή που πνιγόμουν μέσα στα πάθη μου, ήρθε αυτός ο άνθρωπος, αληθινό λιμάνι. Σ’ αυτό το λιμάνι θα δέσω σαν το πλοίο στον κάβο, όταν με το καλό φθάσω στης Παλλάδας την πόλη και στην Ακρόπολή! Και τώρα, άκου τα σχέδια μου: Θα ζητήσω να δω τον Ιάσονα. Θα του μιλήσω γλυκά πως συμφωνώ τάχα με τα έργα του. «Καλά έκανες το γάμο» θα του πω. «Καλά που με παράτησες. Για το συμφέρον μας το κάνεις. Καλά τα σκέφτηκες». Θα του ζητήσω μετά να μείνουν τα παιδιά μας εδώ για να μην τα περιπαίζουν στα ξένα κι έτσι να σκοτώσω με δόλο τη νύφη. Θα δώσω στα παιδιά μου να της πάνε δώρο νυφικό αραχνοΰφαντο βουτηγμένο σε φαρμάκι που θα δώσει σ’ αυτήν και σ’ όποιους την αγγίζουν θάνατο φριχτό! Ως εδώ καλά… Για τα μετά βασανίζομαι γιατί δεν ξέρω τι πρέπει να πράξω… Θα σφάξω τα παιδιά μου! Κανένας δεν θα μπορέσει να τα γλιτώσει απ’ τα θανατερά μου χέρια! Έτσι θα ξεριζώσω το σπίτι του Ιάσονα. Φριχτότατο έργο θα κάνω με γερή καρδιά! Και μετά θα φύγω μακριά από τούτο τον τόπο όπου θα χύσω το αίμα των παιδιών μου…

                             ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Είναι λόγια του θυμού. Είσαι μάνα, δεν μπορεί να πιστεύεις σε όσα λες…

                                     ΜΗΔΕΙΑ

Φίλες μου, δεν το μπορώ να γελούν με τα πάθη μου οι εχθροί μου.

                             ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Τα παιδιά σου σε τι φταίν;

                                     ΜΗΔΕΙΑ

Εμπρός!

                              ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Μήδεια!

                                  ΜΗΔΕΙΑ

Κι αν ζήσουν, τι καλό θα ιδούν;

                                ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Μόνο το φως τους φτάνει…

                                        ΜΗΔΕΙΑ

Δίχως σπίτι και πατρίδα…

                                 ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Η μάνα είναι πατρίδα!

                                      ΜΗΔΕΙΑ

Λάθος φριχτό που πίστεψα τον Έλληνα κι άφησα το πατρικό το σπίτι.

                                 ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Το φταίξιμο δικό σου…

                                      ΜΗΔΕΙΑ

Όμως με τη βοήθεια του θεού, ο Ιάσων θα πληρώσει σκληρά…

                                 ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Λυπήσου τα παιδιά σου!

                                       ΜΗΔΕΙΑ

Γιατί ούτε τα παιδιά του πιά θα έχει… Ούτε θ’ αποχτήσει καινούρια από νύφη νεκρή… Αυτή είναι η Μοίρα κι αυτής της δύστυχης απ’ τα δικά μου τα φαρμάκια φριχτό θάνατο να βρεί…

                              ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Κλάψε, καρδιά μου, κλάψε… Μας ξεχάσαν οι θεοί… Μέγα Δία, σε καλώ! Σε δοξάζω και βογγώ…

 

                                       ΜΗΔΕΙΑ

Κανένας να μη με θαρρεί αδύνατη και ήρεμη… Για τους εχθρούς μου σκληρή είμαι. Γλυκιά για όσους μ’ αγαπούν. Άνθρωποι τέτοιο ζούνε με τιμή.

                               ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Αφού μας εμπιστεύτηκες, άκου τι θα σου πούμε κι εμείς. Από σέβας στους νόμους αλλά και για το δικό σου καλό, τέτοιες πράξεις μην κάνεις.

                                      ΜΗΔΕΙΑ

Αλλιώς δεν γίνεται! Αν είχες πάθη τα πάθη τα δικά μου δε θα με συμβούλευες έτσι.

                              ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Και πως θ’ αντέξει η καρδιά σου να σφάξεις τα ίδια τα παιδία σου;

                                     ΜΗΔΕΙΑ

Με φαρμάκι θα γεμίσω έτσι την καρδιά του Ιάσονα…

                              ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Φοβάμαι πως το πάθος της τυφλώνει τη σκέψη της. Και τη δική σου δυστυχία δεν την λογαριάζεις;

                                     ΜΗΔΕΙΑ

Εμπρός! Τα λόγια είναι περιττά! (Προς την ΤροφόJ Πήγαινε λοιπόν να φέρεις τον Ιάσονα. Σε σένα εμπιστεύομαι. Κι αν θέλεις το καλό μου, κι αν είσαι κι εσύ γυναίκα, έχετε το στόμα σφαλιστό.

                               ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Ώ Αθηναίοι! Ερεχθείδαι το παλαιόν Όλβιοι! Παιδιά καλότυχων θεών και της ιερής Γης απάτητης από εχθρούς, πανένδοξη σοφία σας τρέφει! Με βήμα αλαφρό περπατάτε μέσα σε αιθέριο κλίμα εκεί που η Αρμονία γέννησε τις Μούσες! Η Αφροδίτη εκεί δροσίζεται στου Κηφισού τα κρυστάλλινα τα νερά όπου αύρες γλυκόπνοες κάμπους και βουνά δροσίζουν. Στολίζουν τα μαλλιά της με στεφάνι αρωματιστό ροδοδάφνης καθώς στέλνει τους Έρωτες να καθίσουν στο πλευρό της Σοφίας και να τη βοηθούν σε κάθε φανέρωμα της Αρετής. Αυτή η πόλη πως θα σε δεχτεί, Μήδεια, σα σκοτώσεις τα παιδιά σου; Εσένα την ανόσια; Η πόλη με τα ιερά ποτάμια, χώρα φιλόξενη για τους καλούς. Σκέψου, σκέψου, σκέψου τα παιδιά σου, πως θα τους μπήξεις το μαχαίρι; Το χέρι σου πως θα τολμήσει τέτοιο φονικό; Προσπέφτουμε στα γόνατα. Σε ικετεύουμε. Μη! Μη σκοτώσεις τα παιδιά σου! Από πού θα πάρεις θάρρος; Πως θα τολμήσει η ψυχή και το χέρι σου τέτοιο κακό να κάνουν στων παιδιών σου την καρδιά; Πως θα μπορέσεις να τα δεις νεκρά και σκοτωμένα; Από σένα τη μάνα τους; Όχι! Δεν θα το μπορέσεις! Τι θα κάνεις όταν τα άμοιρα γονατίσουν μπροστά σου; Θα μπορέσεις τότε (μπαίνει αργά ο Ιάσων συνοδευόμενος απ’ την Τροφό) να βάψεις τα χέρια σου στο αίμα των παιδιών σου;

 

Σκηνή 10

                                       ΙΑΣΩΝ

Με κάλεσες κι ήρθα. Εγώ δε σ’ αποφεύγω κι ας με μισείς. Πες μου, τι άλλο θέλεις από μένα;

                                       ΜΗΔΕΙΑ

Συμπάθησέ με σε παρακαλώ, Ιάσονα, για όσα είπα. Γλυκιές που ήταν οι κρυφές μας αγάπες… Σ’ έκρυβα, Ιάσονα, Θυμήσου και σου ‘δειχνα το δρόμο να βγαίνεις πάντα νικητής… Γλυκιές ήσαν οι κρυφές μας αγάπες… Γι’ αυτό αν θυμώνω, εσύ πρέπει να με συγχωρείς… Αλήθεια να τρελάθηκα τόσο που να μισώ τους γνωστικούς; Να γίνομαι μισητή στον βασιλιά και στον άντρα μου που για το καλό μου παντρεύεται τη βασιλοπούλα να σπείρει τ’ αδέρφια των παιδιών μου. Λοιπόν, ας μη θυμώνω! Άλλωστε όλα με τη βοήθεια των θεών πάνε καλά! Έχω παιδιά κι είμαστε διωγμένοι απ‘ την Ιωλκό χωρίς φίλους… Αυτά σκέφτηκα, Ιάσονα, κι είπα μέσα μου: Πόσο μυαλωμένος αλήθεια στάθηκες να μας δώσεις αυτή τη συγγένεια! Άμυαλη ήμουνα να μη σου συμπαρασταθώ απ’ την αρχή. Εγώ το κρεβάτι σας θα στρώσω! Κι όλο χάρες τη νύφη θα στολίσω! Γυναίκες όμως είμαστε και δε σου πάει στο άδικο να μου μοιάσεις… Και στις ανοησίες μου ανοησίες κι εσύ να πεις… υποχωρώ γιατί ξέρω πως δεν σκεφτόμουν λογικά… Τώρα σκέφτομαι σωστά! (Γυρίζει κατά το σπίτι και φωνάζει: ) Παιδιά! Παιδιά μου! Τι κάθεστε μέσα; Βγείτε έξω! (Τα παιδιά βγαίνουν συνοδευόμενα απ’ τον Παιδαγωγό) Φιλήστε τον πατέρα σας! Βγάλτε το μίσος απ’ την καρδούλα σας, όπως έκανα κι εγώ. Φιλιωθείτε! Φιλιωθείτε! Με τα χεράκια σας πάρτε το χέρι του… (Ενώ τα παιδιά δίνουν τα χέρια στον πατέρα τους, η Μήδεια στρέφεται προς το κοινό) Ωιμένα! Ωιμέ! Αλίμονο! Σα συλλογίζομαι το τρομερό κακό που μου καίει το μυαλό… Παιδιά μου! Τάχα θα ζήσετε πολύ ν’ απλώνετε τα χέρια σας έτσι… Άμοιρη εγώ τα μάτια μου βουρκώνουνε… Φόβος κατέχει την ψυχή μου… (Αγκαλιάζει τα παιδιά της) Με δάκρυα βρέχω τ’ αγαπημένα σας πρόσωπα που τώρα ξανά με τον πατέρα σας φιλιώνω.

                                      ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Δάκρυα και μένα μου πλημμυρίσανε τα μάτια. Άχ, ας σταματήσει εδώ το κακό.

 

                                       ΙΑΣΩΝ

Αινώ, γύναι, ταδ’, ουδ’, εκείνα μέμφομαι. Επαινώ τα λόγια σου τα τωρινά ξεχνώντας τα παλιά. Βρίσκω πως είναι φυσικός ο θυμός της γυναίκας που την αφήνει ο άντρας της για κάποιαν άλλη, Όμως εσύ άλλαξες τώρα γνώμη. Βλέπω πως σκέφτεσαι σωστά είναι τα έργα του με τη βοήθεια των θεών. Γιατί εσείς και τα’ αδέρφια σας πρώτοι πολίτες θα ‘σαστε στην Κόρινθο. Μεγαλώστε εσείς. Ο πατέρας σας θα φροντίζει για τα υπόλοιπα με τη βοήθεια των θεών. Να γίνετε παλικάρια ξακουστά. Φόβος και τρόμος για τους εχθρούς μου. (Προς τη Μήδεια που του έχει γυρίσει την πλάτη και κλαίει) Μα εσύ γιατί γύρισες το πρόσωπό σου με δάκρυα τα μάτια σου ποτίζεις; Γιατί δε χαίρεσαι με όσα λέω;

                                         ΜΗΔΕΙΑ

Δεν είναι τίποτα… Αυτά τα παιδιά συλλογιέμαι…

                                          ΙΑΣΩΝ

Διώξε το φόβο! Για όλα θα φροντίσω εγώ!

                                         ΜΗΔΕΙΑ

Αυτό θα κάνω! Στα λόγια σου θα στηριχτώ! Όμως η γυναίκα είναι δειλή κι εύκολη στα δάκρυα.

                                          ΙΑΣΩΝ

Τότε γιατί κλαίς για τα παιδιά μας;

                                          ΜΗΔΕΙΑ

Μάνα τους είμαι. Όταν άκουσα τις ευχές σου, φόβος μ’ έπιασε μήπως και δε γίνουν αυτά που σκέφτεσαι. Σου μίλησα πρίν. Τώρα άκου και τα υπόλοιπα: Αφού ο βασιλιάς της Κορίνθου αποφάσισε να με διώξει, τότε ας φύγω μόνη. Ζήτησε απ’ τον Κρέοντα να κρατήσεις εσύ τα παιδιά στη δική σου προστασία.

                                         ΙΑΣΩΝ

Θα δοκιμάσω να το κάνω. Δεν ξέρω αν θα τον πείσω…

                                         ΜΗΔΕΙΑ

Τότε ζήτησε απ’ τη γυναίκα σου να πείσει τον πατέρα της.

                                        ΙΑΣΩΝ

Είμαι σύμφωνος γι’ αυτό. Ελπίζω πως θα την πείσω.

                                       ΜΗΔΕΙΑ

(Μιλώντας στον εαυτό της) Αν μοιάζει με τις άλλες γυναίκες… (Προς τον Ιάσονα) Θα σε βοηθήσω κι εγώ σ’ αυτό. Θα της στείλω με τα παιδιά δώρα ανεκτίμητα! Νυφικό φόρεμα αραχνοϋφαντο και στεφάνι χρυσό! (Προς τις υπηρέτριες) Γρήγορα τρέξτε και φέρτε τα δώρα! Χίλιες φορές ευτυχισμένη θα ‘ναι η νύφη αφού θα πλαγιάσει στο πλευρό σου στολισμένη με τα στολίδια που Ήλιος , ο πατέρας του πατέρα μου, τα χάρισε στους απογόνους του. (Μια σκλάβα φέρνει τα δώρα) Παιδιά μου, πάρτε τα νυφιάτικα δώρα μου να τα πάτε στην ευτυχισμένη νιόπαντρη βασιλοπούλα. Δεν είναι δώρα ευκαταφρόνητα.

                                     ΙΑΣΩΝ

Άμυαλη είσαι, Μήδεια, να σκορπάς τα πλούτη σου. Το παλάτι είναι γεμάτο με χρυσάφι και πέπλα. Μην τα δίνεις. Φύλαξέ τα για σένα. Προτιμώ η γυναίκα μου να τιμήσει με την πράξη της το δικό μου λόγο, παρά με τα δώρα σου.

                                    ΜΗΔΕΙΑ

Κάνεις λάθος! Ακόμα και οι θεοί πείθονται με δώρα. Πιο δυνατό είναι το χρυσάφι για τους θνητούς, παρά χίλια λόγια. Εκείνη τώρα είναι ευτυχισμένη. Χαρές και μεγαλεία της χαρίζουν οι θεοί. Είναι κορίτσι! Είναι βασίλισσα! Για να μην πάνε τα παιδιά μου εξορία, θα της χάριζα την ίδια μου τη ζωή! (Αγκαλιάζει τα παιδιά της) Πηγαίνετε στα λαμπερά παλάτια. Ζητείστε να σας λυπηθεί η καινούρια νύφη του πατέρα σας και δική μου κυρά! Παρακαλέστε την να μην σας διώξουν από δώ και δώστε της τα στολίδια. (Επίσημα) Είναι ανάγκη να γίνει αυτό που σας λέω! Να τα πάρει με τα ίδια της τα χέρια… (Τα σπρώχνει) Τρέξτε γρήγορα. Κι όταν τελειώσετε, ελάτε ξανά κοντά μου να μου φέρετε ευχάριστη είδηση για όσα ποθώ να πετύχω.

 

(Τα παιδιά απομακρύνονται μαζί με τον Ιάσονα και τον Παιδαγωγό.)

 

Σκηνή 11

                             ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Πάνε οι ελπίδες μου πια για των παιδιών της τη ζωή. Παίρνουν το δρόμο της σφαγής. Η νύφη, ώ άμοιρη, στεφάνια χρυσά στα χρυσά της μαλλιά θα βάλλει θανατερά στολίδια. Ξεγελασμένη από την θεϊκή τη λάμψη θα βάλει το πέπλο και το στεφάνι το χρυσό, νύφη του Χάρου θα γίνει. Σε τέτοιο θάνατο φριχτό, από τη μοίρα της γραμμένο η δύστυχη θα πέσει. Δε θα γλιτώσει απ’ το χαμό. Και συ, βασιλικέ γαμπρέ, βαριόμοιρε, σε θάνατο ζυγώνεις φριχτό δίχως να το βλέπεις. Κλάψε τα παιδιά σου και τη γυναίκα σου. Δύστυχε Ιάσων, δεν ξέρεις τι σου γράφει η Μοίρα… Μα στενάζω και για σένα, άμοιρη, που τα ίδια τα παιδιά σου θα σφάξεις για ένα κρεβάτι νυφικό.

 

Σκηνή 12

(Μπαίνει ο Παιδαγωγός με τα παιδιά.)

                                  ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Κυρά μου, τα παιδιά σου δεν θα πάνε εξορία! Η νύφη χαρούμενη πήρε τα δώρα και σου κάνει τη χάρη! Όμως εσύ γιατί δεν χαίρεσαι γι’ αυτό;

                                     ΜΗΔΕΙΑ

Ωιμένα!

                                  ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Τα νέα είναι καλά, γιατί θρηνείς;

                                     ΜΗΔΕΙΑ

Ωιμένα και πάλι ωιμένα!

                                 ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Μήπως άθελα μου σου έφερα κακά νέα; Για καλά τα νόμιζα.

                                     ΜΗΔΕΙΑ

Σ’ άκουσα. Δε φταις εσύ.

                                   ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Μα εσύ κλαίς!

                                     ΜΗΔΕΙΑ

Άκουσε, γέρο. Η ανάγκη με κάνει να κλαίω. Εγώ τα σκέφτηκα όλα όσα θα γίνουν με τη βοήθεια των θεών.

                                   ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Υπομονή! Ίσως γίνει και για σένα αυτό που γίνεται για τα παιδιά.

                                     ΜΗΔΕΙΑ

Όμως πρίν, θα γίνουν πολλά…

 

                                 ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Δεν είσαι η πρώτη που χάνεις τα παιδιά σου. Θνητή είσαι και πρέπει να υπομένεις.

                                   ΜΗΔΕΙΑ

Αυτό θα κάνω! Πήγαινε να ετοιμάσεις το δείπνο των παιδιών. (Ο Παιδαγωγός φεύγει. Η Μήδεια πλησιάζει αργά προς τα παιδιά της. Τα παίρνει αγκαλιά. Τα χαϊδεύει και τα γεμίζει φιλιά.) Παιδιά μου! Μικρά γλυκά μου παιδιά… Εσείς τώρα έχετε σπίτι και πόλη για να ζήσετε μόνα, χωρίς τη δύστυχη τη μάνα σας. Εγώ διωγμένη πρέπει τώρα να φύγω, σε ξένους τόπους εξόριστη να ζήσω, χωρίς να σας χαρώ πριν σας παντρέψω, να στολίσω  με άνθη το νυφικό σας κρεβάτι. Ώ! ταλαίπωρη είμαι! Του κάκου σας μεγάλωσα, του κάκου σας γέννησα με πόνους. Έλπιζα πως θα σταθείτε στο πλευρό μου στη στερνή μου την ώρα να μου κλείσετε τα μάτια. Να με νεκροστολίσετε… Πάνε πια αυτές οι σκέψεις οι γλυκιές, χαθήκανε για μένα… Δίχως εσάς, έρημη και μόνη, μαύρες μέρες με προσμένουν τώρα… Τα ματάκια σας, παιδιά μου, θα πάψουν να βλέπουν τη μάνα σας, αφού κι εσείς θα φύγετε, θ’ αλλάξετε ζωή. Γιατί, καρδούλες μου, έτσι με γλύκα με κοιτάτε; Γιατί στα χείλη σας ανθίζει αυτό το γέλιο το στερνό; Ώιμένα! Ωιμέ! Τι να κάνω; Καλές μου, το θάρρος μου φεύγει βλέποντας τα πρόσωπά τους. Αφήνω τις κακές τις σκέψεις! Θα πάρω μαζί μου τα παιδιά! Τάχα είναι ανάγκη μόνο και μόνο για να πικράνω τον πατέρα του διπλές και τρίδιπλες συμφορές να βάλω στην καρδιά μου; Όχι! Δε θα το κάνω! Όμως, τι μ’ έπιασε ξαφνικά; Ν’ αφήσω τους εχθρούς μου ατιμώρητους να γελούν με τα δικά μου πάθη; Χρειάζεται τόλμη! Να σκληρύνω πρέπει την καρδιά μου! Παιδιά! (Τα σπρώχνει) Μπείτε μέσα! Γρήγορα! (Τα παιδιά φοβισμένα τρέχουν προς το σπίτι.) Όποιος βρίσκει πως η θυσία που θα κάνω είναι ανόσια, να φύγει! Αυτό το χέρι είναι σταθερό! Δε θα δειλιάσει! Άχ, όχι! Δύστυχη Μήδεια… Μην προχωρήσεις σε τέτοιες πράξεις. Λυπήσου τα παιδιά σου… Σε σας ορκίζομαι τώρα, θεοί τιμωροί του Κάτω Κόσμου! Σε σένα, Πλούτωνα, πως δε θ’ αφήσω τους εχθρούς μου να σκοτώσουν με μαρτύρια τα παιδιά μου! Κάλιο να τα σκοτώσω εγώ η ίδια που τα γέννησα! Το τέλος τους είναι γραμμένο! Θάνατος! Και δε θα τον ξεφύγουν! (Σα να βλέπει όραμα.) Και να! Η νύφη τώρα βάζει το στεφάνι, σφαδάζοντας πεθαίνει μες στα πέπλα… Ναι! Το ξέρω! (Ξανασκέφτεται τα παιδιά της κοιτάζοντας προς το σπίτι.) Όμως, ας χαιρετήσω τα παιδιά μου. Πικρό δρόμο τώρα πρόκειται να πάρω εγώ κι αυτά τα δύσμοιρα ακόμα πιο πικρό… (Κάνει νόημα για να βγουν. Τα παιδιά έρχονται διστακτικά κοντά της.) Παιδιά μου! Δώστε μου το δεξί σας χέρι… (Τα σφίγγει στην αγκαλιά της και τα γεμίζει φιλιά) …να το φιλήσει η μάνα σας. Ώ, ακριβό μου χέρι. Ακριβό μου στόμα. Κορμιά ευγενικά, πρόσωπα ωραία, ας είστε καλά εκεί που πάτε… Σ’ αυτόν τον κόσμο δεν έχει για σας ευτυχία. Σας την έχει κλέψει ο πατέρας σας… Ω, αγκάλιασμα γλυκό… Ω, τρυφερά κορμάκια και γλυκιά ανάσα των παιδιών μου. (Τα σπρώχνει ξανά με βία) Γρήγορα! Πηγαίνετε μέσα! (Τα προστάζει να μπουν στο σπίτι) Δε βαστώ άλλο να σας βλέπω… Με γονατίζει η δυστυχία και η συμφορά… (Τα παιδιά μπαίνουν στο σπίτι) Ξέρω καλά το κακό που πρόκειται να κάνω. Όμως ο θυμός νικά τα λογικά μου… Έτσι γίνονται πάντα στους ανθρώπους οι μεγάλες συμφορές…

 

Σκηνή 13

                             ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Πολλές φορές μπήκα…

                                 ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Πολλές φορές μπήκα σε σκέψεις δύσκολες για γυναίκα…

                           ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Δύσκολες και λεπτές…

                                ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Όμως σε μερικές από μας η Μούσα μας συντροφεύει και μας χαρίζει σοφία…

                          ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Όμως σε μερικές από μας η Μούσα…

                               ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Λέω λοιπόν, ευτυχισμένοι είναι όσοι δεν έχουν παιδιά…

                         ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Η Μούσα…

                               ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Ο άτεκνος δεν ξέρει αν τα παιδιά γλυκαίνουν ή πικραίνουν τη ζωή.

                         ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Η Μούσα μας συντροφεύει…

                             ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Κι αυτοί που έχουν παιδιά, τους βασανίζει η έγνοια πώς να τα μεγαλώσουν…

                         ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Μας συντροφεύει…

                                 ΚΟΡΥΦΑΙΑ

…δίχως να ξέρουν αν μοχθούν για τέκνα καλά ή όχι…

                                  ΜΗΔΕΙΑ

Καλές μου, ώρα πολλή πέρασε κι ακόμα περιμένω να δω τι γίνηκε στο παλάτι. Μα να! Βλέπω ένα δούλο του Ιάσονα να έρχεται λαχανιασμένος. Σίγουρα κάποιο κακό έρχεται να μας πει.

 

(Μπαίνει λαχανιασμένος ο Αγγελιαφόρος)

 

Σκηνή 14

                                ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Μήδεια! Μήδεια! Εσύ που’ χεις κάνει έργο φριχτό κι ανόσιο. Φύγε! Φύγε! Πάρε καράβι ή άμαξα και φύγε γρήγορα!

                                     ΜΗΔΕΙΑ

Πες πρώτα τι με κατηγορούν πως έκανα.

                                ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Τα φαρμακερά σου βότανα σκοτώσαν τη βασιλοπούλα και τον Κρέοντα!

                                     ΜΗΔΕΙΑ

Να ζήσεις! Ωραία τα λες! Με τα όμορφα λόγια σου φίλος μου έγινες!

                              ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Άκουσα τάχα καλά; Τι λες; Τρελάθηκες φαίνεται ν’ ακούς φριχτά γεγονότα και συ να χαίρεσαι. Κι ούτε που φοβάσαι…

 

                                    ΜΗΔΕΙΑ

Μη βιάζεσαι. Άκουσε πρώτα. Όμως πριν, πες πως έγινε το κακό. Πως χαθήκανε; Γιατί, αν ο θάνατός τους ήταν μαρτυρικός, διπλή θα ‘ναι η χαρά μου.

                               ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Όταν είδαμε τα παιδιά σου να μπαίνουν στο παλάτι με τον πατέρα τους, εμείς οι δούλοι χαρήκαμε γιατί σκεφτήκαμε πως φιλιώσατε με τον Ιάσονα. Γεμίζαμε με φιλιά τα παιδιά σου σα μάγουλα και στα ξανθά μαλλιά τους. Εγώ είχα τόση χαρά που τα’ ακολούθησα στα δωμάτια των γυναικών. Η βασιλοπούλα σαν είδε τον Ιάσονα γλύκανε η όψη της. Όμως, σαν πρόσεξε τα παιδιά, γύρισε το κεφάλι με σιχασιά. Τότε ο Ιάσονας της λέει: «Γιατί μισείς τα παιδιά μου; Άφησε το θυμό και στρίψε το κεφάλι. Πρέπει και συ ν’ αγαπάς αυτό που αγαπώ κι εγώ. Δέξου λοιπόν τα δώρα και για χάρη μου παρακάλεσε τον βασιλιά πατέρα σου να μην τα στείλει εξορία». Μόλις εκείνη βλέπει τα δώρα, χάρηκε και λέει στον Ιάσονα: «Θα μιλήσω στον πατέρα μου, έχεις δίκιο». Στη συνέχεια, παίρνει τα πέπλα και τα φορεί. Μετά βάζει το χρυσό στεφάνι στα μαλλιά της. Τα συγυρίζει και καμαρώνει την ομορφιά της στον καθρέπτη. Χαρούμενη τρέχει εδώ κι εκεί, σηκώνεται στις άκρες των ποδιών της κι όλο κοιτάζει στον καθρέπτη. Και ξαφνικά όλα αλλάζουν. Το χρώμα του προσώπου αλλάζει, το κορμί της διπλώνεται και στα δυό και σωριάζεται στην πολυθρόνα.

                            ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Ψέματα! Με γεμίζεις ψέματα!

                              ΣΟΠΡΑΝΟΙ

Μεγάλη φαντασία έχεις!

                                 ΑΛΤΟΙ

Πάψε ν’ ακούσουμε!

                              ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Μια γριά δούλα που πίστεψε πως το κακό έρχεται απ’ τα πάνω, άρχισε να σκούζει και να καλεί τους θεούς.

                            ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Τέτοιες πράξεις ξέρω πως τις κάνουν μόνο οι θεοί… Μου ‘ρχεται να σκούξω. Ψέματα! Μας γεμίζεις με ψέματα. Κλείσε, Μήδεια, τ’ αυτιά σου.

                            ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Μα εκείνη τώρα βγάζει αφρούς απ’ το στόμα. Τις κόρες των ματιών της στριφογυρίζει.

                                     ΧΟΡΟΣ

Ψέματα λες, για τέτοιες πράξεις φριχτές ο Δίας είναι ικανός, δεν υπάρχει τέτοιος θνητός.

                            ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Κάτασπρη γίνεται λες κι άδειασε όλο της το αίμα… Τότε η γριά δούλα βγάζει κραυγή δεητική…

                                   ΧΟΡΟΣ

Να σκούξω μου ‘ρχεται. Δε θέλω ν’ ακούσω…

                           ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Η νύφη ορμά τώρα να βρει το βασιλιά ενώ η δούλα ψάχνει τον Ιάσονα.

                                 ΧΟΡΟΣ

Όλα γύρισαν ανάποδα για μένα.

                           ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Το σπίτι βούιζε…

                               ΧΟΡΟΣ

Ήλιε μου! Ήλιε μου! Σένα κράζω!

                            ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

…τρέχει η νύφη κι ενώ άφωνη ήταν, τώρα σκούζει με τα μάτια κλειστά. Διπλό κακό την κυνηγούσε…

                                  ΧΟΡΟΣ

Κάλιο σκοτάδι!

                           ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

…απ’ τη μια στο στεφάνι βγάζει φλόγες…

                                 ΧΟΡΟΣ

Για να μη βλέπω το αίμα!

                               ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

…απ’ την άλλη τα πέπλα της τρώνε τις σάρκες…

                                    ΧΟΡΟΣ

Άχ! πως σπαράζω! Πονώ!

                               ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

…σπαράζει… Προσπαθεί να βγάλει το πύρινο στεφάνι μα εκείνο έχει κολλήσει. Διπλασιάζει τις φλόγες που καίνε τώρα τα χρυσά της μαλλιά.

                                      ΧΟΡΟΣ

Έργα δαιμονικά…

                               ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Η όψη της αλλάζει τόσο που μόνο ο πατέρας μπορεί πιά να γνωρίσει.

                                       ΧΟΡΟΣ

(Προς τη Μήδεια) Πρέπει να πεις ένα ναι ή ένα όχι. Μήδεια, πες μας αν εσύ τα έχεις κάνει ολ’ αυτά τα έργα τα φριχτά…

                             ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Χάθηκαν τα μάτια της, το ωραίο της πρόσωπο γέμισε φωτιά και αίμα…

                                    ΧΟΡΟΣ

Θολώνει το μυαλό. (Προς τον Αγγελιοφόρο) Απίστευτα φριχτά μου φαίνονται τα όσα λες.

                             ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

…ενώ το φαρμάκι έτρωγε τις σάρκες της βαθιά ως να φανούν τα κόκαλα…

                                   ΧΟΡΟΣ

Αθώων αίμα χύνεται…

                             ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Θέαμα φριχτό…

                                  ΧΟΡΟΣ

Γιατί θεοί;

                             ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

…αβάσταχτο.

                                    ΧΟΡΟΣ

Όλα τώρα τελείωσαν. Όλα.

                            ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Τέλος, πέθανε… Όμως εμείς διστάζαμε να την αγγίξουμε. Τότε ο δύστυχος πατέρας μπαίνει ξαφνικά με ορμή και πέφτει πάνω στο λείψανο… Ουρλιάζει…

                                   ΧΟΡΟΣ

Βασιλοπούλα…

 

                              ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

…καθώς αγκαλιάζει το άψυχο κορμί…

                                    ΧΟΡΟΣ

Βασιλοπούλα…

                             ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

…το φιλεί και λέει…

                                   ΧΟΡΟΣ

Τα αθώα σου μάτια δεν βλέπουν πιά.

                             ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

 «Άμοιρο παιδί μου, ποιος θεός σου ’κανε τέτοιο κακό; Ποιος ορφάνεψε τα γηρατειά μου;

                                  ΧΟΡΟΣ

Ω πατέρα έρημε…

                             ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Ωιμένα! Ω θάνατε, έλα να με πάρεις!»

                                  ΧΟΡΟΣ

Μήδεια! Οι θεοί θα σε κάψουν! Όλα τελείωσαν…

                             ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Σαν έπαψε τους θρήνους, κάνει να σηκωθεί όμως δεν μπορεί γιατί τα πέπλα έχουν κολλήσει πάνω του και τον κρατούν σαν τον κισσό που τυλίγει της δάφνης τα κλαριά. Τραβιέται με δύναμη και τότε οι σάρκες του ξεκολλούν και φαίνονται τα κόκαλά του.

                                      ΧΟΡΟΣ

Φρίκη! Φρίκη!

                              ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Τέλος, σωριάζεται και πεθαίνει εκεί δα πάνω στο νεκρό της κόρης του κορμί.

                                     ΧΟΡΟΣ

Το φώς τ’ ουρανού τώρα λιγοστεύει.

                            ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Συμφορά αμέτρητη που θέλει θρήνους και θρήνους.

                                    ΧΟΡΟΣ

Θρηνώ και πονώ βαθιά.

                            ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Για σένα, Μήδεια, τι να πώ; Ξέρεις εσύ πώς να ξεφύγεις.

                                   ΧΟΡΟΣ

Αχ, παιδιά μου έρημα, τέλειωσαν όλα. Όλα μια σκιά.

                            ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Μια σκιά ο άνθρωπος είναι, αυτό το ξέρω.

                                    ΧΟΡΟΣ

Γιατί οι θεοί μας μισούν;

                            ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Κι όσοι περνάνε για σοφοί και αραδιάζουν θεωρίες, ανόητοι είναι.

                                   ΧΟΡΟΣ

Δεν μιλάς, Μήδεια!

                            ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Δεν υπάρχει ευτυχία για τους θνητούς. Κι αν κανείς πλουτίσει, τυχερός είναι μα ποτέ ευτυχισμένος.

 

(Φεύγει ο Αγγελιοφόρος)

 

                                  ΧΟΡΟΣ

Μήδεια! Σε φοβάμαι. Άχ, περιμένω ν’ ακούσω…

                               ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Δίκιο έχει ο θεός να τιμωρήσει σήμερα τον Ιάσονα. Όμως εσένα δύστυχη κόρη του Κρέοντα, εσένα κλαίμε. Τώρα χτυπάς την πόρτα του Άδη μόνο και μόνο γιατί άντρα σου πήρες τον Ιάσονα.

                                ΜΗΔΕΙΑ

Καλές μου φίλες! Η απόφαση πάρθηκε οριστικά! Θα σκοτώσω τα παιδιά μου! Και θα φύγω. Δεν πρέπει να χαθούν από χειρότερο χέρι. Πρέπει να πεθάνουν.

 

Σκηνή 15

                                     ΜΗΔΕΙΑ

Πρέπει να πεθάνουν – εγώ θα τα σκοτώσω

καρδιά μου ετοιμάσου.

Δεν πρέπει να καθυστερώ

στη Μοίρα και στην Ανάγκη

που μου ζητούν να κάνω έργο φριχτό.

Πρέπει να πεθάνουν – εγώ θα τα σκοτώσω

καρδιά μου ετοιμάσου.

Δύστυχό μου χέρι κι εσύ

πιάσε τώρα το σπαθί

ν’ αρχίσεις καινούρια θλιβερή ζωή.

Πρέπει να πεθάνουν – εγώ θα τα σκοτώσω

καρδιά μου ετοιμάσου.

Μήδεια, βγάλει απ’ το νου

ξέχασε πως τα γέννησες

ξέχασε πως τα λατρεύεις.

                                         ΚΟΡΟ

Μήδεια, βλέπω το χαμό σου και πονώ.

                                       ΜΗΔΕΙΑ

Σήμερα λησμόνησέ τα

κι αύριο κλαις.

Κλάψε, κλάψε Μήδεια

θυμήσου μόνο,

πως κι αν τα σκοτώσεις

στην καρδιά σου πάντα είναι

–          είναι για πάντα.

Δεν υπάρχει πιο δύστυχη

από μένα.

 

(Πηγαίνει με αργά βήματα προς το σπίτι. Ανοίγει τη μεγάλη πόρτα και χάνεται.)

 

Σκηνή 16

                                    ΧΟΡΟΣ

Ω Γη! Και συ του Ήλιου αχτίνα φωτεινή! Καλύτερα είναι γι’ αυτήν να χαθεί πρίν ν’ απλώσει πάνω στα παιδιά της χέρι διψασμένο για αίμα, χέρι έτοιμο να σφάξει την ίδια της τη σάρκα… Ήλιε, αυτά τα παιδιά είναι δική σου σπορά, μην επιτρέψεις σε άνθρωπο να ποτίσει τη γης με αίμα θεού! Εμπόδισέ την εσύ, Φως, γέννημα του Δία! Δία, σε σένα υψώνω κραυγή – μην επιτρέψεις ανόσια σφαγή! Διώξε απ΄το σπίτι τη φοβερή ερινύα που δαίμονες της συμφοράς την αγριεύουν και την κάνουν να διψάει για αίμα! Μάταια βασανίστηκες για τα παιδιά σου! Μάταια τα γέννησες, εσύ που πέρασες τις Συμπληγάδες! Δυστυχισμένη! Δέρνει η οργή την καρδιά σου και σε σπρώχνει σε άγριο σκοτωμό. Φόνοι συγγενών μολύνουν τη γη με αίμα και κατάρα πέφτει στους θνητούς. Τα σπίτια των φονιάδων οι θεοί χτυπούν με κεραυνούς ώσπου να πληρωθούν οι φόνοι. (Κραυγές των παιδιών) Άκου τις φωνές! Άκου τα παιδιά! Σκούζουν! Ω δυστυχισμένη εσύ, τρισάθλια γυναίκα! (Κραυγές των παιδιών) Πρέπει να μπω μέσα! Πρέπει να γλιτώσω! (Κραυγές παιδιών)

 

ΠΑΥΣΗ

                                  ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Πανάθλια γυναίκα! Δεν είσαι άνθρωπος! Σίδερο και πέτρα είσαι για να σφάξεις με τα ίδια σου τα χέρια τη φύτρα των σπλάχνων σου. Ξέρω μονάχα την Ιώ, από τις παλιές ιστορίες. Μονάχα αυτή σκότωσε τα παιδιά της όταν οι θεοί της πήραν τα λογικά κι αυτή τρέχει και τρέχει. Και πέφτει στη θάλασσα να πνίξει ανόσια τα τέκνα της. Υπάρχει άλλο πιο φριχτό απ’ αυτό;

                                   ΧΟΡΟΣ

Όχι!

                                ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Ω πικρό κρεβάτι της γυναίκας! Πόσους θρήνους έχεις σκορπίσει στους θνητούς.

 

Σκηνή 18

                                    ΙΑΣΩΝ

(Μπαίνει τρέχοντας.) Γυναίκες! Έγκλημα φριχτό η Μήδεια έκανε! Ξέρετε μήπως που είναι; Μέσα στο σπίτι ή έφυγε;

                                    ΧΟΡΟΣ

Είναι μέσα! Είναι μέσα! Με τα νεκρά παιδιά της…

                                   ΙΑΣΩΝ

Αν θέλει να γλιτώσει την εκδίκηση, πρέπει βαθιά στο χώμα να χωθεί ή με φτερά στα ύψη να πετάξει.

                                   ΧΟΡΟΣ

Στο αίμα, αίμα!

                                   ΙΑΣΩΝ

Βασιλιάδες κανείς δε σκοτώνει ατιμώρητα! Μα δε με νοιάζει για κείνη, όσο για τα παιδιά μου. Αυτή θα λάβει την τιμωρία που της πρέπει.

                                   ΧΟΡΟΣ

Όταν μάθεις, δύστυχε…

                                   ΙΑΣΩΝ

Ήρθα να σώσω τα παιδιά μου, μήπως και πάνω τους θελήσουν να πάρουν εκδίκηση οι συγγενείς του βασιλιά για τα φριχτά εγκλήματα που η μάνα τους έχει κάνει.

                                  ΧΟΡΟΣ

…δύστυχε, την αλήθεια για τα παιδιά σου, κάλιο να μη μάθεις ποτέ την αλήθεια.

                               ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Δύστυχε Ιάσονα, αν ήξερες τι σε περιμένει, έτσι δε θα μίλαγες.

                                        ΙΑΣΩΝ

Μήπως η Μήδεια θέλει και μένα να σκοτώσει;

                                    ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Νεκρά τα παιδιά σου! Σφαγμένα απ’ της μάνας του το χέρι…

                                       ΙΑΣΩΝ

Τι ‘ν’ αυτά που λες! Με θανατώνεις!

                                    ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Φρόντισε τώρα τα παιδιά σου, σα να μην υπάρχουν…

                                       ΙΑΣΩΝ

Που τα σκότωσε;

                                     ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Άνοιξε τις πόρτες να δείς…

 

Σκηνή 19

(Ο Ιάσων χτυπά με τις γροθιές του τη μεγάλη πόρτα βγάζοντας άνανθρες κραυγές. Ξαφνικά εμφανίζεται πάνω απ’ το σπίτι ένα άρμα που το σέρνουν δράκοντες με φτερά. Η Μήδεια στητή κρατά τα χαλινάρια. Πλάι της τα σφαγμένα παιδιά.)

                                  ΜΗΔΕΙΑ

Άδικα τις πόρτες χτυπάς! Τους νεκρούς ζητάς ή εμένα τη φόνισσα; Αν με χρειάζεσαι, πες τα με το στόμα γιατί το χέρι σου δεν μπορεί να μ’ αγγίξει! Γιατί ο Ήλιος, ο πατέρας του πατέρα μου, μου πρόσφερε άμαξα απόρθητη για τους κοινούς θνητούς.

                                       ΧΟΡΟΣ

Βλέπω το χέρι του θεού. Βλέπω τα θύματα.

                                        ΙΑΣΩΝ

Δεν υπάρχει γυναίκα πιο μισητή σε μένα, μισητή στους ανθρώπους.

                                       ΧΟΡΟΣ

Βλέπω τα θύματα… Σφαγμένα παιδιά αθώα…

                                       ΙΑΣΩΝ

Εσύ που άντεξες να μπήξεις μαχαίρι στις σάρκες των τέκνων που γέννησες…

                                       ΧΟΡΟΣ

Θύματα οργής θεϊκής.

                                       ΙΑΣΩΝ

Μ’ αφάνισες!

                                      ΧΟΡΟΣ

Πιο μαύρο κρίμα δεν υπάρχει.

                                      ΙΑΣΩΝ

Μου πήρες τα παιδιά μου…

                                     ΧΟΡΟΣ

Αχ, δεν αντέχω, νιώθω φλόγες να με ζώνουν.

                                     ΙΑΣΩΝ

Πως βλέπεις ακόμα τον Ήλιο και τη Γή, ύστερα από έργα τόσο φριχτά κι ανόσια;

                                     ΧΟΡΟΣ

Βλέπω να τρίζουν οι ρίζες της γης!

                                        ΙΑΣΩΝ

Χάσου! Χάσου απ’ τη γη!

                                       ΧΟΡΟΣ

Ακούω πέλματα βαριά… Είναι το τέλος της ζωής…

                                       ΙΑΣΩΝ

Άργησα να δω και να μάθω.

                                      ΧΟΡΟΣ

Το τέλος της γης!

 

(Μπαίνει διακριτικά ο Αντρικός Χορός –Λαός- και μένει στη σκιά.)

                                     ΙΑΣΩΝ

Τώρα βλέπω και όχι τότε που σε πήρα απ’ το βάρβαρό σου σπίτι και την βάρβαρή σου χώρα για να σε φέρω σε σπίτι ελληνικό.

                             ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Το κακό, Ιάσων, δεν το παίρνεις πίσω…

                               ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ

Άνοιξε, Γη, στα σκοτάδια να μπω. Νυχτώνει. Έδυσε το φως. Τρίζουν τα θεμέλια της γης.

                                    ΙΑΣΩΝ

Δαίμονας εκδίκησης πήρε τα λογικά σου κι έπεσε επάνω μου.

                               ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ

Άνοιξε, Γη, στα σκοτάδια να μπω. Τρίζουν τα θεμέλια της γης.

                                     ΙΑΣΩΝ

Τον αδερφό σου τον σκότωσες.

                              ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ

Τον αδερφό σου τον σκότωσες.

                                     ΙΑΣΩΝ

Και μπήκες στο καράβι με την όμορφη πλώρη, την Αργώ.

                               ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ

Δεν ωφελούνε τα λόγια. Αργά τα σκέφτηκες.

                                     ΙΑΣΩΝ

Μ’ εγκλήματα ξεκίνησες και πλάγιασες στο πλευρό μου και μου γέννησες παιδιά, για να τα σφάξεις για ένα κρεβάτι νυφικό.

                                ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ

Τά-τά-τά-τά Βουνά!

                                      ΙΑΣΩΝ

Ποτέ Ελληνίδα δεν θα έπραττε έργα τόσο φριχτά!

                                ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ

Τά-τά-τά-τά Βουνά πονούν!

                                      ΙΑΣΩΝ

Κι εγώ προτίμησα σένα τη βάρβαρη. Γυναίκα ολέθρια.

 

Σκηνή 20

 

 

                                        ΙΑΣΩΝ

Όχι γυναίκα! Λέαινα! Πιο άγρια κι απ’ τη Σκύλα! Όμως άδικα σου μιλώ. Άδικα σε βρίζω, ξεδιάντροπη είσαι! Χάσου όπως είσαι βουτηγμένη μες στο αίμα των παιδιών σου. Για μένα τώρα οι θρήνοι. Άτυχος είμαι. Δεν έχω νύφη να χαρώ ούτε παιδιά που έσπειρα κι ανάστησα… Όλοι νεκροί… Χάθηκα…

                                     ΜΗΔΕΙΑ

Απορώ πως ο Δίας ο πατέρας σου δε φρόντισε να δεις όσα καλά σου έχω κάνει και πως με ξεπλήρωσες εσύ. Περιφρόνησες το κρεβάτι μου. Πως ήθελες λοιπόν χαρούμενα να ζήσεις και να περιπαίζεις; Τα ίδια θα πω και για τη νύφη σου, τη βασιλοπούλα… Κι ο Κρέοντας που δέχτηκε το δεύτερο γάμο, τιμωρήθηκε κι αυτός. Λέγε με λέαινα λοιπόν και Σκύλα! Όμως εγώ φαρμάκωσα την καρδιά σου όπως πρέπει. Πόνεσες κι αυτό μου φτάνει…

                                   ΙΑΣΩΝ

Κι εσύ πονάς. Έχεις κι εσύ στον πόνο μερτικό…

 

Σκηνή 21

    ΜΗΔΕΙΑ

Ο δικός σου πόνος τον δικό μου αλαφρώνει.

    ΙΑΣΩΝ

Άμοιρα παιδιά μου, μάνα κακούργα σας έτυχε…

    ΜΗΔΕΙΑ

Παιδιά μου, του πατέρα σας τα πάθη σας έχουν αφανίσει.

     ΙΑΣΩΝ

Το δικό μου χέρι δεν σκότωσε.

  ΜΗΔΕΙΑ

Η ατιμία σου σκότωσε και οι γάμοι σου.

   ΙΑΣΩΝ

Τα σκότωσες, αλήθεια, για ένα κρεβάτι;

  ΜΗΔΕΙΑ

Μικρό κακό το νομίζεις αυτό για μια γυναίκα;

   ΙΑΣΩΝ

Για τη φρόνιμη γυναίκα, ναι. Όμως κι εσύ όλα μαύρα τα ‘βλεπες.

  ΜΗΔΕΙΑ

Κοίτα! Κοίτα καλά! Νεκρά είναι! Την καρδιά σου ξεσκίζω…

                                ΙΑΣΩΝ

Δαίμονες εκδίκησης θα γίνουν και θα σε συντρίψουν.

                                                   ΜΗΔΕΙΑ

Ξέρουν οι θεοί ποιος πρώτος άρχισε.

   ΙΑΣΩΝ

Ναι, ξέρουν τη βρώμικη ψυχή σου.

   ΜΗΔΕΙΑ

Κράτα το μίσος σου για σένα, σιχαίνομαι πια να σ’ ακούω.

    ΙΑΣΩΝ

Κι εγώ εσένα… Μια λύτρωση τώρα σου ζητώ.

   ΜΗΔΕΙΑ

Κι εγώ το θέλω. Τι πρέπει να κάνω; τι θες να κάνω;

    ΙΑΣΩΝ

Θέλω να μ’ αφήσεις να κλάψω και να θάψω τα νεκρά παιδιά μου.

            ΜΗΔΕΙΑ

Όχι! Με το δικό μου χέρι θα τα θάψω στο Ναό της Ήρας της Ακραίας! Θα τα πάω, απρόσβλητοι να μείνουν οι τάφοι απ’ τους εχθρούς μου. Και σε τούτη τη χώρα του Σίσυφου.

ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ

Ναό! Ναό!

            ΜΗΔΕΙΑ

Θα ορίσω πένθιμες γιορτές…

ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ

Της Ήρας! Στο Ναό της Ήρας!

                                ΜΗΔΕΙΑ

…και μυστηριακές τελετές για τον ανόσιο φόνο.

 ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ

Στη χώρα του Σίσυφου!

    ΜΗΔΕΙΑ

Κι εγώ πάω να κατοικήσω στην Αθήνα, στην χώρα του Ερεχθέα!

ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ

Αθήνα!

                                                   ΜΗΔΕΙΑ

Μαζί με τον Αιγέα, τον γιο του Πανδίονα!

 ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ

Στην Αθήνα! Στο Ναό της Ήρας!

   ΜΗΔΕΙΑ

Κι εσύ ντυμένος στις πίκρες, θα ‘χεις τέλος πικρό καθώς σου πρέπει…

 

Σκηνή 22

       ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ

Οι Ερινύες!

                              ΙΑΣΩΝ

Οι Ερινύες των παιδιών να σε αφανίσουν και η θεά Δίκη που τους φόνους τιμωρεί.

                         ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ

Τους φόνους!

 ΜΗΔΕΙΑ

Και ποιος θεός ή δαίμονας ακούει κάποιος που τους όρκους του πατά;

        ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ

Οι Ερινύες φοβερές! Φόβος! Φόβος! Φόβος!

                                                  ΙΑΣΩΝ

Βρώμικη γυναίκα! Φόνισσα των παιδιών μου!

ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ

Φόνισσα! Φόνισσα! Φόνισσα!

   ΜΗΔΕΙΑ

Τράβα τώρα στο παλάτι τη γυναίκα σου να θάψεις.

   ΙΑΣΩΝ

Πηγαίνω έχοντας χάσει τα δυό παιδιά μου.

   ΜΗΔΕΙΑ

Δεν είδες ακόμα τίποτα! Περίμενε τα γηρατειά σου και θα δεις!

 

    ΙΑΣΩΝ

Παιδιά μου ακριβά!

   ΜΗΔΕΙΑ

Για τη μάνα, όχι για σένα!

    ΙΑΣΩΝ

Ακριβά για σένα που τα σκότωσες!

  ΜΗΔΕΙΑ

Να σε πονέσω ήθελα!

    ΙΑΣΩΝ

Ωιμένα! Ωιμέ! Ο δύστυχος θέλω το στόμα των παιδιών μου να φιλήσω.

   ΜΗΔΕΙΑ

Τώρα θρηνείς και φωνάζεις. Τώρα να τα φιλήσεις θέλεις. Χτές όμως τα ‘διωχνες…

   ΙΑΣΩΝ

Στο όνομα των θεών! Άφησε με τα τρυφερά τους κορμιά ν’ αγγίξω!

    ΜΗΔΕΙΑ

Δε γίνεται! Του κάκου στενάζεις!

 

(Η Μήδεια φεύγει με το άρμα της.)

 

Σκηνή 23

      ΙΑΣΩΝ

Ώ, Δία, μ’ ακούς;

ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ

Τα πάντα ορίζει ο Δίας απ’ τον Όλυμπο.

       ΙΑΣΩΝ

Βλέπεις τι μου κάνει η βλεδυρή λέαινα που τα τέκνα της σκότωσε! Τι μου μένει άλλο παρά να θρηνώ τα παιδιά μου.

ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ

Οι θεοί ορίζουν… Ορίζει ο Δίας…

       ΙΑΣΩΝ

Να κράξω τους θεούς να γίνουν μάρτυρες που δε μ’ άφησε ν’ αγγίξω τα νεκρά κορμιά τους…

ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ

Έτσι τελειώνει κι αυτή η ιστορία…

        ΙΑΣΩΝ

Μακάρι να μην τα ‘σπερνα για να τα δω σφαγμένα από σένα…

(Βγαίνει ο Ιάσων και ο Αντρικός Χορός.)

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Τα πάντα ορίζει ο Δίας απ’ τον Όλυμπο! Και πολλά ανέλπιστα φέρνουν οι θεοί. Κι όσα προσμένουμε τα πιο συχνά δε γίνονται. Όμως για τ’ αναπάντεχα βρίσκουν τρόπους οι θεοί να γίνουν. Έτσι τελειώνει αυτή η ιστορία.

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

 

 

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ 

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ   ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Όπερα σε δυο πράξεις και δέκα σκηνές σε λιμπρέτο του συνθέτη.

ΕΤΟΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ 2000

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΡΩΤΗ 

ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΓΙΑ ΤΟ MIKISRADIO   ΣΠΥΡΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ

Λυσιστράτη  σοπράνο 

Κλεονίκη σοπράνo

Μυρρίνη σοπράνο κολορατούρα 

Λαμπιτώ  μετζοσοπράνο

Ποιητής   τενόρος

Κορυφαίος βαρύτονος

Πρόβουλος τενόρος

Κινησίας βαρύτονος

Κήρυξ(Λάκων) μπάσος

Χορός Γυναικών-Χορός Αθηναίων-Χορός Λακώνων

A’ ΠΡΑΞΗ 

(Μετά την Εισαγωγή μπαίνει δαφνοστεφής ο Ποιητής.

Υποτίθεται ότι είναι ο Αριστοφάνης, όμως σε ορισμένες περιπτώσεις

Εξωτερικά μοιάζει με τον συνθέτη.)

ΣΚΗΝΗ 1

ΠΟΙΗΤΗΣ

     Στην Αθήνα κάποια φορά

      στης Ακρόπολης τη σκιά

      η Λυσιστράτη στρατηγός 

      κι ο στρατός της ερωτικός.

      Με όπλα τα κάλλη των γυναικών

Τον Αρη καλά πολεμά

να φέρει την Ειρήνη.

Μες στο έργο μας το μουσικό

δίδαγμα έχουμε ηθικό:

από χιλιάδες αγαθά

την Ειρήνη φυλάξτε καλά.

Η πρώτη και πρωταρχική 

αυτή που τιμά τη ζωή.

Αδέρφια,δώστε τα χέρια!

(Βγαίνει ο Ποιητής και μπαίνει η Λυριστράτη.)

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Αν τις καλούσες στη γιορτή του Βάκχου 

η του Πάνα-απ΄το πλήθος,

απ΄το πλήθος τα ταμπούρλα

δεν θα μπορούσες να περάσεις.

Και τώρα μήτε μια δεν φάνηκε!

(Μπαίνει η Κλεονίκη.)

Μα να την η γειτόνισσα

Γεια σου  Κλεονίκη!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Γεια σου Λυσιστράτη!

Ταραγμένη και κατσούφα σε βλέπω.

Μη σουφρώνεις τα φρύδια σου 

σαν περισπωμένη!

Δεν σου πάει!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

Μου καίγεται η καρδιά.

Τα ΄χω με τις γυναικούλες

κι ας πιστεύουν οι άντρες 

πως είμαστε πανούργες.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ

Τι δηλαδή,δεν είμαστε;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Τις κάλεσα κι αυτές κοιμούνται…

Αν και το ζήτημα είναι σπουδαίο!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Πώς να ξεπορτίσει μια γυναίκα…

Άλλη να φροντίσει τον άντρα της,

αλλη να ξυπνήσει τον δούλο,

αλλη  να κοιμίσει το μωρό της,

να το ταίσει,

να το ξεσκατίσει.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Πες μου!

(με νόημα)

Πόσο μεγάλο είναι

αυτο το σπουδαίο;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

(Δείχνει το μέγεθος.)

Πελώριο!Χοντρό!Ζουμερό!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Τότε γιατί δεν έρχονται;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

Ο νους σου πάει στο πονηρό…

Δεν μιλάω γι΄αυτό…

Αν ήταν έτσι,όλες θα τρέχανε!

Άλλο έχω στο νου μου.

Σπουδαίο!

Νύχτα-μέρα αυτό σκέφτομαι.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Το ΄χεις ψιλοδουλεμένο…

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

Απ΄ τις γυναίκες κρέμεται

η σωτηρία της Ελλάδας!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

(κατ΄ιδίαν)

Αν ήταν έτσι,θα ΄πεφτε…

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

Απ’ τις γυναίκες κρέμεται το Κράτος!

Χωρίς εμάς, χαμένοι οι Πελοποννήσιοι!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

(κατ΄ ιδιάν)

Καλύτερα χαμένοι!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

Και οι Βοιωτοί!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Τι λες;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Όλες μαζί να συνταχτούμε!

Αθηναίες,Πελοποννήσιες,Βοιωτές

Να σώσουμε την Ελλάδα!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Τι καλό μπορεί να βγει απ’ τη γυναίκα;

Γυναίκα σημαίνει καθισιό,

Φουστάνια,στολίδια,αρώματα.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Αυτά ακριβώς

Θα σώσουν την Ελλάδα!

Είναι τα όπλα μας!

Τα ξώπλατα,τα διάφανα,τα κουνιστά!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Μα πώς;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

Έτσι που να μη σηκώνει όπλο πια ο άντρας!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Έτσι ευθύς-Έτσι ευθύς ξεβρακώνουμαι κι εγώ! 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

Μήτε ασπίδα!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Θα βάλω μίνι μπανιερό!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

Μήτε σπαθί!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Γοβάκι κόκκινο.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

Δεν θα πρεπε λοιπόν όλες εδώ να ρθουν;

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Έπρεπε να ΄ρθουν πετώντας!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ  

Οι Αθηναίες δεν κάνουνε ποτέ καλή δουλειά.

Μήτε από τα παράλια μάς ήρθε καμιά,

Μήτε απ’ τη Σαλαμίνα μάς ήρθε καμιά.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Μα το ξέρω!Με καράβια ξεκινήσαν’χαράματα.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

Κι αυτές από τις Αχαρνές, που νόμιζα-

που νόμιζα πως θα ΄ρθουν πρώτες!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Να,έρχονται!΄Ερχονται!

ΣΚΗΝΗ 2

(Μπαίνουν γυναίκες από την Αθήνα,τις Αχαρνές

και την Σαλαμίνα, με επικεφαλής τη Μυρρίνη.)

ΜΥΡΡΙΝΗ 

Αργήσαμε λίγο Λυσιστράτη.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

Θύμωσα,,Μυρρίνη,

Το θέμα είναι σοβαρό,κι εσείς με το πάσο σας.

ΜΥΡΡΙΝΗ 

Τη βρακοζώνη μου έψαχνα μες στο σκοτάδι.

Όμως λέγε!Τι μας θέλεις;

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Κάλλιο να περιμένουμε

τις Πελοποννήσιες και τις Βοιωτές.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

Έχεις δίκιο…

Μα να, η Λαμπιτώ από τη Σπάρτη έρχεται.

(Μπαίνουν Κορίνθιες, Βοιωτές, Σπαρτιάτισσες,με επικεφαλής τη Λαμπιτώ.)

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

(προς τη Λαμπιτώ)

Χρυσή μου, καλώς όρισες!

Τι θάμπος! Τι ομορφιές!

Όλη αστράφτεις!

Τι κορμί γεροδεμένο!

ΛΑΜΠΙΤΏ

Γυμνάζομαι, κι όταν πηδάω

οι φτέρνες μου χτυπούν τον πισινό μου.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Βρε τι βυζιά είναι τούτα!

ΛΑΜΠΙΤΩ 

Μου τα μαλάζεις;  

Θες να τ’ αγοράσεις;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Και τούτη η κοπελιά πουθέ μας έρχεται;

ΛΑΜΠΙΤΩ

Ρουμελιώτισσα! Κι από σόι μεγάλο!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

Ωραία παχιά χωράφια έχουν στη Ρούμελη!

Και τούτη η σουσουράδα;

ΛΑΜΠΙΤΩ

Απ’ το στενό της Κορίνθου…

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Καθόλου στενό!

Πλούσιο από μπρός και από πίσω.

ΛΑΜΠΙΤΩ 

Μου λέτε ποιος μας κάλεσε;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

Εγώ!

ΛΑΜΠΙΤΩ 

Τι μας θέλεις;

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Ναι! Μά τον Δία!

Φανέρωσε το μυστικό σου.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Φυσικά! Όμως θέλω κάτι να σας ρωτήσω.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Ό,τι θέλεις.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ  

Ποθείτε ή όχι των παιδιών σας τους πατεράδες;

Στον πόλεμο είναι όλοι!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Στη θράκη πέντε μήνες ο δικός μου

φυλάει τον πουλημένο στρατηγό του.

ΜΥΡΡΙΝΗ 

Εφτά μήνες στην Πύλο είναι ο καλός μου.

ΛΑΜΠΙΤΩ

Κι ο δικός μου σαν τύχει και το σκάσει,

όσο να τον σφίξω, αρπάζει την ασπίδα και το δρόμο.

                                          ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ (σε τετραφωνία) 

ΜΥΡΡΙΝΗ                              ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ                ΚΛΕΟΝΙΚΗ                 ΛΑΜΠΟΤΏ

Είναι στον πόλεμο         

οι πατεράδες

των παιδιών μας.

Έρημες, μόνες,

Μονάχες είμαστε.

Να σταματήσει 

το κακό.

Οι άνδρες 

να γυρίσουν 

και τα σπίτια

να γεμίσουν

με γέλια

και χαρές.

Είναι στον πόλεμο.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Ούτε στάχτη δεν απόμεινε

απ’ τους αγαπημένους μας

απ’τον καιρό που η Μίλητος μας πρόδωσε…

(Αλλάζει ύφος.)

Αχ να ΄χα μια πέτσινη λεγάμενη οχτώ πόντους

να βολευτώ.

Λοιπόν δεν έχω δίκιο;

Αν βρω τρόπο θα με βοηθήσετε;

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Θα πούλαγα το φόρεμά μου,

κι όσα πιάσω τα πίνω σε μια μέρα!

 ΜΥΡΡΙΝΗ

Το κορμί μου σκίζω στα δυο

Και το μισό χαρίζω!

ΛΑΜΠΙΤΩ

Αν είν’ να δω Ειρήνη.

στην κορφή του Ταΰγετου σκαρφαλώνω!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Ιδού λοιπόν το μυστικό μου:

Αν θέλουμε Ειρήνη,

τους άνδρες πρέπει να τους αναγκάσουμε 

να τα βρούνε.

Ένας τρόπος υπάρχει: ΑΠΟΧΗ!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ,  ΛΑΜΠΙΤΩ,  ΜΥΡΡΙΝΗ

Από τι; Μίλα!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

Θα το κάνετε όμως;

ΜΥΡΡΙΝΗ,   ΚΛΕΟΝΙΚΗ,   ΛΑΜΠΙΤΩ

Μετά χαράς!

Και τη ζωή μας δίνουμε!

Αποχή;Από τι;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Απ’ αυτό! Απ’ αυτό που έχουν οι άντρες!

(Οι τρείς πάνε να φύγουνε.)

Πού πάτε; Γιατί κατσουφιάσατε;

Σας κόπηκε το χρώμα!

Τι στέκεστε σαν κούτσουρα; θα το κάνετε;

ΚΛΕΟΝΙΚΗ

  Εγώ δεν θα το κάνω! Κάλλιο ο πόλεμος!

ΜΥΡΡΙΝΗ

Κι εγώ δεν το κάνω! Κάλλιο ο πόλεμος!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Δεν έλεγες πως το κορμί σου έσκιζες στα δύο;

ΜΥΡΡΙΝΗ 

Ό,τι άλλο θες! Όχι αυτό!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ

Όχι αυτό! Όχι αυτό!

ΛΑΜΠΙΤΏ

Όχι αυτό! Όχι αυτό!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Να περπατήσω σε κάρβουνα αναμμένα,

Όμως να στερηθώ τη γλύκα του αντρός,

αυτό ποτέ.  

ΜΥΡΡΙΝΗ    ΛΑΜΠΙΤΩ

Ποτέ!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

(προς τη Μυρρίνη)

Κι εσύ!

ΜΥΡΡΙΝΗ 

Κι εγώ στα κάρβουνα!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ ,     ΛΑΜΠΙΤΩ

Στα κάρβουνα! Στα κάρβουνα.

ΛΥΣΙΣΤΑΤΗ. Αχ !Αχ! Άχρηστες γυναίκες…Καλά μας κάνει ο Ευριπίδης

ηρωιδες στις τραγωδίες…Μόνο για καβάλα και για γέννες είμαστε…

(προς τη Λαμπιτώ)

Όμως εσύ καλή μου Σπαρτιάτισσα, αν έρθεις με το μέρος μου 

Υπάρχει ελπίδα.

Δώσ’ μου την ψήφο σου!

ΛΑΜΠΙΤΩ

Δύσκολο το κρεβάτι δίχως άντρα…

Όμως για να ΄χεις άντρα χρειάζεσαι Ειρήνη!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Γειά σου λεβέντισσα! Άξια γυναίκα!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Αν κάνουμε αποχή…

ΟΛΕΣ

Κούφια η ώρα… 

ΚΛΕΟΝΊΚΗ 

Πες μας, πώς θα ’ρθει η Ειρήνη;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Θα σας πω ευθύς το σχέδιο μου.

Σαν έρθει ο άντρας

εμείς αρχίζουμε τα στολίδια,

τα βαψίματα και τα κουνήματα.

Τα μέρη τα κρυφά καλά αποτριχωμένα

Κάτω απ’ τα αραχνούφαντα πέπλα,

τα τουρλώνουμε μπροστά στα μάτια τους!

Έτσι που να τους ανάβουμε τον πόθο!

Κι όταν αυτοί χιμούν ορεξάτοι να μας πλακώσουν,

τοτε κι εμείς τους σπρώχνουμε πέρα φωνάζοντας:

«Σταματήστε τον πόλεμο! Αλλιώς δεν έχει από αυτό»…

Τότε θα τρέξουν να κλείσουν ανακωχή!

ΛΑΜΠΙΤΩ

Όπως κι ο Μενέλαος

που πέταξε το σπαθί 

Μπροστά στης Ελένης τα στήθη τ’ αφράτα.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Όμως αν κάνουνε οι άντρες αποχή

τότε τι γινόμαστε;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

Ατομική παρηγοριά θα βρούμε.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Ασε τα υποκατάστατα…

Όμως αν με το ζόρι στο στρώμα μάς σέρνουν;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Θα πιανόμαστε από την πόρτα.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Κι αν μας βαράνε;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Θα τους χαλάμε όσο μπορούμε την ηδονή…

Αυτή η δουλειά με το στανιό δεν έχει γούστο.

Θα τους παιδεύουμε όσο να κουραστούν.

Αν η γυναίκα δεν θέλει, ο άντρας χαρά δεν έχει.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Αν οι δυο σας αποφασίσατε, τότε συμφωνούμε κι εμείς.

ΛΑΜΠΙΤΩ

Εμείς οι Σπαρτιάτισσες

τους άντρες μας θα βάλουμε

να κάνουν Ειρήνη!

Μα τι θα γίνει με τον άστατο τον όχλο των Αθηναίων;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Δουλειά δική μας! Μη σε νοιάζει!

ΛΑΜΠΙΤΩ

Όσο έχει χρήμα ο Παρθενώνας

και τα καράβια τους στα πελάγη αρμενίζουν φοβάμαι!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

Το πρόβλεψα κι αυτό!

Όσο εμείς κουβεντιάζουμε 

οι γριές τρέχουν στην Ακρόπολη 

το θησαυρό να πάρουν.

ΛΑΜΠΙΤΩ

Ωραία τα λές!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Λοιπόν; Όρκο ας πάρουμε.

Θεμέλιο ας βάλουμε.  

ΜΥΡΡΙΝΗ,  ΚΛΕΟΝΙΚΗ, ΛΑΜΠΙΤΩ 

Λέγε!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Βάλε την ασπίδα ανάποδα.

Φέρε το σφαχτάρι για τη θυσία.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Πως; Έτσι θα ορκιστούμε Λυσιστράτη;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Πώς αλλιώς;

Τι διδάσκει ο Αισχύλος στους Επτά επί θήβας;

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Για το θεό, Λυσιστράτη!

Πάνω σε ασπίδα πολέμου

Θα ορκιστούμε για την Ειρήνη;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

Σαν τις αμαζόνες

Θέλεις να κόψουμε

τα σπλάχνα άσπρου αλόγου;

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Τι άσπρα, τι πράσινα άλογα μας λές!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Επιτέλους! θέλεις να ορκιστούμε;

ΚΛΕΟΝΙΚΗ

Μά τον Δία! Αντίς αρνί

φερτε μια στάμνα με θασιώτικο κρασί 

να το πράξουμε.

Και να ορκιστούμε 

να μη βάλουμε ποτέ νερό στα σχέδιά μας.

ΟΛΕΣ 

Μάνα μου Γης, μ’ αρέσει αυτός ο όρκος!

Τρέξτε και φέρτε την κούπα και το σταμνί!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Όρκο θα κάνω στους θεούς και τη Χρυσή Παλλάδα

Θα γίνω φως-φωτιά για την Ειρήνη.

ΜΥΡΡΙΝΗ

Εγώ που φέρνω τη ζωή

Θα βάλω τέλος στη σφαγή•

θα γίνω φως-φωτιά για την Ειρήνη.

ΟΛΕΣ

Παντοτινά Ειρήνη!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Τον πόλεμο τον πολεμώ

με τα γλυκά μου κάλλη•

θα γίνω φως-φωτιά για την Ειρήνη.

ΟΛΕΣ

Παντοτινά Ειρήνη!

ΛΑΜΠΙΤΩ

Του ΄Αρη κοφτερό σπαθί

σε λιώνει το ζεστό κορμί•

θα γίνω φως-φωτιά για την Ειρήνη.

ΣΚΗΝΗ 3

(Μπαίνει δαφνοστεφής-όπως και στην αρχή-ο Ποιητής.)

ΠΟΙΗΤΗΣ

Ιερόν και άπλετον της Ειρήνης είναι το φως!

Μας τυφλώνει, στις φλέβες περνά.

Μήνυμα συμπαντικό, πρωτόφαντο, ιερό.

Η Λυσιστράτη στρατηγός 

κι ο στρατός της ερωτικός!

Πάνε τώρα όλες μαζί•

το σχέδιο προβλέπει αγωνία θεατρική.

Χορός γερόντων τώρα ας μπει.

Σας προσφέρω διπλό Χορό,

γυναικείο και ανδρικό.

Ιδού ένα έργο μοναδικό!

Ένα έργο μοναδικό!

(Μπαίνουν οι γέροντες, φορτωμένοι με κούτσουρα 

που τους κάνουν να παραπατούν.)

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

Περπατά γερο-Δράκο γρήγορα!

Τα κούτσουρα σου τσάκισαν τον ώμο…

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

Πολλά ειν’ αυτά που βλέπουμε στο διάβα της ζωής.

Όμως ποιος θα το ‘λεγε, Στριμόδωρε,

να δούμε τις γυναίκες τις πανούκλες

που τρέφουμε στο σπίτι 

να βάλουμε χέρι στα όσια και τα ιερά.

Στο ξόανο της Παρθένου!

Να πάρουν την Ακρόπολη 

και να μας κλείσουν έξω!

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ 

Γρήγορα, Φιλώτα στο βράχο ν’ ανέβούμε.

Να στήσουμε κούτσουρα και να τις κάψουμε 

                                                            ζωντανές!

Και πρώτη πρώτη τη Λυσιστράτη!

Ναι, μά τη Δήμητρα!

Όσο ζούμε, δεν θα τους περάσει.

Ένας βασιλιάς της Σπάρτης, ο Κλεομένης,

πάτησε την Ακρόπολη

και το μετάνιωσε σκληρά!

Τον πολιορκήσαμε,

τον κάναμε να το σκάσει βρόμικος και κουρελιάρης…

Και τώρα θ’ αφήσουμε τα γύναια

που μισεί κι ο Ευριπίδης;

Πάει χαράμι η δόξα της Αθήνας.

Τα κούτσουρα φορτώθηκαν

και γίνομαι γαϊδούρι 

φωτιές ν’ ανάψω στις γριές

να τις ξεφορτωθώ.

Έχουν εισβάλει στο Ναό

το θησαυρό να κλέψουν.

Πώς τόλμησαν τέτοιο κακό

στην πόλη μας να κάνουνε;

Γι’ αυτό κι εγώ τις κυνηγώ! Αλλιώς θα με ξεκάνουνε.

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ 

Θα τις κάνουμε σουβλιστές,

σα σαρδέλες καπνιστές 

και στα σπίτια μας σηκωτές

θα τις κλείσουμε σφαλιστές!

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ 

Λυσιστράτη λυσσασμένη,

πέος που σε περιμένει!

Σαν θα ΄ρθει τ’ αφεντικό

στο κρεβάτι θα στενάξεις 

απ’ τ’ αρσενικό!

ΟΛΟΙ 

(Καθώς ανάβουμε φωτιές με τις δάδες)

Δέσποινα Νίκη!

Βοήθα να υψώσουμε

ενα τρόπαιο!

Αφού τα θηλυκά κατατροπώσουμε

καθώς τους πρέπει!

(Μπαίνει ο Χορός των Γυναικών, κρατώντας στάμνες

γεμάτες με νερό.)

ΚΟΡΥΦΑΙΑ 

Ντουμάνι βλέπω τον καπνό.

Φουντώνει η φωτιά! Βιαστείτε!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ 

Πέτα, πέτα Νικοδίκη

πρίν καούνε κυκλωμένες απ’ τις φλόγες

      η Καλλιόπη κι η Κριτούλα.

Στη βρύση έτρεξα

τις στάμνες να γεμίσω.

Φωτιές ανάψαν’ τα γερόντια

        τις γριές να κάψουν.

                                Αθηνά!

Μπόδισέ τους! Και σώσε μας!

Την Ελλάδα κι εμάς απ΄ τον πόλεμο!

Κουβάλα κι εσύ νερό μαζί μας!

         Ω προστάτη της Αθήνας!

ΣΚΗΝΗ 4

(Μπαίνει η Κορυφαία κυνηγημένη από τον Κορυφαίο που της αρπάζει το ρούχο.

Ακολουθεί γενικευμένο ανθρωποκυνηγητό.)

ΚΟΡΥΦΑΙΑ 

Πρόστυχε, κάτω τα ξερά σου! Είστε αλήτες!

(κυνηγητό-όμως παιχνιδιάρικο)

Είστε αλήτες!

Τίμιος άντρας κανείς δεν φέρεται έτσι.

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ 

Όλα τα περιμέναμε,

όμως όχι κι έτσι.

Έρχονται κι άλλες να βοηθήσουν;

ΚΟΡΥΦΑΙΑ  

Μπα, φοβηθήκατε;

Είμαστε χιλιάδες, αμέτρητες!

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

(προς τον Φαιδρία)

Φαιδρία!Θα τις αφήσουμε να μας υβρίζουν;

Άρπα τον κόπανο και βάρα!

ΚΟΡΥΦΑΙΑ  

Άντε να δούμε ποιος θα τολμήσει

ν’ απλώσει χέρι.

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ 

Ρε! Μά τον Δία!

Δεν βρίσκεται κανείς να τους αστράψει δυο χαστούκια.

ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Χτύπα, δεν φοβάμαι

και βάρα αν σου βαστά.

Σα σκύλα τ’ αχαμνά σου θα δαγκώσω!

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ 

Σκασμός!

Σου μαδάω μια μια τις άσπρες τρίχες!

ΚΟΡΥΦΑΙΑ 

Άπλωσε αν τολμάς!

Άπλωσε το δαχτυλάκι σου!

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ 

Θα σε λιώσω στις μπουνιές 

ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Με τα δόντια θα σου φάω το συκώτι!

 ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

Ω Ευριπίδη!

Πα-πα-πα…Πάωσοφε!

Που σιχαινόσουν τις γυναίκες!

ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Ροδίπη! Σήκωσε τη στάμνα!

(Η Ροδίπη απειλή τον Κορυφαίο με τη στάμνα.)

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

Θεομπαίχτρα! Τι σοφίζεσαι να  κάνεις;

ΚΟΡΥΦΑΙΑ 

Φωτιές κρατάς και θέλεις να κάψεις το τομάρι σου.

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

Φωτιές, φωτιές ν’ ανάψω,

τις φίλες σου να κάψω.

ΚΟΡΥΦΑΙΑ 

Κι εγώ με το νερό μου θα τις σβήσω.

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ 

Τη φωτιά μου σε λίγο θα δεις! Θα σε κάψω!

ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Γέρο, έχεις σαπούνι;

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

Αι παλιόγρια!

ΚΟΡΥΦΑΙΑ 

Γέρο, να σε σαπουνίσω!

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ 

Άιντε χάσου!

ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Γαμπριάτικο λουτρό.

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ 

Κοίτα θάρρος!

ΚΟΡΥΦΑΙΑ 

Είμαι λεύτερη γυναίκα!

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ 

Θα σ’ το βουλώσω τώρα!

ΚΟΡΥΦΑΙΑ 

Είσαι χωροφύλαξ!

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ 

Στον κότσο της βάλε φωτιά.

ΚΟΡΥΦΑΙΑ 

Πνίξ’ τον Αχελώε!

(Του ρίχνει νερό.)

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

Ω, τι έπαθα ο δόλιος.

ΚΟΡΥΦΑΙΑ 

Μήπως σε ζεμάτισα;

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

Με περιπαίζεις.

ΚΟΡΥΦΑΙΑ 

Σε ποτίζω να βλαστήσεις!

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

Σταμάτα! Τρέμω!

ΚΟΡΥΦΑΙΑ, ΓΥΝΑΙΚΕΣ (ΟΛΕΣ)

 Σε ποτίζω να βλαστήσεις.

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ, ΑΝΔΡΕΣ (ΟΛΟΙ)

Αχ! Αχ! Τρέμω!

ΟΛΕΣ 

Γεροξεκούτη.

ΟΛΟΙ

Μη με βρέχεις.

ΟΛΕΣ

Σε ποτίζω να βλαστήσεις.

ΟΛΟΙ

Μη με βρέχεις, τρέμω.

ΟΛΕΣ

Θα δεις τι άλλο θα σου κάνω!

ΟΛΟΙ

Μη με καταβρέχεις

Είμαι γέρος και ξεκούτης.

ΟΛΕΣ 

Να! Σε κατουρώ!

ΟΛΟΙ

Αχου! 

ΣΚΗΝΗ 5

(Όλοι παγώνουν καθώς μπαίνει αργά ο Ποιητής.)

ΠΟΙΗΤΗΣ 

Μπαίνει τώρα καμαρωτός

ο Πρόβουλος ο ξακουστός.

Τη Λυσιστράτη σε λιγο θα δει!

Συνομιλία θα έχουν σημαντική!

(Βγαίνει ο Ποιητής και μπαίνει ο Πρόβουλος

πάνω στη μουσική του «Viennen los pajaros».)

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Todo era vuelo en nuestra tierra!

(Όλοι, επί σκηνής, όσο τραγουδά εκνευρίζονται.

Τέλος, θυμωμένοι του φωνάζουν ρυθμικά…)

ΟΛΟΙ 

Τραγουδάς από άλλο έργο!

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ!

Πρόβουλε! Αυτό είναι το Canto General.

(Βγαίνει ο Ποιητής με περούκα που

κάποιον θυμίζει. Κρατά μια ογκώδη

παρτιτούρα, σκίζει ένα φύλλο και το πετά

στην ορχήστρα. Μετά  στρέφεται προς το 

κοινό και λέει δυνατά: Συγνώμη!».

Πριν στρέψει την πλάκα του, η ορχήστρα

ξαναρχίζει την ίδια μουσική σε άλλο τόνο!)

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ 

Άλλος κανείς δε φταίει, μονάχα εμείς!

Εμείς τις κακομάθαμε με λούσα!

Πάμε στον χρυσοχόο και του λέμε:

«Μεγάλωσε την τρύπα στο κολιέ της.

Μεγάλωσε την τρύπα!

Θα λείψω για τη Σαλαμίνα.

Ευκαιρία να περάσεις απ’ το σπίτι

και να τη φαρδύνεις…»

Κάποιος άλλος πάει στον τσαγκάρη:

«Μάστορα, το λουράκι στο ποδαράκι

το λουράκι στο παπουτσάκι

της πονάει το δαχτυλάκι…

Όταν θα λείψω απ’ το σπίτι

πέρνα να το φαρδύνεις…

Να το φαρδύνεις όσο μπορείς…».

Αυτά λοιπόν μας φέρανε και τούτα.

Εγώ είμαι ο Πρόβουλος!

Και βρήκα ξυλεία

για να φτιαχτούν τα κουπιά.

Όμως το χρήμα βρίσκεται στον Παρθενώνα

και οι γυναίκες κλείσαν’ τις πύλες

και μας κλείσαν’ έξω!

Φέρτε τους λοστούς να ξεπλύνουμε την ντροπή!

 ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Μπρος-μπρος-μπρος γρήγορα

να τις τσακίσουμε.

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Τσου-τσου -τσου-τσου-τσου-τσου

θα σας τον φτύσουμε!

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Φέρτε λοστούς

να ξεπλύνουμε την ντροπή!

(προς έναν τοξότη)

Τι κοιτάς σαν χαζός;

Εμπρός, ξήλωσε την πύλη!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Τσου-τσου-τσου

θα σας τον φτύσουμε!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

(που έρχεται από ψηλά)

Μην κάνετε τον κόπο. Εδώ είμαι!

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Μωρή κατσίκα! Πως τολμάς;

Τοξότη, πιάσε την και δέσε την πισθάγκωνα.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Για τόλμησε! Θα σε λιώσω κι ας είσαι εξουσία.

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ 

Ρε! Δε φοβηθήκατε;

ΜΥΡΡΙΝΗ 

Μά την Πάνδροσον!

Αν απλώσεις χέρι θα σε χέσω!

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Θα με χέσεις! Βρομόστομα!

Αυτήνε πιάσε πρώτα!

ΜΥΡΡΙΝΗ  

Κάνε πως μ’ αγγίζεις!

Μά την Εκάτη, θα σκούξεις απ’ τον πόνο.

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Μπρος- μπρος-μπρος γρήγορα

να τις τσακίσουμε.

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ 

Τσου-τσου-τσου-τσου-τσου-τσου

θα σας τον σκίσουμε.

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

(Δείχνει τη Μυρρίνη.)

Τοξότες! Πιάστε την!

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Μπρος-μπρος-μπρος-γρήγορα

να τις τσακίσουμε.

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Τσου-τσου-τσου-τσου-τσου

Θα σας τον σκίσουμε.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Μά την ΄Αρτεμη!

Αν κάνεις ένα βήμα, σου μαδάω τις τρίχες 

                                                                μία μία.

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ 

Ω δυστυχία!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ 

Τσου-τσου-τσου-τσου-τσου-τσου

Θα σας τον φτύσουμε.

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Το ’σκάσε ο τοξότης!

Εμπρός Σκύθες! Πάνω τους! 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ 

Τσου-τσου-τσου-τσου-τσου-τσου

θα σας τον σκίσουμε.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Τέσσερις λόχοι γυναίκες σάς περιμένουν.

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ 

Σκύθες! Λέω ξανά! Πάνω τους!

Δέστε τους τα χέρια πισθάγκωνα.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

Ομπρός γυναίκες συναγωνίστριες!

Σκορδομαιντανό! Φάβα! 

Φασουλαδίτισσες! Φουρνοταβερνιάρισσες!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Τσου-τσου-τσου-τσου-τσου-τσου

θα σας τον σκίσουμε.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

Χιμάτε! Χτυπάτε! Αρπάχτε!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Τσου-τσου-τσου-τσου-τσου-τσου

θα σας τον φτύσουμε.

Στα κρύα του λουτρού θα σας αφήσουμε.

(Τους δέρνουν.)

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Φτάνει! Φτάνει!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Τσου-τσου-τσου-τσου-τσου-τσου

θα σας τον φτύσουμε.

Στα κρύα του λουτρού θα σας αφήσουμε.

(Τους δέρνουν.)

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Φτάνει! Φτάνει!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ 

Θα σας τον σκίσουμε!

(Τους γδύνουν.)

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Γυρίστε πίσω!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ 

Θα σας τον φτύσουμε!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Όχι πλιάτσικο!

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ 

Οιμένα! Ω πα πα!

Ρεζίλι με κάναν’ οι τοξότες!

ΛΑΜΠΙΤΩ

Για ποιες μας πέρασες;

ΚΛΕΟΝΙΚΗ

Για παλαβές;

ΜΥΡΡΙΝΗ

Ή για κρεβατογυναίκες;

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Ω Πρόβουλε! Αυτές είναι θηρία!

Πριν λίγο μας λούσανε χωρίς σαπούνι.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Καλέ μου!Μη σηκώνεις χέρι

αν δε θέλεις να τις φας κι εσύ!

Εγώ καλό κορίτσι είμαι.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Θέλω φρόνιμα να ζω.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ, ΜΥΡΡΙΝΗ ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Και να με σέβονται.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

Αλίμονο σ’ εκείνον που θα με χτυπήσει.

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Ω Δία! Πώς θα δαμάσουμε αυτά τ’ αγρίμια;

Άιντε Πρόβουλε, βρες έναν τρόπο να ξεμπερδέψουμε…

Μας πήραν το κάστρο το άβατο του Γενάρχη Κραναού,

την ιερή Ακρόπολη!

Ρώτα, ανάκρινε Πρόβουλε!

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ 

Ποιος ο σκοπός που πήραμε την Ακρόπολη;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

Χρήμα ίσον πόλεμος.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Πήραμε το χρήμα.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ,ΜΥΡΡΙΝΗ 

Τέρμα ο πόλεμος!

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Μα για το χρήμα τάχα πολεμάμε;

ΜΥΡΡΙΝΗ

Η για κρεβατογυναίκες;

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Ω Πρόβουλε! Αυτές είναι θηρία!

Πριν λίγο μας λούσανε χωρίς σαπούνι.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

Καλέ μου! Μη σηκώνεις χέρι

αν δε θέλεις να τις φας κι εσύ!

Εγώ καλό κορίτσι είμαι.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Θέλω φρόνιμα να ζω.

ΛΥΣΙΣΤΑΤΗ,ΜΥΡΡΙΝΗ,ΚΛΕΟΝΙΚΗ

Και να με σέβονται.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Αλίμονο σ’ εκείνον που θα με χτυπήσει.

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Ω Δία! Πως θα δαμάσουμε αυτά τ’ αγρίμια;

Άιντε Πρόβουλε, βρες έναν τρόπο να ξεμπερδέψουμε…

Μας πήραν το κάστρο το άβατο του Γενάρχη Κραναού,

την ιερή Ακρόπολη!

Ρώτα, ανάκρινε Πρόβουλε!

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ  

 Ποιος ο σκοπός που πήρατε την Ακρόπολη;

ΛΥΣΙΣΤΑΤΗ

Χρήμα ίσον πόλεμος.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Πήραμε το χρήμα.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ, ΜΥΡΡΙΝΗ 

Τέρμα ο πόλεμος!

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ 

Μα για το χρήμα τάχα πολεμάμε;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ,ΚΛΕΟΝΙΚΗ,ΜΥΡΡΙΝΗ

Ναι! Γι’ αυτό!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Πήραμε το χρήμα.

ΛΑΜΠΙΤΩ

Τέρμα ο πόλεμος!

ΜΥΡΡΙΝΗ 

Για κάθε κακό…

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

το χρήμα φταίει.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ,ΚΛΕΟΝΙΚΗ,ΜΥΡΡΙΝΗ,ΛΑΜΠΙΤΩ

Κι ο Πεισίστρατος!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ

Κι όσοι την εξουσία κυνηγούν…

ΜΥΡΡΙΝΗ 

Για να μπλέκουν τον κόσμο.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Και να κυβερνούν!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ,ΚΛΕΟΝΙΚΗ,ΜΥΡΡΙΝΗ,ΛΑΜΠΙΤΩ

Όμως τέλος τώρα πια!

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Και λοιπόν τι θα κάνει;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Το Ταμείο ελέγχουμε εμείς!

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ 

Το Ταμείο του Κράτους εσείς;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Τι το παράξενο;

Ποιος κάνει κουμάντο στο σπίτι;

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Δεν είναι το ίδιο!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ,ΚΛΕΟΝΙΚΗ,ΜΥΡΡΙΝΗ

Απαράλλαχτο!

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Μα έχουμε πόλεμο!

ΛΑΜΠΙΤΩ

Δεν μας χρειάζεται!

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ  

Και πώς αλλιώς θα σωθούμε; 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Θα σας σώσουμε εμείς!

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ 

Δεν είσαι με τα καλά σου!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ,ΚΛΕΟΝΙΚΗ,ΜΥΡΡΙΝΗ

Εμείς!

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Τρελή! Είσαι τρελή!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Θες δε θες, θα σε σώσουσω! 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ 

Με ποιο δικαίωμα;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

Καλέ μου, θα σε σώσω!

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Κι αν αρνηθώ;

Τούτη η τρέλα για Ειρήνη ή για Πόλεμο

πως σας μπήκε στο κεφάλι;

  ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Θα σ΄ το πω.

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Κάνε γρήγορα πριν σ’ τις βρέξω.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ

Μακριά τα χέρια σου.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

Και τώρα πρόσεξέ με.

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ 

Δεν μπορώ,δαιμονίζομαι.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Ετοιμάσου να κλάψεις.

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ 

Τον εαυτό σου, παλιόγρια, φοβέριζε.

Λέγε!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Άκου λοιπόν!

Κλεισμένες μες στο σπίτι κάναμε υπομονή.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Βλέπουμε τα λάθη σας, μα δε μιλούσαμε.

ΛΑΜΠΙΤΩ

Κι όταν σας ρωτούσαμε:

«Θα κάνετε Ειρήνη;»…

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

«Σκασμός», μας λέγατε.

ΜΥΡΡΙΝΗ

‘Όμως εγώ δε θα σώπαινα!

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Θα ΄τρωγες ξύλο!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Για τούτο δε μίλαγα!

Κι όταν τα λάθη σας πλήθαιναν:

«Πώς ξεπέσατε έτσι αντρούλη μου;».

«Κοίτα το σπίτι εσύ!»…

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ,ΚΛΕΟΝΙΚΗ,ΜΥΡΡΙΝΗ,ΛΑΜΠΙΤΩ

«Είναι δουλειά των αντρών!»

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ 

Καλά σου ’λεγε

ΚΛΕΟΝΙΚΗ

Κι όταν πια δεν έμεινε κανένας…

ΜΥΡΡΙΝΗ

Κι όταν πια δεν έμεινε κανένας…

ΟΛΕΣ

αρσενικός…

ΜΥΡΡΙΝΗ 

στην πατρίδα…

ΚΛΕΟΝΙΚΗ

κι όταν λέγαμε «πού πάμε;»…

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Τότε εμείς απόφαση πήραμε

την Ελλάδα να σώσουμε.

ΟΛΕΣ 

Ενωμένες!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Έτσι θα σώσουμε κι εσάς.

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ 

Εμάς;Εσείς;Αδιανόητο!Αβάσταχτο!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ,ΚΛΕΟΝΙΚΗ,ΜΥΡΡΙΝΗ

Σκάσε!

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Εσύ με διατάζεις να σκάσω;

Εσύ που φοράς τσεμπέρι!Εσύ με τα φουστάνια!

Καλύτερα να πέθαινα!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

Αν το τσεμπέρι σ’ εμπόδιζει, παρ’το!

Βάλ’ το στο κεφάλι σου και σώπαινε!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ

Πάρ’το πανέρι μου και φόρα την ποδιά μου.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ,ΚΛΕΟΝΙΚΗ,ΜΥΡΡΙΝΗ

Και δουλεία δική μας ο πόλεμος.

ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Παρατάτε κυράδες μου τις στάμνες

να τρέξουμε στο κάστρο 

να βοηθήσουμε τις συντρόφισσες. 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ 

Κι εγώ δεν θα πάψω να χορεύω

και μαζί τους θα παλεύω για την Αρετή.

Γιατί έχω νου, σοφία, καρδιά και αγάπη για 

                                                      την πόλη μας.

ΚΟΡΥΦΑΙΑ,ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Γεια σου Λυσιστράτη. Λεβέντισσά μου.

Πρώτη στις πρώτες.

ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Άιντε γριές-παλικάρια. Εμπρός!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Η γριά η κότα πιο νόστιμη είναι.

κι εγώ τα ζουμιά μου τα έχω.

ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Έχουμε τον άνεμο στα πανιά μας.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Κι αν ο Έρως, το τέκνο της Κύπρης 

ανάψει φωτιές στα μπατζάκια

και μπροστά μας φυτρώσουν αγγούρια αντρών…

ΟΛΕΣ (ΣΟΛΙΣΤ ΚΑΙ ΧΟΡΩΔΙΑ)

σταματούν οι πόλεμοι!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Σωτήρες εμείς!

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Αλλά πώς;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Στο παζάρι κανείς δεν θα βγαίνει οπλισμένος.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Κανείς, μά την Κύπρη!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Άλλος να γεμίζει το κράνος με μπιζέλια…

ΚΛΕΟΝΙΚΗ

κι άλλος να κλέβει το κράνος με μπιζέλια…

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Πως θα ξεμπλέξετε

τις μπλεγμένες κρατικές υποθέσεις;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Πως ξεμπλέκω το κουβάρι;

ΚΛΕΟΝΙΚΗ

Μια το πιάνω από δω…

ΛΑΜΠΙΤΩ

μια το πιάνω από κει…

ΜΥΡΡΙΝΗ

πάνω – κάτω…

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ 

ώσπου να βρω την άκρη.

Όμοια με τον πόλεμο!

ΛΑΜΠΙΤΩ

Θα στείλουμε πρεσβείες εδώ κι εκεί.

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Κουφόμυαλες! Δεν είναι μαλλιά και τρίχες ο πόλεμος.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Μακάρι οι τρίχες να σας κυβερνούσαν!

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Αλλά πώς;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Όπως ξεπλένω τα μαλλιά στη σκάφη…

ΚΛΕΟΝΙΚΗ

και τα κοπανάω…

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

έτσι  ξεπλένεται η λέρα της πολιτείας!

Με τη σανίδα να κοπανάτε τους κλέφτες του δημοσίου!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ 

Κι όσους κάνουν κλίκες 

να σώσουν το Έθνος!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Με ξυστρί να τους βγάζετε τρίχα τρίχα!

 ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ 

Τρομερό!

Την πατρίδα να τη λένε μαλλί για κοπάνισμα οι φούστες

που ποτέ τους δεν είδανε πόλεμο!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Όμως του πολέμου τα βάρη

διπλά και τριπλά και τετραπλά τα σηκώνουμε εμείς!

Εμείς γεννάμε τ’ αγόρια

που εσύ μας τα παίρνεις στρατιώτες.

ΟΛΕΣ!

Παγκάκιστε!

Όμως εμείς τα βάρη του πολέμου σηκώνουμε

διπλά και τριπλά.

Εμείς γεννάμε τ’ αγόρια

που εσύ θυσιάζεις στου πολέμου το βωμό.

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Πάψε! Μη μου θυμίζεις τα δυσάρεστα!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Ολομόναχες μένουμε

αντί να χαρούμε τα νιάτα μας,

και τα κορίτσια μας γερνούν αζευγάρωτα.

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Μήπως κι εμείς δεν γέρνούμε;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Όταν ο άντρας γυρίζει ασπρομάλλης

μπορεί να βρει νύφη μικρούλα.

ΛΥΣΙΣΤΑΤΗ,ΚΛΕΟΝΙΚΗ

Ο καιρός της γυναίκας λίγος,

Κι αν τον χάσει, μονάχη μένει στο σπίτι

συντροφιά με τα όνειρά της…

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Αφού εκείνος μπορεί!

(Πέφτουν όλες πάνω του. Στη συνέχεια αρχίζουν να ξυλοκοπούν τους άντρες με άγριες διαθέσεις.  Εκείνοι αμύνονται απελπισμένα και συνεχώς υποχωρούν φοβισμένοι και διαμαρτυρόμενοι, έως ότου τελικά τους πετάξουν έξω.)

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Είσαι ψοφίμι! Γεροχούφταλο!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Είσαι ψοφίμι!

Μόνο για τάφο είσαι έτοιμος!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ

Στο φέρετρό σου ετοιμάσου για να μπεις!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Κι εγώ σου κάνω τα κόλλυβα!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Να, πάρε μια!

ΛΑΜΠΙΤΩ

Κι άλλη μια!

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Οχ!Οχ!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Τι κοκάλωσες ψοφίμι;

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Αχ και βαχ!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Ο Χάροντας στη βάρκα μπρος 

σε καρτερεί…

ΛΑΜΠΙΤΩ

Πολύ καθυστέρησες…

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Οχ! Οχ!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Το φέρετρό σου έτοιμο! 

ΜΥΡΡΙΝΗ

Στο φέρετρο…

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Μη βαράς!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ

…ετοιμάσου…

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Να, πάρε!

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Μη βαράς!

ΜΥΡΡΙΝΗ

…να μπεις!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ 

Κι άλλη μια!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Ετοιμάσου να μπεις!

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Πάψε να χτυπάς!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Άιντε να μπεις στον τάφο!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Κι εγώ σου ετοιμάζω κόλλυβα.

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Πονάω!

 ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Να, πάρε!

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Πονάω!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ

Νά, πάρε κι άλλη!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Για δες!

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Αχ, πονώ!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Εμπρός, γυναίκες!

Στα χέρια σας κρατάτε την Ειρήνη!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ 

Την Ειρήνη! Εμείς, το γένος των γυναικών!

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Τα μάτια θα σας βγάλω!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ,ΚΛΕΟΝΙΚΗ,ΜΥΡΡΙΝΗ,ΛΑΜΠΙΤΩ

Θα την σώσουμε την Ειρήνη!

Θα την σώσουμε την Ειρήνη!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Την Ειρήνη! Την Ειρήνη!

(Τους χτυπούν και τους σπρώχνουν έξω από τη σκηνή.)

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Αχ  αχ  ! ΑΧ αχ !

Ο δόλιος δεν μπορώ…

ΟΛΕΣ

Θα σώσουμε την Ελλάδα και τα παιδιά μας.

(Αφού τους πετάξουν έξω, σιγά σιγά τους ξαναφέρνουν δεμένους και θλιβερούς για

να πάρουν μέρος στο χορωδιακό που ακολουθεί.)

ΟΛΕΣ (ΣΟΛΙΣΤ ΚΑΙ ΧΟΡΩΔΙΑ)

Είναι στον πόλεμο

οι πατεράδες των παιδιών μας…

ΟΛΟΙ

Αχ κακούργες γράδες, ξετσίπωτες’

ΟΛΕΣ

Έρημες, μόνες 

μονάχες είμαστε…

ΟΛΟΙ

Αχ και βαχ!

ΟΛΕΣ ΚΑΙ ΟΛΟΙ

Να σταματήσει το κακό, οι άντρες να γυρίσουν

Και τα σπίτια να γεμίσουν με γέλια και χαρές!

(Οι άντρες φεύγουν.)

                                                                Β΄ Πράξη 

                                                               ΣΚΗΝΗ 6

ΠΟΙΗΤΗΣ 

Τρικυμία, θύελλα, μπόρα, άγριος άνεμος

καθώς αντικρίζουν ν’ ανηφορίζει άρρενας.

Ιδρώνουν…Ο πόθος τις καταλεί.

Απ’ τον ουρανό κατεβαίνουν περιστέρια και βροχές.

Ο ιδρώτας κι η ανάσα του.

Της Μυρρίνης ό άντρας είναι. Ο Κινησίας.

Στα δίχτυα θα πέσει των γυναικών σαν θήραμα.

Του Πέου ο γιός θα ξεφτιλιστεί,

των ανδρών το γένος τα όπλα καταθέσει

στο βωμό του Μεγάλου Έρωτα!

(Βγαίνει)

ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Βλέπω έναν άντρα ν’ ανεβαίνει στο Ναό.

Το πουλί του σηκωμένο φτάνει ως το θεό.

Μου ‘ρχεται ζαλάδα, δεν μπορώ να κρατηθώ.

Όλα τα ξεχνάω και τα παρατάω,

δεν μπορώ ν’ αντισταθώ.

ΧΟΡΟΣ, ΓΥΝΑΙΚΩΝ,ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ,ΚΛΕΟΝΙΚΗ

Δεν υποφέρω να δω

το φοβερό το αντρικό,

αυτό που αγάπησα,

και που γονάτισα

στης Αφροδίτης το Βωμό.

Να σ’ έχω δίπλα μου

χαρά και πίκρα μου,

νύχτα και μέρα, όσο ζω.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Να μας δοκιμάσουν τώρα θέλουν οι θεοί…

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Να δοκιμάσουν τώρα θέλουν οι θεοί.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Αν δεν κρατηθούμε όρθιες τούτη τη στιγμή…

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Αν δεν κρατηθούμε όρθιες τούτη τη στιγμή…

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Πάνε τα όνειρά μας ,πάνε τα παιδιά μας,

μες στη μάχη θα χαθούν.

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Πάνε τα παιδιά μας,

Μες στη μάχη θα χαθούν.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Σφίξτε τ’ αχαμνά σας, σφίξτε την καρδιά σας

Ασπρες μέρες για να ΄ρθούν.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ,ΚΛΕΟΝΙΚΗ, ΧΟΡΟΣ

Δεν υποφέρω να δω

το φοβερό το ανδρικό,

αυτό που αγάπησα,

και που γονάτισα 

στης Αφροδίτης το Βωμό.

Να σ’ έχω δίπλα μου 

χαρά και πίκρα μου,

νύχτα και μέρα, όσο ζω.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Ποια τον γνωρίζει;

ΜΥΡΡΙΝΗ

Είναι ο Κινησίας, ο αντρούλης μου.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Δουλειά σου τώρα να τον ξεροψήσεις.

Να τονε γυρνάς στη σούβλα.

Μια να στέκεις, μια να φεύγεις

κι ‘όλα να του τα προσφέρεις

Όλα, έξω από τούτο!

Τούτο εδώ!

ΜΥΡΡΙΝΗ 

Είναι ο Κινησίας, ο αντρούλης μου.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Δουλειά σου τώρα να τον ξεροψήσεις.

Να τονε γυρνάς στη σούβλα.

Μια να στέκεις, μια να φεύγεις

κι όλα να του τα προσφέρεις.

Όλα, έξω από τούτο!

Τούτο εδώ!

ΜΥΡΡΙΝΗ

Ας’ το σ’ εμένα. Θα τον κανονίσω όπως πρέπει.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Θα ΄μαι  κοντά σου να επιβλέπω.

Σε σιγανή φωτιά στο τηγάνι να τον ψήσεις.

(προς τον Γυναικείο Χορό)

Πάρτε δρόμο!

(Ο Χορός και η Μυρρίνη φεύγουν.Είσοδος Κινησία,

που το εξογκωμένο πέος του τον εμποδίζει στις 

κινήσεις του.)

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Αχ αλί και τρισαλί!

Τι να το κάνω το πουλί!

Αχ τι πρήξιμο κι αυτό.

θα σκάσω ο δόλιος, θα πλαντάξω.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Ποιος είσαι;Είσαι άντρας;

Και τι γυρεύεις;

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Είμαι άντρας και βαρβάτος! Ναι!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Φύγε! Φύγε!

ΚΙΝΗΣΙΑΣ 

Κι εσύ ποια είσαι;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Ο φρουρός.

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 Καλή γυναίκα, σε ικετεύω.

Κάλεσε τη Μυρρίνη!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Ποιος είσαι; Τι να πώ;

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Ο άντρας της, ο Κινησίας,

του Πέου ο γιος.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Όλες στο στόμα το ΄χουνε

το γλυκό το όνομά του,

κι η Μυρρίνη νύχτα-μέρα το πιπιλίζει.

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Δόξα στην Αφροδίτη!

Αι φώναξέ την.

Δεν αντέχω άλλο, θα τεζάρω…

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Πρέπει πρώτα να πληρώσεις.

Να με λαδώσεις!

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Να πάρε! Πάρε!

(Της δίνει νομίσματα.)

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Θα την καλέσω.

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Αχ δεν αντέχω.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Θα την καλέσω.

(Βγαίνει.)

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Μες στο σπίτι όλα μαύρα

φαρμάκι, πόνος, οδυρμός…

Ο νους μου σ΄ εκείνο που μου λείπει…

Λουλούδι κόκκινο, καυτό.

(Η μουσική σταματά για δυό-τρία

Δευτερόλεπτα, καθώς φαίνεται

κάπου ψηλά η Μυρρίνη.)

ΜΥΡΡΙΝΗ

Τον αγαπάω! Τον αγαπάω!

Όμως εκείνος δεν μ’ αγαπά…

(με νάζι)

Δεν κατεβαίνω! Δεν κατεβαίνω!

(αλλαγή ατμόσφαιρας)

«Το πρόσωπό σου φεύγει σαν το νερό

Με βήματα φυγής νυχτερινής

Μένουν τα μάτια σου 

-μαυρα φιλιά-

και το παράπονό μου.

Φεύγει το πρόσωπό σου

Σαν τον καιρό 

Που δεν ξαναγυρίζει 

Βαθαίνει η θλίψη μου

κι η ερημιά

και το παράπονό μου».*

(τέλος αλλαγής)

*Ποίηση Δήμητρας Μαντά.

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Γλυκιά μου Μυρρίνη, τι είν’ αυτά που λες;

Κατέβα κάτω!

ΜΥΡΡΙΝΗ

(από ψηλά)

Δεν κατεβαίνω για σένα! Ποτέ!

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Σε ικετεύω.

ΜΥΡΡΙΝΗ

Δεν με χρειάζεσαι…

Γι’ αυτό δεν κατεβαίνω.

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Μα δεν με βλέπεις; Σε λίγο θα κρεπάρω.

ΜΥΡΡΙΝΗ

Φεύγω.

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Μη! Για χάρη του παιδιού μας!

( Ενας δούλος φέρνει το παιδί, που μπορεί 

να είναι άντρας -με μουστάκι;-ντυμένος

παιδικά.)

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Γιόκα μου, κράξε τη μαμά σου!

ΤΟ ΠΑΙΔΙ

Μαμά! Μαμά!

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Δεν πονάς το παιδί σου;

Εξι μέρες έχει να βυζάξει

(κοιτάζει τ’αχαμνά του)

και να λουστεί.

ΜΥΡΡΙΝΗ

(Κατεβαίνει αργά, λικνιζόμενη, με το βλέμμα

καρφωμένο στα απόκρυφα μέρη του Κινησία,

και κατευθύνεται προς το παιδί.)

Για το παιδί μου κατεβαίνω…

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

(κρυφά, προς το κοινό)

Τώρα μου φαίνεται πιο νέα

και ορεξάτη και τρυφερούλα,

κι όσο μου κάνει ζόρια και τσαλίμια

τόσο μου ανάβει τη λαχτάρα μου.

ΜΥΡΡΙΝΗ

(καθώς χαϊδεύει το παιδί, όμως το μάτι

στο…πέος) 

Έλα γλυκό μου, σφίξε τη μαμά σου.

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Γιατί είσαι κακιά;

(Την πιάνει.)

ΜΥΡΡΙΝΗ

(Τον σπρώχνει.)

Μη μ’ αγγίζεις)

ΚΥΝΗΣΙΑΣ

Και το νοικοκυριό μας που διαλύθηκε;

ΜΥΡΡΙΝΗ

 Δε με νοιάζει.

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

  Κι οι κότες που τσιμπούν τον αργαλειό σου;

ΜΥΡΡΙΝΗ

Δε με νοιάζει.

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Και οι γιορτές της Αφροδίτης που τις αμέλησες;

Γύρνα στο σπίτι!

ΜΥΡΡΙΝΗ 

Ποτέ!

Με τους εχθρούς αν δεν μονοιάσετε

να σταματήσει το κακό!

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Θα γίνει, θα γίνει 

ο λαός θ’ αποφασίσει.

ΜΥΡΡΙΝΗ

Τότε κι εγώ θ΄ αποφασίσω!

Τώρα με όρκο είμαι δεμένη.

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Έλα μαζί μου να πλαγιάσεις λίγην ώρα. 

ΜΥΡΡΙΝΗ

Όχι! Κι ομολογώ πως σ’ αγαπάω.

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Μ’ αγαπάς γλυκιά μου Μυρρίνη!

Άιντε πέσε!

ΜΥΡΡΙΝΗ

Αδιάντροπε! Μπροστά στο παιδί…

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

(Διατάσσει τον δούλο.)

Πάρ΄ το…

Το παιδί το ξαπόστειλα. Πέσε τώρα!

ΜΥΡΡΙΝΗ

Α! Και πού να πέσω;

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Να! Στην σπηλιά του Πανός!

ΜΥΡΡΙΝΗ

Κι ύστερα πώς θα εξαγνιστώ;

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Πλύσου στην Κλεψύδρα!

ΜΥΡΡΙΝΗ

Και να πατήσω η δύστυχη τον όρκο μου;

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Απάνω μου να πέσει η οργή του θεού!

ΜΥΡΡΙΝΗ

Στάσου λοιπόν να φέρω στρωσίδια.

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Δεν θέλω στρωσίδια.

Θέλω καταγής…Στρωματσάδα!

ΜΥΡΡΙΝΗ

Όχι, μα τον Απόλλωνα!

Δεν σ’ έχω για το χώμα.

(Φεύγει.)

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Με λατρεύει!

ΜΥΡΡΙΝΗ

(Ξανάρχεται.)

Ξάπλωσε λίγο. Έρχομαι κι εγώ!

(Κάνει πως ξαπλώνει, όμως ξανασηκώνεται.)

Οχου! Δεν έφερα την ψάθα.

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Τι ψάθα και ξεψάθα…Δεν μας χρειάζεται…

ΜΥΡΡΙΝΗ

Μά την Άρτεμη! Απάνω σε σκοινιά;

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Στάσου λίγο να σε φιλήσω.

ΜΥΡΡΙΝΗ

Έλα!

(Του προσφέρει το μάγουλο και φεύγει.)

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Πω-πω,πω-πω-πω!

Που πας;

ΜΥΡΡΙΝΗ

(Ξαναγυρίζει.)

Πέσε ώσπου να γδυθώ.

(Φεύγει.)

(Ξαναγυρίζει.)

Σου ΄φερα το μαξιλάρι.

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Δεν το θέλω!

ΜΥΡΡΙΝΗ

Το θέλω εγώ!

(Φεύγει.)

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Μια τέτοια όρεξη!

Ούτε ο Ηρακλής δεν έχει.

ΜΥΡΡΙΝΗ

(Έρχεται.)

Ξάπλωσε ξανά!

Τώρα τα ‘χουμε όλα!

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Έλα μανούλι μου!

Έλα τώρα!

ΜΥΡΡΙΝΗ

Στάσου να λύσω των βυζιών μου τη φασκιά…

Και μην ξεχνάς πως μου ‘δωσες όρκο

τον πόλεμο να πάψετε.

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Να πέσει αστραπή και να με κάψει.

ΜΥΡΡΙΝΗ

Πάλι ξέχασα να φέρω κουβέρτα.

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Δεν την θέλω. Θέλω μονάχα κόλλημα!

ΜΥΡΡΙΝΗ

Θα το ΄χεις! Σε δυο λεπτά γυρίζω…

(Φεύγει.)

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Αχ! Με πρήξανε τα σούρτα  φέρτα.

ΜΥΡΡΙΝΗ

(Έρχεται) 

Για πέσε.

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Δεν κοιτάς! Παρασηκώθηκα!

ΜΥΡΡΙΝΗ

Θέλεις να σου βάλω μυρουδιά;

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Μά τον Απόλλωνα, όχι!

ΜΥΡΡΙΝΗ

(Φεύγει και ξανάρχεται.)

Να, πάρε ν’ αλειφτείς.

Πάρε τούτο το βαζάκι.

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Άλλα πιάνουν τα χέρια μου…

Πλάγιασε πια!

ΜΥΡΡΙΝΗ

Τώρα αμέσως…Να βγάλω τα παπούτσια μου…

Μα θα ψηφίσεις ανακωχή;

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Θα το προτείνω στη Βουλή.

(Η Μυρρίνη φεύγει οριστικά.)

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Με τρέλανε τούτη η γυναίκα.

Με ξεχαρβάλωσε.

Μου έβαλε φωτιά κι έγινε άφαντη.

Τι να κάνω;

Και πώς να χορτάσω το βρέφος;

Αχ ρουφιάνε Αλεπόσκυλε!

Βρες μου μια παραμάνα.

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Πώς βαστάς κακομοίρη

την απάτη που σου κάνουν;

Σε λυπάμαι ο καημένος…

Ποια νεφρά;Ποια ψύχουλα;

Ποια μέση και ποιος κώλος θ’ αντέχανε;

Σε φούντωσαν και τώρα

τον αέρα καβάλα.

Ω θεοί, τι κάψα!

Ε ρε πώς σε κατάντησε

τούτη η βρόμα κι η στρίγκλα…

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

Όχι βρόμα! Όχι στρίγκλα!

Γλυκύτατη αγαπούλα.

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

Μωρέ βρόμα και στρίγκλα!

 ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ, ΧΟΡΟΣ

Να τη σήκωνε ο Δίας ψηλά

-νέφος, άχερα-

να την έφερνε βόλτες,

να την έπαιζε σβούρα

-με βοριά, με νοτιά-

και κατόπι αφημένη στο παλούκι να πέσει

να βρεθεί καρφωμένη!

ΣΚΗΝΗ 7

(Μπαίνει από τ’ αριστερά ο Κήρυξ-Σπαρτιάτης -,και λίγο μετά ο Πρόβουλος.

Εχουν κι οι δυο κάτω απ’ τις χλαμύδες πελώρια ρόπαλα που τους αναγκάζουν να 

Βαδίζουν σπασμωδικά)

ΚΗΡΥΞ

Πού ΄ναι των Αθηναίων η Γερουσία;

Φέρνω μήνυμα!

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Κι εσύ ποιος είσαι;

Άνθρωπος η σκουπόξυλο;

ΚΗΡΥΞ

Κήρυκας!

Με στέλνουν από την Σπάρτη για την Ειρήνη.

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Και τι το θέλεις το δόρυ στη μασχάλη;

ΚΗΡΥΞ

Για το θεό! Ποιο δόρυ;

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Γιατί γυρνάς την πλάτη; Τι μας κρύβεις;

Βρε βρομιάρη, σου σηκώθηκε;

ΚΗΡΥΞ

Με συκοφαντείς!

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Κι αυτό τί είναι;

ΚΗΡΥΞ

Λακωνική σκυτάλη.

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Σαν την δική μου.

Για δες! Λακωνική σκυτάλη.

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ, ΚΗΡΥΞ

Λακωνικές-λακωνικές

λακωνικές σκυτάλες,

πελώριες και ζουμερές!

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Και τι γίνεται στη Σπάρτη;

ΚΗΡΥΞ

Σκληρά και σηκωμένα.

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Και βρήκατε ποιος φταίει;

ΚΗΡΥΞ

‘Έκανε την αρχή η Λαμπιτώ,

κι όλες οι γυναίκες

πήραν τ’ απαυτά τους κι έφυγαν…

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Οϊμέ! Οϊμέ!

ΚΗΡΥΞ

Ω πα πα! Ω παπαί!

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Και πως τη βγάζετε;

ΚΗΡΥΞ

Η πόλη γέμισε καμπούρηδες.

Περπατάμε σκυφτά απ’ το βάρος;

Πού να τολμήσεις ν’ απλώσεις χέρι σε γυναίκα!

Πρέπει πρώτα να υπογράψουμε Ειρήνη!

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Μπήκα στο νόημα κι εγώ.

Η συνωμοσία είναι πανελλαδική!

Τρέχα γρήγορα

και πες τους να στείλουν πρεσβευτές.

Τρέχω κι εγώ στη Βουλή.

Έχω μεγάλο επιχείρημα.

ΚΗΡΥΞ

Είσαι σοφός!

(Ο Πρόβουλος φεύγει.)

Τρέχω κι εγώ με φτερά σαν πουλί.

ΣΚΗΝΗ 8

ΠΟΙΗΤΗΣ

Ένα μύθο θα σας πω,

που τον λέγανε παιδιά:

Ήταν κάποιος μια φορά

που ΄φυγε στην ερημιά.

(Μπαίνει ο Μάνος Χατζιδάκις. Λίγο παχύς,

με χιτώνα, περικεφαλαία, δόρυ και ασπίδα

με τα αρχικά Μ.Χ. Είναι αγανακτισμένος

καθώς φωνάζει στον Ποιητή- Συνθέτη:)

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

Απαγάδεκτο! Απαγάδεκτο!

Αυτό είναι δικό μου!

Το πήγες από μένα!

ΠΟΙΗΤΗΣ

(με απορία)

Τι λες;

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

(Ενώ σημαδεύει με το δόρυ τον Ποιητή που μένει

εμβρόντητος με τα χέρια στη μέση, καλεί να μπουν 

οι Χορωδοί.)

Εμπγός!Εμπγός!Πάμε!

(Οι Χορωδοί είναι ντυμένοι με τα γιορτινά τους,

δαφνοστεφείς και γελαστοί- έτσι θα είναι 

και στο Finale. Μπαίνουν από διάφορες μεριές,

με τη σειρά που τραγουδούν.)

ΧΟΡΩΔΙΑ

Κι από τότε στα βουνά

ζούσε πια με το κυνήγι

κι από μισος στις γυναίκες 

δεν κατέβη στο χωριό.

(Φεύγουν καθώς τελειώνει το τραγούδι.

Τελευταίος ο Μάνος Χατζιδάκις, με στραμμένο 

πάντοτε το κοντάρι προς τον Ποιητή.)

ΠΟΙΗΤΗΣ

Αισίως βαίνομεν προς λύσιν του έργου.

Σε λίγο θα έλθουν οι Λακεδαίμονες 

Να συνάψουν Ειρήνη

που στο τέλος θα υμνήσουμε όλοι μαζί.

(Μπαίνουν διαδοχικά οι δύο Χοροί, πρώτα 

των ανδρών και μετά των γυναικών.)

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Ήρθαν απ’ τη Σπάρτη!

Με γένια δέκα πήχες!

Με προβιές σαν τις αρκούδες.

Ήρθαν απ’ τη Σπάρτη!

(φωναχτά)

Γεια σας Λάκωνες!

(μόνοι οι άντρες)

Πώς πάν΄ τα πράγματα;

(Φεύγουν.)

ΣΚΗΝΗ 9

(Μπαίνουν οι Σπαρτιάτες.)

ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΩΝΩΝ

Το τεντωμένο μου πουλί

πως κελαηδεί, πως κελαηδεί.

ΚΗΡΥΞ

Είναι τα λόγια περιττά.

Όποιος έχει μάτια βλέπει.

ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΩΝΩΝ

Και κελαηδεί  και κελαηδεί

το τεντωμένο μου πουλί.

Η κάψα μου ανάβει και φουντώνει.

ΚΗΡΥΞ

Αίντε να ΄ρθει κανένας

να κλείσουμε Ειρήνη.

ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΩΝΩΝ

Μα να! Τους ντόπιους βλέπω.

Κρατούν τα ρούχα τους

Μακριά απ’ την κοιλιά τους.

(Μπαίνουν οι Αθηναίοι ντυμένοι κανονικά,

με επικεφαλής τον Πρόβουλο.)

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Πρέπει να βρούμε τη Λυσιστράτη

αυτή μας έβγαλε το μάτι.

ΚΗΡΥΞ

Σας έπιασε κι εσάς πρωί πρωί σπασμός;

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Από οξεία πάσχουμε καυλίτιδα!

Αν ευθύς δε συνάψω Ειρήνη,

φερτε μου έναν παίδαρο

να τον ξεσκίσω!

ΚΗΡΥΞ

Όμως προσέξτε, σκεπαστείτε,

μήπως κανείς χασάπης

κόψει τα λουκάνικα.

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ 

Καλά τα λές! Γειά σας Λάκωνες!

Ντροπές πλάκωσαν’.

Για ποιο λόγο βρίσκεστε εδώ;

ΚΗΡΥΞ

Για την Ειρήνη!

ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΩΝΩΝ

Την Ειρήνη!

ΚΗΡΥΞ

Πρεσβευτές!

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Θέλουμε κι εμείς το ίδιο.

ΟΛΟΙ (ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΚΑΙ ΛΑΚΩΝΕΣ)

Θέλουμε Ειρήνη! Θέλουμε Ειρήνη!

Ειρήνη! Ειρήνη!

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Ποιος θα φέρει τη Λυσιστράτη;

ΟΛΟΙ

Το τεντωμένο μου πουλί

πως κελαηδεί, πως κελαηδεί.

(Μπαίνουν η Λυσιστράτη, η Μυρρίνη, η Κλεονίκη

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

(στη Λυσιστράτη)

Χαίρε γενναιοτάτη!

Πρέπει να γίνεις καλή και κακή.

Σεμνή και φαύλη.

Αθώα και πολύπειρη.

Γιατί σαγήνεψες τους Έλληνες,

που σου αναθέτουν εν λευκώ

εσύ να αποφασίσεις!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Σπουδαία τα λάχανα!

Σας χρειάζεται μόνο ένας οργασμός

για να καλμάρουν τα πνεύματα!

Πού είναι η Συμφιλίωση;

(Μπαίνει η Συμφιλίωση ανθοστολισμένη,

με την συνοδεία της.)

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

(προς την Κλεονίκη)

Εσύ πιάσε τους Λάκωνες

και φερ’ τους κοντά μας.

Κι αν αρνηθεί κανείς να δώσει το χέρι,

τότε πιάσε το πουλί τους.

(προς το κοινό)

Είμαι γυναίκα.

Έχω κοφτερό μυαλό!

ΚΛΕΟΝΙΚΗ

(προς το κοινό)

Με φρόνηση με προίκισε η Φύση!

ΜΥΡΡΙΝΗ

Γνωρίζω καλά τη ζωή.

Δεν είμαι αμόρφωτη.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Αθηναίοι και Σπαρτιάτες,

Θυσιάζετε στους ίδιους βωμούς.

ΛΑΜΠΙΤΩ

Στην Ολυμπία, στους Δελφούς,

στις θερμοπύλες! Πάντα μαζί!

ΟΛΕΣ

Πάντα μαζί!

ΟΛΕΣ 

Πάντα μαζί!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Και τώρα ρημάζετε την Ελλάδα

ενώ οι εχθροί καραδοκούν. 

ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΩΝΩΝ

Κι εμένα με ρήμαξε η καύλα.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Λάκωνες, πόσες φορές σας σώσανε οι Αθηναίοι;

ΛΑΜΠΙΤΩ

Αθηναίοι, πόσες φορές σας σώσανε οι Λάκωνες;

ΧΟΡΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ 

Τι κώλος! Τι κώλος είναι αυτός!

ΟΛΟΙ (ΑΘΗΝΑΙΟΙ-ΛΑΚΩΝΕΣ)

Αχ και βαχ!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Με τόσους κοινούς δεσμούς, πώς πολεμάτε;

ΟΛΟΙ

Τι καλλίγραμμος κολπίσκος!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Γιατί δεν σταματάτε;

ΛΑΚΩΝΕΣ

Θέλουμε να προσαρτήσουμε τον κόλπο!

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Ποιόν κόλπο;

ΛΑΚΩΝΕΣ

Του Κατακώλου.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Τι λές;

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Θέλουμε την ορεινή Κλειτορία.

ΛΑΚΩΝΕΣ

Τον πισινό κόλπο του Μαλιακού.

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Τα σκέλια των Μεγάρων.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ (ΣΟΛΙΣΤ ΚΑΙ ΧΟΡΟΣ)

Όλοι μαζί! Όλοι μαζί!

Αθηναίοι, Πελοποννήσιοι, Βοιωτοί.

Να σώσουμε την Ελλάδα.

ΣΚΗΝΗ 10-FINALE

(γενική συμφιλίωση σ’ ένα πνεύμα χαράς)

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Έχω στρώμα κεντημένο,

παρδαλό φουστάνι έχω,

και χρυσό βραχιόλι έχω.

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

Πάει κι η κόρη να χαρεί το πανηγύρι.

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ (ΟΛΟΙ)

Πάει κι η κόρη να χαρεί το πανηγύρι.

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ, ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Πιαστείτε χέρι χέρι.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ, ΜΥΡΡΙΝΗ, ΚΛΕΟΝΙΚΗ,

ΛΑΜΠΙΤΩ, ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Έχω το σπίτι ανοιχτό,

έχω για σένα ό,τι ποθείς•

άκρατο οίνο για να πιεις,

κρεβάτι για να κοιμηθείς.

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Ποτέ πια ξεμέθυστοι

σε διαπραγματεύσεις!

Γιατί ο νους μας πάει στο κακό.

ΛΑΚΩΝΕΣ

Μνημοσύνη, φέρε τη Μούσα.

ΚΗΡΥΞ

Αυτή που γνώρισε των Αθηναίων την ανδρεία.

Εκείνοι ενίκησαν τους Μήδους,

κι εμείς με τον Λεωνίδα

φυλάξαμε θερμοπύλες.

ΚΗΡΥΞ, ΛΑΚΩΝΕΣ

Παρθένα θεά, ευλόγα την Ειρήνη!

ΟΛΟΙ (ΣΟΛΙΣΤ ΑΝΔΡΩΝ-ΓΥΝΑΙΚΩΝ)

Ας είναι καλό το ταξίδι με το πλοίο της Φιλίας.

΄Αρτεμη σε καλώ, και τον Διόνυσο, 

Τον Δία καλώ και την Ήρα,

θεοί και δαίμονες ας έρθουν

κοντά μας για πάντα.

Καλώ τη γλυκιά Αφροδίτη

να μας φέρει καλή ζωή.

Ας ψάλουμε όλοι παιάνα!

Ξανοίγει μια νέα ζωή,

Ειρηνική!

(Η σκηνή σιγά σιγά αδειάζει• το φως πέφτει.)

(Το φως ανεβαίνει σιγά σιγά. Θα μπουν ξανά

όλοι με τη σειρά τους στεφανωμένοι,

χαρούμενοι και με ρούχα γιορτινά.

Μπαίνουν η Λυσιστράτη, η Κλεονίκη,

η Μυρρίνη, η Λαμπιτώ.)

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Στης Ειρήνης το σκοπό 

τις φωνές ενώστε.

Στης Ειρήνης το ρυθμό

τις καρδιές υψώστε.

(Μπαίνουν ο Ποιητής, ο Πρόβουλος,

ο Κινησίας, ο Κήρυξ.)

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Χέρια-χέρια σμίξτε δυνατά.

ΟΛΕΣ

Ρίξτε μες στα Τάρταρα

του πολέμου τη σκιά.

Σαν ελεύθερο πουλί

θα πετάξω τώρα•

την Ειρήνη κέρδισα,

χαίρεται όλη η χώρα!

ΠΟΙΗΤΗΣ

Του πολέμου άρχοντες

ενωμένοι στο κακό,

μες στο αίμα των λαών

βουτηγμένοι ως το λαιμό.

(Μπαίνουν ο Γυναικείος Χορός

και η Κορυφαία.)

Τα ψωμιά σας τώρα τέλειωσαν.

ΟΛΟΙ

Ο στρατός των γυναικών 

το φριχτό σας πρόσωπο

ξεσκεπάζει σήμερα

με τούτο το τραγούδι.

ΟΛΕΣ (ΣΟΛΙΣΤ, ΚΟΡΥΦΑΙΑ, ΧΟΡΟΣ)

Της Ειρήνης το σκοπό

τραγουδάμε σήμερα,

Της Ειρήνης τ’ όμορφο

το γλυκό τραγούδι.

(Μπαίνουν όλοι οι άντρες: Αθηναίοι,Λάκωνες και ο Κορυφαίος.)

Τραγουδήστε όλοι σας,

Θεατές και φίλοι.

ΑΝΔΡΕΣ 

Σπαρτιάτες, Σαμιώτες, Βοιωτοί.

ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Για να λάμπει αιώνια

η καλή Ειρήνη.

ΓΥΝΑΙΚΕΣ, ΑΝΔΡΕΣ

Έλληνες με μια φωνή,

με μια καρδιά!

Της Λυσιστάτης θριαμβευτής

ο ερωτικός στρατός

νικητής!

                                                     15 Οκτωβρίου

                                                        Μ.Θ.

Άξιον Εστί – 1961 Παρίσι
Μίκης Θεοδωράκης – Οδυσσέας Ελύτης
Λαϊκό Ορατόριο σε τρία μέρη για Λαϊκό τραγουδιστή, Ψάλτη (Βαρύτονο), Αναγνώστη,

Λαϊκά όργανα, Συμφωνική μουσική και Μικτή Χορωδία.

Ι. Η Γένεσις

Τότε είπε

Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα και ομοίωσή μου:
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
«Κάθε λέξη κι από ‘να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν’ απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το ‘χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ’ ακριβό του τ’ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν’ απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη.

ΑΥΤOΣ ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

ΙΙ Τα πάθη.

Ιδού λοιπόν

Ιδού εγώ λοιπόν,

ο πλασμένος για τις μικρές τις Κόρες

και τα νησιά του Αιγαίου·

ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών

και μύστης των φύλλων της ελιάς·

ο ηλιοπότης και ακριδοκτόνος.

-Ιδού εγώ καταντικρύ

του μελανού φορέματος

των αποφασισμένων

και της άδειας των ετών,

που τα τέκνα της άμβλωσε,

γαστέρας, το άγκρισμα!

Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή

προσβάλλει τα βουνά.

Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη,

να σε, στα Στενά!

Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξα

Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα

κι άλλα πλούτη δεν είδα,

κι άλλα πλούτη δεν άκουσα

παρά βρύσες κρύες να τρέχουν

Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά.

Ο καθείς και τα όπλα του, είπα:

Στα Στενά τα ρόδια μου θ’ ανοίξω

Στα Στενά φρουρούς

τους ζέφυρους θα στήσω

τα φιλιά τα παλιά θ’ απολύσω

που η λαχτάρα μου άγιασε!

Λύνει αέρας τα στοιχεία

και βροντή προσβάλλει τα βουνά.

Μοίρα των αθώων,

είσαι η δική μου η Μοίρα!

Η πορεία προς το μετώπο

Ξημερώνοντας τ’ Ἀγιαννιού, μὲ τὴν αὔριο τῶν Φώτων, λάβαμε τὴ διαταγὴ
νὰ κινήσουμε πάλι μπροστά, γιὰ τὰ μέρη ὅπου δὲν ἔχει καθημερινὲς καὶ
σκόλες. Ἔπρεπε, λέει, νὰ πιάσουμε τὶς γραμμὲς ποὺ κρατούσανε ὡς τότε
οἱ Ἀρτινοί, ἀπὸ Χειμάρρα ὡς Τεπελένι. Λόγω ποὺ ἐκείνοι πολεμούσανε ἀπ’
τὴν πρώτη μέρα, συνέχεια, κι εἶχαν μείνει σχεδόν οἱ μισοὶ καὶ δὲν
ἀντέχανε ἄλλο.

Νύχτα πάνω στὴ νύχτα βαδίζαμε ἀσταμάτητα, ἕνας πίσω ἀπ’ τὸν ἄλλο, ἴδια
τυφλοί. Μὲ κόπο ξεκολλῶντας τὸ ποδάρι ἀπὸ τὴ λάσπη, ὅπου, φορές,
ἐκαταβούλιαζε ἴσαμε τὸ γόνατο. Ἐπειδή τὸ πιὸ συχνὰ ψιχάλιζε στοὺς
δρόμους ἔξω, καθῶς μὲς στὴν ψυχή μας. Καὶ τὶς λίγες φορὲς ὅπου κάναμε
στάση νὰ ξεκουραστοῦμε, μήτε ποὺ ἀλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί κι
ἀμίλητοι, φέγγοντας μ’ ἕνα μικρὸ δαδί, μία-μία ἐμοιραζόμασταν τὴ
σταφίδα. Ἢ φορὲς πάλι, ἂν ἦταν βολετό, λύναμε βιαστικὰ τὰ ροῦχα καὶ
ξυνόμασταν μὲ λύσσα ὧρες πολλές, ὅσο νὰ τρέξουν τὰ αἵματα. Τι μας εἶχε
ἀνέβει ἡ ψεῖρα ὡς τὸ λαιμό, κι ἦταν αὐτό πιο κι ἀπ’ τὴν κούραση
ἀνυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ἀκουγότανε στὰ σκοτεινά ἡ σφυρίχτρα, σημάδι
ὄτι κινοῦσαμε, καὶ πάλι σὰν τὰ ζὰ τραβοῦσαμε μπροστὰ νὰ κερδίσουμε
δρόμο, πριχοῦ ξημερώσει καί μας βάλουνε στόχο τ’ἀεροπλάνα. Ἐπειδή ὁ
Θεὸς δὲν κάτεχε ἀπό στόχους ἢ τέτοια, κι ὅπως το `χε συνήθειο του,
στὴν ἴδια πάντοτε ὧρα ξημέρωνε τὸ φῶς.

Κι ὄτι ἤμασταν σιμὰ πολὺ στὰ μέρη ὅπου δὲν ἔχει καθημερινὲς καὶ
σκόλες, μήτε ἀρρώστους καὰ γερούς, μήτε φτωχοὺς καὶ πλούσιους, το
καταλαβαίναμε. Γιατί κι ὁ βρόντος πέρα, κάτι σὰν πίσω ἀπ’ τὰ βουνά,
δυνάμωνε ὁλοένα, τόσο ποὺ καθαρὰ στὸ τέλος νὰ διαβάζουμε τὰ ἀργό καὶ
τὸ βαρὺ τῶν κανονιῶν, τὸ ξερὸ καὶ τὸ γρήγορο τῶν πολυβόλων. Ὕστερα καὶ
γιατὶ ὁλοένα πιὸ συχνά, τύχαινε τώρα ν’ ἀπαντοῦμε, ἀπ’ τ’ ἄλλο μέρος
νά `ρχονται, οἱ αργές οἱ συνοδείες μὲ τοὺς λαβωμένους. Ὅπου ἀπιθώνανε
χάμου τὰ φορεία οἱ νοσοκόμοι, μὲ τὸν κόκκινο σταυρὸ στὸ περιβραχιόνιο,
φτύνοντας μέσα στὶς παλάμες, καὶ τὸ μάτι τους ἄγριο γιὰ τσιγάρο. Κι
ὅπου σὰν ἀκούγανε γιὰ ποὺ τραβούσαμε, κουνοῦσαν τὸ κεφάλι, ἀρχινῶντας
ἱστορίες γιὰ σημεία καὶ τέρατα. Ὅμως ἐμεῖς τὸ μόνο ποὺ προσέχαμε ἦταν
ἐκείνες οἱ φωνὲς μέσα στὰ σκοτεινά, ποὺ ἀνέβαιναν, καυτὲς άκόμη ἀπὸ
τὴν πίσσα τοῦ βυθοῦ ἢ τὸ θειάφι. “Ὄι, ὄι μάνα μου”, “ὄι, ὄι μάνα μου”,
καὶ κάποτε, πιὸ σπάνια, ἕνα πνιχτὸ μουσούνισμα, ἴδιο ροχαλητό, πού
`λεγαν, ὅσοι ξέρανε, εἶναι αὐτός ὁ ρόγχος τοῦ θανάτου.

Ἦταν φορὲς ποὺ ἐσέρνανε μαζί τους κι αἰχμαλώτους, μόλις πιασμένους
λίγες ὧρες πρίν, στὰ ξαφνικὰ γιουρούσια ποὺ κάναν τὰ περίπολα.
Βρωμούσανε κρασὶ τὰ χνώτα τους, κι οἱ τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ἢ
σοκολάτες. Ὅμως ἐμεῖς δὲν εἴχαμε, ὄτι κομμένα τὰ γιοφύρια πίσω μας,
καὶ τὰ λίγα μουλάρια μας κι ἐκεῖνα ἀνήμπορα μέσα στὸ χιόνι καὶ στὴ
γλιστράδα τῆς λασπουριᾶς.

Τέλος κάποια φορά, φανήκανε μακριά οἱ καπνοὶ ποὺ ἀνέβαιναν
μεριὲς-μεριές, κι οἱ πρῶτες στὸν ὁρίζοντα κόκκινες, λαμπερὲς
φωτοβολίδες.

Ένα το χελιδόνι

Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή

για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή

Θέλει νεκροί χιλιάδες να `ναι στους τροχούς

Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους.

Θε μου Πρωτομάστορα μ’ έχτισες μέσα στα βουνά

Θε μου Πρωτομάστορα μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα!

Πάρθηκεν από μάγους το σώμα του Μαγιού

Το `χουνε θάψει σ’ ένα μνήμα του πέλαγου

σ’ ένα βαθύ πηγάδι το `χουνε κλειστό

μύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσος.

Θε μου Πρωτομάστορα μέσα στις πασχαλιές και Συ

Θε μου Πρωτομάστορα μύρισες την Ανάσταση.

Σάλεψε σαν το σπέρμα σε μήτρα σκοτεινή

Το φοβερό της μνήμης έντομο μες στη γη

Κι όπως δαγκώνει αράχνη δάγκωσε το φως

Έλαμψαν οι γιαλοί κι όλο το πέλαγος.

Θε μου Πρωτομάστορα μ’ έζωσες τις ακρογιαλιές

Θε μου Πρωτομάστορα στα βουνά με θεμέλιωσες

Τα θεμέλιά μου στα βουνά

Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Ταράζεται ο καιρός
κι απ’ τα πόδια τις μέρες κρεμάζει
αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων.
Ποιοι, πώς, πότε ανέβηκαν την άβυσσο;
Ποιες, ποιων, πόσων οι στρατιές;
Τ’ ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν μακριά.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Εσύ μόνη απ’ τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ’ την κόψη της πέτρας μιλάς
Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις
πασχαλιάν αναστάσιμη!
Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης!
Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται!
Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.
Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα.
Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά;
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος!

Με το λύχνο του άστρου

Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς εβγήκα

στο αγιάζι των λειμώνων στη μόνη ακτή του κόσμου

που να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!

Τα κορίτσια μου πένθος για τους αιώνες έχουν

Τ’ αγόρια μου τουφέκια κρατούν και δεν κατέχουν

που να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!

Η μεγάλη έξοδος

Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἔκαναν σύναξη μυστικὴ τὰ παιδιὰ καὶ λάβανε τὴν
ἀπόφαση, ἐπειδὴ τὰ κακὰ μαντάτα πλήθαιναν στὴν πρωτεύουσα, νὰ βγοῦν
ἔξω σὲ δρόμους καὶ σὲ πλατείες, μὲ τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ τους εἶχε
ἀπομείνει: μιὰ παλάμη τόπο κάτω ἀπό τ’ ἀνοιχτὶ πουκάμισο, μὲ τὶς
μαῦρες τρίχες καὶ τὶ σταυρουδάκι τοῦ ἥλιου. Ὅπου εἶχε κράτος κι
ἐξουσία ἡ Ἄνοιξη.

Καὶ ἐπειδὴ σίμωνε ἡ μέρα ποὺ τὸ Γένος εἶχε συνήθειο νὰ γιορτάζει τὸν
ἄλλο Σηκωμό, τὴ μέρα πάλι ἐκείνη ὁρίσανε γιὰ τὴν Ἔξοδο. Καὶ νωρὶς
ἐβγήκανε καταμπροστὰ στὸν ἥλιο, μὲ πάνου ὡς κάτου ἀπλωμένη τὴν ἀφοβιὰ
σὰν σημαία, οἱ νέοι μὲ τὰ πρησμένα πόδια ποὺ τους ἔλεγαν ἀλήτες. Καὶ
ἀκολουθούσανε ἄντρες πολλοί, και γυναῖκες, καὶ λαβωμένοι μὲ τὸν
ἐπίδεσμο καὶ τὰ δεκανίκια. Ὅπου ἔβλεπες ἄξαφνα στὴν ὄψη τους τόσες
χαρακιές, πού `λεγες εἴχανε περάσει μέρες πολλὲς μέσα σὲ λίγην ὧρα.

Τέτοιας λογῆς ἀποκοτιές, ὡστόσο, μαθαίνοντες οἱ Ἄλλοι, σφόδρα
ταράχθηκαν. Καὶ φορὲς τρεῖς μὲ τὸ μάτι ἀναμετρῶντας τὸ ἔχει τους,
λάβανε τὴν ἀπόφαση νὰ βγοῦν ἔξω σὲ δρόμους καὶ σὲ πλατείες, μὲ τὸ μόνο
πρᾶγμα ποὺ τους εἶχε ἀπομείνει: μία πήχη φωτιὰ κάτω ἀπ’ τὰ σίδερα, μὲ
τὶς μαῦρες κάννες καὶ τὰ δόντια τοῦ ἥλιου. Ὅπου μήτε κλῶνος μήτε
ἀνθός, δάκρυο ποτὲ δὲν ἔβγαλαν. Καὶ χτυπούσανε ὅπου νά `ναι, σφαλῶντας
τὰ βλέφαρα μὲ ἀπόγνωση. Καί ἡ Ἄνοιξη ὁλοένα τους κυρίευε. Σὰν νὰ μὴν
ἤτανε ἄλλος δρόμος πάνω σ’ ὁλάκερη τὴ γῆ γιὰ νὰ περάσει ἡ Ἄνοιξη παρὰ
μονάχα αὐτός, καὶ νά τον εἶχαν πάρει ἀμίλητοι, κοιτάζοντας πολὺ
μακριά, πέρ’ ἀπ’ τὴν ἄκρη τῆς ἀπελπισίας, τὴ Γαλήνη ποὺ ἔμελλαν νὰ
γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, καί οἱ
ἄντρες, καὶ οἱ γυναῖκες, καὶ οἱ λαβωμένοι μὲ τὸν ἐπίδεσμο καὶ τὰ
δεκανίκια.

Καὶ περάσανε μέρες πολλὲς μέσα σὲ λίγην ὧρα. Καὶ θερίσανε πλῆθος τὰ
θηρία, καὶ ἄλλους ἐμάζωξαν. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἐστήσανε στὸν τοῖχο
τριάντα.

Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ

Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ

και μυρσίνη συ δοξαστική

μη παρακαλώ σας μη

λησμονάτε τη χώρα μου!

Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά

στα ηφαίστεια κλήματα σειρά

και τα σπίτια πιο λευκά

στου γλαυκού το γειτόνεμα!

Τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό

τα γυρίζω πίσω απ’ τον καιρό

τους παλιούς μου φίλους καλώ

με φοβέρες και μ’ αίματα!

Ναοί στο σχήμα τ΄ουρανού – Ορχηστρικό.

Της αγάπης αίματα

Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν

και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε

οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων

μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.

Στ’ ανοιχτά του πελάγου με καρτέρεσαν

Με μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε

αμαρτία μου να `χα κι εγώ μιαν αγάπη

μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.

Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε

τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου

την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν

μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.

(Κι από τότε γύρισαν καταπάνω μου

των αιώνων όργητες ξεφωνίζοντας

ο που σ’ είδε, στο αίμα να ζει

και στην πέτρα

μακρινή μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο.

Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα

μες στις πέτρες άνθισα και μεγάλωσα

των φονιάδων το αίμα με φως

ξεπληρώνω

μακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο).

(Οι τρεις πρώτες στροφές είναι μελοποιημένες).

Ναοί στο σχήμα τ΄ ουρανού

Ναοί στο σχήμα του ουρανού

και κορίτσια ωραία

με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε!

Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας

και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!

Φύγανε φύγανε

ο Ιούλιος με το φωτεινό πουκάμισο

και ο Αύγουστος ο πέτρινος με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά.

Φύγανε φύγανε

και βαθιά κάτω απ’ το χώμα συννέφιασε ανεβάζοντας

χαλίκι μαύρο

και βροντές, η οργή των νεκρών

και αργά στον άνεμο τρίζοντας

εγυρίσανε πάλι με το στήθος μπροστά

φοβερά των βράχων τ’ αγάλματα.

Προφητικόν

Χρόνους πολλοὺς μετὰ τὴν Ἀμαρτία ποὺ τὴν εἴπανε Ἀρετὴ μέσα στὶς
ἐκκλησίες καὶ την εὐλόγησαν. Λείψανα παλιῶν ἄστρων καὶ γωνιὲς
ἀραχνιασμένες τ’ οὐρανοῦ σαρώνοντας ἡ καταιγίδα ποὺ θὰ γεννήσει ὁ νοῦς
τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ τῶν ἀρχαίων Κυβερνητῶν τὰ ἔργα πληρώνοντας ἡ Χτῖσις,
θὰ φρίξει. Ταραχὴ θὰ πέσει στὸν Ἅδη, καὶ τὸ σανίδωμα θὰ ὑποχωρήσει ἀπό
τὴν πίεση τὴ μεγάλη τοῦ ἥλιου. Ποὺ πρῶτα θὰ κρατήσει τὶς ἀχτίδες του,
σημάδι ὅτι καιρὸς νὰ λάβουνε τὰ ὄνειρα ἐκδίκηση. Καὶ μετὰ θὰ μιλήσει,
νὰ πεῖ: ἐξόριστε Ποιητή, στὸν αἰώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;

– Βλέπω τὰ ἔθνη, ἄλλοτες ἀλαζονικά, παραδομένα στὴ σφῆκα καὶ στὸ ξινόχορτο.

– Βλέπω τὰ πελέκια στὸν ἀέρα σκίζοντας προτομὲς Αὐτοκρατόρων καὶ Στρατηγῶν.

– Βλέπω τοὺς ἐμπόρους νὰ εἰσπράττουν σκύβοντας τὸ κέρδος τῶν δικῶν
τους πτωμάτων.

– Βλέπω τὴν ἀλληλουχία τῶν κρυφῶν νοημάτων.
Λείψανα παλιῶν ἄστρων καὶ γωνιὲς ἀραχνιασμένες τ’ οὐρανοῦ σαρώνοντας ἡ
καταιγίδα ποὺ θὰ γεννήσει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ πρίν, ἰδοῦ, θὰ
περάσουν γενεὲς τὸ ἀλέτρι τους πάνω στὴ στέρφα γῆς.
Καὶ κρυφὰ θὰ μετρήσουν τὴν ἀνθρώπινη πραμάτεια τους οἱ Κυβερνήτες,
κηρύσσοντας πολέμους. Ὅπου θὰ χορτασθοῦνε ὁ Χωροφύλακας καί ὁ
Στρατοδίκης. Ἀφήνοντας τὸ χρυσάφι στοὺς ἀφανεῖς, νὰ εἰσπράξουν αὐτοὶ
τὸν μιστὸ τῆς ὕβρης καὶ τοῦ μαρτυρίου. Καὶ μεγάλα πλοῖα θ’ ἀνεβάσουν
σημαίες, ἐμβατήρια θὰ πάρουν τοὺς δρόμους, οἱ ἐξώστες νὰ ράνουν μὲ
ἄνθη τὸν Νικητή. Ποὺ θὰ ζεῖ στὴν ὀσμή τῶν πτωμάτων. Καὶ τοῦ λάκκου
σιμά του τὸ στόμα, τὸ σκοτάδι θ’ ἀνοίγει στὰ μέτρα του, κράζοντας:
ἐξόριστε Ποιητή, στὸν αἰώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;

– Βλέπω τοὺς Στρατοδίκες νὰ καῖνε σὰν κεριά, στὸ μεγάλο τραπέζι τῆς Ἀναστάσεως.

– Βλέπω τοὺς Χωροφυλάκους νὰ προσφέρουν τὸ αἷμα τους, θυσία στην
καθαρότητα τῶν οὐρανῶν.

– Βλέπω τὴ διαρκῆ ἐπανάσταση φυτῶν καὶ λουλουδιῶν.

– Βλέπω τὶς κανονιοφόρους τοῦ Ἔρωτα.

Καὶ τῶν ἀρχαίων Κυβερνητῶν τὰ ἔργα πληρώνοντας ἡ Χτῖσις, θὰ φρίξει.
Ταραχὴ θὰ πέσει στὸν Ἅδη, καὶ τὸ σανίδωμα θὰ ὑποχωρήσει ἀπὸ τὴν πίεση
τὴ μεγάλη τοῦ ἥλιου. Ἀλλὰ πρίν, ἰδοῦ, θὰ στενάξουν οἱ νέοι, καὶ τὸ
αἷμα τους ἀναίτια θὰ γεράσει. Κουρεμένοι κατάδικοι θὰ χτυπήσουν τὴν
καραβάνα τους πάνω στὰ κάγκελα. Καὶ θὰ ἀδειάσουν ὅλα τὰ ἐργοστάσια,
καὶ μετὰ πάλι μὲ τὴν ἐπίταξη θὰ γεμίσουν, γιὰ νὰ βγάλουνε ὄνειρα
συντηρημένα σὲ κουτιὰ μυριάδες, καὶ χιλιάδων λογιῶν ἐμφιαλωμένη φύση.
Καὶ θὰ `ρθοῦνε χρόνια χλωμὰ καὶ ἀδύναμα μέσα στὴ γάζα. Καὶ θά `χει
καθένας τὰ λίγα γραμμάρια τῆς εὐτυχίας.

Καὶ θά `ναι τὰ πράγματα μέσα τοῦ κιόλας ὡραῖα ἐρείπια. Τότε, μὴν
ἔχοντας ἄλλη ἐξορία, ποὺ νὰ θρηνήσει ὁ Ποιητής, τὴν ὑγεία τῆς
καταιγίδας ἀπό τ’ ἀνοιχτὰ στήθη τοῦ ἀδειάζοντας, θὰ γυρίσει γιὰ νὰ
σταθεῖ στὰ ὡραία μέσα ἐρείπια. Καὶ τὸν πρῶτο λόγο του ὁ στερνὸς τῶν
ἀνθρώπων θὰ πεῖ, ν’ ὰψηλώσουν τὰ χόρτα, ἠ γυναῖκα στὸ πλάι του σὰν
ἀχτίδα τοῦ ἥλιου νὰ βγεῖ. Καὶ πάλι θὰ λατρέψει τὴ γυναῖκα καὶ θά την
πλαγιάσει πάνου στὰ χόρτα καθὼς ποὺ ἐτάχθη. Καὶ θὰ λάβουνε τα ὄνειρα
ἐκδίκηση, καὶ θὰ σπείρουνε γενεὲς στοὺς αἰώνες τῶν αἰώνων!

Ανοίγω το στόμα μου

Ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος

και παίρνει τα λόγια μου στις σκοτεινές του τις σπηλιές

και στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει

τις νύχτες που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα.

Χαράζω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα

και τσέρκουλα γίνονται στις γειτονιές των παιδιών

και σεντόνια στις κοπέλες που αγρυπνούνε

κρυφά για ν’ ακούν των ερώτων τα θαύματα.

(Ζαλίζει τ’ αγιόκλημα και κατεβαίνω στον κήπο μου

και θάβω τα πτώματα των μυστικών μου νεκρών

και το λώρο το χρυσό των προδομένων

αστέρων τους κόβω να περάσουν στην άβυσσο.

Σκουριάζουν τα σίδερα και τιμωρώ τον αιώνα τους

εγώ που δοκίμασα τις μυριάδες αιχμές

κι από γιούλια και ναρκίσσους το καινούργιο

μαχαίρι ετοιμάζω που αρμόζει στους Ήρωες.

Γυμνώνω τα στήθη μου και ξαπολυούνται οι άνεμοι

κι ερείπια σαρώνουνε τις χαλασμένες ψυχές

κι απ’ τα νέφη τα πυκνά της καθαρίζουν

τη γη, να φανούν τα Λιβάδια τα Πάντερπνα!)

(Οι δύο πρώτες στροφές είναι μελοποιημένες).

Σε χώρα μακρινή.

Τώρα το χέρι του Θανάτου

αυτό χαρίζει τη Ζωή

και ο ύπνος δεν υπάρχει.

Χτυπά η καμπάνα του μεσημεριού

κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα:

νυν και αιέν και άξιον εστί.

Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.

Τώρα μ’ ακολουθούν κορίτσια κυανά

κι αλογάκια πέτρινα

με τον τροχίσκο του ήλιου στο πλατύ μέτωπο.

Γενεές μυρτιάς μ’ αναγνωρίζουν

από τότε που έτρεμα στο τέμπλο του νερού,

άγιος, άγιος, φωνάζοντας.

Ο νικήσαντας τον Άδη και τον Έρωτα σώσαντας,

αυτός ο Πρίγκιπας των Κρίνων είναι.

Κι από κείνες πάλι τις πνοές της Κρήτης,

μια στιγμή ζωγραφιζόμουν.

Για να λάβει ο κρόκος από τους αιθέρες δίκαιο.

Στον ασβέστη τώρα τους αληθινούς μου Νόμους

κλείνω κι εμπιστεύομαι.

Μακάριοι, λέγω, οι δυνατοί που αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο.

Γι’ αυτών τα δόντια η ρόγα που μεθά,

στων ηφαιστείων το στήθος και στο κλήμα των παρθένων.

Ιδού ας ακολουθήσουνε τα βήματά μου!

Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.

Τώρα το χέρι του Θανάτου

αυτό χαρίζει τη Ζωή

και ο ύπνος δεν υπάρχει.

Χτυπά η καμπάνα του μεσημεριού

κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα:

νυν και αιέν και άξιον εστί.

Αιέν αιέν και νυν και νυν τα πουλιά κελαηδούν

άξιον εστί το τίμημα.

ΙΙΙ. Δοξαστικόν

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρώτη

χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου

η αλκή μες στο ζωο που οδηγεί τον ήλιο

το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα

Η στεριά που βουτά και υψώνει αυχένα

ένα λίθινο άλογο που ιππεύει ο πόντος

οι μικρές κυανές φωνές μυριάδες

η μεγάλη λευκή κεφαλή Ποσειδώνος

ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργούνε

που σηκώνουν το πέλαγος σαν Θεοτόκο

που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια

που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται

Οι αγένειοι δόκιμοι της τρικυμίας

οι δρομείς που διάνυσαν τα ουράνια μίλια

οι Ερμήδες με το μυτερό σκιάδι

και του μαύρου καπνού το κηρύκειο

Ο Μαϊστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής

ο Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος

η Τραμουντάνα, η Όστρια

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ξύλινο τραπέζι

το κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου

του νερού τα παιχνίδια στο ταβάνι

στη γωνιά το φυλλόδεντρο που εφημερεύει

Οι λιθιές και τα κύματα χέρι με χέρι

μια πατούσα που σύναξε σοφία στην άμμο

ένας τζίτζικας που έπεισε χιλιάδες άλλους

η συνείδηση πάμφωτη σαν καλοκαίρι.

ΤΑ ΝΗΣΙΑ με το μίνιο και με το φούμο

τα νησιά με το σπόνδυλο καποιανού Δία

τα νησιά με τους έρημους ταρσανάδες

τα νησιά με τα πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια

Στο μελτέμι τα ορτσάροντας με κόντρα φλόκο

Στο γαρμπή τ’ αρμενίζοντας πόντζα λαμπάντα

έως όλο το μάκρος τους τ’ αφρισμένα

με λιτρίδια μαβιά και με ηλιοτρόπια

Η Σίφνος, η Αμοργός, η Αλόννησος

η Θάσος, η Ιθάκη, η Σαντορίνη

η Κως, η Ίος, η Σίκινος

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο πέτρινο πεζούλι

αντίκρυ του πελάγους η Μυρτώ να στέκει

σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι

με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι

Το πορώδες και άσπρο μεσημέρι

ένα πούπουλο ύπνου που ανεβαίνει

το σβησμένο χρυσάφι μες στους πυλώνες

και το κόκκινο άλογο που δραπετεύει

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εορτάζοντας τη μνήμη

των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης

ένα θαύμα να καίει στους ουρανούς τ’ αλώνια

ιερείς και πουλιά να τραγουδούν το χαίρε :

ΧΑΙΡΕ η Καιομένη και χαίρε η Χλωρή

Χαίρε η Αμεταμέλητη με το πρωραίο σπαθί

Χαίρε η που πατείς και τα σημάδια σβήνονται

Χαίρε η που ξυπνάς και τα θαύματα γίνονται

Χαίρε του παραδείσου των βυθών η Αγρία

Χαίρε της ερημίας των νήσων η Αγία

Χαίρε η Ονειροτόκος χαίρε η Πελαγινή

Χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη

Χαίρε με τα λυτά μαλλιά η χρυσίζοντας τον άνεμο

Χαίρε με την ωραία λαλιά η δαμάζοντας τον δαίμονα

Χαίρε που καταρτίζεις τα Μηναία των κήπων

Χαίρε που αρμόζεις τη ζωνη του Οφιούχου

Χαίρε η ακριβοσπάθιστη και σεμνή

Χαίρε η προφητικιά και δαιδαλική

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χώμα που ανεβάζει

μιάν οσμή κεραυνού σαν από θειάφι

του βουνού ο πυθμένας όπου θάλλουν

οι νεκροί άνθη της αύριον

Μιας νυχτός Ιουνίου η νηνεμία

γιασεμιά και φουστάνια στο περιβόλι

το ζωάκι των άστρων που ανεβαίνει

της χαράς η στιγμή λίγο πριν κλάψει

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της ουτοπίας

τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες

τα κορίτσια τ’ Αγγεία των Μυστηρίων

τα γεμάτα ως πάνω και τ’ απύθμενα

Τα στυφά στο σκοτάδι και όμως θαύμα

τα γραμμένα στο φως και όμως μαυρίλα

τα στραμμένα επάνω τους όπως οι φάροι

τα ηλιόβόρα και τα σεληνοβάμονα

Η Ερση, η Μυρτω, η Μαρινα

η Ελενη, η Ρωξανη, η Φωτεινη

η Αννα, η Αλεξανδρα, η Κυνθια

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το αναίτιο δάκρυ

ανατέλλοντας αργά στα ωραία μάτια

των παιδιών που κρατιούνται χέρι χέρι

των παιδιών που κοιτάζουνται και δε μιλιούνται

Των ερώτων το τραύλισμα πάνω στα βράχια

ένας φάρος που εκτόνωσεν αιώνων θλίψη

το τριζόνι το επίμονο καθώς η τύψη

και το μάλλινο έρημο μέσα στ’ αγιάζι

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι που επιστρέφει

από φόνο φριχτόν και τώρα ξέρει

ποιος αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει

ποιό το “νυν” και ποιο το “αιέν” του κόσμου :

ΝΥΝ το αγρίμι της μυρτιάς Νυν η κραυγή του Μάη

ΑΙΕΝ η άκρα συνείδηση Αιέν η πλησιφάη

Νυν νυν η παραίσθηση και του ύπνου η μιμική

Αιέν αιέν ο λόγος και Τρόπις η αστρική

Νυν των λεπιδόπτερων το νέφος το κινούμενο

Αιέν των μυστηρίων το φως το περιιπτάμενο

Νυν το περίβλημα της Γης και η Εξουσία

Αιέν η βρωση της Ψυχής και η Πεμπτουσία

Νυν της Σελήνης το μελάγχρωμα το ανίατο

Αιέν το χρυσοκύανο του Γαλαξία σελάγισμα

Νυν των λαών το αμάλγαμα και ο μαύρος Αριθμός

Αιέν της Δίκης το άγαλμα και ο Μέγας Οφθαλμός

Νυν η ταπείνωση των Θεών

Νυν η σποδός του Ανθρώπου

Νυν Νυν το μηδέν

και ΑΙΕΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ, Ο ΜΕΓΑΣ !

Μίκης Θεοδωράκης | Pablo Neruda.

Ganto General
Μετάφρση: Δανάη Στρατηγοπούλου.

Ήταν το λυκόφως της Ιγουάνας.

Απ’ το αψιδωτό λειρί

η γλώσσα της χυνόταν

σαν ακόντιο μες στη βλάστηση

ο μοναστικός μερμηγκοφάγος πατούσε

τη σέλβα με βάδισμα μελωδικό

το γουανάκο, ανάερο σαν οξυγόνο

πήγαινε στα φαιά πλατιά υψώματα

με τις χρυσές του μπότες

ενώ το λάμα άνοιγε τ’ αθώα του μάτια

μπροστά σ’ ένα κόσμο τρισευγενικό

γεμάτον δροσοστάλες

οι μαϊμούδες πλέκαν το νήμα

του ατελεύτητου ερωτισμού

στα ρείθρα της αυγής

ρίχνοντας τοίχους από γύρη

τρομάζοντας του Μούζου

τις πεταλούδες

με τα βιολετιά φτερουγίσματα

ήταν η νύχτα του καϊμάν

νύχτα καθάρια, πνιγμένη στα ρύγχη

που πρόβαλαν μες απ’ τη λάσπη

κι απ’ τα υπναλέα τενάγη

ένας μουντός θόρυβος από πανοπλίες

γυρνούσε στη χθόνια καταγωγή

Ο ιαγουάρος άγγιζε τα φύλλα

με τη φωσφορική απουσία του

τρέχει η πούμα μέσα στα κλαδιά

σαν την καταλυτική φωτιά

ενώ μέσα της καίνε της σέλβας

τα μάτια τα αλκοολικά

οι ασβοί γδέρνουν τα πόδια του ποταμού

κι οσμίζονται τη φωλιά

που μέσα και πάνω στη λαχταριστή

λιχουδιά της

θα χυμήξουνε με κόκκινα δόντια

και στο βάθος του μείζονος νερού

ίδιος κύκλος της γης

σκεπασμένος λάσπη λειτουργική

θρησκευτικός και αδηφάγος

κείται ο γίγας ανακόντα.


02. Voy A Vivir – Εγώ θα ζήσω. 

Εγώ δεν θα πεθάνω 

Τώρα τούτη τη μέρα τη γεμάτη ηφαίστεια

κινάω για τα πλήθη, τη ζωή. 

Αφήνω ταχτοποιημένα εδώ τούτα τα πράγματα, 

σήμερα που οι πιστολάδες σεργιανίζουν με τη “δυτική κουλτούρα” υπό μάλης,

με τα χέρια που σκοτώνουν στην Ισπανία, και τις κρεμάλες που αιωρούνται στην Αθήνα,

και την ατιμία που κυβερνάει τη Χιλή και παύω πια να λέω. 

θα μείνω εδώ 

με λέξεις και λαούς και δρόμους που με προσμένουνε ξανά, 

και που χτυπούν με χέρια έναστρα την πόρτα μου.


03 Mi partido – Στο κόμμα μου.

Αδερφοσύνη μου’ δωσες γι’ αυτούς που δε γνωρίζω.

Μου πρόστεσες τη δύναμη όλων αυτών που ζούνε.

Μου ‘δωσες την πατρίδα μου σα μια καινούρια γέννα.

Μου ‘δωσες την ευθύτητα που χρειάζετε το δέντρο.

Μου’ δωσες και τη λευτεριά που δεν την έχει ο μόνος.

Τη διαφορά κι ενότητα να βλέπω στους ανθρώπους.

Μες στη πραγματικόττα να χτίζω σα σε βράχο.

Και στα σκληρά των αδερφιών κρεβάτια να κοιμάμαι.

Την καλοσύνη μου’ μαθες σαν τη φωτιά ν’ ανάβω.

Τη δυνατότη της χαράς το μεγαλείο του κόσμου.

Το πώς πεθαίνει η πίκρα ενός μες σ’ ολονών τη νίκη.

Μ’ έκανες τοίχο του τρελού κι αντίπαλο του αχρείου.

Μ’ έκανες ακατάλυτον γιατί μου έχεις μάθει ότι με σένανε μαζί σ’ εμένα δεν τελειώνω.

Ότι με σένανε μαζί σ’εμένα δεν τελειώνω. 


04. Los Libertadores – Οι απελευθερωτές

Κι έρχεται το δέντρο, το δέντρο της καταιγίδας, το δέντρο του λαού.

Άπ’ τη γη ανεβαίνουν οι ήρωές του όπως τα φύλλα απ’ το χυμό, 

κι ο άνεμος θρίβει τα φυλλώματα της βουερής ανθρωποθάλασσας

ώσπου πέφτει στη γη ξανά.

Κι έρχεται το δέντρο, το δέντρο που τράφηκε με γυμνούς νεκρούς, 

νεκρούς μαστιγωμένους και πληγωμένους νεκρούς με απίθανη όψη

παλουκωμένους σε κοντάρια, κομματιασμένους στην πυρά, αποκεφαλισμένους με τσεκούρια, 

πετσοκομμένους απ’ τα τέσσερα άλογα, σταυρωμένους μες στην εκκλησιά,

Κι έρχεται το δέντρο, το δέντρο που ‘ναι οι ρίζες του ζωντανές,

πήρε μαρτυρικά νίτρο,

φάγαν οι ρίζες του αίμα ρούφηξε δάκρυα απ’ το χώμα: τ’ ανέβασε με τα κλαδιά του, 

τα μοίρασε μες στην αρχιτεκτονική του,

Γίναν αόρατα λουλούδια, άλλοτε λουλούδια θαμμένα κι άλλοτε τα πέταλά τους

φωτίσαν σαν πλανήτες 

Κι ο άνθρωπος μάζεψε απ’ τους κλώνους

τα δεμένα μπουμπουκάκια

χέρι, χέρι τα παράδωσε σα ρόδια ή μαγνόλιες,

και κείνα ευθύς τη γη ανοίξαν,

κι έφτασαν ψηλά ως τ ‘αστέρια. 

Αυτό το δέντρο των ελεύτερων. 

Το δέντρο γη, το δέντρο σύννεφο, το δέντρο ψωμί, το δέντρο ακόντιο,

το δέντρο γροθιά, 

το δέντρο φωτιά. 

Το πνίγουν τα φουρτουνιασμένα νερά

του νύχτιου καιρού μας, 

μα στο κατάρτι ζυγιάζεται της εξουσίας του ο τροχός. 

Άλλοτε πάλι ξαναπέφτουν τα κλαδιά σπασμένα απ’ την οργή και μια στάχτη απειλητική

σκεπάζει το αρχαίο μεγαλείο του: έτσι πέρασε μες από άλλους καιρούς 

έτσι ξέφυγε το άγχος το θανατερό, 

ώσπου ένα χέρι μυστικό, κάποια μπράτσα αναρίθμητα, ο λαός, φύλαξε τα κομμάτια, 

έκρυψε αναλλοίωτους κορμούς, 

και τα χείλη τους ήταν τα φύλλα του πελώριου μοιρασμένου δέντρου 

που διασπάρθηκε σ’ όλες τις μεριές, που ταξίδεψε μ’ όλες του τις ρίζες

αυτό είναι το δέντρο, το δέντρο του λαού, όλων των λαών της λευτεριάς, του αγώνα.

Έλα ως τη χαίτη του, 

άγγιξε τις ξανανιωμένες του αχτίδες,

βύθισε το χέρι στα εργαστήρια όπου ο παλλόμενος καρπός του το φως του διαδίδει καθημερινά.

Σήκωσε τη γη τούτη στα χέρια σου,

μέθεξε σε τούτη τη λαμπρότητα,

πάρε το ψωμί σου και το μήλο σου, την καρδιά σου και το άτι σου

και στήσε φρούριο στο σύνορο, στη μεθόριο της φυλλωσιάς του

Υπερασπίσου τα χείλη κάθε στεφάνης του, μοιράσου τις εχθρικές του νύχτες, 

άγρυπνα για το τόξο της αυγής, στηρίζοντας το δέντρο, 

το δέντρο που μεστώνει καταμεσής στη γη.


05. Lautaro (1550) – Ο Λαουτάρο.

Το αίμα αγγίζει ένα κοίτασμα χαλαζία.

Θεριεύει το πέτρωμα εκεί που πέφτει η στάλα.

Έτσι γεννιέται από τη γη ο Λαουτάρο.

Ήταν ο Λαουτάρο βέλος λεπτό.

Λυγερός και γαλάζιος ήταν ο πατέρας μας.

Η πρώτη του ηλικία ήτανε σκέτη σιωπή.

Η εφηβεία του ήταν αυτοκυριαρχία.

Η νιότη ήταν οδηγητής άνεμος.

Προετοιμάστηκε σα μακρύ ακόντιο.

Συνήθισε τα πόδια στους καταρράκτες.

Εκπαίδευσε το κεφάλι μες΄στα αγκάθια.

Ασκήθηκε στις δοκιμασίες του γουανάκο.

Έζησε στα φωλιάσματα των πάγων.

Άρπαξε την τροφή των αετών.

Έξυσε της βουνοκορφής τα μυστικά.

Συντήρησε τα πέταλα της φωτιάς.

Βύζαξε κρύαν άνοιξη.

Κάηκε στα λαρύγγια της κόλασης.

Έγινε κυνηγός σ΄άγρια όρνια.

Οι κάπες του βαφτήκανε με νίκες.

Διάβασε της νύχτας τις προκλήσεις.

Συγκράτησε τις πτώσεις του θειαφιού.

Έγινε γρηγοράδα, φως ξαφνιαστικό.

Πήρε τους αργούς ρυθμούς του φθινοπώρου.

Δούλεψε στις αθώρητες αϊτοφωλιές.

Κοιμήθηκε στων παγετώνων τα σεντόνια.

Εξομοιώθηκε με του βέλους τη διαγωγή.

Ήπιε στις στράτες το αίμα το αψύ.

Το θησαυρό άρπαξε των κυμάτων.

Έγινε απειλή σα σκοτεινός θεός.

Έφαγε σ΄όλα του λαού τα μαγεριά..

Διδάχτηκε το αλφάβητο της αστραπής.

Οσμίστηκε τις σκόρπιες στάχτες.

Τύλιξε με δορές μαύρες την καρδιά.

Διάβασε την κλωστένια σπείρα του καπνού.

Χτίστηκε με ίνες της σιγής.

Λαδώθηκε σαν την ψυχή της ελιάς.

Έγινε κρύσταλλο με σκληρή διαφάνεια.

Σπούδασε άνεμος της καταιγίδας.

Χτυπήθηκε ως να σβήσει το αίμα.

Τότε μόνο έγινε άξιος του λαού του. 

06. Sandino (1926) – Σαντίνο.

Συνέβει τότε θάφτηκαν σε δικά μας χρώματα που ρήμαξαν, 

ανάπηροι, επαγγελματικοί, οι σταυροί.

Έφτασε το δολάριο με δόντια επιθετικά να δαγκάσει τη γη,

στον ποιμενικό λαιμό της Αμερικής.

Άρπαξε τον Παναμά μ΄ άγρια σαγόνια, έμπηξε στην αφράτη γη τα καπρόδοντα του,
ανατάραξε στο βόρβορο ουίσκι κι αίμα κι αίμα
κι όρκισε έναν Πρέδρο με ρεντικότα: “Έσεται μεθ΄ημών η δωροδόκια ή επιούσιος”

Ύστερα ήρθε ο χάλυβας,

Και το κανάλι διαίρεσε τις κατοικίες: από δω οι αφέντες, από κει οι υπηρέτες.

Τρέξανε κατά τη Νικαράγουα.

Κατέβηκαν ντυμένοι στ΄άσπρα,

Ρίχνοντας δολάρια και μπιστολιές.

Εκεί όμως σηκώθηκε ένας καπετάνιος που είπε: “Όχι, δε θα φέρεις εδώ τις λιτανείες σου και τις μποτίλιες σου”

Του υποσχέθηκαν ένα πορτραίτο Προέδρου με γάντια, 

Με ταινία στο στήθος και γόβες από ολοκαίνουργιο λουτρίνι.

Ο Σαντίνο πέταξε τις μπότες του,

βουτήχτηκε στους πηχτούς βάλτους,

τυλίχτηκε γύρω του τη νοτισμένη ταινία της λευτεριάς μέσα στη σέλβα,

Και σφαίρα τη σφαίρα αποκρίθηκε στους «εκπολιτιστές»

Η βορειοαμερικάνικη λύσσα στάθηκε ανείπωτη: κατατοπισμένοι πρεσβευτές 

έπεισαν τον κοσμάκη πως η Νικαράγουα ήταν η αγάπη τους,

πως κάποτε έπρεπε να μπει στα νυσταλέα σπλάχνα της ο νόμος και η τάξη.

Ο Σαντίνο κρέμασε τους παρείσαχτους. 

07. Vienen Los Parajos – Έρχονται τα πουλιά.

Ολα ήταν πέταγμα στή γή μας.

Σταγόνες αίμα καί φτερό οί καρδερίνες, 

Άφαίμαζαν τή χαραυγή τού Άνάγουακ.

Τό τουκάν, αξιολάτρευτο ήταν κουτί

μέ καλογυαλισμένα φρούτα.

Τό κολιμπρί διαιώνιζε τά πρωτεϊκά

σπιθοβολήματα τής αστραπής

κι οί μικρές πυρκαγιές του

φουντώναν στόν άσάλευτο αγέρα.

Οί λαμπερόχρωμοι παπαγάλοι πλημμύριζαν

τά βάθη τών φυλλωμάτων

σα λάμες από πράσινο χρυσάφι

φρεσκοβγαλμένο άπ’ τόν πολτό

τού αποπνιχτικού βάλτου,

και μες από τα μάτια τους τα κυκλικά

ένας κίτρινος κοίταζε κρίκος

παλιός όσο τά όρυχτά.

Ολοι οί αητοί τ’ ούρανοϋ

σίτιζαν τό ματωμένο σόι τους

στό ακατοίκητο γαλάζιο,

καί μέ τά σαρκοβόρα του φτερά

πέταγε πάνω άπό τόν κόσμο

ό κόντωρ, ό βασιλιάς δολοφόνος,

καλόγερος έρημικός των ουρανών.

του χιονιού μαύρο χαϊμαλί,

λαίλαπα σέ γερακιού φωλιά.

Τό όρνέρο, με την επιδέξια μηχανική του

έφτιαχνε άπό λάσπη ευωδιαστή

μικρά εύηχα θέατρα

όπου εμφανιζόταν τραγουδώντας.

Τό άτάχακαμίνος πέρναγε

μπήζοντας τήν υγρή κρωξιά του,

στον όχθο τής ύπόγειας πηγής.

Η άραουκάνικη τρυγόνα έχτιζε

τραχιές φωλιές στους άγριόβατους

κι εκεί απίθωνε τό δώρο τό βασιλικό

τών πιτσιλωτών αυγών της.

Η λόικα τού Νότου, μυρωμένη,

γλυκιά φθινοπωρινή ξυλουργός,

καμάρωνε το έναστρο στήθος της

πλουμισμένο μέ πορφυρούς αστερισμούς,

κι ο ανταρκτικός τσινγκόλο άνασήκωνε

τή φλογέρα του πού μόλις περιμάζεψε

άπ’ τήν αιωνιότητα τών νερών.

Καί τό φλαμένκο, ύγρό νούφαρο,

άνοιγε τις ρόδινες

καθεδρικές του πύλες.

και φτερούγιζε σάν τήν αυγή

πέρ’ άπ’τό δάσος τό πνιχτό,

όπου κρέμονται τά πολύτιμα πετράδια

του κετσάλ, πού άξαφνα ξυπνάει,

άναδεύει, ξεγλιστράει καί σκάει τή λάμψη του

ταξιδεύοντας στά ύψη την παρθένα του φλόγα.

Φτερουγίζει ένα βουνό πελαγίσιο

κατά τα νησιά, ένα φεγγάρι πουλιά

πού οδεύουνε κατά τό Νότο,

πάνω στά λιπασματικά

νησιά τού Περού.

Είναι ένα ζωντανό ποτάμι από σκιά,

είναι κομήτης απροσμέτρητες

μικρές καρδιές,

πού τόν ήλιο σκοτεινιάζουν τού κόσμου,

ένα αστέρι μέ ουρά δασιά

πού άρμενίζει κατά τό άρχιπέλαγος.

Καί στό τέρμα τού οργισμένου

πελάγου, στή βροχή του ωκεανού

προβάλλουν τά φτερά τού άλμπατρος,

δίδυμα συστήματα άλατιού,

καί έγκαθιδρύουν στή σιωπή,

σέ χειμαρρώδεις μέσα τρικυμίες,

μέ τήν αυστηρή ιεραρχία τους

την τάξη τών μοναξιών.

08. La United Fruit Co. 

Όταν ήχησαν οι σάλπιγγες,

όλα είχαν ετοιμαστεί πάνω στη γη,

κι ο Ιεχωβά μοίρασε τον κόσμο σε Coca Cola Inc., 

Ανακόντα, Ford Motors και σε άλλες μονάδες. 

Η Εταιρία Φρούτων Inc. κράτησε γι’ αυτήν το πιο ζουμερό: το κεντρικό παράλιο της γης μου

τη γλυκιά μέση της Αμερικής. 

Της ξαναβάφτισε τα χώματά της, 

“Δημοκρατίες της Μπανάνας” και πάνω στους ξεχασμένους νεκρούς,

πάνω στους ταραγμένους ήρωες που καταχτήσανε το μεγαλείο,
τη λευτεριά και τις σημαίες, ίδρυσε την “Όπερα Μπούφα” της: αλλοτρίωσε τις λεύτερες θελήσεις, 

πρόσφερε καισαρικά στέμματα, εξαπόλυσε τον φθόνο, κουβάλησε τη διχτατορία “της Μύγας” μύγα Τρουχίγιο,
μύγα Τάτσος, μύγα Καρρίας, μύγα Μαρτίνες, μύγα Ουβίκο, 

μύγες ποτισμένες με αίμα ταπεινό και μαρμελάδα, μύγες μπεκρούδες που βουίζουνε,

πάνω στα ομαδικά λαϊκά νεκροταφεία, μύγες τσίρκου, σοφές μύγες,

ειδικευμένες στην τυραννία.

Μέσα στις αιμόχαρες μύγες, ξεμπαρκάρει η “Φρούτων”,

ξεχειλίζοντας με καφέ και φρούτα τα καράβια της 

που ξεγλιστράνε σα νταβάδες με θησαυρούς

απ’ τα στραγγαλισμένα μας χώματα.

Και την ίδια ώρα, απ’ τις ζαχαρωτές, αβύσσους των λιμανιών, 

οι Ίνδιοι γκρεμίζονταν και θάβονταν μέσα στην πάχνη του πρωινού: κυλάει ένα κορμί, 

ένα πράμα χωρίς όνομα, ένα νούμερο πεσμένο,

ένα κλαδί νεκρή οπώρα, λιωμένη στα σαπιστήρια.

09. America Insurrecta – Ξεσηκωμένη Αμερική.

Η γη μας, γη πλατιά ερημιές, 

πλημμύρισε βουητό, μπράτσα, στόματα.

Μια βουβαμένη συλλαβή άναβε λίγο, λίγο συγκρατώντας το παράνομο ρόδο,

ωσότου οι πεδιάδες δονήθηκαν όλο σίδερο κι καλπασμό.

Σκληρή η αλήθεια σαν αλέτρι έσκισε τη γη, θεμελίωσε τον πόθο, 

έπνιξε τις φύτρες της προπαγάνδας τους και λευτερώθηκε μέσα στη μυστική άνοιξη.

Είχε βουβαθεί το λουλούδι της, είχε κυνηγηθεί το συναγμένος φως της, 

είχε χτυπηθεί το μαζικό της προζύμι, 

των κρυμμένων λάβαρων το φιλί,

αυτή όμως ξεπετάχτηκε σκίζοντας τοίχους αποσπώντας τις φυλακές απ’ τη γη.

Κούπα της έγινε ο σκούρος λαός.

Παράλαβε το εξοστρακισμένο υλικό το διάδωσε στης θάλασσας τα πέρατα,

το κοπάνισε σ’ αδάμαστα γουδιά και βγήκε με χτυπημένες σελίδες και με την άνοιξη στο δρόμο. Ώρα χτεσινή, ώρα μεσημεριού, ώρα σημερινή ξανά, ώρα καρτερεμένη,

ανάμεσα στο λεφτό που πέθανε και σ’αυτό που γεννιέται,

στην αγκαθιασμένη εποχή της ψευτιάς. 

Πατρίδα, έχεις γεννηθεί από ξυλοκόπους από τέκνα αβάφτιστα, από μαραγκούς,

από κείνους που δώσαν σαν παράξενο πουλί μια σταγόνα αίμα πετούμενο

και σήμερα θα γεννηθείς και πάλι σκληρή,

μες από εκεί που ο προδότης και ο δεσμοφύλακας σε πιστεύανε παντοτινά θαμμένη.

Σήμερα, όπως και τότε, θα γεννηθείς απ’ το λαό.

Σήμερα θα βγεις μες απ’ το κάρβουνο και τη δρόσι.

Σήμερα θα καταφέρεις να τραντάξεις τις πόρτες με χέρια κακοπαθιασμένα,

με κομμάτια ψυχής που περισώθηκε,

με δέσμες από βλέμματα που ο θάνατος δεν έσβησε:

εργαλεία φοβερά κάτω απ’ τα κουρέλια, έτοιμα για τη μάχη.

10. Vegetaciones

Στα χώματα, που δεν είχαν όνομα κι ούτε αριθμό κατέβαινε ο άνεμος από κυριαρχίες άλλες.

Έφερνε η βροχή κλωστές ουράνιες, και των κυοφορούντων βωμών, 

ο υγρός Θεός ξανάδινε τα λουλούδια και τις ζωές μέσα στη γονιμότητα,

αυγάταινε ο καιρός το χακαραντά, έσκαγε αφρό από φωτοβολήματα γαλάζια,

η αραουκάρια με τις εχθρικές της λόγχες ήτανε η μεγαλοπρέπεια αντίκρυ στο χιόνι 

το αρχέγονο δέντρο καόβα διύλιζε στην κορφή του αίμα,

κι εκεί στο Νότο των αλέρσε

το δέντρο – κεραυνός, το κόκκινο δέντρο, το δέντρο – αγκάθι και το δέντρο μάνα,

το πορφυρό σέιβο, το δέντρο κάουτσο ήτανε χθόνιοι όγκοι, ήτανε ήχος,

υπάρξεις ήταν του χώρου τούτου. 

Ένα διάχυτο καινούργιο άρωμα πλημμύριζε, 

απ’ τις ρωγμές της γης, 

ανάσες που άλλαζαν σε μύρο και καπνό: ο χλωρός άγριος ταμπάκος ύψωνε

τους αέρινους φανταστικούς ροδώνες του.

Βέλος που κορυφώνεται σε φλόγα πρόβαλε τ’ αραποσίτι, κι η κορμοστασιά του ξεκουκκίστηκε,
και πάλι αναγεννήθηκε, σκόρπισε τ’ αλεύρι του, γέμισε νεκρούς κατ’ απ’ τις ρίζες του, 

και λίγο, λίγο, μέσα στο λίκνο του είδε να ξεπετιούνται οι θεοί των βλασταριών. 

Πλατωσιές και φαράγγια μοιράζονταν το σπόρο του άνεμου στης κορδιγιέρας τα φτερά,

φως πυκνά από σπειριά και βλασταράκια, 

τυφλή αυγή βυζαγμένη απ’ τους υπόγειους πηχτούς χυμούς 

της αδυσώπητης ζώνης των βροχών,

των κλειστών νυχτιάτικων πηγών, των πρωινών δεξαμενών. 

Κι ακόμα, στα λιβάδια σαν ελάσματα του πλανήτη, κάτω από ένα δροσερό λαό αστεριών το ομπού,
βασιλιάς της βλάστησης σταματούσε το λεύτερο αγέρα, 

το βουερό πέταγμα και καβαλίκευε την πάμπα κρατώντας την με χιλιόκλαδα γκέμια και ρίζες.

Δρυμέ Αμερικάνε, άγριε βάτε μέσα στα πέλαγα 

από πόλο σε πόλο ελίκνιζες σαν πράσινο θησαυρό την πήχτρα της χλωρίδας σου. 

Βλάσταινε η νύχτα σε πολιτείες από σπάρους ιερούς σε ξύλο θροϊκό,

σε πελώρια φύλλα που σκέπαζαν το βλαστερό λιθάρι, τις γέννες.

Πράσινη μήτρα σπερματικό σεντόνι αμερικάνικο, πηχτή αποθήκη, ένα κλαδί φούντωσε σα νησί,
ένα λουλούδι έγινε αστραπή και μέδουσα,

ένα τσαμπί στρογγύλεψε την περίληψη του,

μια ρίζα κατέβηκε ως τα ερέβη.

11. Amor America (1400) – Αμορ Αμέρικα.

Πριν από την περούκα και την καζάκα ήταν τα ποτάμια,

ποτάμια αρτηριακά,

ήταν οι οροσειρές που πάνω στο φαγωμένο κύμα τους

ο κοντώρ και το χιόνι μοιάζαν ασάλευτα,

ήταν η υγράδα και η λόγχη, ο κεραυνός,

δίχως όνομα ακόμη, οι πάμπες οι πλανητικές.

Ο άνθρωπος γη ήτανε, στάμνα, βλέφαρο, τρεμουλιαστού πηλού,

μορφή του άργιλου, ήταν κανάτι καρίβε, 

πέτρα τσίμπσα κούπα ιμπέριαλ ή πυρίτης αραουκάνικος.

Τρυφερός και ματωμένος ήταν, 

αλλά στο στου όπλου του τη λαβή από υγρό κρύσταλλο τ΄αρχικά της γης ήτανε γραμμένα.

Κανείς δεν μπόρεσε ύστερα να θυμηθεί: ο άνεμος τα λησμόνησε, 

η γλώσσα του νερού θάφτηκε, οι κώδικες χάθηκαν ή πνιγήκανε στο αίμαή στη σιωπή.

Η ζωή δε χάθηκε, βοσκαδέρφια.

Μα σαν άγριο τριαντάφυλλο έπεσε μια πορφυρή σταλαγματιά στη λόχμη, 

και σβήστηκε ένα φωτιστικό της γης.

Εγώ είμαι εδώ για να πω την ιστορία.

Απ΄ την ειρήνη του βουβαλιού

ως τις μαστιγωμένες αμμουδιές της τελικής γης

ως εκεί που στοιβάχτηκαν όλοι οι αφροί, στο φως το ανταρκτικό, 

και στις σπηλιές των γκρεμνών της ζοφερής βενεζολάνικης ειρήνης σ΄αναζήτησα, 

πατέρα μου,

νεαρέ πολεμιστή από χαλκό και καταχνιά, κι εσένα γαμήλιο φυτό, 

αδάμαστη χαίτη, μάνα του κροκόδειλου, μεταλλική περιστέρα.

Εγώ, Ίνκαϊκος του κόκκινου άργιλου άγγιξα την πέτρα και είπα: Ποιος με περιμένει;

Κι έσφιξα το χέρι μου πάνω σε μια χούφτιά κούφιο κρύσταλλο.

Μα πήγα μες απ΄τα λουλούδια του σα-ποτέ κι ήταν το φως γλυκό σαν ελαφάκι, 

κι ήταν ίδιο πράσινο βλέφαρο ή σκιά.

Γη μου χωρίς όνομα, χωρίς Αμερική, στημόνι ισημερινό, δόρυ άλικο, 

το άρωμα σου σκαρφάλωσε πάνω μου απ΄τις ρίζες ως το ποτήρι 

που ΄πινα, ως την παραμικρή λέξη, αγέννητη ακόμα, στο στόμα. 

12. A Emiliano Zapata – Στον Εμιλιάνο Ζαπάτα.

Σαν πληθύναν οι συφορές πάνω στη γη 

κι οι ερημικές ξεραγκαθιές 

απόμειναν της αγροτιάς μοναδική κληρονομιά 

κι απαράλλαχτα σαν πρώτα οι αρπαχτικές 

μεγαλόπρεπες γενειάδες, και τα μαστίγια, τότε, ανθός και φωτιά μανιάσανε…

…Μπεκρούλα, φεύγω 

στην πρωτεύουσα πάω…

γάυγισε στο κοντό ξημέρωμα 

και σείστηκε απ΄τα μαχαίρια η γης, 

κι από τις πίκρες τρωγλοφωλιές της 

ο δουλεργάτης έπεσε σαν ξεσπειριασμένο αραποσίτι 

στην ερημιά που τρελαίνει.

…να πω στ΄αφεντικό 

που έστειλε να με φωνάξουν…

Τότε ο Ζαπάτα έγινε γη και αυγή. 

Ξεφύτρωσε σ’ ολόκληρο τον ορίζοντα το πλήθος της αρματωμένης σποράς του. 

Σε μιαν επίθεση σε νερά και σύνορα η σιδεροπηγή της Κοαγουίλα.

και τ’ αστρικά λιθάρια της Σονόρα, 

όλα σμίξανε στο βήμα του το πρωτοπόρο, 

στον καμπίσιο από αλογοπέταλα καταρράχτη του.

…πως απ’ το ράντσο αν φύγει 

γρήγορα θα ‘ρθει πίσω… 

Μοίρασ’ το΄ το ψωμί, τη γη: είμαι κοντά σου.

Εγώ τ΄απαρνιέμαι τα ουράνια βλέφαρα μου.

Εγώ, Ζαπάτα, ξεκινάω με τη δροσιά και με ιππικά

της αυγής, με μια ντουφεκιά μες απ΄τις φραγκοσυκιές

ώσαμε τα σπίτια με τα ροζ ντουβάρια.

…κορδελίτσες για τα μαλλάκια σου,

μην κλαις τον Πάντσο σου… 

Πάνω στις σέλες κοιμάτε το φεγγάρι.

Ο θάνατος στοιβαγμένος και μοιρασμένος

κείτεται μαζί με τους στρατιώτες του Ζαπάτα.

Ό ύπνος κρύβει πίσω στα οχυρώματα της νύχτας της βαριάς τη μοίρα του, 

το σκοτεινό του επωαστικό σεντόνι.

Η φωτιά μαζεύει άγρυπνο αγέρι: λίπος, ιδρώτα, και νυχτιάτικο μπαρούτι.

…Μπεκρούλα, φεύγω 

για να σε ξεχάσω…

Ζητάμε πατρίδα για τον ταπεινωμένο, 

το μαχαίρι σου διαιρεί την πατρική κληρονομιά 

και οι ντουφεκιές και τα άτια κάνουνε 

τα βασανιστήρια και τα γένια του μπόγια να τρέμουν. 

Η γη μοιράζεται με το δίκανο. 

Αγρότη που σε τρώει το χώμα μην περιμένεις 

απ’ τον ιδρώτα σου το άπλερο φως, 

ούτε το στρέμμα τ’ ουρανού σου να στο φέρουνε

μπρος στα πόδια σου.

Πετάξου απάνω και κάλπασε με τον Ζαπάτα.

…Ήθελε να τη φέρω

μα είπε όχι…

Μεξικό, παράξενη γεωργία, 

αγαπημένο χώμα, 

μοιρασμένο στους μελαμψούς: απ’ τις λόγχες του καλαμποκιού 

ξεπετάχτηκαν στον ήλιο οι ιδρωμένοι κένταυροί σου. 

Απ’ το χιόνι του Νότου έρχομαι να σε τραγουδήσω. 

Άσε με να καλπάσω μες στη μοίρα σου, 

να πνιγώ στο μπαρούτι και στ’ αλέτρια.

….Κι αν είναι να κλαις 

γιατί να ξαναρθείς…

13. Nuruda Raquiem Eternam  Μίκη Θεοδωράκη

Nuruda Raquiem Eternam

Δάκρυα για τους ζωντανούς

Αμέρικα σκλάβα

Σκλάβοι όλοι 

Λακρυμόζα

Ήσουν ο στερνός ήλιος

Τώρα κυβερνούν νάνοι

Ορφάνεψε η γη.

Nuruda Raquiem Eternam.

Ρωμιοσύνη Μίκης Θεοδωράκης 1966
Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος

Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του.
Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.

O δρόμος χάνεται στο φως
κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.


Δέντρο το δέντρο,
πέτρα την πέτρα πέρασαν τον κόσμο,
μ’ αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.
Φέρναν τη ζωή
στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.

Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μια οργιά ουρανό
για να τον δώσουν.

κι όταν χορεύαν στην πλατεία,
μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια
και κουδούνιζαν τα γυαλικά στα ράφια

Φέρναν τη ζωή
στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.


Με τόσα φύλλα σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
με τόσα φλάμπουρα λάμπει, λάμπει ο ουρανός
και τούτοι μέσ’ τα σίδερα και κείνοι μεσ’ το χώμα.

Σώπα όπου να `ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.

Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.

Κάτω απ’ το χώμα μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε τις καμπάνας το σχοινί,
προσμένουνε την ώρα, προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση
τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας
δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει

Σώπα όπου να `ναι θα σημάνουν οι καμπάνες

Mπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά,
κουβέντιασαν με τα λιθάρια,
κεράσανε ρακί το θάνατο
στο καύκαλο του παππουλή τους

στ’ Aλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή
και στρώθηκαν στο δείπνο
κόβοντας τον καημό στα δυο
έτσι που κόβανε στο γόνατο
το κριθαρένιο τους καρβέλι.


Όλοι διψάνε χρόνια τώρα. Όλοι πεινάνε.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ’ την αγρύπνια.
Μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι,
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους,
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους.
Κι έχουν στα χείλη τους επάνω το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.


Όταν σφίγγουν το χέρι
ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο

Όταν χαμογελάνε
ένα μικρό χελιδόνι
φεύγει μέσα απ’ τ’ άγρια γένια τους

Όταν σκοτώνονται, όταν σκοτώνονται
η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα

Η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα

Όταν σκοτώνονται, όταν σκοτώνονται
η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα


Και τώρα πώς κλειδώσανε
την πόρτα τους τ’ αμπέλια μας
Πώς λίγνεψε το φως
πάνω στις στέγες και στα δέντρα.

Ποιος να το πει
πως βρίσκονται οι μισοί
κάτο απ’ το χώμα
κι οι άλλοι μισοί, κι οι άλλοι μισοί
για άλλοι μισοί στα σίδερα

Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε,
όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους
η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
από τις τρύπες του πανωφοριού τους
μπαινοβγαίνει ο θάνατος

πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους
η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
από τις τρύπες του πανωφοριού τους
μπαινοβγαίνει ο θάνατος

Πάνoυ στα καραούλια πετρώσαν
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
τώρα γεμίζουν τα κανόνια τους
τώρα γεμίζουν μόνο με την καρδιά τους.


Τραβήξανε ψηλά πολύ ψηλά
Δύσκολο και να χαμηλώσουνε
Δύσκολο και να πουν το μπόι τους

Μέσα στ’ αλώνια που δειπνήσαν
μια βραδιά τα παλληκάρια
Μένουνε τα λιοκούκουτσα
και το αίμα το ξερό του φεγγαριού
Κι ο δεκαπεντασύλλαβος απ’ τ’ άρματά τους.

Μένουν τα κυπαρίσσια μένουν τα κυπαρίσσια
μένουν τα κυπαρίσσια κι ο δαφνώνας

Πνευματικό Εμβατήριο Μίκης Θεοδωράκης  1966
Ποίηση : Άγγελος Σικελιανός (1946)

Σὰν ἔριξα καὶ τὸ στερνὸ δαυλὶ στὸ φωτογώνι,
(δαυλὶ τῆς ζωῆς μου τῆς κλεισμένης μέσ᾿ τὸ χρόνο)
στὸ φωτογώνι τῆς καινούργιας λευτεριᾶς σου, Ἑλλάδα,
μοῦ ἀναλαμπάδιασε ἄξαφνα ἡ ψυχὴ σὰν νἆταν
ὅλο χαλκὸς τὸ διάστημα, ἢ ὡς νἆχα, τ᾿ ἅγιο κελὶ
Τοῦ Ἡράκλειτου τριγύρα μου, ὅπου, χρόνια,
γιὰ τὴν Αἰωνιότη ἔχαλκευσε τοὺς λογισμούς του
καὶ τοὺς κρεμνούσε ὡς ἅρματα στῆς Ἔφεσος τὸ Ναό…

Γιγάντιες σκέψεις, σὰ νέφη πύρινα ἢ νησιὰ πορφυρωμένα
σὲ μυθικὸν ἡλιοβασίλεμα, ἄναβαν στὸ νοῦ μου,
τὶ ὅλη μου καίονταν μονομιᾶς ἡ ζωὴ στὴν ἔγνοια
τῆς καινούργιας λευτεριᾶς Σου, Ἑλλάδα. γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶπα:

Τοῦτο εἶναι τὸ φῶς τῆς νεκρικῆς πυρᾶς μου…

Δαυλὸς τῆς Ἱστορίας Σου, ἔκραξα εἶμαι, καὶ νά,
ἂς καεῖ σὰν δάδα τὸ ἔρμο μου κουφάρι, μὲ τὴν δάδα τούτην,
ὀρθὸς πορεύοντας, ὡς μὲ τὴν ὕστερη ὥρα,
ὅλες νὰ φέξουν τέλος οἱ γωνιὲς τῆς οἰκουμένης,
ν᾿ ἀνοίξω δρόμο στὴν ψυχή, στὸ πνεῦμα, στὸ κορμί Σου, Ἑλλάδα.

Εἶπα, καὶ ἐβάδισα
κρατώντας τ᾿ ἀναμμένο μου συκώτι στὸν Καύκασό Σου,
καὶ τὸ κάθε πάτημά μου ἦταν τὸ πρῶτο,
κι ἦταν, θάρρευα, τὸ τελευταῖο,
τὶ τὸ γυμνό μου πόδι ἔπατει μέσα στὰ αἵματά Σου,
τί τὸ γυμνό μου πόδι ἐσκονταυε στὰ πτώματά Σου,
γιατὶ τὸ σῶμα, ἡ ὄψη μου, ὅλο μου τὸ πνεῦμα καθρεφτιζόταν,
σὰ σὲ λίμνη, μέσα στὰ αἱματά Σου.

Ἐκεῖ, σὲ τέτοιον ἄλικο καθρέφτη. Ἑλλάδα, καθρέφτη ἀπύθμενο,
καθρέφτη τῆς ἀβύσσου, τῆς Λευτεριᾶς Σου καὶ τῆς δίψας Σου,
εἶδα τὸν ἑαυτό μου βαρὺ ἀπὸ κοκκινόχωμα πηλὸ πλασμένο,
καινούργιο Ἀδὰμ τῆς πιὸ καινούργιας Πλάσης
ὅπου νὰ πλάσουνε γιὰ Σένα μέλλει. Ἑλλάδα.

Κι εἶπα:
Τὸ ξέρω, ναὶ ποὺ κι οἱ Θεοί Σου,
οἱ Ὀλύμπιοι χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο,
γιατὶ τοὺς θάψαμε βαθειὰ βαθειά, νὰ μὴν τοὺς βροῦν οἱ ξένοι.
Καὶ τὸ θεμέλιο διπλὸ στέριωσε κι᾿ ἐτριπλοστεριωσε
ὅλο μ᾿ ὅσα οἱ ὀχτροί μας κόκαλα σωριάσανε ἀποπάνω…
κι᾿ ἀκόμα ξέρω πὼς γιὰ τὶς σπονδὲς καὶ τὸ τάμα
τοῦ νέου Ναοῦ π᾿ ὀνειρευτήκαμε γιὰ Σένα, Ἑλλάδα,
μέρες καὶ νύχτες τόσα ἀδέλφια σφάχτηκαν ἀνάμεσά τους,
ὅσα δὲ σφάχτηκαν ἀρνιὰ ποτὲ γιὰ Πάσχα…

Μοίρα, κι ἡ Μοίρα Σου ὡς τὰ τρίσβαθα
δική μου κι᾿ ἀπ᾿ τὴν Ἀγάπη, ἀπ᾿ τὴ μεγάλη δημιουργὸ Ἀγάπη
νὰ ποὺ ἡ ψυχή μου ἐσκλήρυνεν,
ἐσκλήρυνε καὶ μπαίνει ἀκέρια πιὰ μέσα στὴ λάσπη
καὶ μέσ᾿ τὸ αἷμα Σου, νὰ πλάσῃ τὴ νέα καρδιὰ
ποὺ χρειάζεται στὸ νιό Σου ἀγώνα, Ἑλλάδα.
Τὴ νέα καρδιὰ ποὺ κιόλας ἔκλεισα στὰ στήθη
καὶ κράζω σήμερα μ᾿ αὐτὴ πρὸς τοὺς συντρόφους ὅλους.

Ὀμπρὸς βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν ἥλιο πάνω ἀπ᾿ τὴν Ἑλλάδα,
ὀμπρός, βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν ἥλιο πάνω ἀπὸ τὸν κόσμο.
Τὶ, Ἰδέτε· ἐκόλλησεν ἡ ρόδα του βαθειὰ στὴ λάσπη,
κι ἄ, ἰδέτε χώθηκε τ᾿ ἀξόνι του βαθειὰ μέσ᾿ τὸ αἷμα.
Ὀμπρός, παιδιά, καὶ δὲ βολεῖ μονάχος ν᾿ ἀνέβῃ ὁ ἥλιος,
σπρῶχτε μὲ γόνα καὶ μὲ στῆθος νὰ τὸν βγάλουμε ἀπ᾿ τὴ λάσπη,
σπρῶχτε μὲ στῆθος καὶ μὲ γόνα νὰ τὸν βγάλουμε ἀπ᾿ τὸ γαῖμα.
Δέστε, ἀκουμπᾶμε ἀπάνω τοῦ ὁμοαίματοι ἀδελφοί του.
Ὀμπρός, ἀδέλφια, καὶ μᾶς ἔζωσε μὲ τὴ φωτιά του,
ὀμπρός, ὀμπρὸς κι ἡ φλόγα του μᾶς τύλιξε ἀδελφοί μου.

Ὀμπρὸς οἱ δημιουργοί.. Τὴν ἀχθοφόρα ὁρμή Σας,
στυλῶστε μὲ κεφάλια καὶ μὲ πόδια, μὴ βουλιάξει ὁ ἥλιος.
Βοηθᾶτε με κι ἐμένανε ἀδελφοί, νὰ μὴ βουλιάξω ἀντάμα..
Τὶ πιὰ εἶν᾿ ἀπάνω μου καὶ μέσα μου καὶ γύρα.
Τὶ πιὰ γυρίζω σ᾿ ἕναν ἅγιον Ἴλιγγο μαζί του…
Χίλια καπούλια ταῦροι τοῦ κρατᾶν τὴ βάση, δικέφαλος ἀητός·
κι ἀπάνω μου τινάζει τὶς φτεροῦγες του καὶ βογγάει ὁ σάλαγός του,
στὴν κεφαλή μου πλάι καὶ μέσα στὴν ψυχή μου.
καὶ τὸ μακριὰ καὶ τὸ σιμὰ γιὰ μένα πιὰ εἶν᾿ ἕνα…
Πρωτάκουστες βαρεῖες μὲ ζωνουν Ἁρμονίες,
ὀμπρός, σύντροφοι, βοηθᾶτε νὰ σηκωθεῖ νὰ γίνει ὁ ἥλιος πνεῦμα.

Σιμώνει ὁ νέος ὁ Λόγος π᾿ ὅλα θὰ τὰ βάψῃ,
στὴ νέα του φλόγα. νοῦ καὶ σῶμα. ἀτόφιο ἀτσάλι…
Ἡ γῆ μας ἀρκετὰ λιπάστηκε ἀπὸ σάρκα ἀνθρώπου…
παχιὰ καὶ καρπερά, νὰ μὴν ἀφήσουνε τὰ σώματά μας
νὰ ξεραθοῦν ἀπ᾿ τὸ βαθὺ τοῦτο λουτρὸ τοῦ αἵμα του πιὸ πλούσιο,
πιὸ βαθὺ κι ἀπ᾿ ὅποιο πρωτοβρόχι.
Αὔριο νὰ βγεῖ ὁ καθένας μας μὲ δώδεκα ζευγάρια βόδια
τὴ γῆ αὐτὴ νὰ ὀργώσει τὴν αἱματοποτισμενη…
Ν᾿ ἀνθίση ἡ δάφνη ἀπάνω της καὶ δέντρο ζωῆς νὰ γένη,
καὶ ἡ Ἄμπελός μας νὰ ἁπλωθεῖ ὡς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης…

Ἔτσι, σὰν ἔριξα καὶ τὸ στερνὸ δαυλὶ στὸ φωτογώνι
(δαυλὶ τῆς ζωῆς μου τῆς κλεισμένης μέσ᾿ τὸ χρόνο)
στὸ φωτογώνι τῆς καινούργιας Λευτεριᾶς Σου, Ἑλλάδα
ἀναψυχώθηκε ἄξαφνα τρανὴ ἡ κραυγή μου, ὡς νἆταν
ὅλο χαλκὸς τὸ διάστημα ἢ ὡς νἆχα τ᾿ ἅγιο κελὶ
τοῦ Ἠράκλειτου τριγύρα μου, ὅπου, χρόνια,
γιὰ τὴν Αἰωνιότη ἐχάλκευε τοὺς στοχασμούς του
καὶ τοὺς κρεμνοῦσε ὡς ἅρματα στῆς Ἔφεσος τὸ ναὸ
ὡς Σᾶς ἔκραζα σύντροφοι.


… και μετάφρασή του στα ισπανικά

Marcha Espiritual

Letras de Canciones: Angelos Sikelianos
Música: Mikis Theodorakis
Primera representación: Maria Farantouri & Antonis Kaloyiannis

Cuando lanzó la última antorcha en el brasero
(antorcha de mi vida cerrada en el tiempo)
en el brasero de tu libertad nueva, Grecia,
me llameó de repente mi alma como si el espacio
fuera todo cobre, y si tuviera, la celda santa
de Heráclito alrededor de mí, donde por años,
forjaba sus pensamientos por Eternidad
y los colgaba como armas en el Templo de Éfeso….

Pensamientos gigantescos, como nubes encendidas o islas purpúreas
en una mítica puesta del sol, se encendían en mi mente,
porque toda mi vida al momento se quemaba en la preocupación
de Tu nueva libertad, Grecia, por eso no dije:

Esta es la luz de mi pira funeraria….

Grité, soy la Antorcha de tu Historia, y ahí,
que mis restos pobres se quemen, por esta antorcha,
caminando erguido, hasta la última hora,
para que se iluminen todos los rincones del universo,
para que abra un camino al alma, a la mente, a Tu cuerpo, Grecia

Dije, y camine
teniendo mi hígado encendido en Tu Cáucaso,
y cada paso mío era el primero,
y era, pensaba, el último,
porque mi pie desnudo pisaba en Tus sangres,
porque mi pie desnudo tropezaba con Tus cadáveres,
porque mi cuerpo, mi semblante, mi toda mente se reflejaba,
como en un lago, en Tus sangres.

Allí, en tal espejo escarlata, Grecia, espejo insondable,
espejo del abismo, de Tu Libertad y Tu Sed,
me vi a mismo muy pesado, creado de arcilla, de la tierra roja,
un Adan nuevo de la Creación, la más nueva
la que creemos por Tí, Grecia.

Y dije:
Lo sé, sí que Tus Dioses,
los del Olimpo, se convierten ahora en cimientos tectónicos,
porque los enterramos muy profundo, para los extranjeros no los encuentren.
Y los cimientos se solidificaron doblemente y solidificaron triplemente
con todos los huesos que nuestros enemigos apilaron sobre…
y sé también, que por las libaciones y la oblación
del Templo nuevo que soñaron por Tí, Grecia,
(sé) que noche y día, tantos hermanos se masacraron,
que no fueron masacrados tantos corderos por la Pascua…

Destino, y Tu Destino el mío hasta la triple profundidad
y del Amor, el grande Amor creador
ahí mi alma se endureció,
se endureció y entra ya intacta en el barro
y en Tu sangre, para moldear el corazón nuevo
que se necesita por Tu nueva lucha, Grecia.
El corazón nuevo que cerró ya en mi pecho
y grito hoy con él a todos los compañeros.

¡Adelante, ayudad para que levantemos el sol sobre la Grecia,
adelante, ayudad para que levantemos el sol sobre el mundo!
¡Porque, ved! su rueda se atascó profundamente en el barro,
y ved, su cubo se sumergió profundamente en la sange.
¡Adelante, muchachos! y el sol no puede levantarse solo
¡Empujad con la rodilla y el pecho para levantarlo del barro,
empujad con el pecho y la rodilla para levantarlo de la sangre!
¡Ved! Nos inclinamos a él como hermanos de sangre.
¡Adelante hermanos! y nos envolvió con su fuego,
¡Adelante, adelante! y nos rodeó con su llama.

¡Adelante, los creadores…. Vuestro empuje llevado
respaldad con cabezas y pies, que el sol no se hunda!
¡Ayudad me también hermanos para que no me hunda con él!…
Porque él está sobre mí y dentro de mí y alrededor de mí
Porque gira en un Vértigo Santo con él…
mil ancas del toros mantienen su base, una águila bicéfala
y flapea sus alas sobre mí y su jaleo gime,
al lado de mi cabeza y dentro de mi alma,
y el próximo y el lejano son iguales para mí..
Inauditas Harmonías pesadas me envuelven.
adelante, compañeros, ayudad para levantarse, para que el sol se convierta en espíritu.

Se acerca el Logos nuevo que teñirá todo
con su nueva llama, mente y cuerpo, acero sólido…
Nuestra tierra se fertilizó suficiente por la carne humana…
gruesa y fecundamente, para que no permitan a nuestros cuerpos
secarse de este baño profundo de la sangre más rica,
más profundo que cada lluvia primera.
Mañana salga cada uno con doce pares de bueyes
para arar esta tierra bañada en sangre…
Para que el laurel florezca y convierta en un árbol de la vida,
y nuestra vid extienda a los límites del universo….

Cuando lanzó la última antorcha en el brasero
(antorcha de mi vida cerrada en el tiempo)
en el brasero de tu libertad nueva, Grecia,
de repente mi grito grande se reanima,como si el espacio
fuera todo cobre, y si tuviera, la celda santa
de Heráclito alrededor de mí, donde por años,
forjaba sus pensamientos por Eternidad
y los colgaba como armas en el Templo de Éfeso….
cómo os grito compañeros.

 

RAVEN  MIKIS THEODORAKIS 1970
Πόιηση: Γιώργος Σεφέρης 

Χρόνια σαν τα φτερά. Τι θυμάται τ’ ακίνητο κοράκι;
τί θυμούνται οι πεθαμένοι κοντά στις ρίζες των δέντρων;
Είχαν ένα χρώμα τα χέρια σου σαν το μήλο που πέφτει.
Κι αυτή η φωνή που ξαναγυρίζει πάντα, χαμηλή.
Εκείνοι που ταξιδεύουν κοιτάζουν το πανί και τ’ αστέρια
ακούνε τον αγέρα ακούνε πέρα απ’ τον αγέρα την άλλη θάλασσα
σαν ένα κοχύλι κλειστό κοντά τους, δεν ακούνε
τίποτε άλλο, δεν ψάχνουν μέσα στους ίσκιους των κυπαρισσιών
ένα χαμένο πρόσωπο, ένα νόμισμα, δε γυρεύουν
κοιτάζοντας ένα κοράκι σ’ ένα ξερό κλωνί, τι θυμάται.
Μένει ακίνητο πάνω στις ώρες μου λίγο πιο ψηλά
σαν την ψυχή ενός αγάλματος που δεν έχει μάτια
είναι ένα πλήθος μαζεμένο μέσα σ’ αυτό το πουλί
χίλιοι άνθρωποι ξεχασμένοι σβησμένες ρυτίδες
ερειπωμένες αγκαλιές και γέλια που δεν τέλειωσαν
έργα σταματημένα σιωπηλοί σταθμοί
ένας ύπνος βαρύς από χρυσά ψιχαλίσματα.
Μένει ακίνητο. Κοιτάζει τις ώρες μου. Τι θυμάται;
Είναι πολλές πληγές μέσα στους αόρατους ανθρώπους, μέσα του
πάθη μετέωρα περιμένοντας τη δεύτερη παρουσία
επιθυμίες ταπεινές που κόλλησαν πάνω στο χώμα
σκοτωμένα παιδιά και γυναίκες που κουράστηκαν την αυγή.
Τάχα να βαραίνει πάνω στο ξερό κλωνί τάχα να βαραίνει
πάνω στις ρίζες του κίτρινου δέντρου πάνω στους ώμους
των άλλων ανθρώπων, τις παράξενες φυσιογνωμίες
που δεν τολμούν να γγίξουν μια στάλα νερό βυθισμένοι στο χώμα
τάχα να βαραίνει πουθενά;
Είχαν ένα βάρος τα χέρια σου όπως μέσα στο νερό
μέσα στις θαλασσινές σπηλιές, ένα βάρος αλαφρύ χωρίς συλλογή
με την κίνηση κάποτε που διώχνουμε την άσκημη σκέψη
στρώνοντας το πέλαγο ώς πέρα στον ορίζοντα στα νησιά.
Είναι βαρύς ο κάμπος ύστερ’ απ’ τη βροχή· τι θυμάται
η μαύρη στεκάμενη φλόγα πάνω στον γκρίζο ουρανό
σφηνωμένη ανάμεσα στον άνθρωπο και στην ανάμνηση του ανθρώπου
ανάμεσα στην πληγή και το χέρι που πλήγωσε μαύρη λόγχη,
σκοτείνιασε ο κάμπος πίνοντας τη βροχή, έπεσε ο αγέρας
δε σώνει η δική μου πνοή, ποιος θα το μετακινήσει;
ανάμεσα στη μνήμη, χάσμα — ένα ξαφνισμένο στήθος
ανάμεσα στους ίσκιους που μάχουνται να ξαναγίνουν άντρας και γυναίκα
ανάμεσα στον ύπνο και στο θάνατο στεκάμενη ζωή.
Είχαν μια κίνηση τα χέρια σου πάντα προς τον ύπνο του πελάγου
χαϊδεύοντας τ’ όνειρο που ανέβαινε ήσυχα τη μαλαματένια αράχνη
φέρνοντας μέσα στον ήλιο το πλήθος των αστερισμών
τα κλεισμένα βλέφαρα τα κλεισμένα φτερά…

Mikis Theodorakis

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΣΕ ΕΠΙΤΙΜΟ ΔΙΔΑΚΤΟΡΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΤΟΥ SALZBURG -ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΚΛΗΤΟΥ – (6.6.2018) Στα Ελληνικά και Γερμανικά.

Αξιότιμε κύριε Πρύτανη,
Αξιότιμες κυρίες και Αξιότιμοι κύριοι Αντιπρυτάνεις
Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε της Συγκλήτου
Αξιότιμε κύριε Κοσμήτορα,

Σεβαστοί κύριοι καθηγητές

Αγαπητοί φοιτητές

Κυρίες και κύριοι,

Μια από τις πλέον μαύρες στιγμές ντροπής για την ανθρώπινη κοινωνία ήταν όταν το καρότσι σκουπιδιών της Βιέννης χτυπούσε την πόρτα του νεκρού Μότσαρτ για να πάρει το άψυχο σώμα του και να το ρίξει στον λάκκο με τους ανώνυμους και άκληρους πολίτες μιας απάνθρωπης ζωής.

            Για κακή ή για καλή μου τύχη, συνέβη όταν ήμουν 12 χρονών να ακούσω αυτή την απίστευτη ιστορία, που μ’ έκανε να φοβηθώ τους ανθρώπους και να κλειστώ στο δωμάτιό μου, έως ότου έγινα πια έφηβος και όφειλα να αντιμετωπίσω τη ζωή και την κοινωνία κατάματα και να αρχίσω να πετώ με τα δικά μου φτερά.

            Σ’ αυτά τα χρόνια της μοναξιάς δεν είχα άλλη συντροφιά εκτός από το βιολί μου, γεγονός που με βοήθησε να ανακαλύψω μόνος μου την θεωρία και την αρμονία της μουσικής. Γι’ αυτό είπα «για καλή μου τύχη».

            Πρέπει να πω εδώ, ότι μέσα στο σπίτι μου άκουγα βυζαντινούς ψαλμούς από τη γιαγιά μου και κάθε Κυριακή που πηγαίναμε στην ορθόδοξη εκκλησία, άκουγα κι εκεί τις ίδιες μελωδίες. Στην εκκλησία όμως υπήρχαν δύο λειτουργίες: η βυζαντινή και η «ευρωπαϊκή». Αυτή τη δεύτερη την είχε επιβάλει περί τα τέλη του 19ου αιώνα η Βασίλισσα Όλγα, αδελφή του Τσάρου και κάποιος συνθέτης ονόματι Πολυκράτης  εναρμόνισε τις βυζαντινές μελωδίες.














Μίκης Θεοδωράκης. Εθνική Ανεξαρτησία, Εθνικός Πλούτος, Παγκόσμια Ειρήνη, Ουδετερότητα. 

Η ποιητική γραφή του Μίκη Θεοδωράκη | ΙΟΥΛΙΤΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ |

ΙΟΥΛΙΤΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ

Με τη μουσική των λέξεων: Η ποιητική γραφή του Μίκη Θεοδωράκη.

Αν η ποίηση δεν είναι περιοριστικά και μόνον η τέχνη του έναρθρου λόγου, αν η ποίηση είναι, όπως έγραφε ο Γιώργος Σαραντάρης. Eκείνος ο εαυτός μας που δεν κοιμάται ποτέ, αν όπως υποστηρίζει ο Οδυσσέας Ελύτης.

Αποτελεί το άλλο πρόσωπο της υπερηφάνειας, αν το ποίημα είναι παντού όπως επίμονα επαναλαμβάνει ο Γιώργος Σεφέρης.

Τότε η περίπτωση του Μίκη Θεοδωράκη θα μπορούσε στο σύνολό της να χαρακτηρισθεί ως γνήσια κι εξόχως ποιητική. Γιατί είναι ίσως ο τελευταίος αναγεννησιακός Έλληνας πού συλλαμβάνει καθολικά την ποιητική λειτουργία μέσα από την διαρκή εγρήγορση της σκέψης και της ευαισθησίας του, μέσα από την ανυπότακτη επαναστατικότητα του, από την άσβεστη διαμαρτυρία και διεκδίκηση, μέσα από την εναντίωση προς την τρέχουσα αντίληψη και οπωσδήποτε μέσα από την διαρκή αναζήτηση δημιουργίας.Δημιουργίας είτε με το αλφάβητο της μουσικής είτε της γλώσσας, ή και των πράξεων.

Το υλικό της σκέψης και δράσης του είναι πάντα τα ίδια τα φαινόμενα της ζωής, το μέσον κάθε φορά και κατά περίπτωση ποικίλει σ’ αυτήν την αρχιτεκτονική του μέλλοντος στην οποία από νωρίς έχει τάξει τον εαυτό του.

Πως λοιπόν θα μπορούσε να εξαιρεθεί απ’ την δημιουργική δραστηριότητά του η αυτονόητη καταφυγή στον κοινό κώδικα της γλώσσας και μάλιστα στην πιο μουσική της διάρθρωση, την ποιητική γραφή; Πως θα μπορούσε να εξαιρεθεί η ποίηση από έναν μουσικό πού ξέρει να σταθμίζει το ειδικό βάρος των λέξεων, να τιμά τη μετασχηματιστική ισχύ τους, να αποδεσμεύει την κρυφή τους δύναμη και νά δίνει ,χάρις στην υψηλή ποιητική νοημοσύνη του, μελοποιώντας ένα πολύτιμο ανθολόγιο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης.

Πραγματώνοντας την ρήση του Pierre Reverdy «η τέχνη από και για τη ζωή, η ζωή για και από την τέχνη» και υπακούοντας στη μόνη πειθαρχία πού ξέρει και πού είναι η έμφυτη παρόρμηση ο Μίκης Θεοδωράκης παίζει με τη μουσική ενέργεια των λέξεων και γράφει σε στίχους.

Ήδη από το 1942, μόλις δεκαεπτά χρονών και μέσα στη γερμανική κατοχή γράφει το «Σιάο», με όλη την ευαισθησία αλλά και τη ρητορικότητα που επιτρέπει η νεότητα, αφιερώνοντας τη συλλογή στις καρδιές εκείνων πού τολμούν ….Ακολουθούν τα πρώιμα ποιήματα του έρωτα και του πολέμου γραμμένα στην Τρίπολη και την Αθήνα την περίοδο ’42-’46.

Τα ποιήματα της εξορίας γραμμένα στην Ικαρία το ’47 -εδώ βρίσκεται και το συγκινητικό σημειωματάριο «Το σπίτι με τούς σκορπιούς» με τα κατατοπιστικά και καλαίσθητα σχέδια του συνθέτη.

Στη συνέχεια ακολουθούν ποιήματα της δεύτερης περιόδου εξορίας στην Ικαρία και την Μακρόνησο το ’48-’49 , το τραγούδι του Νεκρού αδελφού το ’61, τα δύο προφητικά τραγούδια του ’63. Ο Ήλιος και ο Χρόνος το ‘ 67 σε σκληρές συνθήκες κράτησης, τα τραγούδια του Ανδρέα το’ 68 για τον Ανδρέα Λεντάκη. Και συνεχίζει σε μία ακόμα εξορία στη Ζάτουνα το ’68-69 να γράφει τις Αρκαδίες -εκεί και το θαυμάσιο στην καθαρότητα του «Είχα τρεις ζωές η μία για να πονάει / η άλλη για να θέλει / κι η τρίτη για να νικά.Ακολουθούν τα τραγούδια του Αγώνα, ο Ωρωπός, κι αργότερα το ’70-’73 ποιήματα γραμμένα στο Παρίσι και την Λατινική Αμερική όπου ξεχωρίζει η μεγαλύτερη μονάδα της «Νεκρής Εποχής» για να συνεχίσει μετά την πτώση της δικτατορίας, στην μεταπολίτευση πια να γράφει ποιήματα όπως τον Διόνυσο, τη Βεατρίκη στην Οδό μηδέν ή και την μεγαλύτερη σύνθεση των Χαιρετισμών, ποίημα του 1981.

Η πλειονότητα των ποιημάτων είναι σε παραδοσιακό στίχο -(έμμετρο-ομοιοκατάληκτο) απηχώντας τόσο τη δημοτική παράδοση -κυρίως τα θρηνητικά ποιήματα- όσο και την λόγια κλασσική, ποιήματα που δείχνουν ταυτόχρονα την πρώτη τους αφόρμηση αλλά και τον τελικό τους προορισμό που δεν είναι άλλος από τη μουσική. Πολλά από τα ποιήματά του θα αποτελέσουν αργότερα επιτυχημένα τραγούδια.

Ωστόσο από το 1946 κιόλας στους «Πέντε στρατιώτες» αλλά και μετά, στην Νεκρή εποχή, στους Χαιρετισμούς θα υιοθετήσει την σύγχρονη γραφή του ελεύθερου στίχου.

Δεν θα ‘ταν άσκοπο να επισημανθεί εδώ αυτό πού από γνώση και διαίσθηση αναγνωρίζει απόλυτα ο Θεοδωράκης: το γεγονός ότι η ποίηση έχει γι’ αυτόν μία υπόσταση διττή, από τη μία μεριά υπάρχει η ποιητική έρευνα πού δίνει την τολμηρή λυρική έκφραση, που ανασυνθέτει την πραγματικότητα, ποίηση που ξέρει ο ίδιος να επιλέγει και να μελοποιεί και από την άλλη μεριά υπάρχει η ελεύθερη, παρορμητική, απροσποίητη κατάθεση της ψυχής του, που ακολουθεί συγκινητικά τα κύματα της πολυτάραχης του ζωής.

«Δεν είμαι ποιητής, γράφει ο ίδιος στο Χρέος, όταν όμως οι στίχοι αρχίζουν να σφυροκοπούν στο μυαλό μου, ένιωσα πόσο οι λέξεις μπορούν να ντυθούν στο αίμα• πόσο μπορεί να με λυτρώσουν.»

Και γράφει ο Θεοδωράκης κάτω από αυτή την ανάγκη λύτρωσης, από την ανάγκη σαφήνειας του γλωσσικού κώδικα και συνάμα από την ανάγκη να κατοικηθεί με ήχους έναρθρους η μοναξιά του. Κάτω από ένα τέτοιο πρίσμα θα πρέπει να διαβαστεί η περιπέτεια της ποιητικής του γραφής.

Η αυστηρότητα φιλολογικών κριτηρίων η συνεξέταση των ποιημάτων του με την σύγχρονή του ποιητική παραγωγή, ή με τα αισθητικά ρεύματα του 20ου αιώνα, τον υπερρεαλισμό κυρίως, η ενδελεχής μελέτη της φόρμας και της πρωτοτυπίας στην εκφραστική θα παραπλανούσε τον αναγνώστη, βιάζοντας τον να δεχτεί προς στιγμήν την παράπλευρη αυτή δραστηριότητα του Θεοδωράκη ως το κύριο καλλιτεχνικό του πεδίο.

Aς μην ξεχνάμε, ωστόσο, πόσο πολύτιμο υλικό για την κατανόηση της σκέψης και προσωπικότητας καλλιτεχνών παρέχουν πάντα οι παράπλευρες, του κύριου έργου τους δημιουργίες. Τα σχέδια και η μουσική του Λόρκα, τα τέσσερα κοριτσάκια του Πικάσο, τα λιμπρέτα του Μενότι, το εικαστικό έργο του Ελύτη, λειτουργούν όχι μόνο ως σημαντικά ντοκουμέντα αλλά και ως ένας πλάγιος φωτισμός που συμβάλλει στην σφαιρική κατανόηση της προσωπικής μυθολογίας του κάθε δημιουργού.

Γίνονται οι εσωτερικοί καθρέφτες της ανύποπτης στιγμής του καλλιτέχνη, όταν δοκιμάζεται σ’ ένα διαφορετικό πεδίο από το δικό του, εκεί όπου μετριάζεται η ευθύνη και μεγιστοποιείται η χαρά της ελεύθερης έκφρασης.

Για τον Μίκη Θεοδωράκη λοιπόν, τα ποιήματα γίνονται οι καθρέφτες του βλέμματος του, οι σιωπηλές κραυγές, τα εσωτερικά πορτραίτα των περιπετειών του, ή απλά όψεις μιας παράξενης και όμως μοναξιάς. Στιγμές είναι που διαγράφουν όλο το φάσμα της συναισθηματικής κλίμακας, στιγμές που φωτογραφίζουν τους έρωτες, τις εξορίες, τις φυλακίσεις, τους θρήνους, αλλά και τη συνεχή διεκδίκηση ελεύθερης και δίκαιης βίωσης για τον ίδιο, για όλους.

Κάτω από τη μουσική ακούγεται η σιωπή γράφει κάπου ο Θεοδωράκης, κάτω όμως απ’ τη σιωπή σαν τα υποπετρίδια όνειρα των αρχαίων ξεμυτίζουν οι λέξεις, λέξεις πού στα χείλη του γίνονται το χνούδι του έρωτα, τα καρφιά του πολέμου, το μπουρλότο της επανάστασης. Αναζητά, αναζητά και βρίσκει «μία λέξη πού να μην περιέχει τη σιωπή» και την κάνει καθρέφτη αλλά και σύντροφό του.

Της αποσπά το βάρος της σιγής και της δίνει τον ήχο της ψυχής του. Με γρήγορη λοιπόν κίνηση, ανασύρει απ’ τα «ποτάμια της νύχτας» τις δικές του σχεδίες – ποιήματα, επιβιβάζεται και προχωρεί ακάθεκτος μέσα στα νερά της δική του Ελλάδας. Μονολογεί αλλά και διαλέγεται ταυτόχρονα με τον σαν φανταστικό μα πάντα παρόντα άλλο, μιλά με την απροσποίητη αμεσότητα αυτού που αρθρώνει το σ’ αγαπώ για πρώτη φορά:

Σαν έρθει το βράδυ
και διώξει τη μέρα
θα να ‘ρθω κοντά σου
με τ’ όνειρό μου…. γράφει το ’42.
Για να συνεχίσει τέσσερα χρόνια μετά λέγοντας:
Το στήθος μου επλάτυνε πολύ για να χωρέσει
το μικρό γιασεμί που έσπειρες
με τα λεπτά σου δάχτυλα τούτη τη νύχτα
στην καρδιά μου….
Ή αργότερα, το 1987, θα πει απερίφραστα:
Βροχή μία Κυριακή
που μ’ έδεσες για πάντα Βεατρίκη πάψε να γελάς.

Η τρυφερότητα του ωστόσο μπορεί να γίνεται κατά τον άνεμο των γεγονότων και πούπουλο και μαχαίρι :Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο μετρώ τούς χτύπους το αίμα μετρώ είμαι θρεφτάρι μ’ έχουν κλείσει στο σφαγείο, σήμερα εσύ, αύριο εγώ γράφει στα τραγούδια του Ανδρέα, το ’68.

Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι αυθεντικός και παρά τη θέλησή του, με την τόλμη της ειλικρινούς πράξης, καταφέρνει χωρίς την έγνοια της καλλιέπειας να γίνεται αισθητικά γοητευτικός, μες τον λεπτό λυρικό του τόνο: Μενεξεδένια πολιτεία στείλε μου το χέρι σου να μου χαϊδέψει τα μαλλιά γράφει στον Ήλιο και τον Χρόνο, και πάλι στους Χαιρετισμούς με επικριτική πλην όμως στοχαστική διάθεση θα δει τον νέο κόσμο:

Τώρα η Αθήνα γέμισε
με πόνο πολυτέλειας
αριστοκρατικό μακρινό
Με λέξεις κολλημένες στο κακό νέφος
Γέμισαν οι δρόμοι
περιττές ώρες
περιττά χρόνια
παραδεισιακές κολάσεις
δροσερές πυρκαγιές.

Έχοντας πάντα αξεχώριστες μέσα του τις έννοιες του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους ο Μίκης Θεοδωράκης γίνεται το αόρατο φίλτρο που δέχεται το παν και το παντού της ελληνικής, της ανθρώπινης περιπέτειας για να δώσει το δικό του απόσταγμα ευαισθησίας, με την αυθορμησία παιδιού, αλλά και με την κατάνυξη του μοναχικού ιδιώτη «πού σα να μονολογεί σωπαίνει» ή που σα να σωπαίνει μονολογεί.

Κύμα είναι και ξεσπά ο Μίκης Θεοδωράκης πάνω σε μία συχνά υπνώτουσα πραγματικότητα, με την λυρική του ιδιοσυγκρασία, με το δυναμικό στοχασμό του, με την πολύτροπη και ρωμαλαία μουσική του, με το σύνολο της αυθεντικά ποιητικής παρουσίας του.

Χάρις σε κείνον, – όπως χάρις και σε άλλους μεγάλους καλλιτέχνες – μπορούμε νά θυμόμαστε πάντα ότι κι όταν έξω από την πόρτα μας υλακούν το συμφέρον, η βία, ο φανατισμός κι όλα τα ιδιωτικά και δημόσια παράγωγα της λέξης τρόμος, υπάρχει μία ευθεία γραμμή πενταγράμμου που βγάζει σε ξέφωτο, υπάρχει μία λέξη στο λευκό χαρτί πού ξέρει νά πνίγει τούς κάθε λογής δαιμόνους στο «άσπιλο του νου» της.

«Κοιτάζω μία γραμμή στο πεντάγραμμο που έχω μπροστά μου, έγραφε ο Θεοδωράκης το ’69 και σκέφτομαι ότι αυτή και μόνο φτάνει για να σαρώσει σαν χάρτινο πύργο το καθεστώς της κτηνώδους βίας που εγκατέστησαν μπροστά στη πόρτα μου.» Μία γραμμή στο πεντάγραμμο, μία λέξη στη σελίδα, μία βαθιά πίστη στη δύναμη της τέχνης κυρίες και κύριοι τα ισχυρά όπλα μιας ζωής, της ζωής του Μίκη Θεοδωράκη.

Η ποιητική γραφή του Μίκη Θεοδωράκη | ΙΟΥΛΙΤΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ |

Mikis Radio – Personal

Mikis Radio | Mikis Theodorakis – Composer – Philosopher – Politician

Το MikisRadio μετρά τρία χρόνια λειτουργίας. Μεταδίδει διαδικτυακά non stop 24/7 το έργο του Μίκη Θεοδωράκη 

Στόχος του ραδιοφώνου είναι να κάνει γνωστό το τεράστιο έργο του Μίκη Θεοδωράκη στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Οι ακροατές, για πρώτη φορά,  έρχονται σε επαφή με όλα τα έργα του Μίκη Θεοδωράκη. Παρουσιάζονται με εκφωνήσεις και γίνονται γνωστοί όλοι οι συντελεστές. Ποιητές,  τραγουδιστές,  ηθοποιοί, ορχήστρες, χρονολογία δημιουργίας και ηχογράφησης.

Ένα κολοσσιαίο έργο, που λίγοι  γνωρίζουν. Περιλαμβάνει:  α) Κύκλους τραγουδιών, β) Μουσική για θέατρο, γ) Μουσική για Αρχαίο Δράμα,  δ) Μουσική για κινηματογράφο, ε) Ορατόρια,  στ) Συμφωνικά και Μετασυμφωνικά έργα και Μουσική Δωματίου,  ζ) Μπαλέτα,  η)  Όπερες, θ) Ραψωδίες και  Εκκλησιαστική μουσική.

Οι ακροατές επίσης παρακολουθούν και θεματικές εκπομπές βασισμένες σε βιβλία που έχουν γραφτεί για τον Μίκη Θεοδωράκη και το έργο του.  Συνεντεύξεις και  μαρτυρίες συνεργατών του στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Τις θεματικές εκπομπές έχουν αναλάβει οι συνεργάτες μας Γιώργος Λογοθέτης- δημοσιογράφος, Θανάσης Γιώγλου- συγγραφέας,  παραγωγός ραδιοφώνου και συνεργάτης του ogdoo.gr και η Αναστασία Βούλγαρη ποιήτρια και συγγραφέας.

Η ανταπόκριση ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Μέσα σε λίγους μήνες οι επισκέψεις ακροατών στο αρχικό Blog μετάδοσής του, από την Ελλάδα και το εξωτερικό ξεπέρασαν τις 1.400.000, γεγονός που αποτελεί ρεκόρ για διαδικτυακό ραδιόφωνο, ενώ οι ακροατές προέρχονται  από  90  και πλέον χώρες.

Ακροάσεις  του web Mikis Radio από τις χώρες:

Greece, United States, Germany, United Kingdom, Chile, Cyprus, Sweden, Canada, Netherlands, Romania, France, Australia, Belgium, Italy, Unknown, United Arab Emirates , Ireland,  Austria, Denmark, Switzerland, South Africa, Bulgaria, Czech Republic, Hungary, Portugal, Norway, Luxembourg, Congo, Albania, Russian Federation, Egypt, Uruguay, Brazil, Spain, Taiwan, Province Of China, Japan, Turkey ,  Montenegro, Malta, Peru, Saudi Arabia , Israel,  Mexico, Croatia, Viet Nam, Jordan.

Η προσπάθεια του Mikis Radio και η απήχησή του εξέπληξε ευχάριστα τον ίδιο τον δημιουργό, ο οποίος από την πρώτη στιγμή μάς στηρίζει και μάς ενημερώνει, για την καλύτερη παρουσίαση των έργων.

Καλούμε όλους όσους έχουν να καταθέσουν κάποια άγνωστα στοιχεία και ντοκουμέντα στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, από επαφές  με τον Μίκη Θεοδωράκη και το έργο του να επικοινωνήσουν μαζί μας, για να τα εντάξουμε  στο πρόγραμμα μας.

Για το Mikis Radio

ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ-ΝΙΚΟΣ.ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

email: nik.theodorakis@gmail.com

Mikis.Radio. is transmitting online the legacy of Mikis Theodorakis (Music-Specials-Interviews) 24 hours, 7 days a week. The radio’s objective is to make the immense work of Mikis Theodorakis known all around the world.

For the first time, the audience can come in contact with all the works of Mikis Theodorakis as well as getting to know all the artists that helped in the making of the Mikis Theodorakis legacy. This group of artists includes poets, singers, actors, bands as well as the dates that recordings were created. A colossal work that only few people know can also being found here. This work includes: a) Song cycle, b) Music theater, c) Music for Ancient Drama, d) Music for film, e) Oratorios, f) Metasymfonika/ Symphonic works and chamber music, g) Ballets, h) Operas, i) Rhapsodies and Church music.

Besides his musical creations listeners can watch shows, read bibliographies about his life and art. One can also find interviews he has given as well as associates testimonials in Greece and abroad. The shows mentioned earlier are being processed by Miki Radio associates; George Logothetis- journalist/ writer, Thanassis Gioglou- radio producer and collaborator with ogdoo.gr, and Anastasia Voulgari poet/writer.

The response has exceeded all our expectations. Within the first months of the creation of Mikis Radio listener visits on the original Blog spreading from Greece to more than 55 countries has exceeded 1.400.000, record breaking for Internet radio stations.

Mikis Web Radio is being heard in:

Greece, United States, Germany, United Kingdom, Chile, Cyprus, Sweden, Canada, Netherlands, Romania, France, Australia, Belgium, Italy, Unknown, United Arab Emirates, Ireland, Austria, Denmark, Switzerland, South Africa, Bulgaria, Czech Republic, Hungary, Portugal, Norway, Luxembourg, Congo, Albania, Russian Federation, Egypt, Uruguay, Brazil, Spain, Taiwan, Province Of China, Japan, Turkey, Montenegro, Malta, Peru, Saudi Arabia, Israel, Mexico, Croatia, Viet Nam, and  Jordan.

The effort Mikis Radio has shown as well as the appeal it has across the globe has pleasantly surprised the artist himself, who not only has been veritably supportive from the very beginning, but has also given us a lot of information for a better presentation of the projects.

If you or someone you know has any information, unknown documents or elements by coming in contact with Mikis Theodorakis through the years you are more than welcome to  contact us in order to publish them and make them accessible for Mikis fans all over the world.

Thank you for the love and support you are showing us,

MikisRadio.PRODUCER.NIKOS.THEODORAKIS

email: nik.theodorakis@gmail.com

Mikis Radio – deutsch

Mikis Radio überträgt online das Schaffen (Musik, Specials und Interviews) von Mikis Theodorakis.
Dies an 24 Stunden, 7 Tage die Woche.
Das Ziel des Radios ist es, die umfassende Arbeit von Mikis Theodorakis auf der ganzen Welt bekannt und zugänglich zu machen.
Zum ersten Mal kann das Publikum mit allen Werken von Mikis Theodorakis in Kontakt treten und alle Künstler kennenlernen, die zur Entstehung des Lebenswerks von Mikis Theodorakis beigetragen haben. Zu dieser Künstlergruppe gehören Dichter, Sänger, Schauspieler, Bands sowie die Tonträger.
Ein kollossales Gesamtwerk, dessen Ausmaß nur wenige Menschen kennen, ist hier zu finden.
Sein Oevre umfasst:
Liederzyklen, Musiktheater, Musik für altes Drama, Musik für Film, Oratorien, Metasymfonika / Sinfonische Werke und Kammermusik, Ballette, Opern, Rhapsodien und Kirchenmusik.

Neben den musikalischen Schöpfungen von Mikis Theodorakis, können die Zuhörer Shows sehen und Bibliographien über sein Leben und seine Kunst lesen. Gleichfalls sind Interviews die er gegeben hat zu finden sowie Testimonials von Mitarbeitern in Griechenland und im Ausland.
Die zuvor erwähnten Shows werden von Mitarbeitern von Mikis Radio bearbeitet:
George Logothetis – Journalist / Schriftsteller,
Thanassis Gioglou – Radioproduzent und Mitarbeiter von „ogdoo.gr“ und
Anastasia Voulgari – Dichterin/ Schriftstellerin.

Die Resonanz hat alle unsere Erwartungen übertroffen!
In den ersten Monaten nach der Begründung von Mikis Radio, haben sich die Besuche auf den ursprünglichen Blog aus Griechenland rasant auf mehr als 55 Länder verbreitet.
Die 1.400.000 Zugriffe sind bereits überschritten und somit auf dem besten Weg, den Rekord für Internet-Radiosender zu brechen.

Mikis Web Radio ist zu hören in:

Griechenland, Vereinigte Staaten, Deutschland, Vereinigtes Königreich, Chile, Zypern, Schweden, Kanada, Niederlande, Rumänien, Frankreich, Australien, Belgien, Italien, Vereinigte Arabische Emirate, Irland, Österreich, Dänemark, Schweiz, Südafrika, Bulgarien, Tschechisch Republik, Ungarn, Portugal, Norwegen, Luxemburg, Kongo, Albanien, Russische Föderation, Ägypten, Uruguay, Brasilien, Spanien, Taiwan, Provinz China, Japan, Türkei, Montenegro, Malta, Peru, Saudi-Arabien, Israel, Mexiko, Kroatien, Vietnam und Jordanien.

Die Bemühungen von Mikis Radio sowie die weltweite Anziehungskraft, haben den Künstler selbst positiv überrascht, der uns nicht nur von Anfang an nachweislich unterstützt hat, sondern uns auch viele Hinweise für eine bessere Präsentation des Projekts gegeben hat.

Wenn Sie, oder jemand den Sie kennen, im Laufe der Jahre über Informationen, unbekannte Dokumente oder Elemente der Arbeit von Mikis Theodorakis verfügt, nehmen Sie gerne Kontakt mit uns auf, damit wir diese veröffentlichen und der Welt zugänglich machen können.

Vielen Dank für die Liebe und Unterstützung, die Sie uns zeigen,

MikisRadio
PRODUZENT: NIKOS THEODORAKIS

email: nik.theodorakis@gmail.com

Το Κείμενο του Μίκη Θεοδωράκη για την δημιουργία του Mikis Radio

Αναδημοσίευση με αφορμή το 1.500.000 και πλέον επισκέψεις ακροάσεις στο ραδιόφωνο από 92 χώρες…

Μίκης Θεοδωράκης, 19 Φλεβάρη 2018 Αθήνα:  Με αφορμή τη συμπλήρωση ενός εκατομμυρίου επισκέψεων και πλέον, ακροάσεων στο Mikis Radio, σκέφτηκα να θυμίσω στους ακροατές ακριβώς τι σημαίνει, αυτή η αίσθηση που έχω ότι ελευθερώθηκαν επιτέλους τα έργα μου που ήταν θαμμένα μέχρι τώρα και που τώρα ελεύθερα τελείως πετούν πάνω από μίση, από κόμπλεξ, από απαγορεύσεις.

Ελεύθερα πάνω από τον ουρανό της Αθήνας, από Μέγαρα Μουσικής και Νιάρχεια, που με το σταγονόμετρο παίζουν την μουσική μου, ενώ η υπόλοιπη έμενε κάτω στα υπόγεια του Μεγάρου, όπου φυλάσσεται το Αρχείο μου. Όσες φορές πήγα να δω το Αρχείο μου εκεί στο Μέγαρο, έβλεπα τα έργα μου εκεί και αναρωτιόμουν, γιατί άραγε δεν μπορούν να ανεβούνε δύο πατώματα, να φτάσουν στις Μουσικές Σκηνές των αιθουσών του Μεγάρου και να παιχτούν;

Κάτω εκεί μου φαινόταν θαμμένα, όπως θαμμένη μου φαινόταν και η τεράστια προσπάθεια, το τεράστιο έργο των ανθρώπων που εργάστηκαν επί τόσα χρόνια και εργάζονται ακόμα στο Αρχείο μου στην Βιβλιοθήκη Βουδούρη.

Έργο που μένει κατά το μεγαλύτερο μέρος του αναξιοποίητο, αν τα έργα αυτά δεν βγαίνουν στην επιφάνεια με συναυλίες. Θαμμένα 1000 έργα περιμένουν λες και η Ελλάδα έχει τόσα πολλά που δεν έχει ανάγκη τα δικά μου.

Εγώ σε όλη μου τη ζωή δούλεψα σαν το σκυλί χρόνια και χρόνια για την πατρίδα μου και στην πατρίδα μου αυτά που δημιούργησα είναι φυλακισμένα. Στο εξωτερικό ελεύθερα, στην πατρίδα μου φυλακισμένα.

Αισθάνομαι λοιπόν την ανάγκη να πω ορισμένα πράγματα για πρώτη φορά…

Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα με μια ιδιαιτερότητα: είμαι συγχρόνως συνθέτης και αγωνιστής.

Σαν αγωνιστής είμαι υποχρεωμένος σε καιρούς ειρηνικούς να συμμετέχω σε ιδεολογικούς πολιτικούς αγώνες που με φέρνουν σε μετωπική αντίθεση με κάθε είδους εξουσίες. Γιατί η δική μου ιδεολογία βασίζεται στην υπεράσπιση της Αρμονίας ενάντια στο Χάος. Αυτό στην πολιτική μεταφράζεται σε μια στάση Ελεύθερη, Ανεξάρτητη και βαθιά Αντιεξουσιαστική.

Με αποτέλεσμα να είμαι συνεχώς εκτεθειμένος στα λυσσαλέα χτυπήματα των εξουσιαστών που επειδή δεν μπορούν να με λυγίσουν στον τομέα της ιδεολογίας και της πολιτικής, πέφτουν σαν λυσσασμένοι λύκοι πάνω στην μουσική και το έργο μου. Αυτός είναι ο λόγος που το έργο μου είναι φιμωμένο τώρα, τουλάχιστον κατά τα οκτώ δέκατά του.

Όμως, εδώ και δυο χρόνια που το Mikis Radio πήρε την πρωτοβουλία να το απελευθερώσει οριστικά, έχω την ίδια αίσθηση τώρα, στα ενενήντα πέντε μου χρόνια με κείνη που είχα και στα δεκαεννέα μου χρόνια, που γιόρταζα με όλους τους Έλληνες την απελευθέρωση της πατρίδας μου.

Πρέπει να ξέρετε, ότι ο Συνθέτης μοιάζει με την μάνα που θέλει τα παιδιά της να είναι ελεύθερα και να χαίρονται το ήλιο και την δωρεά της ζωής και όχι να είναι φυλακισμένα, όπως γίνεται με τα έργα μου…

Νίκο, σε ευχαριστώ για το μεγάλο δώρο που μου πρόσφερες αποδεικνύοντας ότι τα έργα μου είναι ικανά να συγκινούν τους ανθρώπους ανεξάρτητα από σύνορα. Μέσα στους δύο πρώτους μήνες, ένα εκατομμύριο σαράντα χιλιάδες ακροατές, ένα τσουνάμι πραγματικό. Μέσα σε λίγες μέρες με ανακάλυψε και αγκάλιασε την μουσική μου ένα τεράστιο πλήθος.

Τους χαιρετώ όλους με αγάπη και χαίρομαι ιδιαίτερα που θα ακουστούν για πρώτη φορά αδικημένοι τραγουδιστές και αγαπημένοι μου κύκλοι τραγουδιών… Ο Πέτρος Πανδής ο δικός μου Καλογιάννης, ο δικός μου Πουλόπουλος, ο δικός μου Μητροπάνος, η Βερούτη, η Σίμου, ο Μωραΐτης, ξεχωριστοί κύκλοι όπως οι «Χαιρετισμοί» με την Γαλάνη η «Φαίδρα» με την Καγιαλόγλου και τον Πανδή, οι «Μπαλάντες» με τον Πέτρο και την Ζορμπαλά, το «Ραντάρ» με τον Νταλάρα, ο «Επιβάτης» με την Φαραντούρη, ο άγνωστος κύκλος «Ο Ήλιος και ο Χρόνος» που τον έγραψα στα 1967, στην απομόνωση της Μπουμπουλίνας πριν από πενήντα ένα χρόνια… Πενήντα ένα χρόνια περίμενε για να ακουστεί για πρώτη φορά.

Κι ακόμα, ο Θωμόπουλος, ο Ζωγράφος και ο Καλογιάννης στα άγνωστα «Γράμματα από την Γερμανία».

Τα «Πρόσωπα του Ήλιου» του ποιητή Διονύση Καρατζά.

Το «Μήπως ζούμε σε άλλη χώρα» του Μάνου Ελευθερίου με την Μαρία Δημητριάδη.

Το «Ασίκικο, Πουλάκη» με τον Βασίλη Λέκκα του ποιητή Μιχάλη Γκανά.

Η «Μνήμη της πέτρας» του ποιητή Μιχάλη Μπουρμπούλη με τον Θανάση Μωραϊτη.

Τα «18 Λιανοτράγουδα» με τον Νταλάρα, με την Βιτάλη και τόσους άλλους ερμηνευτές.

Η «Νύχτα Θανάτου» του Μάνου Ελευθερίου με τον Αντώνη Καλογιάννη.

Ο καταπληκτικός Μπιθικώτσης στον «Οκτώβρη 78» των Λειβαδίτη, Παπαδόπουλου, Χριστοδούλου.

Η «Συνάντηση» του Λευτέρη Παπαδόπουλου με τον Σταμάτη Κόκοτα.

Η «Ερημιά» του Λευτέρη Παπαδόπουλου με την Μαρία Φαραντούρη και τον Μανώλη Μητσιά σε ενορχήστρωση Σταύρου Ξαρχάκου.

Η «Πολιτεία Γ΄» της Λίνας Νικολακοπούλου και του Μάνου Ελευθερίου με τον Μανώλη Μητσιά και την Δήμητρα Γαλάνη, τα «Επιφάνια Αβέρωφ» με τον Αντώνη Καλογιάννη.

Η ‘’Πολιτεία Δ΄’ με τον Πέτρο Γαϊτάνο, ο κύκλος «Μια Θάλασσα γεμάτη μουσική» σε ποίηση Δήμητρας Μαντά που κυκλοφόρησε στο Παρίσι πριν από 25 χρόνια από την εκπληκτική Ιονάτος και τρεις κορυφαίους Γάλλους με επικεφαλής τον Christian Boissel, μια δουλειά που έμεινε άγνωστη στην Ελλάδα.

Σταματώ εδώ, δεν τα θυμάμαι όλα, όλα τα φυλακισμένα έργα που τώρα πετάνε ψηλά, ελεύθερα και άπιαστα από όλους αυτούς που τα φίμωσαν για όλα αυτά τα χρόνια. Μου φτάνει που με γνωρίζουν οι απλοί πολίτες μαζί με τα βουνά, τους βράχους, τα νησιά και τις θάλασσες της πατρίδας μου. Τώρα που το έργο μου διασχίζει τους αιθέρες όλου του κόσμου αλλά και της πατρίδας μου, είμαι επί τέλους κι εγώ ελεύθερος.
Γι’ αυτό στέλνω ένα μεγάλο «Ευχαριστώ».

Το Κείμενο του Μίκη Θεοδωράκη για την δημιουργία του Mikis Radio

Mikis Radio – Personal

Mikis Radio | Mikis Theodorakis – Composer – Philosopher – Politician

error: Content is protected !!
Copy Protected by Chetan's WP-Copyprotect.