Canto General

MIKIS THEODORAKIS – PABLO NEROUDA Canto General
CANDO GENERAL – Η ΙΣΤΟΡΑ

Η ιστορία ξεκινά το 1971. Ο Μίκης Θεοδωράκης, όπως γράφει στο βιβλίο του «Μελοποιημένη Ποίηση» τόμος Β΄- «Το 1971 επισκέφθηκα τη Χιλή ύστερα από πρόσκληση της κυβέρνησης Aλιέντε. Ήμουν τότε Πρόεδρος του Πατριωτικού Αντιδικτατορικού Μετώπου. Σε μια συναυλία στην πόλη Βαλπαραΐζο, μια ομάδα νέοι Χιλιανοί συνθέτες παρουσίασαν την εργασία τους πάνω στην ποίηση του Πάμπλο Νερούδα. Μιλώντας μαζί τους στα παρασκήνια, μετά το τέλος της συναυλίας, τους υποσχέθηκα να δώσω κι εγώ στη Χιλή σ’ ένα χρόνο τη δική μου μουσική άποψη για το “CANTO GENERAL”.

Την άλλη μέρα, σε γεύμα που παρέθεσε στο σπίτι του ο Σαλβατόρ Αλιέντε σε μένα και τον Τάκη Λαμπρία πρόσφερε πανευτυχής τους δύο τόμους του “CANTO GENERAL” και γυρίζοντας στο Παρίσι συνέθεσα τη μουσική για το πρώτο και δεύτερο ποίημα, το “AMOR AMERICA” (“Αγάπη Αμερική”) και τις “VEGETACIONES” (“Βλαστήσεις”) . Το ίδιο καλοκαίρι πήγαμε οικογενειακώς στο Cap d’ Agde πάνω στη Μεσόγειο. Ενα μέρος που μου θύμιζε έντονα την Ελλάδα. Εκεί συνέχισα τη σύνθεση ακολουθώντας τη σειρά του Νερούδα. Έτσι μέσα σε λίγες μέρες είχα σχεδιάσει τα “ALGUNAS BESTIAS” (“Μερικά τέρατα”), “VIEVEN LOS PAJAROS” (“Έρχονται τα πουλιά”), “LIBERTADORES” (“Απελευθερωτές”), “AMERICA INSURRECTA” (“Ανυπότακτη Αμερική”), “VOY A VIVIR” (“Θα ζήσω”) και “A MI PARTIDO” (Αφιερωμένο στο Κόμμα μου). Επιστρέφοντας στο Παρίσι, βρέθηκα και πάλι μπλεγμένος μέσα στην έντονη αντιστασιακή, πολιτική και καλλιτεχνική δράση. Καθαρόγραψα απλώς το μελωδικό υλικό και το άφησα πάνω στο πιάνο.

Εκείνο τον καιρό κάλεσα τον Γιάννη Διδίλη να φύγει από την Ελλάδα και να ‘ρθει κοντά μου για να μπει επικεφαλής στη λαϊκή μου ορχήστρα. Δίναμε τότε τη μια συναυλία μετά την άλλη στην Ευρώπη, στην Αυστραλία, στην Αμερική. Παράλληλα, μπαίναμε κάθε τόσο στα διάφορα στούντιο για δίσκους είτε για τηλεοπτικά φιλμ και εκπομπές. Επρεπε να έχω κάποιον δίπλα μου που να γνωρίζει και να αγαπά τη μουσική μου καλύτερα κι από μένα. Κι αυτός δεν ήταν άλλος παρά ο Διδίλης. Εφτασε, λοιπόν, μια μέρα στο Παρίσι. Το πρώτο κιόλας βράδυ θέλησε ν’ ακούσει όλη την εργασία μου από τον καιρό που χωρίσαμε, δηλαδή από τις 20 Απριλίου του 1967… Όταν κάποτε έφτασα στα σχέδια του “CANTO GENERAL”, με ρώτησε τι σκοπεύω να τα κάνω. “Τίποτα”, του είπα. “Όπως βλέπεις, πνίγομαι στη δουλειά”.

– Τότε θα τα διδάξω εγώ στην ορχήστρα και τους τραγουδιστές. Αυτό είναι το ωραιότερο έργο σου…

Είχαμε τότε στην ορχήστρα μας τρία μπουζούκια, τους Θανάση Σαρέλλα, Αχιλλέα Κωστούλη και Αντώνη Πολεμίτη, δύο κιθάρες, τον Νίκο Μανιάτη και τον Νίκο Μωραΐτη, το κοντραμπάσσο και τα κρουστά – ο Gerard Berlioz – ήταν Γάλλοι και διάβαζαν νότες. Ομως όλοι οι υπόλοιποι δεν ήξεραν σολφέζ. Τραγουδιστές η Μαρία Φαραντούρη, η Αρια Σαϊγιονμάα και ο Πέτρος Πανδής. Κάθισε λοιπόν μπροστά στο πιάνο του ο Διδίλης. Και για τρεις τουλάχιστον μήνες δεν βγήκε από το σπίτι του. Κατάφερε στο τέλος να διδάξει φράση φράση ένα έργο πολυρυθμικό και από μια άποψη “ανώμαλο” για έναν λαϊκό οργανοπαίχτη. Ακόρντα δύσκολα με συνεχείς αλλαγές. Μελωδίες και κόντρα μελωδίες. Κι όλα αυτά οι μουσικοί τα ‘μαθαν με το αυτί. Απ’ έξω.

Το επόμενο καλοκαίρι του 1972, βρισκόμαστε πάλι στο Cap d’ Agde. Σε 15 μέρες θα φεύγαμε για Ισραήλ. Τυνησία και στη συνέχεια για Νότιο Αμερική… Εκεί, λοιπόν, στο μέρος όπου ένα χρόνο πιο πριν είχα σχεδιάσει το έργο. Πήρα στα χέρια μου τους μουσικούς που τόσο καλά είχε προετοιμάσει ο Γιάννης Διδίλης. Ξεκινήσαμε με το “AMOR AMERICA” που έλεγε η Φαραντούρη, το “VOY A VIVIR” ο Πανδής και τις “VEGETACIONES” η Σαϊγιονμάα. Στο Ισραήλ παρουσιάζαμε τα μέρη πειραματικά, ένα ένα. Συγχρόνως δουλεύαμε και άλλα. Τους “LIBERTADORES” με την Μαρία, το “AMERICA INSURRECTA” με τον Πέτρο, το “VIENEN LOS PAJAROS” με την Αρια. Ετσι φτάνοντας στο Μπουένος Αϊρες, μπορέσαμε να δώσουμε μια πρώτη πλήρη σειρά από το “CANTO”. Το χειμώνα του 1972 πάλι στο Παρίσι ένα πρωινό ήρθε η Αρια στο σπίτι. Μου διάβασε τη μετάφραση του “UNITED FRUIT”. Κάθισα αμέσως κι έγραψα τη μουσική και σε λίγο στις συναυλίες, στην Αυστραλία, το τραγουδούσε η Σαϊγιονμάα.

Πάλι στο γυρισμό, στο Παρίσι, καλέσαμε τον Πάμπλο Νερούδα στο στούντιο που δουλεύαμε στη Rue Poliveau να ‘ρθει ν’ ακούσει το έργο του. Ηρθε με τη γυναίκα του. Κάθισαν ήσυχα σε μια γωνιά και παρακολούθησαν κατανυχτικά την πρόβα.

Την άλλη μέρα με κάλεσε στη Χιλιανή πρεσβεία. Ήταν πρεσβευτής. Φάγαμε συζητώντας κυρίως για το “CANTO”. Φαίνεται ότι η δουλειά μου του άρεσε. Γι’ αυτό πήρε έναν τόμο δεμένο πράσινο και με πράσινο μολύβι μου έκανε μια πολύ κολακευτική αφιέρωση. Μετά μου λέει:

– Θα ‘θελα πολύ να μελοποιήσεις αυτό κι αυτό το ποίημα, και πλάι στους τίτλους έβαζε σταυρούς… Για να γίνει ένα έργο ποιητικά ολοκληρωμένο.

Έτσι ξαναστρώθηκα στη δουλειά σχεδιάζοντας τη μουσική στο “EMILIANO ZAPATA” και “LAUTARO και SANDINO”. Όμως έπρεπε να ξαναφύγουμε – θέρος του 1973 – για τη Νότια Αμερική. Στο μεταξύ, η Αφροδίτη Μάνου είχε αντικαταστήσει τη Σαϊγιονμάα και από το “CANTO” έλεγε, εκτός από τα τραγούδια της Άριας, και το “ALGUNAS BESTIAS”. Κάποιο πρωινό μού τηλεφώνησε ο Νερούδα. Πήγα αμέσως στην πρεσβεία.

– Πρέπει να φύγω για τη Χιλή. Ο Αλιέντε μού είπε ότι υπάρχουν προβλήματα και ότι η παρουσία μου θεωρείται απαραίτητη… Αποχαιρετιστήκαμε με την υπόσχεση ότι θα ιδωθούμε σε λίγες βδομάδες στη Χιλή. Λίγο αργότερα, ο ιμπρεσάριός μου στο Παρίσι, Norbert Gamsohn, είχε ένα σήμα από τον Νερούδα. Ζητούσε την… άδεια να πάρει μέρος στις συναυλίες μας στη Νότιο Αμερική. Απαντήσαμε αμέσως με ενθουσιασμό και δώσαμε το πρώτο μας ραντεβού στο τεράστιο λούνα παρκ στο Μπουένος Αϊρες. Οταν φτάσαμε, το κλειστό στάδιο είχε πουληθεί για μια βδομάδα. Όμως, ο Νερούδα δεν ήταν εκεί. Δώσαμε στο πρώτο μέρος του προγράμματος τα 7 μέρη από το “CANTO GENERAL” με θριαμβευτική επιτυχία. Αμέσως μετά τον πήρα τηλέφωνο. Βρισκότανε στο σπίτι του στην ISLA NEGRA – Μαύρο Νησί – στις ακτές της Χιλής. Ήταν η τελευταία φορά που άκουγα τη φωνή του.

– Το έργο μας είχε θριαμβευτική επιτυχία.

– Να μου στείλεις την ηχογράφηση.

– Ο κόσμος φώναζε τ’ όνομά σας. Γιατί δεν ήρθατε;

– Με συγχωρείτε πολύ. Ομως οι ρευματισμοί με έχουν ρίξει στο κρεβάτι. Σας υπόσχομαι την άλλη βδομάδα να είμαι στο Στάδιο του Σαντιάγο. Θα απαγγείλω…

Λίγο πριν φύγουμε για τον επόμενο σταθμό μας, στη Χιλή, μου τηλεφώνησε ο Τρέγιες, προσωπικός γραμματέας του Αλιέντε:

– Δεν πρέπει να ‘ρθείτε τώρα. Εχουμε μερικά μικρά προβλήματα που θα τα ξεπεράσουμε. Θα σας περιμένουμε μετά ένα μήνα…

Έτσι φύγαμε για τη Βενεζουέλα και εκεί μας ήρθε η είδηση για τη σφαγή στο Σαντιάγκο».

Πέρασαν λίγες βδομάδες η μέρες, δεν θυμάμαι, και βρισκόμασταν στο Μεξικό, όταν μάθαμε την καινούρια συμφορά: ΠΕΘΑΝΕ Ο ΝΕΡΟΥΝΤΑ.

Την ίδια μέρα πήραμε μέρος στην τε­ράστια πορεία διαμαρτυρίας στο κέντρο της πόλης και από το ίδιο βράδυ εγκαινιάζαμε στο θέατρο της Όπερας μια καινού­ρια σειρά συναυλιών αφιερωμένων τόσο στην Ελλάδα -πού υπήρχε ακόμα η Χούντα- όσο και στη Χιλή. Και πιο ειδικά στη μνήμη του μεγάλου ποιητή και επαναστά­τη.

Είχαμε παίξει έτσι το CANTO GENE­RAL στην πρώτη του μορφή, δηλαδή με συνοδεία λαϊκής ορχήστρας, δεκάδες φο­ρές σε δεκάδες χώρες. Έτσι σιγά σιγά ωρίμασε μέσα μου η ανάγκη να καταπια­στώ κι εγώ σοβαρά μαζί του για να του δώσω την τελική του μορφή. Το χειμώνα του 1973 προς ’74, πάντοτε στο Παρίσι, άρχισα την ενορχήστρωση. Περιέργως, στα πρώτα 7 μέρη που δούλεψα δεν είχα συμπεριλάβει το AMOR AMERICA.

Έχοντας πάντα κατά νου τον εφιάλτη του κόστους που απαιτεί μια μεγάλη ορχήστρα, προσπάθησα να περιοριστώ στον ελαχιστότερο δυνατόν αριθμό μου­σικών και φυσικά στο ίδιο σύνολο οργά­νων για όλα τα μέρη. Κάνοντας όλες τις πιθανές επιλογές κατέληξα στη χορωδία, τα 2 πιάνα, τις 3 κιθάρες, το κοντραμπάσο και στους 6 κρουστούς που ο καθένας παίζει φυσικά πλήθος κρουστών οργάνων. Στην ενορχήστρωση των πρώτων 7 κομματιών μεταχειρίστηκα 3 μπουζούκια. Ενώ στην ενορχήστρωση των υπόλοιπων 6, τα αντικατέστησα με 3 φλάουτα, μιας και στο εξωτερικό δύσκολα βρίσκεται μπουζούκι. Άλλωστε στο δίσκο με τη φωνοληψία που κάναμε στο Μόναχο στα 1981 με τους Σουηδούς, τα 3 φλάουτα παίζουν σε όλο το έργο. Δηλαδή δεν υπάρχουν καθόλου μπουζούκια. Έτσι υπάρχει ένα εντελώς διαφορετικό άκουσμα από τους προηγού­μενους δίσκους. Το περίεργο είναι ότι στη συναυλία αυτή που ηχογραφήθηκε το πλήρες έργο (MINOS) συμμετείχε και ο Λάκης Καρνέζης με το μπουζούκι του. Όμως ο Γερμανός ηχολήπτης ξέχασε ν’ ανοίξει το μικρόφωνό του!..

Τον Σεπτέμβριο του 1974 παίχτηκαν για πρώτη φορά στο Παρίσι στη Γιορτή της Ουμανιτέ τα 4 πρώτα μέρη με σολίστ τη Μαρία Φαραντούρη. τον Πέτρο Πανδή και τον Λάκη Καρνέζη, και με τη συμμετοχή της Εθνικής Χορωδίας της Γαλλίας (διευ­θυντής ο Ζακ Γκριμπέρ) και ορχήστρα από Γάλλους μουσικούς με σολίστ στο πιάνο τον Αλμπέρτο Νιούμαν. Με τους ίδιους μουσικούς και σολίστ, το CANTO GENERAL παίχτηκε το θέρος του 1975 στην Ελλάδα. Στα στάδια Καραϊσκάκη Παναθηναϊκού Καυταντζόγλειο και Πα­ναχαϊκής. Εκεί έγινε και η φωνοληψία άθλος στο ύπαιθρο από τον Γιάννη Σμυρναίο (μόνο τα εφτά πρώτα τραγούδια. MINOS).

Mikis Theodorakis – Maria Farantouri – Premiere Canto General – Paris 1974 – Vegetaciones

Έπρεπε να φτάσουμε στο χειμώνα του 1980 προς ‘81, πάλι στο Παρίσι, για να ολοκληρώσω τη σύνθεση και ενορχήστρωση στα υπόλοιπα πέντε μέρη του CANTO: AMOR AMERICA. SANDINO. LAUTARO, ZAPATA, A MI PARTIDO και φυσικά και το REQUIEM στον PABLO NERUDA, που με τους λίγους στίχους που έγραψα στη μνήμη του μεγάλου ποιητή, νομίζω ότι δί­νω όλη μου τη φιλοσοφία -και πίκρα για την υποβάθμιση και υποταγή των σύγχρο­νων πνευματικών αξιών στις τρομερές εξουσίες.

Είχα την τύχη να βρω την καταπληκτι­κή χορωδία St. Jacobs της Στοκχόλμης με διευθυντή τον Stefan Skold, κι αυτό χάρη στη μεγάλη αγάπη που δείχνει για το έργο μου ο Ingemar Rhedin -μεταφραστής στα σουηδικά του Άξιον Εστί στον όποιο οφείλεται και η προηγούμενη εκτέλεση του CANTO και του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ από την επί­σης σουηδική χορωδία του Collegium Musicum.

Με βοηθό και συν-μαέστρο τον προικι­σμένο ‘Έλληνα διευθυντή ορχήστρας Αλέ­ξανδρο Μυράτ ξεκινήσαμε για τη Στοκ­χόλμη. Εκεί, ύστερα από πρόβες που βά­σταξαν δυο βδομάδες, κάναμε την πρώτη συναυλία στο LUNA PARK και μετά μπή­καμε σε δυο πούλμαν που μας πήγαν στην καρδιά της Ευρώπης. Τα εκατό αγόρια και κορίτσια της χορωδίας, οι 15 μουσικοί, οι 2 σολίστ, οι 3 μαέστροι, τεχνικοί, ηχολήπτες, διοικητικοί… Ήταν τα πούλμαν της μου­σικής, της ειρήνης και της φιλίας, όπως τα ονομάζαμε.

Στοκχόλμη, Μάλμε, Αννόβερο, Αμβούργο, Βερολίνο, Στουτγάρδη, Μόναχο, Μάιντς, Βρυξέλλες, Παρίσι, Λυών…

Σέ μια από αυτές τις συναυλίες, στο Μόναχο, στο Olympia Halle, έγινε και η φω­νοληψία αυτή που κυκλοφορεί για πρώτη φορά σε δίσκο στην Αθήνα.

Στο μεταξύ, στην ολοκληρωμένη του μορφή, το CANTO δόθηκε από τη χορωδία και ορχήστρα της Ραδιοφωνίας στο Βερο­λίνο (DDR). Καθώς και στην Αβάνα και στη Νικαράγουα, από ένα σύνολο κουβα­νέζικων χορωδιών, και στις αρχές του Δε­κέμβρη στο Ελσίνκι από τη χορωδία και την ορχήστρα της τηλεόρασης με σολίστ την Άρια Σαϊγιονμάα.

Το CANTO GENERAL είναι αφιερωμένο στη μνήμη του μεγάλου φίλου μου και συνεργάτη Γιάννη Διδίλη. Γιατί χωρίς αυτόν ίσως βρισκόταν ακόμα θαμμένο ανάμεσα στις μουσικές σημειώσεις που περιμένουν κάποιο χέρι να τις ανασύρει στο φως.

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

DO

a_lifo_mikis_5
CANDO GENERAL 

Ποίηση: Pablo Neruda, μετάφραση Δανάης Στρατηγοπούλου
ALGUNAS BESTIAS
VOY A VIVIR (1949)
LOS LIBERTADORES
A MI PARTIDO
LAUTARO
VIENEN LOS PAJAROS
SANDING (1926)
LA UNITED FRUIT Co.
VEGETACIONES
AMOR AMERICA (1400)
A EMILIANO ZAPATA
AMERICA INSURRECTA (1800)
NERUDA REQUIEM ETERNAM

Σύνθεση: 1972, Γαλλία.

Ηχογραφήσεις:
1975, Στάδιο Καραϊσκάκη, Μαρία Φαραντούρη – Πέτρος Πανδής, Εθνική Χορωδία Γαλλίας (διευθυντής: Jacques Grimbert, Κρουστά Στρασβούργου, Alberto Newman (πιάνο), Ντόρα Μπακοπούλου (πιάνο), Ευάγγελος Ασημακόπουλος (κλασική κιθάρα), Λίζα Ζώη (δωδεκάχορδη κιθάρα), Λαϊκή Όρχήστρα: Γιάννης Διδίλης, Λάκης Καρνέζης, Χρήστος Κωνσταντίνου. Πρόλογος: Μάνος Κατράκης, ΜΙΝOS.
1975, Μ. Φαραντούρη – Π. Πανδής, Estero
1975, Μ. Φαραντούρη – Π. Πανδής, Pathe Marconi, EMI
1975, Μ. Φαραντούρη – Π. Πανδής, RCA (Greece)
1977, Grupo Toideria, Ëstero.
1980, Μ. Φαραντούρη, Etema (DDR).
1981 – Olympia Halle του Μονάχου , Μ . Φαραντούρη – Π. Πανδής, Συμφωνική Ορχήστρα Στοκχόλμης, ΜΙΝOS.
1982, Μ. Φαραντούρη – Π. Πανδής, Proprius (Suéde)
1983. Natalia Peneva – Stefan Soblev, “Svetoslav Obretenov” Bulgarian National Choir and small orchestra (διευθυντής : Georgi Robev). Balkantone (Bulgarie).
1984. Monique Hauswald, P. Rique, υπό τη διεύθυνση του D. Verdin SFP
1993, (πρώτη εγγραφή με λυρικούς τραγουδιστές) Φραγκίσκος Βουτσίνος, Αλεξάνδρα Παπατζιάκου, διεύθυνση Λουκά Καρυτινού, INTUITION.
Μεταφράσεις στίχων: Δανάη Στρατηγοπούλου

1. Algunas Bestias*

Era el crepúsculo de la iguana.
Desde la arcoirisada crestería
su lengua como un dardo
se hundía en la verdura,
el hormiguero monacal pisaba
con melodioso pie la selva,
el guanaco fino como el oxígeno
en las anchas alturas pardas
iba calzando botas de oro,
mientras la llama abría cándidos
ojos en la delicadeza
del mundo lleno de rocío.
Los monos trenzaban un hilo
interminablemente erótico
en las riberas de la aurora,
derribando muros de polen
y espantando el vuelo violeta
de las mariposas de Muzo.
Era la noche de los caimanes,
la noche pura y pululante
de hocicos saliendo del légamo,
y de las ciénagas soñolientas
un ruido opaco de armaduras
volvía al origen terrestre.
El jaguar tocaba las hojas
con su ausencia fosforescente,
el puma corre en el ramaje
como el fuego devorador
mientras arden en él los ojos
alcohólicos de la selva.
Los tejones rascan los pies
del río, husmean el nido
cuya delicia palpitante
atacarán con dientes rojos.

Y en el fondo del agua magna,
como el círculo de la tierra,
está la gigante anaconda
cubierta de barros rituales,
devoradora y religiosa.

1. Μερικά Ζωντανά
Ήταν το λυκόφως της ιγουάνας
απ’ το αψιδωτό λειρί
η γλώσσα της χυνόταν
σαν ακόντιο μες στη βλάστηση
ο μοναστικός μερμηγκοφάγος πατούσε
τη σέλβα με βάδισμα μελωδικό
το γουανάκο, ανάερο σαν οξυγόνο
πήγαινε στα φαιά πλατιά υψώματα
με τις χρυσές του μπότες
ενώ το λάμα άνοιγε τ’ αθώα του μάτια
μπροστά σ’ ένα κόσμο τρισευγενικό
γεμάτον δροσοστάλες
οι μαϊμούδες πλέκαν το νήμα
του ατελεύτητου ερωτισμού
στα ρείθρα της αυγής
ρίχνοντας τοίχους από γύρη
τρομάζοντας του Μούζου
τις πεταλούδες
με τα βιολετιά φτερουγίσματα
ήταν η νύχτα του καϊμάν
νύχτα καθάρια, πνιγμένη στα ρύγχη
που πρόβαλαν μες απ’ τη λάσπη
κι απ’ τα υπναλέα τενάγη
ένας μουντός θόρυβος από πανοπλίες
γυρνούσε στη χθόνια καταγωγή
ο ιαγουάρος άγγιζε τα φύλλα
με τη φωσφορική απουσία του
τρέχει η πούμα μέσα στα κλαδιά
σαν την καταλυτική φωτιά
ενώ μέσα της καίνε της σέλβας
τα μάτια τα αλκοολικά
οι ασβοί γδέρνουν τα πόδια του ποταμού
κι οσμίζονται τη φωλιά
που μέσα και πάνω στη λαχταριστή
λιχουδιά της
θα χυμήξουνε με κόκκινα δόντια
και στο βάθος του μείζονος νερού
ίδιος κύκλος της γης
σκεπασμένος λάσπη λειτουργική
θρησκευτικός και αδηφάγος
κείται ο γίγας ανακόντα.

2. Voy a vivir

Yo no voy a morirme. Salgo
ahora, en este día lleno de volcanes
hacia la multitud, hacia la vida.
Aquí dejo arregladas estas cosas
hoy que los pistoleros se pasean
con la “cultura occidental” en brazos,
con las manos que matan en España
y las horcas que oscilan en Atenas
y la deshonra que gobierna a Chile
y paro de contar.

2. Εγώ θα ζήσω
Εγώ δεν θα πεθάνω τώρα
τούτη τη μέρα τη γεμάτη ηφαίστεια
κινάω για τα πλήθη, τη ζωή
αφήνω ταχτοποιημένα εδώ
τούτα τα πράγματα
σήμερα που οι πιστολάδες σεργιανίζουν
με τη “δυτική κουλτούρα” υπό μάλης
με το χέρια που σκοτώνουν στην Ισπανία
και τις κρεμάλες που αιωρούνται στην Αθήνα
και την ατιμία που κυβερνάει τη Χιλή
και παύω πια να λέω
θα μείνω εδώ
με λέξεις και λαούς
και δρόμους που με προσμένουνε ξανά
και που χτυπούν με χέρια έναστρα
την πόρτα μου.

3. Los Libertadores

Aquì viene el árbol, el árbol
de la tormenta, el árbol del pueblo.
De la tierra suben sus héroes
como las hojas por la savia,
y el viento estrella los follajes
de muchedumbre rumorosa,
hasta que cae la semilla
del pan otra vez a la tierra.

Aquí viene el árbol, el árbol
nutrido por muertos desnudos,
muertos azotados y heridos,
muertos de rostros imposibles,
empalados sobre una lanza,
desmenuzados en la hoguera,
decapitados por el hacha,
descuartizados a caballo,
crucificados en la iglesia.

Aquí viene el árbol, el árbol
cuyas raíces están vivas,
sacó salitre del martirio,
sus raíces comieron sangre
y extrajo lágrimas del suelo:
las elevó por sus ramajes,
las repartió en su arquitectura.
Fueron flores invisibles,
a veces, flores enterradas,
otras veces iluminaron
sus pétalos, como planetas.

Y el hombre recogió en las ramas
las caracolas endurecidas,
las entregó de mano en mano
como magnolias o granadas
y de pronto, abrieron la tierra,
crecieron hasta las estrellas.

Éste es el árbol de los libres.
El árbol tierra, el árbol nube,
el árbol pan, el árbol flecha,
el árbol puño, el árbol fuego.
Lo ahoga el agua tormentosa
de nuestra época nocturna,
pero su mástil balancea
el ruedo de su poderío.

Otras veces, de nuevo caen
las ramas rotas por la cólera
y una ceniza amenazante
cubre su antigua majestad:
así pasó desde otros tiempos,
así salió de la agonía
hasta que una mano secreta,
unos brazos innumerables,
el pueblo, guardó los fragmentos,
escondió troncos invariables,
y sus labios eran las hojas
del inmenso árbol repartido,
diseminado en todas partes,
caminando con sus raíces.
Éste es el árbol, el árbol
del pueblo, de todos los pueblos
de la libertad, de la lucha.

Asómate a su cabellera:
toca sus rayos renovados:
hunde la mano en las usinas
donde su fruto palpitante
propaga su luz cada día.
Levanta esta tierra en tus manos,
participa de este esplendor,
toma tu pan y tu manzana,
tu corazón y tu caballo
y monta guardia en la frontera,
en el límite de sus hojas.

Defiende el fin de sus corolas,
comparte las noches hostiles,
vigila el ciclo de la aurora,
respira la altura estrellada,
sosteniendo el árbol, el árbol
que crece en medio de la tierra.
Aquí me quedo con palabras y pueblos y caminos
que me esperan de nuevo, y que golpean
con manos consteladas en mi puerta.

3. Οι ελευθερωτές

Κι έρχεται το δέντρο
το δέντρο της καταιγίδας, το δέντρο του λαού
απ’ τη γη ανεβαίνουν οι ήρωές του
όπως τα φύλλα απ’ το χυμό
κι ο άνεμος θρίβει τα φυλλώματα
της βουερής ανθρωποθάλασσας
ώσπου πέφτει στη γη ξανά
κι έρχεται το δέντρο, το δέντρο
που τράφηκε με γυμνούς νεκρούς
νεκρούς μαστιγωμένους
και πληγωμένους
νεκρούς με απίθανη όψη
παλουκωμένους σε κοντάρια
κομματιασμένους στην πυρά
αποκεφαλισμένους με τσεκούρια
πετσοκομμένους απ’ τα τέσσερα άλογα
σταυρωμένους μες στην εκκλησιά
κι έρχεται το δέντρο, το δέντρο
που ‘ναι οι ρίζες του ζωντανές
πήρε μαρτυρικά νίτρο
φάγαν οι ρίζες του αίμα
ρούφηξε δάκρυα απ’ το χώμα
τ’ ανέβασε με τα κλαδιά του
τα μοίρασε μες στην αρχιτεκτονική του
γίναν αόρατα λουλούδια
άλλοτε λουλούδια θαμμένα
κι άλλοτε τα πέταλά τους
φωτίσαν σαν πλανήτες
κι ο άνθρωπος μάζεψε απ’ τους κλώνους
τα δεμένα μπουμπουκάκια
χέρι, χέρι τα παράδωσε
σα ρόδια ή μαγνόλιες
και κείνα ευθύς τη γη ανοίξαν
κι έφτασαν ψηλά ως τ ‘αστέρια
αυτό το δέντρο των ελεύτερων
το δέντρο γη, το δέντρο σύννεφο
το δέντρο ψωμί, το δέντρο ακόντιο
το δέντρο γροθιά, το δέντρο φωτιά
το πνίγουν το φουρτουνιασμένα νερά
του νύχτιου καιρού μας
μα στο κατάρτι ζυγιάζεται
της εξουσίας του ο τροχός
άλλοτε πάλι ξαναπέφτουν
τα κλαδιά σπασμένα απ’ την οργή
και μια στάχτη απειλητική
σκεπάζει το αρχαίο μεγαλείο του
έτσι πέρασε μες από άλλους καιρούς
έτσι ξέφυγε το άγχος το θανατερό
ώσπου ένα χέρι μυστικό
κάποια μπράτσα αναρίθμητα
ο λαός, φύλαξε τα κομμάτια
έκρυψε αναλλοίωτους κορμούς
και τα χείλη τους ήταν τα φύλλα
του πελώριου μοιρασμένου δέντρου
που διασπάρθηκε σ’ όλες τις μεριές
που ταξίδεψε μ’ όλες του τις ρίζες
αυτό είναι το δέντρο, το δέντρο
του λαού, όλων των λαών
της λευτεριάς, του αγώνα
έλα ως τη χαίτη του
άγγιξε τις ξανανιωμένες του αχτίδες
βύθισε το χέρι στα εργαστήρια
όπου ο παλλόμενος καρπός του
το φως του διαδίδει καθημερινά
σήκωσε τη γη τούτη στα χέρια σου
μέθεξε σε τούτη τη λαμπρότητα
πάρε το ψωμί σου και το μήλο σου
την καρδιά σου και το άτι σου
και στήσε φρούριο στο σύνορο
στη μεθόριο της φυλλωσιάς του
υπερασπίσου τα χείλη
κάθε στεφάνης του
μοιράσου τις εχθρικές του νύχτες
άγρυπνα για το τόξο της αυγής
στηρίζοντας το δέντρο, το δέντρο
που μεστώνει καταμεσής στη γη.

4. A mi partido

Me has dado la fraternidad hacia el que no conozco.
Me has agregado la fuerza de todos los que viven.
Me has vuelto a dar la patria como en un nacimiento.
Me has dado la libertad que no tiene el solitario.
Me enseñaste a encender la bondad, como el fuego.
Me diste la rectitud que necesita el árbol.
Me enseñaste a ver la unidad y la diferencia de los hombres.
Me mostraste cómo el dolor de un ser ha muerto en la victoria de todos.
Me enseñaste a dormir en las camas duras de mis hermanos.
Me hiciste construir sobre la realidad como sobre una roca.
Me hiciste adversario del malvado y muro del frenético.
Me has hecho ver la claridad del mundo y la posibilidad de la alegría.
Me has hecho indestructible porque contigo no termino en mí mismo.

4. Στο Κόμμα μου
Αδερφοσύνη μου δωσες γι αυτούς που δε γνωρίζω.
Μου πρόστεσες τη δύναμη όλων αυτών που ζούνε.
Μου ‘δωσες την πατρίδα μου σα μια καινούρια γέννα.
Μου δωσες και τη λευτεριά που δεν την έχει ο μόνος.
Την καλοσύνη μου μαθές σαν τη φωτιά ν ανάβω.
Μου δωσες την ευθύτητα που χρειάζεται το δέντρο.
Τη διαφορά κι ενότητα να βλέπω στους ανθρώπους.
Το πως πεθαίνει η πίκρα ενός μες σ’ ολονών τη νίκη.
Και στα σκληρά των αδερφιών κρεβάτια να κοιμάμαι.
Μες την πραγματικότητα να χτίζω σα σε βράχο.
Μ έκανες τοίχο του τρελού κι αντίπαλό του αχρείου.
Τη δυνατότη της χαράς το μεγαλείο του κόσμου.
Μ έκανες ακατάλυτον γιατί μου έχεις μάθει ότι με σένανε μαζί σ εμένα δεν τελειώνω.

5. Lautaro

Lautaro era una flecha delgada.
Elástico y azul fue nuestro padre.
Fue su primera edad sólo silencio.
Su adolescencia fue dominio.
Su juventud fue un viento dirigido.
Se preparó como una larga lanza.
Acostumbró los pies en las cascadas.
Educó la cabeza en las espinas.
Ejecutó las pruebas del guanaco.
Vivió en las madrigueras de la nieve.
Acechó las comidas de las águilas.
Arañó los secretos del peñasco.

Entretuvo los pétalos del fuego.
Se amamantó de primavera fría.
Se quemó en las gargantas infernales.
Fue cazador entre las aves crueles.
Se tiñeron sus manos de victorias.
Leyó las agresiones de la noche.
Sostuvo los derrumbes del azufre.
Se hizo velocidad, luz repentina.
Tomó las lentitudes del otoño.
Trabajó en las guaridas invisibles.
Durmió en las sábanas del ventisquero.
Igualó las conductas de las flechas.

Bebió la sangre agreste en los caminos.
Arrebató el tesoro de las olas.
Se hizo amenaza como un dios sombrío.
Comió en cada cocina de su pueblo.
Aprendió el alfabeto del relámpago.
Olfateó las cenizas esparcidas.
Envolvió el corazón con pieles negras.
Descifró el espiral hilo del humo.
Se construyó de fibras taciturnas.
Se aceitó como el alma de la oliva.
Se hizo cristal de transparencia dura.
Estudió para viento huracanado.
Se combatió hasta apagar la sangre.

Sólo entonces fue digno de su pueblo.

Lautaro. Su nombre original, Leftraru, significa “Caracara veloz” en el idioma Mapuche.

5. Ο λαουτάρο

Ήταν ο Λαουτάρο βέλος λεπτό.
Λυγερός και γαλάζιος ήταν ο πατέρας μας.
Η πρώτη του ηλικία ήτανε σκέτη σιωπή.
Η εφηβεία του ήταν αυτοκυριαρχία.
Η νιότη ήταν οδηγητής άνεμος.
Προετοιμάστηκε σα μακρύ ακόντιο.
Συνήθισε τα πόδια στους καταρράχτες.
Εκπαίδεψε το κεφάλι μες στ’ αγκάθια.
Ασκήθηκε στις δοκιμασίες του γουανάκο.
Έζησε στα φωλιάσματα των πάγων.
Άρπαξε την τροφή των αετών.
Έξυσε της βουνοκορφής τα μυστικά.
Συντήρησε τα πέταλα της φωτιάς.
Βύζαξε κρύαν άνοιξη.
Κάηκε στα λαρύγγια της κόλασης.
Έγινε κυνηγός σ’ άγρια όρνια.
Οι κάπες του βαφτήκανε με νίκες.
Διάβασε της νυχτιάς τις προκλήσεις.
Συγκράτησε τις πτώσεις του θειαφιού.
Έγινε γρηγοράδα, φως ξαφνιαστικό.
Πήρε τους αργούς ρυθμούς του φθινοπώρου.
Δούλεψε στις αθώρητες αϊτοφωλιές.
Κοιμήθηκε στων παγετώνων τα σεντόνια.
Εξομοιώθηκε με του βέλους τη διαγωγή…

Τότε μόνο έγινε άξιος του λαού του.

Το αίμα αγγίζει ένα κοίτασμα χαλαζία.
Θεριεύει το πέτρωμα εκεί που πέφτει η στάλα.
Έτσι γεννιέται από τη γη ο Λαουτάρο.

6. Vienen los pájaros

Todo era vuelo en nuestra tierra.
Como gotas de sangre y plumas
los cardenales desangraban
el amanecer de Anáhuac.
El tucán era una adorable
caja de frutas barnizadas,
el colibrí guardó las chispas
originales del relámpago
y sus minúsculas hogueras
ardían en el aire inmóvil.
Los ilustres loros llenaban
la profundidad del follaje
como lingotes de oro verde
recién salidos de la pasta
de los pantanos sumergidos
y de sus ojos circulares
miraban una argolla amarilla,
vieja como los minerales.
Todas las águilas del cielo
nutrían su estirpe sangrienta
en el azul inhabitado,
y sobre las plumas carnívoras
volaba encima del mundo
el cóndor, rey asesino,
fraile solitario del cielo,
talismán negro de la nieve,
huracán de la cetrería.
La ingeniería del hornero
hacia del barro fragante
pequeños teatros sonoros
donde aparecía cantando.
El atajacaminos iba
dando su grito humedecido
a la orilla de los cenotes.
La torcaza araucana
hacía ásperos nidos matorrales
donde dejaba el real regalo
de sus huevos empavonados.
La Loica del Sur, fragante,
dulce carpintera de otoño,
mostraba su pecho estrellado
de constelación escarlata,
y el austral chingolo elevaba
su flauta recién recogida
de la eternidad del agua.
Más, húmedo como un nenúfar,
el flamenco abría sus puertas
de sonrosada catedral,
y volaba como la aurora,
lejos del bosque bochornoso
donde cuelga la pedrería
del quetzal, que de pronto despierta,
se mueve, resbala y fulgura
y hace volar su brasa virgen.
Vuela una montaña marina
hacia las islas, una luna
de aves que van hacia el Sur,
sobre las islas fermentadas del Perú.
Es un río vivo de sombra,
es un cometa de pequeños
corazones innumerables
que oscurecen el sol del mundo
como un astro de cola espesa
palpitando hacia el archipiélago.
Y en final del iracundo mar,
en la lluvia del océano
surgen las alas del albatros
como dos sistemas de sal
estableciendo en el silencio
entre las rachas torrenciales,
con su espaciosa jerarquía
el orden de las soledades.

6. Έρχονται τα πουλιά

Όλα ήταν πέταγμα στη γη μας.
Σταγόνες αίμα και φτερό
οι καρδερίνες, αφαίμαζαν
τη χαραυγή του Ανάγουακ.
Το τουκάν, αξιολάτρευτο ήταν κουτί
με καλογυαλισμένα φρούτα.
Το κολιμπρί διαιώνιζε τα πρωτεϊκά
σπιθοβολήματα της αστραπής
κι οι μικρές πυρκαγιές του
φουντώναν στον ασάλευτο αγέρα.
Οι λαμπερόχρωμοι παπαγάλοι πλημμύριζαν
τα βάθη των φυλλωμάτων
σα λάμες από πράσινο χρυσάφι
φρεσκοβγαλμένο απ’ τον πολτό
του αποπνιχτικού βάλτου,
και μες από τα μάτια τους τα κυκλικά
ένας κίτρινος κοίταζε κύκλος
παλιός όσο τα ορυχτά.
Όλοι οι αϊτοί τα’ ουρανού
σιτίζαν το ματωμένο σόι τους
στο ακατοίκητο γαλάζιο,
και με τα σαρκοβόρα του φτερά
πέταγε πάνω από τον κόσμο
ο κόντωρ, ο βασιλιάς δολοφόνος,
καλόγερος ερημικός των ουρανών,
του χιονιού μαύρο χαϊμαλί,
λαίλαπα σε γερακιού φωλιά.
Το ορνέρο, με την επιδέξια μηχανική του
έφτιαχνε από λάσπη ευωδιαστή
μικρά εύηχα θέατρα
όπου εμφανιζόταν τραγουδώντας.
Το αταχακαμίνος πέρναγε
μπήζοντας την υγρή κρωξιά του,
στον όχθο της υπόγειας πηγής.
Η αραουκάνικη τρυγόνα έχτιζε
τραχιές φωλιές στους αγριόβατους
κι εκεί απίθωνε το δώρο το βασιλικό
των πιτσιλωτών αυγών της.
Η λόικα του Νότου, μυρωμένη,
γλυκιά φθινοπωρινή ξυλουργός,
καμάρωνε το έναστρο στήθος της
πλουμισμένο με πορφυρούς αστερισμούς,
κι ο ανταρκτικός τσινγκόλο ανασήκωνε
τη φλογέρα του που μόλις περιμάζεψε
απ’ την αιωνιότητα των νερών.
Και το φλαμένκο, υγρό νούφαρο,
άνοιγε τις ρόδινες
καθεδρικές του πύλες,
και φτερούγιζε σαν την αυγή
πέρ’ απ’ το δάσος το πνιχτό,
όπου κρέμονται τα πολύτιμα πετράδια
του κετσάλ, που άξαφνα ξυπνάει,
αναδεύει, ξεγλιστράει και σκάει τη λάμψη του
ταξιδεύοντας στα ύψη την παρθένα του φλόγα.
Φτερουγίζει ένα βουνό πελαγίσιο
κατά τα νησιά, ένα φεγγάρι πουλιά
που οδεύουνε κατά το Νότο,
πάνω στα λιπασματικά νησιά
του Περού.
Είναι ένα ζωντανό ποτάμι από σκιά,
είναι κομήτης απροσμέτρητες
μικρές καρδιές,
που τον ήλιο σκοτεινιάζουν του κόσμου,
ένα αστέρι με ουρά δασιά
που αρμενίζει κατά το αρχιπέλαγος.
Και στο τέρμα του οργισμένου
πελάγου, στη βροχή του ωκεανού
προβάλλουν τα φτερά του άλμπατρος,
δίδυμα συστήματα αλατιού,
και εγκαθιδρύουν στη σιωπή,
σε χειμαρρώδεις μέσα τρικυμίες,
με την αυστηρή ιεραρχία τους
την τάξη των μοναξιών.

 

7. Sandino

Fue cuando en tierra nuestra
se enterraron
las cruces, se gastaron
inválidas, profesionales.
Llegó el dólar de dientes agresivos
a morder territorio,
en la garganta pastoril de América.
Agarró Panamá con fauces duras,
hundió en la tierra fresca sus colmillos,
chapoteó en barro, whisky, sangre,
y juró un Presidente con levita:
«Sea con nosotros el soborno
de cada día.»
Luego, llegó el acero,
y el canal dividió las residencias,
aquí los amos, allí la servidumbre.
Corrieron hacia Nicaragua.
Bajaron, vestidos de blanco,
tirando dólares y tiros.
Pero allí surgió un capitán
que dijo: «No, aquí no pones
tus concesiones, tu botella.»
Le prometieron un retrato
de Presidente, con guantes,
banda terciada y zapatitos
de charol recién adquiridos.
Sandino se quitó las botas,
se hundió en los trémulos pantanos,
se terció la banda mojada
de la libertad en la selva,
y, tiro a tiro, respondió
a los «civilizadores.»
La furia norteamericana
fue indecible: documentados
embajadores convencieron
al mundo que su amor era
Nicaragua, que alguna vez
el orden debía llegar
a sus entrañas soñolientas.
Sandino colgó a los intrusos.
Los héroes de Wall Street
fueron comidos por la ciénaga,
un relámpago los mataba,
más de un machete los seguía,
una soga los despertaba
como una serpiente en la noche,
y colgando de un árbol eran
acarreados lentamente
por coleópteros azules
enredaderas devorantes.
Sandino estaba en el silencio,
en la Plaza del Pueblo, en todas
partes estaba Sandino,
matando norteamericanos,
ajusticiando invasores.
Y cuando vino la aviación,
la ofensiva de los ejércitos
acorazados, la incisión
de aplastadores poderíos,
Sandino, con sus guerrilleros,
como un espectro de la selva,
era un árbol que se enroscaba
o una tortuga que dormía
o un río que se deslizaba.
Pero árbol, tortuga, corriente
fueron la muerte vengadora,
fueron sistemas de la selva,
mortales síntomas de araña.
(En 1948
un guerrillero
de Grecia, columna de Esparta,
fue la urna de luz atacada
por los mercenarios del dólar.
Desde los montes echó fuego
sobre los pulpos de Chicago,
y como Sandino, el valiente
de Nicaragua, fue llamado
«bandolero de las montañas.»)
Pero cuando fuego, sangre
y dólar no destruyeron
la torre altiva de Sandino,
los guerreros de Wall Street
hicieron la paz, invitaron
a celebrarla al guerrillero,
y un traidor recién alquilado
le disparó su carabina.
Se llama Somoza. Hasta hoy
está reinando en Nicaragua:
los treinta dólares crecieron
y aumentaron en su barriga.
Ésta es la historia de Sandino,
capitán de Nicaragua,
encarnación desgarradora
de nuestra arena traicionada,
dividida y acometida,
martirizada y saqueada.

7. Ο Σαντίνο
Συνέβη τότε που θάφτηκαν
σε δικά μας χώματα που ρήμαξαν,
ανάπηροι, επαγγελματικοί, οι σταυροί.
Έφτασε το δολλάριο με δόντια επιθετικά
να δαγκάσει γη,
στον ποιμενικό λαιμό της Αμερικής.
Άρπαξε τον Παναμά μ’ άγρια σαγόνια,
έμπηξε στην αφράτη γη τα καπρόδοντά του,
ανατάραξε στο βόρβορο ουίσκυ κι αίμα
κι όρκισε έναν Πρόεδρο με ρεντικότα:
“Έσεται μεθ’ ημών η δωροδοκία
η επιούσιος.”
Ύστερα ήρθε ο χάλυβας,
και το κανάλι διαίρεσε τις κατοικίες:
από δω οι αφέντες, από κει οι υπηρέτες.
Τρέξανε κατά τη Νικαράγουα.
Κατέβηκαν ντυμένοι στ’ άσπρα,
ρίχνοντας δολλάρια και πιστολιές.
Εκεί όμως σηκώθηκε ένας καπετάνιος
που είπε: “Όχι, δε θα φέρεις
εδώ τις λιτανείες σου και τις μποτίλιες σου.”
Του υποσχέθηκαν ένα πορτραίτο
Προέδρου με γάντια,
με ταινία στο στήθος και γόβες
από ολοκαίνουριο λουστρίνι.
Ο Σαντίνο πέταξε τις μπότες του,
βουτήχτηκε στους πηχτούς βάλτους,
τυλίχτηκε γύρω του τη νοτισμένη ταινία
της λευτεριάς μέσα στη σέλβα,
και σφαίρα τη σφαίρα αποκρίθηκε
στους “εκπολιτιστές”.
Η βορειοαμερικάνικη λύσσα
στάθηκε ανείπωτη: κατατοπισμένοι
πρεσβευτές έπεισαν
τον κοσμάκη πως η Νικαράγουα ήταν
η αγάπη τους, πως κάποτε
έπρεπε να μπει στα νυσταλέα
σπλάχνα της ο νόμος και η τάξη.
Ο Σαντίνο κρέμασε τους παρείσαχτους…

8. Neruda requiem æternam

Lacrimae para los vivientes
América esclavizada
esclavos de todos los pueblos
lacrimosa
tú fuiste él último sol
ahora dominan los duendes
la tierra
está huérfana

8. Neruda Requiem Aeternam Το Αιώνιο Ρέκβιεμ Του Νερουδα (Μίκη Θεοδωράκη)
Λάκρυμα για τους ζωντανούς
Αμέρικα σκλάβα
Σκλάβοι όλοι οι λαοί
Λακρυμόζα
Ήσουν ο στερνός ήλιος
Τώρα κυβερνούν νάνοι
Ορφάνεψε η γη.

 

9. La United Fruits Co.

Cuando sonó la trompeta, estuvo
todo preparado en la tierra,
y Jehova repartió el mundo
a Coca-Cola Inc., Anaconda,
Ford Motors, y otras entidades:
la Compañía Frutera Inc.
se reservó lo más jugoso,
la costa central de mi tierra,
la dulce cintura de América.

Bautizó de nuevo sus tierras
como “Repúblicas Bananas,”
y sobre los muertos dormidos,
sobre los héroes inquietos
que conquistaron la grandeza,
la libertad y las banderas,
estableció la ópera bufa:
enajenó los albedríos
regaló coronas de César,
desenvainó la envidia, atrajo
la dictadora de las moscas,
moscas Trujillos, moscas Tachos,
moscas Carías, moscas Martínez,
moscas Ubico, moscas húmedas
de sangre humilde y mermelada,
moscas borrachas que zumban
sobre las tumbas populares,
moscas de circo, sabias moscas
entendidas en tiranía.

Entre las moscas sanguinarias
la Frutera desembarca,
arrasando el café y las frutas,
en sus barcos que deslizaron
como bandejas el tesoro
de nuestras tierras sumergidas.

Mientras tanto, por los abismos
azucarados de los puertos,
caían indios sepultados
en el vapor de la mañana:
un cuerpo rueda, una cosa
sin nombre, un número caído,
un racimo de fruta muerta
derramada en el pudridero.

9. Η United Fruit Co.
Όταν ήχησαν οι σάλπιγγες, όλα
είχαν ετοιμαστεί πάνω στη γη,
κι ο Ιεχωβά μοίρασε τον κόσμο
σε Coca Cola Inc., Ανακόντα,
Ford Motors και σε άλλες μονάδες.
Η Εταιρία Φρούτων Ιnc.
κράτησε γι αυτήν το πιο ζουμερό:
το κεντρικό παράλιο της γης μου,
τη γλυκιά μέση της Αμερικής.

Της ξαναβάφτισε τα χώματά της,
“Δημοκρατίες της Μπανάνας”,
και πάνω στους ξεχασμένους νεκρούς,
πάνω στους ταραγμένους ήρωες
που καταχτήσανε το μεγαλείο,
τη λευτεριά και τις σημαίες,
ίδρυσε την “Όπερα Μπούφα” της:
αλλοτρίωσε τις λεύτερες θελήσεις,
πρόσφερε καισαρικά στέμματα,
εξαπόλυσε τον φθόνο, κουβάλησε
τη διχτατορία “της Μύγας”,
μύγα Τρουχίγιο, μύγα Τάτσος,
μύγα Καρρίας, μύγα Μαρτίνες,
μύγα Ουβίκο, μύγες ποτισμένες
με αίμα ταπεινό και μαρμελάδα,
μύγες μπεκρούδες που βουίζουνε,
πάνω στα ομαδικά λαϊκά νεκροταφεία,
μύγες τσίρκου, σοφές μύγες
ειδικευμένες στην τυραννία.
Μέσα στις αιμόχαρες μύγες
ξεμπαρκάρει η “Φρούτων”,
ξεχειλίζοντας με καφέ και φρούτα
τα καράβια της που ξεγλιστράνε
σα νταβάδες με θησαυρούς
απ’ τα στραγγαλισμένα μας χώματα.
Και την ίδια ώρα, απ’ τις ζαχαρωτές
αβύσσους των λιμανιών,
οι ίνδιοι γκρεμίζονταν και θάβονταν
μέσα στην πάχνη του πρωινού:
κυλάει ένα κορμί, ένα πράμα
χωρίς όνομα, ένα νούμερο πεσμένο,
ένα κλαδί νεκρή οπώρα,
λιωμένη στα σαπιστήρια.

10. Vegetaciones

A las tierras sin nombres y sin números
bajaba el viento desde otros dominios,
traía la lluvia hilos celestes,
y el dios de los altares impregnados
devolvía las flores y las vidas.

En la fertilidad crecía el tiempo.

El jacarandá elevaba espuma
hecha de resplandores transmarinos,
la araucaria de lanzas erizadas
era la magnitud contra la nieve,
el primordial árbol caoba
desde su copa destilaba sangre,
y al Sur de los alerces,
el árbol trueno, el árbol rojo,
el árbol de la espina, el árbol madre,
el ceibo bermellón, el árbol caucho,
eran volumen terrenal, sonido,
eran territoriales existencias.

Un nuevo aroma propagado
llenaba, por los intersticios
de la tierra, las respiraciones
convertidas en humo y fragancia:
el tabaco silvestre alzaba
su rosal de aire imaginario.
Como una lanza terminada en fuego
apareció el maíz, y su estatura
se desgranó y nació de nuevo,
diseminó su harina, tuvo
muertos bajo sus raíces,
y luego, en su cuna, miró
crecer los dioses vegetales.
Arruga y extensión, diseminaba
la semilla del viento
sobre las plumas de la cordillera,
espesa luz de germen y pezones,
aurora ciega amamantada
por los ungüentos terrenales
de la implacable latitud lluviosa,
de las cerradas noches manantiales,
de las cisternas matutinas.
Y aun en las llanuras
como láminas del planeta ,
bajo un fresco pueblo de estrellas,
rey de la hierba, el ombú detenía
el aire libre, el vuelo rumoroso
y montaba la pampa sujetándola
con su ramal de riendas y raíces.

América arboleda,
zarza salvaje entre los mares,
de polo a polo balanceabas,
tesoro verde, tu espesura.

Germinaba la noche
en ciudades de cáscaras sagradas,
en sonoras maderas,
extensas hojas que cubrían
la piedra germinal, los nacimientos.
Útero verde, americana
sabana seminal, bodega espesa,
una rama nació como una isla,
una hoja fue forma de la espada,
una flor fue relámpago y medusa,
un racimo redondeó su resumen,
una raíz descendió a las tinieblas.

10. Βλαστησεις

Στα χώματα, που δεν είχαν όνομα κι ούτε αριθμό
κατέβαινε ο άνεμος από κυριαρχίες άλλες.
Έφερνε η βροχή κλωστές ουράνιες,
και των κυοφορούντων βωμών ο υγρός θεός
ξανάδινε τα λουλούδια και τις ζωές.
Μέσα στη γονιμότητα αυγάταινε ο καιρός.
Το χακαραντά έσκαγε αφρό από
φωτοβολήματα γαλάζια,
η αραουκάρια με τις εχθρικές της λόγχες
ήτανε η μεγαλοπρέπεια αντίκρυ στο χιόνι,
το αρχέγονο δέντρο καόβα
διύλιζε στην κορφή του αίμα,
κι εκεί στο Νότο των αλέρσε
το δέντρο-κεραυνός, το κόκκινο δέντρο,
το δέντρο-αγκάθι και το δέντρο-μάνα,
το πορφυρό σέιβο, το δέντρο κάουτσο,
ήτανε χθόνιοι όγκοι, ήτανε ήχος,
υπάρξεις ήταν του χώρου τούτου.
Ένα διάχυτο καινούργιο άρωμα
πλημμύριζε, απ’ τις ρωγμές
της γης, ανάσες
που άλλαζαν σε μύρο και καπνό:
ο χλωρός άγριος ταμπάκος ύψωνε
τους αέρινους φανταστικούς ροδώνες του…

11. Amor América

Antes de la peluca y la casaca
fueron los ríos, ríos arteriales,
fueron las cordilleras, en cuya onda raida
el cóndor o la nieve parecían inmóviles:
fue la humedad y la espesura, el trueno
sin nombre todavía, las pampas planetarias.

El hombre tierra fue, vasija, párpado
del barro trémulo, forma de la arcilla,
fue cantaro caribe, piedra chibcha,
copa imperial o silice araucana.
Tierno y sangriento fue, pero en la empunadura
de su arma de cristal humedecido,
las iniciales de la tierra estaban escritas.

Nadie pudo
recordarlas después: el viento
las olvidó, el idioma del agua
fue enterrado, las claves se perdieron
o se inundaron de silencio o sangre.

No se perdió la vida, hermanos pastorales.
Pero como una rosa salvaje
cayo una gota roja en la espesura
y se apagó una lámpara de tierra.

Yo estoy aquí para contar la historia.
Desde la paz del búfalo
hasta las azotadas arenas
de la tierra final, en las espumas
acumuladas de la luz antártica,
y por las madrigueras despenadas
de la sombría paz venezolana,
te busque, padre mío,
joven guerrero de tiniebla y cobre
o tú, planta nupcial, cabellera indomable,
madre caimán, metálica paloma.

Yo, incásico del legamo,
toqué la piedra y dije:
¿Quién me espera? Y aprete la mano
sobre un punado de cristal vacío.
Pero anduve entre flores zapotecas
y dulce era la luz como un venado,
y era la sombra como un párpado verde.

Tierra mía sin nombre, sin América,
estambre equinoccial, lanza de púrpura,
tu aroma me trepó por las raíces
hasta la copa que bebía, hasta la más delgada
palabra aún no nacida de mi boca.

11. Amor América – Αμορ Αμερικα

Πριν από την περούκα και την καζάκα
ήταν τα ποτάμια, ποτάμια αρτηριακά,
ήταν οι οροσειρές που πάνω στο φαγωμένο κύμα τους
ο κόντωρ και το χιόνι μοιάζαν ασάλευτα,
ήταν η υγράδα και η λόχμη, ο κεραυνός,
δίχως όνομα ακόμη, οι πάμπες οι πλανητικές.
Ο άνθρωπος γη ήτανε, στάμνα, βλέφαρο
τρεμουλιαστού πηλού, μορφή του άργιλου,
ήταν κανάτι καρίβε, πέτρα τσίμπτσα
κούπα ιμπεριάλ ή πυρίτης αραουκάνικος.
Τρυφερός και ματωμένος ήταν, αλλά στου όπλου του
τη λαβή από υγρό κρύσταλλο
τ’ αρχικά της γης ήταν
γραμμένα.
Κανείς δεν μπόρεσε
ύστερα να τα θυμηθεί: ο άνεμος
τα λησμόνησε, η γλώσσα του νερού
θάφτηκε, οι κώδικες χάθηκαν
ή πνιγήκανε στο αίμα ή στη σιωπή.
Η ζωή δε χάθηκε, βοσκαδέρφια.
Μα σαν άγριο τριαντάφυλλο
έπεσε μια πορφυρή σταλαγματιά στη λόχμη,
και σβήστηκε ένα φωτιστικό της γης.
Εγώ είμαι εδώ για να πω την ιστορία.
Απ’ την ειρήνη του βουβαλιού
ως τις μαστιγωμένες αμμουδιές της τελικής γης
ως εκεί που στοιβάχτηκαν
όλοι οι αφροί, στο φως το ανταρκτικό,
και στις σπηλιές των γκρεμνών
της ζοφερής βενεζολάνικης ειρήνης
σ΄ αναζήτησα, πατέρα μου,
νεαρέ πολεμιστή από χαλκό και καταχνιά,
κι εσένα, γαμήλιο φυτό, αδάμαστη χαίτη,
μάνα του κροκόδειλου, μεταλλική περιστέρα.
Εγώ, Ινκαϊκός του κόκκινου άργιλου
άγγιξα την πέτρα και είπα:
Ποιος
με περιμένει; Κι έσφιξα το χέρι μου
πάνω σε μια χουφτιά κούφιο κρύσταλλο.
Μα πήγα μες απ’ τα λουλούδια του σαπότε
κι ήταν το φως γλυκό σαν ελαφάκι,
κι ήταν ίδιο πράσινο βλέφαρο η σκιά.
Γη μου χωρίς όνομα, χωρίς Αμερική,
στημόνι ισημερινό, δόρυ άλικο,
το άρωμά σου σκαρφάλωσε πάνω μου απ’ τις ρίζες
ως το ποτήρι που ’πινα , ως την παραμικρή
λέξη, αγέννητη ακόμα, στο στόμα μου.

12. Emiliano Zapata

Cuando arreciaron los dolores
en la tierra, y los espinares desolados
fueron la herencia de los campesinos,
y como antaño, las rapaces
barbas ceremoniales, y los látigos,
entonces, flor y fuego galopado.

«Borrachita me voy
hacia la capital…»

se encabritó en el alba transitoria
la tierra sacudida de cuchillos,
el peón de sus amargas madrigueras
cayó como un elote desgranado
sobre la soledad vertiginosa.

«a perdirle al patrón
que me mandó llamar»

Zapata entonces fue tierra y aurora.
la multitud de su semilla armada.
En un ataque de aguas y fronteras
el férreo manantial de Coahuila,
las estelares piedras de Sonora:
todo vino a su paso adelantado,
a su agraria tormenta de herraduras.

«que si se va del rancho
muy pronto volverá»

Reparte el pan, la tierra:
te acompaño.
Yo renuncio a mis párpados celestes.
Yo, Zapata, e voy con el rocio
de las caballerias matutinas,
en un disparo desde los nopales
hasta las casas de pared rosada.

«… cintitas pa tu pelo
no llores por tu Pancho…»

La luna duerme sobre las monturas.
La muerte amontonada y repartida
yace con los soldados de Zapata
El sueño esconde bajo los baluartes
de la pesada noche su destino,
su incubadora sábana sombria.
La hoguera agrupa el aire desvelado:
grasa, sudor y pólvora nocturna.

«…Borrachita me voy
para olvidarte…»

Pedimos patria para el humillado.
Tu cuchillo divide el patrimonio
y tiros y corceles amedrentan
los castigos, la barba del verdugo.
La tierra se reparte con un rifle.
No esperes, campesino polvoriento,
después de tu sudor la luz completa
y el cielo parcelado en tus rodillas.
Levántate y galopa con Zapata.

«…Yo la quise traer
dijo que no…»

México, huraña agricultura, amada
tierra entre los oscuros repartida:
de las espadas del maiz salieron
al sol tus centuriones sudorosos.
De la nieve del Sur vengo a cantarte
y Ilenarme de pólvora y arados.

«…Que si habrá de Ilorar
pa’ qué volver…»

12. Emiliano Zapata – Στον Εμιλιανο Ζαπατα

Σαν πληθύναν οι συφορές
πάνω στη γη κι οι ερημικές ξεραγκαθιές
απόμειναν της αγροτιάς μοναδική κληρονομιά
κι απαράλλαχτα σαν πρώτα οι αρπαχτικές
μεγαλόπρεπες γενειάδες, και τα μαστίγια,
τότε, ανθός και φωτιά μανιάσανε…
Μπεκρούλα, φεύγω
στην πρωτεύουσα πάω…
Τότε ο Ζαπάτα έγινε γη και αυγή.
Ξεφύτρωσε σ’ ολόκληρο τον ορίζοντα
το πλήθος της αρματωμένης σποράς του.
Σε μιαν επίθεση σε νερά και σύνορα
Η σιδεροπηγή της Κοαγουίλα
Και τ’ αστρικά λιθάρια της Σονόρα,
όλα σμίξανε στο βήμα του το πρωτοπόρο,
στον καμπίσιο από αλογοπέταλα καταρράχτη του.

…πως απ’ το ράντσο αν φύγει
γρήγορα θα ‘ρθει πίσω…
…κορδελίτσες για τα μαλλάκια σου
μην κλαις τον Πάντσο σου…
…Μπεκρούλα, φεύγω
για να σε ξεχάσω…
Ζητάμε πατρίδα για τον ταπεινωμένο.
Το μαχαίρι σου διαιρεί την πατρική κληρονομιά
και οι ντουφεκιές και τα άτια κάνουνε
τα βασανιστήρια και τα γένια του μπόγια να τρέμουν.
Η γη μοιράζεται με το δίκανο.
Αγρότη που σε τρώει το χώμα μην περιμένεις
απ’ τον ιδρώτα σου το άπλερο φως,
ούτε το στρέμμα τ’ ουρανού σου να στο φέρουνε
μπρος στα πόδια σου.
Πετάξου απάνω και κάλπασε με τον Ζαπάτα.
Μεξικό, παράξενη γεωργία, αγαπημένο
χώμα, μοιρασμένο στους μελαμψούς:
απ’ τις λόγχες του καλαμποκιού ξεπετάχτηκαν
στον ήλιο οι ιδρωμένοι κένταυροί σου.
Απ’ το χιόνι του Νότου έρχομαι να σε τραγουδήσω.
Άσε με να καλπάσω μες στη μοίρα σου,
να πνιγώ στο μπαρούτι και στ’ αλέτρια.

…Κι αν είναι να κλαις
γιατί να ξαναρθείς…

13. América insurrecta

Nuestra tierra, ancha tierra, soledades,
se pobló de rumores, brazos, bocas.
Una callada sílaba iba ardiendo,
congregando la rosa clandestina,
hasta que las praderas trepidaron
cubiertas de metales y galopes.

Fue dura la verdad como un arado.

Rompió la tierra, estableció el deseo,
hundió sus propagandas germinales
y nació en la secreta primavera.
Fue callada su flor, fue rechazada
su reunión de luz, fue combatida
la levadura colectiva, el beso
de las banderas escondidas,
pero surgió rompiendo las paredes,
apartando las cárceles del suelo.
El pueblo oscuro fue su copa,
recibió la substancia rechazada,
la propagó en los límites marítimos,
la machacó en morteros indomables.
Y salió con las páginas golpeadas
y con la primavera en el camino.
Hora de ayer, hora de mediodía,
hora de hoy otra vez, hora esperada
entre el minuto muerto y el que nace,
en la erizada edad de la mentira.

Patria, naciste de los leñadores,
de hijos sin bautizar, de carpinteros,
de los que dieron como un ave extraña
una gota de sangre voladora,
y hoy nacerás de nuevo duramente
desde donde el traidor y el carcelero
te creen para siempre sumergida.

Hoy nacerás del pueblo como entonces.

Hoy saldrás del carbón y del rocío.
Hoy llegarás a sacudir las puertas
con manos maltratadas,con pedazos
de alma sobreviviente, con racimos
de miradas que no extinguió la muerte,
con herramientas hurañas
armadas bajo los harapos.

13. Ξεσηκωμένη Αμερική

Η γη μας, γη πλατιά, ερημιές,
πλημμύρισε βουητό, μπράτσα, στόματα.
Μια βουβαμένη συλλαβή άναβε λίγο λίγο
συγκρατώντας το παράνομο ρόδο,
ωσότου οι πεδιάδες δονήθηκαν
όλο σίδερο και καλπασμό.
Σκληρή η αλήθεια σαν αλέτρι.
Έσκισε τη γη, θεμέλιωσε τον πόθο,
έπνιξε τις φύτρες της προπαγάνδας τους
και λευτερώθηκε μέσα στη μυστική άνοιξη.
Είχε βουβαθεί το λουλούδι της, είχε κυνηγηθεί
το συναγμένο φως της, είχε χτυπηθεί
το μαζικό της προζύμι, των κρυμμένων
λάβαρων το φιλί,
αυτή όμως ξεπετάχτηκε σκίζοντας τοίχους
αποσπώντας τις φυλακές απ’ τη γη.
Κούπα της έγινε ο σκούρος λαός.
Παράλαβε το εξοστρακισμένο υλικό
το διάδωσε στης θάλασσας τα πέρατα,
το κοπάνισε σ’ αδάμαστα γουδιά
και βγήκε, με χτυπημένες σελίδες
και με την άνοιξη στο δρόμο.
Ώρα χτεσινή, ώρα μεσημεριού,
ώρα σημερινή ξανά, ώρα καρτερεμένη
ανάμεσα στο λεφτό που πέθανε και σ’ αυτό που γεννιέται,
στην αγκαθιασμένη εποχή της ψευτιάς.
Πατρίδα, έχεις γεννηθεί από ξυλοκόπους,
από τέκνα αβάφτιστα, από μαραγκούς,
από κείνους που δώσαν σαν παράξενο πουλί
μια σταγόνα αίμα πετούμενο
και σήμερα θα γεννηθείς και πάλι σκληρή,
μες από κει που ο προδότης και ο δεσμοφύλακας
σε πιστεύανε παντοτινά θαμμένη.
Σήμερα, όπως και τότε, θα γεννηθείς απ’ το λαό.
Σήμερα θα βγεις μες απ’ το κάρβουνο και τη δρόσι.
Σήμερα θα καταφέρεις να τραντάξεις τις πόρτες
με χέρια κακοπαθιασμένα, με κομμάτια
ψυχής που περισώθηκε, με δέσμες
από βλέμματα που ο θάνατος δεν έσβησε:
εργαλεία φοβερά
κάτω απ’ τα κουρέλια, έτοιμα για τη μάχη.

Ακούστε το Cando General