Άξιον Εστί
Άξιον Εστί
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ – ΚΕΙΜΕΝΟ – ΙΣΤΟΡΙΑ
Πώς γράφτηκε το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Ένα από τα μνημειώδη έργα της νεώτερης ελληνικής Γραμματείας. Το έργο έχει απασχολήσει πάρα πολύ την ελληνική αλλά και την ξένη κριτική (είναι το πιο πολυμεταφρασμένο έργο του Ελύτη, ιδίως μετά το βραβείο Νομπελ του 1979). Ταυτόχρονα έχει γίνει προσφιλές στο ευρύ κοινό, με τη βοήθεια της μελοποίησης αποσπασμάτων του από τον Μίκη Θεοδωράκη, αλλά και μέσα από διαδικασίες που έχουν να κάνουν με τις περιπέτειες του ελληνικού δημόσιου βίου κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Αναμφισβήτητα η εκτενής αυτή ποιητική σύνθεση του Ελύτη έρχεται να προστεθεί σε ανάλογες μεγαλόπνοες ποιητικές συνθέσεις της ελληνικής ποίησης του αιώνα μας, όπως «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου» του Κωστή Παλαμά ή «Ο Πρόλογος στη Ζωή» του Αγγέλου Σικελιανού.
Πώς γράφτηκε το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Δέκα χρόνια μετά την έκδοση του έργου, ο ποιητής θα εμπιστευθεί στον Γ. Π. Σαββίδη κάποιες σημειώσεις που εξηγούν το πώς δημιουργήθηκε το «Άξιον Εστί».
«Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει.
Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκιπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση. Ητανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ητανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου – η πρώτη ήτανε στην Αλβανία – που έβγαινα από το ατόμό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας!
Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να ‘χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι όταν καμμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Ελληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.
Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Αξιον Εστί».
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ – ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
«Όλη η ιντελιγκέτσια πήγαινε στο καφέ το Λουμίδη νωρίς, στη Σταδίου, απέναντι από την Κλαυθμώνος (…) Εκεί λοιπόν έπινα τον καφέ μου και ήρθε και με πλησίασε ο Οδυσσέας Ελύτης, τον οποίο ήξερα. Μου λέει: ‘Μόλις τελείωσα μια ποιητική σύνθεση, το Άξιον Εστί, τη γράφω πολλά χρόνια και θα κυκλοφορήσει αυτόν τον καιρό. Πιστεύω ότι είναι ένα ποιήμα που θα σας οδηγήσει να κάνετε κάτι άλλο, πιθανώς μια λειτουργία, ένα ορατόριο, θα σας εμπνεύσει. Είμαι βέβαιος γι’ αυτό, γιατί απ’ ό,τι άκουσα από τα άλλα έργα σας, νομίζω ότι του ταιριάζει πολύ η μουσική σας»
Ο Θεοδωράκης τον ευχαρίστησε και του έδωσε τη διεύθυνσή του στο Παρίσι , όπου θα έμενε για κάποιο διάστημα.
«Σε λίγες μέρες ο ταχυδρόμος μού έφερε το βιβλίο του, το οποίο καταβρόχθισα και άρχισα να γράφω τη μουσική. Δεν προλάβαινα στο πεντάγραμμο, τα περισσότερα τα έγραψα στο πλάι. Σε μια εβδομάδα είχα τελειώσει όλο το έργο, πλην του φινάλε, του δοξαστικού. (…)
Για τον τρόπο που μελοποιήθηκε το «’Αξιον εστί» ανεφέρεται ο Μίκης Θεοδωράκης, στις σημειώσεις του για το έργο, που δημοσιεύονται στην επίσημη ιστοσελίδα του, www.mikistheodorakis.gr
Τους μελοποίησα [τους στίχους] αμέσως κι άρχισα πάλι να τους τραγουδώ προς μεγάλη χαρά της μικρής Μαργαρίτας και απελπίζοντας τη Μυρτώ μέσα σε κείνο το μικροσκοπικό δωμάτιο, στο οποίο έπρεπε να τα κάνουμε όλα. Να τρώμε, να ταΐζουμε τα παιδιά, να μελετάμε, να γράφω μουσική.
Αλλά δεν ήξερα τι να το κάνω. Να κάνω ένα έργο για τις συναυλίες πάλι, ορχήστρες και λοιπά, ή έπρεπε να κάνω ένα έργο λαϊκό; (…) Οπωσδήποτε έπρεπε να χρησιμοποιήσω μέσα και συμφωνική ορχήστρα και χωρωδία και λόγιο τραγουδιστή. Όλα αυτά έπρεπε να τα συνδυάσω, ήταν τελείως πρωτόγνωρα.
Έπρεπε να βρω μια ισορροπία, ώστε το έργο αυτό να μην είναι μακριά από την ευαισθησία του κόσμου. Ήξερα ότι ο κόσμος είναι ανώριμος ακόμη στο συμφωνικό ήχο, όπως και στο χορωδιακό, ότι ήθελε λαϊκά όργανα, λαϊκή φωνή. (…)
Ήθελα να μιμηθώ απολύτως το εκκλησιαστικό ύφος, αλλά και ο Ελύτης δεν είχε αντίρρηση, διότι μιλούσε πάντα για μια λαϊκή λειτουργία. Είχαμε λοιπόν τον ψάλτη, είχαμε το λαϊκό τραγουδιστή είχαμε και τον ευαγγελιστή, ο οποίος θα διάβαζε»
Προσπάθησα να βρω μια χορωδία που να τραγουδά όσο γίνεται πιο απλά. Η Θάλεια Βυζαντίου κατενόησε ευθύς το έργο και την πρόθεσή μου αυτή. Ο Χορός ήταν ο οποιοσδήποτε. Ήταν οι φωνές οι συνηθισμένες, όταν τραγουδούσαν σε παρέες όλοι μαζί.
Στα 1964 η φωνή του Μπιθικώτση βρισκόταν στον κολοφώνα της. Κάναμε αμέτρητες πρόβες στο γραφείο μου στη Νέα Σμύρνη, μαζί και οι τέσσερις πιστοί μουσικοί μου, ο Λάκης Καρνέζης, ο Κώστας Παπαδόπουλος, ο Γιάννης Διδίλης και ο Βαγγέλης Παπαγγελίδης.
Ο βαρύτονος –τον αποκαλώ Ψάλτη- επιλέχτηκε μέσα από τους ηθοποιούς του χορού του ΑΙΑΝΤΑ, μιας και είχαμε συνεργαστεί και τους γνώριζα έναν-έναν. Διάλεξα τον Θόδωρο Δημήτριεφ και παράλληλα χρησιμοποίησα ολόκληρο το Χορό στις ομαδικές απαγγελίες που ηχογραφήθηκαν με την άμεση επίβλεψη του Ελύτη.
Έμενε ο Αναγνώστης. Για μένα δεν υπήρχε δεύτερη σκέψη : Μάνος Κατράκης. Δεν θυμάμαι ποια ήταν τότε η άποψη του Ελύτη. Ίσως κι αυτός συμφώνησε απ΄την αρχή. Είχε και αυτός τις φιλίες και τις προτιμήσεις του. Κι ας μην ξεχνάμε πως ο Κατράκης τότε ήταν κόκκινο πανί. Πόσοι άλλοι άραγες ηθοποιοί και καλλιτέχνες είχαν πάει στο Μακρονήσι;
Περάσαμε ώρες πολλές ο Ελύτης, ο Κατράκης κι εγώ, στο στούντιο της Κολούμπια, έως ότου βρεθεί το σωστό ύφος, που να ταιριάζει με την ποίηση αλλά και με τον γενικό ήχο του έργου».
Ξεπερνώντας το ένα εμπόδιο μετά το άλλο, που είχαν κυρίως να κάνουν με τη δυσπιστία των περισσότερων απέναντι στο εγχείρημα, ο Μίκης Θεοδωράκης μπαίνει στο στούντιο και ηχογραφεί με πληθώρα μουσικών και χορωδών το Άξιον Εστί. Οι πρώτες αντιδράσεις μόνο θερμές δεν ήταν.
Μόλις τέλειωσε το μοντάζ του έργου, ο Τάκης Λαμπρόπουλος (σ.σ. διευθυντής της δισκογραφικής εταιρείας Columbia) πήρε ένα δίσκο-δείγμα να τον πάει στου Φλόκα, στο ιερατείο της διανόησης, όπου σύχναζε και ο Ελύτης.
Είχε αγωνία να δει τι σκέπτονται, γιατί ο ίδιος, όπως φαίνεται, διατηρούσε πολλές αμφιβολίες. Γνώριζε άλλωστε από πρώτο χέρι τις αντίξοες συνθήκες εργασίας, που τόσο βάραιναν την τεχνική αρτιότητα του έργου.
Φαίνεται πως η ακρόαση του δείγματος ήταν άκρως αρνητική. Δεν πρέπει να τον βγάλουμε, μου λέει. Όσοι τον άκουσαν, είπαν πως ο κόσμος θα γελάσει με το αποτέλεσμα.
Πιο πολύ απ΄όλους, όπως ήταν φυσικό, είχε επηρεαστεί ο ίδιος ο Ελύτης, του οποίου η εμπιστοσύνη στις ικανότητές μου και στο έργο κλονίστηκε.
Όμως εγώ επέμενα. Έτσι φτάσαμε στο εξώφυλλο. Ο Γιάννης Τσαρούχης είχε διαφορετική γνώμη ακούγοντας το δείγμα. Γνώμη που την εξέφρασε με τον θαυμάσιο πίνακα που του ενέπνευσε το έργο και που τον χρησιμοποιήσαμε για εξώφυλλο.
Αντίστοιχες δυσκολίες συνάντησαν και οι προσπάθειες του Μίκη Θεοδωράκη να παρουσιάσει ζωντανά το έργο στο ελληνικό κοινό.
Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Οδυσσέας Ελύτης υπέβαλαν πρόταση να παρουσιαστεί το Άξιον εστί, στο Ηρώδειο, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών του 1964. Υπήρξαν όμως σθεναρές αντιρρήσεις από τη διοίκηση του Ε.Ο.Τ. που είχαν να κάνουν με την εμφάνιση ενός λαϊκού τραγουδιστή, όπως ήταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης στη σκηνή του Ηρωδείου.
Ασκήθηκαν μεγάλες πιέσεις στον Θεοδωράκη για να αντικαταστήσει τον Μπιθικώτση, ο συνθέτης όμως δεν υπήρχε περίπτωση να δεχτεί. Αποφάσισε να αναλάβει ο ίδιος τα υπέρογκα έξοδα της παραγωγής και να παρουσιάσει το μουσικό του έργο στο θέατρο Ρεξ – Μαρίκα Κοτοπούλη. Η μεγάλη πρεμιέρα προγραμματίστηκε για τις 19 Οκτωβρίου.
Λίγες ημέρες πριν την πρεμιέρα ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Οδυσσέας Ελύτης έδωσαν συνέντευξη τύπου.
‘Έργο ποιητικό. Αυθύπαρκτο. Το ‘Άξιον εστί΄ – ποίηση αφιερωμένη στην ποίηση – είχε την καλή τύχη να μελοποιηθή από τον Θεοδωράκη’
‘Η καλή ποίηση εμπεριέχει μέσα της και την μουσική. Κι εκείνος που θα την μελοποιήση δεν έχει παρά να την τοποθετήση στη μουσική. Το ίδιο συνέβη και με το «Άξιον εστί» του Οδυσσέα Ελύτη…Το έλαβα στο Παρίσι την άνοιξη του ΄61, δώρο ευγενικό του ποιητή. Το ίδιο βράδυ είχα σχεδιασμένα και τα δύο πρώτα μέρη: Τη Γέννηση και τα Πάθη. Στο ποίημα ενυπήρχε ήδη η μουσική…’
Έτσι παρουσίασαν το ‘Άξιον εστί’ οι δύο δημιουργοί του – ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Μίκης Θεοδωράκης – στη χθεσινή συνέντευξη Τύπου. Τους ένωσε σε μια κοινή προσπάθεια τριών χρόνων και πλέον, που ήδη πλησιάζει στο τέρμα της: Επιτέλους το αθηναϊκό κοινό θα γνωρίση το έργο χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία»
Ο Οδυσσέας Ελύτης είχε ήδη από τότε αντιληφθεί τη μεγαλειώδη σημασία που θα είχε αυτό το έργο: « Έκείνο που πρέπει να πω είναι ότι το «Άξιον εστί» δεν γράφτηκε με την πρόθεση να μελοποιηθή. Το κουράγιο του Μίκη Θεοδωράκη να γράψη μουσική σε έργο που η δυσκολία του στίχου είναι τεράστια, αποτελεί σταθμό στην ελληνική μουσική. Η αρχιτεκτονική της μουσικής του ακολουθεί τόσο πιστά την αρχιτεκτονική του κειμένου που εγώ απόρησα».
Ο Θεοδωράκης αναφέρθηκε και στα εμπόδια που συνάντησε:
Επιτέλους το ‘ Άξιον εστί’ θα ανεβασθή στην Αθήνα! (…) Υπήρχε η περίπτωση το έργο μου αυτό να μην πρωτοπαρουσιασθή στην πατρίδα μου. Είναι να αηδιάζη κανείς με την κατάσταση που επικρατεί εδώ.
Να ζητάς αίθουσα για να κάνης δοκιμές και να μη βρίσκης. Να σου παραχωρούν τελικά μια γωνίτσα στον ‘Παρνασσό’ και μετά από δύο ώρες πρόβα να παρουσιάζεται ο πρόεδρός του και να σου λέη: ‘Το έργο είναι υπόπτο και να σταματήσουν οι δοκιμές’ είχα απογοητευθή τόσο πολύ που λίγο ακόμη και θα έπαιρνα το αεροπλάνο να παώ στη Σόφια ή κάποιυ αλλού να παρουσιάσω το έργο μου. Ήθελα όμως να δοθή η παγκόσμια πρεμιέρα του στην πατρίδα μου».
Οι κριτικές πρώτες εντυπώσεις
Η συναυλία δόθηκε και σύμφωνα με τα «ΝΕΑ» η ανταπόκριση του κοινού ήταν ενθουσιώδης.
Ο Θεοδωράκης πάντως, που είχε υπερχρεωθεί για να καλύψει ο ίδιος τα τεράστια έξοδα της συναυλίας εκείνης, αφηγείται πως οι συντελεστές ήλπιζαν σε θερμότερες αντιδράσεις.
«Βάλαμε ακριβό εισιτήριο, οπότε έγινε μια επιλογή, η οποία επηρέασε πολύ την πρώτη ακρόαση, γιατί ήταν άνθρωποι που δεν ήξεραν τη μουσική μου. Ήταν από το Κολωνάκι διάφοροι, πολλοί ήρθαν από περιέργεια.
Αυτό βέβαια επηρέασε την πρώτη παρουσίαση διότι, αφού ο δίσκος πλέον είχε καθιερωθεί (παιζόταν σε παρέες, σε σπίτια και υπήρχε πολύς ενθουσιασμός από τον κόσμο – ήταν γνωστό πια), εμείς περιμέναμε στο τέλος να σηκωθεί το θέατρο όρθιο.
Δεν σηκώθηκε το θέατρο επάνω, απλώς χειροκρότησαν ευγενικά. Εγώ είχα κουραστεί τόσο πολύ, γιατί έκανα τόσες πολλές πρόβες, με τόσο πολύ κόπο, και όταν τελείωσε ήμουν πανευτυχής»
Ανάμεσα σε αυτούς που παρακολούθησαν την παγκόσμια πρεμιέρα του «Άξιον εστί» ήταν και ο Δημήτρης Ψαθάς, ο οποίος έγραψε για τις εντυπώσεις του στα «ΝΕΑ».
Μια εξαιρετική μουσική μυσταγωγία ήταν η πρώτη εκτέλεση του ορατορίου «Άξιον εστί». (…) Όσοι είχαν την τύχη να την παρακολουθήσουν, δίκαια χειροκρότησαν – για να μη πω αποθέωσαν – τον συνθέτη για τη ρωμαλέα του δημιουργία που κυριολεκτικά συνήρπασε και συνεκλόνισε το ακροατήριό του.
Θαυμάζω – μαζί με τους χιλιάδες άλλους Έλληνες – το ταλέντο του εξαιρετικού τούτου συνθέτη μας, που αντλεί τις εμπνεύσεις του κατ’ ευθείαν από την δροσερή βρυσομάνα της λαϊκή μας μουσικής. Τούτη την φορά, ωστόσο, ο συνθέτης ξεπέρασε τον εαυτό του, δίνοντας μεγαλόπνοη μουσική φωνή στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, με το τόσο ελληνικό, το τόσο γνήσια εθνικό του ορατόριο.
Αυτό λοιπόν ήταν το μουσικό κομμάτι που απορρίφθηκε φέτος από το Φεστιβάλ των Αθηνών; Άξιον εστί, στ’ αλήθεια, το ποιεί ανοησίες στον τόπο τούτον! Η δικαιολογία βέβαια, ήταν ότι ο κ. Μπιθικώτσης δεν ταίριαζε με το Ηρώδειο και θα φάνταζε κάπως παράτονα εκεί όπου συχνάζουν ο Σοφοκλής, ο Ευρυπίδης και ο Φον Καραγιάν.
Αλλα ο καημένος, ο…Μπιθί ήταν τόσο σεμνός και τόσο συμπαθής κατά την εκτέλεση στο θέατρο ‘Κοτοπούλη’ – ανάμεσα στα τόσα πρόσωπα της ορχήστρας και της χορωδίας – ώστε δεν νομίζω ότι θα πρόσβαλε τα μάρμαρα του Ηρωδείου, αν του επέτρεπαν να εμφανισθή κι εκεί»
Από το 1964, το «Άξιον εστί» ξεκίνησε ένα ταξίδι που δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ, όσα χρόνια κι αν περάσουν κι όποιες μεταβολές, κι αν επέλθουν στην ελληνική μουσική και την ελληνική ποίηση, η συνάντηση εκείνη του Θεοδωράκη, του Ελύτη, του Κατράκη, του Δημητρίεφ και του Μπιθικώτση δεν πρόκειται ποτέ να ξεχαστεί και ποτέ να σβήσει.
Ίσως γιατί, όπως σημειώνουν και «ΤΑ ΝΕΑ» της 17ης Οκτωβρίου 1964:
«Το ‘Άξιον εστί’ έχει μιάν απολύτρωση. Είναι ο Ύμνος της Ελλαδός μέσα από τα τρία πρόσφατα πάθη μας: Το αλβανικό έπος. Την αντίσταση. Τον εμφύλιο σπαραγμό. Και καταλήγει στην λύτρωση. Στο «Χαίρε»
Μίκης Θεοδωράκης – Οδυσσέας Ελύτης – 1961 Παρίσι
Λαϊκό Ορατόριο σε τρία μέρη για Λαϊκό τραγουδιστή, Ψάλτη (Βαρύτονο), Αναγνώστη,
Λαϊκά όργανα, Συμφωνική μουσική και Μικτή Χορωδία.
Ι. Η Γένεσις
Τότε είπε
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα και ομοίωσή μου:
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
«Κάθε λέξη κι από ‘να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν’ απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το ‘χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ’ ακριβό του τ’ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν’ απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη.
ΑΥΤOΣ ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
ΙΙ Τα πάθη.
Ιδού λοιπόν
Ιδού εγώ λοιπόν,
ο πλασμένος για τις μικρές τις Κόρες
και τα νησιά του Αιγαίου·
ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών
και μύστης των φύλλων της ελιάς·
ο ηλιοπότης και ακριδοκτόνος.
-Ιδού εγώ καταντικρύ
του μελανού φορέματος
των αποφασισμένων
και της άδειας των ετών,
που τα τέκνα της άμβλωσε,
γαστέρας, το άγκρισμα!
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή
προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη,
να σε, στα Στενά!
Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξα
Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα
κι άλλα πλούτη δεν είδα,
κι άλλα πλούτη δεν άκουσα
παρά βρύσες κρύες να τρέχουν
Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά.
Ο καθείς και τα όπλα του, είπα:
Στα Στενά τα ρόδια μου θ’ ανοίξω
Στα Στενά φρουρούς
τους ζέφυρους θα στήσω
τα φιλιά τα παλιά θ’ απολύσω
που η λαχτάρα μου άγιασε!
Λύνει αέρας τα στοιχεία
και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων,
είσαι η δική μου η Μοίρα!
Η πορεία προς το μετώπο
Ξημερώνοντας τ’ Ἀγιαννιού, μὲ τὴν αὔριο τῶν Φώτων, λάβαμε τὴ διαταγὴ
νὰ κινήσουμε πάλι μπροστά, γιὰ τὰ μέρη ὅπου δὲν ἔχει καθημερινὲς καὶ
σκόλες. Ἔπρεπε, λέει, νὰ πιάσουμε τὶς γραμμὲς ποὺ κρατούσανε ὡς τότε
οἱ Ἀρτινοί, ἀπὸ Χειμάρρα ὡς Τεπελένι. Λόγω ποὺ ἐκείνοι πολεμούσανε ἀπ’
τὴν πρώτη μέρα, συνέχεια, κι εἶχαν μείνει σχεδόν οἱ μισοὶ καὶ δὲν
ἀντέχανε ἄλλο.
Νύχτα πάνω στὴ νύχτα βαδίζαμε ἀσταμάτητα, ἕνας πίσω ἀπ’ τὸν ἄλλο, ἴδια
τυφλοί. Μὲ κόπο ξεκολλῶντας τὸ ποδάρι ἀπὸ τὴ λάσπη, ὅπου, φορές,
ἐκαταβούλιαζε ἴσαμε τὸ γόνατο. Ἐπειδή τὸ πιὸ συχνὰ ψιχάλιζε στοὺς
δρόμους ἔξω, καθῶς μὲς στὴν ψυχή μας. Καὶ τὶς λίγες φορὲς ὅπου κάναμε
στάση νὰ ξεκουραστοῦμε, μήτε ποὺ ἀλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί κι
ἀμίλητοι, φέγγοντας μ’ ἕνα μικρὸ δαδί, μία-μία ἐμοιραζόμασταν τὴ
σταφίδα. Ἢ φορὲς πάλι, ἂν ἦταν βολετό, λύναμε βιαστικὰ τὰ ροῦχα καὶ
ξυνόμασταν μὲ λύσσα ὧρες πολλές, ὅσο νὰ τρέξουν τὰ αἵματα. Τι μας εἶχε
ἀνέβει ἡ ψεῖρα ὡς τὸ λαιμό, κι ἦταν αὐτό πιο κι ἀπ’ τὴν κούραση
ἀνυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ἀκουγότανε στὰ σκοτεινά ἡ σφυρίχτρα, σημάδι
ὄτι κινοῦσαμε, καὶ πάλι σὰν τὰ ζὰ τραβοῦσαμε μπροστὰ νὰ κερδίσουμε
δρόμο, πριχοῦ ξημερώσει καί μας βάλουνε στόχο τ’ἀεροπλάνα. Ἐπειδή ὁ
Θεὸς δὲν κάτεχε ἀπό στόχους ἢ τέτοια, κι ὅπως το `χε συνήθειο του,
στὴν ἴδια πάντοτε ὧρα ξημέρωνε τὸ φῶς.
Κι ὄτι ἤμασταν σιμὰ πολὺ στὰ μέρη ὅπου δὲν ἔχει καθημερινὲς καὶ
σκόλες, μήτε ἀρρώστους καὰ γερούς, μήτε φτωχοὺς καὶ πλούσιους, το
καταλαβαίναμε. Γιατί κι ὁ βρόντος πέρα, κάτι σὰν πίσω ἀπ’ τὰ βουνά,
δυνάμωνε ὁλοένα, τόσο ποὺ καθαρὰ στὸ τέλος νὰ διαβάζουμε τὰ ἀργό καὶ
τὸ βαρὺ τῶν κανονιῶν, τὸ ξερὸ καὶ τὸ γρήγορο τῶν πολυβόλων. Ὕστερα καὶ
γιατὶ ὁλοένα πιὸ συχνά, τύχαινε τώρα ν’ ἀπαντοῦμε, ἀπ’ τ’ ἄλλο μέρος
νά `ρχονται, οἱ αργές οἱ συνοδείες μὲ τοὺς λαβωμένους. Ὅπου ἀπιθώνανε
χάμου τὰ φορεία οἱ νοσοκόμοι, μὲ τὸν κόκκινο σταυρὸ στὸ περιβραχιόνιο,
φτύνοντας μέσα στὶς παλάμες, καὶ τὸ μάτι τους ἄγριο γιὰ τσιγάρο. Κι
ὅπου σὰν ἀκούγανε γιὰ ποὺ τραβούσαμε, κουνοῦσαν τὸ κεφάλι, ἀρχινῶντας
ἱστορίες γιὰ σημεία καὶ τέρατα. Ὅμως ἐμεῖς τὸ μόνο ποὺ προσέχαμε ἦταν
ἐκείνες οἱ φωνὲς μέσα στὰ σκοτεινά, ποὺ ἀνέβαιναν, καυτὲς άκόμη ἀπὸ
τὴν πίσσα τοῦ βυθοῦ ἢ τὸ θειάφι. “Ὄι, ὄι μάνα μου”, “ὄι, ὄι μάνα μου”,
καὶ κάποτε, πιὸ σπάνια, ἕνα πνιχτὸ μουσούνισμα, ἴδιο ροχαλητό, πού
`λεγαν, ὅσοι ξέρανε, εἶναι αὐτός ὁ ρόγχος τοῦ θανάτου.
Ἦταν φορὲς ποὺ ἐσέρνανε μαζί τους κι αἰχμαλώτους, μόλις πιασμένους
λίγες ὧρες πρίν, στὰ ξαφνικὰ γιουρούσια ποὺ κάναν τὰ περίπολα.
Βρωμούσανε κρασὶ τὰ χνώτα τους, κι οἱ τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ἢ
σοκολάτες. Ὅμως ἐμεῖς δὲν εἴχαμε, ὄτι κομμένα τὰ γιοφύρια πίσω μας,
καὶ τὰ λίγα μουλάρια μας κι ἐκεῖνα ἀνήμπορα μέσα στὸ χιόνι καὶ στὴ
γλιστράδα τῆς λασπουριᾶς.
Τέλος κάποια φορά, φανήκανε μακριά οἱ καπνοὶ ποὺ ἀνέβαιναν
μεριὲς-μεριές, κι οἱ πρῶτες στὸν ὁρίζοντα κόκκινες, λαμπερὲς
φωτοβολίδες.
Ένα το χελιδόνι
Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή
για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή
Θέλει νεκροί χιλιάδες να `ναι στους τροχούς
Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους.
Θε μου Πρωτομάστορα μ’ έχτισες μέσα στα βουνά
Θε μου Πρωτομάστορα μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα!
Πάρθηκεν από μάγους το σώμα του Μαγιού
Το `χουνε θάψει σ’ ένα μνήμα του πέλαγου
σ’ ένα βαθύ πηγάδι το `χουνε κλειστό
μύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσος.
Θε μου Πρωτομάστορα μέσα στις πασχαλιές και Συ
Θε μου Πρωτομάστορα μύρισες την Ανάσταση.
Σάλεψε σαν το σπέρμα σε μήτρα σκοτεινή
Το φοβερό της μνήμης έντομο μες στη γη
Κι όπως δαγκώνει αράχνη δάγκωσε το φως
Έλαμψαν οι γιαλοί κι όλο το πέλαγος.
Θε μου Πρωτομάστορα μ’ έζωσες τις ακρογιαλιές
Θε μου Πρωτομάστορα στα βουνά με θεμέλιωσες
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Ταράζεται ο καιρός
κι απ’ τα πόδια τις μέρες κρεμάζει
αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων.
Ποιοι, πώς, πότε ανέβηκαν την άβυσσο;
Ποιες, ποιων, πόσων οι στρατιές;
Τ’ ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν μακριά.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Εσύ μόνη απ’ τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ’ την κόψη της πέτρας μιλάς
Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις
πασχαλιάν αναστάσιμη!
Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης!
Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται!
Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.
Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα.
Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά;
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος!
Με το λύχνο του άστρου
Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς εβγήκα
στο αγιάζι των λειμώνων στη μόνη ακτή του κόσμου
που να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!
Τα κορίτσια μου πένθος για τους αιώνες έχουν
Τ’ αγόρια μου τουφέκια κρατούν και δεν κατέχουν
που να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!
Η μεγάλη έξοδος
Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἔκαναν σύναξη μυστικὴ τὰ παιδιὰ καὶ λάβανε τὴν
ἀπόφαση, ἐπειδὴ τὰ κακὰ μαντάτα πλήθαιναν στὴν πρωτεύουσα, νὰ βγοῦν
ἔξω σὲ δρόμους καὶ σὲ πλατείες, μὲ τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ τους εἶχε
ἀπομείνει: μιὰ παλάμη τόπο κάτω ἀπό τ’ ἀνοιχτὶ πουκάμισο, μὲ τὶς
μαῦρες τρίχες καὶ τὶ σταυρουδάκι τοῦ ἥλιου. Ὅπου εἶχε κράτος κι
ἐξουσία ἡ Ἄνοιξη.
Καὶ ἐπειδὴ σίμωνε ἡ μέρα ποὺ τὸ Γένος εἶχε συνήθειο νὰ γιορτάζει τὸν
ἄλλο Σηκωμό, τὴ μέρα πάλι ἐκείνη ὁρίσανε γιὰ τὴν Ἔξοδο. Καὶ νωρὶς
ἐβγήκανε καταμπροστὰ στὸν ἥλιο, μὲ πάνου ὡς κάτου ἀπλωμένη τὴν ἀφοβιὰ
σὰν σημαία, οἱ νέοι μὲ τὰ πρησμένα πόδια ποὺ τους ἔλεγαν ἀλήτες. Καὶ
ἀκολουθούσανε ἄντρες πολλοί, και γυναῖκες, καὶ λαβωμένοι μὲ τὸν
ἐπίδεσμο καὶ τὰ δεκανίκια. Ὅπου ἔβλεπες ἄξαφνα στὴν ὄψη τους τόσες
χαρακιές, πού `λεγες εἴχανε περάσει μέρες πολλὲς μέσα σὲ λίγην ὧρα.
Τέτοιας λογῆς ἀποκοτιές, ὡστόσο, μαθαίνοντες οἱ Ἄλλοι, σφόδρα
ταράχθηκαν. Καὶ φορὲς τρεῖς μὲ τὸ μάτι ἀναμετρῶντας τὸ ἔχει τους,
λάβανε τὴν ἀπόφαση νὰ βγοῦν ἔξω σὲ δρόμους καὶ σὲ πλατείες, μὲ τὸ μόνο
πρᾶγμα ποὺ τους εἶχε ἀπομείνει: μία πήχη φωτιὰ κάτω ἀπ’ τὰ σίδερα, μὲ
τὶς μαῦρες κάννες καὶ τὰ δόντια τοῦ ἥλιου. Ὅπου μήτε κλῶνος μήτε
ἀνθός, δάκρυο ποτὲ δὲν ἔβγαλαν. Καὶ χτυπούσανε ὅπου νά `ναι, σφαλῶντας
τὰ βλέφαρα μὲ ἀπόγνωση. Καί ἡ Ἄνοιξη ὁλοένα τους κυρίευε. Σὰν νὰ μὴν
ἤτανε ἄλλος δρόμος πάνω σ’ ὁλάκερη τὴ γῆ γιὰ νὰ περάσει ἡ Ἄνοιξη παρὰ
μονάχα αὐτός, καὶ νά τον εἶχαν πάρει ἀμίλητοι, κοιτάζοντας πολὺ
μακριά, πέρ’ ἀπ’ τὴν ἄκρη τῆς ἀπελπισίας, τὴ Γαλήνη ποὺ ἔμελλαν νὰ
γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, καί οἱ
ἄντρες, καὶ οἱ γυναῖκες, καὶ οἱ λαβωμένοι μὲ τὸν ἐπίδεσμο καὶ τὰ
δεκανίκια.
Καὶ περάσανε μέρες πολλὲς μέσα σὲ λίγην ὧρα. Καὶ θερίσανε πλῆθος τὰ
θηρία, καὶ ἄλλους ἐμάζωξαν. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἐστήσανε στὸν τοῖχο
τριάντα.
Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη
λησμονάτε τη χώρα μου!
Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά
στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά
στου γλαυκού το γειτόνεμα!
Τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό
τα γυρίζω πίσω απ’ τον καιρό
τους παλιούς μου φίλους καλώ
με φοβέρες και μ’ αίματα!
Ναοί στο σχήμα τ΄ουρανού – Ορχηστρικό.
Της αγάπης αίματα
Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν
και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε
οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.
Στ’ ανοιχτά του πελάγου με καρτέρεσαν
Με μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε
αμαρτία μου να `χα κι εγώ μιαν αγάπη
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.
Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε
τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου
την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.
(Κι από τότε γύρισαν καταπάνω μου
των αιώνων όργητες ξεφωνίζοντας
ο που σ’ είδε, στο αίμα να ζει
και στην πέτρα
μακρινή μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο.
Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα
μες στις πέτρες άνθισα και μεγάλωσα
των φονιάδων το αίμα με φως
ξεπληρώνω
μακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο).
(Οι τρεις πρώτες στροφές είναι μελοποιημένες).
Ναοί στο σχήμα τ΄ ουρανού
Ναοί στο σχήμα του ουρανού
και κορίτσια ωραία
με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε!
Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας
και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!
Φύγανε φύγανε
ο Ιούλιος με το φωτεινό πουκάμισο
και ο Αύγουστος ο πέτρινος με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά.
Φύγανε φύγανε
και βαθιά κάτω απ’ το χώμα συννέφιασε ανεβάζοντας
χαλίκι μαύρο
και βροντές, η οργή των νεκρών
και αργά στον άνεμο τρίζοντας
εγυρίσανε πάλι με το στήθος μπροστά
φοβερά των βράχων τ’ αγάλματα.
Προφητικόν
Χρόνους πολλοὺς μετὰ τὴν Ἀμαρτία ποὺ τὴν εἴπανε Ἀρετὴ μέσα στὶς
ἐκκλησίες καὶ την εὐλόγησαν. Λείψανα παλιῶν ἄστρων καὶ γωνιὲς
ἀραχνιασμένες τ’ οὐρανοῦ σαρώνοντας ἡ καταιγίδα ποὺ θὰ γεννήσει ὁ νοῦς
τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ τῶν ἀρχαίων Κυβερνητῶν τὰ ἔργα πληρώνοντας ἡ Χτῖσις,
θὰ φρίξει. Ταραχὴ θὰ πέσει στὸν Ἅδη, καὶ τὸ σανίδωμα θὰ ὑποχωρήσει ἀπό
τὴν πίεση τὴ μεγάλη τοῦ ἥλιου. Ποὺ πρῶτα θὰ κρατήσει τὶς ἀχτίδες του,
σημάδι ὅτι καιρὸς νὰ λάβουνε τὰ ὄνειρα ἐκδίκηση. Καὶ μετὰ θὰ μιλήσει,
νὰ πεῖ: ἐξόριστε Ποιητή, στὸν αἰώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
– Βλέπω τὰ ἔθνη, ἄλλοτες ἀλαζονικά, παραδομένα στὴ σφῆκα καὶ στὸ ξινόχορτο.
– Βλέπω τὰ πελέκια στὸν ἀέρα σκίζοντας προτομὲς Αὐτοκρατόρων καὶ Στρατηγῶν.
– Βλέπω τοὺς ἐμπόρους νὰ εἰσπράττουν σκύβοντας τὸ κέρδος τῶν δικῶν
τους πτωμάτων.
– Βλέπω τὴν ἀλληλουχία τῶν κρυφῶν νοημάτων.
Λείψανα παλιῶν ἄστρων καὶ γωνιὲς ἀραχνιασμένες τ’ οὐρανοῦ σαρώνοντας ἡ
καταιγίδα ποὺ θὰ γεννήσει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ πρίν, ἰδοῦ, θὰ
περάσουν γενεὲς τὸ ἀλέτρι τους πάνω στὴ στέρφα γῆς.
Καὶ κρυφὰ θὰ μετρήσουν τὴν ἀνθρώπινη πραμάτεια τους οἱ Κυβερνήτες,
κηρύσσοντας πολέμους. Ὅπου θὰ χορτασθοῦνε ὁ Χωροφύλακας καί ὁ
Στρατοδίκης. Ἀφήνοντας τὸ χρυσάφι στοὺς ἀφανεῖς, νὰ εἰσπράξουν αὐτοὶ
τὸν μιστὸ τῆς ὕβρης καὶ τοῦ μαρτυρίου. Καὶ μεγάλα πλοῖα θ’ ἀνεβάσουν
σημαίες, ἐμβατήρια θὰ πάρουν τοὺς δρόμους, οἱ ἐξώστες νὰ ράνουν μὲ
ἄνθη τὸν Νικητή. Ποὺ θὰ ζεῖ στὴν ὀσμή τῶν πτωμάτων. Καὶ τοῦ λάκκου
σιμά του τὸ στόμα, τὸ σκοτάδι θ’ ἀνοίγει στὰ μέτρα του, κράζοντας:
ἐξόριστε Ποιητή, στὸν αἰώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
– Βλέπω τοὺς Στρατοδίκες νὰ καῖνε σὰν κεριά, στὸ μεγάλο τραπέζι τῆς Ἀναστάσεως.
– Βλέπω τοὺς Χωροφυλάκους νὰ προσφέρουν τὸ αἷμα τους, θυσία στην
καθαρότητα τῶν οὐρανῶν.
– Βλέπω τὴ διαρκῆ ἐπανάσταση φυτῶν καὶ λουλουδιῶν.
– Βλέπω τὶς κανονιοφόρους τοῦ Ἔρωτα.
Καὶ τῶν ἀρχαίων Κυβερνητῶν τὰ ἔργα πληρώνοντας ἡ Χτῖσις, θὰ φρίξει.
Ταραχὴ θὰ πέσει στὸν Ἅδη, καὶ τὸ σανίδωμα θὰ ὑποχωρήσει ἀπὸ τὴν πίεση
τὴ μεγάλη τοῦ ἥλιου. Ἀλλὰ πρίν, ἰδοῦ, θὰ στενάξουν οἱ νέοι, καὶ τὸ
αἷμα τους ἀναίτια θὰ γεράσει. Κουρεμένοι κατάδικοι θὰ χτυπήσουν τὴν
καραβάνα τους πάνω στὰ κάγκελα. Καὶ θὰ ἀδειάσουν ὅλα τὰ ἐργοστάσια,
καὶ μετὰ πάλι μὲ τὴν ἐπίταξη θὰ γεμίσουν, γιὰ νὰ βγάλουνε ὄνειρα
συντηρημένα σὲ κουτιὰ μυριάδες, καὶ χιλιάδων λογιῶν ἐμφιαλωμένη φύση.
Καὶ θὰ `ρθοῦνε χρόνια χλωμὰ καὶ ἀδύναμα μέσα στὴ γάζα. Καὶ θά `χει
καθένας τὰ λίγα γραμμάρια τῆς εὐτυχίας.
Καὶ θά `ναι τὰ πράγματα μέσα τοῦ κιόλας ὡραῖα ἐρείπια. Τότε, μὴν
ἔχοντας ἄλλη ἐξορία, ποὺ νὰ θρηνήσει ὁ Ποιητής, τὴν ὑγεία τῆς
καταιγίδας ἀπό τ’ ἀνοιχτὰ στήθη τοῦ ἀδειάζοντας, θὰ γυρίσει γιὰ νὰ
σταθεῖ στὰ ὡραία μέσα ἐρείπια. Καὶ τὸν πρῶτο λόγο του ὁ στερνὸς τῶν
ἀνθρώπων θὰ πεῖ, ν’ ὰψηλώσουν τὰ χόρτα, ἠ γυναῖκα στὸ πλάι του σὰν
ἀχτίδα τοῦ ἥλιου νὰ βγεῖ. Καὶ πάλι θὰ λατρέψει τὴ γυναῖκα καὶ θά την
πλαγιάσει πάνου στὰ χόρτα καθὼς ποὺ ἐτάχθη. Καὶ θὰ λάβουνε τα ὄνειρα
ἐκδίκηση, καὶ θὰ σπείρουνε γενεὲς στοὺς αἰώνες τῶν αἰώνων!
Ανοίγω το στόμα μου
Ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος
και παίρνει τα λόγια μου στις σκοτεινές του τις σπηλιές
και στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει
τις νύχτες που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα.
Χαράζω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα
και τσέρκουλα γίνονται στις γειτονιές των παιδιών
και σεντόνια στις κοπέλες που αγρυπνούνε
κρυφά για ν’ ακούν των ερώτων τα θαύματα.
(Ζαλίζει τ’ αγιόκλημα και κατεβαίνω στον κήπο μου
και θάβω τα πτώματα των μυστικών μου νεκρών
και το λώρο το χρυσό των προδομένων
αστέρων τους κόβω να περάσουν στην άβυσσο.
Σκουριάζουν τα σίδερα και τιμωρώ τον αιώνα τους
εγώ που δοκίμασα τις μυριάδες αιχμές
κι από γιούλια και ναρκίσσους το καινούργιο
μαχαίρι ετοιμάζω που αρμόζει στους Ήρωες.
Γυμνώνω τα στήθη μου και ξαπολυούνται οι άνεμοι
κι ερείπια σαρώνουνε τις χαλασμένες ψυχές
κι απ’ τα νέφη τα πυκνά της καθαρίζουν
τη γη, να φανούν τα Λιβάδια τα Πάντερπνα!)
(Οι δύο πρώτες στροφές είναι μελοποιημένες).
Σε χώρα μακρινή.
Τώρα το χέρι του Θανάτου
αυτό χαρίζει τη Ζωή
και ο ύπνος δεν υπάρχει.
Χτυπά η καμπάνα του μεσημεριού
κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα:
νυν και αιέν και άξιον εστί.
Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.
Τώρα μ’ ακολουθούν κορίτσια κυανά
κι αλογάκια πέτρινα
με τον τροχίσκο του ήλιου στο πλατύ μέτωπο.
Γενεές μυρτιάς μ’ αναγνωρίζουν
από τότε που έτρεμα στο τέμπλο του νερού,
άγιος, άγιος, φωνάζοντας.
Ο νικήσαντας τον Άδη και τον Έρωτα σώσαντας,
αυτός ο Πρίγκιπας των Κρίνων είναι.
Κι από κείνες πάλι τις πνοές της Κρήτης,
μια στιγμή ζωγραφιζόμουν.
Για να λάβει ο κρόκος από τους αιθέρες δίκαιο.
Στον ασβέστη τώρα τους αληθινούς μου Νόμους
κλείνω κι εμπιστεύομαι.
Μακάριοι, λέγω, οι δυνατοί που αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο.
Γι’ αυτών τα δόντια η ρόγα που μεθά,
στων ηφαιστείων το στήθος και στο κλήμα των παρθένων.
Ιδού ας ακολουθήσουνε τα βήματά μου!
Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.
Τώρα το χέρι του Θανάτου
αυτό χαρίζει τη Ζωή
και ο ύπνος δεν υπάρχει.
Χτυπά η καμπάνα του μεσημεριού
κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα:
νυν και αιέν και άξιον εστί.
Αιέν αιέν και νυν και νυν τα πουλιά κελαηδούν
άξιον εστί το τίμημα.
ΙΙΙ. Δοξαστικόν
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρώτη
χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου
η αλκή μες στο ζωο που οδηγεί τον ήλιο
το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα
Η στεριά που βουτά και υψώνει αυχένα
ένα λίθινο άλογο που ιππεύει ο πόντος
οι μικρές κυανές φωνές μυριάδες
η μεγάλη λευκή κεφαλή Ποσειδώνος
ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργούνε
που σηκώνουν το πέλαγος σαν Θεοτόκο
που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια
που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται
Οι αγένειοι δόκιμοι της τρικυμίας
οι δρομείς που διάνυσαν τα ουράνια μίλια
οι Ερμήδες με το μυτερό σκιάδι
και του μαύρου καπνού το κηρύκειο
Ο Μαϊστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής
ο Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος
η Τραμουντάνα, η Όστρια
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ξύλινο τραπέζι
το κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου
του νερού τα παιχνίδια στο ταβάνι
στη γωνιά το φυλλόδεντρο που εφημερεύει
Οι λιθιές και τα κύματα χέρι με χέρι
μια πατούσα που σύναξε σοφία στην άμμο
ένας τζίτζικας που έπεισε χιλιάδες άλλους
η συνείδηση πάμφωτη σαν καλοκαίρι.
ΤΑ ΝΗΣΙΑ με το μίνιο και με το φούμο
τα νησιά με το σπόνδυλο καποιανού Δία
τα νησιά με τους έρημους ταρσανάδες
τα νησιά με τα πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια
Στο μελτέμι τα ορτσάροντας με κόντρα φλόκο
Στο γαρμπή τ’ αρμενίζοντας πόντζα λαμπάντα
έως όλο το μάκρος τους τ’ αφρισμένα
με λιτρίδια μαβιά και με ηλιοτρόπια
Η Σίφνος, η Αμοργός, η Αλόννησος
η Θάσος, η Ιθάκη, η Σαντορίνη
η Κως, η Ίος, η Σίκινος
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο πέτρινο πεζούλι
αντίκρυ του πελάγους η Μυρτώ να στέκει
σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι
με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι
Το πορώδες και άσπρο μεσημέρι
ένα πούπουλο ύπνου που ανεβαίνει
το σβησμένο χρυσάφι μες στους πυλώνες
και το κόκκινο άλογο που δραπετεύει
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εορτάζοντας τη μνήμη
των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης
ένα θαύμα να καίει στους ουρανούς τ’ αλώνια
ιερείς και πουλιά να τραγουδούν το χαίρε :
ΧΑΙΡΕ η Καιομένη και χαίρε η Χλωρή
Χαίρε η Αμεταμέλητη με το πρωραίο σπαθί
Χαίρε η που πατείς και τα σημάδια σβήνονται
Χαίρε η που ξυπνάς και τα θαύματα γίνονται
Χαίρε του παραδείσου των βυθών η Αγρία
Χαίρε της ερημίας των νήσων η Αγία
Χαίρε η Ονειροτόκος χαίρε η Πελαγινή
Χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη
Χαίρε με τα λυτά μαλλιά η χρυσίζοντας τον άνεμο
Χαίρε με την ωραία λαλιά η δαμάζοντας τον δαίμονα
Χαίρε που καταρτίζεις τα Μηναία των κήπων
Χαίρε που αρμόζεις τη ζωνη του Οφιούχου
Χαίρε η ακριβοσπάθιστη και σεμνή
Χαίρε η προφητικιά και δαιδαλική
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χώμα που ανεβάζει
μιάν οσμή κεραυνού σαν από θειάφι
του βουνού ο πυθμένας όπου θάλλουν
οι νεκροί άνθη της αύριον
Μιας νυχτός Ιουνίου η νηνεμία
γιασεμιά και φουστάνια στο περιβόλι
το ζωάκι των άστρων που ανεβαίνει
της χαράς η στιγμή λίγο πριν κλάψει
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της ουτοπίας
τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες
τα κορίτσια τ’ Αγγεία των Μυστηρίων
τα γεμάτα ως πάνω και τ’ απύθμενα
Τα στυφά στο σκοτάδι και όμως θαύμα
τα γραμμένα στο φως και όμως μαυρίλα
τα στραμμένα επάνω τους όπως οι φάροι
τα ηλιόβόρα και τα σεληνοβάμονα
Η Ερση, η Μυρτω, η Μαρινα
η Ελενη, η Ρωξανη, η Φωτεινη
η Αννα, η Αλεξανδρα, η Κυνθια
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το αναίτιο δάκρυ
ανατέλλοντας αργά στα ωραία μάτια
των παιδιών που κρατιούνται χέρι χέρι
των παιδιών που κοιτάζουνται και δε μιλιούνται
Των ερώτων το τραύλισμα πάνω στα βράχια
ένας φάρος που εκτόνωσεν αιώνων θλίψη
το τριζόνι το επίμονο καθώς η τύψη
και το μάλλινο έρημο μέσα στ’ αγιάζι
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι που επιστρέφει
από φόνο φριχτόν και τώρα ξέρει
ποιος αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει
ποιό το “νυν” και ποιο το “αιέν” του κόσμου :
ΝΥΝ το αγρίμι της μυρτιάς Νυν η κραυγή του Μάη
ΑΙΕΝ η άκρα συνείδηση Αιέν η πλησιφάη
Νυν νυν η παραίσθηση και του ύπνου η μιμική
Αιέν αιέν ο λόγος και Τρόπις η αστρική
Νυν των λεπιδόπτερων το νέφος το κινούμενο
Αιέν των μυστηρίων το φως το περιιπτάμενο
Νυν το περίβλημα της Γης και η Εξουσία
Αιέν η βρωση της Ψυχής και η Πεμπτουσία
Νυν της Σελήνης το μελάγχρωμα το ανίατο
Αιέν το χρυσοκύανο του Γαλαξία σελάγισμα
Νυν των λαών το αμάλγαμα και ο μαύρος Αριθμός
Αιέν της Δίκης το άγαλμα και ο Μέγας Οφθαλμός
Νυν η ταπείνωση των Θεών
Νυν η σποδός του Ανθρώπου
Νυν Νυν το μηδέν
και ΑΙΕΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ, Ο ΜΕΓΑΣ !
ΝΕΑ ΧΟΡΩΔΙΑ ΔΗΜΟΥ ΚΑΛΑΜΑΡΙΑΣ
άξιον εστί : ανάλυση/ερμηνεία – μια απόπειρα να κατανοήσουμε αυτό που ακούμε και αυτό που τραγουδούμε
Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε με αφορμή την παρουσίαση του “Άξιον Εστί” στην Ουρανούπολη (20/8), την Καλαμαριά (30/8)και την Νεάπολη (1/9).[ αναλυτικότερη αναφορά και φωτογραφίες από τις τρεις συναυλίες μπορείτε να δείτε εδώ] Σε μεγάλο μέρος βασίζεται σε ερμηνευτικές παρατηρήσεις του Τάσου Λιγνάδη (“Το Αξιον Εστί του Ελύτη”) και του Mario Vitti (“Οδυσσέας Ελύτης, κριτική μελέτη”)
Ένα έργο τόσο γνωστό, μα και πόσο άγνωστο…Πενήντα δύο χρόνια μετά τη συγγραφή του “Άξιον Εστί” και σαρανταεπτά μετά την μελοποίησή του από τον Μίκη Θεοδωράκη, ποιο είναι το αποτύπωμα που έχει αφήσει στη συνείδησή μας; Οι πανίσχυρες εντυπώσεις και οι κυριαρχικοί συνειρμοί που δημιουργούν τα άσματα που ταυτίστηκαν με τη φωνή του Μπιθικώτση ή τα αναγνώσματα που στοίχειωσε με την απόδοσή του ο Μάνος Κατράκης αρκούν για να αποδώσουν πλήρως τη δυναμική όλης της σύνθεσης; Στα ερωτήματα αυτά θα προσπαθήσει να απαντήσει το επόμενο κείμενο, καρπός της ενασχόλησής μας με το τμήμα του «Αξιον εστί» που μελοποιήθηκε από τον Θεοδωράκη. Ο Θεοδωράκης μελοποιεί αποσπάσματα του έργου : έναν ύμνο του πρώτου μέρους ( Γένεσις), τέσσερις ψαλμούς και τέσσερα άσματα του δεύτερου μέρους ( Πάθη) και μια επιλογή 35 στροφών από τον ύμνο της του τρίτου μέρους ( Δοξαστικόν), ενσωματώνοντας στην μουσική εκδοχή του «Άξιον Εστί» («λαϊκό ορατόριο» ονομάζει τη μουσική του σύνθεση) και τρία αναγνώσματα των Παθών.
Ξεκινώντας από το ποιητικό κείμενο και πριν περάσουμε στα αποσπάσματα που μελοποιήθηκαν ( κατά προσέγγιση 17 από τις 75 σελίδες του ποιητικού κειμένου), πρέπει να πούμε ότι το «Αξιον Εστί» εκδόθηκε το Δεκέμβριο του 1959. Αποτελεί μια καμπή στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη: ξεκινώντας αυτός το 1929( σε ηλικία 18 ετών) από τον υπερρεαλισμό, ένα κίνημα που διακήρυξε την κατάργηση της λογικής αλληλουχίας στην τέχνη , ένα κίνημα που κατά κάποιο τρόπο αυτονομούσε τον ποιητή από το ιστορικό και κοινωνικό του περιβάλλον, δίνοντας προτεραιότητα στην ατομική έκφραση του υποσυνείδητου, 30 χρόνια μετά, και έχοντας βιώσει άμεσα το βάρος της ιστορικής περιπέτειας του Ελληνισμού στη δεκαετία του 1940, αποφασίζει να υποτάξει τον ιδιαίτερο τρόπο της ποιητικής του έκφρασης στην ανάγκη να μιλήσει για την πατρίδα του. Το ότι μεσολαβούν 16 .χρόνια ποιητικής σιωπής από την έκδοσή της προηγούμενης συλλογής του («Ήλιος ο πρώτος»,1943) αποτυπώνει τις ωδίνες της γέννησης αυτής της μεγάλης ποιητικής σύνθεσης.
Πρόκειται λοιπόν για μια ποιητική σύνθεση 75 περίπου σελίδων, χωρισμένη σε τρία τμήματα ( Ι. Γένεσις ΙΙ. Πάθη ΙΙΙ. Δοξαστικόν), στο καθένα από τα οποία εντοπίζεται μια μορφική ποικιλία ( ύμνοι, ψαλμοί, αναγνώσματα, άσματα). Καταδεικνύει η ποικιλία αυτή την πρόθεση του Ελύτη να αποδώσει μια μουσικότητα στη σύνθεση. Δεν μας ξενίζει λοιπόν το ότι αποστέλλει το «Αξιον Εστί» στον Θεοδωράκη ένα χρόνο μετά την έκδοσή του. «Επιλέγει» μάλιστα έναν συνθέτη με δυτική μουσική παιδεία, που είχε ήδη προσεγγίσει και ενσωματώσει την λαϊκή μουσική παράδοση στο έργο του, και που ήδη είχε στο «βιογραφικό» του τη μελοποίηση – μεταξύ άλλων- και ενός άλλου εμβληματικού ποιητικού έργου («Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου). Είναι ξεκάθαρη επίσης η πρόθεση του ποιητή ( και από τους τίτλους βεβαίως, τόσο των τριών ενοτήτων όσο και από τον γενικό) να δώσει μια χροιά θρησκευτικής τελετουργίας στην σύνθεση (που προσομοιάζει στη Θεία Λειτουργία), όχι μόνο στη μορφή, αλλά και στο περιεχόμενο, καθώς όλη η σύνθεση διαπερνάται από μια επίσης θρησκευτική – τελετουργική αντίληψη της ζωής: Γέννηση – Πάθος – Θάνατος – Ανάσταση – Αθανασία. (στο ίδιο σχήμα βέβαια ανιχνεύεται επιρροή και από την αρχαία ελληνική τραγωδία ).
Ι. Η «Γένεσις» αποτελείται από επτά ύμνους, έναν από τους οποίους μελοποιεί ο Θεοδωράκης για να τον εντάξει στο «λαϊκό ορατόριο» που συνθέτει. Αφηγείται τη γέννηση του Ενός και συγκεκριμένου ανθρώπου που εντάσσεται σε ένα τοπίο που τον διαπλάθει . (« πολλά τα λιόδεντρα…). Το σκηνικό του Αιγαίου – κυρίαρχο στο ποιητικό σύμπαν του Ελύτη από την πρώτη του συλλογή («Προσανατολισμοί»,1939)- είναι παρόν με τις παρομοιώσεις που προετοιμάζουν την ιερατική αναφορά στο όνομα των νησιών («η Ίος, η Σίκινος, η Σέριφος, η Μήλος») , μα και με την αιθρία του ( «πλατύς επάνου ο ουρανός») και με τη λιτότητά του («λίγο το νερό…το δέντρο μοναχό του…φτενό στα πόδια σου το χώμα…»). Μα το τοπίο διαπλάθει τον άνθρωπο…η ύπαρξη της ανάγκης κάνει το νου να εμβαθύνει ( «για να μην έχεις που ν’απλώσεις ρίζα και να τραβάς του βάθους ολοένα»), η αιθρία του τοπίου μεταλλάσσεται σε αιθρία του νου και του ήθους ( «πλατύς επάνου ο ουρανός για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη»)
Τον διαπλάθει με τέτοιο τρόπο ώστε από τον στενό κόσμο των ατομικών εμπειριών να αναχθεί στο νόημα του απείρου…ο μικρός κόσμος να αποκαλύψει την αίγλη του αιωνίου («Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας »). Η ενότητα των πάντων είναι κάτι που η συμβατική ανθρώπινη αντίληψη δεν μπορεί να συλλάβει, περιχαρακωμένη στις αποσπασματικές της εμπειρίες. Εδώ επεμβαίνει ο λόγος του ποιητή, για να καταδείξει ότι τα πολλά θνητά «έν» είναι το αθάνατο «παν», τα πολλά μάταια «νυν» είναι οι όψεις του αιωνίου.
ΙΙ. Στα “Πάθη” συναντούμε 18 ψαλμούς, 12 άσματα και 6 αναγνώσματα κατανεμημένα με μια ποικίλων τρόπων διαδοχή. Η βασική ιδέα παραμένει ίδια : ισχύει και εδώ το ίδιο σχήμα, ατομικό και γενικό συνενώνονται με τρόπο ποιητικό-ανορθολογικό.. Στα «Πάθη» όμως είναι παρών ένας ιστορικός μύθος με συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια (Αλβανικό Έπος, Κατοχή, Απελευθέρωση). Οι συγκεκριμένες ιστορικές εμπειρίες διοχετεύονται κυρίως στα «Αναγνώσματα», όπου φορέας της εμπειρίας είναι η ανθρώπινη ομάδα και τα γεγονότα που βίωσε. Στους «Ψαλμούς» υποκείμενο είναι το ποιητικό εγώ. Τέλος στα «άσματα» εκφράζεται κάτι καθολικότερο και ομαδικότερο. Ο Θεοδωράκης επιλέγει και μελοποιεί 4 ψαλμούς και 4 άσματα, ενσωματώνοντας στο ορατόριό του και την αφήγηση τριών αναγνωσμάτων.
Ξεκινά με τον Ψαλμό Α΄ , όπου το ποιητικό εγώ αντιμετωπίζει την πραγματικότητα του πολέμου, όχι με την ανταπόδοση της βίας, μα με τα όπλα που του κληροδότησε η «Γένεσις» του :
“ΙΔΟΥ εγὼ λοιπόν, ο πλασμένος για τις μικρὲς Κόρες καὶ τὰ νησιὰ του Αἰγαίου· …Ιδοὺ ἐγὼ καταντικρύ του μελανου φορέματος των αποφασισμένων …Λύνει αέρας τα στοιχεία καὶ βροντὴ προσβάλλει τὰ βουνὰ. .Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, νά σε, στὰ Στενά !
..Ο καθεὶς και τὰ όπλα του, είπα· Στὰ Στενὰ τὰ ρόδια μου θ’ανοίξω ,Στὰ Στενὰ φρουροὺς τοὺς ζέφυρους θα στήσω / τὰ φιλιὰ τα παλια θ’απολύσω που η λαχταρα μου άγιασε !”
Ακολουθεί το πρώτο ανάγνωσμα ( « Η πορεία προς το μέτωπο»), με την καταγραφή μιας επίπονης ορειβασίας στα βουνά της Ηπείρου, που αποδίδεται και ως πορεία σταδιακής μύησης (η πείνα, η συνάντηση με τους τραυματίες που υποχωρούν, ο ήχος των βομβαρδιστικών) με προορισμό το φρικώδες θέατρο του πολέμου. Μα το άσμα που ακολουθεί ( «Ένα το χελιδόνι») αναδεικνύει το «πραγματικό» τοπίο του προορισμού, που διαγράφεται πέρα από το ρεαλιστικό θέατρο του πολέμου: το τοπίο μιας Άνοιξης που η έλευσή της απαιτεί Θυσία.
Στον Ψαλμό Ε΄ ( «Τα θεμέλιά μου στα βουνά») το ποιητικό εγώ καταφεύγει στην μνήμη και την παράδοση της ελευθερίας που αυτή αναδεικνύει, για να αντλήσει τη δύναμη που απαιτεί η αντίσταση. «Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε ‘Αθω…Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη. Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς για να φτάσεις τη ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα…Τα θεμέλιά μου στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος !»
Στο επόμενο άσμα όμως («Με το λύχνο του άστρου») αποτυπώνεται έντονα η απόγνωση και το πένθος των Παθών που ζει το ποιητικό εγώ σε ταύτιση με το λαό του. Ορίζει όμως, έστω αχνά, και το δρόμο της διαφυγής: τον προσωπικό μοναχικό αγώνα που θα τον οδηγήσει να βρεί την ψυχή του, το αληθινό του πρόσωπο.
Ακολουθεί το ανάγνωσμα «Η μεγάλη Έξοδος» βασισμένο σε ιστορικό γεγονός, την εκδήλωση διαμαρτυρίας που έγινε στην Αθήνα με την ευκαιρία του απαγορευμένου εορτασμού της 25ης Μαρτίου 1942, εκδήλωσε που χτυπήθηκε βίαια από τις δυνάμεις Κατοχής. Το επόμενο – εμβληματικό πλέον – άσμα ( «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ») έρχεται σαν μια επίκληση ώστε να αρθεί η αδικία που κατατρέχει τη χώρα- αδικία που προκαλείται από «φίλους» και εχθρούς. Ακολουθεί η εξομολόγηση της πίκρας του ποιητικού εγώ, όπως αποτυπώνεται στο άσμα «Της αγάπης αίματα». Αυτός που έζησε την έξαψη της αγάπης, αυτός που ζήτησε την κατάφαση της ζωής, κυνηγήθηκε κι έζησε τον κατατρεγμό του πολέμου. (Είναι κρίμα που ο Θεοδωράκης δεν ενέταξε στη μελοποίηση του συγκεκριμένου άσματος τους παρακάτω στίχους, που δείχνουν την ταύτιση του ποιητικού εγώ με την κοιτίδα του και το δρόμο που διάλεξε για να πολεμήσει τη βία που του ασκήθηκε: «Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα / Μες στις πέτρες άνθισα και μεγάλωσα/ Των φονιάδων το αίμα/με φως ξεπληρώνω»)
Το ίδιο εξομολογητικό ύφος διαπερνά και τον Ψαλμό ΙΔ΄ («Ναοί στο σχήμα τ΄ ουρανού»). Αναπολείται μια ζωή που πέρασε, μια νεότητα που βίαια καταργήθηκε. «Φύγανε, φύγανε» η αιθρία και η μέθη του φιλιού, και μεσ’από τη γη ανέβηκε η μαύρη παρουσία της φρίκης και του πολέμου.
Στο επόμενο ανάγνωσμα («Προφητικόν») αναγγέλλεται η πραγματοποίηση του πανανθρώπινου ονείρου για μια κοινωνία βασισμένη στην ομορφιά και στη ειρήνη.
Μα πριν έλθει το Κράτος της Ποίησης, πριν «τα όνειρα λάβουν εκδίκηση», πρέπει οι λαοί να ακολουθήσουν το δρόμο του μαρτυρίου…πρέπει όλα να μεταβληθούν σε ερείπια για να ξαναγεννηθεί ο κόσμος της ομορφιάς. Η λυρική απόδοση της ίδιας ιδέας εκφράζεται με το άσμα που ακολουθεί («Ανοίγω το στόμα μου»). Λόγια δροσερά συναντούν μοιρολόγια και βάσανα, η προσωπική θυσία («χαράζω τις φλέβες μου») είναι ο δρόμος που θα ξαναοδηγήσει τα παιδιά στην αθωότητά τους και τα κορίτσια στον έρωτα.
Ο τελευταίος Ψαλμός των «Παθών» («Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι») προετοιμάζει το τρίτο μέρος της σύνθεσης («Δοξαστικόν»). Το ποιητικό εγώ πορεύεται στη χώρα της Αθανασίας και της Ήβης, ξαναβρίσκει όλα αυτά που κινδύνεψε να στερηθεί, κι αυτό επειδή δεν απάντησε με βία στη βία, αλλά επειδή νίκησε το θάνατο σώζοντας τον Έρωτα, επειδή κράτησε την αθωότητά του με όπλα την Ομορφιά της Τέχνης («Ο νικήσαντας τον Άδη και τον Έρωτα σώσαντας/ αυτός ο Πρίγκιπας των Κρίνων είναι») και της Φύσης («κι από κείνες πάλι τις πνοές της Κρήτης/μια στιγμή ζωγραφιζόμουν»). Γιατί η δύναμη δεν έγκειται στη βία του θανάτου, αλλά στην ικανότητα να «διαβάζεις» την αθωότητα («Μακάριοι λέγω οι δυνατοί που αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο»). Με τελικό έπαθλο την ερωτική βίωση της ζωής («γι’ αυτών τα δόντια η ρόγα που μεθά/…στο κλήμα των παρθένων»). ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ!
III.Το «Δοξαστικό» είναι η κορύφωση της σύνθεσης. Δοξολογείται ο κόσμος ο μικρός ( το θαλασσινό τοπίο , τα νησιά και οι άνεμοι, τα κορίτσια και το ερωτικό σκίρτημα της εφηβείας) ως μία γέφυρα που θα οδηγήσει στον κόσμο τον μέγα. Μεσολαβεί ένας 14στιχος χαιρετισμός («Χαίρε η Καιομένη και Χαίρε η Χλωρή…») σε ένα θηλυκό «Εσύ» που συντίθεται στη συνείδηση του ποιητή από εικόνες και συμβολισμούς της Παναγίας, της Πατρίδας, της Ελευθερίας και της Γυναίκας. Και καταλήγει με την τελική αξιολόγηση του παροδικού και του Αιώνιου, όπου σε 7 ζεύγη στίχων το παροδικό («ΝΥΝ») και το αιώνιο («ΑΙΕΝ») αντιπαραβάλλονται. Παροδική η ερωτική πράξη («η κραυγή του Μάη»), αιώνια η συνείδηση της αγάπης. Παροδικός ο θάνατος («του ύπνου η μιμική»), αιώνια η αρχή της ζωής(«η Τρόπις η αστρική»). Παροδική η κίνηση των εφήμερων πλασμάτων, αιώνιο το μυστήριο της ύπαρξης. Παροδικά τα έργα των ανθρώπων («το περίβλημα της γης»), αιώνια η αναζήτηση της ψυχής. Παροδικό το σκοτάδι στην πίσω πλευρά ου φεγγαριού, αιώνιο το φως του Σύμπαντος. Παροδικός ο αριθμός εθνών και ανθρώπων, αιώνιος ο Θεός. Παροδική η σύγκρουση θρησκειών και δογμάτων («η ταπείνωση των θεών»), παροδική η ζωή του καθενός («η σποδός του ανθρώπου»). Μα σε όλα αυτά τα «νυν» υπάρχει η κρυμμένη δύναμη του «αιέν» – απαιτεί μια άλλη σύλληψη όμως η θέαση του κόσμου του εφήμερου ( «ο κόσμος ο μικρός») ώστε να οδηγηθούμε στη θέαση του αιώνιου («o μέγας»). Απαιτεί μια διάθεση να βιώσουμε με ένταση ερωτική τη μεμονωμένη στιγμή ώστε να συλλάβουμε το χρόνο σε όλη τη διάρκειά του, έξω από τους νόμους της φθοράς…αν η ροή της ζωής είναι ένα φευγαλέο «νυν», ο νόμος που τη συνθέτει είναι ένα σταθερό «αιέν». Αξιον Εστί λοιπόν να δοξολογεί η ψυχή του ανθρώπου αυτόν τον κόσμο «τον μικρό, το μέγα».
. Το «Αξιον Εστί» έχει μεταφραστεί βέβαια σε πολλές γλώσσες, μα έχει ως δεσπόζουσα αρετή του μια σφραγίδα ιθαγένειας, μια «ελληνικότητα» χωρίς όμως φολκλόρ ή ιδεολογήματα, ακριβώς επειδή η δραστικότητα της γλώσσας του ποιητή φτάνει σε βάθη όπου δεν χωρούν φτηνές «πατριωτικές» αναγνώσεις. Το ότι τα πολύ γνωστά και δημοφιλή άσματα του ορατορίου έχουν ταυτιστεί με μια «αριστερή» ανάγνωση για τις εθνικές επετείους και τους σχολικούς εορτασμούς είναι το αντίτιμο της «εμπορικότητας» που απέκτησε το μουσικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Πίσω απ’ αυτό το αντίτιμο όμως λάμπει ένας ποιητικός λόγος καίριος και διαχρονικός, και το σημαντικότερο, ένας ποιητικός λόγος που η πρόσληψή του απαιτεί εξοικείωση με την γλωσσική παράδοση του Ελληνισμού. Η τάση του υπερρεαλισμού να ξεπερνά τις γλωσσικές κοινοτυπίες μπόλιασε με τρόπο θαυμαστό το «Άξιον Εστί»… σε μια εποχή που ο πόλεμος δημοτικής – καθαρεύουσας γινόταν με πολιτικά χαρακτηριστικά, ο Ελύτης κατάργησε τις διακρίσεις, άντλησε λέξεις απ΄ολόκληρο τον ρου της γλώσσας μας και κατέθεσε το πιο ολοκληρωμένο, σαν σύλληψη και σαν εκτέλεση, ποιητικό έργο της νεώτερης Ελλάδας. Το ότι πέρασε σε εκατομμύρια στόματα, σαν τραγούδι πια, έστω και αποσπασματικά, είναι μια ακόμη ευτυχισμένη στιγμή στην ιστορία του ελληνικού πολιτισμού.





















Το Συνοικία το όνειρο είναι ελληνική δραματική ταινία του 1961 σε σκηνοθεσία Αλέκου Αλεξανδράκη. Το σενάριο γράφτηκε από τον Τάσο Λειβαδίτη και τον Κώστα Κοτζιά. Πρωταγωνιστούν οι Αλέκος Αλεξανδράκης, Μάνος Κατράκης και Αλίκη Γεωργούλη. Θεωρείται μία από τις πρώτες ελληνικές νεορεαλιστικές ταινίες.


Ο γαλαξίας είναι σχεδιασμένος από τον ίδιο τον συνθέτη, τον σχεδίασε θέλωντας να δείξει την πορεία του στην μουσική σύνθεση, αλλά και τον τρόπο που συνδέωνται τα έργα του. 


