ΕΝ ΤΩ ΝΑΩ
Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025
Πρόγραμμα
10.00 Το Επτάηχον ερμηνεύει Μίκη Θεοδωράκη
11.00 Mikis Theodorakis. Dimitris Kalantzis
Η τζαζ στο έργο του Μίκη Θεοδωράκη
12.00 MINA SANGER SKALL LEVA
Mikis Theodorakis Med Kjerstin Dellert, Arja Saijonmaa, Tor Isedal
Μουσική Δωματίου
14.00 Πιανιστικά Άπαντα
Γιώργος Φιλαδελφέας ερμηνεύει στο Πιάνο Μίκη Θεοδωράκη.
Κύκλοι Τραγουδιών
21.00 Λιποτάκτες. Έτος σύνθεσης 1952 Χανιά. Αθήνα. Παρίσι. Ποίηση: Γιάννης Θεοδωράκης. Ηχογράφηση 1960. Συμμετέχουν. Μπουζούκι: Μανώλης Χιώτης, Κιθάρα: Δημήτρης Φάμπας. Ερμηνεύει ο Μίκης Θεοδωράκης.
Λαϊκά Ορατόρια
«Τα χέρια των ηρώων και των θυμάτων/ έχουνε σφίξει τα δικά μου χέρια./ Η φωνή τους έχει πλάσει τη φωνή μου./ Μέσα σ’ έναν αδελφικό καθρέφτη/ και τα χέρια μου σφίγγουν τα χέρια/ των ανθρώπων που αύριο θα γεννηθούνε. Και πού τους μοιάζουν τόσο/ που πιστεύω τον εαυτό μου αιώνιο» Πωλ Ελυάρ. Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος
Πρόγραμμα
10.00 Μίκης Θεοδωράκης & Στέφανος Κορκολής: Συνάντηση Ι. Ερμηνεύει η Σοφία Μανουσάκη.
11.00 Balkan Litany
12.00 15 Λαϊκά Ζεϊμπέκικα πατήματα του Μίκη Θεοδωράκη
Μουσική Δωματίου
14.00 Τρία Κομμάτια Για τον Δεκέμβρη για βιολί και πιάνο. 1945. Γιώργος Δεμερτζής Βιολί. Θανάσης Αποστολόπουλος Πιάνο.
15.00 Κουαρτέτο αρ. 1 Στροφή. 1946. Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο: Γιώργος Δεμερτζής Βιολί, Δημήτρης Χανδράκης Βιολί, Αγγέλα Γιαννάκη Βιόλα, Άγγελος Λιακάκης Τσέλο.
16.00 Κουαρτέτο αρ. 2 Το κοιμητήριο 1946. Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο: Γιώργος Δεμερτζής Βιολί, Δημήτρης Χανδράκης Βιολί, Αγγέλα Γιαννάκη Βιόλα, Άγγελος Λιακάκης Τσέλο.
Κύκλοι Τραγουδιών
19.00 Επιτάφιος. Γιάννη Ρίτσου. Έτος σύνθεσης 1958 Παρίσι. Ερμηνεύει η Νανά Μούσχουρη. Ενορχήστρωση Δ. Ορχήστρας Μάνος Χατζιδάκις.
20.00 Τα Ελυάρ για φωνή και πιάνο σε ποίηση Πωλ Ελυάρ. Έτος σύνθεσης 1958 Παρίσι. Ηχογράφηση 2020. Ερμηνεύει Αγγελική Καθάριου. Πιάνο Νικόλαος Σαμαλτάνος.
21.00 Αρχιπέλαγος. Σε ποίηση: Νίκου Γκάτσου, Οδυσσέα Ελύτη, Γιάννη Θεοδωράκη, Δημήτρη Χριστοδούλου, Πάνου Κοκκινόπουλου και Μίκη Θεοδωράκη. Έτος σύνθεσης 1959, 1960 Αθήνα, Παρίσι, Λονδίνο. Ηχογράφηση 1960. Συμμετέχουν: Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Καίτη Θύμη, Αντώνης Κλειδωνιάρης, Μανώλης Χιώτης μπουζούκι και Λαϊκή ορχήστρα υπό την διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη.
Λαϊκά Ορατόρια
22.00 Canto General, Pablo Neruda, Mikis Theodorakis, Teatro Monumental Santiago de Chile. Mezzo Soprano: Arja Saijonmaa. Baritone: Petros Pandis. Coro Ars Viva, Santiago and Coro Sinfónico de La Universidad de Chile. Choir Conductors: Waldo Aranguiz and Guido Minoletti. Narrator: Nicanor Parra. Orquesta Sinfónica de Chile. Orquestra Filarmonica de Santiago. Musical preparation by Franz Peter: Muller – Subel. Conducted by Mikis Theodorakis.
10.00 Mikis theodorakis – Don Τaylor
11.00 Ο Παγκόσμιος Μίκης Θεοδωράκης
12.00 Ο Ερωτικός Μίκης Επιλογές Mikis Radio
Μουσική Δωματίου
Κύκλοι Τραγουδιών
20.00 Η Νήσος Των Αζορών & Η Ρομβία. 1960 Σε ποίηση: Μέντης Μποσταντζόγλου ( Μποστ ) Συμμετέχουν: Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Μπουζούκι: Μανώλης Χιώτης. Ενορχήστρωση διεύθυνση Ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης.
21.00 Πολιτεία. Έτος Σύνθεσης 1960. Παρίσι. Αθήνα. Σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη, Δημήτρη Χριστοδούλου. Κώστα Βίρβου. Συμμετέχουν: Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Στέλιος Καζαντζίδης, Μαριλένα. Μανώλης Χιώτης & Λαϊκή Ορχήστρα υπό την διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη.
Καντάτα – Μετασυμφωνικό
22.00 Κατά Σαδδουκαίων. 1983. Καντάτα σε επτά μέρη για τενόρο, βαρύτονο, μπάσο, αφηγητή, χορωδία και ορχήστρα. Σε Ποίηση: Μιχάλη Κατσαρού. Συμμετέχουν: Friedrich Wilhelm Junge Sprecher, Joachim Vogt Tenor, Hermann Christian Polster Bass, Jürgen Freier Bariton, Rundfunkchor Berlin, Berliner Sinfonie Orchester, Hans-Peter Frank.
Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2025
Η ποίηση της «Κατάστασης Πολιορκίας» ανήκει στη Ρένα Χατζηδάκη. Ο Μίκης γνώρισε το ποίημα χάρη στην πρωτοβουλία της κοινής τους φίλης Σίλβα Ακρίτα και, ενθουσιάστηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε το υπέκλεψε και έγραψε τη μουσική του κυριολεκτικά μέσα σε μία μέρα!
Πρόγραμμα
10.00 Timeless – Francesco Diaz
11.00 Modes And Moods – Dimitris Kalantzis
12.00 Μίκης Θεοδωράκης – Φως 2004
Μουσική Δωματίου
14.00 Ελικών 1952. Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε μεταγραφή από τον συνθέτη για πιάνο και κουαρτέτο εγχόρδων. Μαρία Αστεριάδου, Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο.
15.00 Τρίο για Βιολί Τσέλο και Πιάνο. 1947. TRIO GALA Βιολί: Μπάμπης Καρασαββίδης. Βιολοντσέλο: Μαρίνα Κολοβού. Πιάνο: Πέτρος Μπούρας.
16.00 11 Πρελούδια. Έτος σύνθεσης 1947. Η Δανάη Καρά παίζει Μίκη Θεοδωράκη. Έτος έκδοσης: 1986
Κύκλοι Τραγουδιών
19.00 Κύκλος Φαραντούρη. Ποίηση: Νίκος Γκάτσος, Δημήτρης Χριστοδούλου, Τάσος Λειβαδίτης, Γεράσιμος Σταύρου. Σύνθεση: 1965 Αθήνα.
19.30 Η ηλικία της γειτονιάς μου. Σε ποίηση: Μιχάλη Παπανικολάου. Ντοκουμέντο με την Μαρίζα Κωχ.
20.00 Ρωμιοσύνη Γιάννη Ρίτσου. Έτος σύνθεσης: 1966. Αθήνα. Συμμετέχουν: Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Γιάννης Διδίλης Πιάνο, Λάκης Καρνέζης Κώστας Παπαδόπουλος Μπουζούκι. Βαγγέλης Παπαγγελίδης Κοντραμπάσο. Εύανδρος Παπαδόπουλος Ντραμς. Λαϊκή ορχήστρα υπό την διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη.
21.00 Θαλασσινά Φεγγάρια. Έτος σύνθεσης 1967 Αθήνα. Ποίηση: Νίκος Γκάτσος. Συμμετέχουν: Βίκυ Μοσχολιού, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Μαρία Φαραντούρη. Λάκης Καρνέζης, Κώστας Παπαδόπουλος και Λαϊκή ορχήστρα υπό την διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη. Ο δίσκος κυκλοφόρησε την ίδια μέρα που επιβλήθηκε η δικτατορία. 21 Απριλίου 1967, και ένα μήνα μετά απαγορεύτηκε μαζί με όλο το έργο του Μίκη Θεοδωράκη.
Μετασυμφωνικό – Τραγούδι ποταμός
22.00 Κατάσταση Πολιορκίας. Έτος σύνθεσης 1968. Ποίηση: Ρένας Χατζηδάκη. Ζωντανή Ηχογράφηση το 1996 στην Alte Oper της Φρανκφούρτης υπό την διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη. Ερμηνεύουν: Μαρία Φαραντούρη, Κώστας Θωμαΐδης. Ενορχήστρωση Μπάμπης Κανάς.
Πρόκειται για ένα ορατόριο μετα–συμφωνικής μουσικής σε τρία μέρη, χαρακτηριστικό δείγμα αυτού που ο συνθέτης ονόμασε «τραγούδι-ποταμός», ενός μεγάλου τραγουδιού δηλαδή που σπάει της φόρμες της λαϊκής μουσικής διατηρώντας το μελωδικό της υλικό. Ένα ρετσιτατίβο (απαγγελία), που ακολουθεί τη μελωδία και το ρυθμό του προφορικού λόγου, όπως συμβαίνει συχνά στην κλασική όπερα.
Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2025
(Στο δεύτερο κανάλι του σταθμού έχει γίνει μια σοβαρή αλλαγή, τραγούδια αλλά και έργα Μουσικής Δωματίου, Κονσέρτα)
Πρόγραμμα
10.00 Ο Παγκόσμιος Θεοδωράκης & Ηχογραφήσεις στο Παρίσι.
12.00 Viva Mikis 85. Theodorakis. Tribut
Μουσική Δωματίου
14.00 Κουαρτέτο αρ.3 Epoca Nocturna. 1948. Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο: Γιώργος Δεμερτζής Βιολί, Δημήτρης Χανδράκης Βιολί, Αγγέλα Γιαννάκη Βιόλα, Άγγελος Λιακάκης Τσέλο.
15.00 Σοντίνα αρ.1 για Bιολί και Πιάνο. Έτος Σύνθεσης:1952. Γιώργος Δεμερτζής Βιολί, Θανάσης Αποστολόπουλος Πιάνο.
16.00 Σονατίνα αρ.2 για βιολί και πιάνο. 1958. Γιώργος Δεμερτζής Βιολί, Θανάσης Αποστολόπουλος Πιάνο.
Κύκλοι Τραγουδιών
19.00 Six Lieder. 1957. Lila Adamaki. Yiannis Papadopoulos
20.00 Τα Ελυάρ για φωνή και πιάνο σε ποίηση Πωλ Ελυάρ. Έτος σύνθεσης 1958 Παρίσι. Ηχογράφηση 2000. Ερμηνεύει η Νένα Βενετσάνου, Πιάνο: Έλενα Μουζάλα.
21.00 Επιτάφιος. Γιάννη Ρίτσου. Έτος σύνθεσης 1958. Παρίσι. Ηχογράφηση: 1960. Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Καίτη Θύμη. Μανώλης Χιώτης. Εξώφυλλο: Μποστ. Διεύθυνση Λαϊκής Ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης.
Συμφωνικό
22.00 Αποκάλυψη. Ωδή στον Μπετόβεν. 1945. Για ορχήστρα εγχόρδων, αφηγητή και χορωδία. Αφηγητής: Νίκος Καραθάνος, Χορωδία των μουσικών συνόλων του Δήμου Αθηναίων υπό τη διεύθυνση του Σταύρου Μπερή και οι Μουσικοί της Καμεράτας, Ορχήστρας των Φίλων της Μουσικής υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου.
Η Schott Music είναι ένας από τους παλαιότερους γερμανικούς μουσικούς εκδότες.
Είναι επίσης ένας από τους μεγαλύτερους μουσικούς εκδοτικούς οίκους στην Ευρώπη και είναι ο δεύτερος παλαιότερος μουσικός εκδότης μετά την Breitkopf & Härtel.
Ο Μίκης Θεοδωράκης για ευνόητους λόγους μη απαγόρευσης της μουσικής του από τυχόν συγγενικά δικαιώματα όρισε ως νόμιμο κληρονόμο των πνευματικών του δικαιωμάτων τον εκδοτικό οίκο Schott Music.
Ο Εκδοτικός οίκος Shott Musik διαχειρίζεται σχεδόν το σύνολο από το έργο του μεγάλου μας συνθέτη παραχωρώντας άδειες και γνήσιες παρτιτούρες ώστε να αποδίδεται σωστά το έργο του .
Το Κείμενο του Μίκη Θεοδωράκη για την δημιουργία του Mikis Radio
Αναδημοσίευση με αφορμή το 1.500.000 και πλέον επισκέψεις ακροάσεις στο ραδιόφωνο από 92 χώρες…
Μίκης Θεοδωράκης, 19 Φλεβάρη 2018 Αθήνα: Με αφορμή τη συμπλήρωση ενός εκατομμυρίου επισκέψεων και πλέον, ακροάσεων στο Mikis Radio, σκέφτηκα να θυμίσω στους ακροατές ακριβώς τι σημαίνει, αυτή η αίσθηση που έχω ότι ελευθερώθηκαν επιτέλους τα έργα μου που ήταν θαμμένα μέχρι τώρα και που τώρα ελεύθερα τελείως πετούν πάνω από μίση, από κόμπλεξ, από απαγορεύσεις.
Ελεύθερα πάνω από τον ουρανό της Αθήνας, από Μέγαρα Μουσικής και Νιάρχεια, που με το σταγονόμετρο παίζουν την μουσική μου, ενώ η υπόλοιπη έμενε κάτω στα υπόγεια του Μεγάρου, όπου φυλάσσεται το Αρχείο μου. Όσες φορές πήγα να δω το Αρχείο μου εκεί στο Μέγαρο, έβλεπα τα έργα μου εκεί και αναρωτιόμουν, γιατί άραγε δεν μπορούν να ανεβούνε δύο πατώματα, να φτάσουν στις Μουσικές Σκηνές των αιθουσών του Μεγάρου και να παιχτούν;
Κάτω εκεί μου φαινόταν θαμμένα, όπως θαμμένη μου φαινόταν και η τεράστια προσπάθεια, το τεράστιο έργο των ανθρώπων που εργάστηκαν επί τόσα χρόνια και εργάζονται ακόμα στο Αρχείο μου στην Βιβλιοθήκη Βουδούρη.
Έργο που μένει κατά το μεγαλύτερο μέρος του αναξιοποίητο, αν τα έργα αυτά δεν βγαίνουν στην επιφάνεια με συναυλίες. Θαμμένα 1000 έργα περιμένουν λες και η Ελλάδα έχει τόσα πολλά που δεν έχει ανάγκη τα δικά μου.
Εγώ σε όλη μου τη ζωή δούλεψα σαν το σκυλί χρόνια και χρόνια για την πατρίδα μου και στην πατρίδα μου αυτά που δημιούργησα είναι φυλακισμένα. Στο εξωτερικό ελεύθερα, στην πατρίδα μου φυλακισμένα.
Αισθάνομαι λοιπόν την ανάγκη να πω ορισμένα πράγματα για πρώτη φορά…
Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα με μια ιδιαιτερότητα: είμαι συγχρόνως συνθέτης και αγωνιστής.
Σαν αγωνιστής είμαι υποχρεωμένος σε καιρούς ειρηνικούς να συμμετέχω σε ιδεολογικούς πολιτικούς αγώνες που με φέρνουν σε μετωπική αντίθεση με κάθε είδους εξουσίες. Γιατί η δική μου ιδεολογία βασίζεται στην υπεράσπιση της Αρμονίας ενάντια στο Χάος. Αυτό στην πολιτική μεταφράζεται σε μια στάση Ελεύθερη, Ανεξάρτητη και βαθιά Αντιεξουσιαστική.
Με αποτέλεσμα να είμαι συνεχώς εκτεθειμένος στα λυσσαλέα χτυπήματα των εξουσιαστών που επειδή δεν μπορούν να με λυγίσουν στον τομέα της ιδεολογίας και της πολιτικής, πέφτουν σαν λυσσασμένοι λύκοι πάνω στην μουσική και το έργο μου. Αυτός είναι ο λόγος που το έργο μου είναι φιμωμένο τώρα, τουλάχιστον κατά τα οκτώ δέκατά του.
Όμως, εδώ και δυο χρόνια που το Mikis Radio πήρε την πρωτοβουλία να το απελευθερώσει οριστικά, έχω την ίδια αίσθηση τώρα, στα ενενήντα πέντε μου χρόνια με κείνη που είχα και στα δεκαεννέα μου χρόνια, που γιόρταζα με όλους τους Έλληνες την απελευθέρωση της πατρίδας μου.
Πρέπει να ξέρετε, ότι ο Συνθέτης μοιάζει με την μάνα που θέλει τα παιδιά της να είναι ελεύθερα και να χαίρονται το ήλιο και την δωρεά της ζωής και όχι να είναι φυλακισμένα, όπως γίνεται με τα έργα μου…
Νίκο, σε ευχαριστώ για το μεγάλο δώρο που μου πρόσφερες αποδεικνύοντας ότι τα έργα μου είναι ικανά να συγκινούν τους ανθρώπους ανεξάρτητα από σύνορα. Μέσα στους δύο πρώτους μήνες, ένα εκατομμύριο σαράντα χιλιάδες ακροατές, ένα τσουνάμι πραγματικό. Μέσα σε λίγες μέρες με ανακάλυψε και αγκάλιασε την μουσική μου ένα τεράστιο πλήθος.
Τους χαιρετώ όλους με αγάπη και χαίρομαι ιδιαίτερα που θα ακουστούν για πρώτη φορά αδικημένοι τραγουδιστές και αγαπημένοι μου κύκλοι τραγουδιών… Ο Πέτρος Πανδής ο δικός μου Καλογιάννης, ο δικός μου Πουλόπουλος, ο δικός μου Μητροπάνος, η Βερούτη, η Σίμου, ο Μωραΐτης, ξεχωριστοί κύκλοι όπως οι «Χαιρετισμοί» με την Γαλάνη η «Φαίδρα» με την Καγιαλόγλου και τον Πανδή, οι «Μπαλάντες» με τον Πέτρο και την Ζορμπαλά, το «Ραντάρ» με τον Νταλάρα, ο «Επιβάτης» με την Φαραντούρη, ο άγνωστος κύκλος «Ο Ήλιος και ο Χρόνος» που τον έγραψα στα 1967, στην απομόνωση της Μπουμπουλίνας πριν από πενήντα ένα χρόνια… Πενήντα ένα χρόνια περίμενε για να ακουστεί για πρώτη φορά.
Κι ακόμα, ο Θωμόπουλος, ο Ζωγράφος και ο Καλογιάννης στα άγνωστα «Γράμματα από την Γερμανία».
Τα «Πρόσωπα του Ήλιου» του ποιητή Διονύση Καρατζά.
Το «Μήπως ζούμε σε άλλη χώρα» του Μάνου Ελευθερίου με την Μαρία Δημητριάδη.
Το «Ασίκικο, Πουλάκη» με τον Βασίλη Λέκκα του ποιητή Μιχάλη Γκανά.
Η «Μνήμη της πέτρας» του ποιητή Μιχάλη Μπουρμπούλη με τον Θανάση Μωραϊτη.
Τα «18 Λιανοτράγουδα» με τον Νταλάρα, με την Βιτάλη και τόσους άλλους ερμηνευτές.
Η «Νύχτα Θανάτου» του Μάνου Ελευθερίου με τον Αντώνη Καλογιάννη.
Ο καταπληκτικός Μπιθικώτσης στον «Οκτώβρη 78» των Λειβαδίτη, Παπαδόπουλου, Χριστοδούλου.
Η «Συνάντηση» του Λευτέρη Παπαδόπουλου με τον Σταμάτη Κόκοτα.
Η «Ερημιά» του Λευτέρη Παπαδόπουλου με την Μαρία Φαραντούρη και τον Μανώλη Μητσιά σε ενορχήστρωση Σταύρου Ξαρχάκου.
Η «Πολιτεία Γ΄» της Λίνας Νικολακοπούλου και του Μάνου Ελευθερίου με τον Μανώλη Μητσιά και την Δήμητρα Γαλάνη, τα «Επιφάνια Αβέρωφ» με τον Αντώνη Καλογιάννη.
Η ‘’Πολιτεία Δ΄’ με τον Πέτρο Γαϊτάνο, ο κύκλος «Μια Θάλασσα γεμάτη μουσική» σε ποίηση Δήμητρας Μαντά που κυκλοφόρησε στο Παρίσι πριν από 25 χρόνια από την εκπληκτική Ιονάτος και τρεις κορυφαίους Γάλλους με επικεφαλής τον Christian Boissel, μια δουλειά που έμεινε άγνωστη στην Ελλάδα.
Σταματώ εδώ, δεν τα θυμάμαι όλα, όλα τα φυλακισμένα έργα που τώρα πετάνε ψηλά, ελεύθερα και άπιαστα από όλους αυτούς που τα φίμωσαν για όλα αυτά τα χρόνια. Μου φτάνει που με γνωρίζουν οι απλοί πολίτες μαζί με τα βουνά, τους βράχους, τα νησιά και τις θάλασσες της πατρίδας μου. Τώρα που το έργο μου διασχίζει τους αιθέρες όλου του κόσμου αλλά και της πατρίδας μου, είμαι επί τέλους κι εγώ ελεύθερος.
Γι’ αυτό στέλνω ένα μεγάλο «Ευχαριστώ».
Μίκης Θεοδωράκης 18 Φλεβάρη 2018
Το Κείμενο του Μίκη Θεοδωράκη για την δημιουργία του Mikis Radio
Mikis Radio – Personal
Mikis Radio | Mikis Theodorakis – Composer – Philosopher – Politician
Μίκης Θεοδωράκης: Στην Ανατολή.
Ποίηση: Μιχάλη Κακογιάννη, Γιάννη Καλαμίτση, Μίκη Θεοδωράκη, Κώστα Στυλιάτη.
Έτος σύνθεσης 1973. Ερμηνεύει ο Στέλιος Καζαντζίδης. Φωνητικά: Χάρης Αλεξίου.
Μπουζούκι: Λάκης Καρνέζης, Χρήστος Νικολόπουλος.
Λαϊκή Ορχήστρα υπό την διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη.
ΤΑ ΠΑΤΡΟΠΑΡΑΔΟΤΑ
ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΙΑ ΟΡΘΑΝΟΙΧΤΑ
ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ
ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ
ΑΣΤΑΤΟ ΠΟΥΛΙ
ΚΑΙ ΔΕ ΜΙΛΗΣΕ ΚΑΝΕΙΣ
ΑΠΟΝΕΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ
Μ’ ΕΝΑ ΚΑΡΑΒΙ ΟΝΕΙΡΑ
ΦΩΤΙΕΣ ΦΩΤΙΕΣ
ΔΕΚΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ
ΒΟΥΝΑ ΣΑΣ ΧΑΙΡΕΤΩ
1. ΤΑ ΠΑΤΡΟΠΑΡΑΔΟΤΑ
Μιχάλη Κακογιάννη
Βάρα πενιά να τιναχτούν
τα λόγια από τα στήθια
να γίνουν
τα σημερινά τραγούδια
παραμύθια.
Και τα πατροπαράδοτα
να γίνουν παραμύθια
και τα πατροπαράδοτα
να γίνουν πάλι αλήθεια.
2. ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΑΝΟΙΧΤΑ
Μιχάλη Κακογιάννη
Ποιός είν’ αυτός
που τριγυρνά
τις νύχτες στα στενά
και που στο χέρι του κρατεί
‘βαγγέλιο και σπαθί
Τα παραθύρια ορθάνοιχτα
προσμένουν τα μεσάνοιχτα
το παλληκάρι να φανεί
να μάθουν τ’ όνομά του
Αη-Γιώργη
άλλοι τον είπανε
κι άλλοι Θανάση Διάκο
κι άλλοι παιδί πως ήτανε
των είκοσι και κάτω
Τα παραθύρια ορθάνοιχτα
προσμένουν τα μεσάνοιχτα
το παλληκάρι να φανεί
να μάθουν τ’ όνομά του
3. ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ
Μίκη Θεοδωράκη
Στην ανατολή – στην ανατολή
στην ανατολή γλυκοκελαηδεί
Στην ανατολή γλυκοκελαηδεί
αχ το αηδονάκι, γλυκοκελαηδεί
Και μου λέει – και μου λέει με πικρό καημό
Και μου λέει – και μου λέει κάποιο μυστικό
Και μου λέει – και μου λέει με πικρό καημό
Και μου λέει – και μου λέει κάποιο μυστικό
Στην ανατολή – στην ανατολή
στην ανατολή μελαχρινό παιδί
Στην ανατολή μελαχρινό παιδί
δε μπορεί να κλάψει κι όλο τραγουδεί
Και μου λέει – και μου λέει με πικρό καημό
Και μου λέει – και μου λέει κάποιο μυστικό
Και μου λέει – και μου λέει με πικρό καημό
Και μου λέει – και μου λέει κάποιο μυστικό
Στην ανατολή – στην ανατολή
στην ανατολή ο γιός του Θοδωρή
Στην ανατολή ο γιός του Θοδωρή
την πόρτα μου ανοίγει κι είναι Κυριακή
Και μου λέει – και μου λέει με πικρό καημό
Και μου λέει – και μου λέει κάποιο μυστικό
Και μου λέει – και μου λέει με πικρό καημό
Και μου λέει – και μου λέει κάποιο μυστικό
Στην ανατολή – στην ανατολή
στην ανατολή κάνε μια ευχή
Στην ανατολή κάνε μια ευχή
το χελιδονάκι ήρθε στην αυλή
Και μου λέει – και μου λέει με πικρό καημό
Και μου λέει – και μου λέει κάποιο μυστικό
Και μου λέει – και μου λέει με πικρό καημό
Και μου λέει – και μου λέει κάποιο μυστικό
4. ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ
Μίκη Θεοδωράκη
Μες στην ταβέρνα
τώρα κάθεσαι και δε μιλάς
μες στην καρδιά σου
στάλες-στάλες πέφτει ο σεβντάς
θυμάσαι τότε που πετούσες
με πλατιά φτερά
τώρα ο καθένας τη ζωή σου
την κλωτσοβολά.
Βγάλε πάλι την ψυχή σου
στο σεργιάνι μες στις γειτονιές
να γιομίσει η ζωή σου
γλυκές φωνές και με πασχαλιές.
Ήσουν ωραίος
σαν περνούσες μες στις γειτονιές
στα παραθύρια
σιγολιώναν χίλιες δυο καρδιές
μες στην καρδιά σου
κουβαλούσες όλες τις καρδιές
στα όνειρά σου
τ’ αηδονάκια χτίζανε φωλιές.
5. ΑΣΤΑΤΟ ΠΟΥΛΙ
Μίκη Θεοδωράκη
Ήρθες στο όνειρο μου
άστατο πουλί.
Μέσα στο σκοτάδι
η ανατολή.
Σ’ άπλωσα το χέρι
μου ‘πες δεν μπορώ.
Θέλω να πετάξω
σ’ άλλον ουρανό.
Έφυγαν τα χρόνια
έφυγες κι εσύ.
Γύρω μου σκοτάδι
Και ψιλή βροχή.
Τη δικιά μου αγάπη
δεν την εκτιμάς.
Στα ψηλά μπαλκόνια
πρόθυμα πετάς.
Μου ‘βαλες μαχαίρι
μέσα στην καρδιά.
Μα η δικιά μου η αγάπη
πάντα σε ζητά.
Κοίτα με στα μάτια
φίλα με γλυκά
κι άσε την καρδιά σου
να μου τραγουδά.
6. ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΙΛΗΣΕ ΚΑΝΕΙΣ
Γιάννη Καλαμίτση
Είχαμ’ αναμμένα φώτα
και γλεντούσαμε,
είχαμ’ ανοιχτή την πόρτα
και γελούσαμε.
Tο τραπέζι ήταν στρωμένο
με το πιάτο σου,
όταν ήρθε το σταλμένο
το μαντάτο σου.
Και δε μίλησε κανείς.
Tέτοιες ώρες τι να πεις;
Κάποιοι τρέξανε στην πόρτα
και την κλείσανε
κι άλλοι σβήσανε τα φώτα
και δακρύσανε.
Ένας πως θα πάει να μάθει
μας ψιθύρισε,
κι έφυγε για να ξανάρθει,
μα δε γύρισε.
Και δε μίλησε κανείς.
Tέτοιες ώρες τι να πεις;
7. ΤΑ ΠΑΤΡΟΠΑΡΑΔΟΤΑ (Β)
Μιχάλη Κακογιάννη
Βάρα πενιά να τιναχτούν
τα λόγια από τα στήθια
να γίνουν
τα σημερινά τραγούδια
παραμύθια.
8. ΑΠΟΝΕΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ
Μιχάλη Κακογιάννη
Μια νύχτα
που βουλιάζανε
τα σπίτια μες στο χιόνι
καρδούλα μου
στον κάτω δρόμο του χωριού
καρδούλα μου
σκοτώσαν τον Αντώνη
Αντώνη μου
Μάνα σε ξεκληρίσανε
άπονες εξουσίες
ψυχή δε σου αφήσανε
μόνο φωτογραφίες
Ο ένας γιος της
μπάρκαρε
κρυφά από τη Μεθώνη
καρδούλα μου
τον άλλο τον συλλάβανε
καρδούλα μου
γιατί ήταν γιος του Αντώνη
Αντώνη μου
Μάνα σε ξεκληρίσανε
άπονες εξουσίες
ψυχή δε σου αφήσανε
μόνο φωτογραφίες
9. Μ’ ΕΝΑ ΚΑΡΑΒΙ ΟΝΕΙΡΑ
Κωσταντίνου Στυλιάτη
Μ’ ένα καράβι όνειρα
κι ένα παλιό σακάκι
με τους καημούς μου συντροφιά
ξεκίνησα βραδάκι.
Κόσμε κι αν δεν μας χώρεσες
γι’ άλλον θα πάω να ψάξω
κι αν δεν τον βρω δεν νοιάζομαι
καινούργιο εγώ θα φτιάξω.
Στ’ αμπάρι κρύβω τ’ όνειρο
σημαία το σακάκι
πιάστε παιδιά το πόστο σας
σηκώνει βοριαδάκι.
10. ΦΩΤΙΕΣ – ΦΩΤΙΕΣ
Μίκη Θεοδωράκη
Φωτιές φωτιές
μες στα φύλλα της καρδιάς
πονάς πονάς κανακάρη μου.
Φωτιές φωτιές γιατί ξέρεις να μιλάς
πονάς πονάς παλικάρι μου.
Σε πηγαίνουν για ταξίδι
το καράβι βούλιαξε
σε πηγαίνουν στα πελάγη
κι η θάλασσα μαράθηκε.
Ήσουν ήλιος ήσουν μέρα
ήσουν γλυκοχάραμα
τώρα τά ‘σκιασ’ η φοβέρα
και τ’ άσπρο μαύρο γίνηκε.
Τα πουλάκια με ρωτούνε
τι να δω και τι να πω
μόνο συ παιδί μου ξέρεις
της καρδιάς μου τον καημό.
11. ΔΕΚΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ
Μίκη Θεοδωράκη
Δέκα παλικάρια
από την Αθήνα πάνε, βάρκα γιαλό
πάνε για του ήλιου τα μέρη, βάρκα έι γιαλό.
Ξεκινήσανε
με την αυγούλα, βάρκα γιαλό
αρμενίσανε στο γαλανό νερό, βάρκα έι γιαλό.
Μάυρα μάτια,
μαύρα φρύδια και στα χείλη, βάρκα γιαλό
και στα χείλη τους λουλούδια, βάρκα έι γιαλό.
Κεραυνοί
τώρα τους ζώνουν και μια σπάθα, βάρκα γιαλό
και μια σπάθα τους θερίζει, βάρκα έι γιαλό.
Τραγουδούσαν
και γελούσαν δέκα ήταν, βάρκα γιαλό
δέκα ήταν οι λεβέντες, βάρκα έι γιαλό.
Με τα τανκς
τώρα τους ζώνουν και μια κάννη, βάρκα γιαλό
και μια κάννη τους θερίζει, βάρκα έι γιαλό.
12. ΒΟΥΝΑ ΣΑΣ ΧΑΙΡΕΤΩ
Μίκη Θεοδωράκη
Βουνά, βουνά σας χαιρετώ φεύγω για μακριά
για ταξίδι μεγάλο δίχως πηγαιμό
δίχως γυρισμό.
Βουνά, βουνά σας χαιρετώ
φεύγω για μακριά.
Δεν κιότεψα, δεν λύγισα
και τη ζωή αψήφησα.
Μονάχα μια καρδιά πονώ
μόνο μια καρδιά αυτή μόνο θα νιώσει
το σκληρό καημό απ’ το χωρισμό
μονάχα μια καρδιά πονώ
μόνο μια καρδιά.
Μίκης Θεοδωράκης: Κατάσταση Πολιορκίας 1967 ’68 Σε ποίηση Ρένας Χατζηδάκη.
Ηχογράφηση: 1969 από το Roundhouse του Λονδίνου.
Μαρία Φαραντούρη, Αντώνης Καλογιάννης.
Ενορχήστρωση: Γιάννης Μαρκόπουλος. Διεύθυνση Ορχήστρας: Εύδωρος Δημητρίου.
Ι. (Καθώς το παιδί )
Καθώς το παιδί, που σημαδεύεται απ’ την πρώτη γνώση της μοναξιάς,
ο καιρός κι η απαντοχή θα κάνουνε συντρίμμια την καρδιά μου
και θα ‘χω χάσει για πάντα τους δρόμους, τους δρόμους μου,
σα θα μ’ αφήσουνε να βγω από δω.
Θα γυρίζω γυρεύοντάς σε παντού,
στα ισοπεδωμένα τοπία,
στα κομματάκια εκείνου του καθρέφτη,
στις σπαταλημένες ματιές,
να βρω ξανά το πρόσωπό σου,την καρδιά μου γυρεύοντας
και θα μιλώ και θα μιλώ τη γλώσσα,
που ήταν κάποτε δική μας,
που ήταν κάποτε το μόνο δικό μας που μας είχε απομείνει
μέσα στους ίσκιους των νεκρών χρωμάτων
των νεκρών εικόνων
όταν οι νύχτες μας ήταν απλά επεισόδια
της μεγάλης νύχτας που άρχισε πριν -πόσον καιρό;
Πώς να μετρήσω τον καιρό εδώ μέσα,
τις σεληνιακές σου διαλείψεις,
τ’ αστρικά σου πηδήματα.
Πώς να μετρήσω την πορεία μου τεθλασμένη,
την απρόβλεπτη τροχιά της απουσίας σου,
μέσα σε τούτο το αμείλικτο διαστημόπλοιο,
μες στην καρδιά της πόλης που ήταν κάποτε δική μου
και τώρα την διαγουμίζουνε τα τανκς;
Εφτάπυλο το χάος,
στεγανό πολιορκημένο μέσα κι έξω από το φόβο με τα χίλια πρόσωπα.
Οι φωνέςτων ανιάτων κοπάζουν κάθε αράδυ στις πεντέμισι.
Οι σειρήνες λεηλατούν κάθε βράδυ τη σιωπή.
Οι κοιμισμένοι κάθε βράδυ ανεξιχνίαστοι νεκροί.
Και πάλι, πάντα πού είναι τα χέρια σου;
Η φωνή σου πού;
Θ’ αντέξουν και απόψε τα τοιχώματα; Ή θα χιμήξει το σκοτάδι;
Πώς να μετρήσω;
Καθώς η πρώτη γνώση της μοναξιάς
που σημαδεύει -έφηβο κιόλας το παιδί
η απουσία σου καρφώθηκε μαχαίρι κατακόρυφο στο χωροχρόνο μου
άνοιξε από παντού ξετρελαμένα στόματα
η ασχήμια, που ενεδρεύει να με κατααροχθίσει,
ο πληγωμένος χρόνος σπαρταράει,
μ’ αφύσικα τινάγματα
η μελλοθάνατη ειμ’ εγώ
Και γύρω μου παντού,
καταμεσίς κατάστηθα,
στο χάος, στην καρδιά μου,
αιμόσυρτες οι τροχιές
από την αθωότητα στο φόνο,
κι απ’ το φόνο στην τύψη,
στο μοιρολόι κι από κει στον άλλο φόνο.
Να σου τραγουδήσω;
Μα κι η φωνή μου, π’ αγαπούσες, μαχαιρωμένη.
Φύκια των ουρανών μες την αγρύπνια
τα μαλλιά μου, π’ αγαπούσες,
τα χέρια μου πλοκάμια απελπισμένα
κι όπου κι αν ψάξω δε σε βρίσκω πια.
Τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού πίσω απ’ τα σίδερα.
Η ρωμιοσύνη προδομένη, προδοσιά μαχαίρι στην καρδιά.
Το πληγωμένο φως μετά τις δέκα,
οι θόρυβοι ανεξήγητοι, οι ανάσες.
Η δίχως νόημα θυσία,
η πολιορκία, η απουσία
το τσιγάρο του φρουρού.
Και θα μιλώ τούτη τη γλώσσα
«Πώς άλλαξε αυτό το παιδί, θα λένε οι άλλοι,
κοιτώντας με με το μοναδικό μάτι του τουρίστα Κύκλωπα
ζητώντας να τους μιλήσω για ήρωες
κοιμώντας, οι άλλοι, τις δαιδαλικές νύχτες,
που θα ουρλιάζει από παντού η προδοσία,
σκεπάζοντας τα τανκς, τα αεροπλάνα,
το φόβο, το βήμα του φρουρού,
τις νύχτες χωρίς εσένα
που θα ουρλιάζει η προδοσία από παντού
που θα ουρλιάζουνε τα συντρίμμια της καρδιάς μου,
τα συντρίμμια σαν τα παιδιά της Ζηνοβίας,
απ’ τα πέρατα της γης και της απόγνωσης.
Γιατί και σένα θα σ’ έχω χάσει
στο κινούμενο σκοτάδι όπως κι εμένα,
όπως και τον αγώνα,
που θα ‘ταν δύσκολος, αλλά ωραίος
κι ήρθε να γίνει σαπισμένο σταφύλι,
Χωρίς εσένα, πώς;
Σαν την πρώτη μοναξιά,
που η γνώση της χαράζει για πάντα το παιδί το σώμα μου θα διαλυθεί
τα κύτταρά μου ένα προς ένα θ’ αποσυνδεθούν,
πάνω σε τούτο το κρεβάτι του Προκρούστη, τον καιρό, το σώμα μου ηλιακή κηλίδα, θα εκραγεί,
γράφοντας τ’ όνομά σου σ’ όλους τους ουρανούς,
τα κύτταρά μου, ένα προς ένα θα κινήσουν να μπολιάσουν τους ανθρώπους
με την ηλικία της οδύνης, με το μαβί καπνό του δειλινού πίσω από τα σίδερα.
Θα στείλω τα όνειρά μου να ταράξουν το νοικοκυρεμένο ύπνο τους.
Θα στείλω το φόβο να φωλιάσει στις ανύποπτες καρδιές τους,
κι όταν θα ‘ρθει η υπάλληλος για καταμέτρηση
«δραπέτευσε», θα πουν οι άλλοι, παρεξηγώντας τον θάνατό μου.
Και μόνο εσύ θα ξέρεις μόνο εσύ θα θυμάσαι τα χέρια μου,
το θολό παράπονο του σκυλιού έξω από τη φυλακή,
τις κραυγές των παιδιών πάνω στην ταράτσα
την απόγνωση του κινέζικου πορτρέτου,
τα ελληνικά αινίγματα
-τι είν’ αυτό που ανεσαίνει με τα πόδια, και το κατεβάζουνε με κουσέρτα –
και μόνο εσύ θα ξέρεις πώς,
πού χάθηκε το κορμί μου,
τι έγιν’η φωνή μου,
τι η αγρύπνια μου,
τι ήχους έχει ο φόβος
κι η απόγνωση τι πρόσωπα.
«Θεέ μου και τι να γίνηκαν του κόσμου οι αντρειωμένοι;»
Μονάχα εσύ θα ξέρεις
εγώ θα μιλώ τούτη τη γλώσσα.
ΙΙ. (Μακριά, πολύ μακριά)
Μακριά, πολύ μακριά,
ακούγεται η ζωή,
ψηλά πολύ ψηλά λάμπουν τα φώτα
-ίσως- τα φώτα, που μας έκλεψαν
της πολιτείας που μας έκλεψαν
κι η θύμηση απ’ το τελευταίο λιόγερμα
και τα βουνά, γύρω δικά μας.
Μακριά πολύ μακριά υπάρχεις.
Πρέπει να υπάρχεις,
Σα να μπορώ ν’ αφουγκραστώ το γέλιο σου,
ξανθό, πίσω απ’ τους λεκιασμένους τοίχους.
Κάποτε όλα θα μαθευτούνε
που θ’ αναλιώσει το παγωμένο κέντρο της μνήμης
-τώρα, παντού, «η κατάθεσή μου, να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου» –
και θα ξανάρθουνε τα χρώματα
ίσως κάποτε που θ’ ανοιχτούν οι πόρτες των τάφων,
των σπιτιών, των φυλακών, των νόμων,
να λογαριάσουμε τους νεκρούς μας,
να μοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια.
Κάποτε θα μάθεις κι εσύ τα υπόλοιπα
θα θυμηθείς και εσύ
μακριά, πολύ μακριά, είσαι η ζωή,
θα είσαι μακριά
τότε εγώ δε θα υπάρχω.
III. (Χρόνος παραμορφώθηκε)
Χρόνος παραμορφώθηκε,
Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν.
Ξέρεις πού θα με βρεις,
Εγώ ο Φόβος.
Εγώ ο θάνατος.
Εγώ η μνήμη, ανήμερη.
Εγώ η θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου,
εγώ ο καημός της χαλασμένης μας ζωής.
Θα πολιορκώ το «κοίταζε τη δουλειά σου» με τη αγωνία μου.
Θα θρυμματίζω τον ύπνο τους μ’ άσεμνα, φρικιαστικά βεγγελικά.
Σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες,
ώσπου ν’ αρχίσουν να σφαδάζουν
ώσπου ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται.
Εμένα δε θα μπορούν να με σκοτώσουν.
Όμως θαρρώ, οι μόνοι που -ίσως -καταλάβουν θα ναι τα παιδιά,
πλούσια απ’ την κληρονομιά μας
πρώτη φορά, τα παιδιά
σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μας,
θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα
τ’ αδέξια μηνύματα των προτελευταίων ναυαγών
διορθώνοντας τα λάθη,
σβήνοντας τα ψέματα,
ονοματίζοντας σωστά, χωρίς ρομαντισμούς τα παιδιά,
χωρίς αναγραμματισμούς ηλικίας
σημαδεμένα από την αστραπή
τη γνώση της μοναξιάς της δύναμης
που σε μας άργησε τόσο πολύ να ‘ρθει.
Κι αν τώρα σε γυρεύω απελπισμένα
στα πελώρια κύματα της αγρύπνιας μου
κι αν τώρα κάθε που αναδαίνω
βγαίνει τ’ όνομά σου
όταν θ’ αρχίσω να γυρίζω στους σκοτεινούς δρόμους του κόσμου,
με μόνο μια χούφτα φεγγαρόπετρες να μ’ οδηγούν
τυφλώνοντας τον κόσμο με τις λάμψεις του τρελού γέλιου σου,
της καλόγριας που κρατούσε τα κλειδιά,
κουφαίνοντας τον κόσμο με τους ήχους της ταράτσας,
με τις κραυγές αυτών που βασανίστηκαν κι αυτών που βασανίζουν
τραντάζοντας τον κόσμο με τη γλώσσα τούτη του θανάτου
ίσως τότε θα ‘χεις βρει το δρόμο στο δικό σου το λαβύρινθο
ίσως εσύ τότε θα στέκεσαι περήφανο δεντρί,
στο σταυροδρόμι του κόσμου,
μ’ όλους τους ποταμούς να φτάνουν μυστικά στις ρίζες σου,
ίσως τότε τα παιδιά σου,
μαζί μ’ όλα τα παιδιά,
να προλάαουν τον καιρό και τη ζωή
μια στιγμή πριν απ’ το χάος.
Και πια δε θα ‘χει μείνει τίποτ’ από μένα
ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω
ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου
ούτε το πιο δικό μου, η γλώσσα μου,
μα θα ‘χω διαλυθεί σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου
θα ‘χω γράψει τ’ όνομά σου, που φοβόμουνα,
ως την άλλη όχθη
και το κορμί μου -ίσως- νεκρό
μα πάλi ακέραιο θ’ αναπαύεται
με γύρω του τη θύμησή σου
και τη λιόλουστη ζωή.
Ποίηση: Ρένας Χατζηδάκη (ψευδώνυμο: Μαρίνα)
Σύνθεση: 1968, Βραχάτι.
Ηχογραφήσεις:
1970, Μαρία Φαραντούρη – Αντώνης Καλογιάν¬νης, ενορχήστρωση Γιάννη Μαρκόπουλου, Polydor
1979, Arja Saijonmaa, Scandia.
1996, Μαρία Φαραντούρη. Κώστας Θωμαΐδης, ζωντανή ηχογράφηση στην ALTER OPER της Φρανκφούρτης, υπό τη διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη. Ενορχήστρωση Μπάμπη Κανά. Intuition Records 1998
Πνευματικό Εμβατήριο
Μίκης Θεοδωράκης – Άγγελος Σικελιανός
Σύνθεση: Φεβρουάριος 1969, Ζάτουνα.
Ηχογράφηση: 1970. Albert Hall Λονδίνο,
Μαρία Φαραντούρη, Αντώνης Καλογιάννης. Γιάννης Θεοχάρης,
London Symphony Orchestra, Χορωδία της New Opera London,
Ανδρική χορωδία Ουαλλών ανθρακωρύχων,
Διεύθυνση Μίκης Θεοδωράκης, Polydor (France) και Etema (DDR)
Πνευματικό εμβατήριο
Σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)
στο φωτογώνι της καινούργιας Λευτεριάς Σου Ελλάδα,
μου αναλαμπάδιασε άξαφνα η ψυχή, σα να ’ταν
όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα
τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου
όπου χρόνια,
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους λογισμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα
στης Έφεσος το Ναό·
γιγάντιες σκέψες
σα νέφη πύρινα ή νησιά πορφυρωμένα
σε μυθικόν ηλιοβασίλεμα
άναβαν στο νου μου,
τι όλη μου καίγονταν μονομιά η ζωή
στην έγνια της καινούργιας Λευτεριάς σου Ελλάδα!
Γι’ αυτό δεν είπα:
Τούτο είναι το φως της νεκρικής πυράς μου.
Δαυλός της Ιστορίας Σου, έκραξα, είμαι,
και να, ας καεί σα δάδα το έρμο μου κουφάρι,
καταβολάδα του Εμπυραίου,
με την δάδα τούτην,
ορθός πορεύοντας ως με την ύστερη ώρα,
όλες να φέξουν τέλος, τις γωνιές της Οικουμένης
ν’ ανοίξω δρόμο στην ψυχή, στο πνέμμα, στο κορμί Σου, Ελλάδα!
Είπα κι εβάδισα
κρατώντας τ’ αναμμένο μου συκώτι
στο Καύκασό Σου
και το κάθε πάτημά μου
ήταν το πρώτο, κι ήταν, θάρρευα, το τελευταίο
τι το γυμνό μου πόδι επάτει μέσα στα αίματά Σου
τι το γυμνό μου πόδι εσκόνταβε στα πτώματά Σου
γιατί το σώμα, η όψη μου, όλο μου το πνέμμα
καθρεφτιζόταν σα σε λίμνη, μέσα στα αίματά Σου.
Εκεί, σε τέτοιον άλικο καθρέφτη, Ελλάδα,
καθρέφτη απύθμενο, καθρέφτη της αβύσσου
της Λευτεριάς Σου και της δίψας Σου, είδα τον εαυτό μου
βαρύ από κοκκινόχωμα πηλό πλασμένο,
καινούργιο Αδάμ της πιο καινούριας πλάσης
όπου να πλάσουμε για Σένα μέλλει, Ελλάδα!
Κ’ είπα:
Το ξέρω, ναι, το ξέρω, που κ’ οι θεοί Σου
οι Ολύμπιοι, χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο,
γιατί τους θάψαμε βαθιά-βαθιά να μην τους βρουν οι ξένοι.
Και το θεμέλιο διπλοστέριωσε, κι ετριπλοστέριωσε όλο,
μ’ όσα οι οχτροί μας κόκαλα σωριάσανε από πάνω.
Κι ακόμη ξέρω, πως για τις σπονδές και το τάμα
του νέου Ναού π’ ονειρευτήκαμε για Σένα Ελλάδα,
μέρες και νύχτες, τόσα αδέλφια σφάχτηκαν ανάμεσό τους
όσα δε σφάχτηκαν αρνιά ποτέ για Πάσχα!
Μοίρα· κ’ η μοίρα Σου ως τα τρίσβαθα δική μου!
Κι απ’ την Αγάπη, απ’ τη μεγάλη δημιουργόν Αγάπη,
να που η ψυχή μου εσκλήρυνεν, εσκλήρυνε και μπαίνει
ακέρια πια μέσα στη λάσπη και μες στο αίμα Σου να πλάσει
τη νέα καρδιά που χρειάζεται στο νιο Σου αγώνα Ελλάδα!
Τη νέα καρδιά που κιόλας έκλεισα μέσα στα στήθη,
και κράζω σήμερα μ’ αυτή προς τους Συντρόφους όλους:
«Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα,
ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!
Tι ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι ά, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!
Ομπρός παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος,
σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του
ομπρός, ομπρός κ’ η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!»
«Ομπρός, οι δημιουργοί… Την αχθοφόρα ορμή Σας
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!
Βοηθάτε με και μένανε αδερφοί, να μη βουλιάξω αντάμα!
Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα
τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του!
Χίλια καπούλια ταύροι τού κρατάν τη βάση
δικέφαλος αητός κι απάνω μου τινάζει
τις φτέρουγές του και βογγάει ο σάλαγός του
στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στη ψυχή μου
και το μακρά και το σιμά για με πια είν’ ένα!
Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες! Ομπρός συντρόφοι
βοηθάτε να σηκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμμα!
Σιμώνει ο νέος ο Λόγος π’ όλα θα τα βάψει
στη νέα του φλόγα, νου και σώμα, ατόφιο ατσάλι.
Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα ανθρώπου!
Παχιά και καρπερά, να μην αφήσουμε τα χώματά μας
να ξεραθούν απ’ το βαθύ τούτο λουτρό του αιμάτου
πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ’ όποιο πρωτοβρόχι!
Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια,
τη γην αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη.
Ν’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο της ζωής να γένει,
και η Άμπελό μας ν’ απλωθεί ως τα πέρατα της Οικουμένης.
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος.
Σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα,
σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν’ αστράψει ο ήλιος Πνέμμα!»
Έτσι σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)
στο φωτογόνι της καινούριας λευτεριάς Σου, Ελλάδα,
αναψυχώθηκε άξαφνα τρανή η κραυγή μου, ως να ’ταν
όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα
τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου, όπου, χρόνια
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους στοχασμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα
στης Έφεσος το ναό, ως σας έκραζα, συντρόφοι!
Μίκης Θεοδωράκης: Επιφάνια Αβέρωφ. Σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη. 1968 Φυλακές Αβέρωφ. Ηχογράφηση της συναυλίας στο Παρίσι το 1970 Palais de Chaillot.
Αντώνης Καλογιάννης, Εθνική χορωδία Γαλλίας διεύθυνση του Jacques Grimbert.
Αφηγητής: Yves Montand. Λαϊκή Ορχήστρα – διεύθυνση Μίκης Θεοδωράκης.
Bass: Γιάννης Πετροπουλάκης, Bouzouki: Αντρέας Μιχαλάκης, Μάριος Βλατάκης,
Guitar: Νικόλαος Μανιάτης, Νικόλαος Μωραΐτης, Percussion: Gérard Berlioz, Piano: Γιάννης Διδίλης
Τ’ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά
στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα
κοντά στις αραποσυκιές και τ’ ασφοδίλια
το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει
στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι
κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου
χρυσά τ’ άστρα του Κύκνου
κι εκείνο τ’ άστρο ο Αλδεβαράν
Κράτησα τη ζωή μου
κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα
κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες
με τα φύλλα της οξιάς
καμιά φωτιά στη κορυφή του βραδιάζει
Κράτησα τη ζωή μου
στ’ αριστερό σου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατό σου τάχα να υπάρχουν στην άμμο
του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν
εκεί που φύσεξε ο βοριάς καθώς ακούω
γύρω στη παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή
Τα πρόσωπα που βλέπω δε ρωτούν
μήτε η γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της
Ανεβαίνω τα βουνά μελανιασμένες λαγκαδιές
ο χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ο χιονισμένος κάμπος
τίποτε δε ρωτούν μήτε ο καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκλήσια
μήτε τα χέρια που απλώνουνται για να γυρέψουν, κι οι δρόμοι
Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά
μέσα στην απέραντη σιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ
ψίθυροι σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια σαν
την ανάμνηση της φωνή σου λέγοντας “ευτυχία”
Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών
κάτω απ’ τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλειστά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες
τις φλέβες εκείνες που μου ξεφεύγουν
εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα
κι αυτός ο άνθρωπος
που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής
Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του,
γυρεύοντας το νερό που σ’ αγγίζει
στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα,
στο πρόσωπό σου μέσα στον άδειο κήπο,
στάλες στην ακίνητη δεξαμενή
βρίσκοντας ένα κύκνο νεκρό
μέσα στα κάτασπρα φτερά του
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα
Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει
δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια,
εκείνους που έφυγαν εκείνους
που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους σε πελαγίσιους τάφους
όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια
των πλατάνων εκεί που στάθηκε μια αχτίδα
του ήλιου γυμνωμένη και σκίρτησε ένας σκύλος
και φτεροκόπησε η καρδιά σου
ο δρόμος δεν έχει αλλαγή, κράτησα τη ζωή μου.
Το χιόνι και το νερό παγωμένο
στα πατήματα των αλόγων.
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Μίκη Θεοδωράκης – Γιώργος Σεφέρης
Σύνθεση: Ιανουάριος του 1968 στις Φυλακές Αβέρωφ.
Ηχογράφηση: 1971, Παρίσι, Μαρία Φαραντούρη, Polydor
1. ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΦΥΓΕΙΣ
Τώρα που θα φύγεις,
πάρε μαζί σου και το παιδί
που είδε το φως κάτω από εκείνο το πλατάνι
Μια μέρα π’ αντηχούσαν σάλπιγγες
κι έλαμπαν όπλα
και τ’ άλογα ιδρωμένα
σκύβανε ν’ αγγίξουν
την πράσινη επιφάνεια του νερού
Και τ’ άλογα ιδρωμένα
σκύβανε ν’ αγγίξουν
την πράσινη επιφάνεια του νερού
στην γούρνα με τα υγρά τους τα ρουθούνια
Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας
τα βράχια με την γνώση των γονιών μας
και το αίμα τ’ αδερφού μας ζωντανό
στο χώμα
Ήταν μια γερή χαρά
μια πλούσια τάξη
για τις ψυχές που γνώριζαν την προσευχή τους
Τώρα που θα φύγεις,
τώρα που η μέρα της πληρωμής χαράζει
τώρα που κανείς δεν ξέρει
ποιον θα σκοτώσει
και πως θα τελειώσει
Πάρε μαζί σου το παιδί
που είδε το φως
κάτω απ’ τα φύλλα
τα φύλλα εκείνου του πλατάνου
και μάθε του να μελετά
τα δέντρα
2. ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΜΟΥ Η ΠΛΗΓΗ
Στο στήθος μου η πληγή ανοίγει πάλι
όταν χαμηλώνουν τ’ άστρα
και συγγενέυουν με το κορμί μου
Όταν πέφτει σιγή
κάτω από τα πέλματα των ανθρώπων
αυτές οι πέτρες που βουλιάζουν
αυτές οι πέτρες που βουλιάζουν
μέσα στα χρόνια, μέσα στα χρόνια
ώσπου θα με παρασύρουν
Τη θάλασσα, τη θάλασσα
ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει
βλέπω τα χέρια κάθε αυγή
να γνέφουν στον γύπα και στο γεράκι
Δεν μένει πάνω στον βράχο
που έγινε με τον πόνο δικός μου
βλέπω τα δέντρα που ανασαίνουν
τη μαύρη γαλήνη των πεθαμένων
και κοιτάω τα χαμόγελα
που δεν προχωρούν των αγαλμάτων
3. Ο ΥΠΝΟΣ ΣΕ ΤΥΛΙΞΕ
Ο ύπνος σε τύλιξε, ο ύπνος σε τύλιξε
με πράσινα φύλλα
ανάσαινες, με πράσινα φύλλα, ανάσαινες
Σαν ένα δέντρο, σαν ένα δέντρο
με πράσινα φύλλα, ανάσαινες
με πράσινα φύλλα, ανάσαινες
Μέσα στο ήσυχο φως
μέσα στην διάφανη πηγή
κοίταζα τη μορφή σου
Κλεισμένα βλέφαρα, κλεισμένα βλέφαρα
και τα ματόκλαδα σου, χαράζαν το νερό
και τα ματόκλαδα σου, χαράζαν το νερό
4. ΛΙΓΟ ΑΚΟΜΑ
Λίγο ακόμα θα ιδούμε, λίγο ακόμα θα ιδούμε
Τις αμυγδαλιές ν’ανθίζουν
τις αμυγδαλιές ν’ανθίζουν
τις αμυγδαλιές ν’ανθίζουν
Λίγο ακόμα θα ιδούμε, λίγο ακόμα θα ιδούμε
τα μάρμαρα να λάμπουν,
να λάμπουν στον ήλιο
κι η θάλασσα να κυματίζει
Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε
Λίγο ψηλότερα-λίγο ψηλότερα-λίγο ψηλότερα
Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε
Λίγο ψηλότερα-λίγο ψηλότερα-λίγο ψηλότερα
Μίκης Θεοδωράκης: Θαλασσινά Φεγγάρια. Έτος σύνθεσης 1967 Αθήνα. Ποίηση: Νίκος Γκάτσος. Συμμετέχουν: Βίκυ Μοσχολιού, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Μαρία Φαραντούρη. Λάκης Καρνέζης, Κώστας Παπαδόπουλος και Λαϊκή ορχήστρα υπό την διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη. Ο δίσκος κυκλοφόρησε την ίδια μέρα που επιβλήθηκε η δικτατορία. 21 Απριλίου 1967, και ένα μήνα μετά απαγορεύτηκε μαζί με όλο το έργο του Μίκη Θεοδωράκη.
ΣΗΜΕΡΑ ΒΡΑΔΙΑΣΕ ΝΩΡΙΣ
ΑΓΑΠΗ ΔΙΧΩΣ ΑΚΡΗ
ΦΕΡΤΕ ΜΟΥ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
ΝΥΧΤΑ ΔΙΧΩΣ ΑΚΡΗ
ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ
ΘΑ ΡΙΞΩ ΠΕΤΡΑ ΣΤΗ ΖΩΗ
1. ΘΑ ΡΙΞΩ ΠΕΤΡΑ ΣΤΗ ΖΩΗ
Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Βάρκα στην ξέρα μοναχή
κι η άγκυρα σπασμένη
τι να σου κάνει μια ψυχή
στον κόσμο απελπισμένη
Θα ρίξω πέτρα στη ζωή
θα βρω καινούργιο στόχο
κι αν πάλι τ’ όνειρο καεί
παράπονο θα το ‘χω
Άστρο θολό στην αμμουδιά
κι η νύχτα πικραμένη
τι να σου κάνει μια καρδιά
στον κόσμο προδομένη
2. ΚΟΙΜΗΣΟΥ ΠΑΛΙΚΑΡΙ
Βίκυ Μοσχολιού
Αγάπη δίχως άκρη
κι η θάλασσα πλατιά
και της καρδιάς το δάκρυ, ωωω
πικρή σταλαγματιά
Κοιμήσου παλικάρι
στο κύμα τ’ αρμυρό
θ’ αλλάξει το φεγγάρι, ωωω
κι εγώ, κι εγώ θα καρτερώ
Αστροφεγγιά του Μάρτη,
τ’ Απρίλη ξαστεριά
δε σου ’μελλε γλυκέ μου, ωωω
να ξαναδείς στεριά
Κοιμήσου παλικάρι
στο κύμα τ’ αρμυρό
θ’ αλλάξει το φεγγάρι, ωωω
κι εγώ, κι εγώ θα καρτερώ
3. ΦΕΡΤΕ ΜΟΥ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Φέρτε μου τη θάλασσα να τη προσκυνήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ.
Έθρεψα τα σπλάχνα σου, κύμα πελαγίσιο,
με χιλιάδες μνήματα μέσα στο βυθό.
Φέρτε μου τη θάλασσα να τη προσκυνήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ.
Φέρτε μου τη θάλασσα να τη τραγουδήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της για να ζεσταθώ.
Οι νεκρές αγάπες μου δεν θα ΄ρθούνε πίσω,
βάλτε με στον κόρφο της ν’ αποκοιμηθώ.
Φέρτε μου τη θάλασσα να τη τραγουδήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της για να ζεσταθώ.
Φέρτε μου τη θάλασσα να τη προσκυνήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ.
4. ΝΥΧΤΑ ΔΙΧΩΣ ΑΚΡΗ
Βίκυ Μοσχολιού
Μαχαίρι πάρε και θηλιά
κι αστραφτερό δοξάρι
και γίνε στην ακρογιαλιά
παρηγοριάς φεγγάρι
Βράχος η αγάπη και γκρεμός
κι η νύχτα δίχως άκρη
δικός μου ο αναστεναγμός
δικό μου και το δάκρυ
Αυτός ο δρόμος ο παλιός
σαν άστρο σε ομορφαίνει
μα της καρδιάς ο αργαλειός
πάντα καημούς θα υφαίνει
5. ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ
Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Βάλ’ το μαχαίρι σου στο θηκάρι
δε σου χρειάζεται τώρα πια
πήρε η ρουφήχτρα το παλικάρι
κι έχει σταυρό του τα δυο κουπιά
– βάλ’ το μαχαίρι σου στο θηκάρι
Κάτω απ’ των άστρων το πανηγύρι
στάσου για λίγο στη κουπαστή
κοίτα τη νύχτα πώς έχει γείρει
τον στεναγμό του ν’ αφουγκραστεί
– κάτω απ’ των άστρων το πανηγύρι
Φύκια κοχύλια νεκρά κοράλλια
στο προσκεφάλι του κατοικούν
της προσμονής σου τα παρακάλια
δεν λογαριάζουν και δεν ακούν
– φύκια κοχύλια νεκρά κοράλλια
6. ΣΗΜΕΡΑ ΒΡΑΔΙΑΣΕ ΝΩΡΙΣ
Βίκυ Μοσχολιού
Σήμερα βράδιασε νωρίς
και μάτι δεν σε βλέπει
να ξαγρυπνήσεις δεν μπορείς
να κοιμηθείς δεν πρέπει
Φεγγάρι μου θαλασσινό
πουλί μου πελαγίσιο
σε ποιας καρδιάς τον ουρανό
θα ‘ρθω να σ’ αναστήσω
Είδα στην έρμη ακρογιαλιά
του χωρισμού τα φώτα
μην κατεβαίνεις τα σκαλιά
να σε φιλήσω πρώτα
7. Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΠΝΟΣ
Μαρία Φαραντούρη
Έσπειρα στον κήπο σου χορτάρι
να ‘ρχονται το βράδυ τα πουλιά
τώρα ποιο φεγγάρι σ’ έχει πάρει
κι άδειασε τού κόσμου η αγκαλιά
Στης νύχτας το μπαλκόνι
παγώνει ο ουρανός
κι είν’ η αγάπη σκόνη
και τ’ όνειρο καπνός
Κύλησαν τα νιάτα στο ποτάμι
κι έγινε ο καιρός ανηφοριά
Ήμουνα στον άνεμο καλάμι
κι ήσουνα στην μπόρα λυγαριά
8. ΣΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΗΝ ΑΝΗΦΟΡΙΑ
Μαρία Φαραντούρη
Μες στη ζωή περπάτησα
κι είχα τον ήλιο προίκα.
Μόνο που φως δεν κράτησα
παρηγοριά δεν βρήκα.
Στου κόσμου την ανηφοριά
μου στήσανε καρτέρι
κι ήταν ο φίλος πυρκαγιά
ο αδερφός μαχαίρι.
Πήρα δροσιά και πότισα
τα μαραμένα στήθη
μόνο η καρδιά που ρώτησα
ποτέ δε μ’ αποκρίθη.
9. ΤΟ ΕΚΚΡΕΜΕΣ
Μαρία Φαραντούρη
Ήρθα σαν το γλάρο στην ακρογιαλιά
ήρθα να σε πάρω μ’ εκατό φιλιά.
Είν’ η ζωή με τ’ όνειρο δεμένη.
Έλα κι εσύ, χαρά μας περιμένει.
Στ’ όμορφο ταξίδι και τ’ αλαργινό
έχω για στολίδι τον Αυγερινό.
Είν’ η ζωή με τ’ όνειρο δεμένη.
Έλα κι εσύ, χαρά μας περιμένει.
Τα φτερά μου ανοίγω βόηθα με κι εσύ
φτάνουμε σε λίγο στ’ άσπρο μας νησί.
Είν’ η ζωή με τ’ όνειρο δεμένη.
Έλα κι εσύ, χαρά μας περιμένει.
10. ΣΤΡΑΤΑ ΤΗ ΣΤΡΑΤΑ
Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Σ’ αυτό το δρόμο που διάλεξες να πας
κοίτα να προφτάσεις τον καιρό
που ‘ναι σαν το κύμα τ’ αλμυρό
Στράτα τη στράτα σου το ‘χω πει
φεύγουν τα νιάτα σαν αστραπή
Σ’ αυτό το δρόμο που διάλεξες να πας
πέρασα κι εγώ κάποια βραδιά
για του φεγγαριού την αμμουδιά
Στράτα τη στράτα σου το ‘χω πει
φεύγουν τα νιάτα σαν αστραπή
11. ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Μαρία Φαραντούρη
Ένας κρατούσε το μαχαίρι
άλλος κρατούσε το σπαθί
κι εγώ σου κράταγα το χέρι
το χέρι μου να ζεσταθείς
Αγάπη μου, αγάπη μου θα σου μιλήσω τώρα
για της χαράς την ώρα και για την λευτεριά
αγάπη μου, αγάπη μου στην πικραμένη χώρα
θα σταματήσει η μπόρα
και θα ‘ρθει η ξαστεριά
Είναι το φεγγάρι ματωμένο
κι ο ήλιος είναι σκοτεινός
και μες στη νύχτα περιμένω
ν’ ανοίξει πάλι ο ουρανός
Μίκης Θεοδωράκης: Τα Λυρικά σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη. Σύνθεση 1976 Αθήνα. Ερμηνεύει ο Συνθέτης, ηχογράφηση από Β’ Μουσικό Αύγουστο το 1977 με τους μουσικούς: Βασίλη Τενίδη Κιθάρα, Σωτήρη Ταχιάτη Βιολοντσέλο, Ανδρέα Ροδουσάκη Κοντραμπάσο, Γιώργο Θεοδωράκη Κρουστά, Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου Πιάνο.
Μίκης Θεοδωράκης: Διόνυσος. Ένα σύγχρονο θρησκευτικό δράμα σε ποίηση Μίκη Θεοδωράκη. Έτος σύνθεσης 1984 Αθήνα. Ερμηνεύει ο Θανάσης Μωραΐτης. Συμμετέχει Χορωδία υπό την διεύθυνση του Αντώνη Κοντογεωργίου. Ακουστική Κιθάρα Μπάμπης Λασκαράκης. Μπάσο Νίκος Τσεσμελής, Μπουζούκι Λάκης Καρνέζης, Κώστας Παπαδόπουλος. Τσέλο Πλούταρχος Ρεμπούτσικας, Στέλιος Ταχιάτης. Φλάουτο Στέλλα Γαδέλη. Κιθάρα κλασική Στέλλα Κυπραίου. Κιθάρα μπαγλαμά Στέλιος Καρύδας. Όμποε Κλοντ Σιελιέ. Διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης.
Μίκης Θεοδωράκης: Η γειτονιά των αγγέλων. Έτος σύνεσης 1963 Σε ποίηση Ιάκωβου Καμπανέλλη. Συμμετέχουν: Τζένη Καρέζη, Νίκος Κούρκουλος, Γιάννης Πουλόπουλος.
Μπουζούκι: Γιώργος Ζαμπέτας.
Λαϊκή Ορχήστρα. Ενορχήστρωση & Διεύθυνση Ορχήστρας Μίκης Θεοδωράκης.
Ένα χρόνο ακριβώς μετά το “Τραγούδι του νεκρού αδελφού” ο Μίκης Θεοδωράκης παρουσίασε το νέο σκηνικό του έργο με τίτλο “Η γειτονιά των αγγέλων” σε σενάριο και σκηνοθεσία του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Η παράσταση ανέβηκε στις 4 Οκτωβρίου 1963 στο θέατρο Κοτοπούλη (Rex) και πρωταγωνιστούσαν οι: Τζένη Καρέζη, Νίκος Κούρκουλος, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Δημήτρης Νικολαΐδης, Ζωή Φυτούση και άλλοι.
Ο συνθέτης έγραψε ένα σφριγηλό μουσικό έργο με τέσσερα έξοχα λαϊκά τραγούδια και έξι οργανικά θέματα πρωτότυπα ή βασισμένα εν μέρει στις μελωδίες των τραγουδιών. Από τα υπέροχα αυτά οργανικά θέματα ξεπήδησε και το κλασικό “Οι χαρταετοί”, ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα ορχηστρικά κομμάτια που γράφτηκαν ποτέ!
Αν, όπως ήδη έχουμε επισημάνει, στο “Τραγούδι του νεκρού αδελφού” ήταν κυρίαρχος ο ρυθμός του ζεϊμπέκικου, στη “Γειτονιά των αγγέλων” επικρατεί ο χασάπικος ρυθμός. Τα τρία από τα τέσσερα τραγούδια (“Στρώσε το στρώμα σου”, “Το ψωμί είναι στο τραπέζι”, “Από το παράθυρό σου”) είναι υποδειγματικά χασάπικα. Το πρώτο μάλιστα αποτέλεσε και τη βάση του πρώτου μέρους από το εμβληματικό “Συρτάκι του Ζορμπά” σε συνδυασμό με τον “Χανιώτικο συρτό” που είχε ήδη χρησιμοποιήσει ο συνθέτης στην ταινία “Συνοικία το όνειρο” και στον επίλογο της “Όμορφης πόλης”.
Τέλος, θα έλεγα ότι το έργο αποπνέει μια πηγαία θεατρική αυθεντικότητα, καθώς ο Μίκης εμπιστεύτηκε την ερμηνεία των τραγουδιών στους δυο βασικούς πρωταγωνιστές της παράστασης (Τζένη Καρέζη, Νίκος Κούρκουλος) μαζί με τον χορογράφο Βαγγέλη Σειληνό, ενώ δύο τραγούδια ερμήνευσε ο άσημος τότε Γιάννης Πουλόπουλος κάνοντας ουσιαστικά το ντεμπούτο του στην ελληνική δισκογραφία, λίγο πριν μετακινηθεί στη Lyra, όπου επρόκειτο να μεγαλουργήσει.
Ξέχασα κάτι; Χμ! Και βέβαια! Τον Γιώργο Ζαμπέτα! Είναι ο απαράμιλλος δεξιοτέχνης που αποδίδει συγκλονιστικά όλα τα μέρη του έργου. Ο Μίκης είχε ξεχωρίσει έγκαιρα το γλυκόλαλο παίξιμό του και ήταν διακαής του πόθος να συνεργαστεί μαζί του. Το αποτέλεσμα δικαίωσε απόλυτα την επιλογή του!
(c) LP | EMI Columbia | 1963 |
Mikis Theodorakis: Canto Olympico.
Σε ποίηση Δήμητρας Μαντά & Μίκη Θεοδωράκη. Έτος σύνθεσης: 1990.91.
Ηχογράφηση: Βαγγέλης Χατζησίμος, Φραγκίσκος Βουτσίνος, Έλενα Μουζάλα Πιάνο.
Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία της ΕΡΤ υπό την διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού.
Διευθυντής Χορωδίας Αντώνης Κοντογεωργίου.
Το καλοκαίρι του 1992 ο Μίκης Θεοδωράκης παρουσιάζει το έργο του Canto Olympico. Είναι μια παραγγελία της Διεθνούς Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων για τούς Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης, όπως επίσης και το «Hellenisme», για την εναρκτήρια εκδήλωση των Ολυμπιακών Αγώνων.
Κατά την τελετή έναρξης, από την είσοδο της Ολυμπιακής σημαίας, μέχρι το άναμμα του βωμού ο Μίκης Θεοδωράκης διευθύνει την συμφωνική ορχήστρα και η Αγνή Μπάλτσα τραγουδά.
Μίκης Θεοδωράκης: Όμορφη Πόλη. Έτος σύνθεσης: 1961. Αθήνα, Παρίσι.
Συμμετέχουν: Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Ντόρα Γιαννακοπούλου, Αντρέας Ντούζος, Άννα και Μαρία Καλουτά,
Λάκης Καρνέζης. Κώστας Παπαδόπουλος μπουζούκι.
Λαϊκή Ορχήστρα υπό την διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη.
Χορωδία, υπό την διεύθυνση του Μάνου Λοΐζου.
Η Λεωφόρος Αλεξάνδρας ξέρει από… ντέρμπι. Μόνο που αυτή τη φορά το ντέρμπι ήταν θεατρικό και δεν παίχτηκε στο ιστορικό γήπεδο, αλλά λίγο πιο κάτω, στο Πεδίον του Άρεως και ήταν θεατρικό.
Βρισκόμαστε στα 1962, είναι καλοκαίρι, οι Μίκης Θεοδωράκης και Μάνος Χατζιδάκις διαγκωνίζονται για τον τίτλο του κορυφαίου και – τι σύμπτωση; – έχουν την ίδια έμπνευση: Να… αναβαθμίσουν την επιθεώρηση!
Ο Μάνος ανέβασε στο «Μετροπόλιταν» την «Οδό Ονείρων» και ο Μίκης στο γειτονικό «Παρκ» την «Όμορφη Πόλη».
Και οι δύο επιστράτευσαν όλα τα… βαριά όπλα.
Ο Μάνος Αλέξη Σολωμό, Μίνω Αργυράκη, Δημήτρη Χορν.
Ο Μίκης τον Μιχάλη Κακογιάννη, τον Γιάννη Μποστατζόγλου (Μποστ), τον Βασίλη Φωτόπουλο για τη σκηνογραφία.
Η… μάχη αφορούσε και τους δύο πιο πετυχημένους θεατρώνες εκείνη την εποχή που στο κάτω έβαζαν και τα λεφτά. Ο Θόδωρος Κρίτας ήταν ο αρωγός του Μίκη, ο Γιάννης Χέλμης του Μάνου.
Η θεατρική Αθήνα κρατούσε την ανάσα της περιμένοντας τη μεγάλη θεατρική μάχη.
Μόνο που η καλή μέρα από την αρχή φαίνεται. Η ομάδα Θεοδωράκη ήθελε να προλάβει τους… αντιπάλους της, να ξεκινήσει πρώτη και όρισε την πρεμιέρα για τις 8 Ιουνίου.
Στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» οι συντελεστές της παράστασης ευχήθηκαν Καθένας με τον τρόπο του το «καλή επιτυχία…
Οι πρωτοτυπίες άρχιζαν από την μαρκίζα. Δεν υπήρχαν φωτεινές επιγραφές με τους «σταρ» της παράστασης, αλλά μια σύνθεση του Μποστ με ένα τρενάκι στο οποίο βρίσκονταν όλοι οι δημιουργοί.
Στην τελική πρόβα ήταν προσκεκλημένοι δημοσιογράφοι κι ένας… απρόσκλητος επισκέπτης, ο Δημήτρης Χορν πρωταγωνιστής στην επιθεώρηση του θεάτρου Παρκ.
Έγιναν και δηλώσεις από τους συντελεστές της παράστασης. Διαβάζουμε στην «Μεσημβρινή»:
Μόνο που ο καιρός δεν ήταν σύμμαχος. Πριν την παράσταση άρχισε να βρέχει. Κάποια στιγμή η βροχή σταμάτησε, η παράσταση άρχισε, αλλά πριν ολοκληρωθεί το πρώτο μέρος η βροχή επέστρεψε πιο δυνατή τρέποντας σε φυγή τους θεατές.
«Γούρι, γούρι», είπαν πολλοί.
Η πρεμιέρα δόθηκε την επομένη και καταγράφηκε από τα «Ελληνικά Επίκαιρα»
Μίκης Θεοδωράκης: Συνοικία το όνειρο. Έτος σύνθεσης: 1960 Αθήνα. Μουσική και Τραγούδια για την Ομώνυμη ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη.
Ερμηνεύουν: Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Χρηστάκης, Σαντούρι: Τάσος Διακογιώργης. Μπουζούκι: Λάκης Καρνέζης, Κώστας Παπαδόπουλος.
Το Συνοικία το όνειρο είναι ελληνική δραματική ταινία του 1961 σε σκηνοθεσία Αλέκου Αλεξανδράκη. Το σενάριο γράφτηκε από τον Τάσο Λειβαδίτη και τον Κώστα Κοτζιά. Πρωταγωνιστούν οι Αλέκος Αλεξανδράκης, Μάνος Κατράκης και Αλίκη Γεωργούλη. Θεωρείται μία από τις πρώτες ελληνικές νεορεαλιστικές ταινίες.
Μια αυθεντικά νεορεαλιστική ταινία, η οποία καταγράφει με συγκινητική ειλικρίνεια την αληθινή, μακριά από τα πλατό της Finos Film, αθηναϊκή πραγματικότητα του ’60. Το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» με τη φωνή του Μπιθικώτση αποτυπώνει γλαφυρά όλη την απελπισία της, μα το αισιόδοξο φινάλε ανοίγει μια χαραμάδα ελπίδας. Η ταινία ξεσήκωσε αντιδράσεις και απαγορεύτηκε για μικρό διάστημα, ο Αλεξανδράκης δεν ξανακάθισε πίσω από την κάμερα, όμως το ελληνικό σινεμά και η ενηλικίωσή του του χρωστάνε ακόμη πολλά.
Μια φτωχογειτονιά της Αθήνας, ο Ασύρματος, είναι το κέντρο του κόσμου για τους ανθρώπους που ζουν εκεί και προσπαθούν με κάθε τρόπο να ξεφύγουν απ’ τη φτώχεια και την ανέχεια. Ένας άρτι αποφυλακισμένος νέος, ο Ρίκος (Αλέκος Αλεξανδράκης), προσπαθεί να βγάλει χρήματα, την ίδια στιγμή που η αγαπημένη του, η Στέφη (Αλίκη Γεωργούλη), βλέπει άλλους άνδρες και ο πατέρας της, ο Νεκροφόρας (Μάνος Κατράκης), προσπαθεί να συνεισφέρει στα οικονομικά της οικογένειας. Ο Ρίκος θα σκαρφιστεί μια δουλειά, αλλά θα ξοδέψει τα συγκεντρωμένα χρήματα πριν καταφέρει να τη βάλει σε εφαρμογή. Ως αποτέλεσμα ένας από τους «συνεταίρους» του (Αλέκος Πέτσος) θα αυτοκτονήσει, αφήνοντας στη μοίρα της την έγκυο γυναίκα του, την Ελένη (Αλέκα Παΐζη). Ο Ρίκος, η αγαπημένη του και ο πατέρας της, ηττημένοι και απογοητευμένοι εξαιτίας των προσδοκιών που δεν ευοδώθηκαν ποτέ, θα αναγκαστούν να συμβιβαστούν με την ωμή πραγματικότητα.
Εκτός από το σπουδαίο καστ που συμμετείχε, όπως ο Μάνος Κατράκης και η Σαπφώ Νοταρά, η ταινία είχε επίσης την τύχη να επιμεληθεί μουσικά από τον Μίκη Θεοδωράκη. Το τραγούδι «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» έγραψε ιστορία όπως και η ίδια η ταινία άλλωστε. Όσο και αν κυνηγήθηκε τιμήθηκε με δύο βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ποια είναι η συνοικία, τελικά, στην οποία έγιναν τα γυρίσματα της ταινίας; Ο Αλέκος Αλεξανδράκης επέλεξε την περιοχή του Ασύρματου, κοντά στα Άνω Πετράλωνα.
Μίκης Θεοδωράκης: Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο. 1980 Ποίηση: Γιάννης Θεοδωράκης. Ερμηνεία: Μαργαρίτα Ζορμπαλά.
Δημοσιεύουμε σήμερα, με αφορμή την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη στις 30 Μάρτη του 1952, τη συγκλονιστική «απολογία» του Νίκου Μπελογιάννη, στη δεύτερη δίκη του, το Φεβρουάριο του 1952, στο Α΄ Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών. Περιέχεται στο βιβλίο του Τάσου Βουρνά «Υπόθεση Μπελογιάννη» και προέρχεται από τα επίσημα πρακτικά της δίκης.
Απολογία Νίκου Μπελογιάννη
«Η δίκη αυτή είναι μια, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, καινούργια έκδοση της προηγούμενης δίκης, έκδοση όμως βελτιωμένη και, οφείλει να ομολογήσει κανείς, επιτελικά οργανωμένη. Ένας κατηγορούμενος και όχι μόνον κατηγορούμενος θα είχε να κάνει μερικές παρατηρήσεις πάνω στη δίκη αυτή. Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι οργανώθηκε βιαστικά και δεν δόθηκε καιρός να δούμε τους δικηγόρους μας που μας επισκέπτονταν με το δελτίο στην Ασφάλεια, ο ένας πίσω από τον άλλο. Ακόμα, ούτε να συγκεντρώσουμε τα απαραίτητα στοιχεία δεν μας δόθηκε καιρός, τα οποία θα μας έδιναν τη δυνατότητα να αντικρούσουμε τους μάρτυρες κατηγορίας. Η σπουδή αυτή είναι τελείως ανεξήγητη, εκτός αν πιστέψει κανείς σ’ αυτά που γράφει ο Παπανδρέου στο προηγούμενο φύλλο της «Ελλάδος», ότι χρειάστηκε ξένη θέληση για να γίνει η δίκη. Μια άλλη παρατήρηση που έχει να κάνει ένας κατηγορούμενος είναι η καταθλιπτική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία διοργανώθηκε και διεξάγεται η δίκη, όχι από την πλευρά του δικαστηρίου, αλλά από το γεγονός ότι και η προανάκριση άλλα και η τακτική ανάκριση έγιναν μέσα από τα απομονωτήρια της Ασφάλειας. Και από το γεγονός άτι ακόμα κρατούνται εκεί οι κατηγορούμενοι και από τον τρόπο με τον οποίο μεταφέρονται εδώ, που είναι πολύ θεαματικός και τρομοκρατικός. Η σύνθεση του ακροατηρίου έκανε και τις εφημερίδες ακόμα να διαμαρτύρονται. Όλα αυτά πολλούς κατηγορουμένους τους εμποδίζουν να έχουν και ελευθερία βούλησης και σκέψης ακόμα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Άσε τους άλλους και μίλα για τον εαυτό σου. Οι άλλοι δεν παραπονέθηκαν για τέτοια πράγματα.
ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ: Αφορά και εμέ, κ. πρόεδρε. Έπειτα άλλη παρατήρηση είναι μια απογοήτευση που ένιωσαν πολλοί που περίμεναν τίποτα τρομερές και φοβερές αποκαλύψεις από τη δίκη αυτή και από τον θόρυβο που έγινε και τελικά επαλήθευσε το ρητό ότι «ώδινεν όρος και έτεκε μυν». Η αυτή απογοήτευση εκδηλώνεται και στον ίδιο τον Τύπο, ο οποίος άρχισε να λέει ότι «απεκρύβησαν» διάφορα σήματα, ότι «δεν ανεκοινώθησαν» κ.λπ. Το γεγονός αυτό υποχρεώνει να γίνονται μια σειρά διαψεύσεις ότι τα κείμενα αφορούν την ασφάλεια του κράτους, κατόπιν μια άλλη διάψευση ότι δεν υπάρχουν άλλα κείμενα. Εννοείται ότι ο Τύπος επιμένει ότι υπάρχουν και άλλα, ακόμα και χθες. Αυτό δεν αποδεικνύει ότι αποκρύφτηκαν σήματα, κάνει όμως τον καθένα να υποθέσει ότι πρόκειται για μαγειρείο σημάτων.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κάτω από τέτοια τρομοκρατία βρίσκεσαι ώστε μπορείς και παρακολουθείς αυθημερόν όλον τον Τύπον.
ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ: Από 4 ημερών τον παρακολουθώ. Εγώ δεν τρομοκρατούμαι και δεν μπορώ να πω ότι βρίσκομαι κάτω από τρομοκρατία. Άλλη παρατήρηση είναι μια πρωτοφανής ατμόσφαιρα προκατάληψης κυριότατα από τους μάρτυρες κατηγορίας και ειδικά η σύνθεση των μαρτύρων κατηγορίας. Οι μάρτυρες κατηγορίας είναι σχεδόν όλοι οι από 25ετίας διώκτες μας, όλοι οι διώκτες του κομμουνισμού και νομίζει κανείς ότι ήλθαν εδώ πέρα να ξοφλήσουν όλους τους λογαριασμούς τους, όχι όμως με τρόπο καλόπιστο και ειλικρινή. Άλλο παράδειγμα είναι η διαπίστωση που έγινε από την περίφημη Τρίτη Συνδιάσκεψη ιδίως το σχετικό απόσπασμα για το οποίο έγινε τόσος θόρυβος.
Νομίζω ότι υπάρχει απόσταση ανάμεσα σε αυτά που κατατέθηκαν εδώ και στο νόημα της διακήρυξης αυτής, ανεξάρτητα αν συμφωνεί κανείς ή όχι με το πνεύμα της και με το νόημά της. Επίσης κατατέθηκε εδώ πέρα ότι κάθε κομμουνιστής είναι κατάσκοπος, ότι οι κομμουνιστές δεν είναι Έλληνες, ότι το ΚΚΕ δεν είναι ελληνικό. Νομίζω ότι ο πατριωτισμός ενός κόμματος δεν κρίνεται από τα λόγια, σε περιόδους μάλιστα που έχουν στον ανώτατο βαθμό οξυνθεί τα πολιτικά πάθη στο εσωτερικό μιας χώρας. Όπως συμβαίνει σήμερα στη χώρα μας και όταν ιδίως ο κοινωνικός και ταξικός αγώνας έχει φτάσει σε τέτοιο οξύτατο σημείο, τότε δεν μπορεί κανείς να κρίνει τον πατριωτισμό ενός κόμματος, είτε και των ατόμων ακόμα, από τις συκοφαντίες και τις υπερβολές. Στην περίπτωση αυτή θα σας πω τη φράση που είπε ένας πολυεκατομμυριούχος Αμερικανός, ο Βαντερμπίλντ, στο δικαστήριο όταν τον δίκασαν γιατί πλήρωσε μερικές δεκάδες χιλιάδες δολάρια για να απελευθερωθούν μερικοί κομμουνιστές. Είπε «σε τέτοιες στιγμές το δικαστήριο μπορεί να δείξει κατανόηση και σε ένα ρεμάλι, όμως για όλους όσους έχουν αντίθετη ιδεολογία τους χαρακτηρίζουν σαν προδότες». Και στη χώρα μας υπάρχει τέτοιο παράδειγμα, αν πάμε λίγα χρόνια πίσω. Το 1915-1917 που υπήρχε εδώ όξυνση πολιτικών παθών και στην περίοδο αυτή και τον ίδιο το Μεταξά και τον Κωνσταντίνο τους κατηγόρησαν για κατασκόπους των Γερμανών.
Νομίζω ότι ο πατριωτισμός ενός κόμματος ή και ατόμων ακόμα κρίνεται όταν κινδυνεύουν η ανεξαρτησία, η ελευθερία και ακεραιότητα της πατρίδας μας. Εκεί βρίσκεται η λυδία λίθος, αυτό είναι το κριτήριο για τον πατριωτισμό ενός κόμματος. Και αν θελήσει κανείς με τέτοια κριτήρια να κρίνει το ΚΚΕ, θα δει ότι δεν είναι κόμμα προδοτικό αλλά αντίθετα είναι καθαρά ελληνικό και πατριωτικό. Και υπάρχει τέτοιο παράδειγμα. Όταν κινδύνευσαν η ανεξαρτησία, η ελευθερία και η ακεραιότητα της πατρίδας μας από την επίθεση του Μουσολίνι, ο Ζαχαριάδης μέσα από τη φυλακή έγραψε εκείνο το περίφημο γράμμα του που καλούσε όλους τους Έλληνες να μετατρέψουν κάθε γιοφύρι και χωριό σε κάστρο του απελευθερωτικού αγώνα. Και ο ίδιος ο Μεταξάς αναγκάστηκε να το δημοσιεύσει στις εφημερίδες και να το μεταδώσει και στο μέτωπο ακόμα αυτή την εποχή. Και εδώ πρέπει να δούμε και ένα άλλο σημείο. Ότι το ΚΚΕ δεν έκανε καμιά υποχώρηση και στην τότε διεθνή κατάσταση. Τότε η Σοβιετική Ένωση είχε κάνει σύμφωνο με τη Γερμανία γιατί δεν ήθελε να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά για λογαριασμό άλλων και ήθελε να προετοιμαστεί καλύτερα για τη σύγκρουση που επερχόταν. Θα μπορούσε να νομίσει κανείς ότι αλλιώς θα αντιμετωπιστούν από το Ζαχαριάδη τα πράγματα. Δεν έγινε όμως αυτό.
Όταν η Ελλάδα υποδουλώθηκε στους Γερμανο-Ιταλο-Βουλγάρους φασίστες, εμείς πολεμήσαμε νομίζω και με το παραπάνω στην περίοδο αυτή και όχι μόνο τους Γερμανο-Ιταλούς φασίστες. Εμείς πολεμήσαμε και τους Βουλγάρους φασίστες, πρώτα πρώτα με το όπλο σε Μακεδονία και Θράκη και έχουμε ένα σωρό θύματα εκτελεσμένων. Ενώ αντίθετα μπορεί κανείς να κάνει μια άλλη παρατήρηση: τον Φίλοφ που ήταν Πρωθυπουργός όταν έγινε η εισβολή στην Ελλάδα, τον είχαν ανακηρύξει εδώ επίτιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου. Εκτός απ’ αυτό όταν οι Γερμανοί φασίστες έδωσαν άδεια στους Βουλγάρους φασίστες να κατεβούν στη Θεσσαλονίκη, την ίδια αυτή περίοδο εμείς οργανώσαμε τη μεγάλη διαδήλωση, ποιος δεν τη θυμάται, που τελικά ματαίωσε την κάθοδο των Βουλγάρων φασιστών στη Δυτική Μακεδονία.
ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
Θα σας φέρω και ατομική περίπτωση, παρ’ όλο που δεν χρειάζεται να περιαυτολογεί κανείς πάντοτε και παντού. Ανεξάρτητα από το ότι εδώ παρουσιάζονται πολλοί κατηγορούμενοι να έχουν θύματα στην περίοδο αυτή, ο Λαζαρίδης, ο Καλοφωλιάς, τους ίδιους τους δικούς τους και ανεξάρτητα από το ότι και το δικό μου σπίτι έπαθε και ανεξάρτητα από το ότι και εγώ ο ίδιος σύρθηκα στα γερμανο-ιταλικά στρατόπεδα στον καιρό της Κατοχής, τον Απρίλη του 1944 στη Λακωνία, τότε που ήταν η περίοδος που οι σύμμαχοι ετοίμαζαν την απόβαση στη Δυτική Ευρώπη, το δεύτερο μέτωπο, για να παραπλανηθούν οι Γερμανοί, εδώ πέρα το Στρατηγείο της Μ. Ανατολής έδωσε εντολή στον ΕΛΑΣ να αρχίσει έντονη δράση κατά των Γερμανών, με σκοπό ακριβώς αυτοί να παραπλανηθούν. Και πραγματικά άρχισε αυτή η δράση. Οι Γερμανοί νόμισαν ότι μπορεί κάτι να συμβεί εδώ πέρα και άρχισαν να παίρνουν μέτρα και ειδικότερα στη Νότια Πελοπόννησο πιο πολύ.
Εκείνη την περίοδο ακριβώς στη Λακωνία πήρα μια πληροφορία ότι θα περάσει ένας Γερμανός στρατηγός με το επιτελείο του και ένα τμήμα γερμανικό για να επιθεωρήσει τα έργα που γίνονταν στη Νότια Πελοπόννησο και με ρώτησαν οι Άγγλοι τι θα κάνουμε, θα τους χτυπήσουμε ή όχι. Και η ερώτηση αυτή είχε το νόημά της, γιατί ένα Γερμανό στρατηγό θα τον πληρώναμε πολύ ακριβά. Είχαν προηγηθεί άλλες περιπτώσεις. Στο Κούρνοβο ανατινάχτηκε μια αμαξοστοιχία και εκτελέστηκαν 120 στελέχη του ΚΚΕ που είχαν κάνει και στην Ακροναυπλία. Σε τέτοιες στιγμές δεν χωρούν δισταγμοί και αδίσταχτα είπα, χτυπήστε τους. Πέρασαν, δεν έχω ακριβώς την εφημερίδα και ξεχνώ το όνομα του στρατηγού, τον χτύπησαν, σκοτώθηκαν ο Γερμανός, το επιτελείο του και αρκετοί φαντάροι. Για αντίποινα οι Γερμανοί τουφέκισαν 200 στελέχη του κόμματος στο σκοπευτήριο της Καισαριανής από το Χαϊδάρι. Επίσης την ίδια ακριβώς περίοδο ανακοίνωσαν: «Ως αντίποινα διά την δολοφονίαν δυο Γερμανών Αξ/κών διαπραχθείσαν την 25 Απριλίου 1944 ανάνδρως εξ ενέδρας, διέταξα τον τυφεκισμόν 110 κομμουνιστών επί τόπου και την ριζικήν καταστροφήν του χωρίου Κυριακή. Ο Ανώτατος Αρχηγός των Ταγμάτων Ασφαλείας και της Αστυνομίας Ελλάδος», δηλαδή ο περιβόητος Σιμάνα.
Αυτή ήταν η δική μας δράση. Και αυτές τις εκατόμβες προσφέραμε. Έτσι αγαπάμε εμείς την Ελλάδα, με την καρδιά μας και με το αίμα μας. Άλλο είναι τα λόγια και άλλο οι πράξεις, διότι αυτά τα γεγονότα νομίζω ότι μπορούν να κολλήσουν κάθε συκοφάντη στον τοίχο. Θα σας αναφέρω και άλλο στοιχείο. Αν διαβάσετε το κείμενο της απόφασης της 2ης ολομέλειας του Οκτώβρη του 1951, θα δείτε ότι είναι ένα κείμενο καθαρά πατριωτικό. Ένα δεύτερο κριτήριο για το εάν είμαστε προδότες είναι αυτό: αν είμασταν προδότες στο τέλος δεν θα είχαμε καμιά επιρροή στον λαό και θα παύαμε να υπάρχουμε σαν κόμμα και σαν οργάνωση ενώ το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει. Παρ’ όλους τους διωγμούς και τις εκατόμβες δεν σταματάει η επιρροή μας, αντίθετα, πολιτικά τουλάχιστον, μεγαλώνει.
Έπειτα υπάρχει και μια άλλη περίπτωση, το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι ανήκουν σε άλλες παρατάξεις και κόμματα, δέχονται να συνεργαστούν σε διάφορες δουλειές και υποθέσεις μαζί μας. Αυτό εν πάση περιπτώσει αποδείχνει ότι και αυτοί δεν πιστεύουν στη γνώμη ότι είμαστε προδότες. Εγώ θα σας πω μερικές περιπτώσεις en passant.
Γνωστότατος Αθηναίος και στέλεχος του Ελληνικού Συναγερμού είχε και έχει ακόμα σχέσεις οικονομικές και δοσοληψίες σοβαρές με την εδώ καθοδήγηση του ΚΚΕ. Επίσης ανώτατος οικονομικός παράγοντας του τόπου, γνωστότατος και «ακράτου εθνικοφροσύνης» είχε έλθει επανειλημμένα σε επαφή μαζί μας για μια σειρά δουλειές. Άλλη περίπτωση. Στέλεχος εθνικόφρονος κόμματος μας έδωσε πέρσι μια έκθεση εμπιστευτική του Μάινορ της Αμερικάνικης Πρεσβείας προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, στην οποία αναφερόταν ότι όλα τα κόμματα είναι ανίκανα και διεφθαρμένα, για να δημοσιευθεί. Κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, αυτό δεν μπορούσε να γίνει παρά με τη συναίνεση της Αμερικάνικης Πρεσβείας. Δεν αναφέρω τέτοια παραδείγματα άλλα, διότι δεν έχουν αξία εάν δεν αναφερθούν ονόματα, όχι που δεν μπορεί κανείς να βρει. Πάντως όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν μας πιστεύουν για προδότες.
ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
Ένα άλλο χαρακτηριστικό γεγονός είναι το ότι δεν μας δικάζουνε για μια υπόθεση για την οποία ουσιαστικά έχουμε ξαναδικαστεί. Στην προηγούμενη δίκη για περίπου 20 κατηγορουμένους μοναδική κατηγορία ήταν ότι έδιναν πληροφορίες, ότι ήταν μια ομάδα πληροφοριών οι Κανελλόπουλος, Παπαγεωργίου, ο περίφημος Βιστάκης, ο ιδιαίτερος του Τσουδερού, ένας άλλος Ζερβογιάννης του υπουργείου Πληροφοριών και πολλοί άλλοι των οποίων δεν θυμάμαι τα ονόματα. Επειδή η πρώτη μέρα της δίκης δεν άφησε καλές εντυπώσεις και στο Στρατοδικείο το ίδιο, γιατί ο κυριότερος μάρτυρας της κατηγορίας δεν είχε φέρει καθόλου αποδείξεις και η δίκη εξελισσόταν σε κωμωδία, τη δεύτερη ημέρα της δίκης ο πρόεδρος του δικαστηρίου εκάλεσε ξανά τον Αγγελόπουλο να φέρει κι άλλες αποδείξεις και προσκομίστηκε ένας φάκελος με φωτοτυπίες, οι οποίες ήταν δελτία πληροφοριών και οι οποίες πρέπει να προσκομιστούν εδώ, πληροφορίες πάσης φύσεως πολιτικές, οικονομικές και ορισμένες και στρατιωτικές, ας τις ονομάσούμε έτσι. Από πού προέρχονταν;
Εδώ λέει ο Κανελλόπουλος στην κατάθεσή του ότι αυτοί ήταν μια παλιά ομάδα η οποία έδινε πληροφορίες (δεν μου το επιτρέψατε ποτέ, άλλως θα το διευκρίνιζα) και τελικά τον Αύγουστο του 1950 ο Παπαγεωργίου, που ήταν επικεφαλής αυτής της ομάδας, λέει πως ο Κανελλόπουλος προτείνει να ξαναφτιάξουν αυτή την ομάδα. Υπήρχαν αντιρρήσεις και δισταγμοί και τελικά παρουσιάζεται κάποιος άλλος ονόματι Γεωργιάδης, ο οποίος προτείνει να τον συνδέσει με το κόμμα. Ο Γεωργιάδης δεν προσκομίστηκε ούτε και στην προηγούμενη δίκη παρ’ ότι κατονομάστηκε ούτε και σ’ αυτή τη δίκη, έστω και ως μάρτυρας τουλάχιστον κατηγορίας. Ο δε Γεωργιάδης, που πρότεινε στον Κανελλόπουλο να τον συνδέσει με το κόμμα, έπαιρνε τα σημειώματα και τα φωτογράφιζε ύστερα η Ασφάλεια. Και δικάζομαι δεύτερη φορά γι’ αυτήν την υπόθεση της ομάδας για την οποία δεν φέρνω καμιά ευθύνη στο κάτω κάτω. Επίσης το πόρισμα αναφέρει ξεκάθαρα ότι αυτοί αποτελούσαν ομάδα κατασκοπείας. Ο προηγούμενος επίτροπος της άλλης δίκης στο κατηγορητήριό του το κύριο σημείο της κατηγορίας του το στήριξε σ’ αυτή την περίφημη πληροφορία, και μάλιστα έκανε υπαινιγμό όχι μόνο για ύπαρξη ασυρμάτων αλλά για το ότι πολύ σύντομα θα καθίσουν και αυτοί που έχουν τους ασυρμάτους στο σκαμνί, διότι ήταν δυο-τρεις ημέρες προτού ανακαλυφθούν οι ασύρματοι. Και όλα τα άλλα που αναφέρθηκαν εδώ, περί σχολίων κ.λπ., υπήρχαν και στην άλλη δίκη, ώστε δεν υπάρχει τίποτα το νεότερο που παρουσιάστηκε τώρα.
Κατέθεσαν εδώ για παράνομο μηχανισμό. Είναι κοινό μυστικό ότι το ΚΚΕ έχει παράνομο μηχανισμό. Ως αρχή του κόμματος αυτό υπάρχει από το 1903, όταν τον πρωτόφτιαξε ο Λένιν και μίλησε για συνδυασμό νόμιμης και παράνομης δουλειάς. Ο παράνομος μηχανισμός είναι μια κατάσταση νόμιμης άμυνας, όταν υπάρχουν νόμοι 509 και άλλα, για να μπορέσει να διατηρηθεί το κόμμα που βρίσκεται στην παρανομία. Το ΚΚΕ εδώ στην Ελλάδα είναι από το 1925 στην παρανομία, από τον καιρό του Πάγκαλου, και έχει σκοπό ο παράνομος μηχανισμός να αναπτύξει τις νόμιμες οργανώσεις ώστε να μπορούν να εκπληρώνουν τον σκοπό τους και σκοπός τους είναι η πάλη του λαού για το ψωμί και για τη λευτεριά του. Γι’ αυτό ακριβώς και η μεγάλη μάχη δίνεται για τον παράνομο μηχανισμό και οι αντίπαλοί μας προσπαθούν να τρομοκρατήσουν όσους δουλεύουν στον παράνομο μηχανισμό.
Εγώ δεν αρνούμαι ότι ήρθα στην Ελλάδα ακριβώς για να εφαρμόσω τη γραμμή του κόμματος. Στο εξωτερικό άλλωστε έμεινα 3-4 μήνες όλους όλους, πάντοτε ήμουν εδώ. Το ζήτημα είναι ποια είναι αυτή η πολιτική, διότι εδώ και από τις δύο πλευρές υπάρχει αντίθεση και παρεξήγηση. Δεν θα αρχίσω να ανατρέχω στο παρελθόν διότι δεν είναι οι αντίπαλοί μας οι αναμάρτητοι που μπορούν να βάλουν τον λίθο εναντίον μας και ξέρουμε καλά πώς προκλήθηκε και ο Δεκέμβριος και ο εμφύλιος πόλεμος και δεν είναι με το μέρος μας το λάθος, το αμάρτημα. Εν πάση περιπτώσει εμείς σταματήσαμε, υποχρεωθήκαμε να σταματήσουμε τον εμφύλιο πόλεμο και διακηρύξαμε ότι από δω και πέρα με όλες μας τις δυνάμεις θα αγωνισθούμε για το ψωμί, για ελευθερίες, δικαιοσύνη και γενική αμνηστία. Μα υπάρχουν πρόσφυγες έξω και αυτοί αποτελούν απειλή για την Ελλάδα και τι θα γίνει; Οι πρόσφυγες είναι αναγκαστικά έξω. Πρώτα πρώτα, δεν είναι σωστό ότι εκπαιδεύονται και γυμνάζονται στρατιωτικά. Εάν πάρετε τα ίδια τα «Στρατιωτικά Νέα», το φύλλο του Γενικού Επιτελείου επανειλημμένα έχει γράψει ότι δουλεύουν «σαν είλωτες» στα διάφορα εργοστάσια, κολχόζ κ.λπ. Επομένως είναι καινούργιο φασούλι το ότι γυμνάζονται για να έρθουν στην Ελλάδα. Η ξενιτιά είναι πικρό πράγμα και ο καθένας απ’ αυτούς νοσταλγεί και θέλει να έρθει στην Ελλάδα. Όλα αυτά που λέγονται είναι συκοφαντίες και ψέματα και θα σας φέρω ένα παράδειγμα. Δημοσιεύθηκαν μερικές φωτογραφίες από Ελληνόπουλα που είχαν ορισμένα πηλήκια στις σχολές που δουλεύουν, σχολές τεχνικές.
Γράφουν οι εφημερίδες ότι αυτά εκπαιδεύονται στρατιωτικά. Ένα σχόλιο όμως στον «Εθνικό Κήρυκα» με τίτλο τα Ελληνόπουλα λέει: «Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός των συμμοριτών μεταδίδει ότι παρεχαράχθησαν αι φωτογραφίαι των ελληνοπαίδων που εδημοσιεύθησαν εις τον ημερήσιον Τύπον με στολάς στρατιωτικάς από τα σχολεία της Κομινφόρμ. Ένα από αυτά τα παιδιά, μεταδίδει ο σταθμός, ευρίσκεται πράγματι εις Τσεχοσλοβακίαν, η στολή όμως την οποίαν φέρει δεν είναι στρατιωτική αλλά στολή ανθρακωρύχου, όπως φαίνεται και από τις δυο αξίνες χιαστί που υπάρχουν εις το πηλήκιόν του. Τα Ελληνόπούλα λοιπόν που ευρίσκονται εις τας χώρας του παραπετάσματος ομολογούν οι ίδιοι ότι τα έχουν και εργάζονται κατά τον πλέον σκληρόν τρόπον και νεαραί ακόμα υπάρξεις γίνονται ανθρακωρύχοι διά να δουλέψουν δια τον κόκκινον φασισμόν. Παραδέχονται λοιπόν ότι συμβαίνει ένα τέτοιο πράγμα». Εν πάση περιπτώσει το ζήτημα είναι ότι ούτε ετοιμάζουμε καμιά επίθεση στην Ελλάδα ούτε ποτέ διακηρύξαμε τέτοια πράγματα είτε φανερά είτε κρυφά. Οι πρόσφυγες έξω δουλεύουν για να ζήσουν. Όλοι θέλουν να έρθουν στην Ελλάδα και τα παιδιά και οι μεγάλοι, φθάνει φυσικά να υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες και το κλίμα, που συνίσταται στην άμβλυνση των παθών, όταν σταματήσουν οι έμποροι του μίσους να αναπτύσσουν ακριβώς αυτό το μίσος.
Ένα άλλο σημείο αφορά τις σχέσεις με τις διάφορες χώρες και ειδικά τη Σοβιετική Ένωση. Κάθε κόμμα έχει τη δική του πολιτική και τα αστικά κόμματα δεν είναι απολύτως σύμφωνα στην εξωτερική τους πολιτική· άλλα προσεγγίζουν προς την Αμερική και άλλα αμφιταλαντεύονται μεταξύ Αμερικής και Αγγλίας. Έτσι και εμείς έχουμε την εξωτερική μας πολιτική. Πιστεύουμε ότι αν η Ελλάδα παρασυρθεί σε ένα νέο πόλεμο, ο πόλεμος αυτός μόνον καταστροφές μπορεί να της φέρει και συνεπώς η θέση της είναι να μείνει έξω από κάθε περιπέτεια. Πιστεύουμε επίσης ότι η εξάρτηση από την Αμερική όχι μόνο θα βλάψει την Ελλάδα, αλλά θίγει και την ανεξαρτησία της. Να σας φέρω ένα παράδειγμα. Προχθές περιμέναμε όλοι να δούμε τι θα πει ο Πιουριφόι, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που και ο ίδιος αναγκάστηκε να κάνει δηλώσεις και να πει: (Γράφουν οι εφημερίδες) «…Οι Έλληνες πρέπει να πάψουν να ερωτούν περί των προθέσεων της αμερικάνικης πρεσβείας και ν’ αποφασίσουν οι ίδιοι εάν θέλουν ή όχι την κυβέρνησιν των» («Βήμα» 23/2). Νομίζω ότι δεν χρειάζεται σε τέτοιο βαθμό να δένεται η Ελλάδα από μια μεγάλη δύναμη γιατί ασφαλώς θίγει την ανεξαρτησία της.
Επίσης ένας καινούργιος πόλεμος δεν πρέπει να βρει την Ελλάδα αντίθετη στη Σοβιετική Ένωση, με την οποία δεν μας χωρίζει τίποτα και στο κάτω κάτω της χρωστούμε και τη λευτεριά μας, γιατί αν δεκαπέντε εκατομμύρια Σοβιετικοί εργάτες δεν θυσιάζονταν στον πόλεμο ίσως η Ευρώπη να στέναζε κάτω από την μπότα των Γερμανών. Αυτή είναι η πολιτική που πιστεύουμε ότι πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα. Και ποιος πιστεύει ότι η πολιτική αυτή είναι προδοτική; Μέσα στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής που εξυπηρετεί την Ελλάδα παρακολουθούμε όλες τις εκδηλώσεις της πολιτικής ζωής της χώρας και μας ενδιαφέρουν όλοι οι τομείς της, και ο πολιτικός και ο κοινωνικός και φυσικά και κάθε ενδεχόμενο πολεμικής προετοιμασίας που κάνει η χώρα.
Γενικά μας ενδιαφέρουν όλα τα παρασκήνια της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της χώρας. Ένας άλλος πολιτικός που κυκλοφορεί ελεύθερα μπορεί να πάει στου Ζαχαράτου ή στους διαδρόμους της Βουλής και να τα μαθαίνει όλα αυτά. Εμείς που ζούμε παράνομα πρέπει να αναζητήσουμε αναγκαστικά άλλους τρόπους για να μπορέσουμε να μάθουμε ό,τι είναι δυνατόν να μάθουμε και απ’ αυτό ακριβώς προέρχεται και το ενδιαφέρον μας να μαζεύουμε διάφορες πληροφορίες όπως ανέφερα και στην προηγούμενη δίκη, που έδινε πληροφορίες και ο ιδιαίτερος του Τσουδερού και του υπουργού Τύπου κ.λπ. Από του σημείου όμως αυτού μέχρι του να μας κατηγορούν για κατασκοπεία υπάρχει μεγάλη απόσταση. Έχω ένα απόκομμα του «Έθνους» που λέει τα εξής: «Ν. ΥΟΡΚΗ 18/2/52. Κατά τηλεγράφημα των Τάιμς εκ Λευκωσίας Κύπρου θα κατασκευασθεί εις την νήσον αυτήν μεγάλη αμερικανική αεροπορική βάσις, δυναμένη να χρησιμοποιείται από τα καλύτερα των αμερικάνικων βομβαρδιστικών, τα εξακινητήρια «Β 36″. Προσωπικόν εκ 3.000 Αμερικανών θα εγκατασταθεί εις Κύπρον».
Έρχομαι τώρα σε ένα άλλο σημείο. Από την προηγούμενη δίκη ως τη σημερινή ποια νέα στοιχεία προέκυψαν για να μας παραπέμψουν πάλι. Ένα στοιχείο είναι οι ασύρματοι και συγκεκριμένα ότι εγώ είχα τους ασυρμάτους. Πρώτα απ’ όλα για να καθοδηγεί κανείς τους ασυρμάτους προϋποθέτει μιαν επίσκεψη σ’ αυτούς. Η Καλλιθέα δεν λέει τίποτα. Λέει μόνο ο Αργυριάδης ότι πέρασα εγώ κάποτε από εκεί αλλά με αναγνώρισε αργότερα, όταν είδε τις φωτογραφίες στους τοίχους. Με τον Αργυριάδη καθήσαμε μαζί αρκετό καιρό στη φυλακή στην Ακροναυπλία. Δεν νομίζω ότι ήταν ανάγκη να με δει στις φωτογραφίες για να με γνωρίσει. Ίσως να οφείλεται κι αυτό στη δειλία του Αργυριάδη και του αδερφού του, όπως άλλωστε κατατέθηκε.
Ένα άλλο είναι τα ίδια σήματα που «διεβιβάζοντο» στην ηγεσία του κόμματος όπως κατατέθηκε. Αυτά τα πιάσανε στον αέρα και ύστερα αποκρυπτογραφήθηκαν. Και εδώ μένουν πολλά ερωτήματα και ερωτηματικά. Ποιος μπορεί να εγγυηθεί την αλήθεια αυτών των σημάτων, αφού δεν υπάρχει απόδειξη ότι είναι πραγματικά; Μα παρουσιάζουν αληθοφάνεια. Γιατί ο Βαβούδης δεν έκαψε τον κώδικα; Αλλά ας δούμε τώρα τι αληθοφάνεια έχουν τα σήματα. Από όλα όσα ανακοινώθηκαν δεν υπάρχει περίπτωση που το ίδιο το σήμα να αποκαλύψει κάποιο γεγονός. Και η περίπτωση του Μπάτση και σειρά άλλων γεγονότων, όλα αυτά είχαν αποκαλυφθεί και είχαν γραφεί στις εφημερίδες. Επίσης υπάρχουν και ανακρίβειες μέσα. Θα αναφέρω τούτο. Αναφέρθηκε ότι «ο 21 μετεφέρθη στις αρχές Αυγούστου στις φυλακές και από κει μας έστειλε ειδοποίηση να τον βάλουμε υποψήφιο». Εγώ δεν μεταφέρθηκα ποτέ στις φυλακές. Ήμουν απομονωμένος στην Ασφάλεια. Ας κάνουμε την υπόθεση ότι όλα τα σήματα είναι αυθεντικά, γνήσια. Για να δούμε πού μπορεί να στηριχθεί η κατηγορία περί κατασκοπείας. Το γεγονός ότι στέλνονταν στην ηγεσία του κόμματος, αυτό δεν αποτελεί στοιχείο. Θα σας διαβάσω το εξής από την «Καθημερινή». «Ο ηγέτης του γαλλικού κόμματος Μορίς Τορέζ, ο οποίος μετέβη προ έτους και πλέον εις την Ρωσίαν δια να υποβληθεί εις θεραπείαν δια προσβολήν παραλύσεως, κατευθύνει την δράσιν του κόμματός του εις την Γαλλίαν από την Σοβιετικήν Ένωσιν». « Η «Ουμανιτέ» εδημοσίευσεν εις την πρώτη σελίδα της μία συνέντευξιν του Τορέζ με τον γραμματέα του κόμματος Ογκίστ Λεκέρ, ο οποίος λέγει ότι η γενική κατάστασις του Μορίς του επιτρέπει να λαμβάνει ενεργόν μέρος εις την καθοδήγησιν του κόμματός μας».
Έπειτα σε εκατοντάδες σήματα που υπάρχουν στην περίοδο που ήμουν εγώ ελεύθερος μόνον δύο αναφέρονται σε στρατιωτικές πληροφορίες και ελάχιστα άλλα όταν πια εγώ δεν ήμουν έξω. Σε ένα από αυτά αναφέρεται ότι σε ένα ξερονήσι γίνονται έργα και στη συνέχεια αναφέρει ότι ένας όρος της ελληνοτουρκικής συμμαχίας είναι να μην προβάλει η Ελλάδα αξιώσεις για την Κύπρο και γενικά αναφέρεται στις σχέσεις μας με την Τουρκία. Αν λογαριάσει κανείς ότι πριν από λίγες μέρες σε τούρκικη εφημερίδα δημοσιεύθηκε σχετικό άρθρο για την Κύπρο και τα Δωδεκάνησα, δεν νομίζω ότι πρόκειται περί πληροφορίας η οποία έχει στρατιωτική αξία. Σε παρόμοιες πληροφορίες σωστό θα ήταν να αναφέρονται και συντεταγμένες, διότι άλλως δεν έχουν έννοια. Μια δεύτερη πληροφορία είναι εκείνη που λέει ότι στον Αχλαδόκαμπο γίνονται οχυρά. Τι οχυρά να γίνουν εκεί; Μήπως κάναν κανένα κτίριο για να μείνουν οι χωροφύλακες; Μπορεί κανείς να διαπιστώσει αν εκεί γίνονταν οχυρά. Αυτές είναι όλες οι πληροφορίες που υποθέτω ότι δόθηκαν αυτή την περίοδο. Στην προηγούμενη δίκη υπήρχαν περισσότερες πληροφορίες στρατιωτικής φύσης. Αυτή είναι η κατασκοπεία που τόση εκμετάλλευση έγινε από τον εσωτερικό και εξωτερικό Τύπο.
Έρχομαι τώρα σε ένα άλλο θέμα, το θέμα των χρημάτων. Και αν υποθέσει κανείς ότι όλα αυτά που λέει ο Μπάτσης, είναι τελείως ακριβή πρόκειται περί ενός ποσού το οποίον νομίζω ότι το πολύ πολύ δεν περνάει τα τετρακόσια εκατομμύρια σε περίοδο ενάμιση χρόνου. Αν κάνει κανείς έναν υπολογισμό και συγκεκριμένα αν τα συγκρίνει με τα έξοδα τα οποία έχουν τα άλλα κόμματα, θα διαπιστώσει ότι δεν πρόκειται περί μεγάλου ποσού. Σαν παράδειγμα σας αναφέρω τα έξοδα του Πλαστήρα κατά την προεκλογική περίοδο και τα έξοδα του Συναγερμού κατά την περιοδεία του Παπάγου στην Πελοπόννησο που ανήλθαν σε δύο δισεκατομμύρια δραχμές.
Πρόκειται περί μεγάλου ποσού όταν απ’ αυτό διατέθηκαν τόσα χρήματα διά να συντηρηθούν άνθρωποι εξόριστοι και φυλακισμένοι, οικογένειες εξορίστων και για τόσην άλλη παράνομη δουλειά, έντυπο υλικό, προκηρύξεις κ.λπ.; Είναι μια σταγόνα στον ωκεανό. Τώρα από πού προέρχονται αυτά τα χρήματα μπορεί κανείς να το ξέρει. Από εράνους στο εσωτερικό και το εξωτερικό, όπως στη Γαλλία και σε άλλες χώρες. Μπορούσαμε δε να βρούμε και περισσότερα χρήματα και θα σας αναφέρω το εξής: Στο εξωτερικό δουλεύουν τριάντα χιλιάδες πρόσφυγες. Αυτοί αν κάνουν έναν έρανο και διαθέσουν ένα μεροκάματό τους θα μαζευτούν τεσσεράμισι χιλιάδες χρυσές λίρες που θα μπορούσε έτσι να ενισχυθεί το Κομμουνιστικό Κόμμα. Δεν έχω να προσθέσω περισσότερα.
Ο υπουργός των Εσωτερικών είπε ότι η δίκη αυτή θα είναι πολύ διδαχτική. Κατά τη γνώμη μου θα είναι πραγματικά διδαχτική. Το δίδαγμα που θα βγει είναι ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν χτυπιέται με τέτοια μέσα. Όπως απέδειξε η ιστορία του ως τα τώρα έχει βαθιές ρίζες ακατάλυτες, ποτισμένες με αίμα που έχυσε στους αγώνες για την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό. Εμείς πιστεύουμε στην πιο σωστή θεωρία που διανοήθηκαν τα πιο προοδευτικά μυαλά της ανθρωπότητας. Και η προσπάθειά μας, ο αγώνας μας είναι να γίνει η θεωρία αυτή πραγματικότητα για την Ελλάδα και τον κόσμο ολόκληρο! Αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από τους κατηγόρους μας. Το δείξαμε όταν εκινδύνευε η ελευθερία, η ανεξαρτησία και η ακεραιότητά της και ακριβώς αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες χωρίς πείνα και πόλεμο. Για τον σκοπό αυτό αγωνιζόμαστε και όταν χρειαστεί θυσιάζουμε και τη ζωή μας. Πιστεύω ότι δικάζοντάς μας σήμερα, δικάζετε τον αγώνα για την ειρήνη, δικάζετε την Ελλάδα. Δεν έχω τίποτα άλλο να προσθέσω».
Ο Εμφύλιος Πόλεμος που ρήμαξε τη χώρα τελείωσε και ένας απ’ τους πολλούς φυγάδες αγωνιστές της Αριστεράς, ο Νίκος Μπελογιάννης, ο άνθρωπος με το αφοπλιστικό χαμόγελο και το γαρύφαλλο, πρώην λοχαγός του ΕΛΑΣ, επιστρέφει στην Ελλάδα… Με το συνθηματικό όνομα Κώστας κρύβεται στο σπίτι ενός συντρόφου κι έρχεται σ’ επαφή με τον Νίκο Πλουμπίδη, καθώς και με άλλα μέλη του παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος.
Η κυβέρνηση Πλαστήρα, θέλοντας να εδραιώσει τη γαλήνη και να βοηθήσει την ανασυγκρότηση του τόπου, αντιμετωπίζει τους κομμουνιστές με σχετική επιείκεια. Οι στρατιωτικοί και οι μυστικές υπηρεσίες, όμως, με επικεφαλής τον Διευθυντή Ασφαλείας και τον αρχηγό της ΚΥΠ –υπό την άμεση καθοδήγηση του αμερικανού σταθμάρχη της ΣΙΑ και του πρέσβη των ΗΠΑ– δεν βλέπουν με καλό μάτι τις εξελίξεις, ιδιαίτερα όταν το κόμμα του Πλαστήρα ξανακερδίζει τις εκλογές.
Στην προσπάθειά τους να υπονομεύσουν την κυβέρνηση, στήνουν μια «κομμουνιστική συνωμοσία» και δίνουν ευρεία δημοσιότητα στη σύλληψη του Μπελογιάννη και της αγαπημένης του συντρόφου Έλλης Ιωαννίδου, καθώς και μερικών άλλων μελών του ΚΚΕ. Το έκτακτο στρατοδικείο, με συνοπτικές διαδικασίες, τους καταδικάζει σε θάνατο αλλά ο πρωθυπουργός Πλαστήρας αναστέλλει την εκτέλεση της ποινής.
Τους οδηγούν σε νέο, τακτικό στρατοδικείο αυτή τη φορά. Στη δίκη, οι κατηγορούμενοι καταθέτουν ευθαρσώς ότι δεν δικάζονται για τις πράξεις τους αλλά για τις ιδέες τους, κι αρνούνται διαρρήδην το χαλκευμένο κατηγορητήριο. Παρ’όλα αυτά, το δικαστήριο καταδικάζει σε θάνατο οκτώ από τους κατηγορούμενους και οι Αμερικανοί πιέζουν την κυβέρνηση και τον Βασιλιά να μην τους δώσει χάρη.
Ο Πλουμπίδης στέλνει επιστολή, με την οποία διαβεβαιώνει ότι αυτός είναι ο επικεφαλής του παράνομου μηχανισμού του κόμματος και όχι ο Μπελογιάννης, αλλά τόσο οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες, όσο και η εκτός Ελλάδας ηγεσία του ΚΚΕ θεωρούν την επιστολή του πλαστή. Για να μην κινδυνεύσει η ενότητα του κόμματος, οι Μπελογιάννης και Πλουμπίδης δεν δίνουν περαιτέρω έκταση στο γεγονός. Ο πρώτος και τρεις σύντροφοί του οδηγούνται νύχτα στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Κάτω από το δικό του, ονόματα «βαριά« του ελληνικού κινηματογράφου, όπως: Μάνος Κατράκης, Πέτρος Φυσσούν, Κώστας Καζάκος, Αλέκος Αλεξανδράκης, Άγγελος Αντωνόπουλος, Αντώνης Αντωνίου, Βαγγέλης Καζάν και Μίρκα Παπακωνσταντίνου που υποδύθηκε τη σύντροφο του Μπελογιάννη, την Έλλη Παππά.
Ακολουθεί μια συζήτηση αναμνήσεων από το αρχείο του ΑΠΕ-ΜΠΕ, με τον άνθρωπο που ο σκηνοθέτης της ταινίας και εκ των σεναριογράφων Νίκος Τζίμας, (ο άλλος ήταν ο δημοσιογράφος Πότης Παρασκευόπουλος) επέλεξε για να υποδυθεί τον Νίκο Μπελογιάννη.
Κάπως έτσι λοιπόν άρχισαν όλα
Πώς προέκυψε και σας πρότειναν ένα ρόλο με απαιτήσεις τη στιγμή που δεν είχατε ιδέα από ηθοποιία; ρωτάμε τον Φοίβο Γκικόπουλο, ομότιμο καθηγητής σήμερα του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης.
“Τον ρόλο του Μπελογιάννη στην ταινία ήταν να τον παίξει ο Ιταλός ηθοποιός Τζιάν Μαρία Βολοντέ (Gian Maria Volonte), με τον οποίο ο σκηνοθέτης Νίκος Τζίμας είχε υπογράψει συμβόλαιο. Έτσι, έψαχνε έναν μεταφραστή για τα Ιταλικά, κυρίως για το κομμάτι της απολογίας, που ήταν το βασικό τμήμα της ταινίας.
Απευθύνθηκε στο Ιταλικό Ινστιτούτο, απ΄ όπου τον παρέπεμψαν σ΄εμένα. Τότε δίδασκα και στο μεταφραστικό τμήμα του Ιταλικού Ινστιτούτου και ήμουνα και μεταφραστής. Βρεθήκαμε. Μου έδωσε τα κείμενα και μεταξύ αστείου και σοβαρού με λέει: “Α ρε γαμώτο, να σε είχα συναντήσει νωρίτερα. Ποιος Βολοντέ και ξέρω εγώ… Εσύ θα ήσουν ο Μπελογιάννης”.
Στη συνέχεια, ένα βράδυ, έτσι ξαφνικά μου τηλεφωνεί από τη Ρώμη και εν εξάλλω μου λέει: ο Βολοντέ έσπασε το συμβόλαιο γιατί αρρώστησε. Επιστρέφω αύριο στην Ελλάδα και αρχίζουμε τα γυρίσματα. Δεν κατάλαβα του λέω, ποια γυρίσματα;… Θα πάρεις εσύ το ρόλο, μου λέει και επιμένει…
Φθάνοντας στην Ελλάδα μου τηλεφωνεί από το αεροδρόμιο και μου ζητάει να βρεθούμε για να κουβεντιάσουμε. Ήδη η μισή ταινία είχε ολοκληρωθεί. Έλειπαν μόνο οι σκηνές με τον Μπελογιάννη.
Εγώ από την άλλη την ιστορία του Μπελογιάννη την ήξερα. Είχα διαβάσει και το σενάριο και δεν σου κρύβω ότι κάτι μ΄έτρωγε μέσα μου, κάτι με γοήτευε… Με άλλα λόγια: “τραβάτε με κι ας κλαίω” ήταν το θέμα. Τελικά δέχτηκα! Κάπως έτσι λοιπόν άρχισαν όλα”.
Πως νοιώσατε συνειδητοποιώντας ποιοι ήταν οι συμπρωταγωνιστές σας; “Τι να σας λέω…. Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν, τι δουλειά έχω εδώ μέσα; Σκεφτόμουν συνέχεια, πως θα αντιδράσουν άραγε όλοι αυτοί οι γνωστοί ηθοποιοί;
Και πως αντέδρασαν; Όλοι τους ήταν άψογοι απέναντί μου. Ά-ψο-γοι! Για παράδειγμα: Εγώ όπως σας είπα δεν είχα διόλου πείρα ηθοποιού. Εκτός από κάτι σχολικές παραστάσεις δεν είχα καμιά άλλη σχέση με ηθοποιία και γυρίσματα ταινιών. Είπαμε να κάνουμε ένα δοκιμαστικό. Το γυρίσαμε με τον Αντώνη Αντωνίου. Ήταν άψογος. Να είναι καλά ο άνθρωπος! Με βοήθησε πολύ. Ο Κατράκης πάλι ήταν συγκλονιστικός. Με ενθάρρυνε. Μου έλεγε συνέχεια: “ μη σταματάς, συνέχισε”. Την ίδια ώρα ο υπεύθυνος φωτογραφίας, ο Νίκος Καβουκίδης, με τις συμβουλές του με βοήθησε πάρα πολύ.
Γενικότερα αυτό που που έχω να πω είναι ότι όλοι οι “συνάδελφοι” (εντός εισαγωγικών) με αντιμετώπισαν με τον καλύτερο τρόπο και με βοήθησαν πολύ”.
Πόσο σας επηρέασε η ενσάρκωση του Νίκου Μπελογιάννη και ό,τι “κουβαλούσε” αυτό το όνομα; “Αν και ήμουν ήδη διαμορφωμένος πολιτικά και δεν ήμουν “ παρθένος” σε τέτοιου είδους επιρροές, μπορώ να πω ότι το έζησα πολύ έντονα. Ειδικά το κομμάτι της απολογίας στο δικαστήριο και βεβαίως της εκτέλεσης. Η φόρτιση ήταν πολύ έντονη. Στο δικαστήριο είχα αποξενωθεί απ΄όσα συνέβαιναν γύρω μου. Πραγματικά ζούσα τη σκηνή…
Συνήθως τα γυρίσματα γίνονται δύο, τρεις ή και περισσότερες φορές, ώσπου ο σκηνοθέτης να μείνει ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα. Εγώ, αν και δεν ήμουν επαγγελματίας, έβγαλα τη σκηνή της απολογίας με την πρώτη… Η σκηνή γυρίστηκε ακόμη μία φορά, για παν ενδεχόμενο!”.
Σημαντικό κομμάτι της σημερινής νεολαίας φαίνεται να μην γνωρίζει καν την ύπαρξη του Νίκου Μπελογιάννη.
Αν τους είχατε μπροστά σας, τι θα τους λέγατε; Όχι μόνο σε αυτούς αλλά σε όλους του νέους θα έλεγα να ενσκύψουν στην ιστορία της Ελλάδας, στην ιστορία του τόπου, να μάθουν, να ψάξουν και να έχουν ανοιχτό μυαλό. Να μην εγκλωβίζονται στον κόσμο των ριάλιτι και σε όλη αυτή την πολιτισμική υποβάθμιση…
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ: 1994 – 1996
ΠΑΡΙΣΙ, ΑΘΗΝΑ, ΒΡΑΧΑΤΙ, ΧΑΓΗ, ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ
Όπερα σε δύο πράξεις
Βασισμένη στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή
Λιμπρέτο : Μίκης Θεοδωράκης
Μουσική Διεύθυνση
Alexander Chernushenko
Διανομή
Αντιγόνη: EMILIA TITARENKO
Οιδίπους: JURI WOROBIOW
Κρέων: WLADIMIR FELJAER
Ιοκάστη: IRINA LIOGKAJA
Ετεοκλής: PETER MIGOUNOV
Πολυνείκης: EUGENI WITSHNEWSKI
Αίμων: LEONID REPIN – HAEMON
Κορυφαίος: JURI KOVALENCO
Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία της Αγίας Πετρούπολης
Τα πρόσωπα
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
ΚΡΕΩΝ
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
ΑΙΜΩΝ
ΙΟΚΑΣΤΗ
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
ΑΝΔΡΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ
ΜΙΚΤΟΣ ΧΟΡΟΣ
Πρώτη πράξη
(CD I)
1. Οιδίπους: Μακάρι να είσαι αγνός, Άνθρωπε… 6:03
2. Οιδίπους: Έγινα θέαμα φρικτό, εγώ που δώρισα … 3:5
3. Οιδίπους: Θεοί ραδιούργοι… 8:44
4. Κορυφαίος: Μεγάλε βασιλιά, έστειλα κατάσκοπους … »4:48
5. Χορός: Ο στρατός ξεκίνησε, ξεχύθηκε στον κάμπο …»2:59
6. Ετεοκλής: Δεν ωφελούν οι φωνές σας…. 3:14
7. Πολυνείκης : Τους σύρτες στις πύλες οι φρουροί … 1:41
8. Ιοκάστη: Γιέ μου, παιδί μου ακριβό … 8:25
9. Χορός: Μα να! Ο Ετεοκλής έρχεται τώρα. 13:17
10. Χορός: Κόρη του Δία Αθηνά, … 4:06
(CD II)
1. Κορυφαίος: Δεν ζουν Κρέοντα, οι γιοί της αδελφής σου … 8:24
2. Χορός: Το δρόμο τον σκοτεινό πήραν του Άδη … 1:59
3. Αντιγόνη: «Με τα μαλλιά ξεσκέπαστα να πέφτουν … 9:00
4. Κρέων: Τα δάκρυα σταματήστε και τους θρήνους … 5:27
5. Αντιγόνη: Όχι, τον σκοτωμένο δεν θα αφήσω … 4:32
Πράξη δεύτερη
6. Κρέων: Πώς τόλμησες να παραβείς το νόμο; 8:23
7. Αντιγόνη: Πως θα πεθάνω το ΄ξερα. 3:50
8. Κρέων: Μάθε πως τ΄ αγύριστα κεφάλια συντρίβονται …»5:19
9. Κρέων: Παιδί μου, έμαθες πως τιμώρησαν με θάνατο … 6:40
10. Χορός: Έρωτα μάχαν ανίκατε 4:18
11. Αίμων: Έφτασα στον Άδη βιαστικά … 2:37
12. Αντιγόνη: Έρωτα μάχαν ανίκατε… 6:26
13. Αίμων: Μόνη δίχως φίλους … 2:54
14. Αντιγόνη: Ήλιε μου και φως αγαπημένο… 2:46
ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ
Σκηνή 1
(Βγαίνει ο Οιδίπους συνοδευόμενος από 7 γέροντες και τον Κορυφαίο)
ΟΙΔΙΠΟΥΣ: Μακάρι να είσαι αγνός, Άνθρωπε. Ιερή αγνότητα να σε τυλίγει. Όλα τα λόγια και τα έργα σου να ’ναι σε αρμονία με τους ιερούς νόμους του σύμπαντος. Ω συμπαντικό κέντρο του απείρου! Ω συμπαντική αρμονία των ουρανών! Ζεις αρμονικά με τους νόμους των ουρανών. Η δυσαρμονία και η έπαρση γεννούν τον τύραννο. Ανόητα φουσκώνει, μα στο τέλος πέφτει στον γκρεμό όποιος δε λογαριάζει τη θεία Δίκη. Έγινα θέαμα φριχτό, εγώ που δώρισα το μεγαλύτερο καλό στη χώρα μου όταν το αίνιγμα της Σφίγγας έλυσα κι έτσι την πόλη έσωσα. Οι συμφορές άδικα με χτύπησαν. Οι θεοί άδικα με μίσησαν. Με τη μάνα μου επλάγιασα χωρίς να ξέρω, τον πατέρα σκότωσα χωρίς να θέλω, έγκλημα έκανα φριχτό χωρίς να φταίω, πρόσβαλα κάποιο θεό, δεν έχω φόβο για να πω το όνομά του. Ω σύννεφο του σκοταδιού μου αποτρόπαιο, θεοί ραδιούργοι, εσείς που δέσατε στον Καύκασο τον Προμηθέα…
ΧΟΡΟΣ
Ω! Ω!
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
…γιατί χάρισε τη φλόγα στους ανθρώπους.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Ανίερος είσαι. Μη!
ΧΟΡΟΣ
Ανίερος! Πάψε να μιλάς!
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Σταμάτα!
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Όμως μ’ αυτή την πράξη σας φανερώσατε το μίσος σας για τους θνητούς.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΧΟΡΟΥ
Στους Θεούς με σεβασμό πρέπει να μιλάς.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Αν δεν υπάρχει σέβας, τότε τιμωρούν φριχτά.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Έτσι τους κάνατε κοπάδι, δίχως σκέψη, κρίση, βούληση, ν’ ακολουθούν κάθε φορά τον υποτακτικό σας…
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Εσύ πώς τολμάς με τα φοβερά που έπαθες;
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
…τον πονηρό και τον διπρόσωπο, να τους τυλίγει με το μέλι και τις ψεύτικες αλήθειες τυφλωμένους.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Τα μάτια σου έβγαλες μοναχός σου.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΧΟΡΟΥ
Γιατί;
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Να πάει στράφι η δωρεά του Προμηθέα.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΧΟΡΟΥ
Τυφλός τα τ’ ώτα, τον τε νουν, τα τ’ όμματα.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Άδικα βασανίστηκες στον βράχο, Προμηθέα.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Βλάσφημος!
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Οι σπιούνοι των θεών φροντίζουν οι άνθρωποι να σβήνουν…
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Τολμάς τους θεούς να πολεμάς δίχως να έχεις κανένα στον κόσμο.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
…μόνοι τους τη φλόγα που τους δώρισες.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Σαν καλαμιά στον κάμπο είσαι, Οιδίποδα.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Σαν τα σκουλήκια και τους αρουραίους μάθανε να ζουν στη λάσπη και στο σκότος.
ΧΟΡΟΣ
Βρίζεις τους Θεούς, θα μετανιώσεις Οιδίποδα.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Δεν θέλουν οδηγό!
ΧΟΡΟΣ
Οιδίποδα, ξακουστέ απ’ τη χρυσή περόνη.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Έτσι και φυσήξει κάποιος απ’ τον Όλυμπο, θα γίνεις έρμαιο των ανέμων.
ΧΟΡΟΣ
Οιδίποδα, τα βάζεις με τους θεούς…
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Ανάμεσα στην κολακεία και στο κνούτο, στον δημοκόπο και στον τύραννο…
ΧΟΡΟΣ
…θα μετανιώσεις σκληρά γι’ αυτό.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
…αρέσκονται να βόσκουν το χόρτο της υποταγής και της συνήθειας.
ΧΟΡΟΣ
Την κόρη την αγαπημένη, την Αντιγόνη, δεν την λυπάσαι…
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Φύγε απ’ την πόλη. Φύγε μακριά. Τη μολύνεις.
ΧΟΡΟΣ
…π’ αφήνεις μόνη, δυστυχισμένη.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Αλίμονο σ’ όποιον τους ξυπνήσει.
ΧΟΡΟΣ
Την έσβησες.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΧΟΡΟΥ
Τα μάτια σου έβγαλες μοναχός σου. Γιατί;
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Όπως εγώ, θύματα των ίδιων τους των πράξεων θα γίνουν.
ΧΟΡΟΣ
Η πόλη δε σε θέλει.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
…γιατί τις πράξεις τους ελέγχουν θεοί ραδιούργοι.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΙ
Οι θεοί σε μισούν.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Αυτοί που με τη Σφίγγα και τον Τύραννο κρατούν σφιχτά τα γκέμια και σε τετράποδο τον έχουν καταντήσει τον άνθρωπο.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Ο βασιλιάς Κρέοντας μας διάταξε…
ΧΟΡΟΣ
Οι θεοί σε μισούν.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
…να δούμε που φεύγεις απ’ την πόλη και να χαρεί.
ΧΟΡΙΚΟ 1
Οιδίποδα τυφλέ στα μάτια και στο νου
τους θεούς προσβάλλεις
δεν σου συγχωρώ που τα βάσανά σου δεν σου δίδαξαν.
Να σκύβεις πρέπει ευλαβικά το κεφάλι
σ’ αυτούς που οι θεοί διάλεξαν να μας κυβερνούν
όπως ορίζουν οι Νόμοι της Εξουσίας.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ: Δεν περιμένω απ’ τους ανθρώπους να έχουν μνήμη. Η αχαριστία πιο πολύ κι απ’ το μαχαίρι σκίζει σάρκες. Δεν θέλω πια στ’ αυτιά μου φωνές ανθρώπων προσκυνημένων, φοβισμένων. Φύγετε! Φύγετε! Δεν θέλω ν’ ακούω λέξεις κενές. Τη φωνή του κυρίου σας την ξέρω καλά. Τυραννική, αυταρχική. Όμως ο τύραννος θα πληρώσει.
(Ο Χορός βγαίνει αργά. Καθώς φεύγουν, κοιτούν κατηφείς τον Οιδίποδα.)
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Εμένα με οδηγεί γαλάζιο φως σταλμένο από πολύ μακριά στα βάθη του απείρου. Εκεί κι εγώ πηγαίνω. Θα γίνω φως! Θα γίνω φως! Θα γίνω ένα με το φως του γαλαξία!
(Βγαίνει)
Σκηνή 2
(Εσωτερικό του φρούριου της Θήβας. Έπαλξη. Ο Ετεοκλής κοιτάζει από ψηλά τον κάμπο όπου είναι παρατεταγμένοι οι Αργίτες. Μετά βηματίζει συλλογισμένος και ανήσυχος. Ατμόσφαιρα βαριά. Σε μια γωνιά στριμωγμένες απ’ το φόβο, η μια πάνω στην άλλη, ο Γυναικείος Χορός, παρακολουθεί τον Ετεοκλή, κοκαλωμένες απ’ το φόβο. Μπαίνει βαρύς και σκεφτικός ο Κορυφαίος ακολουθούμενος απ’ τον Ανδρικό Χορό.)
Α’ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Μεγάλε βασιλιά, έστειλα κατάσκοπους στις τάξεις των εχθρών και τώρα τα γνωρίζω όλα λεπτομερώς. Επτά έχουν αρχηγούς, που πάνω σε ασπίδα ταύρου σφάξανε κι αφού τα χέρια τους βάψανε στο αίμα, στον Άρη και στον Φοίβο υψώνουν όρκους φοβερούς, τη Θήβα στο αίμα να πνίξουν.
ΧΟΡΟΣ
Μην αφήσετε τους εχθρούς μου να πατήσουν τους βωμούς και την ελληνική μας γλώσσα…
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Ώ Δια και Γή! Μην αφήσετε τους εχθρούς μας να πατήσουν τους βωμούς και την ελληνική μας γλώσσα.
ΧΟΡΟΣ
Μην αφήσετε τους εχθρούς μου να πατήσουν τους βωμούς και την ελληνική μας γλώσσα…
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Μη δεχτείτε σκλαβιά για τη λεύτερη χώρα μας. Ελάτε Σωτήρες, βοηθάτε μας. Μόνο πόλη λεύτερη τιμά τους θεούς!
(Ο Χορός κοιτάζει ανήσυχος πάνω απ’ τα τείχη. Παρακολουθεί τις κινήσεις του αργίτικου στρατού. Αντιδρά. Τέλος στρέφεται προς τον Ετεοκλή και του αφηγείται αυτό που βλέπει.)
ΧΟΡΟΣ: Ο στρατός ξεκίνησε, ξεχύθηκε στον κάμπο. Μπροστά καβαλάρηδες σύννεφο σκόνης σηκώνουν. Στρατιώτες με λευκές ασπίδες ορμούν να μας χτυπήσουν. Η βουή σπάει πάνω στα τείχη. Ποια θεά, ποιος θεός θα μας σώσει; Άρη, θα προδώσεις τον τόπο σου; Δία, πατέρα, τρέμω! Οι Αργίτες κυκλώνουν την πόλη. Διώξ’ τους! Σώσε τη Θήβα! Επτά στρατηγοί με το κοντάρι υψωμένο στις επτά πύλες πάνω προχωρούν. (Προσπέφτουν στους βωμούς.) Κόρη του Δία, Αθηνά, Ποσειδώνα και συ Άρη, Αφροδίτη, μητέρα της γενιάς μας. Απόλλων βασιλιά και συ Άρτεμη, Ήρα παντοδύναμη, πετροβολούν τους πύργους. Θεοί πυργοφύλακες, την πόλη βοηθάτε να μη λυγίσει, να μην πέσει σε ζυγό εχθρού που δε μιλά γλώσσα ελληνική.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Δεν ωφελούν οι φωνές σας. Δεν δίνουν θάρρος στο στρατό μας τον περικυκλωμένο. Πέφτετε στους βωμούς, στριγγλίζετε. Να μου λείπουν τέτοια καμώματα. Σπέρνετε τον πανικό και το φόβο. Τους εχθρούς μας έτσι βοηθάτε, ενώ εμείς χανόμαστε.
ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΧΟΡΟΣ
Γιε του Οιδίποδα, με τρόμαξαν οι θόρυβοι της μάχης κι ο φόβος μ’ έφερε στους Θεούς για τη Θήβα.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Παρακαλέστε τους θεούς οι πύργοι ν’ αντέξουν. Τους συμφέρει. Αν πέσει η πόλη, την χάνουν κι αυτοί.
ΧΟΡΟΣ
Να μην φτάσω να δω τους εχθρούς νικητές να ρημάζουν την πόλη.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Παρακάλα με τάξη. Η πειθαρχία είναι η μάνα της νίκης.
ΧΟΡΟΣ
Όμως ο θεός ισχυρότερος.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Δουλειά δική μας η θυσία στους θεούς. (Προς τις γυναίκες) Εσείς στο σπίτι.
Β’ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
(Ο Ετεοκλής βγαίνει με την ακολουθία του. Ο Χορός κοιτάζει πάνω απ’ τα τείχη.)
ΧΟΡΟΣ
Τώρα μανιασμένος ο Άρης χτυπά τα τείχη. Γύρω στην πόλη αστράφτουν. Σύννεφο πυκνό οι ασπίδες. Μάχης αιματόβαφης σημάδι. Τα δεινά των Ερινύων φέρνει ο Άρης στου Οιδίποδα τα τέκνα.
(Μπαίνει ο Πολυνείκης καχύποπτος με το ξίφος υψωμένο.)
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Τους σύρτες στις πύλες οι φρουροί γοργά τράβηξαν να μπω μέσα στα τείχη. Φοβάμαι όμως μην έχω πέσει σε παγίδα. Έχω και δεν έχω εμπιστοσύνη στη μάνα μου που μ’ έπεισε να ’ρθώ σε συμφωνίες. Όμως ας κρύψω το σπαθί. Γυναίκες, πέστε μου, είδατε την Ιοκάστη;
ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΧΟΡΟΣ
Πρώτα να πεις εσύ ποιος είσαι.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Ο Οιδίποδας του Λάιου γονιός μου κι η μάνα μου η Ιοκάστη.
ΧΟΡΟΣ
Σε προσκυνώ γονατιστή, Άρχοντά μου. Ε! Ε! κυρά μου, Ιοκάστη. Έβγα έξω. Αυτός που γέννησες είναι κοντά μας. Μην αργείς! Τρέξε ν’ αγκαλιάσεις το παιδί σου.
(Βγαίνει αργά η Ιοκάστη)
ΙΟΚΑΣΤΗ
Γιε μου, παιδί μου ακριβό, σε ξαναβλέπω. Αγκάλιασε τη μάνα σου, γείρε στην αγκαλιά μου. Μαύρα σγουρά μαλλιά, σκεπάστε μου το πρόσωπο. Ανέλπιστα κι αναπάντεχα σε ξαναβλέπω. Θα νιώσω η μαύρη άραγες την πρωτινή μου ευτυχία; Αχ γιέ μου, ερημωμένο τ’ άφησες το σπίτι διωγμένος απ’ τ’ άδικο τ’ αδερφού σου, εσύ ο πιο αγαπημένος στη Θήβα και στους φίλους.
ΧΟΡΟΣ
Κατάρα η γέννα της γυναίκας. Γι’ αυτό αγαπάνε τόσο τα παιδιά τους.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Στοχαστικά κι αστόχαστα ήρθα, μητέρα, στους εχθρούς μου. Ωστόσο πάνω απ’ όλα πρέπει την πατρίδα ν’ αγαπάμε. Με το σπαθί στο χέρι πέρασα την πόλη, φόβο είχα μεγάλο πως σε παγίδα μέσα θα έπεφτα θανάτου κι έκλαψα καθώς διάβαινα ξανά ανάμεσα σ’ αγαπημένα μέρη αποδιωγμένος άδικα να ζω σε ξένη πόλη. Και συ, μάνα, στους πόνους μέσα τυλιγμένη για τα δικά μου πάθη μόνο.
ΧΟΡΟΣ
Ανήκουστη των συγγενών η έχθρα.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Κάποιος κακός θεός βάλθηκε να αφανίσει το γένος του Οιδίποδα. Μ’ άνομο τρόπο εγώ παιδιά να κάνω, άνομους γάμους να’ χει κάνει ο γονιός σου. Πρέπει όμως τα πάθη που μας στέλνουν οι θεοί να υπομένουμε. Πες μου σαν έχασες την πατρίδα, είναι μεγάλη η συμφορά;
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Η πιο μεγάλη.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Ποιο το πιο σκληρό;
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Δεν έχεις γνώμη.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Σε δούλο αρμόζει γνώμη να μην έχει. Δεν σε συντρέχουν φίλοι.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Αθέλητα στο κέρδος είσαι σκλάβος. Αν δυστυχείς, οι φίλοι δεν αξίζουν.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Για τους θνητούς το πιο η πατρίδα.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Τόσο ακριβή, που λόγια δεν την λένε. Όμως εγώ φωνάζω στους θεούς πως άθελά μου κοντάρι σήκωσα ενάντια στην πατρίδα και τώρα, μάνα, εσύ μονάχα μπορείς στις δυστυχίες τις φοβερές να βάλεις τέλος.
Γ’ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
ΧΟΡΟΣ
Μα να! Ο Ετεοκλής έρχεται τώρα.
(Μπαίνει ο Ετεοκλής.)
ΧΟΡΟΣ
Σε σε το βάρος τώρα πέφτει, Ιοκάστη, να τα φιλιώσεις.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Ήρθα, μητέρα. Ήμουν στα τείχη και συ μου ζητάς να συναντήσω τούτον εδώ. Για σένα ήρθα, γιατί ξέρεις πως τιμώ τη δίκαια κρίση σου.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Μη βιάζεσαι. Μην ξεφυσάς σα λύκος. Τον αδελφό σου έχεις μπροστά σου κι όχι κανένα δράκο.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Μάνα, η αλήθεια δεν χρειάζεται λόγια. Η αδικία σαν άρρωστος σοφά βοτάνια θέλει. Αυτός πήρε όρκους και με ξεγέλασε. Αν ήταν όμως να μου δώσει ό,τι μου ανήκει, διώχνω το στρατό μπροστά στα τείχη να βασιλέψω ένα χρόνο κι έπειτα πάλι ο άλλος.
ΧΟΡΟΣ
Σωστά τα λόγια του ηχούν στ’ αυτιά μου.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Λόγια ξεκάθαρα θα πω. Στον ουρανών τα μάκρη, στ’ αστέρια και στον ήλιο κι ως το βυθό της γης είμ’ έτοιμος να πάω για να κρατήσω ολοδικιά μου τη βασιλεία. Αυτό το αγαθό, μάνα, την εξουσία θέλω για μένα κι αυτός αν θέλει να μείνει, ας μείνει, χωρίς να περιμένει να γίνω δούλος του ενώ είμαι βασιλιάς! Και τώρα μπρος! Τραβήξτε τα σπαθιά σας. Εμπρός, φωτιά! Σ’ αυτόν τη βασιλεία δε θ’ αφήσω.
ΧΟΡΟΣ
Πράξεις κακές. Δεν πρέπει να παινούνται.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Παιδί μου, Ετεοκλή, την πιο κακιά θεά έχεις διαλέξει, τη φιλαρχία. Πόνους πολλούς θα φέρουνε στην πόλη ο πλούτος που ζητάς κι η εξουσία. Σε σένα, Πολυνείκη. Ανόητα ήρθες να χτυπήσεις την πόλη σου. Γιε μου, τέτοια δόξα δεν ταιριάζει σε Έλληνες. Κι αν νικηθείς, στο Άργος πίσω πώς να τολμήσεις να γυρίσεις; Διπλό κακό η βιασύνη σου θα φέρει. Ή εδώ θα σκοτωθείς ή τ’ αγαθά σου στο Άργος θα τα χάσεις. Εμπρός λοιπόν, βιαστείτε. Βάλτε στην άκρη την έχθρα, φιλιώστε σαν αδέλφια.
ΧΟΡΟΣ
Θεοί, βοηθάτε.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Μάνα, δεν είν’ καιρός για λόγια. Σε ένα μονάχα θα συμφωνήσω, εγώ να βασιλεύω και να κρατώ τα σκήπτρα κι εσύ φύγε πριν σε σφάξω.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Και ποιος θα με σφάξει;
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Τολμάς και ζυγώνεις;
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Ω των θεών προγονικοί θεοί.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Που ήρθες να ρημάξεις;
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Μ’ ακούτε;
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Πώς να σ’ ακούσουν, που χτυπάς τη γη σου;
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Άδικα, ω θεοί.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Κράξ’ τους στις Μυκήνες.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Ανόσιος είσαι.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Μα όχι εχθρός όπως εσύ της χώρας.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Ακούς, πατέρα.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Ακούει αυτά που έκανες.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Κι εσύ, μητέρα.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Μάνα δε σου ταιριάζει να φωνάζεις.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Ώ πόλη
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Στο Άργος όταν πας, κράξε τη Λέρνα.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Θα πάω. Μάνα, σ’ ευχαριστώ.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Φεύγα απ’ τη χώρα.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Φεύγω. Τις αδερφές μου να δω.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Δεν θα σου γίνει το χατίρι.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Όμως εσύ έχε γεια, μητέρα.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Τι ωραία το έχε γεια, παιδί μου. Δύστυχη.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Δεν είμαι πια παιδί σου.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Δύστυχη, δύστυχη. Με πνίγει η δυστυχία.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Με βρίζει τούτος.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Γιατί και συ με βρίζεις, θα σε σφάξω.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Τον ίδιο πόθο έχω κι εγώ.
(Ξιφομαχούν.)
ΙΟΚΑΣΤΗ
Ω η μαύρη, η δύστυχη. Τι κάνετε, παιδιά μου.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Η πράξη θα το δείξει.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Κι απ’ του γονιού δε θα σωθείτε την κατάρα.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Καταραμένο το γένος του Οιδίποδα.
ΧΟΡΟΣ
Κόρη του Δία, Αθηνά, (μονομαχούν) Ποσειδώνα και συ Άρη (η Ιοκάστη ανάμεσά τους), Αφροδίτη, μητέρα της γενιάς μας, Απόλλων βασιλιά και συ Άρτεμη, Ήρα! παντοδύναμη, (αλληλοσκοτώνονται) πετροβολούν τους πύργους, (η Ιοκάστη πέφτει διαδοχικά επάνω τους και στη συνέχεια αυτοκτονεί) θεοί πυργοφύλακες, την πόλη βοηθείστε να μη λυγίσει, να μην πέσει σε ζυγό εχθρού που δεν μιλά γλώσσα ελληνική!
Σκηνή 3
(Μπροστά στο Παλάτι. Ο Κρέων κατεβαίνει μόνος τα σκαλιά. Σκεπτικός. Σε λίγο μπαίνει αργά, διστακτικά, ο Κορυφαίος. Ακολουθεί ο Γυναικείος Χορός και μετά ο Ανδρικός Χορός.)
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Δεν ζούνε, Κρέοντα, οι γιοι της αδερφής σου.
ΚΡΕΩΝ
Πάθη φοβερά για μένα και την πόλη ξεστομίζεις. Παλάτι του Οιδίποδα, μ’ ακούς; Παν τα παιδιά σου, χάθηκαν.
ΧΟΡΙΚΟ
Αν ήταν ζωντανό, θα ’κλαιγε κι αυτό.
ΚΡΕΩΝ
Αχ, δυστυχίες καυτές. Αχ, ο δόλιος.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Έχεις κι άλλα ν’ ακούσεις, δύστυχε.
ΧΟΡΙΚΟ
Κι άλλα ν’ ακούσεις…
ΚΡΕΩΝ
Χειρότερα απ’ αυτά μπορεί να γίνουν;
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Πάει, σκοτώθηκε η Ιοκάστη. Σφάχτηκε κι έσμιξε για πάντα με τους γιους της.
ΧΟΡΙΚΟ
Αρχίστε, ξεκινήστε μοιρολόι. Πάει, έσβησε το γένος του Οιδίποδα. Βαριά κατάρα απλώνει στην πόλη.
ΚΡΕΩΝ
Δύστυχη Ιοκάστη, σημαδεμένη πάντα ήσουν απ’ τη μοίρα. Πες μου, πώς έγινε το φονικό και πώς αλήθεψαν οι κατάρες του Οιδίποδα;
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Δεν μπόρεσε η δύστυχη να φιλιώσει τα παιδιά της. Μάταια προσπάθησε να τους πείσει…
ΧΟΡΙΚΟ
Δεν μπόρεσε…
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
…να δώσουν τα χέρια.
ΧΟΡΙΚΟ
Δεν μπόρεσε η δύστυχη…
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Να σώσουν την πόλη, να σωθούν κι αυτοί.
ΧΟΡΙΚΟ
Να δώσουν τα χέρια, να σώσουν την πόλη, να σωθούν κι αυτοί.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Άγρια λογομάχησαν και σα θηρία πέσανε ο ένας πάνω στον άλλον κι ανάμεσά τους η δόλια μάνα παράδερνε.
ΧΟΡΙΚΟ
Η μάνα… η μάνα…
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Στο τέλος σφάχτηκαν. Έσφαξε ο ένας τον άλλον την ίδια στιγμή και πέσαν μέσα στο δικό τους το αίμα.
ΧΟΡΙΚΟ
Σφάχτηκαν, πνίγηκαν μέσα στο δικό τους το αίμα.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Σαν είδε σφαγμένα τα παιδιά της η δόλια η μάνα, αρπάζει ένα σπαθί και κόβει το λαιμό της κι ως έπεσεν απάνω τους αγκαλιαστά το δρόμο τον αιώνιο, τον σκοτεινό πήρε του Άδη.
ΧΟΡΙΚΟ
Το δρόμο τον σκοτεινό πήραν του Άδη. Δύστυχη Ιοκάστη, σημαδεμένη πάντα ήσουν απ’ τη Μοίρα. Πάει, έσβησε το γένος του Οιδίποδα. Βαριά κατάρα πλακώνει την πόλη. Μα να, βλέπω να ’ρχονται τα κορμιά των νεκρών. Με τον ίδιο θάνατο κέρδισαν το αιώνιο σκοτάδι του Άδη.
Σκηνή 3 Β’ – ΘΡΗΝΟΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ
(Μπαίνουν στρατιώτες κρατώντας τα τρία φορεία με τους νεκρούς. Ακολουθεί η Αντιγόνη.)
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Με τα μαλλιά ξεσκέπαστα να πέφτουν στα τρυφερά μου μάγουλα και με την όψη κατακόκκινη, –όχι από ντροπής κοκκίνισμα παρθενικό– για τους νεκρούς ξεσκεπάζω το κεφάλι και λύνω τα μαλλιά μου, αυτούς θρηνώ θρήνο γοερό, ασταμάτητο θρήνο θρηνώ θρηνολόι σαν θρόισμα που σκίζει τον αέρα κι όλα θρηνούν μαζί μου γύρω μου Ουρανός και Γη πουλιά και συ γαλάζια θάλασσα θρηνείς και συ μαζί μου. Αχ, Πολυνείκη, τ’ όνομά σου βγήκε αληθινό για τη Θήβα για τη Θήβα η έχθρα σου φόνους πάνω στο φόνο ώσπου έσβησε το σπιτικό του Οιδίποδα. Αίμα πάνω στο αίμα και πάλι αίμα. Μέσα στο αίμα πνίγηκε για πάντα, χαρά της Ερινύας. Νάτοι οι νεκροί μου, μάνα κι αδέρφια. Ποια τραγουδίστρια, ποια μοιρολογίστρα, ποια θα μπορέσει να θρηνήσει μαύρο θρήνο για σας να πει. Δάκρυα, δάκρυα ατέλειωτα τρέξτε ώσπου να πνιγώ και να μη βλέπω. Ποια ελληνίδα ή βάρβαρη έπαθε πιο πολλά από μένα; Δάκρυα – για ποιον να ξεριζώσω τα μαλλιά μου; Για σένα, μάνα, που με βύζαξες για σας αδέρφια μου αγαπημένα. Φωτίζατε σαν Ήλιοι τη νιότη μου…
ΚΡΕΩΝ: Τα δάκρυα σταματήστε και τους θρήνους, είναι ώρα την ταφή τους να σκεφτούμε. Στο παλάτι μέσα να τους πάτε. Τούτον εδώ, τον Πολυνείκη, που την πατρίδα του ήρθε να κουρσέψει και να ρίξει στα σκυλιά, ρίξτε τον στα όρνια και στα σκυλιά ώσπου να σαπίσει το κορμί του. Και νόμο θέτω για όλους τους Θηβαίους: όποιος τολμήσει το νεκρό τούτον ν’ αγγίξει, θα πεθάνει! Και συ Αντιγόνη, σύρε στο σπίτι σταμάτα το τριπλό μοιρολόι και πρόσμενε το πένθος να τελειώσει για να φορέσεις πέπλα λευκά του γάμου σου με το γιο μου τον Αίμωνα.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Πατέρα, πατέρα, τι πίκρα κι ασήκωτα δεινά μας βρήκαν. Μα πιο πολύ κι απ’ τους νεκρούς, εσένα κλαίω τα βάσανά σου ασύγκριτα είναι και σε ρωτάω, το νέο βασιλιά. Με ποιο δικαίωμα ντροπιάζεις το νεκρό μου, ποιος είσαι εσύ και βάζεις νόμους πάνω σε νεκρούς;
ΚΡΕΩΝ
Γνώμη του Ετεοκλή κι όχι δικιά μου.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Άμυαλη γνώμη κι εσύ που την εδέχθης.
ΚΡΕΩΝ
Πώς; Προσταγές να μην τις εκτελούμε;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ποτέ, αν είναι κακές και άδικες.
ΚΡΕΩΝ
Αν και Θηβαίος, τη Θήβα ήρθε να χτυπήσει.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Όμως η Μοίρα τον τιμώρησε.
ΚΡΕΩΝ
Λοιπόν να ξέρεις, άταφος θα μείνει.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Θα τόνε θάψω εγώ, αυτό να ξέρεις.
ΚΡΕΩΝ
Και τότε σένα στο πλάι του θα θάψω.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τιμή μου να ’μαι δίπλα στους δικούς μου.
ΚΡΕΩΝ
Πιάστε την! Και στο σπίτι να την πάτε.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Όχι, τον σκοτωμένο δεν θ’ αφήσω. Περιφρονείς το νόμο του Θεού. Ένας ο νόμος: τους νεκρούς δεν πρέπει να ντροπιάζουν. Χώμα απαλό κανείς δε θα σου ρίξει. Στη μάνα μου την Ιοκάστη σε ικετεύω.
ΚΡΕΩΝ
Μοχθείς του κάκου.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τότε άφησέ με να τον λούσω…
ΚΡΕΩΝ
Κι αυτό η πόλη δεν τ’ αφήνει.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
…να πλύνω τις λαβωματιές του…
ΚΡΕΩΝ
Ποτέ!
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
…στο στόμα τον αδελφό μου να φιλήσω.
ΚΡΕΩΝ
Κακό στο γάμο σου θα φέρει ο θρήνος.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Το γιο σου ζωντανή θαρρείς πως θα τον πάρω; Το σιδερένιο ξίφος μάρτυράς μου: θα φύγω με τον αδελφό μου.
Σκηνή 4
(Το σκηνικό της Πρώτης Σκηνής, έξω από τα τείχη. Ημίφως. Ξημερώνει. Μέσα από το σκοτάδι, καθώς προχωρεί η μουσική της Εισαγωγής, διακρίνεται το νεκρό σώμα του Πολυνείκη. Θα το έβλεπα δεμένο-σταυρωμένο χιαστί επάνω σε μια διχάλα, όχι κάθετα αλλά πλαγιαστά, σε οξεία γωνία. Απόλυτη ερημιά. Μπαίνει με προφύλαξη η Αντιγόνη. Αρχίζει να πλένει και να θρηνεί το νεκρό. Ξαφνικά εμφανίζεται ο Κρέων.)
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΚΡΕΩΝ
Πώς τόλμησες να παραβείς το νόμο;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Ποιο νόμο; Τον δικό σου; Δεν σκέφτηκες ποτές πώς οι δικές σου διαταγές μπορεί να γίνουν νόμος ισχυρότερος απ’ το νόμο των θεών. Εσύ, θνητός, περιφρονείς των αθανάτων τους άγραφους νόμους. Δεν είναι τωρινοί, απ’ τα βάθη των αιώνων έρχονται και στους αιώνες πάνε. Μη θέλεις λοιπόν να βλαστημήσω τους θεούς μόνο και μόνο από φόβο των ανθρώπων. Πως θα πεθάνω το ’ξερα. Αυτός ο θάνατος θα ’ναι για με χαρά. Όχι, δε με φοβίζει αυτός ο θάνατός μου αφού το χρέος μου ξεπλήρωσα θαρρώ. Τον αδελφό μου δεν αφήνω ντροπιασμένο, όπως ορίζουν οι θεοί που κυβερνούν έλουσα με τα ίδια μου τα χέρια περιφρονώντας τις δικές σου εντολές. Έτσι ελεύθερη, γεμάτη περηφάνια το σκαλοπάτι της ζωής μου θα διαβώ τις ιερές σκιές των πεθαμένων αγαπημένα πρόσωπα θα βρω. Μάνα γλυκιά, το φως του ήλιου βλέπω στερνή φορά κοντά σας για να ρθω. Αν το κεφάλι έσκυβα στο φόβο κι η δύναμή μου ήταν λιγοστή, δυστυχισμένη θα ‘μουν μες στο χρόνο θα πέθαινα την κάθε μια στιγμή.
ΧΟΡΙΚΟ (ΜΙΚΤΟ)
Περήφανη σαν τον πατέρα της κι αυτή δεν ξέρει μπρος στον δυνατό να γονατίζει.
ΚΡΕΩΝ
Μάθε πως τ’ αγύριστα κεφάλια συντρίβονται όπως το σίδερο που σπάει και ραγίζει. Το ’ξερε πως αυτά που κάνει ήταν πράξεις τρελές κι όμως το ’κανε και τώρα καμαρώνει και γελά με τα καμώματά της. Δεν θα ’μαι άντρας, άντρας θα’ ναι αυτή αν την αφήσω ατιμώρητα να κλωτσάει την ισχύ μου.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Μ’ έπιασες. Σκότωσέ με. Τι άλλο;
ΚΡΕΩΝ
Εγώ τίποτα. Σ’ έχω στο χέρι.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Γιατί λοιπόν αργείς; Περιφρονώ τα λόγια σου. Δόξα καλύτερη δεν θα ’βρισκα άλλη απ’ αυτή. Τούτοι εδώ στο βάθος συμφωνούν όμως ο φόβος τούς λυγίζει. Η τυραννία κοντά στα άλλα κάνει ό,τι θέλει και ό,τι θέλει λέει.
ΚΡΕΩΝ
Στη Θήβα μόνο εσύ τα βλέπεις έτσι.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τα βλέπουνε κι αυτοί, όμως φοβούνται.
ΚΡΕΩΝ
Δεν ντρέπεσαι που πας ενάντιά τους;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Δεν είν’ ντροπή να σέβομαι το σπλάχνο της μητέρας μου.
ΚΡΕΩΝ
Κι ο Ετεοκλής δεν είναι σπλάχνο δικό της;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Αίμα μου κι αυτός.
ΚΡΕΩΝ
Και πώς τιμάς αυτόν που ντρόπιασε τον άλλον;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ζω για ν’ αγαπώ και ν’ αγαπιέμαι κι όχι να μισώ.
ΚΡΕΩΝ
Τράβα λοιπόν στον κάτω κόσμο, αφού το θες. Όσο εγώ θα ζω, γυναίκα δεν πρόκειται να διαφεντέψει.
(Οι φρουροί τρέχουν απότομα προς την Αντιγόνη, που έως αυτή τη στιγμή μένει ακίνητη. Την πιάνουν και την τραβούν βίαια προς τα έξω. Μπαίνει τρέχοντας ο Αίμων.)
ΚΡΕΩΝ
Παιδί μου, έμαθες μήπως πως τιμώρησα με θάνατο την Αντιγόνη κι έφτασες χολωμένος ή μήπως συμφωνείς και μ’ αγαπάς ακόμα;
ΑΙΜΩΝ
Είμαι δικός σου, πατέρα, τις συμβουλές σου πάντα άκουγα. Μπροστά τους ο γάμος τι βάρος να ‘χει;
ΚΡΕΩΝ
Μπράβο, παιδί μου, μπροστά στην πατρική τη γνώμη, τίποτα δε στέκει. Ευλογία τα πειθαρχικά παιδιά για να χτυπάνε τον εχθρό με λύσσα και να τιμούνε το γονιό τους. Μη χάσεις το μυαλό για τον πόθο μιας γυναίκας, γιε μου, τ’ αγκάλιασμά της παγωμένο θα ‘ναι σα σου βγει κακιά. Φτύσε την, γιε μου, σαν κατάρα κι άσ’ την να πάει να βρει γαμπρό στον Άδη. Εγώ την έπιασα να παραβαίνει το νόμο και στο λαό μπροστά δε δύναμαι να γίνω ψεύτης. Θα τη σκοτώσω.
ΑΙΜΩΝ
Πατέρα, ο νους είναι το πιο μεγάλο δώρο των θεών. Μιλάς σταράτα και σωστά, όμως είσαι ψηλά και δεν βλέπεις. Ο πολίτης φοβάται το βλέμμα σου, όμως εγώ μπορώ στα σκοτεινά ν’ ακούω και σου λέω, η πόλη θρηνεί την Αντιγόνη. Πράξη ωραία και ιερή έκανε να τιμήσει το νεκρό και τώρα άτιμα σβήνει. Δεν θα ‘πρεπε γι’ αυτό να τιμηθεί λαμπρά; Γι’ αυτό δώσε τόπο στην οργή κι άλλαξε γνώμη.
ΧΟΡΟΣ
Βασιλιά, αν μιλάω σωστά, άκουσέ τον προσεχτικά.
ΚΡΕΩΝ
Ένα παιδαρέλι θα ’ρθεί τώρα να μας μάθει στα γηρατειά;
ΑΙΜΩΝ
Για το δίκιο μιλάω κι αν είμαι νέος, τα έργα να μετράς κι όχι τα χρόνια.
ΚΡΕΩΝ
Έργο το λες να σέβεσαι τους ταραξίες;
ΑΙΜΩΝ
Της Θήβας ο λαός ομόφωνα τ’ αρνιέται.
ΚΡΕΩΝ
Η πόλη θα μου πει τι πρέπει εγώ να πράξω;
ΑΙΜΩΝ
Βλέπεις λοιπόν που μίλησες σαν παιδαρέλι;
ΚΡΕΩΝ
Με άλλον μαζί ή μόνος μου θα κυβερνώ την πόλη;
ΑΙΜΩΝ
Πόλη καμιά δεν είναι ενός ανθρώπου.
ΚΡΕΩΝ
Δεν ανήκει στον Άρχοντα;
ΑΙΜΩΝ
Όμορφα θα βασίλευες στην ερημιά.
ΚΡΕΩΝ
Αυτός, θαρρώ, με τη γυναίκα συμμαχεί.
ΑΙΜΩΝ
Αν είσαι συ γυναίκα… για σένα γνοιάζομαι. Λάθος κι άδικο έχεις.
ΚΡΕΩΝ
Ξεδιάντροπε! Λάθος να φέρομαι σαν βασιλιάς;
ΑΙΜΩΝ
Λάθος να κλωτσάς το νόμο των θεών.
ΚΡΕΩΝ
Σίχαμα! Σ’ έχει σκλαβώσει μια γυναίκα.
ΑΙΜΩΝ
Μ’ έχει σκλαβώσει η ντροπή.
ΚΡΕΩΝ
Δεν θα την πάρεις ζωντανή.
ΑΙΜΩΝ
Νεκρή; Νεκρός κι εγώ μαζί της.
ΚΡΕΩΝ
Φέρτε τη σιχαμένη και βάλτε την πλάι του. Μπροστά στα μάτια του να δει το θάνατό της.
ΑΙΜΩΝ
Ποτέ! Αυτό δε θα το δεις ποτέ! Κι ούτε ξανά την όψη μου θα δεις.
(Μένει λίγο ακίνητος. Ξαφνικά απότομα βγαίνει τρέχοντας.)
ΧΟΡΟΣ
Έφυγε, αφέντη, το παιδί όλο χολή και βιάση, θολώνει ο πόνος το μυαλό σαν είσαι νέος.
ΚΡΕΩΝ
Ό,τι κι αν κάνει, η απόφασή μου δεν αλλάζει.
ΧΟΡΟΣ
Θάνατος λοιπόν δεν βγαίνει απ’ το μυαλό σου.
ΚΡΕΩΝ
Σε πέτρινη βαθιά σπηλιά θα τήνε κλείσω ζωντανή-νεκρή κι αφού τον Άδη ξέρει να τιμά καθώς τιμά τους πεθαμένους, στον Άδη ας πάει κι αν βάλει γνώση, θα ‘ναι αργά γι’ αυτήν αφού ο θάνατος την περιμένει.
(Αποσύρεται με το κεφάλι σκυμμένο.)
ΧΟΡΟΣ
Έρωτα μάχαν ανίκατε
έρωτα στη μάχη ανίκητε
ορμάς και κατακτάς την πλάση
σε μάγουλα κοριτσιών κοιμάσαι
και σεργιανάς στις θάλασσες
σε σπίτια ερημικά στριφογυρίζεις
κανείς δε σου γλιτώνει κανείς θνητός
μήτε αθάνατος θεός
μπαίνεις μες στα κορμιά και τα τραυματίζεις
Έρωτα ανίκητε μάχαν ανίκατε
το νου θολώνεις
και σε χαμό οδηγείς.
Σκηνή 5 (FINALE)
(Σκοτάδι. Μετά από λίγο, εκτυφλωτική στιγμιαία λάμψη που τυφλώνει το κοινό. Μένει μέσα στο σκοτάδι που επανέρχεται το φάντασμα του Αίμωνα που μόλις διακρίνεται.)
ΑΙΜΩΝ
Έφτασα στον Άδη βιαστικά πριν από σένα, θα σε περιμένω για να ’ρθείς ξανά κοντά μου, τώρα πια δεν θα υπάρχουν εξουσίες φοβερές να μας χωρίσουν, ενωμένοι με του Χάρου τ’ αθάνατα δεσμά στο αιώνιο ταξίδι που ανοίγεται μπροστά μας, αγαπημένη.
(Αχνό, κίτρινο φως στην Αντιγόνη, που κάθεται στο χώμα με την πλάτη στον τοίχο.)
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Έρωτα μάχαν ανίκατε
έρωτα ανίκητε στη μάχη
έρωτα, που όσους κατακτάς, εξουσιάζεις,
(σηκώνεται)
κανείς θνητός δεν σου ξεφεύγει.
(Ο στρογγυλός κύκλος φωτός –με κέντρο την Αντιγόνη- κλείνει βαθμιαία.)
Ήλιε μου και φως αγαπημένο
ζωντανή-νεκρή σας χαιρετώ
τα σκαλιά του Άδη κατεβαίνω
πάω να παντρευτώ το θάνατο
το στερνό μου δρόμο τώρα παίρνω
άκλαυτη, μικρή κι ανύπαντρη
μόνη, δίχως φίλους, δίχως δάκρυα…
ΑΙΜΩΝ
Μόνη, δίχως φίλους, θα σ’ ακολουθώ.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
…στα σκοτάδια μέσα θα χαθώ…
(Ο κύκλος φωτός μόνο στο στήθος και στο πρόσωπο)
Μόνη, δίχως φίλους, δίχως δάκρυα, στα σκοτάδια…
ΑΙΜΩΝ
Μαζί… Μαζί σου κι εγώ.
(ο κύκλος φωτός μόνο στο πρόσωπό της. Μετά σκοτάδι.)
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
…μέσα θα χαθώ.
ΤΕΛΟΣ
ΗΛΕΚΤΡΑ
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ: 1992 – 1993
ΑΘΗΝΑ & ΒΡΑΧΑΤΙ
Όπερα σε δύο πράξεις
Βασισμένη στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή
Λιμπρέτο: Σπύρος Ευαγγελάτος – Μετάφραση: Κώστας Γεωργουσόπουλος
Μουσική Διεύθυνση
Μίκης Θεοδωράκης
Διανομή
Ηλέκτρα: Galina Dolbonos
Ορέστης: Vladimir Feljaer
Χρυσόθεμις: Emilia Titarenko
Κλυταιμνήστρα: Daria Rybakova
Παιδαγωγός: Peter Migounov
Αίγισθος: Eugeni Witshnewski
Πυλάδης: Sergej Leonwitch
Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία της Αγίας Πετρούπολης
Τα Πρόσωπα
ΗΛΕΚΤΡΑ
ΟΡΕΣΤΗΣ
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
ΠΥΛΑΔΗΣ
Πρώτη πράξη
(CD I)
Παιδαγωγός / Ορέστης / Πυλάδης 9:13
Ηλέκτρα: Καθάριο φως …” 6:47
Ηλέκτρα: Της Περσεφόνης…4:34
Ηλέκτρα: Γέροντες και γυναίκες… 2:30
Ηλέκτρα: Απ’ όλες τις μέρες που φύγαν … 3:48
Χρυσόθεμις: Αδελφή μου, τι φωνές ήρθες πάλι να βάλεις … 4:24
Ηλέκτρα: Τέτοια λοιπόν γυρνάνε στο μυαλό τους…2:57
Χρυσόθεμις: «Λένε πως το γονιό μας είδε σ’ όνειρο…” 3:56
Ηλέκτρα: Καλή μου, ό,τι κρατάς στα χέρια σου …” 9:13
Χρυσόθεμις: Ναι, θα το κάνω… 1:18
(CD II)
Χορός: Αν δεν είμαι μαντεύτρα τρελή…4:04
Κλυταιμνήστρα: Αδέσποτη… 7:41
Κλυταιμνήστρα: Προστάτη Φοίβε … 3:33
Παιδαγωγός: Χαίρε, βασίλισσα… 5:40
Παιδαγωγός: Μετά το πρώτο το κακό… 2:16
Χορός: Τότε λαός πολύς το τίμησε… 4:36
Κλυταιμνήστρα: Θεέ μου, πώς να το πω; 3:43
Ηλέκτρα: Τώρα σπαράζω, Ορέστη για τα πάθη σου… 1:57
Ηλέκτρα: Αλίμονο, η μαύρη… 5:06
Ηλέκτρα: Τα ξέρω… 2:25
Πράξη δεύτερη
(CD III)
Χρυσόθεμις: Χαρά με κυνηγάει! 6:09
Ηλέκτρα: Ό,τι θα σ’ ορμηνέψω… 3:21
Χρυσόθεμις: Πού τάχα να στηρίχτηκες… 2:17
Ηλέκτρα: Αναπάντεχο τίποτα δεν είπες… 1:48
Χορός: Αφού τα φρόνιμα πετούμενα … 4:12
Ορέστης: Καλές γυναίκες … 4:31
Ηλέκτρα: Ω θυμητάρι του πιο αγαπημένου … 7:01
Ορέστης / Ηλέκτρα / Πυλάδης 3:03
Ορέστης / Ηλέκτρα ( Η αναγνώριση ) 6:21
Χορός: Έργο Θεού!… 0:48
Παιδαγωγός: Θεότρελοι και χτυπημένοι στο μυαλό… 2:33
Ηλέκτρα: Ήσουν εδώ και κρύφτηκες … 3:49
Όλοι μαζί: Απόλλων βασιλιά… 3:28
Ηλέκτρα: Καλές μου, όπου να ’ναι τελειώνουν οι άντρες… 3:03
Κλυταιμνήστρα: Αχ, αχ! Σπίτι έρημο από φίλους… 5:19
Αίγισθος: Ω! Δία!… 2:38
Αίγισθος: Σωστά μιλάς … 1:58
Ηλέκτρα: Μη, για το θεό, μην τον αφήσεις… 1:34
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
Σκηνή 1
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Ορέστη, αγόρι του Αγαμέμνονος, Ορέστη, αξιώθηκες τώρα να δεις αυτό που πάντα κένταγε την όρεξή σου. Τώρα αντικρίζεις τη χρυσή Μυκήνα, απ’ όπου αγκαλιά σε πήρα, σε βάσταξα, σε γλίτωσα, σ’ ανάθρεψα, Ορέστη, τιμωρό των πατρικών αιμάτων.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ακριβέ ψυχοπατέρα, σαν έφτασα στο Πυθικό μαντείο για να μάθω πώς θα εκδικηθώ τους φονιάδες, ο Φοίβος μίλησε: «Χωρίς στρατό, ξαρμάτωτος και μόνος, με δόλο να πράξεις το δίκαιο φόνο». Λοιπόν, εσύ να πας στο σπίτι μέσα, μάθε το καθετί.
ΠΥΛΑΔΗΣ
Δεν θα σ’ αναγνωρίσουν κι ούτε στο νου κακό θα βάλουν, έτσι που άσπρισες με τον καιρό.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μήνυσέ τους πως ο Ορέστης πέθανε από γραφτό της τύχης, κυλισμένος απ’ τ’ άρμα στους Πυθικούς αγώνες. Εμείς τον τάφο του πατέρα θα στολίσουμε, κατά την τάξη, με ωραία κομμένα μαλλιά και με χοές.
ΠΥΛΑΔΗΣ
Ύστερα θα γυρίσουμε ξανά κρατώντας στάμνα χάλκινη στα χέρια, που θα ξέρεις στα θάμνα πως την κρύψαμε.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Να φέρουμε με λόγια πλανερά σ’ αυτούς γλυκό μαντάτο πως το κορμί μου έρεψε, το ’φαγε η φλόγα και χώνεψε στη θράκα. Μόνο στα λόγια νεκρός και ζωντανός στα έργα τη δόξα θα κερδίσω. Κι έτσι καυχιέμαι ζωντανός πως θα βγω, σαν άστρο στους εχθρούς να λάμψω.
ΟΡΕΣΤΗΣ – ΠΥΛΑΔΗΣ – ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Του πατέρα μου γη και θεοί του τόπου μου (του) καλοδεχτείτε με (τον) σ’ αυτά τα μονοπάτια, κι εσύ, παλάτι πατρικό, έρχομαι (έρχεται) να ξεπλύνω (-νει) τις ντροπές από θεούς σταλμένος. Με καταφρόνια μη με (τον) διώξετε από δω. Μα κληρονόμο πάλι κι άρχοντα μες στο σπίτι μου (του).
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αλίμονό μου η μαύρη!
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Σαν κάποια ψυχοκόρη ν’ άκουσα ν’ αναστενάζει.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Λες να ‘ναι η Ηλέκτρα η άμοιρη;
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Ώρα για δράση, εγώ στο χρέος κι εσείς
ΟΡΕΣΤΗΣ – ΠΥΛΑΔΗΣ – ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Σπονδές στον τάφο του πατέρα σου (μου) να χύσετε (-σουμε), αυτά θα φέρουν στο σκοπό τη νίκη και το κέρδος.
Σκηνή 2
ΗΛΕΚΤΡΑ
Καθάριο φως κι αγέρα, της γης αδερφέ, πόσες των θρήνων κραυγές, πόσες ακούς βροντερές χτυπιές στέρνων καταματωμένων, κάθε φορά που η ζοφερή νύχτα στερεύει. Και πάντα θα θρηνώ για το δυστυχισμένο τον πατέρα μου, που σε βάρβαρη γη δεν του χάρισε θάνατο ο Άρης, η μάνα μου όμως κι ο εραστής, ο Αίγισθος, με φονικό τσεκούρι το κεφάλι του σκίζουν. Κι άλλος από μένα κανένας δε σε πόνεσε, πατέρα, που τέτοιο φριχτό, πικρό θάνατο βρήκες. Μα ποτέ δε θα πάψω να θρηνώ, να βογκώ γοερά, όσο θα βλέπω των άστρων το φέγγος να τρέμει και όσο της μέρας το φως. Να σκούζω σαν αηδόνα που τα παιδιά της έχασε και στα πατρικά πεζούλια ο λάλος να πηγαινοφέρνει τον αντίλαλο.
Σκηνή 3
ΗΛΕΚΤΡΑ
Της Περσεφόνης και του Χάρου κατοικιά, του Κάτω Κόσμου Ερμή, Αρά-κατάρα, κόρες θεών, Ερινύες σεμνές που βλέπετε τους αδικοχαμένους, [αλλά κι όσους τρυπώνουν σε κρεβάτια ξένα, ελάτε, συντρέχτε, πληρώστε του δικού μου πατέρα το φόνο! Και στείλτε μου τον αδελφό γιατί μόνη μου πια δεν μπορώ, δε βαστάω το βαρύ τ’ αντιζύγι της λύπης]. (δις)
ΧΟΡΟΣ
Κόρη, κόρη κακορίζικης μάνας, Ηλέκτρα, πάντα σου έτσι σ’ αχόρταγο θρήνο θα λιώνεις γιατί η μάνα σου παγίδεψε τον Αγαμέμνονα και τον έριξε σ’ άτιμα χέρια. Να χαθεί όποιος τα ’πραξε, αν ταιριάζει να το ξεστομίζω.
Σκηνή 4
ΗΛΕΚΤΡΑ
Γέροντες και γυναίκες από αρχοντική γενιά, ήρθατε στα βάσανά μου συμπαραστάτες, όμως δε θέλω να πάψω να σπαράζω για τον άμοιρο τον πατέρα μου. Αφήστε με, σας ικετεύω, να παραδέρνω στη μανία μου.
ΧΟΡΟΣ
Ν’ αναστήσεις απ’ τον Άδη δεν μπορείς με φωνές και παρακλήσεις. Σ’ ανώφελο πόνο βουλιάζεις κι απ’ τα δεινά σου λύτρωση καμιά.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αστόχαστος όποιος φριχτά τους φευγάτους γονιούς λησμονεί.
ΧΟΡΟΣ
Όμως υπάρχει το ευλογημένο παλικάρι που η γη των Μυκηναίων η ένδοξη με τον καιρό θα το δεχτεί, όταν θα ’ρθει ξανά. Ο Ορέστης.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αυτός, που ακούραστα προσμένοντας, άτεκνη, άμοιρη κι ανύπαντρη, πορεύομαι τ’ ατελείωτο της μοίρας βάσανό μου. Όμως αυτός, ενώ ποθεί, δεν αξιώθηκε να μου προβάλει.
ΧΟΡΟΣ
Βάστα γερά, κόρη μου, βάστα γερά. Υπάρχει ο μέγας, ο ουράνιος Ζευς που όλα τα βλέπει και τα στεριώνει.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Χωρίς ελπίδα έζησα ως τώρα τη ζωή. Ψυχή να με συντρέξει φιλική καμιά και σα μια τιποτένια ξένη τα πατρικά μου συγυρίζω τα δωμάτια μ’ αυτά τα ρούχα της ντροπής και σ’ ορφανά τραπέζια τριγυρίζω.
ΧΟΡΟΣ
Φριχτή του γυρισμού φωνή, φριχτή στα πατρικά κρεβάτια, όταν ο μπρούντζος του μπαλτά σφηνώθηκε στα στήθια του. Ο δόλος τα σοφίστηκε, ο έρωτας σκοτώνει, τρόμου γενιά φυτεύοντας με τρόμο, είτε θεός είτε θνητός ήταν ο δράστης.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Απ’ όλες τις μέρες που ‘φυγαν, εκείνη η πιο μισητή μου! Νύχτα και δείπνα ανείπωτα και φρίκη, σαν ο πατέρας μου δοκίμασε το θάνατο της ντροπής απ’ τα δικά τους χέρια που τη ζωή μου κούρσεψαν, με πρόδωσαν, με ρήμαξαν, ο μέγας θεός στον Όλυμπο αντίποινα πάθη να πάθουν ας δώσει.
ΧΟΡΟΣ
Στη γειτονιά των δυνατών, καβγάδες μην ανάβεις.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αν ο νεκρός μου χώμα και άλλο τίποτα δεν είναι ο κακορίζικος, κι αν πάλι εκείνοι αίμα για αίμα δεν πληρώσουνε, ντροπή κι ευσέβεια βούλιαξαν στα μάτια των ανθρώπων.
ΧΟΡΟΣ
Μη λες πια τώρα τίποτα. Στη θύρα βλέπω τη Χρυσόθεμη, την αδελφή σου. Κρατάει στα χέρια της χοές που από συνήθειο στους νεκρούς προσφέρουν.
Σκηνή 5
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Αδερφή μου, τι φωνές ήρθες πάλι να βάλεις με κούφιο κι ανώφελο πάθος; Αν είχα θάρρος, θα σ’ το ‘δειχνα τι σκέφτομαι για κείνους. Το δίκιο, όπως εσύ το κρίνεις, είναι. Μ’ αν θέλω λεύτερη να ζω, θα σκύβω πάντα στους αφέντες.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Φοβερό, ενώ είσαι του πατέρα σου παιδί, να το ξεχνάς και τη μάνα σου να γνοιάζεσαι. Όλες οι συμβουλές σου, δικά της δασκαλέματα, ούτε μια λέξη δεν είναι δική σου. Εγώ σκέφτομαι μόνο του πατέρα την εκδίκηση κι ούτε συντρέχεις κι απ’ το στόχο μου με βγάζεις. Δε βάζεις πάνω στην ασέβεια δειλία κιόλας; Συ, κι αν μισείς, μισείς με λόγια μόνο, στην πράξη όμως μόνοιασες με τους φονιάδες. Δε λαχταράω τις τιμές που σου ’χουν τύχει. Και συ δεν θα ‘πρεπε, αν είχες νου. Ενώ μπορούσαν να σε λεν παιδί του πιο τρανού πατέρα, πάρε της μάνας τ’ όνομα, κακή στον κόσμο να φανείς, αφού πατέρα πρόδωσες νεκρό και τους δικούς σου.
ΧΟΡΟΣ
Όχι θυμούς, για το θεό! Έχουν τα λόγια κέρδος και των δυο, αν πάρεις τα δικά της δάσκαλο και τούτη τα δικά σου.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Συνήθισα τα λόγια της, πολίτες, ούτε θα τα θυμόμουν, αν δεν άκουγα πόσο μεγάλο κακό την καρτερεί που θα στομώσει τα πολλά τα κλάματά της. Όλα θα σου τα πω που ξέρω. Αν τους θρήνους δε σώσεις, εκεί θα σε στείλουν που πια του ήλιου το φως δε θα δεις, μα ζωντανή σε χωματένια φυλακή χωστή και μακριά, έξω απ’ τη χώρα, θα ψέλνεις τα δεινά σου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τέτοια λοιπόν γυρνάνε στο μυαλό τους;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Αυτά θα πάθεις όταν γυρίσει ο Αίγισθος.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Να ’ρθει, αν είναι γι’ αυτά, και γρήγορα.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Σαν τι να καταριέσαι, κακορίζικη;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Νά ‘ρθει, αν το ‘βαλε στο νου του να το κάνει.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Πού τρέχει ο νους σου; Σαν τι να πάθεις;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Να φύγω μακριά σας, πολύ μακριά.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Και τούτη τη ζωή την απαρνιέσαι;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Καμάρωσε ζωή! Δεν είναι ωραία;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Μα είναι κακό απ’ την αποκοτιά να σωριαστείς.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Να σωριαστούμε, αν είναι για τον πατέρα μας.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Όπου με στείλαν τότε, να πηγαίνω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Για πού κινάς; Για ποιον τα πρόσφορα;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Με στέλνει η μάνα στον τάφο του πατέρα για σπονδές.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τι λες; Σπονδές στον εχθρό της τον ανήμερο;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Σ’ αυτόν που σκότωσε, τούτο δε θες να πεις;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Φίλος την παρακίνησε; Το κάνει χάρη; Και ποιανού…
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Πήρε τη νύχτα μια τρομάρα, λένε.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ω πατρικοί θεοί, έστω κι αργά, βοηθάτε.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Με την τρομάρα τούτη ξεθαρρεύεις;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αν μου το ‘λεγες σαν τι είδε, θα μιλούσα.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Λένε πως το γονιό μας είδε σ’ όνειρο, όταν εκείνος ντύθηκε στο φως και πρόβαλε μπροστά της. Λένε πως δίπλα στη φωτιά επήρε κι έμπηξε το σκήπτρο που κρατούσε και τώρα το ‘χει ο Αίγισθος και κείνο φούντωσε και πέταξε βλαστάρι που σκέπασε όλη των Μυκηνών τη χώρα, ίσκιος βαρύς.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Καλή μου, ό,τι κρατάς στα χέρια σου, μην τ’ ακουμπάς στον τάφο. Ανόσιο πράμα κι άπρεπο από γυναίκα μισητή να πας χοές και προσφορά στο μνήμα του πατέρα. Σκόρπισέ τα στον άνεμο, σκάψε βαθιά, παράχωσέ τα και στην πλάκα του πατέρα να μη φτάσουνε ποτέ, μα σαν πεθάνει εκείνη, να σώσει να τα χαίρεται στον Κάτω Κόσμο. Σκέψου, το βάζει ο νους σου, πώς θα δεχόταν ο νεκρός στον τάφο του τα πρόσφορά της, αφού τον σκότωσε άτιμα και σαν εχθρό τον έκανε κομμάτια και καθαρίστηκε σφουγγίζοντας το αίμα στα μαλλιά της; Τα πρόσφορα τη λύνουν απ’ το κρίμα; Δε γίνεται. Μ’ άφησε αυτά και κόψε από τις άκρες των μαλλιών πλεξίδες. Δώσε από μένα προσφορά αυτή τη ζώνη μου τη φτηνοδουλεμένη. Πέσε στα γόνατα και ζήτησε ο πατέρας να ‘ρθει βοηθός ενάντια στους εχθρούς. Πιστεύω, ναι, πιστεύω πως να της στείλει φρόντισε ο ίδιος τ’ απαίσια σημάδια των ονείρων. Καλόγνωμος κι ο Ορέστης, ο αδελφός, να ‘χει ζωή με του θεού τη δύναμη να τους ποδοπατήσει. Να με συντρέξεις, αδελφή, σ’ αυτά. Βόηθα και μένανε και σένα και τον αγαπημένο σ’ όλους μας πατέρα που κείτεται στον Άδη.
ΧΟΡΟΣ
Μιλά το σέβας, κι εσύ, καλή μου, αν έχεις νου και φρόνηση, θα κάνεις ό,τι λέει.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Ναι, θα το κάνω. Το δίκιο δεν είναι λογικό να μας χωρίζει εμάς τις δυο, στην πράξη σπρώχνει. Φίλες καλές, για το θεό, κλειστό το στόμα, ώσπου το έργο να τελειώσει. Γιατί, αν μάθει η μάνα τίποτα, θαρρώ πικρή θα λάβω πληρωμή για τέτοια τόλμη.
Σκηνή 6
ΧΟΡΟΣ
Αν δεν είμαι μαντεύτρα τρελή κι αν δεν στερέψανε τα λογικά μου, έρχεται προφήτισσα Δίκη κρατώντας στα χέρια τη δίκαια δύναμη. Μπήκε στη στράτα, παιδί μου, μικρός ο καιρός. Πήρα τα θάρρη μου ακούγοντας γλυκόπνοα νωπά τα όνειρά τους. Δε λησμονεί των Ελλήνων ο άναξ που σ’ έσπειρε, ούτε και το παλιό το δίστομο, το χάλκινο τσεκούρι που της ντροπής τον ξάπλωσε κατάχαμα χτυπώντας. Πολύποδη θα ’ρθει με χέρια μύρια, χαλκόποδη, κρυμμένη σε φριχτές παγάνες, Ερινύα. Για ματωμένους γάμους πεθυμιά αταίριαχτη, τους μπήκε παράνομη, γι’ αυτό κι έχω τα θάρρη μου πως αλάθευτο σιμώνει το σημάδι για χάρη μας καταπάνω στους δράστες και στους συντρόφους τους. Των θνητών τα μαντέματα για χρησμούς και για όνειρα φρίκης ένα τίποτα – το φανέρωμα τούτης της νύχτας αν δεν αληθέψει.
Σκηνή 7
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Αδέσποτη σε πιάνω πάλι να γυρνάς. Είναι φευγάτος ο Αίγισθος που σε κρατούσε πάντα να μην ντροπιάζεις τους δικούς σου στο κατώφλι. Πάντοτε ουρλιάζεις πως είναι τύραννος και κυβερνώ παράνομα και πως περιφρονώ και σε και τα δικά σου. Μοναδικό, παντοτινό σου πρόσχημα, πως ο πατέρας επέθανε από μένα. Από μένα! Το παίρνω πάνω μου και δεν τ’ αρνιέμαι.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Λες τον πατέρα μου πως σκότωσες, γίνεται λόγος πιο ξεδιάντροπος; Είχες δεν είχες δίκιο, άδικα τον σκότωσες.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Το παίρνω πάνω μου και δεν τ’ αρνιέμαι.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αλλά σε πλάνεψε άντρας κακός που τώρα μόνοιασες μαζί του.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Όμως η Δίκη τον σκότωσε κι όχι εγώ.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ρώτα την Άρτεμη την κυνηγήτρα ποιος έφταιγε και στην Αυλίδα κράτησε τον ταξιδιώτη άνεμο. Για το στρατό κλειστός ο δρόμος της Τροίας και της πατρίδας, για τούτο με τη βία, με δισταγμούς πολλούς, στο τέλος την θυσίασε. Κι όχι για το Μενέλαο.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Γιατί ο πατέρας σου, που όλο τον κλαις, ήταν ο μόνος Έλληνας που τόλμησε θυσία να προσφέρει την αδερφή σου μιας κι όταν έσπερνε δεν πόνεσε καθώς εγώ σαν την γεννούσα. Ω! Λοιπόν, κακός κι αστόχαστος ήταν πατέρας. Έτσι θαρρώ κι ας είχες άλλη γνώμη. Θα συμφωνούσε κι η νεκρή αν έπαιρνε φωνή.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Κλειστός ο δρόμος της Τροίας και της πατρίδας, για τούτο τη θυσίασε. Αν πάλι για κείνον το ’καμε θέλοντας να τον σώσει, χρωστούσε να πεθάνει απ’ το χέρι σου; Με ποιο Νόμο; Κοίτα καλά! Βάζοντας τέτοιο νόμο, βάζεις θηλιά κακή στο σβέρκο σου και θα το μετανιώσεις.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Δεν με βαραίνουν όσα έχω καμωμένα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αν είναι να σκοτώνει ο ένας τον άλλον, πρώτη θα πεθάνεις εσύ με τέτοιο νόμο. Μα πες μου, αν αγαπάς, τι σ’ έπιασε να κάνεις του κόσμου τα αισχρά τα πράγματα; Με το φονιά κοιμάσαι, αφού ξεπάστρεψες μαζί του τον πατέρα μου, κάνεις παιδιά, ενώ τα νόμιμα και τα βλογητικά στην εξορία κρατείς. Θες και να σε παινέψω; Ή μήπως πεις πως το κορίτσι σου εκδικιέσαι; Κι ο άλλος μακριά, μόλις που ξέφυγε απ’ τα χέρια σου, ζει μαύρη ζωή ο δύστυχος Ορέστης, που πάντα μου χτυπάς πως τιμωρό πως μεγαλώνω. Αν πέρναγε απ’ το χέρι μου, θα το ’κανα κι αυτό. Εκδίκηση, εκδίκηση για τον πατέρα!
ΧΟΡΟΣ
Βλέπω και βράζει από θυμό, αλλά δε βλέπω να σκοτίζεται αν έχει η Ηλέκτρα δίκιο.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ένα κορίτσι έτσι να ξεφτιλίζει μάνα; Και δε θαρρείς ότι μπορεί αδιάντροπα το καθετί να πράξει;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τα έργα της ντροπής από ντροπές μαθαίνουμε.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Πλάσμα ξεδιάντροπο, αλήθεια, εγώ τα λόγια μου, τα έργα μου, πάρα πολλά σ’ αφήνουμε να λες.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Εγώ τα λέω; Συ τα λες, αφού τα πράττεις.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Μα τη θεά την Άρτεμη, το θράσος τούτο θα πληρώσεις, σα θα γυρίσει ο Αίγισθος.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Βλέπεις που παραφέρεσαι; Μ’ αφήνεις πρώτα να σου πω τι θέλω, ενώ δεν έμαθες ν’ ακούς!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ούτε θ’ αφήσεις τη θυσία μου να κάνω δίχως μιλιά, που σ’ άφησα να πεις ό,τι είχες;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Σ’ αφήνω, εμπρός, θυσίαζε και μην τα βάζεις με το στόμα μου. Κλειστό από δω και πέρα.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Τώρα μπορείς ν’ ακούσεις τα λόγια μου τα σκεπασμένα, προστάτη Φοίβε, σε φίλους δε μιλώ μπροστά κι ούτε στο φως μπορώ όλα να ξεσκεπάσω. Αλλά τα δίστομα των ονείρων φαντάσματα που είδα τη νύχτα, άναξ Απόλλων, αν ήτανε καλό σημάδι, κάνε να βγουν αλήθεια, αν ήτανε κακό, να πέσουν πάνω στους εχθρούς και μην αφήσεις απ’ τα πλούτη μου να με πετάξουν όσοι το μηχανεύονται κρυφά με δόλο…
ΧΟΡΟΣ
Η Κλυταιμνήστρα φοβάται, το όνειρο την τρομάζει.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
…αλλά να ζω ζωή γαληνεμένη πάντα, να κυβερνώ των Ατρειδών τα σπίτια και το στέμμα κι απ’ τα παιδιά μου να ’χω όσα δε με ποτίζουν λύπες και φαρμάκια.
ΧΟΡΟΣ
Η Κλυταιμνήστρα μες στα δίχτυα σε τύλιξε τώρα, η αράχνη. Υπάρχει θεός τιμωρός. Παγίδα σου στήνει φοβερή.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Για τ’ άλλα πια κι αν σωπαίνω εγώ, είσαι θεός και καρτερώ πως θα τα καταλάβεις.
Σκηνή 8
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Χαίρε, βασίλισσα. Καλά μαντάτα φέρνω σε σένα και τον Αίγισθο από δικό σας φίλο.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Λόγος καλοδεχούμενος. Θέλω να μάθω πρώτα ποιος άνθρωπος σε στέλνει.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Ο Φωκίτης ο Φανοτεύς. Σπουδαίο νέο φέρνω.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ποιο, ξένε, πες το. Φίλος σε στέλνει, δεν αμφιβάλλω, καλό θα πεις μαντάτο.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Πέθανε ο Ορέστης.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ώχου μου, σήμερα χάθηκα!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Τι λες; Τι λες, ξένε; Μην την ακούς.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Πως πέθανε ο Ορέστης, είπα και ξαναλέω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Χάθηκα η άμοιρη και τίποτα δεν είμαι.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Κοίταξε τα δικά σου εσύ. Μα πες μου, ξένε, την αλήθεια, πώς εχάθηκε;
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Γι’ αυτό με στείλαν και θα τα πω με τη σειρά. Πήγε κι αυτός στους Δελφικούς Αγώνες για να κερδίσει το στεφάνι. Πώς να σου πω με λόγια λίγα τις νίκες τις πολλές που νίκησε τ’ αγόρι σου, δεν ξέρω. Τούτο μονάχα: σ’ όσους προκήρυξαν αγώνες οι αθλοθέτες πήρε μέρος και βγήκε νικητής. Όταν όμως κάποιος θεός χτυπήσει, τρανός κι αν είσαι, να το ξεφύγεις δεν μπορείς. Την άλλη μέρα, το ξημέρωμα, στους γρήγορους αγώνες των αλόγων, μπήκε στο στίβο με πολλούς αρματοδρόμους. Στάθηκαν όπου τάξαν οι κριτές, μπήκαν στ’ αμάξια και με σκούξιμο της σάλπιγγας ορμήσαν. Βαθιά κεντούσαν τ’ άλογα, ετίναζαν τα γκέμια. Ο δρόμος όλος γέμισε χτύπους αρμάτων βροντερών. Ο κουρνιαχτός σηκώθηκε ψηλά κι όλοι μαζί ανάκατα κι αλύπητα μοιράζανε κεντιές για να περάσουν τους τροχούς των άλλων αμαξιών. Ορθά κρατιόνταν στην αρχή τ’ άρματα όλα. Ύστερα, τ’ ατίθασα πουλάρια του Αινιάνα όταν τελείωναν την έκτη τη στροφή του στίβου, χτυπούν κατάμουτρα στο λιβυκό τ’ αμάξι. Μετά το πρώτο το κακό, σωριάζονταν ο ένας πάνω στον άλλο τσακισμένοι κι ο στίβος όλος της Κρίσας γέμισεν άλογα και ναυάγια. Καλός στο χαλινάρι ο Αθηναίος, τραβάει παράμερα κι ανοίγεται. Ο Ορέστης στερνός οδηγούσε. Βλέπει τον Αθηναίο να ’χει μείνει μοναχός και σφυριχτή καμουτσικιά δίνει στ’ αυτιά των πουλαριών, τον παίρνει στο κατόπι και ζευγάρι τρέχανε πότ’ ο ένας μπροστά και πότε ο άλλος. Απάντεχα τ’ αριστερό το γκέμι στη στροφή λασκάροντας χτυπά στον ακρινό το στύλο, τ’ αξόνι τσάκισε στα δυο. Γλιστράει, πέφτει και μπερδεύεται στα χαλινάρια. Τότε λαός πολύς το θρήνησε το παλικάρι.
ΧΟΡΟΣ
Τότε λαός πολύς το τίμησε το παλικάρι να σέρνεται στη γη, στον ουρανό να δείχνει τα ποδάρια.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Ώσπου μόλις που μπόρεσαν αρματηλάτες να σταματήσουν τ’ άλογα που τρέχαν να τόνε λύσουν, ματωμένο τόσο που φίλος δε θα γνώριζε κανείς το θλιβερό κορμί του.
ΧΟΡΟΣ
Τότε λαός πολύς το τίμησε το παλικάρι να σέρνεται στη γη, στον ουρανό να δείχνει τα ποδάρια.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Τον κάψαν στη φωτιά ευθύς και σε μικρό λαγήνι χάλκινο, το μέγα σώμα, στάχτη φριχτή, το κουβαλούν Φωκίτες διορισμένοι στην πατρική του γη να βρει δυο μέτρα τάφο. Έτσι που λες μ’ αυτά. Και να τα πεις, πονάς. Μα κείνοι που τα ζήσαν και τα ζήσαμε, κακό μεγάλο σαν κι αυτό δεν είδαμε ποτέ μας.
ΧΟΡΟΣ
Φως φανερό, χάθηκε, ξεριζώθηκε όλη η γενιά των παλαιών μας βασιλιάδων.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Θε μου, πώς να το πω; Καλοτυχιά ή συμφορά με κέρδος; Λυπάμαι που σώζω τη ζωή μου με τα δικά μου βάσανα.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Κυρά μου, βαρύθυμη γιατί με τέτοια νέα;
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Τι θάμα η μάνα! Κι αν τυραννιέται απ’ τα παιδιά, δεν τους κρατάει μίσος.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Χαμένος κόπος, φαίνεται, που φτάσαμε.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Χαμένος κόπος; Μπορείς να λες χαμένος, που έφτασες και μου ‘φερες σημάδια πιστευτά πως πέθανεν εκείνος όπου του φύσηξα ζωή, βγήκε από του κόρφου μου τη ζέστα και στοίχειωσε την ξενιτιά; Μόνο για του πατέρα του το φόνο μού έταξε δεινά και μ’ απειλούσε πάντα να τα πράξει. Τώρα όμως, τη μέρα τούτη, γλίτωσα το πλάκωμα του φόβου εκείνου κι αυτηνής, που στάθηκεν αρρώστια του σπιτιού μου. Τώρα, ναι, λέω πως ξέγνοιαστες, δίχως φοβέρες, τις μέρες θα περνάμε.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τώρα σπαράζω, Ορέστη, για τα πάθη σου, που ακόμα και νεκρό σε βρίζει η μάνα σου.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Όμως εκείνος καλά είναι εκεί.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Του πεθαμένου Νέμεση, άκουσέ την!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Τ’ άκουσε τα σωστά κι έβγαλε δίκια κρίση. Πολλά σου αξίζουν, ξένε, που ήρθες, αν έπνιξες για πάντα τη φωνή της.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Αν παν καλά τα πράγματα, εγώ να φεύγω.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ποτέ! Ούτε σε μένα κι ούτε στο φίλο που σ’ έβαλε στο δρόμο δε θα ταίριαζε. Πέρασε μέσα κι άσε την τούτη να βογκά τα μύρια βάσανά της στο κατώφλι.
Σκηνή 9
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αλίμονό μου, η μαύρη, πέθανες και μ’ αφάνισες, Ορέστη μου, καλέ μου. Πήρες το δρόμο σου κι απ’ τα σπλάχνα μου ξερίζωσες όσες ελπίδες φύτρωναν πως θα γυρίσεις ζωντανός και του πατέρα τιμωρός και μένα της ταλαίπωρης. Τώρα είμαι μόνη, δίχως πατέρα, δίχως εσένα. Πρέπει να σκύψω το κεφάλι στους πιο τρανούς εχθρούς μου, στου γονιού μου τους φονιάδες. Άααα! Στα χρόνια που θα ‘ρθουν δε θα πατήσω σπίτι τους, θα πέσω στο κατώφλι τούτο δω, δίχως δικούς σιγά σιγά να λιώσω, κι αν γίνω βάρος για τους μέσα, να με σκοτώσουν, ο θάνατος χαρά, λύπη να ζω, δεν τη διψάω τη ζωή.
ΧΟΡΟΣ
Πού ’ναι λοιπόν του Διός οι κεραυνοί, πού ‘ναι κι ο ήλιος ο λαμπρός, αν τούτα τα βλέπουν κι ατάραχοι όλα τα κρύβουν;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αχ και αχ!
ΧΟΡΟΣ
Μην κλαις, παιδί μου!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ανάθεμα…
ΧΟΡΟΣ
Μην πεις μεγάλο λόγο.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μ’ αφάνισες.
ΧΟΡΟΣ
Μα πώς;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Γι’ αυτούς που παν στον Άδη, ελπίδες αν κρατάς με γκρεμίζεις βαθύτερα.
ΧΟΡΟΣ
Ξέρω τον άνακτα Αμφιάραο, που από γυναίκας χάθηκε δίχτυ χρυσό και τώρα μες στη γη…
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αχ κι αχ!
ΧΟΡΟΣ
…πάμψυχος διαφαντεύει.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αχ!
ΧΟΡΟΣ
Και πάλι αχ! Όμως η φόνισσα…
ΗΛΕΚΤΡΑ
Σφάχτηκε
ΧΟΡΟΣ
Ναι.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τα ξέρω. Μα τιμωρός εκείνου φάνηκε στα πάθη του. Για μένα πια κανένας δεν υπάρχει, αυτός που ήταν, άφαντος εχάθηκε.
ΧΟΡΟΣ
Δύστυχη εσύ, τα δύστυχα κερδίζεις.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ξέρω, ξέρω καλά, σωρός ολοχρονίς σ’ άλλο σωρό οι φοβερές συμφορές μου στοιβάζονται.
ΧΟΡΟΣ
Νιώθω γιατί βογκάς.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μη τότε, μη με τραβάς εκεί που…
ΧΟΡΟΣ
Τι λες;
ΗΛΕΚΤΡΑ
…σωθήκαν οι ελπίδες μου πως θ’ ακουμπούσα σε κλαδί από την ίδια ρίζα.
ΧΟΡΟΣ
Όλοι γραμμένοι του θανάτου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Έτσι; Όπως αυτός ο δύστυχος με τα σημαδεμένα γκέμια τον αντάμωσε στο λεύτερο αγώνα των αρμάτων;
ΧΟΡΟΣ
Παράλογο κακό.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Και πώς δεν είναι, αφού στην ξενιτιά κι από τα χέρια μου μακριά…
ΧΟΡΟΣ
Χαμός!
ΗΛΕΚΤΡΑ
…χάθηκε, τάφο δίχως να δεχθεί τους δικούς μου θρήνους.
ΧΟΡΟΣ
Όλοι γραμμένοι του θανάτου. Ω δύστυχη Ηλέκτρα, να θρηνείς, σου πρέπει να θρηνείς.
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Σκηνή 10
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Χαρά με κυνηγάει, καλή μου. Χαρά σου φέρνω και ξανάσαμα σε συμφορές αλλοτινές που τόσο θρηνωδούσες.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Για τα δεινά μου που γιατρειά δεν παίρνουν, πού θα βρεις φάρμακο;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Μας ήρθε ο Ορέστης· άκου με καθαρά και πίστεψέ με.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τα ’χεις χαμένα, δύστυχη, και παίζεις με τις δικές σου συμφορές και τις δικές μου;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Μα το σπίτι μας! Κοντά μας είναι εκείνος.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αλιά σου, δόλια! Ποιανού τα λόγια άκουσες κι αψήφιστα γι’ αληθινά τα πήρες;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Εγώ από μόνη μου είδα σημάδια φανερά και πίστεψα. Όταν πήγα στον τάφο του πατέρα, πάνω στην κορφή του βλέπω γάλα χυμένο και νεοράντιστο και γύρω- γύρω λουλούδια πλήθος να ‘ν’ στο μνήμα σα στεφάνι. Και κει ψηλά, στου τύμβου την κορφή, βλέπω ένα βόστρυχο μαλλιών κομμένο πρόσφατα. Τον είδα, η μαύρη, κι ευθύς σφηνώθηκε στο νου γνωστή μορφή, πως βλέπω σημάδι αλάθευτο του πιο αγαπημένου μέσα σ’ όλους, του Ορέστη μας. Θάρρος, καλή μου, θάρρος.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ώρα κουνάω την κεφαλή στο παραλόγισμά σου.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Μα τι; Χαρά δε νιώθεις μ’ όσα λέω;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Δεν ξέρεις πού πατάς και πού βαδίζει ο νους σου.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Πράματα καθαρά που είδα, πώς δεν ξέρω;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Πέθανε, δύστυχη. Μην περιμένεις σωτηρία να φέρει. Σκοτάδι προς τα κει.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Συμφορά μου! Πού τ’ άκουσες; Ποιος σου το ‘πε;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Κάποιος που ήτανε κοντά του σα χανόταν.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Πού ‘ναι τος; Σαστίζω που το σκέφτομαι.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μέσα. Χαρά της μάνας κι όχι λύπη, βέβαια.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Συμφορά μου! Ποιανού λοιπόν οι μύριες προσφορές στον τάφο του πατέρα;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Κάποιος, θαρρώ, θα τα ‘φερε μνημόσυνο του πεθαμένου Ορέστη.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Η δύστυχη! Τρεχάτη και χαρούμενη έφερνα τα μαντάτα, δίχως να ξέρω τι κακό μας βρήκε. Φτάνοντας τώρα, κοντά στην πρώτη, βρίσκω καινούρια συμφορά.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αυτά σε βρήκαν. Αλλά αν μ’ ακούσεις, της τωρινής σου συμφοράς το βάρος θα πετάξεις.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Μήπως ποτέ τους πεθαμένους θ’ αναστήσω;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Δε μίλησα γι’ αυτό, τόσο τρελή δεν είμαι.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Σαν τι αγαπάς και μου περνά απ’ το χέρι;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ό,τι θα σ’ ορμηνέψω να τολμήσεις. Ξέρεις πως παραστάτη δικό μας δεν έχουμε πια. Ο Άδης μάς τους πήρε κι ορφανέψαμε κι έτσι μονάχες μείναμε στον κόσμο. Τώρα που ο Ορέστης δεν υπάρχει πια, γυρνώ σε σένα που του πατέρα τον φονιά, τον Αίγισθο, μαζί μου θα σκοτώσεις. Θα κάθεσαι και θα κοιτάς; Ως πότε; Βλέπεις καμιάν ελπίδα ορθή; Στέκεις και κλαις δίχως να γεύεσαι τα πατρικά σου πλούτη, στέκεις πικρή χρόνια τώρα, γερνώντας δίχως άντρα στο κρεβάτι. Αν στέρξεις τις ορμήνιες μου, πρώτα θα τιμηθείς για την ευσέβειά σου απ’ τον πατέρα το νεκρό κι από τον αδελφό σου στον Κάτω Κόσμο. Κατόπι, λεύτερη πως γεννήθηκες θα γίνει πάλι και γάμο ταιριαστό θα κάνεις. Καλή μου, βόηθα τον πατέρα, σκύψε στον αδελφό, βγάλε με απ’ τα βάσανα, να βγεις κι εσύ που ξέρεις ντροπή πως είναι ζωή ντροπής σ’ ανθρώπους της σειράς μας.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Πού τάχα να στηρίχτηκες κι οπλίστηκες με θράσος και μου ζητάς βοήθεια; Δε βλέπεις, λοιπόν; Γυναίκα είσαι, δεν είσαι άντρας. Το χέρι σου μικρό κι αδύναμο μπρος στων εχθρών τα χέρια. Η τύχη τους φουντώνει με τη μέρα, για μας κυλάει του γκρεμού και πάει. Ποιος θα ‘βαζε στο νου του τέτοιον άντρα να ξεκάνει και θα τη γλίτωνε χωρίς πικρά να κλάψει; Κοίταξε μήπως στα δεινά κι άλλα δεινά φορτώσουμε. Πέφτω στα πόδια σου, προτού μας τάξουν του χαμού, πριν η γενιά μας ορφανέψει, αφού δεν έχεις δύναμη, προσκύνα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αναπάντεχο τίποτα δεν είπες, το ‘ξερα καλά πως θ’ αρνηθείς τα σχέδιά μου. Μόνη μου, με τα χέρια μου, λοιπόν, πρέπει να το τελειώσω, δε θα τ’ αφήσω απλήρωτο. Φύγε, δε βγάζω κέρδος από σένα.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Θα ‘βγαζες, μόνο αν θες να μάθεις.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Το δίκιο σου θ’ ακολουθήσω με το ζόρι;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Σα φρονιμέψεις, πάρε εσύ τα γκέμια.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τι δα; Δε βρίσκεις τούτα δίκια που σου λέω;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Κάνει ζημιά το δίκιο πότε-πότε.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Είναι καιρός που διάλεξα, δεν είναι τώρα.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Φεύγω λοιπόν. Ούτε τα λόγια μου παίρνεις σοβαρά, ούτε κι εγώ τον τρόπο σου παινεύω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Σύρε στο σπίτι, δε θα σε πάρω στο κατόπι. Είναι κουτό να κυνηγάς το τίποτα.
Σκηνή 11
ΧΟΡΟΣ
Αφού τα φρόνιμα πετούμενα τα βλέπουμε στον ουρανό πώς κανακεύουν τους γονιούς που τα γνοιαστήκαν, γιατί, γιατί καθόλου δεν τους μοιάζουμε κι εμείς; Όμως όχι, μα του Διός την αστραπή και την ουράνια τη Θέμη, όπου να ‘ναι θα το νιώσουν στο πετσί τους. Φήμη των ανθρώπων θνητή, τράβα μίλησε εκεί κάτω στους Ατρείδες θλιβερά και τις σκυθρωπές ντροπές μας μήνυσέ τους. Άρρωστα σπίτια κι αμάχη των δυο κοριτσιών δε λένε να δώσουν τα χέρια σ’ αγάπες, δε λένε να σμίξουν. Μα προδομένη στο σάλαγο μέσα η Ηλέκτρα μονάχη πάντα θρηνεί η δόλια και δέρνεται και δε φοβάται θάνατο, τα μάτια να σφαλίσει και δε φοβάται αν τους διπλούς φονιάδες γονατίσει. Γενναίο τόσο φύτρωσε ποτές άλλο βλαστάρι; Κανένας μεγαλόψυχος, παιδί μου, δε θέλει να ντροπιάσει τη γενιά του πεθαίνοντας ανώνυμος. Όπως κι εσύ προτίμησες να φορτωθείς το θρήνο και τα κουρέλια ντύθηκες για να κερδίσεις όνομα διπλό, σοφή και φρόνιμη μεμιάς να γίνεις. Σε θυμήθηκα στη μαύρη σου τη μοίρα, της φύσης τους νόμους να κρατάς και του Διός με φρόνηση να τιμάς το σέβας.
Σκηνή 12
ΟΡΕΣΤΗΣ
Καλές γυναίκες, σωστά μας δασκαλέψανε, καλός, σωστός ο δρόμος που ζητάμε;
ΧΟΡΟΣ
Τι ψάχνεις κι ήρθες και τι θες;
ΠΥΛΑΔΗΣ
Με τις ώρες ρωτώ πού μένει ο Αίγισθος.
ΧΟΡΟΣ
Ήρθες καλά και δε σε πλάνεψαν.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Και ποια από σας θα πήγαινε σους μέσα το χαρωπό μαντάτο πως ήρθαμε κι οι δυο;
ΧΟΡΟΣ
Αυτή, αν πρέπει κοντινός να πει το νέο.
ΠΥΛΑΔΗΣ
Μέσα να πας, γυναίκα, και να πεις ότι τον Αίγισθο ζητούν κάτι Φωκίτες.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αλιά μου, η μαύρη, δε φέρατε σημάδια φανερά για το μαντάτο που έχουμε ακουσμένο;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν ξέρω το μαντάτο σου. Ο Στρόφιος ο γέρος μ’ έστειλε εδώ να πω για τον Ορέστη.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Σαν τι, ξένε; Φόβος μ’ αδράχνει.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μες στο μικρό λαγήνι, αυτό που βλέπεις, απομεινάρια λιγοστά του πεθαμένου φέρνουμε.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Άχου, η άραχλη, φως φανερό, χειροπιαστά τα βάσανά μου βλέπω.
ΧΟΡΟΣ
Άαα, αλιά σου άραχλη.
ΠΥΛΑΔΗΣ
Αν κλαις για τα δεινά του Ορέστη, μάθε: Ετούτο το λαγήνι το σώμα του κρατεί.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ξένε, δώσ’ το, για το θεό, στα χέρια μου. Αν τούτο δω το σάβανό του εγίνη, να κλάψω να χαθώ. Δώσ’ το να τ’ αγκαλιάσω και να κλάψω, να βογκήξω για τη γενιά μου και για μένα, πάνω σ’ αυτή τη στάχτη να πέσω να χαθώ.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δώσ’ το στα χέρια της, όποια και να ‘ναι. Έχθρα δεν έχει που το ζητά, μα φίλος κοντινός ή συγγενής του θα ‘ναι.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ω θυμητάρι του πιο αγαπημένου, απομεινάρι του Ορέστη, με τις ελπίδες που σε προβοδούσα δε σε δέχομαι. Όμορφο σ’ έβγαλα απ’ τα σπίτια μας, παιδί μου. Τώρα μακριά μας και σ’ άλλη γη φευγάτο σε βρήκε το κακό χωρίς την αδελφή σου. Και τα χεράκια μου, της δύστυχης εμένα, μηδέ σε λούσαν μηδέ σε στόλισαν μηδέ κρατήσαν στη φωτιά το καψερό κορμί σου. Αλίμονο, της άμοιρης δεν ήσουνα της μάνας σπλάχνο παρά δικό μου πιο πολύ, εμένα, παραμάνα σου, εμένα αδελφή σου μέρα νύχτα έκραζες. Τώρα σε μιαν ημέρα χαθήκαν τούτα και πέθαναν μαζί σου. Τ’ άρπαξες όλα. Πάει κι ο πατέρας, πέθανα κι εγώ. Πας του χαμού κι εσύ. Γελάν οι εχθροί, χτυπιέται απ’ τη χαρά της η κακομοίρα η μάνα μας, που μου ‘στελνες μηνύματα πολλά πως θα φανερωθείς εκδικητής. Τα ρήμαξε όλα της δυστυχίας ο δαίμονας εμάς τους δυο, που μου ‘φερεν εδώ σκιά και στάχτη ανήμπορη, αντίς τη λατρευτή μορφή σου. Ώχου! Ώχου! Πικρό κορμί, αχ κι αχ, πήρες, αλιά μου, το σκοτεινό το τρίστρατο και μ’ έχασες, ψυχή μου, μ’ έχασες, αδελφούλη μου. Να κατοικώ μαζί σου πάντα κάτω.
ΧΟΡΟΣ
Σε γέννησε θνητός, Ηλέκτρα, σκέψου. Θνητός ο Ορέστης. Μη στενάζεις τόσο. Όλοι χρωστάμε τα πάθη του θανάτου.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Αλιά μου, τι να πω; Αμήχανα λόγια; Δεν αντέχω να κρατήσω τη γλώσσα μου πια.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ποιος πόνος σε κρατεί, τι σ’ εμποδίζει να μιλήσεις;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Εσύ το περιλάλητο πρόσωπο της Ηλέκτρας;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τι με ξετάζεις και στενάζεις, ξένε;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Γιατί δεν ήξερα κανένα απ’ τα δεινά μου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Και τι κατάλαβες απ’ όσα λέμε τώρα;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μες στα πολλά φαρμάκια σου σ’ αντίκρισα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Είδες τα λίγα απ’ τα πολλά τα πάθη μου.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Και τι θα γινότανε να δω κι άλλα χειρότερα;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αφού συντροφεύω φονιάδες.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ποιους και ποιανού; Τι ξεστομίζεις;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Του πατέρα, και τους δουλεύω με τη βία.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Και ποιος σε βάνει στην ανάγκη;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μάνα τη λεν, μάνα δεν είναι όμως.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Κανείς δεν παραστέκεται; Κανείς;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Κανείς. Ήταν αυτός που μου ‘φερες τη στάχτη.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μαύρη, σε βλέπω και λυπάμαι τόσην ώρα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ο μόνος άνθρωπος που με λυπήθηκε ποτέ.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Γιατί είμαι ο μόνος συγγενής που ήρθα να πονέσω τα πάθη σου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Δεν ήρθες βέβαια συγγενής μας από κάπου;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Θα σ’ το ‘λεγα, πιστές αν είναι τούτες δω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Είναι πιστές και μίλα μπιστεμένα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Παράτα το λαγήνι, να τα μάθεις όλα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ξένε, μη μου το κάνεις τούτο, στο θεό σου.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Άκου που σου μιλώ και δε θα πέσεις έξω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μη, σε ξορκίζω, μη μου στερήσεις τ’ άγιο λείψανό μου.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δε σου τ’ αφήνω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Δύστυχη πάλι, Ορέστη μου, για σένα, σα μου στερήσουνε και την ταφή σου.
Σκηνή 13
ΟΡΕΣΤΗΣ
Άλλαξε λόγο. Άδικα τον κλαίς.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Άδικα κλαίω το νεκρό αδελφό μου;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Άπρεπα λόγια λες γι’ αυτόν.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τόσο του πεθαμένου είμαι ανάξια;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ανάξια κανενός εσύ. Για τούτο δω ξενοιάσου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αφού βαστώ του Ορέστη μου το σώμα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν είν’ του Ορέστη. Είναι φτιαχτό, με λόγια.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Και πού έχει τάφο εκείνος ο ταλαίπωρος;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν έχει. Οι ζωντανοί δεν έχουν τάφο.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τι θες να πεις;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ψέματα δε σου λέω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ζει, ζει ο άνθρωπός μου;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Αν είμαι ζωντανός εγώ.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Εσύ είσαι εκείνος;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Κοίτα το δαχτυλίδι του πατέρα μου και πίστεψε πως καθαρά μιλάω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ευλογημένη μέρα!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ευλογημένη.
ΧΟΡΟΣ – ΠΥΛΑΔΗΣ
Ευλογημένη μέρα!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Βλαστάρι, βλαστάρι εσύ μονάκριβου πατέρα, έφτασες πια, μας βρήκες, μας ήρθες, μας είδες.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Έφτασα πια. Σώπαινε τώρα και καρτέρα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τι τρέχει;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Κάλλιο σιωπή, μη μας ακούσουν μέσα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ο κάθε καιρός, για να το πω το δίκιο, μου πρέπει ο κάθε καιρός. Η γλώσσα μου λύθηκε τώρα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Το βλέπω, μα κοίτα λεύτερη να τη φυλάξεις.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Και τι να κάνω;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν είναι καιρός για λόγια τώρα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τώρα που φάνηκες εσύ, ποιος θα μπορούσε ν’ άλλαζε με τη σιγή τα λόγια, τώρα που σ’ είδα απάντεχα κι ανέλπιστα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Με είδες όταν οι θεοί μού δείξανε το δρόμο.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ονόμασες χαρά κι από την πριν τρανότερη. Αν σ’ άνοιξε θεός το δρόμο για το σπίτι, έργο θεού το λογαριάζω.
Σκηνή 14
ΧΟΡΟΣ
Έργο θεού! Έργο θεού!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Άφησε τώρα τα παραπανίσια λόγια, πως είναι η μάνα μας κακή, πως άδειασεν ο Αίγισθος το πατρικό το βιος μας, το χύνει και το σπέρνει πέρα δώθε. Την ώρα τη σωστή θα ‘ταν φραγμός τα λόγια. Ό,τι ταιριάζει σε τούτη τη στιγμή λογάριασε, πού να φανερωθούμε εμείς, πού να κρυφτούμε, για να σφραγίσει ο ερχομός τα γέλια των εχθρών μας. Κοίτα να μη διαβάσει η μάνα μας το πρόσωπό σου που γελά, σαν μπούμε μέσα. Τάχα για το κακό που ψεύτικα μηνύσαμε ν’ αναστενάζεις. Σα βρούμε στόχο, τότε θα ’ρθει καιρός για λεύτερες χαρές και γέλια.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Θεότρελοι και χτυπημένοι στο μυαλό, τι, δεν ψηφάτε τη ζωή σας; Μες στην καρδιά βρισκόσαστε του σίφουνα και δεν το παίρνετε είδηση! Αν δεν στεκόμουν στο κατώφλι να φυλάω, θα ’χανε μπει στο σπίτι πρώτα οι πράξεις σας κι ύστερα τα κορμιά σας. Αφήστε τις πολλές κουβέντες τώρα και μπείτε μέσα. Τέτοιες στιγμές ν’ αργείς, κακό το τέλος φτάνει.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Πώς θα τα βρω σαν έμπω μέσα;
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Καλά. Φόβος να σε γνωρίσουν δεν υπάρχει.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Θα ‘φερες το μαντάτο πως επέθανα.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Με τους νεκρούς σ’ έχουν αυτοί, να ξέρεις.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Και χαίρονται γι’ αυτά; Τι λένε;
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Θα μάθεις, σαν τελειώσουμε. Όλα καλά τώρα γι’ αυτούς και κείνα που δεν είναι.
Σκηνή 15
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ποιος είναι αυτός, καλέ μου, πες μου, για τον Θεό.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν τον γνωρίζεις;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ούτε το βάζει ο νους μου.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Σε τίνος χέρια με παράδωσες, δεν ξέρεις τότε;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Σε τίνος; Τι μου λες;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Εκείνος που όταν πρόλαβες και μ’ έσωσες με πήρε να με κρύψει στην Φωκίδα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αυτός είναι που μέσα στους πολλούς βρήκα μόνο πιστό. Μέρα γλυκιά, μοναδικέ σωτήρα των σπιτιών μας, εσύ είσαι εκείνος που γλίτωσες κι αυτόν και μένα απ’ τα δεινά; Ήσουν εδώ και κρύφτηκες τόσον καιρό και δε μου φανερώθηκες; Με σκότωνες με λόγια και σκέπαζες τα έργα της χαράς; Χαίρε, πατέρα! Πατέρα μου σε βλέπω.
ΧΟΡΟΣ
Σε βλέπω βασιλιά.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Σένα να ξέρεις, σένα πιότερο στον κόσμο…
ΧΟΡΟΣ
Σε βλέπω βασιλιά.
ΗΛΕΚΤΡΑ
…σε μίσησα κι αγάπησα την ίδια μέρα.
ΧΟΡΟΣ
Χαίρε, πατέρα. Πατέρα μου σε βλέπω, σε βλέπω βασιλιά.
Σκηνή 16
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Φτάνει, θαρρώ, κι όσα μεσολαβήσανε, νύχτες πολλές φέρνοντας μέρες άλλες θα σου τα φανερώνουν, Ηλέκτρα, καθαρά. Σε σας που στέκεστε, σας λέω πως ήρθε της δράσης η ώρα. Η Κλυταιμνήστρα μόνη, άντρας κανείς. Αν χάσετε καιρό, θα ‘χετε να παλέψετε, σκεφτείτε, με τούτους και μ’ άλλους πιο πανούργους και περσότερους.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δουλειά μας δεν είναι τα λόγια τα πολλά. Πυλάδη, μέσα γρήγορα. Μα πρώτα να προσπέσουμε στ’ αγάλματα των πατρικών θεών που στο κατώφλι στέκουν.
Σκηνή 17
ΗΛ – ΠΥΛ – ΟΡ – ΠΑΙΔ – ΧΟΡΟΣ
Απόλλων, βασιλιά, σπλαχνίσου κι άκουσέ τους και με μαζί μ’ αυτούς, που απλόχερα σου πρόσφερα πολλά κι από τα λίγα που είχα. Τώρα, Λύκειε Απόλλων, με όσα έχω προσπέφτω, σου ζητώ και σ’ ικετεύω, βόηθα την πρόθεσή μας πρόθυμα και δείξε στους ανθρώπους με τι ποινές πληρώνουν οι θεοί τους παραβάτες.
Σκηνή 18
ΧΟΡΟΣ
Για δέστε πώς θερίζει αίμα ξερνώντας ακατάβλητο ο Άρης. Πατούνε πια τα δώματα οι Ερινύες και πήραν το κατόπιν τους κακούργους τ’ αλάθευτα σκυλιά, ώστε για πολύ δεν καρτερεί κρεμασμένο στο κατώφλι τ’ όνειρό μου. Με δόλο διαβαίνει τη θύρα των νεκρών, τιμωρός ίσια μέσα στα πατρικά της κλήρας του πεζούλια, τροχισμένο κρατώντας στο χέρι σπαθί. Κι ο Ερμής, γιος της Μαίας, με σκοτάδι τυλίγει το δόλο, στο τέρμα τον σπρώχνει και δεν καρτερεί.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Καλές μου, όπου να ’ναι τελειώνουν οι άντρες. Σώπα και περίμενε.
ΧΟΡΟΣ (ΓΥΝ)
Μα πώς; Τι κάνουν τώρα;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Εκείνη για ταφή στολίζει το λαγήνι κι αυτοί στέκουν κοντά.
ΧΟΡΟΣ
Κι εσύ, τι βγήκες έξω;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Φυλάω καρτέρι, μήπως ο Αίγισθος ξεφύγει κι έρθει μέσα.
Σκηνή 19
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Αχ, αχ! Σπίτι έρημο από φίλους και γεμάτο φονιάδες!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Φωνάζει κάποιος μέσα, δεν ακούτε, φίλες;
ΧΟΡΟΣ
Άκουσα, να μην άκουγα κι έφριξα η μαύρη.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ωχ, τι με βρήκε. Πού είσαι, Αίγισθε;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Άκου, πάλι φωνές.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Παιδί μου, παιδί μου, λυπήσου τη μάνα σου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Εσύ δεν τον λυπήθηκες ούτε και τον πατέρα που τον γέννησε.
ΧΟΡΟΣ
Πόλη και μαύρη γενιά, μέρα κι αυτή, μοίρα κι αυτή που λιώνει, που σε λιώνει.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ωχ! Με χτύπησε!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Άαααα! Χτύπα, αν μπορείς, ξανά!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ωχ, ωχ, ξανά!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Άμποτε και στον Αίγισθο!
Σκηνή 20
ΧΟΡΟΣ
Οι κατάρες πληρώνονται, οι νεκροί ζωντανεύουν, των φονιάδων το αίμα ποτάμι οι νεκροί το πληρώνονται. (Βγαίνουν Πυλάδης – Ορέστης) Να τοι που βγαίνουν˙ κόκκινα χέρια που αίματα στάζουν και δεν μπορώ τ’ άδικο να τους ρίξω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Όρέστη;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μες στο σπίτι καλά, αν κι ο Απόλλων πρόσταξε καλά.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Πέθανε η μαύρη;
ΧΟΡΟΣ
Πέθανε η μαύρη;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μη φοβάσαι πια το θράσος πως θα σ’ ατιμάζει της μητέρας.
ΧΟΡΟΣ
Σταμάτα, βλέπω τον Αίγισθο.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Είναι κοντά;
ΧΟΡΟΣ
Κρυφτείτε στο παράπορτο και γρήγορα. Καλά τα καταφέρατε και δευτερώστε.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Θάρρος. Τελειώνουμε.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Βάλε μπροστά και βιάσου.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Πηγαίνω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ξενοιάσου για τα εδώ. Εγώ θα τ’ αναλάβω.
ΧΟΡΟΣ
Λίγα λόγια να πεις, μαλάκωσέ τον, συμφέρει ώσπου να πέσει ανύποπτος στη δίκια κρίση.
Σκηνή 21
(Είσοδος Αίγισθου. Ο Ορέστης και ο Πυλάδης ξαναμπαίνουν στο παλάτι.)
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Ποιος από σας έμαθε πού ’ναι οι Φωκίτες ξένοι που, καθώς άκουσα, μαντάτο φέρανε για τον Ορέστη, πως με τ’ αμάξι του γκρεμοτσακίστηκε στο στίβο; Σένα, σένα ρωτώ, ναι, σένα, που ως χτες είχες αποκοτιά. Σένα σε μέλλει πιο πολύ, θαρρώ, και πιο πολλά να πεις θα ξέρεις.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Και βέβαια ξέρω! Αλλιώς έξω απ’ τη μοίρα θα ’μουνα του πιο αγαπημένου.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Και πού ‘ναι οι ξένοι; Μίλησε!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μέσα. Βρήκαν φιλόξενη κυρά.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Αλήθεια λεν πως πέθανε;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Όχι με λόγια μόνο, φέραν σημάδια.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Τον φέρανε για να βεβαιωθούμε;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τον φέραν. Να τον δεις και να φρίξεις.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Μ’ έκαμες να χαρώ πολύ, δε μ’ είχες συνηθίσει.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Να χαίρεσαι, αν είναι να χαρείς μ’ αυτά.
Σκηνή 22
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Σιωπή προστάζω και ν’ ανοίξουν οι πύλες στους Μυκηναίους και στους Αργίτες όλους να δουν, κι αν κάποιος πριν κεφάλι σήκωνε γι’ αυτόν μ’ ελπίδες κούφιες, βλέποντας το νεκρό, τα γκέμια μου να δέχεται, μη μ’ εύρει τιμωρό και φρονιμέψει με το ζόρι.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μπήκα στο νόημα κι εγώ. Φρονίμεψα με τον καιρό, με τα νερά των δυνατών πηγαίνω.
(Βγαίνουν ο Ορέστης και ο Πυλάδης. Ο πρώτος κρατά το σώμα της Κλυταιμνήστρας σκεπασμένο.)
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Ω Δία! Ετούτο που θωρώ, δίχως το φθόνο σου δεν ήρθε. Αν προκαλώ τη Νέμεση, βουβαίνομαι. Σηκώστε από το πρόσωπο το κάλυμμα να πω κι εγώ το θρήνο μου στο συγγενή μου.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Κράτησ’ το μοναχός. Όχι δικό μου, δικό σου χρέος να τον δεις και φιλικά να του μιλήσεις.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Σωστά μιλάς, θ’ ακούσω. Εσύ (προς την Ηλέκτρα) στο σπίτι αν είναι η Κλυταιμνήστρα, φώναξέ την!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Εδώ ‘ναι, πλάι σου κι αλλού μην ψάχνεις.
Σκηνή 23
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Άαααα! Τι βλέπω!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τη φοβάσαι; Δεν την ξέρεις;
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Ο δύστυχος, μέσα σε ποιες παγίδες έπεσα και σε ποιανού;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν το ‘νιωσες λοιπόν ότι μιλάς με ζωντανούς που πήρες πεθαμένους;
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Τώρα κατάλαβα τι λες. Δε γίνεται να ‘ναι άλλος αυτός που μου μιλά απ’ τον Ορέστη.
ΠΥΛΑΔΗΣ
Μάντης αλάθευτος και τόσην ώρα λάθευες;
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Ο μαύρος, χάθηκε. Μ’ άσε να πω δυο λόγια μόνο.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μη, για το θεό, μην τον αφήσεις να μιλά, καλέ μου, χρόνο κερδίζει. Σκότωσ’ τον γρήγορα. Το πτώμα ρίχ’ το στα όρνια, τους νεκροθάφτες που του πρέπουν, να μην το δούμε πια. Μονάχα τούτο θα με λύτρωνε απ’ τα παλιά δεινά μου.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Προχώρα μέσα γρήγορα, δεν είναι καιρός για λόγια τώρα, για την ψυχή σου πολεμάς.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Γιατί με πας στο σπίτι;
ΧΟΡΟΣ
Για την ψυχή σου πολεμάς.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Σαν είναι η πράξη σου καλή, γιατί σκοτάδι θες κι εδώ δε με ξεκάνεις;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Σταμάτα να προστάζεις, τράβα για κει…
ΧΟΡΟΣ
Με την ίδια πληρωμή…
ΟΡΕΣΤΗΣ
…που τον πατέρα μου έσφαξες, να πεθάνεις στον ίδιο τον τόπο.
ΧΟΡΟΣ
Σπορά του Ατρέα, πολλά σου τα πάθη, λυτρώθηκες τώρα με νέαν ορμή και λεύτερη πήρες στράτα.
ΤΕΛΟΣ
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Όπερα σε δυο πράξεις και δέκα σκηνές σε λιμπρέτο του συνθέτη.
ΕΤΟΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ 2000
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΡΩΤΗ
ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΓΙΑ ΤΟ MIKISRADIO ΣΠΥΡΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ
Λυσιστράτη σοπράνο
Κλεονίκη σοπράνo
Μυρρίνη σοπράνο κολορατούρα
Λαμπιτώ μετζοσοπράνο
Ποιητής τενόρος
Κορυφαίος βαρύτονος
Πρόβουλος τενόρος
Κινησίας βαρύτονος
Κήρυξ(Λάκων) μπάσος
Χορός Γυναικών-Χορός Αθηναίων-Χορός Λακώνων
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
A’ ΠΡΑΞΗ
(Μετά την Εισαγωγή μπαίνει δαφνοστεφής ο Ποιητής.
Υποτίθεται ότι είναι ο Αριστοφάνης, όμως σε ορισμένες περιπτώσεις
Εξωτερικά μοιάζει με τον συνθέτη.)
ΣΚΗΝΗ 1
ΠΟΙΗΤΗΣ
Στην Αθήνα κάποια φορά
στης Ακρόπολης τη σκιά
η Λυσιστράτη στρατηγός
κι ο στρατός της ερωτικός.
Με όπλα τα κάλλη των γυναικών
Τον Αρη καλά πολεμά
να φέρει την Ειρήνη.
Μες στο έργο μας το μουσικό
δίδαγμα έχουμε ηθικό:
από χιλιάδες αγαθά
την Ειρήνη φυλάξτε καλά.
Η πρώτη και πρωταρχική
αυτή που τιμά τη ζωή.
Αδέρφια,δώστε τα χέρια!
(Βγαίνει ο Ποιητής και μπαίνει η Λυριστράτη.)
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Αν τις καλούσες στη γιορτή του Βάκχου
η του Πάνα-απ΄το πλήθος,
απ΄το πλήθος τα ταμπούρλα
δεν θα μπορούσες να περάσεις.
Και τώρα μήτε μια δεν φάνηκε!
(Μπαίνει η Κλεονίκη.)
Μα να την η γειτόνισσα
Γεια σου Κλεονίκη!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Γεια σου Λυσιστράτη!
Ταραγμένη και κατσούφα σε βλέπω.
Μη σουφρώνεις τα φρύδια σου
σαν περισπωμένη!
Δεν σου πάει!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Μου καίγεται η καρδιά.
Τα ΄χω με τις γυναικούλες
κι ας πιστεύουν οι άντρες
πως είμαστε πανούργες.
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Τι δηλαδή,δεν είμαστε;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Τις κάλεσα κι αυτές κοιμούνται…
Αν και το ζήτημα είναι σπουδαίο!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Πώς να ξεπορτίσει μια γυναίκα…
Άλλη να φροντίσει τον άντρα της,
αλλη να ξυπνήσει τον δούλο,
αλλη να κοιμίσει το μωρό της,
να το ταίσει,
να το ξεσκατίσει.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Πες μου!
(με νόημα)
Πόσο μεγάλο είναι
αυτο το σπουδαίο;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
(Δείχνει το μέγεθος.)
Πελώριο!Χοντρό!Ζουμερό!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Τότε γιατί δεν έρχονται;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Ο νους σου πάει στο πονηρό…
Δεν μιλάω γι΄αυτό…
Αν ήταν έτσι,όλες θα τρέχανε!
Άλλο έχω στο νου μου.
Σπουδαίο!
Νύχτα-μέρα αυτό σκέφτομαι.
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Το ΄χεις ψιλοδουλεμένο…
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Απ΄ τις γυναίκες κρέμεται
η σωτηρία της Ελλάδας!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
(κατ΄ιδίαν)
Αν ήταν έτσι,θα ΄πεφτε…
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Απ’ τις γυναίκες κρέμεται το Κράτος!
Χωρίς εμάς, χαμένοι οι Πελοποννήσιοι!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
(κατ΄ ιδιάν)
Καλύτερα χαμένοι!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Και οι Βοιωτοί!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Τι λες;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Όλες μαζί να συνταχτούμε!
Αθηναίες,Πελοποννήσιες,Βοιωτές
Να σώσουμε την Ελλάδα!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Τι καλό μπορεί να βγει απ’ τη γυναίκα;
Γυναίκα σημαίνει καθισιό,
Φουστάνια,στολίδια,αρώματα.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Αυτά ακριβώς
Θα σώσουν την Ελλάδα!
Είναι τα όπλα μας!
Τα ξώπλατα,τα διάφανα,τα κουνιστά!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Μα πώς;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Έτσι που να μη σηκώνει όπλο πια ο άντρας!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Έτσι ευθύς-Έτσι ευθύς ξεβρακώνουμαι κι εγώ!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Μήτε ασπίδα!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Θα βάλω μίνι μπανιερό!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Μήτε σπαθί!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Γοβάκι κόκκινο.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Δεν θα πρεπε λοιπόν όλες εδώ να ρθουν;
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Έπρεπε να ΄ρθουν πετώντας!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Οι Αθηναίες δεν κάνουνε ποτέ καλή δουλειά.
Μήτε από τα παράλια μάς ήρθε καμιά,
Μήτε απ’ τη Σαλαμίνα μάς ήρθε καμιά.
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Μα το ξέρω!Με καράβια ξεκινήσαν’χαράματα.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Κι αυτές από τις Αχαρνές, που νόμιζα-
που νόμιζα πως θα ΄ρθουν πρώτες!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Να,έρχονται!΄Ερχονται!
ΣΚΗΝΗ 2
(Μπαίνουν γυναίκες από την Αθήνα,τις Αχαρνές
και την Σαλαμίνα, με επικεφαλής τη Μυρρίνη.)
ΜΥΡΡΙΝΗ
Αργήσαμε λίγο Λυσιστράτη.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Θύμωσα,,Μυρρίνη,
Το θέμα είναι σοβαρό,κι εσείς με το πάσο σας.
ΜΥΡΡΙΝΗ
Τη βρακοζώνη μου έψαχνα μες στο σκοτάδι.
Όμως λέγε!Τι μας θέλεις;
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Κάλλιο να περιμένουμε
τις Πελοποννήσιες και τις Βοιωτές.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Έχεις δίκιο…
Μα να, η Λαμπιτώ από τη Σπάρτη έρχεται.
(Μπαίνουν Κορίνθιες, Βοιωτές, Σπαρτιάτισσες,με επικεφαλής τη Λαμπιτώ.)
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
(προς τη Λαμπιτώ)
Χρυσή μου, καλώς όρισες!
Τι θάμπος! Τι ομορφιές!
Όλη αστράφτεις!
Τι κορμί γεροδεμένο!
ΛΑΜΠΙΤΏ
Γυμνάζομαι, κι όταν πηδάω
οι φτέρνες μου χτυπούν τον πισινό μου.
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Βρε τι βυζιά είναι τούτα!
ΛΑΜΠΙΤΩ
Μου τα μαλάζεις;
Θες να τ’ αγοράσεις;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Και τούτη η κοπελιά πουθέ μας έρχεται;
ΛΑΜΠΙΤΩ
Ρουμελιώτισσα! Κι από σόι μεγάλο!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Ωραία παχιά χωράφια έχουν στη Ρούμελη!
Και τούτη η σουσουράδα;
ΛΑΜΠΙΤΩ
Απ’ το στενό της Κορίνθου…
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Καθόλου στενό!
Πλούσιο από μπρός και από πίσω.
ΛΑΜΠΙΤΩ
Μου λέτε ποιος μας κάλεσε;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Εγώ!
ΛΑΜΠΙΤΩ
Τι μας θέλεις;
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Ναι! Μά τον Δία!
Φανέρωσε το μυστικό σου.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Φυσικά! Όμως θέλω κάτι να σας ρωτήσω.
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Ό,τι θέλεις.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Ποθείτε ή όχι των παιδιών σας τους πατεράδες;
Στον πόλεμο είναι όλοι!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Στη θράκη πέντε μήνες ο δικός μου
φυλάει τον πουλημένο στρατηγό του.
ΜΥΡΡΙΝΗ
Εφτά μήνες στην Πύλο είναι ο καλός μου.
ΛΑΜΠΙΤΩ
Κι ο δικός μου σαν τύχει και το σκάσει,
όσο να τον σφίξω, αρπάζει την ασπίδα και το δρόμο.
ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ (σε τετραφωνία)
ΜΥΡΡΙΝΗ ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ ΚΛΕΟΝΙΚΗ ΛΑΜΠΟΤΏ
Είναι στον πόλεμο
οι πατεράδες
των παιδιών μας.
Έρημες, μόνες,
Μονάχες είμαστε.
Να σταματήσει
το κακό.
Οι άνδρες
να γυρίσουν
και τα σπίτια
να γεμίσουν
με γέλια
και χαρές.
Είναι στον πόλεμο.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Ούτε στάχτη δεν απόμεινε
απ’ τους αγαπημένους μας
απ’τον καιρό που η Μίλητος μας πρόδωσε…
(Αλλάζει ύφος.)
Αχ να ΄χα μια πέτσινη λεγάμενη οχτώ πόντους
να βολευτώ.
Λοιπόν δεν έχω δίκιο;
Αν βρω τρόπο θα με βοηθήσετε;
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Θα πούλαγα το φόρεμά μου,
κι όσα πιάσω τα πίνω σε μια μέρα!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Το κορμί μου σκίζω στα δυο
Και το μισό χαρίζω!
ΛΑΜΠΙΤΩ
Αν είν’ να δω Ειρήνη.
στην κορφή του Ταΰγετου σκαρφαλώνω!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Ιδού λοιπόν το μυστικό μου:
Αν θέλουμε Ειρήνη,
τους άνδρες πρέπει να τους αναγκάσουμε
να τα βρούνε.
Ένας τρόπος υπάρχει: ΑΠΟΧΗ!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ, ΛΑΜΠΙΤΩ, ΜΥΡΡΙΝΗ
Από τι; Μίλα!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Θα το κάνετε όμως;
ΜΥΡΡΙΝΗ, ΚΛΕΟΝΙΚΗ, ΛΑΜΠΙΤΩ
Μετά χαράς!
Και τη ζωή μας δίνουμε!
Αποχή;Από τι;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Απ’ αυτό! Απ’ αυτό που έχουν οι άντρες!
(Οι τρείς πάνε να φύγουνε.)
Πού πάτε; Γιατί κατσουφιάσατε;
Σας κόπηκε το χρώμα!
Τι στέκεστε σαν κούτσουρα; θα το κάνετε;
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Εγώ δεν θα το κάνω! Κάλλιο ο πόλεμος!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Κι εγώ δεν το κάνω! Κάλλιο ο πόλεμος!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Δεν έλεγες πως το κορμί σου έσκιζες στα δύο;
ΜΥΡΡΙΝΗ
Ό,τι άλλο θες! Όχι αυτό!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Όχι αυτό! Όχι αυτό!
ΛΑΜΠΙΤΏ
Όχι αυτό! Όχι αυτό!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Να περπατήσω σε κάρβουνα αναμμένα,
Όμως να στερηθώ τη γλύκα του αντρός,
αυτό ποτέ.
ΜΥΡΡΙΝΗ ΛΑΜΠΙΤΩ
Ποτέ!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
(προς τη Μυρρίνη)
Κι εσύ!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Κι εγώ στα κάρβουνα!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ , ΛΑΜΠΙΤΩ
Στα κάρβουνα! Στα κάρβουνα.
ΛΥΣΙΣΤΑΤΗ. Αχ !Αχ! Άχρηστες γυναίκες…Καλά μας κάνει ο Ευριπίδης
ηρωιδες στις τραγωδίες…Μόνο για καβάλα και για γέννες είμαστε…
(προς τη Λαμπιτώ)
Όμως εσύ καλή μου Σπαρτιάτισσα, αν έρθεις με το μέρος μου
Υπάρχει ελπίδα.
Δώσ’ μου την ψήφο σου!
ΛΑΜΠΙΤΩ
Δύσκολο το κρεβάτι δίχως άντρα…
Όμως για να ΄χεις άντρα χρειάζεσαι Ειρήνη!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Γειά σου λεβέντισσα! Άξια γυναίκα!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Αν κάνουμε αποχή…
ΟΛΕΣ
Κούφια η ώρα…
ΚΛΕΟΝΊΚΗ
Πες μας, πώς θα ’ρθει η Ειρήνη;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Θα σας πω ευθύς το σχέδιο μου.
Σαν έρθει ο άντρας
εμείς αρχίζουμε τα στολίδια,
τα βαψίματα και τα κουνήματα.
Τα μέρη τα κρυφά καλά αποτριχωμένα
Κάτω απ’ τα αραχνούφαντα πέπλα,
τα τουρλώνουμε μπροστά στα μάτια τους!
Έτσι που να τους ανάβουμε τον πόθο!
Κι όταν αυτοί χιμούν ορεξάτοι να μας πλακώσουν,
τοτε κι εμείς τους σπρώχνουμε πέρα φωνάζοντας:
«Σταματήστε τον πόλεμο! Αλλιώς δεν έχει από αυτό»…
Τότε θα τρέξουν να κλείσουν ανακωχή!
ΛΑΜΠΙΤΩ
Όπως κι ο Μενέλαος
που πέταξε το σπαθί
Μπροστά στης Ελένης τα στήθη τ’ αφράτα.
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Όμως αν κάνουνε οι άντρες αποχή
τότε τι γινόμαστε;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Ατομική παρηγοριά θα βρούμε.
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Ασε τα υποκατάστατα…
Όμως αν με το ζόρι στο στρώμα μάς σέρνουν;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Θα πιανόμαστε από την πόρτα.
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Κι αν μας βαράνε;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Θα τους χαλάμε όσο μπορούμε την ηδονή…
Αυτή η δουλειά με το στανιό δεν έχει γούστο.
Θα τους παιδεύουμε όσο να κουραστούν.
Αν η γυναίκα δεν θέλει, ο άντρας χαρά δεν έχει.
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Αν οι δυο σας αποφασίσατε, τότε συμφωνούμε κι εμείς.
ΛΑΜΠΙΤΩ
Εμείς οι Σπαρτιάτισσες
τους άντρες μας θα βάλουμε
να κάνουν Ειρήνη!
Μα τι θα γίνει με τον άστατο τον όχλο των Αθηναίων;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Δουλειά δική μας! Μη σε νοιάζει!
ΛΑΜΠΙΤΩ
Όσο έχει χρήμα ο Παρθενώνας
και τα καράβια τους στα πελάγη αρμενίζουν φοβάμαι!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Το πρόβλεψα κι αυτό! Όσο εμείς κουβεντιάζουμε
οι γριές τρέχουν στην Ακρόπολη
το θησαυρό να πάρουν.
ΛΑΜΠΙΤΩ
Ωραία τα λές!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Λοιπόν; Όρκο ας πάρουμε.
Θεμέλιο ας βάλουμε.
ΜΥΡΡΙΝΗ, ΚΛΕΟΝΙΚΗ, ΛΑΜΠΙΤΩ
Λέγε!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Βάλε την ασπίδα ανάποδα.
Φέρε το σφαχτάρι για τη θυσία.
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Πως; Έτσι θα ορκιστούμε Λυσιστράτη;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Πώς αλλιώς;
Τι διδάσκει ο Αισχύλος στους Επτά επί θήβας;
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Για το θεό, Λυσιστράτη!
Πάνω σε ασπίδα πολέμου
Θα ορκιστούμε για την Ειρήνη;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Σαν τις αμαζόνες
Θέλεις να κόψουμε
τα σπλάχνα άσπρου αλόγου;
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Τι άσπρα, τι πράσινα άλογα μας λές!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Επιτέλους! θέλεις να ορκιστούμε;
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Μά τον Δία! Αντίς αρνί
φερτε μια στάμνα με θασιώτικο κρασί
να το πράξουμε.
Και να ορκιστούμε
να μη βάλουμε ποτέ νερό στα σχέδιά μας.
ΟΛΕΣ
Μάνα μου Γης, μ’ αρέσει αυτός ο όρκος!
Τρέξτε και φέρτε την κούπα και το σταμνί!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Όρκο θα κάνω στους θεούς και τη Χρυσή Παλλάδα
Θα γίνω φως-φωτιά για την Ειρήνη.
ΜΥΡΡΙΝΗ
Εγώ που φέρνω τη ζωή
Θα βάλω τέλος στη σφαγή•
θα γίνω φως-φωτιά για την Ειρήνη.
ΟΛΕΣ
Παντοτινά Ειρήνη!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Τον πόλεμο τον πολεμώ
με τα γλυκά μου κάλλη•
θα γίνω φως-φωτιά για την Ειρήνη.
ΟΛΕΣ
Παντοτινά Ειρήνη!
ΛΑΜΠΙΤΩ
Του ΄Αρη κοφτερό σπαθί
σε λιώνει το ζεστό κορμί•
θα γίνω φως-φωτιά για την Ειρήνη.
ΣΚΗΝΗ 3
(Μπαίνει δαφνοστεφής-όπως και στην αρχή-ο Ποιητής.)
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ιερόν και άπλετον της Ειρήνης είναι το φως!
Μας τυφλώνει, στις φλέβες περνά.
Μήνυμα συμπαντικό, πρωτόφαντο, ιερό.
Η Λυσιστράτη στρατηγός
κι ο στρατός της ερωτικός!
Πάνε τώρα όλες μαζί•
το σχέδιο προβλέπει αγωνία θεατρική.
Χορός γερόντων τώρα ας μπει.
Σας προσφέρω διπλό Χορό,
γυναικείο και ανδρικό.
Ιδού ένα έργο μοναδικό!
Ένα έργο μοναδικό!
(Μπαίνουν οι γέροντες, φορτωμένοι με κούτσουρα
που τους κάνουν να παραπατούν.)
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Περπατά γερο-Δράκο γρήγορα!
Τα κούτσουρα σου τσάκισαν τον ώμο…
ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
Πολλά ειν’ αυτά που βλέπουμε στο διάβα της ζωής.
Όμως ποιος θα το ‘λεγε, Στριμόδωρε,
να δούμε τις γυναίκες τις πανούκλες
που τρέφουμε στο σπίτι
να βάλουμε χέρι στα όσια και τα ιερά.
Στο ξόανο της Παρθένου!
Να πάρουν την Ακρόπολη
και να μας κλείσουν έξω!
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Γρήγορα, Φιλώτα στο βράχο ν’ ανέβούμε.
Να στήσουμε κούτσουρα και να τις κάψουμε ζωντανές!
Και πρώτη πρώτη τη Λυσιστράτη!
Ναι, μά τη Δήμητρα!
Όσο ζούμε, δεν θα τους περάσει.
Ένας βασιλιάς της Σπάρτης, ο Κλεομένης,
πάτησε την Ακρόπολη
και το μετάνιωσε σκληρά!
Τον πολιορκήσαμε,
τον κάναμε να το σκάσει βρόμικος και κουρελιάρης…
Και τώρα θ’ αφήσουμε τα γύναια
που μισεί κι ο Ευριπίδης;
Πάει χαράμι η δόξα της Αθήνας.
Τα κούτσουρα φορτώθηκαν
και γίνομαι γαϊδούρι
φωτιές ν’ ανάψω στις γριές
να τις ξεφορτωθώ.
Έχουν εισβάλει στο Ναό
το θησαυρό να κλέψουν.
Πώς τόλμησαν τέτοιο κακό
στην πόλη μας να κάνουνε;
Γι’ αυτό κι εγώ τις κυνηγώ! Αλλιώς θα με ξεκάνουνε.
ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
Θα τις κάνουμε σουβλιστές,
σα σαρδέλες καπνιστές
και στα σπίτια μας σηκωτές
θα τις κλείσουμε σφαλιστές!
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Λυσιστράτη λυσσασμένη,
πέος που σε περιμένει!
Σαν θα ΄ρθει τ’ αφεντικό
στο κρεβάτι θα στενάξεις
απ’ τ’ αρσενικό!
ΟΛΟΙ
(Καθώς ανάβουμε φωτιές με τις δάδες)
Δέσποινα Νίκη!
Βοήθα να υψώσουμε
ενα τρόπαιο!
Αφού τα θηλυκά κατατροπώσουμε
καθώς τους πρέπει!
(Μπαίνει ο Χορός των Γυναικών, κρατώντας στάμνες
γεμάτες με νερό.)
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Ντουμάνι βλέπω τον καπνό.
Φουντώνει η φωτιά! Βιαστείτε!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Πέτα, πέτα Νικοδίκη
πρίν καούνε κυκλωμένες απ’ τις φλόγες
η Καλλιόπη κι η Κριτούλα.
Στη βρύση έτρεξα
τις στάμνες να γεμίσω.
Φωτιές ανάψαν’ τα γερόντια
τις γριές να κάψουν.
Αθηνά!
Μπόδισέ τους! Και σώσε μας!
Την Ελλάδα κι εμάς απ΄ τον πόλεμο!
Κουβάλα κι εσύ νερό μαζί μας!
Ω προστάτη της Αθήνας!
ΣΚΗΝΗ 4
(Μπαίνει η Κορυφαία κυνηγημένη από τον Κορυφαίο που της αρπάζει το ρούχο.
Ακολουθεί γενικευμένο ανθρωποκυνηγητό.)
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Πρόστυχε, κάτω τα ξερά σου! Είστε αλήτες!
(κυνηγητό-όμως παιχνιδιάρικο)
Είστε αλήτες!
Τίμιος άντρας κανείς δεν φέρεται έτσι.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Όλα τα περιμέναμε,
όμως όχι κι έτσι.
Έρχονται κι άλλες να βοηθήσουν;
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Μπα, φοβηθήκατε;
Είμαστε χιλιάδες, αμέτρητες!
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
(προς τον Φαιδρία)
Φαιδρία!Θα τις αφήσουμε να μας υβρίζουν;
Άρπα τον κόπανο και βάρα!
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Άντε να δούμε ποιος θα τολμήσει
ν’ απλώσει χέρι.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Ρε! Μά τον Δία!
Δεν βρίσκεται κανείς να τους αστράψει δυο χαστούκια.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Χτύπα, δεν φοβάμαι
και βάρα αν σου βαστά.
Σα σκύλα τ’ αχαμνά σου θα δαγκώσω!
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Σκασμός!
Σου μαδάω μια μια τις άσπρες τρίχες!
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Άπλωσε αν τολμάς!
Άπλωσε το δαχτυλάκι σου!
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Θα σε λιώσω στις μπουνιές
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Με τα δόντια θα σου φάω το συκώτι!
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Ω Ευριπίδη!
Πα-πα-πα…Πάωσοφε!
Που σιχαινόσουν τις γυναίκες!
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Ροδίπη! Σήκωσε τη στάμνα!
(Η Ροδίπη απειλή τον Κορυφαίο με τη στάμνα.)
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Θεομπαίχτρα! Τι σοφίζεσαι να κάνεις;
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Φωτιές κρατάς και θέλεις να κάψεις το τομάρι σου.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Φωτιές, φωτιές ν’ ανάψω,
τις φίλες σου να κάψω.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Κι εγώ με το νερό μου θα τις σβήσω.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Τη φωτιά μου σε λίγο θα δεις! Θα σε κάψω!
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Γέρο, έχεις σαπούνι;
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Αι παλιόγρια!
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Γέρο, να σε σαπουνίσω!
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Άιντε χάσου!
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Γαμπριάτικο λουτρό.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Κοίτα θάρρος!
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Είμαι λεύτερη γυναίκα!
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Θα σ’ το βουλώσω τώρα!
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Είσαι χωροφύλαξ!
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Στον κότσο της βάλε φωτιά.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Πνίξ’ τον Αχελώε!
(Του ρίχνει νερό.)
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Ω, τι έπαθα ο δόλιος.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Μήπως σε ζεμάτισα;
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Με περιπαίζεις.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Σε ποτίζω να βλαστήσεις!
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Σταμάτα! Τρέμω!
ΚΟΡΥΦΑΙΑ, ΓΥΝΑΙΚΕΣ (ΟΛΕΣ)
Σε ποτίζω να βλαστήσεις.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ, ΑΝΔΡΕΣ (ΟΛΟΙ)
Αχ! Αχ! Τρέμω!
ΟΛΕΣ
Γεροξεκούτη.
ΟΛΟΙ
Μη με βρέχεις.
ΟΛΕΣ
Σε ποτίζω να βλαστήσεις.
ΟΛΟΙ
Μη με βρέχεις, τρέμω.
ΟΛΕΣ
Θα δεις τι άλλο θα σου κάνω!
ΟΛΟΙ
Μη με καταβρέχεις
Είμαι γέρος και ξεκούτης.
ΟΛΕΣ
Να! Σε κατουρώ!
ΟΛΟΙ
Αχου!
ΣΚΗΝΗ 5
(Όλοι παγώνουν καθώς μπαίνει αργά ο Ποιητής.)
ΠΟΙΗΤΗΣ
Μπαίνει τώρα καμαρωτός
ο Πρόβουλος ο ξακουστός.
Τη Λυσιστράτη σε λιγο θα δει!
Συνομιλία θα έχουν σημαντική!
(Βγαίνει ο Ποιητής και μπαίνει ο Πρόβουλος
πάνω στη μουσική του «Viennen los pajaros».)
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Todo era vuelo en nuestra tierra!
(Όλοι, επί σκηνής, όσο τραγουδά εκνευρίζονται.
Τέλος, θυμωμένοι του φωνάζουν ρυθμικά…)
ΟΛΟΙ
Τραγουδάς από άλλο έργο!
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ!
Πρόβουλε! Αυτό είναι το Canto General.
(Βγαίνει ο Ποιητής με περούκα που
κάποιον θυμίζει. Κρατά μια ογκώδη
παρτιτούρα, σκίζει ένα φύλλο και το πετά
στην ορχήστρα. Μετά στρέφεται προς το
κοινό και λέει δυνατά: Συγνώμη!».
Πριν στρέψει την πλάκα του, η ορχήστρα
ξαναρχίζει την ίδια μουσική σε άλλο τόνο!)
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Άλλος κανείς δε φταίει, μονάχα εμείς!
Εμείς τις κακομάθαμε με λούσα!
Πάμε στον χρυσοχόο και του λέμε:
«Μεγάλωσε την τρύπα στο κολιέ της.
Μεγάλωσε την τρύπα!
Θα λείψω για τη Σαλαμίνα.
Ευκαιρία να περάσεις απ’ το σπίτι
και να τη φαρδύνεις…»
Κάποιος άλλος πάει στον τσαγκάρη:
«Μάστορα, το λουράκι στο ποδαράκι
το λουράκι στο παπουτσάκι
της πονάει το δαχτυλάκι…
Όταν θα λείψω απ’ το σπίτι
πέρνα να το φαρδύνεις…
Να το φαρδύνεις όσο μπορείς…».
Αυτά λοιπόν μας φέρανε και τούτα.
Εγώ είμαι ο Πρόβουλος!
Και βρήκα ξυλεία
για να φτιαχτούν τα κουπιά.
Όμως το χρήμα βρίσκεται στον Παρθενώνα
και οι γυναίκες κλείσαν’ τις πύλες
και μας κλείσαν’ έξω!
Φέρτε τους λοστούς να ξεπλύνουμε την ντροπή!
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Μπρος-μπρος-μπρος γρήγορα
να τις τσακίσουμε.
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Τσου-τσου -τσου-τσου-τσου-τσου
θα σας τον φτύσουμε!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Φέρτε λοστούς
να ξεπλύνουμε την ντροπή!
(προς έναν τοξότη)
Τι κοιτάς σαν χαζός;
Εμπρός, ξήλωσε την πύλη!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Τσου-τσου-τσου
θα σας τον φτύσουμε!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
(που έρχεται από ψηλά)
Μην κάνετε τον κόπο. Εδώ είμαι!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Μωρή κατσίκα! Πως τολμάς;
Τοξότη, πιάσε την και δέσε την πισθάγκωνα.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Για τόλμησε! Θα σε λιώσω κι ας είσαι εξουσία.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Ρε! Δε φοβηθήκατε;
ΜΥΡΡΙΝΗ
Μά την Πάνδροσον!
Αν απλώσεις χέρι θα σε χέσω!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Θα με χέσεις! Βρομόστομα!
Αυτήνε πιάσε πρώτα!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Κάνε πως μ’ αγγίζεις!
Μά την Εκάτη, θα σκούξεις απ’ τον πόνο.
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Μπρος- μπρος-μπρος γρήγορα
να τις τσακίσουμε.
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Τσου-τσου-τσου-τσου-τσου-τσου
θα σας τον σκίσουμε.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
(Δείχνει τη Μυρρίνη.)
Τοξότες! Πιάστε την!
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Μπρος-μπρος-μπρος-γρήγορα
να τις τσακίσουμε.
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Τσου-τσου-τσου-τσου-τσου
Θα σας τον σκίσουμε.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Μά την ΄Αρτεμη!
Αν κάνεις ένα βήμα, σου μαδάω τις τρίχες
μία μία.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Ω δυστυχία!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Τσου-τσου-τσου-τσου-τσου-τσου
Θα σας τον φτύσουμε.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Το ’σκάσε ο τοξότης!
Εμπρός Σκύθες! Πάνω τους!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Τσου-τσου-τσου-τσου-τσου-τσου
θα σας τον σκίσουμε.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Τέσσερις λόχοι γυναίκες σάς περιμένουν.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Σκύθες! Λέω ξανά! Πάνω τους!
Δέστε τους τα χέρια πισθάγκωνα.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Ομπρός γυναίκες συναγωνίστριες!
Σκορδομαιντανό! Φάβα!
Φασουλαδίτισσες! Φουρνοταβερνιάρισσες!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Τσου-τσου-τσου-τσου-τσου-τσου
θα σας τον σκίσουμε.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Χιμάτε! Χτυπάτε! Αρπάχτε!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Τσου-τσου-τσου-τσου-τσου-τσου
θα σας τον φτύσουμε.
Στα κρύα του λουτρού θα σας αφήσουμε.
(Τους δέρνουν.)
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Φτάνει! Φτάνει!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Τσου-τσου-τσου-τσου-τσου-τσου
θα σας τον φτύσουμε.
Στα κρύα του λουτρού θα σας αφήσουμε.
(Τους δέρνουν.)
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Φτάνει! Φτάνει!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Θα σας τον σκίσουμε!
(Τους γδύνουν.)
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Γυρίστε πίσω!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Θα σας τον φτύσουμε!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Όχι πλιάτσικο!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Οιμένα! Ω πα πα!
Ρεζίλι με κάναν’ οι τοξότες!
ΛΑΜΠΙΤΩ
Για ποιες μας πέρασες;
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Για παλαβές;
ΜΥΡΡΙΝΗ
Ή για κρεβατογυναίκες;
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Ω Πρόβουλε! Αυτές είναι θηρία!
Πριν λίγο μας λούσανε χωρίς σαπούνι.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Καλέ μου!Μη σηκώνεις χέρι
αν δε θέλεις να τις φας κι εσύ!
Εγώ καλό κορίτσι είμαι.
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Θέλω φρόνιμα να ζω.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ, ΜΥΡΡΙΝΗ ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Και να με σέβονται.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Αλίμονο σ’ εκείνον που θα με χτυπήσει.
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Ω Δία! Πώς θα δαμάσουμε αυτά τ’ αγρίμια;
Άιντε Πρόβουλε, βρες έναν τρόπο να ξεμπερδέψουμε…
Μας πήραν το κάστρο το άβατο του Γενάρχη Κραναού,
την ιερή Ακρόπολη!
Ρώτα, ανάκρινε Πρόβουλε!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Ποιος ο σκοπός που πήραμε την Ακρόπολη;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Χρήμα ίσον πόλεμος.
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Πήραμε το χρήμα.
ΚΛΕΟΝΙΚΗ,ΜΥΡΡΙΝΗ
Τέρμα ο πόλεμος!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Μα για το χρήμα τάχα πολεμάμε;
ΜΥΡΡΙΝΗ
Η για κρεβατογυναίκες;
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Ω Πρόβουλε! Αυτές είναι θηρία!
Πριν λίγο μας λούσανε χωρίς σαπούνι.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Καλέ μου! Μη σηκώνεις χέρι
αν δε θέλεις να τις φας κι εσύ!
Εγώ καλό κορίτσι είμαι.
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Θέλω φρόνιμα να ζω.
ΛΥΣΙΣΤΑΤΗ,ΜΥΡΡΙΝΗ,ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Και να με σέβονται.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Αλίμονο σ’ εκείνον που θα με χτυπήσει.
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Ω Δία! Πως θα δαμάσουμε αυτά τ’ αγρίμια;
Άιντε Πρόβουλε, βρες έναν τρόπο να ξεμπερδέψουμε…
Μας πήραν το κάστρο το άβατο του Γενάρχη Κραναού,
την ιερή Ακρόπολη!
Ρώτα, ανάκρινε Πρόβουλε!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Ποιος ο σκοπός που πήρατε την Ακρόπολη;
ΛΥΣΙΣΤΑΤΗ
Χρήμα ίσον πόλεμος.
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Πήραμε το χρήμα.
ΚΛΕΟΝΙΚΗ, ΜΥΡΡΙΝΗ
Τέρμα ο πόλεμος!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Μα για το χρήμα τάχα πολεμάμε;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ,ΚΛΕΟΝΙΚΗ,ΜΥΡΡΙΝΗ
Ναι! Γι’ αυτό!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Πήραμε το χρήμα.
ΛΑΜΠΙΤΩ
Τέρμα ο πόλεμος!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Για κάθε κακό…
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
το χρήμα φταίει.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ,ΚΛΕΟΝΙΚΗ,ΜΥΡΡΙΝΗ,ΛΑΜΠΙΤΩ
Κι ο Πεισίστρατος!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Κι όσοι την εξουσία κυνηγούν…
ΜΥΡΡΙΝΗ
Για να μπλέκουν τον κόσμο.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Και να κυβερνούν!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ,ΚΛΕΟΝΙΚΗ,ΜΥΡΡΙΝΗ,ΛΑΜΠΙΤΩ
Όμως τέλος τώρα πια!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Και λοιπόν τι θα κάνει;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Το Ταμείο ελέγχουμε εμείς!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Το Ταμείο του Κράτους εσείς;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Τι το παράξενο;
Ποιος κάνει κουμάντο στο σπίτι;
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Δεν είναι το ίδιο!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ,ΚΛΕΟΝΙΚΗ,ΜΥΡΡΙΝΗ
Απαράλλαχτο!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Μα έχουμε πόλεμο!
ΛΑΜΠΙΤΩ
Δεν μας χρειάζεται!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Και πώς αλλιώς θα σωθούμε;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Θα σας σώσουμε εμείς!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Δεν είσαι με τα καλά σου!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ,ΚΛΕΟΝΙΚΗ,ΜΥΡΡΙΝΗ
Εμείς!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Τρελή! Είσαι τρελή!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Θες δε θες, θα σε σώσουσω!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Με ποιο δικαίωμα;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Καλέ μου, θα σε σώσω!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Κι αν αρνηθώ;
Τούτη η τρέλα για Ειρήνη ή για Πόλεμο
πως σας μπήκε στο κεφάλι;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Θα σ΄ το πω.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Κάνε γρήγορα πριν σ’ τις βρέξω.
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Μακριά τα χέρια σου.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Και τώρα πρόσεξέ με.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Δεν μπορώ,δαιμονίζομαι.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Ετοιμάσου να κλάψεις.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Τον εαυτό σου, παλιόγρια, φοβέριζε.
Λέγε!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Άκου λοιπόν!
Κλεισμένες μες στο σπίτι κάναμε υπομονή.
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Βλέπουμε τα λάθη σας, μα δε μιλούσαμε.
ΛΑΜΠΙΤΩ
Κι όταν σας ρωτούσαμε:
«Θα κάνετε Ειρήνη;»…
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
«Σκασμός», μας λέγατε.
ΜΥΡΡΙΝΗ
‘Όμως εγώ δε θα σώπαινα!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Θα ΄τρωγες ξύλο!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Για τούτο δε μίλαγα!
Κι όταν τα λάθη σας πλήθαιναν:
«Πώς ξεπέσατε έτσι αντρούλη μου;».
«Κοίτα το σπίτι εσύ!»…
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ,ΚΛΕΟΝΙΚΗ,ΜΥΡΡΙΝΗ,ΛΑΜΠΙΤΩ
«Είναι δουλειά των αντρών!»
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Καλά σου ’λεγε
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Κι όταν πια δεν έμεινε κανένας…
ΜΥΡΡΙΝΗ
Κι όταν πια δεν έμεινε κανένας…
ΟΛΕΣ
αρσενικός…
ΜΥΡΡΙΝΗ
στην πατρίδα…
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
κι όταν λέγαμε «πού πάμε;»…
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Τότε εμείς απόφαση πήραμε
την Ελλάδα να σώσουμε.
ΟΛΕΣ
Ενωμένες!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Έτσι θα σώσουμε κι εσάς.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Εμάς;Εσείς;Αδιανόητο!Αβάσταχτο!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ,ΚΛΕΟΝΙΚΗ,ΜΥΡΡΙΝΗ
Σκάσε!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Εσύ με διατάζεις να σκάσω;
Εσύ που φοράς τσεμπέρι!Εσύ με τα φουστάνια!
Καλύτερα να πέθαινα!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Αν το τσεμπέρι σ’ εμπόδιζει, παρ’το!
Βάλ’ το στο κεφάλι σου και σώπαινε!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Πάρ’το πανέρι μου και φόρα την ποδιά μου.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ,ΚΛΕΟΝΙΚΗ,ΜΥΡΡΙΝΗ
Και δουλεία δική μας ο πόλεμος.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Παρατάτε κυράδες μου τις στάμνες
να τρέξουμε στο κάστρο
να βοηθήσουμε τις συντρόφισσες.
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Κι εγώ δεν θα πάψω να χορεύω
και μαζί τους θα παλεύω για την Αρετή.
Γιατί έχω νου, σοφία, καρδιά και αγάπη για
την πόλη μας.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ,ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Γεια σου Λυσιστράτη. Λεβέντισσά μου.
Πρώτη στις πρώτες.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Άιντε γριές-παλικάρια. Εμπρός!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Η γριά η κότα πιο νόστιμη είναι.
κι εγώ τα ζουμιά μου τα έχω.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Έχουμε τον άνεμο στα πανιά μας.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Κι αν ο Έρως, το τέκνο της Κύπρης
ανάψει φωτιές στα μπατζάκια
και μπροστά μας φυτρώσουν αγγούρια αντρών…
ΟΛΕΣ (ΣΟΛΙΣΤ ΚΑΙ ΧΟΡΩΔΙΑ)
σταματούν οι πόλεμοι!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Σωτήρες εμείς!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Αλλά πώς;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Στο παζάρι κανείς δεν θα βγαίνει οπλισμένος.
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Κανείς, μά την Κύπρη!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Άλλος να γεμίζει το κράνος με μπιζέλια…
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
κι άλλος να κλέβει το κράνος με μπιζέλια…
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Πως θα ξεμπλέξετε
τις μπλεγμένες κρατικές υποθέσεις;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Πως ξεμπλέκω το κουβάρι;
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Μια το πιάνω από δω…
ΛΑΜΠΙΤΩ
μια το πιάνω από κει…
ΜΥΡΡΙΝΗ
πάνω – κάτω…
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
ώσπου να βρω την άκρη.
Όμοια με τον πόλεμο!
ΛΑΜΠΙΤΩ
Θα στείλουμε πρεσβείες εδώ κι εκεί.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Κουφόμυαλες! Δεν είναι μαλλιά και τρίχες ο πόλεμος.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Μακάρι οι τρίχες να σας κυβερνούσαν!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Αλλά πώς;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Όπως ξεπλένω τα μαλλιά στη σκάφη…
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
και τα κοπανάω…
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
έτσι ξεπλένεται η λέρα της πολιτείας!
Με τη σανίδα να κοπανάτε τους κλέφτες του δημοσίου!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Κι όσους κάνουν κλίκες
να σώσουν το Έθνος!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Με ξυστρί να τους βγάζετε τρίχα τρίχα!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Τρομερό!
Την πατρίδα να τη λένε μαλλί για κοπάνισμα οι φούστες
που ποτέ τους δεν είδανε πόλεμο!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Όμως του πολέμου τα βάρη
διπλά και τριπλά και τετραπλά τα σηκώνουμε εμείς!
Εμείς γεννάμε τ’ αγόρια
που εσύ μας τα παίρνεις στρατιώτες.
ΟΛΕΣ!
Παγκάκιστε!
Όμως εμείς τα βάρη του πολέμου σηκώνουμε
διπλά και τριπλά.
Εμείς γεννάμε τ’ αγόρια
που εσύ θυσιάζεις στου πολέμου το βωμό.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Πάψε! Μη μου θυμίζεις τα δυσάρεστα!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Ολομόναχες μένουμε
αντί να χαρούμε τα νιάτα μας,
και τα κορίτσια μας γερνούν αζευγάρωτα.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Μήπως κι εμείς δεν γέρνούμε;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Όταν ο άντρας γυρίζει ασπρομάλλης
μπορεί να βρει νύφη μικρούλα.
ΛΥΣΙΣΤΑΤΗ,ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Ο καιρός της γυναίκας λίγος,
Κι αν τον χάσει, μονάχη μένει στο σπίτι
συντροφιά με τα όνειρά της…
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Αφού εκείνος μπορεί!
(Πέφτουν όλες πάνω του. Στη συνέχεια αρχίζουν να ξυλοκοπούν τους άντρες με άγριες διαθέσεις. Εκείνοι αμύνονται απελπισμένα και συνεχώς υποχωρούν φοβισμένοι και διαμαρτυρόμενοι, έως ότου τελικά τους πετάξουν έξω.)
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Είσαι ψοφίμι! Γεροχούφταλο!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Είσαι ψοφίμι!
Μόνο για τάφο είσαι έτοιμος!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Στο φέρετρό σου ετοιμάσου για να μπεις!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Κι εγώ σου κάνω τα κόλλυβα!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Να, πάρε μια!
ΛΑΜΠΙΤΩ
Κι άλλη μια!
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Οχ!Οχ!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Τι κοκάλωσες ψοφίμι;
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Αχ και βαχ!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Ο Χάροντας στη βάρκα μπρος
σε καρτερεί…
ΛΑΜΠΙΤΩ
Πολύ καθυστέρησες…
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Οχ! Οχ!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Το φέρετρό σου έτοιμο!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Στο φέρετρο…
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Μη βαράς!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
…ετοιμάσου…
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Να, πάρε!
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Μη βαράς!
ΜΥΡΡΙΝΗ
…να μπεις!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Κι άλλη μια!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Ετοιμάσου να μπεις!
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Πάψε να χτυπάς!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Άιντε να μπεις στον τάφο!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Κι εγώ σου ετοιμάζω κόλλυβα.
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Πονάω!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Να, πάρε!
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Πονάω!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Νά, πάρε κι άλλη!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Για δες!
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Αχ, πονώ!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Εμπρός, γυναίκες!
Στα χέρια σας κρατάτε την Ειρήνη!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Την Ειρήνη! Εμείς, το γένος των γυναικών!
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Τα μάτια θα σας βγάλω!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ,ΚΛΕΟΝΙΚΗ,ΜΥΡΡΙΝΗ,ΛΑΜΠΙΤΩ
Θα την σώσουμε την Ειρήνη!
Θα την σώσουμε την Ειρήνη!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Την Ειρήνη! Την Ειρήνη!
(Τους χτυπούν και τους σπρώχνουν έξω από τη σκηνή.)
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Αχ αχ ! ΑΧ αχ !
Ο δόλιος δεν μπορώ…
ΟΛΕΣ
Θα σώσουμε την Ελλάδα και τα παιδιά μας.
(Αφού τους πετάξουν έξω, σιγά σιγά τους ξαναφέρνουν δεμένους και θλιβερούς για
να πάρουν μέρος στο χορωδιακό που ακολουθεί.)
ΟΛΕΣ (ΣΟΛΙΣΤ ΚΑΙ ΧΟΡΩΔΙΑ)
Είναι στον πόλεμο
οι πατεράδες των παιδιών μας…
ΟΛΟΙ
Αχ κακούργες γράδες, ξετσίπωτες’
ΟΛΕΣ
Έρημες, μόνες
μονάχες είμαστε…
ΟΛΟΙ
Αχ και βαχ!
ΟΛΕΣ ΚΑΙ ΟΛΟΙ
Να σταματήσει το κακό, οι άντρες να γυρίσουν
Και τα σπίτια να γεμίσουν με γέλια και χαρές!
(Οι άντρες φεύγουν.)
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Β΄ Πράξη
ΣΚΗΝΗ 6
ΠΟΙΗΤΗΣ
Τρικυμία, θύελλα, μπόρα, άγριος άνεμος
καθώς αντικρίζουν ν’ ανηφορίζει άρρενας.
Ιδρώνουν…Ο πόθος τις καταλεί.
Απ’ τον ουρανό κατεβαίνουν περιστέρια και βροχές.
Ο ιδρώτας κι η ανάσα του.
Της Μυρρίνης ό άντρας είναι. Ο Κινησίας.
Στα δίχτυα θα πέσει των γυναικών σαν θήραμα.
Του Πέου ο γιός θα ξεφτιλιστεί,
των ανδρών το γένος τα όπλα καταθέσει
στο βωμό του Μεγάλου Έρωτα!
(Βγαίνει)
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Βλέπω έναν άντρα ν’ ανεβαίνει στο Ναό.
Το πουλί του σηκωμένο φτάνει ως το θεό.
Μου ‘ρχεται ζαλάδα, δεν μπορώ να κρατηθώ.
Όλα τα ξεχνάω και τα παρατάω,
δεν μπορώ ν’ αντισταθώ.
ΧΟΡΟΣ, ΓΥΝΑΙΚΩΝ,ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ,ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Δεν υποφέρω να δω
το φοβερό το αντρικό,
αυτό που αγάπησα,
και που γονάτισα
στης Αφροδίτης το Βωμό.
Να σ’ έχω δίπλα μου
χαρά και πίκρα μου,
νύχτα και μέρα, όσο ζω.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Να μας δοκιμάσουν τώρα θέλουν οι θεοί…
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Να δοκιμάσουν τώρα θέλουν οι θεοί.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Αν δεν κρατηθούμε όρθιες τούτη τη στιγμή…
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Αν δεν κρατηθούμε όρθιες τούτη τη στιγμή…
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Πάνε τα όνειρά μας ,πάνε τα παιδιά μας,
μες στη μάχη θα χαθούν.
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Πάνε τα παιδιά μας,
Μες στη μάχη θα χαθούν.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Σφίξτε τ’ αχαμνά σας, σφίξτε την καρδιά σας
Ασπρες μέρες για να ΄ρθούν.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ,ΚΛΕΟΝΙΚΗ, ΧΟΡΟΣ
Δεν υποφέρω να δω
το φοβερό το ανδρικό,
αυτό που αγάπησα,
και που γονάτισα
στης Αφροδίτης το Βωμό.
Να σ’ έχω δίπλα μου
χαρά και πίκρα μου,
νύχτα και μέρα, όσο ζω.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Ποια τον γνωρίζει;
ΜΥΡΡΙΝΗ
Είναι ο Κινησίας, ο αντρούλης μου.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Δουλειά σου τώρα να τον ξεροψήσεις.
Να τονε γυρνάς στη σούβλα.
Μια να στέκεις, μια να φεύγεις
κι ‘όλα να του τα προσφέρεις
Όλα, έξω από τούτο!
Τούτο εδώ!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Είναι ο Κινησίας, ο αντρούλης μου.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Δουλειά σου τώρα να τον ξεροψήσεις.
Να τονε γυρνάς στη σούβλα.
Μια να στέκεις, μια να φεύγεις
κι όλα να του τα προσφέρεις.
Όλα, έξω από τούτο!
Τούτο εδώ!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Ας’ το σ’ εμένα. Θα τον κανονίσω όπως πρέπει.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Θα ΄μαι κοντά σου να επιβλέπω.
Σε σιγανή φωτιά στο τηγάνι να τον ψήσεις.
(προς τον Γυναικείο Χορό)
Πάρτε δρόμο!
(Ο Χορός και η Μυρρίνη φεύγουν.Είσοδος Κινησία,
που το εξογκωμένο πέος του τον εμποδίζει στις
κινήσεις του.)
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Αχ αλί και τρισαλί!
Τι να το κάνω το πουλί!
Αχ τι πρήξιμο κι αυτό.
θα σκάσω ο δόλιος, θα πλαντάξω.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Ποιος είσαι;Είσαι άντρας;
Και τι γυρεύεις;
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Είμαι άντρας και βαρβάτος! Ναι!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Φύγε! Φύγε!
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Κι εσύ ποια είσαι;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Ο φρουρός.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Καλή γυναίκα, σε ικετεύω.
Κάλεσε τη Μυρρίνη!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Ποιος είσαι; Τι να πώ;
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Ο άντρας της, ο Κινησίας,
του Πέου ο γιος.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Όλες στο στόμα το ΄χουνε
το γλυκό το όνομά του,
κι η Μυρρίνη νύχτα-μέρα το πιπιλίζει.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Δόξα στην Αφροδίτη!
Αι φώναξέ την.
Δεν αντέχω άλλο, θα τεζάρω…
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Πρέπει πρώτα να πληρώσεις.
Να με λαδώσεις!
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Να πάρε! Πάρε!
(Της δίνει νομίσματα.)
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Θα την καλέσω.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Αχ δεν αντέχω.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Θα την καλέσω.
(Βγαίνει.)
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Μες στο σπίτι όλα μαύρα
φαρμάκι, πόνος, οδυρμός…
Ο νους μου σ΄ εκείνο που μου λείπει…
Λουλούδι κόκκινο, καυτό.
(Η μουσική σταματά για δυό-τρία
Δευτερόλεπτα, καθώς φαίνεται
κάπου ψηλά η Μυρρίνη.)
ΜΥΡΡΙΝΗ
Τον αγαπάω! Τον αγαπάω!
Όμως εκείνος δεν μ’ αγαπά…
(με νάζι)
Δεν κατεβαίνω! Δεν κατεβαίνω!
(αλλαγή ατμόσφαιρας)
«Το πρόσωπό σου φεύγει σαν το νερό
Με βήματα φυγής νυχτερινής
Μένουν τα μάτια σου
-μαυρα φιλιά-
και το παράπονό μου.
Φεύγει το πρόσωπό σου
Σαν τον καιρό
Που δεν ξαναγυρίζει
Βαθαίνει η θλίψη μου
κι η ερημιά
και το παράπονό μου».*
(τέλος αλλαγής)
*Ποίηση Δήμητρας Μαντά.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Γλυκιά μου Μυρρίνη, τι είν’ αυτά που λες;
Κατέβα κάτω!
ΜΥΡΡΙΝΗ
(από ψηλά)
Δεν κατεβαίνω για σένα! Ποτέ!
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Σε ικετεύω.
ΜΥΡΡΙΝΗ
Δεν με χρειάζεσαι…
Γι’ αυτό δεν κατεβαίνω.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Μα δεν με βλέπεις; Σε λίγο θα κρεπάρω.
ΜΥΡΡΙΝΗ
Φεύγω.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Μη! Για χάρη του παιδιού μας!
( Ενας δούλος φέρνει το παιδί, που μπορεί
να είναι άντρας -με μουστάκι;-ντυμένος
παιδικά.)
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Γιόκα μου, κράξε τη μαμά σου!
ΤΟ ΠΑΙΔΙ
Μαμά! Μαμά!
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Δεν πονάς το παιδί σου;
Εξι μέρες έχει να βυζάξει
(κοιτάζει τ’αχαμνά του)
και να λουστεί.
ΜΥΡΡΙΝΗ
(Κατεβαίνει αργά, λικνιζόμενη, με το βλέμμα
καρφωμένο στα απόκρυφα μέρη του Κινησία,
και κατευθύνεται προς το παιδί.)
Για το παιδί μου κατεβαίνω…
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
(κρυφά, προς το κοινό)
Τώρα μου φαίνεται πιο νέα
και ορεξάτη και τρυφερούλα,
κι όσο μου κάνει ζόρια και τσαλίμια
τόσο μου ανάβει τη λαχτάρα μου.
ΜΥΡΡΙΝΗ
(καθώς χαϊδεύει το παιδί, όμως το μάτι
στο…πέος)
Έλα γλυκό μου, σφίξε τη μαμά σου.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Γιατί είσαι κακιά;
(Την πιάνει.)
ΜΥΡΡΙΝΗ
(Τον σπρώχνει.)
Μη μ’ αγγίζεις)
ΚΥΝΗΣΙΑΣ
Και το νοικοκυριό μας που διαλύθηκε;
ΜΥΡΡΙΝΗ
Δε με νοιάζει.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Κι οι κότες που τσιμπούν τον αργαλειό σου;
ΜΥΡΡΙΝΗ
Δε με νοιάζει.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Και οι γιορτές της Αφροδίτης που τις αμέλησες;
Γύρνα στο σπίτι!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Ποτέ!
Με τους εχθρούς αν δεν μονοιάσετε
να σταματήσει το κακό!
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Θα γίνει, θα γίνει
ο λαός θ’ αποφασίσει.
ΜΥΡΡΙΝΗ
Τότε κι εγώ θ΄ αποφασίσω!
Τώρα με όρκο είμαι δεμένη.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Έλα μαζί μου να πλαγιάσεις λίγην ώρα.
ΜΥΡΡΙΝΗ
Όχι! Κι ομολογώ πως σ’ αγαπάω.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Μ’ αγαπάς γλυκιά μου Μυρρίνη!
Άιντε πέσε!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Αδιάντροπε! Μπροστά στο παιδί…
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
(Διατάσσει τον δούλο.)
Πάρ΄ το…
Το παιδί το ξαπόστειλα. Πέσε τώρα!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Α! Και πού να πέσω;
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Να! Στην σπηλιά του Πανός!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Κι ύστερα πώς θα εξαγνιστώ;
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Πλύσου στην Κλεψύδρα!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Και να πατήσω η δύστυχη τον όρκο μου;
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Απάνω μου να πέσει η οργή του θεού!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Στάσου λοιπόν να φέρω στρωσίδια.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Δεν θέλω στρωσίδια.
Θέλω καταγής…Στρωματσάδα!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Όχι, μα τον Απόλλωνα!
Δεν σ’ έχω για το χώμα.
(Φεύγει.)
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Με λατρεύει!
ΜΥΡΡΙΝΗ
(Ξανάρχεται.)
Ξάπλωσε λίγο. Έρχομαι κι εγώ!
(Κάνει πως ξαπλώνει, όμως ξανασηκώνεται.)
Οχου! Δεν έφερα την ψάθα.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Τι ψάθα και ξεψάθα…Δεν μας χρειάζεται…
ΜΥΡΡΙΝΗ
Μά την Άρτεμη! Απάνω σε σκοινιά;
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Στάσου λίγο να σε φιλήσω.
ΜΥΡΡΙΝΗ
Έλα!
(Του προσφέρει το μάγουλο και φεύγει.)
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Πω-πω,πω-πω-πω!
Που πας;
ΜΥΡΡΙΝΗ
(Ξαναγυρίζει.)
Πέσε ώσπου να γδυθώ.
(Φεύγει.)
(Ξαναγυρίζει.)
Σου ΄φερα το μαξιλάρι.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Δεν το θέλω!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Το θέλω εγώ!
(Φεύγει.)
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Μια τέτοια όρεξη!
Ούτε ο Ηρακλής δεν έχει.
ΜΥΡΡΙΝΗ
(Έρχεται.)
Ξάπλωσε ξανά!
Τώρα τα ‘χουμε όλα!
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Έλα μανούλι μου!
Έλα τώρα!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Στάσου να λύσω των βυζιών μου τη φασκιά…
Και μην ξεχνάς πως μου ‘δωσες όρκο
τον πόλεμο να πάψετε.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Να πέσει αστραπή και να με κάψει.
ΜΥΡΡΙΝΗ
Πάλι ξέχασα να φέρω κουβέρτα.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Δεν την θέλω. Θέλω μονάχα κόλλημα!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Θα το ΄χεις! Σε δυο λεπτά γυρίζω…
(Φεύγει.)
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Αχ! Με πρήξανε τα σούρτα φέρτα.
ΜΥΡΡΙΝΗ
(Έρχεται)
Για πέσε.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Δεν κοιτάς! Παρασηκώθηκα!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Θέλεις να σου βάλω μυρουδιά;
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Μά τον Απόλλωνα, όχι!
ΜΥΡΡΙΝΗ
(Φεύγει και ξανάρχεται.)
Να, πάρε ν’ αλειφτείς.
Πάρε τούτο το βαζάκι.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Άλλα πιάνουν τα χέρια μου…
Πλάγιασε πια!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Τώρα αμέσως…Να βγάλω τα παπούτσια μου…
Μα θα ψηφίσεις ανακωχή;
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Θα το προτείνω στη Βουλή.
(Η Μυρρίνη φεύγει οριστικά.)
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Με τρέλανε τούτη η γυναίκα.
Με ξεχαρβάλωσε.
Μου έβαλε φωτιά κι έγινε άφαντη.
Τι να κάνω;
Και πώς να χορτάσω το βρέφος;
Αχ ρουφιάνε Αλεπόσκυλε!
Βρες μου μια παραμάνα.
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Πώς βαστάς κακομοίρη
την απάτη που σου κάνουν;
Σε λυπάμαι ο καημένος…
Ποια νεφρά;Ποια ψύχουλα;
Ποια μέση και ποιος κώλος θ’ αντέχανε;
Σε φούντωσαν και τώρα
τον αέρα καβάλα.
Ω θεοί, τι κάψα!
Ε ρε πώς σε κατάντησε
τούτη η βρόμα κι η στρίγκλα…
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Όχι βρόμα! Όχι στρίγκλα!
Γλυκύτατη αγαπούλα.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Μωρέ βρόμα και στρίγκλα!
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ, ΧΟΡΟΣ
Να τη σήκωνε ο Δίας ψηλά
-νέφος, άχερα-
να την έφερνε βόλτες,
να την έπαιζε σβούρα
-με βοριά, με νοτιά-
και κατόπι αφημένη στο παλούκι να πέσει
να βρεθεί καρφωμένη!
ΣΚΗΝΗ 7
(Μπαίνει από τ’ αριστερά ο Κήρυξ-Σπαρτιάτης -,και λίγο μετά ο Πρόβουλος.
Εχουν κι οι δυο κάτω απ’ τις χλαμύδες πελώρια ρόπαλα που τους αναγκάζουν να
Βαδίζουν σπασμωδικά)
ΚΗΡΥΞ
Πού ΄ναι των Αθηναίων η Γερουσία;
Φέρνω μήνυμα!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Κι εσύ ποιος είσαι;
Άνθρωπος η σκουπόξυλο;
ΚΗΡΥΞ
Κήρυκας!
Με στέλνουν από την Σπάρτη για την Ειρήνη.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Και τι το θέλεις το δόρυ στη μασχάλη;
ΚΗΡΥΞ
Για το θεό! Ποιο δόρυ;
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Γιατί γυρνάς την πλάτη; Τι μας κρύβεις;
Βρε βρομιάρη, σου σηκώθηκε;
ΚΗΡΥΞ
Με συκοφαντείς!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Κι αυτό τί είναι;
ΚΗΡΥΞ
Λακωνική σκυτάλη.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Σαν την δική μου.
Για δες! Λακωνική σκυτάλη.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ, ΚΗΡΥΞ
Λακωνικές-λακωνικές
λακωνικές σκυτάλες,
πελώριες και ζουμερές!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Και τι γίνεται στη Σπάρτη;
ΚΗΡΥΞ
Σκληρά και σηκωμένα.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Και βρήκατε ποιος φταίει;
ΚΗΡΥΞ
‘Έκανε την αρχή η Λαμπιτώ,
κι όλες οι γυναίκες
πήραν τ’ απαυτά τους κι έφυγαν…
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Οϊμέ! Οϊμέ!
ΚΗΡΥΞ
Ω πα πα! Ω παπαί!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Και πως τη βγάζετε;
ΚΗΡΥΞ
Η πόλη γέμισε καμπούρηδες.
Περπατάμε σκυφτά απ’ το βάρος;
Πού να τολμήσεις ν’ απλώσεις χέρι σε γυναίκα!
Πρέπει πρώτα να υπογράψουμε Ειρήνη!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Μπήκα στο νόημα κι εγώ.
Η συνωμοσία είναι πανελλαδική!
Τρέχα γρήγορα
και πες τους να στείλουν πρεσβευτές.
Τρέχω κι εγώ στη Βουλή.
Έχω μεγάλο επιχείρημα.
ΚΗΡΥΞ
Είσαι σοφός!
(Ο Πρόβουλος φεύγει.)
Τρέχω κι εγώ με φτερά σαν πουλί.
ΣΚΗΝΗ 8
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ένα μύθο θα σας πω,
που τον λέγανε παιδιά:
Ήταν κάποιος μια φορά
που ΄φυγε στην ερημιά.
(Μπαίνει ο Μάνος Χατζιδάκις. Λίγο παχύς,
με χιτώνα, περικεφαλαία, δόρυ και ασπίδα
με τα αρχικά Μ.Χ. Είναι αγανακτισμένος
καθώς φωνάζει στον Ποιητή- Συνθέτη:)
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
Απαγάδεκτο! Απαγάδεκτο!
Αυτό είναι δικό μου!
Το πήγες από μένα!
ΠΟΙΗΤΗΣ
(με απορία)
Τι λες;
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
(Ενώ σημαδεύει με το δόρυ τον Ποιητή που μένει
εμβρόντητος με τα χέρια στη μέση, καλεί να μπουν
οι Χορωδοί.)
Εμπγός!Εμπγός!Πάμε!
(Οι Χορωδοί είναι ντυμένοι με τα γιορτινά τους,
δαφνοστεφείς και γελαστοί- έτσι θα είναι
και στο Finale. Μπαίνουν από διάφορες μεριές,
με τη σειρά που τραγουδούν.)
ΧΟΡΩΔΙΑ
Κι από τότε στα βουνά
ζούσε πια με το κυνήγι
κι από μισος στις γυναίκες
δεν κατέβη στο χωριό.
(Φεύγουν καθώς τελειώνει το τραγούδι.
Τελευταίος ο Μάνος Χατζιδάκις, με στραμμένο
πάντοτε το κοντάρι προς τον Ποιητή.)
ΠΟΙΗΤΗΣ
Αισίως βαίνομεν προς λύσιν του έργου.
Σε λίγο θα έλθουν οι Λακεδαίμονες
Να συνάψουν Ειρήνη
που στο τέλος θα υμνήσουμε όλοι μαζί.
(Μπαίνουν διαδοχικά οι δύο Χοροί, πρώτα
των ανδρών και μετά των γυναικών.)
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Ήρθαν απ’ τη Σπάρτη!
Με γένια δέκα πήχες!
Με προβιές σαν τις αρκούδες.
Ήρθαν απ’ τη Σπάρτη!
(φωναχτά)
Γεια σας Λάκωνες!
(μόνοι οι άντρες)
Πώς πάν΄ τα πράγματα;
(Φεύγουν.)
ΣΚΗΝΗ 9
(Μπαίνουν οι Σπαρτιάτες.)
ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΩΝΩΝ
Το τεντωμένο μου πουλί
πως κελαηδεί, πως κελαηδεί.
ΚΗΡΥΞ
Είναι τα λόγια περιττά.
Όποιος έχει μάτια βλέπει.
ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΩΝΩΝ
Και κελαηδεί και κελαηδεί
το τεντωμένο μου πουλί.
Η κάψα μου ανάβει και φουντώνει.
ΚΗΡΥΞ
Αίντε να ΄ρθει κανένας
να κλείσουμε Ειρήνη.
ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΩΝΩΝ
Μα να! Τους ντόπιους βλέπω.
Κρατούν τα ρούχα τους
Μακριά απ’ την κοιλιά τους.
(Μπαίνουν οι Αθηναίοι ντυμένοι κανονικά,
με επικεφαλής τον Πρόβουλο.)
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Πρέπει να βρούμε τη Λυσιστράτη
αυτή μας έβγαλε το μάτι.
ΚΗΡΥΞ
Σας έπιασε κι εσάς πρωί πρωί σπασμός;
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Από οξεία πάσχουμε καυλίτιδα!
Αν ευθύς δε συνάψω Ειρήνη,
φερτε μου έναν παίδαρο
να τον ξεσκίσω!
ΚΗΡΥΞ
Όμως προσέξτε, σκεπαστείτε,
μήπως κανείς χασάπης
κόψει τα λουκάνικα.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Καλά τα λές! Γειά σας Λάκωνες!
Ντροπές πλάκωσαν’.
Για ποιο λόγο βρίσκεστε εδώ;
ΚΗΡΥΞ
Για την Ειρήνη!
ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΩΝΩΝ
Την Ειρήνη!
ΚΗΡΥΞ
Πρεσβευτές!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Θέλουμε κι εμείς το ίδιο.
ΟΛΟΙ (ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΚΑΙ ΛΑΚΩΝΕΣ)
Θέλουμε Ειρήνη! Θέλουμε Ειρήνη!
Ειρήνη! Ειρήνη!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Ποιος θα φέρει τη Λυσιστράτη;
ΟΛΟΙ
Το τεντωμένο μου πουλί
πως κελαηδεί, πως κελαηδεί.
(Μπαίνουν η Λυσιστράτη, η Μυρρίνη, η Κλεονίκη
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
(στη Λυσιστράτη)
Χαίρε γενναιοτάτη!
Πρέπει να γίνεις καλή και κακή.
Σεμνή και φαύλη.
Αθώα και πολύπειρη.
Γιατί σαγήνεψες τους Έλληνες,
που σου αναθέτουν εν λευκώ
εσύ να αποφασίσεις!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Σπουδαία τα λάχανα!
Σας χρειάζεται μόνο ένας οργασμός
για να καλμάρουν τα πνεύματα!
Πού είναι η Συμφιλίωση;
(Μπαίνει η Συμφιλίωση ανθοστολισμένη,
με την συνοδεία της.)
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
(προς την Κλεονίκη)
Εσύ πιάσε τους Λάκωνες
και φερ’ τους κοντά μας.
Κι αν αρνηθεί κανείς να δώσει το χέρι,
τότε πιάσε το πουλί τους.
(προς το κοινό)
Είμαι γυναίκα.
Έχω κοφτερό μυαλό!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
(προς το κοινό)
Με φρόνηση με προίκισε η Φύση!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Γνωρίζω καλά τη ζωή.
Δεν είμαι αμόρφωτη.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Αθηναίοι και Σπαρτιάτες,
Θυσιάζετε στους ίδιους βωμούς.
ΛΑΜΠΙΤΩ
Στην Ολυμπία, στους Δελφούς,
στις θερμοπύλες! Πάντα μαζί!
ΟΛΕΣ
Πάντα μαζί!
ΟΛΕΣ
Πάντα μαζί!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Και τώρα ρημάζετε την Ελλάδα
ενώ οι εχθροί καραδοκούν.
ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΩΝΩΝ
Κι εμένα με ρήμαξε η καύλα.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Λάκωνες, πόσες φορές σας σώσανε οι Αθηναίοι;
ΛΑΜΠΙΤΩ
Αθηναίοι, πόσες φορές σας σώσανε οι Λάκωνες;
ΧΟΡΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ
Τι κώλος! Τι κώλος είναι αυτός!
ΟΛΟΙ (ΑΘΗΝΑΙΟΙ-ΛΑΚΩΝΕΣ)
Αχ και βαχ!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Με τόσους κοινούς δεσμούς, πώς πολεμάτε;
ΟΛΟΙ
Τι καλλίγραμμος κολπίσκος!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Γιατί δεν σταματάτε;
ΛΑΚΩΝΕΣ
Θέλουμε να προσαρτήσουμε τον κόλπο!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Ποιόν κόλπο;
ΛΑΚΩΝΕΣ
Του Κατακώλου.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Τι λές;
ΑΘΗΝΑΙΟΙ
Θέλουμε την ορεινή Κλειτορία.
ΛΑΚΩΝΕΣ
Τον πισινό κόλπο του Μαλιακού.
ΑΘΗΝΑΙΟΙ
Τα σκέλια των Μεγάρων.
ΟΛΕΣ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ (ΣΟΛΙΣΤ ΚΑΙ ΧΟΡΟΣ)
Όλοι μαζί! Όλοι μαζί!
Αθηναίοι, Πελοποννήσιοι, Βοιωτοί.
Να σώσουμε την Ελλάδα.
ΣΚΗΝΗ 10-FINALE
(γενική συμφιλίωση σ’ ένα πνεύμα χαράς)
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Έχω στρώμα κεντημένο,
παρδαλό φουστάνι έχω,
και χρυσό βραχιόλι έχω.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Πάει κι η κόρη να χαρεί το πανηγύρι.
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ (ΟΛΟΙ)
Πάει κι η κόρη να χαρεί το πανηγύρι.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ, ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Πιαστείτε χέρι χέρι.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ, ΜΥΡΡΙΝΗ, ΚΛΕΟΝΙΚΗ,
ΛΑΜΠΙΤΩ, ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Έχω το σπίτι ανοιχτό,
έχω για σένα ό,τι ποθείς•
άκρατο οίνο για να πιεις,
κρεβάτι για να κοιμηθείς.
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Ποτέ πια ξεμέθυστοι
σε διαπραγματεύσεις!
Γιατί ο νους μας πάει στο κακό.
ΛΑΚΩΝΕΣ
Μνημοσύνη, φέρε τη Μούσα.
ΚΗΡΥΞ
Αυτή που γνώρισε των Αθηναίων την ανδρεία.
Εκείνοι ενίκησαν τους Μήδους,
κι εμείς με τον Λεωνίδα
φυλάξαμε θερμοπύλες.
ΚΗΡΥΞ, ΛΑΚΩΝΕΣ
Παρθένα θεά, ευλόγα την Ειρήνη!
ΟΛΟΙ (ΣΟΛΙΣΤ ΑΝΔΡΩΝ-ΓΥΝΑΙΚΩΝ)
Ας είναι καλό το ταξίδι με το πλοίο της Φιλίας.
΄Αρτεμη σε καλώ, και τον Διόνυσο,
Τον Δία καλώ και την Ήρα,
θεοί και δαίμονες ας έρθουν
κοντά μας για πάντα.
Καλώ τη γλυκιά Αφροδίτη
να μας φέρει καλή ζωή.
Ας ψάλουμε όλοι παιάνα!
Ξανοίγει μια νέα ζωή,
Ειρηνική!
(Η σκηνή σιγά σιγά αδειάζει• το φως πέφτει.)
(Το φως ανεβαίνει σιγά σιγά. Θα μπουν ξανά
όλοι με τη σειρά τους στεφανωμένοι,
χαρούμενοι και με ρούχα γιορτινά.
Μπαίνουν η Λυσιστράτη, η Κλεονίκη,
η Μυρρίνη, η Λαμπιτώ.)
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Στης Ειρήνης το σκοπό
τις φωνές ενώστε.
Στης Ειρήνης το ρυθμό
τις καρδιές υψώστε.
(Μπαίνουν ο Ποιητής, ο Πρόβουλος,
ο Κινησίας, ο Κήρυξ.)
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Χέρια-χέρια σμίξτε δυνατά.
ΟΛΕΣ
Ρίξτε μες στα Τάρταρα
του πολέμου τη σκιά.
Σαν ελεύθερο πουλί
θα πετάξω τώρα•
την Ειρήνη κέρδισα,
χαίρεται όλη η χώρα!
ΠΟΙΗΤΗΣ
Του πολέμου άρχοντες
ενωμένοι στο κακό,
μες στο αίμα των λαών
βουτηγμένοι ως το λαιμό.
(Μπαίνουν ο Γυναικείος Χορός
και η Κορυφαία.)
Τα ψωμιά σας τώρα τέλειωσαν.
ΟΛΟΙ
Ο στρατός των γυναικών
το φριχτό σας πρόσωπο
ξεσκεπάζει σήμερα
με τούτο το τραγούδι.
ΟΛΕΣ (ΣΟΛΙΣΤ, ΚΟΡΥΦΑΙΑ, ΧΟΡΟΣ)
Της Ειρήνης το σκοπό
τραγουδάμε σήμερα,
Της Ειρήνης τ’ όμορφο
το γλυκό τραγούδι.
(Μπαίνουν όλοι οι άντρες: Αθηναίοι,Λάκωνες και ο Κορυφαίος.)
Τραγουδήστε όλοι σας,
Θεατές και φίλοι.
ΑΝΔΡΕΣ
Σπαρτιάτες, Σαμιώτες, Βοιωτοί.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Για να λάμπει αιώνια
η καλή Ειρήνη.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ, ΑΝΔΡΕΣ
Έλληνες με μια φωνή,
με μια καρδιά!
Της Λυσιστράτη θριαμβευτής
ο ερωτικός στρατός νικητής!
ΤΕΛΟΣ
2002
Τον Απρίλιο, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών ανεβαίνει η λυρική κωμωδία του Μίκη Θεοδωράκη “Λυσιστράτη” (έξι συνολικά παραστάσεις), βασισμένη στο έργο του Αριστοφάνη. Ο Γιώργος Νταλάρας έχει το ρόλο του ποιητή, σχολιαστή των γεγονότων, πολεμικού ανταποκριτή ενώ μετέχει πρώτη φορά σε όπερα. Την παράσταση σκηνοθετεί ο Γιώργος Μιχαηλίδης και την επιμέλεια της μουσικής διεύθυνσης έχουν ο Νίκος Τσούχλος και ο Βασίλης Χριστόπουλος. Στα σκηνικά ο Διονύσης Φωτόπουλος και στα κοστούμια ο Γιώργος Γαβαλάς. Παίζει η Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Στη διανομή οι: Δάφνη Ευαγγελάτου, Λουντμίλα Σεμτσούκ, Μαρίνα Βουλογιάννη, Αλεξάνδρα Παπατζιάκου, Δημήτρης Καβράκος, Ζάχος Τερζάκης. Μία υψηλών απαιτήσεων παραγωγή που ολοκληρώνει την τετραλογία του Μίκη Θεοδωράκη, μετά την Ηλέκτρα, τη Μήδεια και την Αντιγόνη. Η Λυσιστράτη είναι μια γιορτή της μουσικής, του θεάματος, του ανθρώπινου δυναμικού, μια γιορτή ειρήνης.
«Τη Λυσιστράτη άρχισα να τη συνθέτω τον Μάιο του 2000. Στην ελεύθερη απόδοση του κειμένου εισήγαγα νέα στοιχεία, όπως λ.χ. το πρόσωπο του ποιητή και αναμόρφωσα πολλές σκηνές με βάση τις ανάγκες της προβολής των μουσικών στοιχείων, που ως γνωστό αποτελούν τη βάση ενός λυρικού – μουσικού έργου, παραμένοντας βεβαίως πάντοτε πιστός στο πνεύμα και στο γράμμα του Αριστοφάνη. Στην προσπάθειά μου αυτή σημαντική υπήρξε η συμβολή του Χρήστου Λαμπράκη, ο οποίος προέβη και στην πρώτη μορφοποίηση των Σκηνών με βάση τις ανάγκες μιας σύγχρονης όπερας. Εξάλλου, η ιδέα για τη σύνθεση αυτού του έργου υπήρξε δική του και πρέπει να ομολογήσω ότι δίχως τη δική του επιμονή ασφαλώς δεν θα είχα ξαναγυρίσει στη σύνθεση, που είχα εγκαταλείψει για μεγάλο χρονικό διάστημα.» Μίκης Θεοδωράκης.
Λίγους μήνες αργότερα (στις 14 Σεπτέμβριου) το έργο θα παρουσιαστεί στο Αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, ενώ λίγες ημέρες πριν (1,2 Σεπτεμβρίου) στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Η υποδοχή του κόσμου το ίδιο θερμή παντού.
15 Οκτωβρίου Μ.Θ.
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης.
Όπερα σε δύο πράξεις σε κείμενο του συνθέτη &
στίχους Κώστα Καρυωτάκη και Κώστα Βάρναλη.
Μεταφορά: Χριστίνα Δασκούλια.
Τα Πρόσωπα :
ΔΙΟΝΥΣΟΣ, μπάσος
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ, κοντράλτο
ΠΟΙΗΤΗΣ, βαρύτονος
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ, τενόρος
ΦΑΙΔΡΑ, σοπράνο
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ, τενόρος
ΒΑΣΙΛΙΑΣ, τενόρος
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ, σοπράνο
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ, βαρύτονος
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ, τενόρος
ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ, ΛΑΟΣ.
ΕΠΟΧΕΣ : 1928 – 1942 – 1850 – 1948 – 1980
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
Σκηνή 1
ΣΚΗΝΙΚΟ: Παραλία της Πρέβεζας στον Αμβρακικό. Αριστερά, η θάλασσα.
Στο κέντρο, η ακτή.
Δεξιά, ένας στενός, χωμάτινος, επαρχιακός δρόμος, πλάι στη θάλασσα.
Στη δεξιά πλευρά του δρόμου, ένα μικρό καφενείο. Ο «Ουράνιος Κήπος».
Στο πεζοδρόμιο μερικά σιδερένια τραπέζια με ψάθινες καρέκλες.
Μάντρες με μεγάλες πόρτες κρύβουν μερικά διώροφα σπίτια πίσω από φοίνικες, δέντρα, λουλούδια. Αριστερά από το δρόμο, σε μια μικρή λουρίδα γής, ένα τραπέζι και λίγες καρέκλες. Πάνω στο κύμα.
Στο βάθος δεξιά, μόλις διακρίνονται τα σπίτια της πόλης.
Η παραλία. Ίσως και κανένα βαπόρι.
Στο βάθος της θάλασσας, αριστερά, το ακρωτήρι του Άκτιου και στο κέντρο, η έξοδος προς το Ιόνιο. Ο ουρανός χάλκινος. Ουρανός του Ιουλίου από τις 5 το απόγευμα και μετά. Έχει λίγα σύννεφα λευκά, για να παίξει μαζί τους το φώς του ήλιου.
Είκοσι δευτερόλεπτα περίπου, πριν αρχίσει η μουσική, απόλυτο σκοτάδι. Πρέπει οι πρώτες νότες να παιχτούν μέσα σε νεκρική σιωπή.
Στο δεύτερο μέτρο, ανοίγει η αυλαία. Το σκηνικό σε ημίφως. Εξωπραγματικό. Και στο μέλλον θα υπάρχει αυτή η εναλλαγή : εξωπραγματικό – ρεαλιστικό.
Βγαίνει ο Διόνυσος από τα δεξιά.
Είναι ντυμένος με μακριά πορφυρή χλαμύδα. Και τραγουδά απευθυνόμενος προς το κοινό. Η Ρωμιοσύνη και ο Ποιητής έρχονται από το βάθος στο κέντρο της σκηνής. Οι φιγούρες τους πρέπει να συγχέονται με τις σκιές.
Η Ρωμιοσύνη φυσιολογική (δηλαδή, δεν είναι έγκυος).
Όσο τραγουδούν η Ρωμιοσύνη και ο Ποιητής, ο Διόνυσος υπάρχει και δεν υπάρχει.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Είμαι ο Διόνυσος. Σας χαιρετώ. Στη σκηνή μας αυτή θα
αναπαραστήσουμε για σας το εύθυμο δράμα του τέλους του Ποιητή. Ας περάσει
το πρώτο πρόσωπο.
(Μπαίνει η Ρωμιοσύνη)
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Όλα τα πράγματα μου έμειναν όπως…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Η Ρωμιοσύνη…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : να’ χω πεθάνει πριν από καιρούς.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …πληγωμένη πικραμένη…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Σκόνη στη σκόνη εγέμισεν ο τόπος…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …Η Ρωμιοσύνη ορφανή.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : …και γράφω με το δάχτυλο σταυρούς.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Ήρθε στον Αμβρακικό να συναντήσει…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Ήταν ευτυχισμένη τότε η ώρα
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …τον Ποιητή…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : …ήταν ένα δείλι ζωγραφιστό
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …που με μια σφαίρα στην καρδιά…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Έχω πεθάνει τόσα χρόνια τώρα…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …ήλιους εκτυφλωτικούς…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : …κι έμεινε το παράθυρο κλειστό.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …εσκόρπισε μες στα σκοτάδια.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Έχω πεθάνει τόσα χρόνια τώρα…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Το δράμα αυτό…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : …κι έμεινε το παράθυρο κλειστό
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …σε λίγο θα ξετυλιχτεί μπροστά σας.
(Μπαίνει ο Ποιητής.Ο Ποιητής εμφανίζεται από τα βάθος. Προχωρεί αργά προς το κοινό καθώς τραγουδά. Ντυμένος σε στυλ 1928. Κουστούμι. Γραβάτα. Ψαθάκι. Ο Διόνυσος χάνεται.)
ΠΟΙΗΤΗΣ : Δέντρα μου, δέντρα μου,
δέντρα μου ξέφυλλα στη νύχτα του Δεκέμβρη,
στη σκοτεινή, βαθιά δεντροστοιχία,
μαζί πηγαίνουμε, μαζί και η μέρα θα μας έβρει,
ω ερημικά, θλιμμένα μου στοιχεία.
Δέντρα μου, δέντρα μου, δέντρα.
Αύριο, μεθαύριο, σύντροφο θα μ’ έχετε και φίλο,
τα μυστικά σας θέλω να μου πείτε,
μα όταν, αργότερα, φανεί το πρώτο νέο σας φύλλο,
θα πάω μακριά, το φως για να χαρείτε.
Κι αφού ταιριάζει, ω δέντρα μου, να μένω απ’ όλα πίσω
τα θαλερά και τα εύθυμα στην πλάση,
εγώ λιγότερο γι’ αυτό δε θα σας αγαπήσω,
όταν θα μ’ έχετε κι εσείς ακόμη προσπεράσει.
( Εμφανίζεται διακριτικά ο Διόνυσος. Ο Ποιητής κάθεται σε μια ψάθινη καρέκλα, πλάι στην ακτή. Βγάζει το περίστροφο και το ακουμπά προσεκτικά πάνω στο τραπέζι. Μπαίνει ο Δημοσιογράφος από το κέντρο της σκηνής. Είναι ντυμένος σύγχρονα. Καλοκαιρινά. Φορά μαύρα γυαλιά ήλιου και ασχολείται συνεχώς με το κασετόφωνο. Καθώς πλησιάζει με γρήγορα βήματα τον Ποιητή, το φως γίνεται εκτυφλωτικό. Τα πράγματα παίρνουν τη ρεαλιστική τους όψη.)
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Μπαίνει ο Δημοσιογράφος της RET.
(και πάλι εξαφανίζεται)
Σκηνή 2
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Καλημέρα σας κύριε Καρυωτάκη. Σας βλέπω να
κουβεντιάζετε με τα δέντρα.
ΠΟΙΗΤΗΣ : (σαν να μιλά στον εαυτό του) : Μόνο η ψυχή μου αυτοκτονεί. Μικρές
αυτοκτονίες καθημερινές.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Τι σύμπτωσις. Η εκπομπή μου ονομάζεται «Τα Καθημερινά».
ΠΟΙΗΤΗΣ : Η ζωή μου κρέμεται από μια κλωστή…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : (κάνει πηδήματα γύρω από τον Ποιητή) : Αυτό ακριβώς με
φέρνει κοντά σας. Μιλήστε μου για την αυτοκτονία σας. Οι ακροατές αδημονούν
ν’ ακούσουν λεπτομέρειες…
ΠΟΙΗΤΗΣ : Το φως χάνεται…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : (δοκιμάζει το μικρόφωνο) : Ένα, δύο, τρία… Αγαπητοί μου
ακροατές, σε απευθείας μετάδοση η ιστορική αυτοκτονία. (Προς τον Ποιητή)
Ομιλείτε, είσθε εις τον αέρα (του βάζει το μικρόφωνο μπροστά στο στόμα).
ΠΟΙΗΤΗΣ : Τι να πω;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Πως αισθάνεσθε. Τι νιώθετε λίγα λεπτά πριν απ’ τον θάνατο…
ΠΟΙΗΤΗΣ : Θα πιείτε καφέ;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Υπέροχο! Μου παραγγέλνει καφέ πριν απ’ το τέλος!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Ποιο το τέλος και ποια η αρχή; Το τίποτα γεννά το τίποτα…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Ποιο είναι το τίποτα;
ΠΟΙΗΤΗΣ : (σηκώνεται) : Η Επαρχία. Η Πρέβεζα. Η Νομαρχία… Ο Άλλος! Αυτά τα
λευκά χαρτιά… Ο λευκός θάνατος…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : (μιλά στο μικρόφωνο) : Αγαπητοί μου ακροατές. Στη συνέχεια του προγράμματός μας, το ποίημα του αυτόχειρος για τους δημοσίους υπαλλήλους αφιερωμένο εξαιρετικά στη Νίτσα, τη Στέλλα και το στρατιώτη
Μήτσο Βελούδη από την Κόνιτσα.
Σκηνή 3
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : (Προς το κοινό) : Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν σαν στήλες δύο δύο μες στα γραφεία.
ΠΟΙΗΤΗΣ : (Το βλέμμα ανάμεσα στο κοινό, τον Αμβρακικό και τον ορίζοντα) :
Αυτή την ώρα η Σελήνη δεν με βλέπει…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Ηλεκτρολόγοι θα’ ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν.
ΠΟΙΗΤΗΣ : …αυτή μονάχα μαντεύει το χάος που βλέπω να με τυλίγει.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνου
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Τώρα πεθαίνουν οι Θεοί, πεθαίνουν οι σκέψεις σα φύλλα ξερά.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : «Συν τη παρούση αλληλογραφία
ΠΟΙΗΤΗΣ : Κι εγώ πρέπει το μυστικό μου….
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.
ΠΟΙΗΤΗΣ : …να πάρω μαζί μου. Ίσως σε λίγο να είμαι κοντά σου Σελήνη.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Και μοναχά η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους,
το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.
ΠΟΙΗΤΗΣ : (προς το κοινό) : Σ’ αυτή τη χώρα του Διονύσου Τιτάνες και πόρνες
Λερναίες Ύδρες και Εφιάλτες θα κυβερνούν…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Παίρνουν κάστανα,
ΠΟΙΗΤΗΣ : Ο Ποιητής…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : σκέπτονται τους νόμους,
ΠΟΙΗΤΗΣ : …καταραμένος…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : σκέπτονται το συνάλλαγμα,
ΠΟΙΗΤΗΣ : …εξόριστος
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : τους ώμους σηκώνοντας
ΠΟΙΗΤΗΣ : θα’ ναι για πάντα…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : οι υπάλληλοι οι καημένοι.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Γι’ αυτό κι εγώ θα σ’ ανταμώσω, Αμβρακικέ, φίλε πιστέ…
(Ξαναβγαίνει ο Διόνυσος. Τραγουδά προς τον Ποιητή που κάθεται στην καρέκλα και βυθίζεται στον εαυτό του. Το φώς χαμηλώνει. Δημοσιογράφος και Ποιητής μπερδεύονται με τις σκιές.)
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Κάνε τον πόνο σου άρπα. Και γίνε σαν αηδόνι, και γίνε σα λουλούδι.
Πικροί όταν έλθουν χρόνοι, κάνε τον πόνο σου άρπα και πέ τονε τραγούδι.
(Η Φαίδρα βγαίνει μέσα από το σκοτάδι. Φορά λεπτό ποδήρη χιτώνα. Έρχεται από το βάθος, υπνωτισμένη, χαμένη αλλά ήρεμη. Στέκεται στο κέντρο με μέτωπο προς το κοινό. Ο Διόνυσος «διαλύεται» διακριτικά.)
Σκηνή 4
ΦΑΙΔΡΑ : Για τη ζωή σου μου’ λεγες,
για το χαμό της νιότης,
για την αγάπη μας που κλαίει
τον ίδιο θάνατό της,
κι ενώ μια ογρή στα μάτια σου
περνούσε αναλαμπή,
ήλιος φαιδρός απ’ τ’ ανοιχτό
παράθυρο είχε μπεί.
(Το φώς ξανάρχεται. Η Φαίδρα βλέπει τον ποιητή που εξακολουθεί να κοιτάζει ακίνητος τη θάλασσα, σα να κοιμάται. Τον πλησιάζει.)
ΦΑΙΔΡΑ : Ο Ποιητής είναι βυθισμένος σε παράξενες οπτασίες. Εγώ όμως τον
αγαπώ… Ίσως η αγάπη μου θα τον θεραπεύσει.
(Πλησιάζει ακόμα πιο πολύ τον Ποιητή και στέκεται ακίνητη από πάνω του. Βλέποντας ο Δημοσιογράφος αυτό το ερωτικό πλησίασμα τρίβει τα χέρια με επαγγελματική ευχαρίστηση. Πλησιάζει.)
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Ένα ερωτικό ρεπορτάζ σίγουρα θα μαλακώσει την ψυχή του.
Όμως για τις τηλεοράσεις του μέλλοντος είδηση είναι μόνο
αυτοκτονία.
ΦΑΙΔΡΑ : (Ενεργοποιείται. Κάνει κύκλους γύρω από τον Ποιητή για να κινήσει την
προσοχή του) : Τον Ποιητή, η Φαίδρα καλεί!
ΠΟΙΗΤΗΣ : (Συνέρχεται από το λήθαργο και συνειδητοποιεί την πραγματικότητα.
Βλέπει τη θάλασσα, τον Δημοσιογράφο, το πιστολί. Τέλος το βλέμμα του
σταματά πάνω στη Φαίδρα. Ευχάριστη έκπληξη! Όμως το φώς το ήλιου τον
τυφλώνει. Δε διακρίνει καλά, και βάζει το χέρι του μπροστά για να κάνει σκιά.
Είναι πάντα καθισμένος.) : Ώ, Γλυκιά Φαίδρα, που είσαι;
Σκηνή 5
ΦΑΙΔΡΑ : (Με μικρές κινήσεις, για να μπορέσει να την δει) : Εδώ, δίπλα σου! Δε με
βλέπεις;
ΠΟΙΗΤΗΣ : (σαν να διακρίνει επιτέλους κάτι) : Είσαι μόνη;
ΦΑΙΔΡΑ : Περίπου…Με συνοδεύουν τα μέσα της μαζικής ενημέρωσης!
ΠΟΙΗΤΗΣ : (σηκώνεται) : Αχ! Σκοτάδια προαιώνια.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : (Τον πλησιάζει με ενδιαφέρον) : Τι άλλο βλέπετε, κύριε
Καρυωτάκη;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Βλέπω το Χορό του Ζαλόγγου να τον χορεύω με τα ψάρια… (προς το
κοινό)
Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου, δώθε απ’ τ’ όνειρο και κείθε από τη γη!
Όταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πληγή.
(Από τη δεξιά πλευρά μπαίνει τρέχοντας η Ρωμιοσύνη. Φορά σύγχρονα ρούχα και είναι έγκυος, τουλάχιστον οχτώ μηνών. Κρατά την κοιλιά της. Πίσω της έρχεται ο Πουνέντες, υφυπουργός ντυμένος άψογα με την τελευταία λέξη της μόδας. Ο Δημοσιογράφος μένει έκπληκτος. Δεν περίμενε τέτοια συνάντηση. Ο Ποιητής και η Φαίδρα υποχωρούν αμήχανα.)
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Ο Κύριος Υφυπουργός!
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : (κρατώντας την κοιλιά της) : Από την πολλή τρεχάλα θα μου πέσει
το παιδί.
ΠΟΙΗΤΗΣ : (προς τη Ρωμιοσύνη. Κάνει πως δεν την ξέρει, θυμωμένος γιατί τη
βλέπει έγκυο και κυνηγημένη…) : Σας γνωρίζω κυρία; Καθίστε!
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : (Με τραυματισμένο τον εγωισμό της) : Ονομάζομαι Ρωμιοσύνη! Κι
αυτός ο τύπος με κυνηγά.
ΠΟΙΗΤΗΣ : (Δεν ανέχεται η αγαπημένη του να είναι σ’ αυτό το χάλι) : Ρωμιοσύνη!
(Βάζει το περίστροφο στον κρόταφο.)
ΦΑΙΔΡΑ : (που ζηλεύει, υποφέρει και ανησυχεί) : Μη! Τι πας να κάνεις;
ΠΟΙΗΤΗΣ : (προς τη Ρωμιοσύνη) : Άπιστη! Με ποιόν με απάτησες;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Σας ορκίζομαι κύριε Καρυωτάκη. Ούτε που μ’ άγγιξε!
ΦΑΙΔΡΑ : (ειρωνικά) : Ανεμογκάστρι!
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : (Μπαίνει μπροστά με τον αέρα της εξουσίας) : Ονομάζομαι κύριος
Πουνέντες! Υφυπουργός. Εσείς ποιος είστε;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Υπάλληλος της Νομαρχίας. Τι ζητάτε;
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Από τα οράματα μας δραπέτευσε η Ρωμιοσύνη και κατ’ εντολή του
Σιρόκου την κυνηγώ.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Μα η Κυρία είναι δική μου!
ΦΑΙΔΡΑ : (που ζηλεύει) : Κώστα, τι λές;
ΠΟΙΗΤΗΣ : (προς τον Πουνέντε) : Φύγετε Κύριε! Πρίν να είναι αργά! (Τον
σημαδεύει με το περίστροφο)
ΦΑΙΔΡΑ : Δεν αξίζει ο κόπος! Άλλωστε σε λίγο θα μας συναντήσει ο Διόνυσος.
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Αυτός, ποτέ!
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Μα δε θα μεταδοθεί στην RET second;
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Όχι! Είναι εκτός κλίματος. Άλλωστε προξενεί αλλεργία στο Λαό!
ΠΟΙΗΤΗΣ : RET second; Τι είναι αυτό;
ΦΑΙΔΡΑ : Ο Σταθμός της Αλλαγής!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Τι είναι Αλλαγή;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Όραμα!
ΦΑΙΔΡΑ : Θεραπεύει πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Φάρμακον;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Λέξις.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Και ποιοι την τρώγουν;
ΦΑΙΔΡΑ και ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Οι Έλληνες!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Λεξιφάγοι;
ΦΑΙΔΡΑ και ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Αεροφάγοι!
ΠΟΙΗΤΗΣ : (προς τη Ρωμιοσύνη) : Αυτός σε κατέστησε έγκυο, Ρωμιοσύνη;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Με τι;
ΦΑΙΔΡΑ : Ερώτηση!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Τι ξηρασία Θεέ μου προβλέπεται για το μέλλον… Και τι στειρότης…
Πως φούσκωσες έτσι;
Σκηνή 6
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Ένας ποιητής δεν θα μπορέσει να συλλάβει ποτέ την δύναμιν των
οραμάτων!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Μεσ’ από τους στίχους μου ανασταίνω το μέλλον. Το χτές του ποιητή
είναι το αύριο του κόσμου.
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Αν έχεις δύναμη, ζήσε το μέλλον να δεις τη μοναξιά σου.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Θέλεις να καλέσω το μέλλον;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Μην το κάνεις. Θα σε πληγώσει.
ΦΑΙΔΡΑ : Κοίταξέ με. Εγώ μέσα απ’ τους αιώνες ήρθα να σε βρω σαν «αύριο».
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Τόλμησε να δεις το είδωλό σου μέσα στους ανθρώπους.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : «Όταν βλέπω ανθρώπους, πέφτω πρηνής…»
ΠΟΙΗΤΗΣ : Καλώ τα λάβαρα της ποίησης, τις σημαίες του λυρισμού, τα εξαπτέρυγα
της θείας μέθης.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Τα άγια των αγίων καλείς, τις πληγές του κόσμου, τον πόνο του
ανθρώπου.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Γιατί;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Τότε μόνο ο άνθρωπος είναι άνθρωπος. Παίρνεις το ρίσκο; Οι
πύργοι και τα παλάτια του ονείρου, σκιές σκιών είναι.
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Τόλμησε αν μπορείς!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Με ποιο τίμημα;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Το θάνατό σου!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Και η αγάπη;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Και την αγάπη φυσικά, είναι το μόνο που τους έχει απομείνει.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Είμαι έτοιμος.
Σκηνή 7
(Μπαίνουν κρατούμενοι άνδρες-γυναίκες-Εβραίοι;- με παιδιά στην αγκαλιά, όπως γινότανε μ’ αυτούς που μεταφέρανε γερμανικά στρατόπεδα. Γύρω τους φρουροί-στρατιώτες Ες-Ες.)
ΛΑΟΣ : Πρωί-πρωί χτύπησαν την πόρτα στο σπίτι. Μας δώσαν διορία μισή ώρα. Για
ταξίδι μακρινό ετοιμασθείτε, μας είπαν. Μπορεί να πάρετε μονάχα ένα δέμα.
Εκεί που πάτε θα τα έχετε όλα. Τροφή, ρούχα, κατοικία, εργασία, καθαριότητα.
Τώρα μας πηγαίνουν να κάνουμε ντούς. Πολύ το θέλω αυτό το ντους, θα με ανακουφίσει.
(Οι στρατιώτες σφυρίζουν)
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Καθίστε κάτω. Στάσις δέκα λεπτά.
(Κάθονται)
ΠΟΙΗΤΗΣ : Αδελφοί μου, είμαι ο Ποιητής!
(Ο λαός κινείται με αμηχανία και φόβο. Μερικοί σηκώνονται.)
ΠΟΙΗΤΗΣ : Μη φοβάστε τους φρουρούς. Δε με βλέπουν. Είμαι πνεύμα. Ζω πριν από
σας. Ταξίδεψα στον χρόνο να σας συναντήσω και να σας βοηθήσω.
(Τώρα είναι όλοι όρθιοι.)
ΛΑΟΣ : Τι μπορεί να κάνεις εσύ για μας;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Μπορώ λόγου χάρη να προβλέψω το μέλλον.
ΛΑΟΣ : Κι αυτό σε τι θα μας βοηθήσει;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Η γνώση μήπως δε βοηθά;
ΛΑΟΣ : Στη δική μας θέση σε τι θα μας βοηθήσει;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Γνωρίζετε τι σας περιμένει;
ΛΑΟΣ : Σε λίγο θα κάνουμε ντούς. Αυτό μόνο ξέρουμε, προς το παρόν.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Ποιοι σας έχουνε συλλάβει; Και γιατί;
ΛΑΟΣ : Γνωρίζεις το μέλλον και δεν ξέρεις το παρόν;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Μα τι έχετε κάνει;
ΛΑΟΣ : Αυτά που βλέπεις. Οικογένεια, παιδιά. Είμαστε άνθρωποι ήσυχοι.
Κοιτάζουμε το σπίτι και τη δουλειά μας.
Σκηνή 8
ΕΝΑΣ : Θα μας πάνε σε στρατόπεδο.
ΛΑΟΣ : Ψέματα. Διαδόσεις.
ΑΛΛΟΣ : Θα μας εξοντώσουν.
ΛΑΟΣ : Πέμπτη φάλαγγα. Είσαι Πέμπτη φάλαγγα.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ : Θα σκοτώσουν τα παιδιά μας.
ΑΝΔΡΕΣ : Είναι ψέματα. Θέλουν να μας σπάσουν τα νεύρα.
ΑΛΛΟΣ : Θα μας δώσουν χτήματα στα ανατολικά εδάφη. Θα ξεκινήσουμε απ’ την
αρχή μια καινούρια ζωή.
ΟΛΟΙ (στον ποιητή) : Εσύ τι λές; Τι ξέρεις;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Σας βλέπω ανάμεσα σε καταπράσινα λιβάδια να ξαναχτίζετε τους
κήπους της Εδέμ.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Τους λες την αλήθεια Ποιητή;
ΛΑΟΣ : (σηκώνονται χαρούμενοι) : Ευλογημένος να’ σαι. Εσύ κι η γενιά σου!
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Πες τους για το ντους, αν τολμάς…
ΠΟΙΗΤΗΣ : Ακούω τρεχούμενα νερά να σας δροσίζουν!
ΛΑΟΣ : Το ντους! Το ντους! Ευλογημένος να’ σαι. Τώρα σε πιστεύω και σε
προσκυνώ. (Γονατίζουν μπροστά του.)
ΠΟΙΗΤΗΣ : Είστε το μέλλον του κόσμου. Σε λίγο θα είστε πιο καθαροί κι απ’ τα
σύννεφα. Πιο ελεύθεροι κι απ’ τον αέρα.
ΛΑΟΣ : Και πως τον λένε τον τόπο που μας πάνε;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Ουτοπία!
ΛΑΟΣ : Ουτοπία! Ουτοπία! Έχει κυβέρνηση, άρχοντα, βασιλιά, κυβερνήτη;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Τον Ποιητή!
ΛΑΟΣ : Είναι καλός; Τον ξέρεις;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Όνειρο ονείρου! Σκιά σκιάς!
ΛΑΟΣ : Τον αγαπώ…Νιώθω ότι μαζί του θα είμαι ευτυχισμένος. Νομοταγής και
εργατικός.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Θα χτίσετε ένα νέο κόσμο. Μια καινούρια πατρίδα.
ΛΑΟΣ : Την Ουτοπία!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Την Ουτοπία.
ΛΑΟΣ : Πως λέγεσαι, ξένε;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Ψεύτης!
ΛΑΟΣ : Όνομα ευγενικό! Σε προσκυνώ!
(Οι φρουροί σφυρίζουν)
ΛΑΟΣ : Σ’ ευχαριστούμε κύριε Ψεύτη. Μας τα είπες καλά. Σε λίγο στο ντους θα
θυμόμαστε τα λόγια σου τα σοφά. Κι η ψυχή μας σε σε θα πετά.
(Βγαίνουν. Ο Ποιητής σκεπάζει με το χέρι του το πρόσωπο.)
Σκηνή 9
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : (προς το κοινό. Συγχρόνως και οι άλλοι σχηματίζουν γύρω της ημικύκλιο. Το φως χαμηλώνει.) : Τώρα μακραίνουνε πύργοι, παλάτια.
Κλαίνε μου οι θύμησες,
κλαίνε τα μάτια.
Τώρα θανάσιμη
νύχτα με ζώνει.
Μέσα μου ογκώνονται
οι άφραστοι πόνοι.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Μ’ είδαν, προσπέρασαν
όσοι αγαπάω.
Μόνος απόμεινα
κι έρημος πάω.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Πόσο τ’ ανέβασμα
του άχαρου δρόμου!
Στρέφω κοιτάζοντας
προς τ’ όνειρό μου:
Μόλις και φαίνονται
οι άσπρες εικόνες.
Τ’ άνθη, χαμόγελα
μες στους χειμώνες.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Μ’ είδαν, προσπέρασαν
όσοι αγαπάω.
Μόνος μου απόμεινα
κι έρημος πάω.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ – ΟΛΟΙ : Αεροσαλεύουνε
κρίνοι και χέρια.
Ήλιοι τα πρόσωπα,
μάτια τ’ αστέρια.
Είναι και ανάμεσα
σ’ όλα η Αγάπη:
στο πρωτοφίλημα
κόρη που εντράπη.
Κι όλο μακραίνουνε
πύργοι, παλάτια.
Κλαίνε μου οι θύμησες,
κλαίνε τα μάτια…
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Σκηνή 1
(Στα μέσα του περασμένου αιώνα, 1850. Τοπίο στην ορεινή Ελλάδα. Σε μια πλαγιά του βουνού πρέπει να υπάρχει μια σπηλιά. Δέντρα, θάμνοι, καλύβες από σβουνιές. Ένα μονοπάτι. Εποχή μάλλον φθινόπωρο, για να δικαιολογήσει τα κοστούμια των στρατιωτών, χωρικών κ.τ.λ. Μπαίνει ο Διόνυσος πηδώντας και χορεύοντας. Είναι ντυμένος με κοντή χλαμύδα ξεσχισμένη. Είναι στολισμένος με φύλλα αμπέλου και όλα τα σχετικά.)
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Μα την κνήμη του Δία που με φιλοξένησε! Και μα την κοιλιά της
μάνας μου της Σεμέλης! Και της Περσεφόνης τα σανδάλια που με οδήγησαν στο
βασιλιά των Ορχομενών! Και μα τις νύμφες που με νανούριζαν στον Ελικώνα! Και
μα την θείαν Άμπελον! Ποτέ, Ποιητή, δε βρέθηκα σε τέτοιο χάλι! Ούτε όταν με
κομμάτιαζαν οι Τιτάνες! Αιώνες τώρα βαδίζω μόνος. Συντροφιά μου, παλιά
σκουριασμένα όνειρα. Γύρω μου γη καμένη. Που πήγαν οι Έλληνες; Γυρεύω τη
Θήβα να προσκυνήσω τους τάφους των προγόνων μου και πέφτω πάνω στον
Όθωνα. «Την Ελλάδα τώρα την κατοικούν Βαυαροί», μου λέει. Ήρθα εδώ, να
κρυφτώ και να σκεφτώ.
Σκηνή 2
(Ακούγεται πρώτα η μουσική. Μπαίνουν στρατιώτες ντυμένοι άλλοι ευρωπαϊκά, άλλοι με φουστανέλες κι άλλοι ανάμικτα. Ακολουθούν Καραγκούνες που κρατούν στους ώμους δύο θρόνους, όπου κάθονται ο Όθων και η Αμαλία. Ίσως σε μια στιγμή να τους ακουμπήσουν στο χώμα. Γύρω από τις χωριάτισσες, οι αυλικοί και οι κυρίες της Αυλής ντυμένοι ευρωπαϊκά. Ο Αξιωματικός με τη στολή της εποχής : φουστανέλα.)
ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Το Μιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη.
Καμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία
με το Μαρή και με τον Παναγιώτη.
Δε μπόρεσε να μάθει καν το «επ’ ώμου».
Όλο εμουρμούριζε : «Κύρ Δεκανέα,
άσε με να γυρίσω στο χωριό μου».
Τον άλλο χρόνο, στο νοσοκομείο,
αμίλητος τον ουρανό κοιτούσε.
Εκάρφωνε πέρα, σ’ ένα σημείο,
το βλέμμα του νοσταλγικό και πράο,
σαν να’ λεγε, σα να παρακαλούσε:
«Αφήστε με στο σπίτι μου να πάω».
Κι ο Μιχαλιός επέθανε στρατιώτης.
Τον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι,
μαζί τους κι ο Μαρής κι ο Παναγιώτης.
Απάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος,
μα του άφησαν απέξω το ποδάρι:
Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος.
Σκηνή 3
ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Μαρξιστές Λενινιστές στη Σιβηρία! Εδώ Οθωνική ελευθερία! Η
Ελλάδα ανήκει στον Ελευθερωτή! Αρματωλοί και Κλέφτες, όλοι! Στη φυλακή!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : (προς τον Όθωνα) : Όμως ο Διόνυσος ζει! Ο Λαμπράκης ζει! Ο
Πέτρουλας ζει! Ο Παναγούλης ζει! Τι κάνουμε;
ΟΘΩΝΑΣ : Μια τρύπα στο νερό
ΑΜΑΛΙΑ : Να τον βρούμε και να τον κάνουμε υπουργό!
ΟΘΩΝΑΣ : Αμαλία, τι λές;
ΑΜΑΛΙΑ : Είναι η πιο δοκιμασμένη συνταγή! Ο περήφανος κολίγος θα ξεσηκωθεί,
αν ο Διόνυσος μπει στη φυλακή! Τον κάνεις υπουργό, κι έχεις το στόμα κλειστό!
ΚΥΡΙΕΣ ΤΗΣ ΑΥΛΗΣ : Σωστά, σωστά, πολύ σωστά!
ΧΩΡΙΑΤΕΣ (Ακούγονται από μακριά) : Μπρούντζινος γύφτος – τράλαλα! –
τρελά πηδάει κει πέρα,
χαρούμενος που εδούλευε
το μπρούτζον ολημέρα.
ΟΘΩΝΑΣ : Έρχεται ο Λαός μου!
ΑΜΑΛΙΑ : Ευκαιρία να διαφωτιστεί!
ΚΥΡΙΕΣ ΤΗΣ ΑΥΛΗΣ : Να διαφωτιστεί και να ξεψυριστεί!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Μεγαλειότατε! Να τους διώξω τους γύφτους;
ΟΘΩΝΑΣ : Αγαπώ το γύφτο Λαό μου! Αγαπώ την κοπριά που βοηθά το θρόνο ν’
ανθοφορεί!
ΧΩΡΙΑΤΕΣ (Μπαίνουν χορεύοντας) : Μπρούτζινος γύφτος – τράλαλα! –
τρελά πηδάει κει πέρα,
χαρούμενος που εδούλευε
το μπρούτζον ολημέρα.
(Μόλις δουν τον Όθωνα, γονατίζουν)
ΟΘΩΝΑΣ : Λαέ μου, γιατί σταμάτησες το τραγούδι και το χορό;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Μα είναι σωστό;
ΟΘΩΝΑΣ : Σ’ αρέσει να χορεύεις;
ΧΩΡΙΑΤΕΣ (σηκώνονται) : Ναι!
ΟΘΩΝΑΣ : Σ’ αρέσει να σκέφτεσαι;
ΧΩΡΙΑΤΕΣ : Όχι!
ΟΘΩΝΑΣ : Λαός ιδανικός! (προς τον Αξιωματικό) Γνωρίζουν τον Διόνυσο;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Βρε ζαγάρια! Τι ξέρετε για τον Διόνυσο;
ΕΝΑΣ (πετάγεται μπροστά) : Είναι Θεός!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Είσαι βαλτός! Ευθύς να συλληφθεί. (Τον πιάνουν). Υπάρχει
απειλή! Διόνυσος σημαίνει ληστής! (Προς το πλήθος). Θέλεις κι εσύ να
συλληφθείς;
ΧΩΡΙΑΤΕΣ : Όχι!
ΟΘΩΝΑΣ : Γύφτε Λαέ μου, με την άδεια κοιλιά χορεύεις ακόμα πιο καλά!
ΧΩΡΙΑΤΕΣ (τραγουδούν και χορεύουν) : Μπρούτζινος γύφτος – τράλαλα! –
τρελά πηδάει εδώ πέρα.
Έχοντας πίστη στο βασιλιά
και πίστη στην Πατρίδα.
Έχω σαν τούμπανο την κοιλιά
πρησμένη από την πείνα
κομμουνιστές κι αναρχικούς
τους κόβω κρομμυδάκια.
Είμαι ατσίδας, μυρίζομαι!
του Μάρξ τα παιχνιδάκια.
Είμαι στο Σύνταγμα πιστός
την ψήφο μου τη δίνω
στην Εξουσία την καλή
στον Αρχηγό το φίνο.
Μπρούτζινος γύφτος – τράλαλα! –
τρελά πηδάω εδώ πέρα,
χαρούμενος που εδούλευα
το μπρούτζον ολημέρα.
Ελευθερία και προκοπή σημαίνει πληρώνεις
ό, τι σου πουν οι άρχοντες
κι έτσι να καμαρώνεις!
Μπρούτζινος γύφτος – τράλαλα! –
μην πλησιάζεις έχω ακούσει πολλά
τρελά πηδάω εδώ περά!
Μια η αλήθεια! Ο δυνατός νικά!
Χαρούμενος που εδούλευα
γι’ αυτό κι εγώ πηγαίνω με τον δυνατό!
το μπρούτζον ολημέρα!
Γι’ αυτό φωνάζω «Ζήτω ο Βαυαρός»!
Της πατρίδας μου φύλακας είναι!
Μόνο οι ξένοι μας αγαπούν!
Και γι’ αυτό κι εγώ :
Στο Βασιλιά μου τον καλό
στο θρόνο και στα ράσα
στο δυνατό θα’ μια πιστός
ως να ‘μπω μές στην κάσα!
(Βγαίνουν οι Χωριάτες)
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Ώ, Βασιλεύ! Διά τον Διόνυσον, τι να πράξω;
ΟΘΩΝΑΣ : Ψάξτε να τον βρείτε και να του πείτε ότι η Βαυαρία, της Ελλάδος η
καρδιά, του συγχωρεί τη βρωμερή του καταγωγή!
(Βγαίνουν ο Όθωνας – Αμαλία και η συνοδεία τους.)
Σκηνή 4
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα
ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Δεμένα; Λυμένα;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Λυμένο δεμένο, όρθιο ή ξαπλωμένο θέλω τον Διόνυσο τον
ξακουστό! Μακάρι να μπορούσα να βάλω την κεφάλα του σε παλούκι μυτερό και
να το στήσω στη Λαμία!
ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Στη Λαμία, στη Λαμία δοξάζεται η Βαυαρία!
(Ψάχνουν. Τελικά τον βρίσκουν.)
ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Νάτος! Νάτος! Κρυμμένος σα γάτος!
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Της Άρτεμης ο πάτος! Είμαι ο Διόνυσος! Κι ήρθα να προσκυνήσω τη
γή την πατρική.
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Εξοχώτατε, έχετε τύχη βουνό! Ο Όθωνας σας θέλει υπουργό.
(Μπαίνουν Αντάρτες του ΕΛΑΣ. Εποχή 1944. Οι στρατιώτες και ο Αξιωματικός τα χάνουν.)
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ (προς τον Διόνυσο) : Σύντροφε, φτάσαμε στην ώρα! Ο Τσώρτσιλ
χτυπάει την Αθήνα. Πρέπει να τρέξουμε όλοι εκεί! Η μάχη προβλέπεται
σημαντική!
(Φεύγουν όλοι. Μένει μόνο ο Διόνυσος. Το φως λιγοστεύει.)
Σκηνή 5
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Η Μάχη δεν θα τελειώσει ποτέ! Θα νικάμε πάντα και πάντα απ’ την
αρχή… Η Μοίρα αυτού του τόπου τραγική. Αν δε χυθεί αίμα Θεού θα κυβερνούν
πάντα οι Βαυαροί! Ήρθα λοιπόν το χώμα της Θήβας να φιλήσω.
Στου Μακρυγιάννη με το Λαό θα πολεμήσω. Όμως η σφαίρα δεν μπορεί να με σκοτώσει.
Η Πυραμίδα μόνο θα με τσιμεντώσει.
(Ημίφως. Μπαίνει η Ρωμιοσύνη, ντυμένη όπως στην αρχή.)
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Πάρε τα δώρα της ψυχής σου να’ ρτεις.
Σου ετοίμασα τη μαύρη κάμαρά μου.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Όμως η σφαίρα δεν μπορεί να με σκοτώσει!
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Στον κήπο μας αρρώστησεν ο Μάρτης,
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Στου Μακρυγιάννη με το Λαό θα πολεμήσω!
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : και αρρώστησεν ο Μάρτης στην καρδιά μου.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Το γιοφύρι της Άρτας πάνω στο πτώμα μου θα θεμελιωθεί.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Πάρε του πόνου σου τη σμύρνα κι έλα.
Όλα θέ να σ’ αρέσουν∙ έχω κόψει το ρόδο…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Κι όταν περάσει κι ο τελευταίος Βαυαρός απ’ την απέναντι μεριά
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : …που εγέλα την αυστηρή μου βλέποντας την όψη.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Τότε κλεφτόπουλά μου εσείς τραγούδια και βιολιά.
(Ρωμιοσύνη και Διόνυσος χάνονται. Μπαίνει η Φαίδρα.)
Σκηνή 6
ΦΑΙΔΡΑ : Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πως μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πως εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!
Ο Διόνυσος πηγαίνει τώρα στον Αμβρακικό
να συναντήσει τον Ποιητή.
Το νερό θα σιωπήσει.
Οι Ατρείδες δεν σκοτώνουν πιά.
Προπαγανδίζουν.
Η φάρσα θα γίνει Τραγωδία.
Και η Τραγωδία Φάρσα…
(Η Φαίδρα φεύγει.)
Σκηνή 7
(Ξαναρχόμαστε στο σκηνικό της Πρώτης Πράξης. Το φως εκτυφλωτικό. Μπαίνει ο Διόνυσος, όπως πριν, με τις ίδιες κινήσεις. Ο Ποιητής κάθεται στο καφενείο.)
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Μα την κνήμη του Δία που με φιλοξένησε! Και της Περσεφόνης τα
σανδάλια που με οδήγησαν στο βασιλιά των Ορχομενών! Και μα τις Νύμφες που
με νανούριζαν στον Ελικώνα! Και μα τη θείαν Άμπελον! Ποτέ, Ποιητή, δε
βρέθηκα σε τέτοιο χάλι. Ούτε τότε που με κομμάτιαζαν οι Τιτάνες. Όσο τη μέρα που με δίκαζαν στην Πνύκα αυτοί που η ιστορία θα ονομάσει οι Εραστές της Εξουσίας!
ΠΟΙΗΤΗΣ (Με ενδιαφέρον) : Τι μορφή έχουν;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Συγκεχυμένη!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Και ποία η σχέσις τους με την Άμπελον;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Άμπελος στη χώρα των Φαραώ;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Η Ελλάς χώρα των Φαραώ;
(Μπαίνουν διακριτικά η Φαίδρα, η Ρωμιοσύνη, ο Δημοσιογράφος και ο Πουνέντες.)
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Χώρα ερήμου!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Με πυραμίδας;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Πυραμίδας της Εξουσίας!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Ώ! Μοίρα σκληρή!
ΦΑΙΔΡΑ : Διόνυσε! Μήπως υπερβάλλεις;
ΠΟΙΗΤΗΣ (προς τον Διόνυσο) : Και ποια η θέση του Ποιητή;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Ο Ποιητής είναι νεκρός…
ΠΟΙΗΤΗΣ (κοιτάζοντας πότε προς την άκρη του ορίζοντα και πότε προς το κοινό.
Το φως χαμηλώνει, παίρνοντας ποιητικούς χρωματισμούς.) :
Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ’ έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για να το ζήσουμ’ όλοι.
Είναι το βράδυ απόψε θλιβερό
κι εμείς θα το γλεντήσουμε το βράδυ.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : (προς το κοινό) : Νυχτώνει…
ΠΟΙΗΤΗΣ : Αμβρακικέ! Δέξου με στην αγκαλιά σου…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : (όλοι κάνουν κύκλο γύρω από τον Ποιητή) : Με αυτοκτονίες και με
δολοφονίες
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Με οράματα και ανεμογκαστρώματα
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Με προγράμματα, συνθήματα και διεθνείς πρωτοβουλίες
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Με πληγωμένα όνειρα
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ: Με αυταπάτες…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Με ψεύτικες αλήθειες που σε κοιμίζουν…
ΠΟΙΗΤΗΣ : Κατάλαβα! Κατάλαβα! Το Έθνος βουλιάζει υπερηφάνως… Κι εγώ τι να
κάνω; Να πνιγώ ή να τινάξω τα μυαλά μου;
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ (που πετάγεται προς τον Ποιητή. Το φως δυναμώνει στιγμιαία) :
Απευθυνθείτε στο Υπουργείο των Αέρηδων δια να ανανεωθείτε!
Σκηνή 8
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Ησυχία! Ακούστε τη Ρωμιοσύνη! Τραγουδά το στερνό τραγούδι μαζί
με τους Έλληνες!
(Το φως στο χρώμα της Εσπέρας. Ο Λαός μπαίνει διακριτικά. Φοράνε μαύρες εσάρπες.)
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Η σκέψη μου νοσταλγικά ενυχτώθη
στον κήπο, στη λιμνούλα και στη σέρα…
ΛΑΟΣ : Νοσταλγικά ενυχτώθη κι η ψυχή
Νοσταλγικά η εσπέρα ανοίγει τα φτερά της…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : που εσβήνανε τριαντάφυλλα σαν πόθοι
κι επέθαινε στα τζάμια πάνω η μέρα…
ΣΟΛΙΣΤ : Το φως λιγοστεύει. Νυχτώνει.
ΦΑΙΔ. – ΡΩΜ. – ΔΗΜ. – ΠΟΥΝ. – ΠΟΙΗΤΗΣ – ΔΙΟΝ.: Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η
εσπέρα.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Ένας καημός που ακόμα δεν εδόθη
γινόταν άστρο. Σύννεφο από πέρα
ΛΑΟΣ : Είναι η ώρα που πεθαίνουν οι Ποιητές
γίνονται άστρο, σύννεφο από πέρα
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Μεγάλωνε (ίδιο σάβανο που κλώθει
με μοχθηρή σπουδή μοίρα μητέρα).
ΣΟΛΙΣΤ : Το φως λιγοστεύει, νυχτώνει
ΛΑΟΣ : Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Όταν το δέος μου αξήγητον απλώθη,
το στερνό ρόδο θα’ χανεν η σέρα
ΛΑΟΣ : Το στερνό ρόδο, η Ρωμιοσύνη, χάνεται μες στον αέρα…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Και η λίμνη με νεκρόφυλλα θα εστρώθη.
Τ’ άστρα ζυγώνανε, καημοί, από πέρα.
ΣΟΛΙΣΤ : Το φως λιγοστεύει. Νυχτώνει.
ΛΑΟΣ : Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα.
(Φεύγει η Ρωμιοσύνη και ο Λαός)
Σκηνή 9
( Μπαίνουν οι Στρατιώτες ντυμένοι, όπως στον Εμφύλιο – 1948. Ο Αξιωματικός – λοχαγός – με στολή εκστρατείας. Ακολουθούν Καραγκούνες που κρατούν στους ώμους δύο θρόνους – τους ίδιους – με τον Παύλο, στολή ναυάρχου, και τη Φρειδερίκη, ντυμένη Βλάχα. Αυλικοί και Κυρίες της Αυλής – 1948)
ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Μαρξιστές – Λενινιστές στη Σιβηρία!
Εδώ Γλυξεμπουργκική δημοκρατία!
Η Ελλάδα ανήκει στον καταπιεστή!
Αντιστασιακοί λεχρίτες! Όλοι! Στη φυλακή!
(βλέπουν τον Διόνυσο)
Νάτος! Νάτος! Ζαρωμένος σαν γάτος!
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Του Γανυμήδη ο πάτος!
ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ : Δέστε τον καλά να μην το ξανακάνει. Θέλω μια δίκη σαν του
Μπελογιάννη.
ΠΑΥΛΟΣ : Ο Στρατός όμως άλλα ζητεί!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Το παλούκι στη Λαμία έχει στηθεί.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Στη Λαμία, στη Λαμία δοξάζεται η Γλυξεμπουργκία!
ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ : Δεν θέλω άλλη υπόθεση Λαμπράκη! Η Πυθία υπήρξε
κατηγορηματική! Για να υπάρξει λύση οριστική ο Διόνυσος θα δικαστεί από
εξουσία Πυραμιδική! Λοιπόν, υπομονή!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Στη φυλακή!
ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Στη φυλακή!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Σταθείτε! Να κρίνει ο Λαός!
ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ : Ποιος είναι αυτός αναιδής;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Αργόσχολος, τουτέστιν ποιητής!
ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ : Υπάρχουν ακόμα ποιητές; Προς τι οι φυλακές;
ΠΑΥΛΟΣ : Ο Λαός ευθύς να προσαχθεί, ευκαιρία μοναδική η αλήθεια να λάμψει, η
ιστορική!
(Μπαίνει ο Λαός ντυμένος σχεδόν όπως στα 1850 οι χωρικοί. Υπάρχουν όμως και προλετάριοι με φτηνά ρούχα.)
ΛΑΟΣ : Ελιά! Ελιά! Και Παύλο βασιλιά!
Βάντε κλήρο – ρίχτε ζάρι
– θα σε πάρει να σε πάρει.
Το μαντρί του ποιος θα πάρει
– με καρότσια και παπά –
θα σου πάρω και μια δούλα
– πίσκοπε του Δαμαλά –
να τη λένε Σπυριδούλα
– τώρα το’ παθες καλά.
Πληρώνω τα δοσίματα
στο κράτος και δε μνήσκω
και τα στερνά μου τα όβολα
στης Εκκλησιάς το δίσκο
– θα τα βρώ ψηλά ένα-ένα
και τη Βαγγελιώ παρθένα.
Το μάθημα που δώσαμε
για πάντα θα φωτίζει.
Μελίσσι ο Λαός και θα χυμά
σ’ όποιον τον ερεθίζει.
ΠΟΙΗΤΗΣ (βγαίνει αποφασιστικά. Προς το Λαό, που τον κοιτάζει με απορία) :
Όραμα σου δίνω δυνατό! Ο κόσμος είναι δικός σου! Γίνε της Μοίρας σου τ’
αφεντικό! Το φως βρίσκεται εντός σου!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Μιλάς αναρχικά μπροστά στο βασιλιά. Τιμωρία σου πρέπει
παραδειγματική.
(Πάει να τον πιάσει.)
ΠΑΥΛΟΣ : Όχι! Σταθείτε! Την απόφαση θα πάρει ο Λαός!
ΛΑΟΣ (που ξαναζωντανεύει) : Ελιά! Ελιά! Και Παύλο βασιλιά!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Σου δίνω όραμα! Σου δίνω την αλήθεια!
ΛΑΟΣ : Μια μονάχα υπάρχει αλήθεια – μαχμουρλίκι και συνήθεια –
ΠΑΥΛΟΣ : Λαέ μου, αποφάσισε εσύ!
ΛΑΟΣ : Στη Λαμία! Στη Λαμία! Δοξάζεται η Γλυξεμπουργκία!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Έρχεται η Ρωμιοσύνη!
ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ : Η Ρωμιοσύνη; Εφτάψυχη είναι;
ΠΑΥΛΟΣ : Εδώ δεν πρέπει να μας βρεί. Άλλωστε το μέλλον της έχει διαγραφεί!
Πρέπει να φύγουμε ευθύς…
ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ : Εμπιστευόμαστε στην ιστορία! Αυτή θα δώσει τη λύση την
τελειωτική! Ποιητή! Μη ζητάς να σε δοξάσει τιμωρία βασιλική!
ΠΑΥΛΟΣ : Μοναχός σου τιμωρία θα δώσεις, αφού πρώτα σε φτύσει ο Λαός.
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Λαέ! Γλείφε και φτύνε! Γλείφε και φτύνε! Να μη μας βρει η
Ρωμιοσύνη. Όταν τη βλέπω μου τη δίνει!
(Βγαίνουν οι βασιλείς, ακόλουθοι, Αξιωματικός, Στρατός, Λαός. Μπαίνει η Ρωμιοσύνη. Ακολουθούν οι υπόλοιποι σολίστ.)
Σκηνή 10
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ (Κάνει κύκλους γύρω από τα πρόσωπα.) : Υπήρξα πάντα ευτυχής!
Είχα συντροφιά πάντοτε ανθρώπους που τραγουδούσαν και χόρευαν ωραίους
σκοπούς της πατρίδος μου, νοσταλγικούς. Που γοητεύουν και σταλάζουν
βάλσαμο στην καρδιά και γυμνάζουν το νού!
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : (που την πλησιάζει. Με νοσταλγία) : Η Πατρίς σου, πατρίς μου. Χώρα
ευλογημένη. Κατοικία των Θεών!
ΦΑΙΔΡΑ (συναρπάζεται από τις αναμνήσεις) : Ποτέ η Αθήνα δεν υπήρξε ωραιότερη
από τις μέρες της μάχης του Δεκέμβρη! Σε παρακολουθούσα, Διόνυσε, από το
λόφο του Φιλοπάππου!
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Δεν σε εφόβιζαν οι εκπυρσοκροτήσεις;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Στις δέκα του Δεκέμβρη άρχισε η πομπή…
Αγόρια και κορίτσια σκοτωμένα
στην Άνοιξη περνούν αγκαλιασμένα
ΦΑΙΔΡΑ – ΠΟΙΗΤΗΣ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Και μετά; Και μετά;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Ανάβασις, κατάβασις και επί τα αυτά! Έως ότου…
ΦΑΙΔΡΑ – ΠΟΙΗΤΗΣ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Έως ότου;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Ήλθεν αυτός!
ΦΑΙΔΡΑ – ΠΟΙΗΤΗΣ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Ο Σιρόκος;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Στο σπίτι είχαμε πένθος. Οι κολονέλοι μας, βλέπετε, και η συμμορία
τους. Ο πατέρας εξορία και το σπίτι ορφανό. Η μητέρα μου μόνη. Τότε εχτύπησε η
πόρτα. «Ποιος είναι;» ρωτά η μητέρα…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ (που πετάγεται μπροστά της) : Η Αλλαγή!
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ (με απορία) : Πως το μαντέψατε;
ΦΑΙΔΡΑ – ΠΟΙΗΤΗΣ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Λοιπόν; Λοιπόν;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Μα εσείς έχετε χοντρή φωνή. Θα έλεγε κανείς, φωνή αρκούδας.
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Είχε βραχνιάσει από τις ψεύτικες αλήθειες…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Ώστε αυτό ήταν;
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Ένας απλός μεσάζων. Ερμηνεύω τη σκέψη των εκπροσώπων!
Οφείλω το μαύρο να το κάνω άσπρο. Το άσπρο πράσινο. Και το πράσινο κόκκινο!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Ώ! Ιδεολογία των χρωμάτων!
ΦΑΙΔΡΑ : Μα τη σκέψη της Ήρας! Αυτή η σούπα καταλήγει στο μαύρο!
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Και με εζήτησε επισήμως από την μητέρα μου: «Ο Σιρόκος την ποθεί.
Θα την κάνει δική του». Και τότε…
ΦΑΙΔΡΑ – ΠΟΙΗΤΗΣ : Και τότε; Και τότε;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Έβγαλε το κοχύλι και είπε: «Ακούστε τη φωνή του».
ΦΑΙΔΡΑ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ – ΠΟΙΗΤΗΣ – ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Και λοιπόν; Και
λοιπόν;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Φωνή ρωμαλέα. Ιστορική. Που την αισθάνομαι όλο και περισσότερο
μέσα μου. Όπως η Ευρυκόμη το βόρειο άνεμο! Κάτι σαν τρόμπα που φουσκώνει το
λάστιχό…
ΦΑΙΔΡΑ : Ώ, δύστυχη!
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Και με τύλιξαν τα οράματα που ηλεκτρίζουν τον υπερήφανο κολίγο.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Και η κοιλιά σου;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Φούσκωνε!
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : (προς τον Πουνέντε) : Εσύ βρέ φούσκωσες την τρόμπα;
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Εγώ σχολίαζα!
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Και ποιος φούσκωνε;
ΠΟΙΗΤΗΣ (προς τη Ρωμιοσύνη) : Μιλάς με γρίφους.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Η θάλασσα θα αδειάσει από την καρδιά του ανθρώπου.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Το Αιγαίο θα γίνει Σαχάρα…
ΠΟΙΗΤΗΣ : Και ο Λαός;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Κύμβαλον αλαλάζον!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Τα όνειρα σάπισαν
ΦΑΙΔΡΑ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ – ΠΟΙΗΤΗΣ – ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Θάψτε τα όνειρα!
Σκηνή 11
ΠΟΙΗΤΗΣ (βγαίνει μπροστά) : Η λιτανεία των λυγμών αρχίζει.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Τα όνειρα σαπίζουν.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Σ’ αυτή τη γη το αίμα μου θα χύσω.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ (προς τον Ποιητή) : Είσαι η ψυχή της γής.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : (προς τον Ποιητή) : Είσαι η φωνή του νερού.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Αφήστε με το βλέμμα μου να σεργιανίσω για μια στερνή φορά σ’
αγαπημένα μέρη.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Όλα θυμίζουν το ίδιο τραγούδι. Το τραγούδι αν σωπάσει, θα
σωπάσουν…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Θα σωπάσουν, θα νυχτώσουν οι καημοί του κόσμου.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Τη μοναξιά μου τη σφραγίζουν τώρα όλα τα τραγούδια που θα
ξανανθίσουν.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ – ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Για ποια τραγούδια μιλάς, αφού μαζί σου θα πάρεις τη
φωνή των πουλιών, τη φωνή των νερών;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Πάντα το τραγούδι θα ξαναγεννιέται.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ – ΠΟΙΗΤΗΣ – ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Όνειρο Ονείρου; Πόθοι του ανέμου.
Σκηνή 12
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ( που βλέπει τον Αμβρακικό) : Φάνηκε μια βάρκα στη λίμνη.
Μας πλησιάζει.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Γλιστρά στα νερά.
ΦΑΙΔΡΑ : Δεν έχει κουπιά.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Έχει επιβάτη;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Έναν μονάχα.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Στα μαύρα ντυμένος.
(Εμφανίζεται η στενόμακρη βάρκα – για λιμνοθάλασσες. Όρθιος μπροστά ο Άγγελος. Ακίνητος σαν άγαλμα. Κοντά στην ακτή σταματά. Όλοι τον κοιτάζουν μαγνητισμενοί. Ο Δημοσιογράφος που βλέπει προς την Πρέβεζα τους βγάζει από την ακινησία τους. Τώρα στρέφουν τα βλέμματα προς το Λαό, που μπαίνει τρέχοντας από το βάθος. Είναι ντυμένοι με σύγχρονα ρούχα.)
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Έρχεται ο Λαός!
ΦΑΙΔΡΑ : Τρέχει αλαφιασμένος!
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Φοβισμένος!
ΛΑΟΣ : Σηκώνονται οι ποταμοί! Αλλάζουν θέση τα βουνά!
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : (που γυρίζει τώρα το βλέμμα του προς τη βάρκα) : Απεσταλμένος του
Δία!
ΛΑΟΣ (προς τον Διόνυσο) : Ζούνε οι Θεοί;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Ας τον ακούσουμε προσεχτικά!
ΛΑΟΣ (βλέπουν τον Άγγελο και ακινητοποιούνται) : Ποιος είναι ποιος;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Άγγελος του Μέλλοντος! (προς τον Άγγελο) Πνεύμα, αν έχεις φωνή, πες
ό,τι έχεις να πεις!
ΑΓΓΕΛΟΣ : Διόνυσε, σε χαιρετώ. Απ’ τον αιώνιο ύπνο μου με πρόσταξε να βγω των
Ολυμπίων Θεών εντολή. Να εμποδίσω προσπαθώ το θάνατο του Ποιητή.
ΛΑΟΣ : Τα ζώα μιλούν. Τα νερά τραγουδούν. Τα δέντρα περπατούν.
ΦΑΙΔΡΑ : Σημάδια θεϊκά!
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Δαιμονικά!
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Πνεύμα! Μίλα καθαρά! Τα σημάδια αυτά τι σημαίνουν;
ΑΓΓΕΛΟΣ : Η Φύση δε συγχωρεί αυτό που πρόκειται να’ ρθει. Η σιδερένια αράχνη
ξεκινά…
ΛΑΟΣ : Μίλα καθαρά!
ΑΓΓΕΛΟΣ : Χιλιάδες πόδια φαρμακερά! Φτερά αγκυλωτά! Αίμα και θάνατο σκορπά!
ΛΑΟΣ : Στην Ελλάδα πότε θα’ ρθει;
ΑΓΓΕΛΟΣ : Ακρίδα πρώτα φαρμακερή!
ΛΑΟΣ : Από πού θα βγεί;
ΑΓΓΕΛΟΣ : Τιμωρία θεϊκή! Μέσα από την ξεραμένη γη…
ΠΟΙΗΤΗΣ (γίνεται πάλι το επίκεντρο της προσοχής) : Η λιτανεία των λυγμών αρχίζει.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Τα όνειρα σαπίζουν.
ΛΑΟΣ : Η λιτανεία…σαπίζουν…
ΠΟΙΗΤΗΣ : Τη μοναξιά μου…
ΛΑΟΣ : Θα σωπάσουν θα νυχτώσουν οι καημοί του κόσμου.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Θα σωπάσουν θα νυχτώσουν οι καημοί του κόσμου.
ΠΟΙΗΤΗΣ : …τη σφραγίζουν τώρα όλα τα τραγούδια που…
ΛΑΟΣ : Θα σωπάσουν θα νυχτώσουν
ΛΑΟΣ (προς τον Άγγελο) : Και μετά; Και μετά;
ΑΓΓΕΛΟΣ : Από την ξεραμένη γη
ΠΟΙΗΤΗΣ (και πάλι στο επίκεντρο) : Τη μοναξιά μου τη σφραγίζουν τα τραγούδια.
ΛΑΟΣ (προς τον Άγγελο) : Και μετά; Και μετά;
ΑΓΓΕΛΟΣ : Η σιδερένια αράχνη τούτη τη γη την ιερή καταχτά.
ΠΟΙΗΤΗΣ (συνέρχεται και ρωτά με ενδιαφέρον) : Και τι θα γίνει το ανθρώπινο γένος;
ΑΓΓΕΛΟΣ : Τη σιδερένια αράχνη βλέπω να πνίγει μέσα στο αίμα!
ΛΑΟΣ : Δόξα! Δόξα! Μεγάλη στιγμή!
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Πικρή για την Ελλάδα τη μικρή…
ΛΑΟΣ : Διόνυσε, τι λές;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Το Πνεύμα ευθύς τώρα θα μας πει.
ΛΑΟΣ : Πρέπει να μας πεις!
ΑΓΓΕΛΟΣ : Ας σταματήσω εδώ. Μα σώσω θέλω τον Ποιητή…
ΠΟΙΗΤΗΣ : Πνεύμα, λέγε τι βλέπεις! Ζωή μου η αλήθεια!
ΑΓΓΕΛΟΣ : Όχι τόσο σκληρή… Δεν την αντέχει η καρδιά του ποιητή.
ΠΟΙΗΤΗΣ (και πάλι στο επίκεντρο) : Αφήστε με να σεργιανίσω για μια στερνή φορά σ’
αγαπημένα μέρη.
ΛΑΟΣ (προς τον Ποιητή) : Είσαι η ψυχή της γης. (προς τον Άγγελο) Τι βλέπεις; Τα
λόγια σου κρύβουν συμφορές φριχτές.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Τι πιο πολύ απ’ την αράχνη και την ακρίδα;
ΛΑΟΣ : Τι πιο πολύ απ’ την αράχνη και την ακρίδα.
ΠΟΙΗΤΗΣ (επίκεντρο της προσοχής – όλοι στρέφονται προς αυτόν) : Τη μοναξιά μου
τώρα τη σφραγίζουν όλα τα τραγούδια που θα ξανανθίσουν.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ – ΔΙΟΝΥΣΟΣ (προς τον Ποιητή) : Για ποια τραγούδια μιλάς αφού
μαζί σου θα πάρεις τη φωνή των πουλιών και των νερών;
ΛΑΟΣ : Θα σωπάσουν θα νυχτώσουν οι καημοί.
ΑΓΓΕΛΟΣ (παρεμβαίνει και όλοι γυρίζουν προς αυτόν) : Σήμερα για στερνή φορά τα
ζώα μιλούν, τα δέντρα περπατούν, τα νερά τραγουδούν.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Βλέπω τη μεγάλη σιωπή…
ΛΑΟΣ : Κι η καρδιά του ανθρώπου; Τι θα γίνει κι αυτή;
(Το φως αρχίζει και γίνεται κλιμακωτά κόκκινο)
ΑΓΓΕΛΟΣ : Καμένη γη…
ΠΟΙΗΤΗΣ : Άχ, αλί και τρισαλί.
ΑΓΓΕΛΟΣ : Γι’ αυτό Διόνυσε προσταγή θεϊκή! Πρέπει να φύγεις από τούτη τη γη!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Και οι Θεοί;
ΑΓΓΕΛΟΣ : Θα πεθάνουν κι αυτοί…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ: Και το τραγούδι του νερού;
(Ο Ποιητής παίρνει από το τραπέζι το περίστροφο και σημαδεύει μ’ αυτό την καρδιά του)
ΑΓΓΕΛΟΣ : Σκιές σκιών θα περπατούν…
(Το φως γίνεται έντονα κόκκινο – Πυρκαγιά)
ΛΑΟΣ : Μη! Στάσου Ποιητή!
ΦΑΙΔΡΑ – ΟΛΟΙ : Μαζί σου σκοτώνεις τη ζωή!
(Σημαδεύει με το όπλο το κοινό. Αρχίζει το σκοτάδι. Λαός και πρωταγωνιστές χάνονται, σβήνουν. Μένει μόνο η φιγούρα του Ποιητή)
ΠΟΙΗΤΗΣ : Άλτ! Πυροβολώ το μέλλον…
(Σκοτάδι γενικό.)
Αυλαία
Μίκης Θεοδωράκης: Πολιτεία Β΄ 1964 Παρίσι. Συμμετέχουν: Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Αντώνης Κλειδωνιάρης. Μαρία Φαραντούρη.
Μιχάλης Ιωαννίδης. Λάκης Καρνέζης, Κώστας Παπαδόπουλος Μπουζούκι. Λαϊκή ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης.
Μίκης Θεοδωράκης: Για τον Αλέκο Παναγούλη. Ποίηση Μίκης Θεοδωράκης. Ερμηνεύει ο Γιώργος Νταλάρας 1975.
Μουσική • Στίχοι : Μίκης Θεοδωράκης
Κόκκινο Τριαντάφυλλο
Κάθε πρωί ξεκινούσαμε να πάμε στη δουλειά
Στο λεωφορείο γελούσαμε είμαστε δυο παιδιά
Κόκκινο τριαντάφυλλο κόκκινο το δειλινό
Κάποιο πρωί για τον πόλεμο κινήσαμε μαζί
Όλοι μαζί τραγουδούσαμε παλεύαμε μαζί
Κόκκινο τριαντάφυλλο κόκκινο το δειλινό
Μέσα στο Μάη σκοτώθηκες το αίμα σου μαβί
Έβαψε μαύρο τον ουρανό κόκκινο τον καιρό
Κόκκινο τριαντάφυλλο κόκκινο το δειλινό
Μαζί σου όλα σκοτώθηκαν όνειρα ιδανικά
Γίνανε όλοι φαντάσματα ζούμε συμβατικά
Κόκκινο τριαντάφυλλο κόκκινο το δειλινό
Τώρα οι σημαίες γενήκανε είδη εμπορικά
Είναι τα όνειρα αγαθά καταναλωτικά
Κόκκινο τριαντάφυλλο κόκκινο το δειλινό
Εκείνος Ήταν Μόνος
Εκείνος ήταν μόνος μες στα πλήθη
εκείνος ήταν μόνος στο κελί
γι’ αυτόν αργά τραγούδησες
πολύ αργά πολύ αργά πολύ αργά
Εκείνος δεν ακούει τη φωνή σου
η αγάπη σου είναι νεκρή γι’ αυτόν
είναι νεκρά τα λόγια κι οι λυγμοί σου
αργά η μνήμη αργά και το φιλί σου
πολύ αργά πολύ αργά
Εκείνος ήταν ήρεμος κι ωραίος
κι εσύ σπαράζεις μόνος κι ορφανός
εκείνος ήταν δίκαιος κι απέραντος
σαν ουρανός σαν ουρανός
Κι εσύ φωνάζεις τώρα τ’ όνομά του
στο αίμα τού ορκίζεσαι μ’ οργή
περίμενε στην ώρα του θανάτου
σαν τη βροχή μας φεύγει τώρα το παιδί
σαν τη βροχή σαν τη βροχή
Μίκης Θεοδωράκης: Πολιτεία. Έτος Σύνθεσης 1960. Παρίσι. Αθήνα. Σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη, Δημήτρη Χριστοδούλου. Κώστα Βίρβου.
Συμμετέχουν: Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Στέλιος Καζαντζίδης, Μαριλένα. Μανώλης Χιώτης & Λαϊκή Ορχήστρα υπό την διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη.
Μίκης Θεοδωράκης. Τα Λαϊκά σε ποίηση Μάνου Ελευθερίου.
Έτος Σύνθεσης 1968 Αθήνα.
Μαρία Δημητριάδου, Αντώνης Καλογιάννης.
Ηχογράφηση: Παρίσι 1971. Κυκλοφορία: 1974.
Ο Ήλιος και ο Χρόνος. 1967 Γενική ασφάλεια Μπουμπουλίνας. Ηχογράφηση: 1971 Παρίσι.
Συμμετέχουν: Μαρία Φαραντούρη, Πέτρος Πανδής, Μαρία Δημητριάδη, Αντώνης Καλογιάννης.
Απαγγελία: Georges Willson. Από την ζωντανή συναυλία στο Palaiw de Chaillot.
Λαϊκή Ορχήστρα υπό την διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη.
Bass: Γιάννης Πετροπουλάκης. Bouzouki: Αντρέας Μιχαλάκης, Μάριος Βλατάκης.
Guitar: Νικόλαος Μανιάτης, Νικόλαος Μωραΐτης. Percussion: Gérard Berlioz. Piano: Γιάννης Διδίλης..
Μίκης Θεοδωράκης: Η Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν σε ποίηση Ιάκωβου Καμπανέλλη. Έτος σύνθεσης 1965. Ηχογράφηση: 1965. Ερμηνεύει η Μαρία Φαραντούρη.
Συμμετέχουν Γιάννης Διδίλης Πιάνο. Λάκης Καρνέζης Κώστας Παπαδόπουλος Μπουζούκι.
Σωτήρης Ταχιάτης Βιολοντσέλο. Ανδρέας Ροδουσάκης Κόντραμπάσο. Σπύρος Ρέγγιος Φλάουτο. Διεύθυνση Ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Μίκης Θεοδωράκης: “Προδομένος Λαός”. Σύνθεση 1974 Παρίσι. Θεατρικό έργο σε σκηνοθεσία Κώστα Μιχαηλίδου. Ποίηση: Βαγγέλης Γκούφας.
Ηχογράφηση: 1974. Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Χάρης Αλεξίου, Αλίκη Βουγιουκλάκη, Μάνος Κατράκης, Κώστας Σμοκοβίτης.
Μπουζούκι: Λάκης Καρνέζης.
Λαϊκή ορχήστρα υπό την διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη.
Στο σημείωμα του δίσκου ο συνθέτης αναφέρει:
Ζούμε μαχόμενοι.
Το χρονικό των αγώνων και της αγωνίας της Ρωμιοσύνης – οι Φιλικοί, ο Γέρος του Μωριά, ο Μακρυγιάννης, οι Τουρκομάχοι και σύστοιχοι στο αρματολίκι οι λαϊκοί αγωνιστές, οι αντάρτες στα ελεύθερα ελληνικά βουνά στην Κατοχή, οι επώνυμοι και ανώνυμοι μάρτυρες ενός λαού ταμένου και αβοήθητου, τα σημερινά παιδιά μας, τα αυριανά μας πολύχρωμα οράματα ίσα με τη συντέλεια του αιώνα.
Η ίδια πίστη, η ίδια αγάπη σε μια ζωή άξια να βιωθεί, η ίδια άρνηση υποταγής. Πάντα ο ίδιος όρκος μένει – λευτεριά και προκοπή. Και πάντα ελλοχεύουσα η προδοσία – Λερναία Ύδρα. Όμως κάθε φορά νέοι αγώνες μας καλούν, δεν μας σταματούν μήτε οι ίντριγκες μήτε η βία. Μας θεριεύουν. Ζούμε μαχόμενοι, η ανελέητη και η ακριβή μας ιστορία.
Ο καημός και η λαχτάρα της Ρωμιοσύνης – το τραγούδι μας. Ειπωμένο, τότε στον ίσιο των πλατάνων, αργότερα στους Κορυσχάδες, χθες στη νύχτα της Αθήνας, το τραγούδι που βγαίνει από τις φλέβες του τόπου μας παντιέρα και νανούρισμα και μοιρολόι.
Τα τραγούδια στην παράσταση της ΜΑΝΤΩΣ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ δεν απηχούν τη μνήμη της εποχής αλλά την αίσθηση της ιστορίας μας. Γιατί η ζωή στον τόπο μας δεν παγιδεύεται χρονικά, είναι μία και αδιαίρετη πάντα, διατηρεί κάθε φορά και μέσα στη διαφορά των συνθηκών τα αναγνωρίσιμα στοιχεία ενός μοναδικού αγωνιστικού ήθους κι ενός λυτρωτικού πάθους. Είναι ο Ακρίτας, ο Υψηλάντης στην τελευταία νύχτα της ζωής του, ο νεκρός αδελφός μας είναι που τραγουδάει μαζί μας και μας βοηθάει να χτίζουμε την ελπίδα, να προσπαθούμε πάντα να κρατήσουμε ψηλά τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα.
Πόσο σημερινά είναι λοιπόν, τόσο αυτά που γράφει ο Μίκης, τριάντα επτά χρόνια πριν, όσο και πολλά από τα τραγούδια του δίσκου, των οποίων η θεματική φαίνεται και σε πολλούς από τους τίτλους. Ο Γκούφας μεταφέρει με τον καλύτερο τρόπο τους αγώνες ενός λαού για ελευθερία και δημοκρατία… Οι τραγουδιστές καταθέτουν μοναδικές ερμηνείες. Ο Παπακωνσταντίνου σ’ αυτό το υλικό, με το οποίο ξεκίνησε, είναι αξεπέραστος, η Χαρούλα είναι αυτή που όλοι γνωρίζουμε, ενώ ιδιαίτερες είναι και οι ερμηνείες του Κώστα Σμοκοβίτη, για τον οποίο ο Μίκης Θεοδωράκης είπε το 2008:
Θυμάμαι πάντοτε πόσο ευχάριστη έκπληξη ήταν για μένα η συνεργασία μου με τον νεαρό τότε τραγουδιστή Κώστα Σμοκοβίτη στα 1974. Η ερμηνεία του στον «Προδομένο Λαό» και ιδιαίτερα στο τραγούδι «Βογγά το κάστρο τ’ Αναπλιού» που είναι ιδιαίτερα δύσκολο, με ενθουσίασε και λυπήθηκα πολύ που για λόγους που ποτέ δεν έμαθα, τον έχασα ξαφνικά, γιατί είχα πολλά σχέδια γι’ αυτόν. Κρίμα. Φοβάμαι ότι είναι κι αυτός θύμα της παθογένειας της ελληνικής δισκογραφικής βιομηχανίας. Γι’ αυτό χαίρομαι ιδιαίτερα, που έστω και μετά τόσα χρόνια μου δίνεται η ευκαιρία να πω έναν καλό λόγο για τον Κώστα Σμοκοβίτη, όπως επίσης χαίρομαι που είναι καλά και που συνεχίζει πάντα την καριέρα του με επιτυχία. (1)
Όσο για τους ηθοποιούς, ο Μάνος Κατράκης είναι συγκλονιστικός. Ακούγοντάς τον, θαρρείς πως είναι ένας από τους αντάρτες για τους οποίους μιλά το τραγούδι που ερμηνεύει. Σχετικά με την Βουγιουκλάκη, ποτέ δεν υπήρξα λάτρης του τρόπου που τραγουδούσε στα κινηματογραφικά τραγούδια. Και θεωρώ πως στο «Της βροχής νερό», που λέει σ’ αυτό τον δίσκο, καταθέτει, ίσως, την καλύτερη ερμηνεία της στη δισκογραφία, που φυσικά δεν έχει καμία σχέση με το «Γκρίζο γατί», το «Χόρεψε τουίστ» και τα άλλα…
Για το «Τραγούδι των Καρμπονάρων» ο Θεοδωράκης δανείζεται μια παλιά ρώσικη μελωδία… Το «Βογγά το κάστρο τ’ Αναπλιού» ηχογραφείται το 2008 και από τη Γλυκερία στο δίσκο της «Τα θεμέλιά μου στα βουνά» με τα τραγούδια του Μίκη. Με λίγα λόγια, πρόκειται για έναν ακόμα εξαιρετικό δίσκο του Θεοδωράκη, που χάθηκε μέσα στην πληθώρα των εκδόσεων των έργων του, στην μεταπολίτευση. Και είναι κρίμα που τόσο αυτός, όσο και πολλοί ακόμα δίσκοι εκείνης της εποχής, έμειναν στην αφάνεια.
Τα τραγούδια του «Προδομένου λαού» δεν έχουν υποστηριχθεί καν, από τη Λαϊκή Ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης. Περιττό βέβαια να αναφέρω πως ούτε η Αλεξίου, ούτε ο Παπακωνσταντίνου μπήκαν στον κόπο να παίξουν έστω κι ένα κουπλέ στις συναυλίες τους.
Ο δίσκος κυκλοφόρησε και σε cd, καθώς και στη σειρά remasters του συνθέτη το 2005. Το δε βινύλιο είναι σήμερα ιδιαίτερα δυσεύρετο. Στο ένθετο της επανέκδοσης του 2005 υπάρχει ένα εξαιρετικό κείμενο της Έλενας Χατζηιωάννου για το δίσκο και την εποχή του:
1974. Μεταπολίτευση. Η σχέση του κόσμου με την εποχή του και τη σκηνή είναι ένα φαινόμενο, το οποίο δεν θέλει να προσπεράσει ούτε η λαμπερή Αλίκη Βουγιουκλάκη. Χωρίς να κατέβει από το θρόνο της σταρ και ν’ απομακρυνθεί από το οικείο, ανάλαφρο ρεπερτόριο της αστικής διασκέδασης, αποφασίζει να ανεβάσει ένα ιστορικό έργο που μιλάει για τους αγώνες και τις αγωνίες του ελληνικού λαού, τη συλλογική αντίδραση στην υποταγή, τον πόθο για την ελευθερία. Το θεατρικό έργο του Γεωργίου Ρούσσου ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ.
Αν η τσαχπίνα ξανθιά πρωταγωνίστρια μπορούσε να αντιμετωπίσει σκηνικά τους αγώνες της Ρωμιοσύνης, τότε η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη δημιουργούσε το επιπλέον στη μαγεία ενός θεάτρου, που άνοιγε διάλογο με την ιστορία της αντίστασης.
Ο Μίκης ανέλαβε να γράψει από το Παρίσι που βρισκόταν τα τραγούδια της παράστασης, με γενικό τίτλο ΠΡΟΔΟΜΕΝΟΣ ΛΑΟΣ (ο υπότιτλος του έργου). Δώδεκα πρωτότυπες συνθέσεις, σε στίχους του Βαγγέλη Γκούφα ολοκλήρωσαν ένα μουσικό έργο που σχολίαζε τη δράση και γινόταν πηγή ανανέωσης και ενέργειας πάνω στη σκηνή και κάτω στην πλατεία. Το θέατρο και οι άνθρωποι άλλωστε, πάντα ενεργοποιούσαν ένα απόθεμα αντιπαράθεσης και διαλόγου. Αυτό το δύσκολο ανάμεσα που συνδέει το παρελθόν με την επικαιρότητα. Τη συλλογική μνήμη και την ατομική διάθεση. Ως συνήθως η φιλολογία γύρω από μια παράσταση πολλαπλασιάζει -υποτίθεται- το ενδιαφέρον, ενώ συσκοτίζει το αποτέλεσμα.
Τριάντα χρόνια μετά ο δίσκος με τα τραγούδια του ΠΡΟΔΟΜΕΝΟΥ ΛΑΟΥ επανέρχεται αυτονομημένος, απογυμνωμένος από τη θεατρικότητα της παράστασης. Εμβατήρια, νανουρίσματα, μπαλάντες, επικά και λυρικά τραγούδια ερμηνευμένα από ένα επιτελείο δημοφιλών, άξιων καλλιτεχνών μεταφέρουν την αίσθηση, την αισθητική και τις πολιτιστικές συμπεριφορές εκείνης της εποχής. Γιατί, αν το παιχνίδι του χρόνου παίζεται χωρίς κανόνες, το παιχνίδι της ανθρώπινης τέχνης αντιστέκεται με δικούς της, άγραφους νόμους στο χρόνο. Η εμβληματική βαθιά φωνή του Μάνου Κατράκη, η τρυφερή φωνούλα της Αλίκης και οι μετωπικές ανοιχτές ερμηνείες του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, της Χάρις Αλεξίου και του Κώστα Σμοκοβίτη πολλαπλασιάζουν τις αρετές του υλικού τους. Οι μελωδίες αναπτύσσονται δυναμικά, οι φράσεις αρθρώνονται με σαφήνεια, οι ερμηνευτικές διατυπώσεις αποδίδουν, με τη συμμετοχή της Λαϊκής Ορχήστρας και του Λάκη Καρνέζη στο μπουζούκι, ένα κύκλο τραγουδιών με καλό αποτέλεσμα.
Τριάντα χρόνια μετά, το υλικό αντιστέκεται. Αποκολλημένο από την εποχή και τις συγκυρίες της, διατυπώνει εκ νέου μια συνείδηση που αρνείται να πιστέψει πως η κοινωνία μοιράζει χάδια και είναι αναπόφευκτο να ξυπνήσουμε- ακόμα κι όταν ονειρευόμαστε το όνειρο.
Αν η τριακονταετία που μεσολάβησε άφησε πίσω της τη ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ, ο μουσικός ΠΡΟΔΟΜΕΝΟΣ ΛΑΟΣ επανέρχεται και επαναφέρει στο προσκήνιο μια αίσθηση ιστορίας. Γιατί όπως σημειώνει ο Μίκης «Τα τραγούδια της παράστασης δεν απηχούν τη μνήμη της εποχής αλλά την αίσθηση της ιστορίας μας». Στα χρόνια που πέρασαν κι ύστερα από τους Δίδυμους Πύργους, μπορεί να άλλαξαν οι παγκόσμιοι συσχετισμοί, δεν άλλαξε η μουσική, δεν άλλαξε η λογοτεχνία, δεν άλλαξε η μυθολογία της καθημερινής ζωής. Οι άνθρωποι συνεχίζουν να πηγαίνουν στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στις ταβέρνες. Συνεχίζουν να διαβάζουν να τραγουδούν. Είναι μια πορεία για να συναντηθούμε με ό,τι μας απομακρύνει από τον εαυτό μας και τους άλλους. Άλλωστε, όταν τραγουδάμε, δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα.
Έλενα Χατζηιωάννου – Φεβρουάριος 2005 ogdoo.gr
Μίκης Θεοδωράκης: Εχθρός Λαός. Κείμενα, Ποίηση: Ιάκωβος Καμπανέλλης. Έτος σύνθεσης: 1975 Βραχάτι.
Συμμετέχουν: Τζένη Καρέζη, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Μίκης Θεοδωράκης.
Χορωδία από Ηθοποιούς του θιάσου Καρέζη Καζάκου. Μικρή συμφωνική ορχήστρα υπό την διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη.
Δυστυχώς ήρθε η ώρα να το γράψω και για τον άνθρωπο που «ευθύνεται» γι’ αυτή τη φράση… Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι αράδες, δεν έχουν περάσει παρά μόνο λίγες ώρες, από τη φυγή του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Και δεν ξέρω πώς, αλλά με την ανακοίνωση της είδησης, το πρώτο τραγούδι με στίχους του που ήρθε στο μυαλό μου, δεν ήταν ούτε το Στρώσε το στρώμα σου για δυο και το Δόξα τω Θεώ του Θεοδωράκη, ούτε κάποιο από τα τραγούδια του Σταύρου Ξαρχάκου από Το Μεγάλο Μας Τσίρκο. Βρίσκεται μέσα σ’ έναν δίσκο, που δεν ανήκει στους γνωστότερους του Θεοδωράκη. Μάλιστα δεν είχε τύχει να τον ακούσω μόλις κυκλοφόρησε, αλλά πολλά χρόνια μετά… Mε την ακρόαση δε του συνταρακτικού τραγουδιού Ο αδελφός τον αδελφό από τον δίσκο Ο Εχθρός Λαός, με την ερμηνεία της Τζένης Καρέζη, του Βασίλη Παπακωνσταντίνου και ηθοποιών του θιάσου του ομώνυμου θεατρικού έργου, θυμάμαι πως ανατρίχιασα ενώ δάκρυα μου ήρθαν στα μάτια… Κι αυτό το συναίσθημα το νιώθω ακόμα μέχρι σήμερα όταν ξανακούω το τραγούδι. Διαβάστε τι λέει μέσα σε εξήμισι λεπτά αυτό το μικρό αριστούργημα:
Απ’ το σαράντα τέσσερα κι από το γλυκοχάραμα
ο αδερφός τον αδερφό
με σύμβουλο ένα Bρετανό
ποτίζουν αίμα το στενό
με σύμβουλο ένα Bρετανό
Σαράντα έξι εγύρισε στο σβέρκο μας θρονιάστηκε
κι ο αδερφός τον αδερφό
με σύμβουλο παλατιανό
κανόνια σέρνουν στο βουνό
με σύμβουλο παλατιανό
Σαράντα εφτά κι ανάθεμα όλα δικά τους τα’ θελαν
κι αδερφός τον αδερφό
με σύμβουλο Αμερικανό
χορταίνει νιάτα το βουνό
με σύμβουλο Αμερικανό
Προδότες και δωσίλογοι όλοι καλοδεχούμενοι
πατριώτες και αγωνιστές
στον τοίχο και στις φυλακές
Νταχάου σε ελληνικό νησί
κι ένας σοφός υμνολογεί:
“Η Μακρόνησος είναι ο Παρθενών της συγχρόνου Ελλάδος”
Κι απ’ τα πενήντα τέσσερα το μέλλον μας ανθόσπαρτο
το σύστημα έχει οργανωθεί
και ο λαός φακελωθεί
οι σύντροφοι εκτελεστεί
οι πλάκες έχουν πλυθεί
μα ένας σοφός ανησυχεί:
“Δεν έχω ανάγκη από ήρωες, θέλω Χίτες σκυλιά λυσσασμένα που να γαβγίζουν”
Στεριώνουνε την τάξη τους μένουν συναμεταξύ τους
παίρνουν το φόρο απ το φτωχό
τον κάνουν δάνειο κρατικό
κεφάλαιο εφοπλιστικό
κεφάλαιο βιομηχανικό
Ο πλούσιος πλουσιότερος και ο φτωχός φτωχότερος
η αγροτιά και η εργατιά
τον δρόμο παίρνουν του βοριά
για προκοπή στην ξενιτιά
κι ένας σοφός δοξολογά:
“Η μετανάστευσις είναι ευλογία δια τον τόπον”
Σαν Έλληνες περήφανοι σαν Ευρωπαίοι ελεύθεροι
σαν κράτος συνεταιρικό
στο ΝΑΤΟ μέλος εκλεκτό
απ ‘ τον προϋπολογισμό
το πιο μεγάλο μερτικό…
Το πιο μεγάλο μερτικό το δίνουμε για το στρατό
κι είμαστε κράτος δυνατό
σε εχθρούς και φίλους σεβαστό
κι ακούμε εκείνο το σοφό
να λέει σ’ ένα Αμερικανό:
“Κύριε Πρόεδρε της αμερικανικής βιομηχανίας ραπτομηχανών Σίγγερ: Ιδού ο στρατός σας”
Το σύστημα έχει οργανωθεί
και ο λαός φακελωθεί
οι σύντροφοι εκτελεστεί
οι πλάκες έχουνε πλυθεί…
Έχω την αίσθηση πως το 1993, ο Μιχάλης Γκανάς γράφοντας τους στίχους του τραγουδιού Να δεις τι σού ’χω για μετά, το οποίο μελοποίησε ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας και το τραγούδησε μαζί με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου στο δίσκο Ρίξε Κόκκινο Στη Νύχτα, επηρεάστηκε και συνέχισε από το σημείο που σταμάτησε ο Ιάκωβος Καμπανέλλης… Και λυπάμαι πολύ που το συγκεκριμένο τραγούδι δεν ακούγεται πουθενά… Δεν αποτελεί καν επιλογή της ορχήστρας «Μίκης Θεοδωράκης».
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Μίκης Θεοδωράκης συνεργαζόταν με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη. Η Γειτονιά Των Αγγέλων το 1963 και το Μαουτχάουζεν το 1966 ήταν δυο έργα ορόσημα τόσο για τους ίδιους όσο και για το ελληνικό τραγούδι. Το 1975 ξαναβρίσκονται για τις ανάγκες του θεατρικού έργου του Καμπανέλλη Ο Εχθρός Λαός, στο θέατρο «Αθήναιον» σε σκηνοθεσία Κώστα Καζάκου, σκηνικά-κοστούμια Αντώνη Κυριακούλη, μουσική διδασκαλία Βασίλη Τενίδη και κίνηση Κώστα Τσιάνου. Στην παράσταση τραγουδούσε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ενώ στο θίασο συμμετείχαν μεταξύ άλλων οι Τζένη Καρέζη, Κώστας Καζάκος, Λάζος Τερζανίδης, Βασίλης Κολοβός, Πάνος Μιχαλόπουλος, Σπύρος Καλογήρου, Κώστας Τσιάνος και πολλοί άλλοι… Και τι σύμπτωση! Την ώρα που ετοιμάζεται αυτό το κείμενο στο Β’ πρόγραμμα ακούγεται μια παλιά συνέντευξη του Ιάκωβου Καμπανέλλη, στην οποία αναφέρεται στο συγκεκριμένο έργο, λέγοντας πως εκείνες οι ώρες ήταν ώρες χαράς για το λαό και πως σ’ αυτό το έργο, το μήνυμα ήταν λίγο-πολύ «Προσέξτε να μην πάθετε πάλι τα ίδια…» Έτσι ενώ ήταν ένα σημαντικό έργο δεν γνώρισε την ίδια αποδοχή με Το Μεγάλο Μας Τσίρκο.
Την ορχήστρα διευθύνει ο Μίκης Θεοδωράκης ενώ συμμετέχει Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα αποτελούμενη από τους Τάτση και Έρση Αποστολίδη στα βιολιά, Γιάννη Βατικιώτη και Γιώργο Πουμπουρίδη, βιόλες, Σωτήρη Ταχιάτη, τσέλο, Ανδρέα Ροδουσάκη, μπάσο, Γιάννη Ζουγανέλη, τούμπα, Σπύρο Ρέγγιο, φλάουτο, Τάσο Διακογιώργη, σαντούρι, Τάσο Κλαβανίδη και Σταύρο Βάγια, τρομπόνι, Βασίλη Τενίδη, κιθάρα, Νίκο Κορατζίνο, τύμπανα, Αλίκη Βατικιώτη, πιάνο και Γιώργο Λαυράνο στα κρουστά. Συμμετέχει επίσης χορωδία από το θίασο του θεάτρου. Η ηχογράφηση έγινε το 1975 από τον Στέλιο Γιαννακόπουλο στα studios της Columbia, η διεύθυνση παραγωγής από τον Αχιλλέα Θεοφίλου και ο συντονισμός από τον Γιώργο Λεφεντάριο (θυμάστε τη φωνή του τα κυριακάτικα πρωινά στα διαφημιστικά της Minos;)
Πολλά χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε σε μονό cd αλλά και στη σειρά remasters του Μίκη Θεοδωράκη ενώ στην remastered έκδοση του cd Της Eξορίας με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου υπάρχει, σαν bonus track, μια ανέκδοτη ηχογράφηση από το Αρνιέμαι, τελείως διαφορετική από τις δυο εκτελέσεις του Εχθρού λαού, την οποία τη χαρακτήριζα έως και rock.
Κλείνοντας και θέλοντας να δώσω μια ευρύτερη εικόνα τόσο της εποχής, όσο και του συγκεκριμένου έργου, δε νομίζω να υπάρχει καλύτερος τρόπος από το κείμενο της Έλενας Δ. Χατζηιωάννου, με τίτλο «Πολιτικοποιημένη εποχή ή πολιτικοποιημένοι άνθρωποι;» που βρίσκεται στη remastered έκδοση του cd (Minos-Emi 2006).
«1975. Η ελληνική ψυχή στην περιπετειώδη της πορεία, από τα μεταπολεμικά χρόνια ως την μεταπολίτευση. Η χαρά, η λύπη, οι απώλειες, οι προδοσίες, η ξενιτιά, οι αγώνες, η καπηλεία, οι σχέσεις, όλα αυτά που ορίζουν για δεκαετίες ολόκληρες τους ρυθμούς της ελληνικής ζωής, διατρέχουν σε ένα έργο μια εποχή, όπου η αγωνιστική αισιοδοξία ζυμώνεται με την αίσθηση της ελευθερίας. Όλα μπορούν να αντιμετωπισθούν, ανακεφαλαιώνοντας την ανάγκη μιας αυθεντικής μαρτυρίας για πρόσωπα και γεγονότα. Το θέατρο που καθρεφτίζει τον καιρό του, ανταποκρίνεται και επιστρατεύει τα όπλα του. Τη φαντασμαγορία της σκηνής, τη διαλεκτική του λόγου, τη δύναμη της μουσικής. Ο Μίκης Θεοδωράκης αποδέχεται την πρόταση της Τζένης Καρέζη, του Κώστα Καζάκου και του Ιάκωβου Καμπανέλλη για μια μουσική παράσταση, αμιγώς πολιτική. Συνθέτει στο Βραχάτι δώδεκα τραγούδια και χορικά. Το σπονδυλωτό έργο Ο ΕΧΘΡΟΣ ΛΑΟΣ γίνεται το γεγονός της χρονιάς.
Πολιτικοποιημένη εποχή ή πολιτικοποιημένοι άνθρωποι;
Το κοινό τρέχει στην παράσταση με την ενδόμυχη αναμονή της κάθαρσης. Να βιώσει την ελευθερία του. Να συναντηθεί με τον εαυτό του. Με τα αγαπημένα του φαντάσματα. Να ξορκίσει τους βρικόλακες ενός οικείου παρελθόντος. Να ονειρευτεί μια ζωή χωρίς φοβίες.
Νέοι και μεγαλύτεροι ταυτίζονται με συνθήκες ελευθερίας και το εμβληματικό τραγούδι του τίτλου γίνεται σύμβολο των μετά τη Χούντα ημερών. Άλλωστε, η κάθε εποχή διαμορφώνει τα σουξέ που της αξίζουν. Ένα απ’ αυτά είναι και το επαναστατικό Αρνιέμαι, που καταφέρνει και αυτονομείται. Ακούγεται από τα ραδιόφωνα και εκτός παράστασης δημιουργώντας μια δυνατή εικόνα των διαθέσεων. Είναι αποτέλεσμα μιας ποιητικής σχέσης, μιας σχέσης ανταλλαγής, που μέσα από τους μουσικούς δρόμους, τους δρόμους της γλώσσας και του ρυθμού, ρίχνει φως στις συνειδήσεις. Κι αυτό είναι το κέρδος. Πολιτικό, κοινωνικό, προσωπικό.
Η μουσική που έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης για το θεατρικό έργο του Καμπανέλλη, ακολουθώντας την δραματουργική ανέλιξη της ιστορίας, λειτουργεί συμπληρωματικά, σχολαστικά και αντιστικτικά. Οι τραγουδιστές (Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Τζένη Καρέζη) τραγουδούν άλλοτε μέσα στα επεισόδια, άλλοτε στα φλας μπακ των ταμπλώ βιβάν, ενώ τους περιβάλλει χορός.
Η φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, με εύρος και ιδιοσυγκρασιακές αρετές, ακούγεται στα πιο επικά και γι’ αυτό συλλογικά τραγούδια: Αρνιέμαι, Του χωρισμού, Ο εχθρός λαός. Με την Τζένη Καρέζη και τον θίασο που τον συνοδεύει χορωδιακά, μοιράζεται το τραγούδι Ο αδελφός τον αδελφό, το οποίο έχει έντονα αφηγηματικά στοιχεία και μια ειρωνεία που απεικονίζει με θεατρικότητα τις ιστορικές αντιφάσεις.
Η Τζένη Καρέζη με δραματική εκφραστικότητα και με συνοδεία χορωδίας ερμηνεύει θεατρικά τα τραγούδι Λαχτάρισα μια χώρα.
Ο Μίκης Θεοδωράκης διάλεξε να πει ο ίδιος στο δίσκο του τραγούδι του Σωτήρη Πέτρουλα. Το αποδίδει με τρυφερότητα και ευαισθησία. Αντίθετα, είναι είρων και περιπαικτικός στο Συμβούλιο, που με τη μουσική του ευφυΐα σχολιάζει τους στίχους, αφαιρώντας τους τον διδακτισμό. Ο χορός -ο λαός- είναι όλος ο θίασος. Ένα εύρημα, που πατάει στο αρχαίο δράμα αναπτύσσοντας, με έντονο σαρκασμό τη σύγχρονη σάτιρα. Είναι ο Χορός Τραμπούκων που λέει τέσσερα χορικά.
Το μουσικό έργο Ο ΕΧΘΡΟΣ ΛΑΟΣ έχει τη δύναμη να φέρει στο προσκήνιο την εποχή που το προκάλεσε, με τα απόνερα της και τους απόηχους της. Επαναστατικό, στρατευμένο σε μια από τις πολλές αριστερές εκφράσεις που ήχησαν, ως «φωνή λαού». Ξεκομμένο σήμερα από την εποχή του, όπου πολύ νερό έχει κυλήσει, πολλά γεγονότα έχουν διαψεύσει τις αρνήσεις για υποταγή, φαίνεται να διατηρεί, στο ρυθμό και στο ύφος, τη δική του ζωηρή ιδεολογία».
Αν δεν έχετε ακούσει το συγκεκριμένο έργο, αναζητήστε το. Είναι βέβαιο πως, όσο κι αν η θεματολογία του θεωρείται για πολλούς του ειδική ή «εποχιακή», τριάντα έξη χρόνια μετά, κάτι θα έχει να σας πει…
Θανάσης Γιώγλου. ogdoo.gr
Where shall I find my soul…
Athens Philharmonia Orchestra, Alkis Baltas, conductor.
Ο Άλκης Μπαλτάς γεννήθηκε το 1948 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε μουσική (βιολί και ανώτερα θεωρητικά) στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης.
Στο τέλος των μουσικών του σπουδών στη Θεσσαλονίκη, συνεργάστηκε με το Μουσικό Τμήμα του ΑΠΘ, ενώ υπήρξε έκτακτο μέλος της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης (ΚΟΘ), διευθυντής διάφορων χορωδιών της πόλης και συνεργάτης του Ραδιοφωνικού Σταθμού Μακεδονίας. Ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της «Εβδομάδας νέων καλλιτεχνών» που εξακολουθεί να διοργανώνει η Δ.Ε.Θ. («Διεθνείς Μουσικές Μέρες»).
Το 1970 παρουσιάστηκε το πρώτο του έργο για ορχήστρα από την ΚΟΘ υπό τη διεύθυνση του δασκάλου του Σόλωνα Μιχαηλίδη. Την ίδια περίοδο έγραψε τη μουσική για αρκετά θεατρικά έργα που παρουσίασε το Κ.Θ.Β.Ε.
Το 1974 πήρε το πτυχίο Νομικής του Α.Π.Θ.
Συνέχισε τις μουσικές του σπουδές στην Hochschule der Künste του Βερολίνου, από όπου πήρε το δίπλωμα σύνθεσης και διεύθυνσης ορχήστρας.
Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1978 και εργάζεται στο Κρατικό Ωδείο και στο Ραδιοφωνικό Σταθμό Μακεδονίας και στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης.
Από το 1983 έως το 1992 ήταν Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης.
Από το 1994 έως το 1997 είχε τη θέση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Κατά την περίοδο 1997-1999 ανέλαβε ως Καλλιτεχνικός Διευθυντής των Μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ.
Από το 2001 έως το 2011 διετέλεσε Καλλιτεχνικός διευθυντής του Θρησκευτικού Φεστιβάλ Πάτμου «η Θεία Αποκάλυψη της Μουσικής»
Από το 1990 είναι ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Ωδείου «Μουσικό Κολλέγιο» στη Θεσσαλονίκη.
Την περίοδο 2004 – 2009 υπήρξε ο Καλλιτεχνικός διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας του Δήμου Κερκυραίων.
Από τον Μάιο του 2010 είναι ο Αρχιμουσικός της Συμφωνικής Ορχήστρας της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κέρκυρας (Παλαιά)
Από τον 2011 μέχρι το 2017 διετέλεσε Καλλιτεχνικός Διευθυντής και Αρχιμουσικός της Συμφωνικής Ορχήστρας Κύπρου (Σ.Ο.Κ.). Σήμερα είναι Επίτιμος Μαέστρος της Σ.Ο.Κ.
Επί σειρά ετών υπήρξε Καλλιτεχνικός Διευθυντής του «Ελληνικού Ωδείου» στην Αθήνα και του “Σύγχρονου Ωδείου Θεσσαλονίκης”.
Επί 20ετία δίδαξε ως Ειδικός Επιστήμων στη Σχολή Μουσικολογίας του Τμήματος Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ.
Ο Ά. Μπαλτάς είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών. Έργα του έχουν πολλές φορές εκτελεστεί τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Συνθέσεις του έχουν βραβευτεί τόσο στην Ελλάδα (διαγωνισμοί Υπουργείου Πολιτισμού και Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών) όσο και σε στο εξωτερικό (σε δύο διεθνείς διαγωνισμούς του 2004, στην Ισπανία και Ιταλία). Έργα του κυκλοφορούν σε περισσότερα από 20 cds
Ως μαέστρος έχει διευθύνει εκτός της Ελλάδας στην Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Βέλγιο, Τσεχοσλοβακία, Σουηδία, Αυστρία, Γερμανία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Κύπρο, Σοβιετική Ένωση, Τουρκία, Ηνωμένες Πολιτείες, Αργεντινή, Κατάρ,Αυστραλία, Αγγλία.
ΕΚΤΕΤΑΜΕΝΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 30 Νοεμβρίου 1948
Μεγάλωσε μέσα σε μουσική οικογένεια: η μητέρα του επαγγελματίας μουσικός (βιολίστρια στην Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης), ο πατέρας του ερασιτέχνης μουσικός (βιόλα) και ο αδελφός του βιολοντσελίστας (μόνιμος μουσικός, σήμερα, στην Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης).
ΣΠΟΥΔΕΣ
Βιολί ( τάξη Σταύρου Παπαναστασίου ) και ανώτερα θεωρητικά-σύνθεση ( τάξη Σόλωνα Μιχαηλίδη )στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης από το 1958 έως το 1970.
Συνέχεια σπουδών το 1974 ( με υποτροφία της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών) στην Hochschule der Künste στο τότε Δυτικό Βερολίνο. Σύνθεση με τον Max Baumann και διεύθυνση ορχήστρας με τον Hans Martin Rabenstein.Το 1978 πήρε τα διπλώματα καί στις δύο ειδικότητες.
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
Α) ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1982
Το 1968 βοηθός μαέστρου στη Χορωδία του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης την οποία διηύθυνε ο Γιάννης Μάντακας. Από τον Γ. Μάντακα αποκτά και την πρώτη του επαφή με τη μουσική του μεσαίωνα και της αναγέννησης καθώς και με τη σύγχρονη μουσική.Διευθύνει πολλές συναυλίες της Χορωδίας του ΑΠΘ στη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις. Η Χορωδία ερμηνεύει και αρκετά χορωδιακά του έργα (Αγια Μαρίνα,Καντάτα της γλυκείας χώρας Κύπρου,Ψαλμός κ.α.).
Διευθυντής για ένα διάστημα της Χορωδίας των Μαθητικών Ομάδων ΧΜΟ και της Χορωδίας της Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας «Τέχνη».
Μέλος, ως βιολιστής, του συγκροτήματος Pro Musica ( μαέστρος ο Αντώνης Κοντογεωργίου) και μέλος της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης από το 1969 έως το 1974.
Το 1969 μαζί με την Δόμνα Ευνουχίδου,τον Ρένο Μπαλτά, τον Βύρωνα Φιδετζή και τον Γιάννη Βακαρέλη δημιουργούν την «Εβδομάδα Νέων Καλλιτεχνών», ένα θεσμό που η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης συνεχίζει μέχρι σήμερα με την ονομασία «Διεθνείς Μουσικές Μέρες». Αργότερα βραβεύεται από την ΔΕΘ με μετάλλιο για αυτή του την δραστηριότητα.
Η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης παρουσιάζει το πρώτο του ορχηστρικό έργο (την «Κυπριακή Σουίτα»). Το 1970 με διευθυντή ορχήστρας τον Σ.Μιχαηλίδη. Το 1972 το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης «Δημήτρια» του αναθέτει και παρουσιάζει, με μαέστρο τον Δημήτρη Χωραφά, το έργο «Σουίτα για Ορχήστρα». Η Μακεδονική Εταιρεία «Τέχνη» οργανώνει το 1973 συναυλία με έργα του και έργα του Κώστα Νικήτα
Για πολλά χρόνια συνεργάτης του Ραδιοφωνικού Σταθμού Μακεδονίας με εκπομπές στις οποίες αναλύει έργα κλασσικής μουσικής («μουσικό ημερολόγιο», «μουσικές προσεγγίσεις», «έστιν ουν μουσική…») και παρουσιάζει λαϊκή μουσική από όλο τον κόσμο. Αργότερα συνεργάστηκε και με τον Ραδιοφωνικό Σταθμό «Παρατηρητής».
Καθηγητής στο μάθημα της αρμονίας και μαέστρος της μαθητικής ορχήστρας και χορωδίας του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης. Δημιουργεί στο ΚΩΘ και τη μικρή χορωδία δωματίου. Με τα παραπάνω σύνολα δίνει πολλές συναυλίες με αποκορύφωμα τις παραστάσεις όπερας (Μότσαρτ «Απόλλων και Υάκινθος»).
Το καλοκαίρι του 1970 με υποτροφία της οργάνωσης «Μουσικά νιάτα» συμμετέχει -μετά από διαγωνισμό – ως μουσικός βιόλας, στην Παγκόσμια Ορχήστρα Νέων στον Καναδά-Δανία (μαέστρος Erich Leinsdorf). Το 1971 συμμετέχει στην ίδια ορχήστρα στο Βέλγιο και Ιταλία. Ο μαέστρος της ορχήστρας Carl Ancerl τον παρακινεί να ασχοληθεί σοβαρά με τη διεύθυνση ορχήστρας.
Συνεργάζεται στενά με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος γράφοντας μουσική για θεατρικά έργα.
Στο Βερολίνο ,κατά τη διάρκεια των σπουδών του, γίνεται μαέστρος των ερασιτεχνικών ορχηστρών Seniorenorchester και της Orchester-Charlottenburg. Στην Ακαδημία του αναθέτουν το 1973 τη διδασκαλία του μαθήματος της διεύθυνσης Ορχήστρας στο μάθημα της Μουσικής για Καθηγητές Σχολείων.
Το 1974 παίρνει το πτυχίο Νομικής από το ΑΠΘ.
Διευθύνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών μετά από πρόσκληση του Μάνου Χατζηδάκι. Ακολουθούν συναυλίες και στη Θεσσαλονίκη με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης καθώς και ηχογραφήσεις με τον Ορχήστρα της ΕΡΤ.
Β) ΜΕΤΑ ΤΟ 1983
Το 1983 διορίζεται διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης. Καθιερώνει για πρώτη φορά την Αίθουσα Τελετών του ΑΠΘ ως χώρο συναυλιών καθώς και την αίθουσα «Αυλαία» ως χώρο συναυλιών μουσικής δωματίου. Ανανεώνει το ρεπερτόριο της ορχήστρας με περισσότερα ελληνικά έργα και με έργα σύγχρονης μουσικής. Δημιουργεί το κλιμάκιο της ΚΟΘ το οποίο, παράλληλα με τη μεγάλη ορχήστρα, συμμετέχει σε πάρα πολλές συναυλίες για μαθητές, εργάτες και στρατιώτες. Δημιουργεί την Ορχήστρα Νέων της ΚΟΘ στην οποία συμμετέχουν νέοι μουσικοί από πολλές πόλεις της Β.Ελλάδας. Καθιερώνει την υποτροφία της ΚΟΘ «Παρμενίων Καραγκουνίδης». Διευθύνει την ΚΟΘ σε πολλές συναυλίες στη Θεσσαλονίκη σε άλλες πόλεις και στα Φεστιβάλ των «Δημητρίων» και των «Αθηνών». Το 1992 ( μετά από 9 έτη συνεχούς υπηρεσίας του στην ΚΟΘ ) προτείνεται η ανανέωση της θητείας του, αλλά μετά από πολιτική παρέμβαση τότε Υπουργού, η απόφαση ανακαλείται. Για την προσφορά του στην ΚΟΘ τιμήθηκε με το Χρυσό Βραβείο Μουσικής της Εταιρεία Μουσικής Βορείου Ελλάδος.
Ανακηρύσσεται επίτιμο μέλος της Φιλαρμονικής Χορωδίας της Κολωνίας. Συμμετέχει σε μουσικά σεμινάρια σε διάφορες ελληνικές πόλεις και γίνεται μέλος της οργανωτικής επιτροπής του Διεθνούς Μουσικού Διαγωνισμού «Μουσικά Νιάτα» στο Βελιγράδι.
Αναλαμβάνει το 1988 τη Διεύθυνση του Σύγχρονου Ωδείου Θεσσαλονίκης. Οργανώνει με το ωδείο την μουσική κατασκήνωση «Βερτίσκος». Διαφωνεί με συνεταίρους σε θέματα λειτουργίας και παραιτείται το 1990.
Την περίοδο 1992-1994 γίνεται διευθυντής της νεανικής Ορχήστρας Ωδείων με την οποία δίνει πολλές συναυλίες. Το 1992 διορίζεται ως ειδικό επιστημονικό προσωπικό στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών στο ΑΠΘ όπου διδάσκει μέχρι σήμερα.
Το 1994 αναλαμβάνει τη Γενική Διεύθυνση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ανανεώνει το ρεπερτόριο της και με σύγχρονα έργα (Κάγκελ, Σοστακόβιτς κ.α), δημιουργεί την Παιδική Όπερα (κάθε Κυριακή πρωί ), τα στούντιο μπαλέτου και μελοδραματικής για νέους χορευτές και τραγουδιστές και καθιερώνει ευρύ πρόγραμμα περιoδειών εκτός Αθηνών. Παραιτείται τον Ιούνιο του 1997 αρνούμενος να δεχτεί πίεση του τότε Υπουργού Πολιτισμού Ευάγγελου Βενιζέλου για πρόσληψη συγκεκριμμένης χορεύτριας.
Την περίοδο θητείας του στη ΕΛΣ συνεργάζεται με τα Μουσικά Σύνολα της ΕΡΤ (τότε διευθυντής ο Μίκης Θεοδωράκης) στο ευρύ εκπαιδευτικό πρόγραμμα «η μουσική πάει στο σχολείο» και προλογίζει συναυλίες σε σχολεία. Παράλληλα διδάσκει στο Ελληνικό Ωδείο στην Αθήνα.
Το 1990 συμμετέχει στην ίδρυση και γίνεται διευθυντής του «Μουσικού Κολεγίου Θεσσαλονίκης» θέση που κατέχει μέχρι σήμερα.
Τον Οκτώβριο του 1997 αναλαμβάνει τη Διεύθυνση των Μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ («Eθνική Συμφωνική Ορχήστρα», «Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής», Χορωδία, Big-Band). Οργανώνει πλήθος συναυλιών εντός και εκτός Αθηνών. Παραιτείται τον Οκτώβριο του 1999 διαφωνώντας σε οργανωτικά θέματα των Μουσικών Συνόλων.
Το 1998 αναλαμβάνει την Διεύθυνση του Ελληνικού Ωδείου, θέση που κατέχει μέχρι σήμερα.
Την περίοδο 2001 – 2017 είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ «η Θεία Αποκάλυψη της Μουσικής» στην Πάτμο.
Από το 2004 έως το 2008 ο Δήμος Κέρκυρας του ανέθεσε την καλλιτεχνική διεύθυνση της Συμφωνικής Ορχήστρας του Δήμου Κερκυραίων
Το Σεπτέμβριο του 2009 το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης του ανέθεσε τη διεύθυνση της Ορχήστρας του Κ.Ω.Θ
Το Μάρτιο του 2010 ο Δήμος Βέροιας του ανέθεσε την Καλλιτεχνική Διεύθυνση του Φεστιβάλ «Βέροια Εύηχη Πόλη»
Το Μάιο του 2010 η «Παλαιά Φιλαρμονική Εταιρεία Κέρκυρας» του ανέθεσε την καλλιτεχνική διεύθυνση της Συμφωνικής Ορχήστρας
Την περίοδο 2011-2017 ήταν Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας Κύπρου. (Σ.Ο.Κ.) Την περίοδο αυτή εκτός των τακτικών συναυλιών οργάνωσε πλήθος συναυλιών κοινωνικής προσφοράς (εκτός των μεγάλων πόλεων και σε μη συνηθισμένους χώρους όπως σε πάρκο) καθώς και πλήθος εκπαιδευτικών συναυλιών. Δημιούργησε μικρή ορχήστρα με άνεργους μουσικούς («κλιμάκιο» που αργότερα ονομάστηκε «ορχήστρα Allegro vivace” με σκοπό να δίνει πολλές εκπαιδευτικές συναυλίες πέραν των όσων πραγματοποιούσε η Σ.Ο.Κ. Παραιτήθηκε το 2017 για λόγους προσωπικής αξιοπρέπειας, μετά από έντονη διαφωνία του με το ΔΣ του Ιδρύματος «Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου» Οι μουσικοί της Σ.Ο.Κ. τον τίμησαν κατά την αποχώρησή του και, αργότερα, νέο ΔΣ τον ανακήρυξε Επίτιμο Μαέστρο της Ορχήστρας.
Ο Άλκης Μπαλτάς έχει δώσει συναυλίες συμφωνικής μουσικής και παραστάσεις όπερας στην Ελλάδα και σε πολλές χώρες όπως : Ιταλία («Φεστιβάλ των δύο κόσμων»), Γαλλία, Ισπανία, Βέλγιο, Τσεχοσλοβακία, Σουηδία, Αυστρία, Γερμανία ( μεταξύ των άλλων και στην όπερα του Βερολίνου ), Γιουγκοσλαβία ( φεστιβάλ Βελιγραδίου ), Βουλγαρία, Ρουμανία, Κύπρο, Σοβιετική Ένωση, Τουρκία, Ηνωμένες Πολιτείες, Αργεντινή, Αυστραλία ( φεστιβάλ Μελβούρνης ), Αγγλία κ.α.
Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Συνθετών. Έχει συνθέσει έργα για συμφωνική ορχήστρα, για χορωδία, για μουσική δωματίου κ.α. Η όπερά του ΜΟΜΟ παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το 1997 και τον Δεκέμβριο του στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.
Εκτός του συνθετικού του έργου έχει ενορχηστρώσει πιανιστικά έργα των Κωνσταντινίδη και Χατζιδάκι ( «Αχιβάδα» ) και ολόκληρο τον « Ύμνο στην Ελευθερία» του Ν. Μάντζαρου.
Τον Φεβρουάριο του 2004 παρουσιάστηκε από την Εθνική Λυρική Σκηνή, σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση, το μπαλέτο του «Πανώρια»
Αρκετές συνθέσεις του προορίζονται για ορχήστρες νέων.
Το 2004 βραβεύτηκε σε δύο διεθνείς διαγωνισμούς σύνθεσης (Ισπανία και Τεργέστη).
Έχει, επίσης, πάρει μέρος ως παιδαγωγός (ανώτερων θεωρητικών μαθημάτων ) σε πολλά σεμινάρια στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
Μίκης Θεοδωράκης: Λειτουργία Νο2 Για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο, σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη. Σύνθεση 1982.
Ηχογράφηση: 1985 Στη γερμανική γλώσσα, μετάφραση Dirk Mandel. Χορωδία: Kreuzchor Dresdner, υπό την διεύθυνση του Martin Flamig.
Μίκης Θεοδωράκης: Τρίο για βιολί, τσέλο και πιάνο. 1947. Γιώργος Δεμερτζής, Θανάσης Αποστολόπουλος, Άγγελος Λιακάκης.
Μίκης Θεοδωράκης: Σεξτέτο 1947 για φλάουτο, κουαρτέτο εγχόρδων και πιάνο. Μαρία Αστεριάδου, Μαριλένα Δωρή. Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο..
Το σπίτι μας με τους σκορπιούς
Ο καθένας θα ‘χει βρεθεί σε παρόμοιες στιγμές. Υπάρχουν δεσμίδες από ζεστές επικλήσεις. Πράσινες, κίτρινες, μωβ, που ανεβαίνουν από κάθε φυτό. Η θάλασσα φυσά θυμωμένα είτε ήρεμα, τις τυλίγει και τις διευθύνει ψηλά στο υπομονετικό μας σπίτι. Θα ‘πρεπε να σας μιλήσω γι’ αυτό το σπίτι. Η έκφρασή του αντανακλά τις πτυχές των βασανισμένων βουνών. Έχει κάτι από το συρτό θρήνο.
Ευθύς εξ αρχής θα διακρίνει κανείς το τείχος των δέντρων που τυλίγονται ολόγυρά του με φροντίδα και στοργή. Υπάρχει ανάμεσά τους η απόσταση των ισοδύναμων ανθρώπων, η απόσταση ανάμεσα σε δυο όμοιες αχτίνες που κατευθύνονται από το βάθος της θάλασσας προς δύο απομονωμένους γλάρους.
Με πέντε βήματα αγγίζεις από τη ρίζα των δέντρων τις ξασπρισμένες πέτρες που υποβαστάζουν την υπομονή και τα όνειρα του σπιτιού μας. Το χαμόγελό του είναι πάντα βεβιασμένο. Η γνώση του τροχίζεται απ’ τους σκορπιούς και το βορινό άνεμο που φοβισμένος το παρακάμπτει συχνά όταν μέσα στις νύχτες του Δεκεμβρίου αλληθωρίζει προς την απέραντη θάλασσα με τα μάτια πύρινα και προκλητικά.
Έπειτα από ένα συγκρατημένο και ήρεμο όνειρο ξύπνησε αντικρύζοντας την καταματωμένη θάλασσα ως τις ρίζες της γης. Αναταράχτηκε από τις χιλιάδες λεπτές και φευγαλέες μυρωδιές που κυνηγιούνται με τις πεταλούδες και τις μέλισσες πάνω στο κάτασπρο σεντόνι του ‘Ηλιου. Ήταν καιρός να εξακοντίσει την πρώτη του σκέψη προς το στερέωμα που το συγκρατούσε στο χώμα με συγκατάβαση και ειρωνεία. Ίσως να μη γνώριζε που το πλοίο μας διέσχιζε ήδη το Αιγαίο κι ακόμα πως πριν γεννηθούν οι μητέρες μας είχε αποφασιστεί ο ερχομός μας εδώ ψηλά.
Δυσκολευτήκαμε να καταλάβουμε το βεβιασμένο του χαμόγελο καθώς και την παράξενη συνήθεια να προσκαλεί τ’ αδέσποτα σύγνεφα που τριγυρίζουν ψαχουλεύοντας στο λόγγο και τις πλαγιές του βουνού. Έτσι δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε τα μάτια μας, δυσκολευόμαστε να προσαρμοστούμε σ’ αυτή την απότομη και βάρβαρη μεταλλαγή ανάμεσα στο φως και την πάχνη, στο κύμα και τη συρτή φωνή που εξακοντίζεται τόσο συχνά προς το δυτικό Αιγαίο. Χάνουμε έτσι το πρόσωπό μας καθώς γινόμαστε ένα με τα παράξενα όνειρά του που ενώ έχουν αγκυροβολήσει στις σφραγισμένες εποχές προεκτείνονται προς τα μακρινά σημεία που ειρωνεύονται τους κύκλους και τις επανόδους.
Υπάρχει εν τούτοις κάτι που ενώ δεν τραβά σε δένει σφιχτά. Νομίζεις ότι προεκτείνεσαι διαρκώς προς τα μπρος ενώ τα ίχνη σου μπλέκονται μες στις ρίζες των θάμνων που σε περικυκλώνουν με θανάσιμη χαρά.
Θα ‘ρθει και για σένα η όμορφη εποχή !
Θα πρέπει τώρα να σας μιλήσω για τις χαρές και τους θυμούς του. Την ήρεμη αφήγηση κάτω απ’ το θόλο των κουμαριών. Τον τελείως απόκρυφο έρωτά του για την νοτιοανατολική πηγή. Τη νοσταλγία των ξασπρισμένων του τοίχων που ήταν συνηθισμένοι ν’ αγναντεύουν προς το Αιγαίο τους κουρσάρους καθώς γύριζαν ανήσυχοι τα κεφάλια για να χαιρετήσουν με σεβασμό και φόβο. Προ παντός όμως η φροντίδα του από αιώνες ήταν αυτός ο ατέλειωτος κι ανώφελος αγώνας που γίνεται μέσα του ανάμεσα σ’ ό,τι υπήρχε και σ’ ό,τι ήρθε.
Αυτή την ώρα ο ορίζοντας εξαφανίζεται κάτω από την πίεση του ουρανού και το ανέβασμα της θάλασσας. Υπάρχει διάχυτο στην ατμόσφαιρα το αίσθημα της κατανόησης. Στα μικρά σύγνεφα που ταξιδεύουν προς τον ήλιο αντιμάχονται η αγάπη με το μίσος. Σε λίγο το φως θα ισομοιραστεί εφ’ όσον ο ήλιος εξαλείψει τις σκιές και τους ενδοιασμούς που τον οδηγούν στην οδυνηρή και χιλιοτραγουδισμένη του πτώση. Η τελευταία αχτίνα οδηγείται προς τον γνώριμο δρόμο του σπιτιού μας. Τη δεχόμαστε ήρεμα δίχως φωνές. Θα συνομιλήσουμε όλη τη νύχτα μαζί της. Θα ονειρευτούμε μαζί.
Υπάρχει μια αναγκαιότητα που διανοίγει ανάμεσα στα σύννεφα μακρύ και ανήσυχο δρόμο. Απ’ αυτόν θα περάσουν οι σκέψεις του σπιτιού μας, οι σιωπηλές του έγνοιες για κάθε τι που πιστεύει στη ζωή. Όλοι απορούν για το βάθος του βλέμματος του. Ξεσκίζει κατάβαθα τους σκλάβους της Νότιας Αφρικής όπως και τα αιχμάλωτα θηρία των ζωολογικών κήπων της Ευρώπης. Από κει πάλι έρχονται αγκαλιασμένα τα όνειρα του κόσμου με ανοιχτά και βρώμικα τραύματα. Μπορεί κάθε στιγμή να δεις την ατέλειωτη φάλαγγα που κάνει τους σκορπιούς να αναδιπλώνονται με ανατριχίλα..
Βλέπετε πως όλο παρασύρομαι απ’ αυτήν την αργυρή αντανάκλαση που μου δίνει την αυταπάτη πως είμαι αδερφός των σκορπιών, παιδί των τοίχων και των στοχασμών του σπιτιού μας. Σας υποσχέθηκα να σας μιλήσω για τις χαρές και τους θυμούς του.
Σήμερα η μέρα ήρθε αθόρυβα. Το φως κλιμακώνεται στην ήρεμη θάλασσα σχηματίζοντας μια φωτεινή σκάλα που συνεχίζεται απ’ τις γραμμές του ορίζοντα. Θα μπορέσω ίσως να τοποθετήσω δίπλα δυο σκέψεις που να έχουν το θάρρος να αλληλοκοιταχτούν στιγμιαία στα μάτια; Όμως αυτή η ησυχία μου επιτρέπει ν’ ακούω τον παράξενο σάλο που γίνεται εντός μου… Όσο κι αν θέλω να το ξεφύγω είμαι παιδί των στοχασμών του, είμαι αδερφός των σκορπιών του. Δεν ανέχεται μέσα μου αυτό που υπάρχει εκείνο που έρχεται.. Πώς θέλετε λοιπόν ν’ αρνηθώ τη γενιά μου, να επιτρέψω να δώσουν τα χέρια που τρέμουν από το μίσος, να κοιταχτούνε στα μάτια που χάνονται απ’ το ακόρεστο πάθος, ν’ αγκαλιαστούνε κραυγές που ξεσκίζονται απ’ την ανατριχίλα; ΕΧΘΡΟΙ ΜΕ ΕΧΘΡΟΙ ;
(Το βράδυ καθόμαστε κι αγναντεύουμε τη θάλασσα. Τραγουδάμε σιγά… Συχνά σιωπούμε κοιτάζοντας κάτω. Μας στεναχωρεί αυτή η συνεχής παρακολούθηση. Θέλουμε πολύ να μείνουμε μια στιγμή μόνοι με συντροφιά μας μονάχα τους σκορπιούς και τους τοίχους).
ΙΚΑΡΙΑ 1947
Μίκης Θεοδωράκης: Romancero Gitano. 1967. Ποίηση: F. G. Lorca. Μαρία Φαραντούρη.
Άλμπουμ: Του Φεγγαριού τα πάθη. Συμμετέχουν: Orquestra de Cordoba.
Σολίστ κλασικής κιθάρας ο Κώστας Κοτσιώλης. Χορωδία: Fons Musicalis.
Μουσική Επεξεργασία – Ενορχήστρωση: Leo Brouwer.
Μίκης Θεοδωράκης: 18 Λιανοτράγουδα Της Πικρής Πατρίδας σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου.
Έτος σύνθεσης: 1970 ’74. Συμμετέχουν: Μαρία Δημητριάδη, Ελένη Βιτάλη, Κώστας Καμένος, Σταύρος Παπασπαράκης, Σάνια Κρυστάλη.
Ενορχήστρωση και διεύθυνση Λαϊκής Ορχήστρας: Τάσος Καρακατσάνης.
Μίκης Θεοδωράκης: Χαιρετισμοί. Σε ποίηση Αγγελικής Ελευθερίου, Γιάννη Θεοδωράκη, Μίκη Θεοδωράκη. Έτος σύνθεσης: 1978 ‘ 81 Αθήνα , Βραχάτι, Παρίσι. Ερμηνεύει η Δήμητρα Γαλάνη, συμμετέχει η Χορωδία της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου.
Aναμνηστικό για τα 100 χρόνια από την γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη.
Σε διαστάσεις 100 cm X 150 cm σε χαρτί πάπυρου.
Ο γαλαξίας είναι σχεδιασμένος από τον ίδιο τον συνθέτη, τον σχεδίασε θέλωντας να δείξει την πορεία του στην μουσική σύνθεση, αλλά και τον τρόπο που συνδέωνται τα έργα του.
Αγαποιτοί φίλοι,
Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη, μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του Ελληνικού πολιτισμού, δημιούργησα αυτό το συμβολικό αναμνηστικό – είναι ένας τρόπος να κρατήσουμε ζωντανό το έργο, τη σκέψη και την ψυχή του.
Η μνήμη του Μίκη Θεοδωράκη δεν ανήκει σε κανέναν, ανοίκει σε όλους. Για αυτό και η πρωτοβουλία της δημιουργίας του mikis-radio δεν είναι προσωπική αλλά βαθιά ανοιχτή σε κάθε καρδιά που χτυπά στη μουσική και τα ιδανικά του.
Αν αισθάνεστε ότι θέλετε να στηρίξετε υην προσπάθεια ως αναγνώριση του μόχθου, είτε για να ενισχύσεται τη συνέχεια στη διάδοση του έργου του – υπάρχει η δυνατότητα για μια προερετική οικονομική ενίσχυση. Δεν υπάρχει τιμή, δεν υπάρχει υποχρέωση. Μόνο η ελέυθερη πράξη όσων νοιώθουν πως η μνήμη αυτή αξίζει να ζει με αξιοπρέπεια και αλήθεια.
Με βαθιά ευγνωμοσύνη
Νίκος Θεοδωράκης.
Αρ.λογαριασμού. GR7401401230123002101217021 Γωγώ Φάκου.
Το μήνυμα έχει σταλεί δεν έχει κολλίσει όπως δίχνει σας ευχαριστώ.
Δελτίο Τύπου – Ο Παγκόσμιος Μίκης Θεοδωράκης
ΔΕΛΤΊΟ ΤΎΠΟΥ
Με αφορμή τα 100 χρόνια
από τη γέννηση του Οικουμενικού
Έλληνα συνθέτη, μόλις κυκλοφόρησε
– από τις εκδόσεις Άγκυρα –
το βιβλίο-άλμπουμ του δημοσιογράφου,
συγγραφέα και δημιουργού πολλών ντοκιμαντέρ Γιώργου Λογοθέτη με τίτλο:
Ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ Μίκης Θεοδωράκης
Η έκδοση δίνει έμφαση στην παγκόσμια διάσταση του έργου του Μίκη Θεοδωράκη.
Περιέχει πάνω από 150 φωτογραφίες καθώς και ηλεκτρονικές διευθύνσεις που παραπέμπουν σε πληροφορίες και πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό.
Ο Γιώργος Λογοθέτης υπήρξε στενός φίλος του μεγάλου συνθέτη και αυτό που προσπάθησε στο βιβλίο του είναι να καταγράψει εμπειρίες που έζησε μαζί του.
Εμπειρίες που αναδεικνύουν το μέγεθος της Δημιουργίας του, αλλά και τον απλό Έλληνα πολίτη που ήθελε να τον αποκαλούν με το μικρό του όνομα.
“Γεια σου Μίκη”! Μέρος του μεγαλείου του, όπως γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας, η επιθυμία του να είναι “ένας από το πλήθος”.
www.e-agyra.gr
Ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ
Μίκης Θεοδωράκης
Mikis Theodorakis YouTube Artist Channel – Schott Music, in cooperation with Aviator Management and curator Asteris Kutulas, is launching an initiative to give the Greek composer Mikis Theodorakis, this inspiring composer and humanist a digital home: a global platform – with his music, his thoughts, his humour and his rebellious spirit. The new Mikis Theodorakis YouTube Channel www.youtube.com/@
ΜΗΔΕΙΑ
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ: ΣΕΠΡΕΜΒΡΙΟΣ 1998 – 1990
Όπερα σε δύο πράξεις βασισμένη στην ομώνυμη τραγωδία του Ευρυπίδη.
Μετάφραση, προσθήκες, προσαρμογή για όπερα Μίκης Θεοδωράκης.
Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία της Αγίας Πετρούπολης.
Τα Πρόσωπα
ΜΗΔΕΙΑ – EMILIA TITARENKO
ΙΑΣΩΝ – NIKOLAO OSTROFSKY
ΑΙΓΕΥΣ – PETER MIGOUNOV
ΚΡΕΩΝ – WLADIMIR FELJAER
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ – JURI WOROBIOW
ΤΡΟΦΟΣ – IRINA LIOGKAJA
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ – EUGENI WITSHNEWSKII
ΚΟΡΥΦΑΙΑ – DARIA RYBAKOVA
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΜΗΔΕΙΑΣ
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
Σκηνή 1
(Σκοτάδι. Η τροφός και ο γυναικείο χορός παίρνουν θέση μπροστά στο σκηνικό. Το φώς τις φωτίζει απότομα με το τέλος της μουσικής.)
ΤΡΟΦΟΣ
Μακάρι η Αργώ να μη διάβαινε τις μαύρες Συμπληγάδες τραβώντας κατά την Κολχίδα. Μακάρι να μην πέφτανε τα πεύκα στις πλαγιές του Πηλίου, χτυπημένα από το τσεκούρι. Μήτε να βρίσκονταν χέρια να πιάσουν τα κουπιά, για να οδηγήσουν το πλοίο για χάρη του Πελία στην Κολχίδα με το χρυσόμαλλο το δέρας. Τότε και η κυρά μου η Μήδεια δε θα ‘φτανε στο κάστρο της Ιωλκού, ερωτοχτυπημένη για τον Ιάσονα. Μετά έπεισε τις κόρες του Πελία να σφάξουν το γονιό τους κι έτσι αναγκάστηκε να ‘ρθει να κατοικήσει στην Κόρινθο. Στην αρχή οι ντόπιοι την αγάπησαν. Με τον Ιάσονα ζούσανε αγαπημένα. Τι ευλογία αλήθεια το ταιριαστό ζευγάρι! Μα τώρα οι ντόπιοι τη μισούν. Την άφησε μόνη ο Ιάσονας, μαζί με τα παιδιά της, σε ξένη χώρα. Κι αυτός κοιμάται με τη βασιλοπούλα, του Κρέοντα την κόρη, του βασιλιά τούτης της χώρας. Άμοιρη και καταφρονεμένη, σκούζοντας, θυμάται τους όρκους του Ιάσονα και μάρτυρες βάζει τους θεούς για την προδοσία που της έλαχε να λάβει. Δεν τρώει, δεν πίνει. Με δάκρυα λιώνει το κορμί της σα σκέφτεται την αδικία. Κοιτάζει μόνο τη γή. Διστάζει να σηκώσει το κεφάλι. Δεν ακούει πια κανέναν, όπως τα βράχια στο γιαλό που μένουν αδιάφορα στο βόγγο των κυμάτων. Όλα τα πρόδωσε στον Ιάσωνα: Πατέρα, αδερφό, πατρίδα αγαπημένη. Τα πάντα! Κι αυτός τώρα την καταφρονεί. Τώρα μόνο νιώθει, μα είναι αργά, τι σημαίνει ν’ απαρνιέσαι πατρίδα και δικούς. Έφτασε ως να μισεί τα ίδια τα παιδιά της. Τι να πω; Φοβάμαι τη συμφορά. Στο μυαλό της κλώθει μεγάλο κακό. Την ξέρω! Δε θα καταπιεί την αδικία. Είναι φοβερή! Κι αλίμονο σ’ αυτόν που θα τα βάλει μαζί της. (Μπαίνουν ο ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ και τα δυο αγοράκια –τα κρατά απ’ τα δύο του χέρια- φαίνονται «πρόσχαρα κι ανέμελα».) Μα να τα παιδιά της! Έρχονται πρόσχαρα κι ανέμελα! Έχουν αθώα ψυχή! Ανυποψίαστα στην τρικυμία που συγκλονίζει την ψυχή και το νου της μητέρας.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Πιστή δουλεύτρα εσύ της δέσποινάς μου, τι κάθεσαι στην πύλη κι ολομόναχη θρηνείς; Τη Μήδεια πως μπορείς και την αφήνεις μόνη;
ΤΡΟΦΟΣ
Γέροντα πιστέ, συνοδέ των παιδιών του Ιάσονα. συμφορές που ξεσκίζουν τ’ αφεντικά, ξεσκίζουν κι εμάς τους πιστούς δούλους. Νιώθω πόνο στην καρδιά. Κι ήρθα να κλάψω… Να πω τα πάθη της κυράς μου σε ουρανό και γή, να ξαλαφρώσω.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Δεν έπαψε ακόμα η άμοιρη το κλάμα…
ΤΡΟΦΟΣ
Καλότυχος είσαι που δεν ξέρεις… Τα πάθη της τώρα αρχίζουν. Πίσω είναι τα μεγάλα.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Τρελή! Τρελός είμαι να μιλώ έτσι για την κυρά μου… Όμως δεν ξέρει ακόμα τις συμφορές που την προσμένουν.
ΤΡΟΦΟΣ
Τι ξεστομίζεις γέροντα; Τι λες;
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Τίποτα! Μετάνιωσα και δε σου λέω.
ΤΡΟΦΟΣ
Δούλα κι εγώ όπως κι εσύ. Μυστικά από μένα μην κρατάς. Θα ‘χω το στόμα σφαλιστό.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Στον ιερό ναό της Πειρώνας, εκεί που οι γέροντες κάθονται στις σκιές, άκουσα τυχαία να λένε ότι ο Κρέοντας το πήρε απόφαση να διώξει από την πόλη τη Μήδεια και τα παιδιά της. Δε θέλω όμως να το πιστέψω.
ΤΡΟΦΟΣ
Και ο Ιάσονας; Κι αν δε θέλει τη Μήδεια, όμως θα το δεχθεί για τα παιδιά του;
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Θάβουν τις παλιές συγγένειες οι καινούριες…
ΤΡΟΦΟΣ
Χαθήκαμε! Νέο κακό πάνω στο άλλο, θα μας τσακίσει.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Καλά θα κάνεις να το κρύψεις απ’ τη κυρά. Δείχνε ήρεμη σα να μην ξέρεις.
ΤΡΟΦΟΣ
Αχ παιδιά μου εσείς αθώα, πόσο σκληρά σας φέρνεται ο γονιός σας. Άσχημο τέλος να’ χει! Όχι, δεν το λέω γιατί είναι κύρης μου. Άπονος! Άπονος για το αίμα του…
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Γνωρίζεις άνθρωπο που να μην είναι άπονος; Τώρα το μαθαίνεις πως ο καθένας αγαπά πρώτα τον εαυτό του; Κοιτάζει μόνο το συμφέρον; Ο πατέρας μισεί τα παιδιά του για το καινούριο νυφικό κρεβάτι…
ΤΡΟΦΟΣ
Πηγαίνετε, παιδιά, στο σπίτι… Κι εσύ, γέρο, κρύψε τα απ’ τη μάνα τους. Στάζει χολή η ψυχή της και είδα το βλέμμα της να το καρφώνει πάνω τους με μίσος, λες και βάζει στο νού της μεγάλο κακό… Την ξέρω καλά… Ετοιμάζει κεραυνούς. Αν είναι όμως να τους ρίξει, κάλιο να πέσουν πάνω σε εχθρούς.
ΜΗΔΕΙΑ
(Ακούγεται μέσα απ’ το σπίτι) Αχ, εγώ η άμοιρη! Συφοριασμένη! Άχ, να ‘τανε τώρα να πεθάνω…
ΧΟΡΟΣ
Ώχου! Άχ! Αλί! Αχ, αλί, παιδιά μου…
ΤΡΟΦΟΣ
Όπως φοβόμουνα, παιδάκια μου, ο θυμός πνίγει τη μάνα σας.
ΧΟΡΟΣ
Ο θυμός πνίγει τη μάνα σας…
ΤΡΟΦΟΣ
Τρέξτε μέσα, κρυφτείτε…
ΧΟΡΟΣ
Κρυφτείτε… κρυφτείτε…
ΤΡΟΦΟΣ
Μην πάτε κοντά της…
ΧΟΡΟΣ
Μην πάτε κοντά της…
ΤΡΟΦΟΣ
Προπαντός μην την κοιτάξετε στα μάτια…
ΧΟΡΟΣ
Μην την κοιτάξετε στα μάτια. Η ψυχή της έχει μανιάσει. Φυλαχτείτε…
ΤΡΟΦΟΣ
Έχει μανιάσει η ψυχή της… Φυλαχτείτε… Γρήγορα γρήγορα τρέξτε στο σπίτι. Κρυφτείτε.
ΧΟΡΟΣ
Τρέξτε στο σπίτι…
ΤΡΟΦΟΣ
Σύγνεφα μέσα της ανεβαίνουν βαριά. Δε θ’ αργήσει η καταιγίδα.
ΧΟΡΟΣ
Σύγνεφα ανεβαίνουν βαριά… Δεν θ’ αργήσει η καταιγίδα…
ΤΡΟΦΟΣ
Περήφανη ψυχή, σκληρή κι αλύγιστη! Τη δαγκάνει ο πόνος και ξεσπά. Για όλα είναι ικανή!
ΜΗΔΕΙΑ
(Μέσα από το σπίτι) Αχ, εγώ η άμοιρη, έπαθα μαύρες συμφορές. Θρηνώ και δε χορταίνω. Καταραμένα παιδιά δύστυχης μάνας… Αι να χαθείτε! Μαζί με το γονιό σας… Συθέμελα το σπίτι να χαθεί!
ΤΡΟΦΟΣ
Αλίμονο μου η βαριόμοιρη. Αλίμονο μου. Τι φταίνε τα παιδιά για του πατέρα τους το κρίμα; Γιατί, πως τα μισεί; Παιδιά μου αγαπημένα, τρέμω μην σας εύρει κακό… Βασιλιάδες κακοί, συνηθισμένοι σε προσταγές, αν τους εύρει η οργή, τους συνεπαίρνει. Δε δέχονται συμβουλές. Μόνο να δίνουν ξέρουν. Πότε θα μάθει ο άνθρωπος, αληθεία, πως όλοι πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα; Να φτάσω θέλω στα γεράματα δίχως μεγαλεία και δίχως συμφορές. Το μέτριο είναι καλό και ωφέλιμο για τους ανθρώπους. Η υπερβολή προσβάλει τους θνητούς. Φέρνει συχνά μεγάλες συμφορές. Θεού κατάρα πλακώνει το σπίτι.
ΧΟΡΟΣ
Της Μήδειας τις οιμωγές άκουσα κι ήρθα. Ακόμα δε γαλήνεψε. Πονώ για τις συμφορές γιατί το σπίτι αυτό το ‘χω αγαπήσει.
ΤΡΟΦΟΣ
Πάει το σπίτι, χάθηκε. Ο Ιάσονας σε ξένο κρεβάτι τώρα κοιμάται και η κυρά μου λιώνει μοναχή. Κανείς πια δεν μπορεί να της ζεστάνει την καρδιά.
ΜΗΔΕΙΑ
(Πάντα μέσα απ’ το σπίτι, όμως λίγο πιο κοντινά) Αστροπελέκι, κάψε με! Η ζωή μου χάθηκε. Χάρε, γιατί αργείς; Πάρε την πικραμένη τη ζωή μου…
ΧΟΡΟΣ
Ω Δία και Γη και Φως! Ξεσκίζει το μοιρολόι της άτυχής της νύφης. Άμυαλη είσαι Μήδεια! Παρ’ το απόφαση : Σε άλλο κρεβάτι κοιμάται ο Ιάσονας. Μην καλείς το Χάρο, γιατί γοργά θα ρθεί. Δεν το ξέρεις; Όταν ο άντρας σ’ άλλο κρεβάτι ξελογιάζεται, μόνο το Δία μπορεί να’ χεις βοηθό. Μη λιώνεις έτσι για έναν άντρα…
ΜΗΔΕΙΑ
(Από μέσα) Ω Μέγα Δία! Σεβάσμια Θέμιδα! Μάρτυρες εσείς στα πάθη που υπομένω από επίορκο και καταραμένο άντρα. Αυτός κι η νύφη του που μ’ αδικούν, στα ερείπια του σπιτιού τους να χαθούνε. Ω πατέρα! Ω πατρίδα! Ω μονάκριβε αδελφέ μου που σ’ έσφαξα με τα ίδια μου τα χέρια για την αγάπη του Ιάσονα, άτιμα χέρια… Και τώρα εξόριστη είμαι μακριά από την πατρίδα…
ΤΡΟΦΟΣ
Κράζει τη Θέμιδα! Επικαλείται το Δία! Με ευχές και κατάρες. Σημάδια σκοτεινά που προμηνούν μεγάλες συμφορές…
ΧΟΡΟΣ
Πρέπει να τη δούμε, να της μιλήσουμε και να την πείσουμε. Τα λόγια μαλακώνουν την οργή και τον πόνο της ψυχής. Λοιπόν σύρε και φερ’ την κοντά μας. Την αγαπούμε! Τρέξε πριν κάνει κακό στα παιδιά της ανεπανόρθωτο. Νιώθω τον πόνο της να γιγαντώνει ασυγκράτητος.
ΤΡΟΦΟΣ
Πάω! Θα προσπαθήσω να την πείσω. Αν και σωστή λέαινα που μόλις γέννησε, άγριο βλέμμα γύρω ρίχνει στους σκλάβους που την κοιτάζουν. Σκέφτομαι τώρα πόσα τραγούδια υπάρχουν για να συνοδεύουν τις γιορτές των θνητών. Όμως κανένας δε σκέφτηκε ένα τραγούδι που να γιατρεύει τον αφόρητο πόνο… Τις πίκρες που φέρνουν συμφορές και δυστυχία στα σπίτια… Κι όμως τις λύπες έχουν συμφέρον να γιατρεύουν οι θνητοί.
(Πηγαίνει προς το σπίτι, ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα)
ΧΟΡΟΣ
Θρήνους ακούω και στεναγμούς. Σκούζει και καταριέται τον γαμπρό που αρνήθηκε τους όρκους του. Κράζει τώρα στη Θέμιδα που κάθεται πλάι στο Δία, φρουρός των όρκων. Όμως αυτή, η Θέμις, την πέρασε μεσ’ απ’ τα στενά τα Δαρδανέλια νύχτα για να την οδηγήσει στο αρμυρό το πέλαγο, το ατελείωτο.
(Η μεγάλη πόρτα ανοίγει διάπλατα και φαίνεται η Μήδεια. Στέκεται μια στιγμή και μετά προχωρεί ορμητικά προς τις γυναίκες. Την ακολουθεί η Τροφός διακριτικά.)
Σκηνή 2
ΜΗΔΕΙΑ
Γυναίκες της Κορίνθου! Να’ μαι μπροστά σας! Για να μη λέτε λόγο κακό για μένα. Ο περήφανος φαντάζει στα μάτια του κόσμου ακατάδεχτος όταν στον εαυτό του κλείνεται… Δίκαιοι δεν είναι οι άνθρωποι, αφού χωρίς να γνωρίσουν την καρδιά του άλλου τον μισούν κι ας μην έχουν πάθει απ’ αυτόν κανένα κακό. Γι’ αυτό ο ξένος πρέπει να συμμορφώνεται στον ξένο τόπο. Όμως ούτε τον ντόπιο επαινώ, τον αλαζόνα που πικραίνει τους δικούς του. Ρήμαξε η ψυχή μου στο ανέλπιστο κακό που με βρήκε… Χαρά δεν έχω για να ζήσω. Μόνο το θάνατο αποζητώ… Είχα έναν άντρα που ήταν όλα για μένα. Πώς να ζήσω που αποδείχτηκε αισχρός; Ω δύστυχη γυναίκα που έχεις νου και ψυχή κι όμως ένα τίποτα είσαι. Πληρώνουμε ακριβά για ν’ αγοράσουμε τον άντρα και να τον κάνουμε αφέντη του κορμιού μας. Να ποια είναι η πιο πικρή μας συμφορά. Κι αν βγει άγριος ή ήμερος, πώς να το ξέρουμε; Όσο κακός κι αν βγεί στο τέλος, δεν είναι έντιμο για την γυναίκα να τον αφήσει. Μήπως την δίδαξαν οι δικοί της για τον άντρα που θα πάρει; Πρέπει η δόλια να μαντεύει τις συνήθειές του στο νέο σπίτι γιατί δεν ξέρει αν πήρε άντρα καλόν ή κακό. Κι όταν το μάθει είναι πια αργά. Δεν είναι σωστό να χωρίζει γυναίκα τον άντρα, αλλά να υποτάσσεται. Κι αν τύχει και βγει καλός, όλα καλά. Ειδεμή, καλύτερος ο θάνατος. Ο άντρας, αν τον στενοχωρεί το σπίτι, ελεύθερος είναι να βγει έξω με φίλους. Εμάς το μάτι μας πρέπει να πέφτει μοναχά σ’ έναν άνθρωπο. Λένε πως εμείς ζούμε σε ασφάλεια ενώ εκείνοι με τα κοντάρια πολεμούν και κινδυνεύουν. Σκέψη κουτή. Κάλιο τρείς φορές να σταθώ πλάι σε ασπίδα πολεμιστή, παρά μια φορά να γεννήσω. (Στρέφεται προς τις γυναίκες) Όμως οι σκέψεις μας διαφέρουν. Γιατί εσύ έχεις πατρίδα, σπίτι, πατρικό αγαπημένα πρόσωπα. Έρημη είμαι εγώ, εξόριστη, χωρίς πατρίδα, με άντρα που με καταφρονεί, ενώ εκείνος μ’ άρπαξε από τον βάρβαρο τον τόπο μου. Δεν έχω μάνα. Δεν έχω αδερφό ούτε συγγενή, δεν έχω λιμάνι ν’ αράξω να γλιτώσω την καταιγίδα… Λοιπόν, μια χάρη σου ζητώ. Για τούτα τα κακά, ψάχνω να βρω τρόπο να εκδικηθώ. Να πληρώσει όπως πρέπει ο άντρας που με πρόδωσε, η νέα του νύφη κι ο γονιός της. Λοιπόν, εσύ βλέπε και μη μιλάς! Μπορεί τα όπλα να φοβάται η γυναίκα κι ανυπεράσπιστη μένει. Όμως όταν της πάρουν τον άντρα, δεν υπάρχει τότε ψυχή πιο αιμοβόρα!
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Θα κάνω ό, τι μου πεις! Το δίκιο είναι μαζί σου! Ο άντρας πρέπει να τιμωρηθεί! Και δεν απορώ που θρηνείς τις συμφορές σου… (Μπαίνει αργά ο Κρέων με τη συνοδεία του : Χορός Αντρών) Μα να! Βλέπω τον Κρέοντα, τον βασιλιά τούτης της χώρας. Έρχεται να σου πει τους νέους ορισμούς του!
Σκηνή 3
(Ο Κρέων πλησιάζει με δύναμη και θυμό τη Μήδεια)
ΚΡΕΩΝ
Εσένα που φωνάζεις! Σε σένα Μήδεια μιλώ! Φύγε αμέσως! Μαζί με τα παιδιά σου! Και μην αργοπορείς! Εγώ ο ίδιος θα επιβλέψω! Δεν πρόκειται να επιστρέψω στο παλάτι, αν δε σε πετάξω έξω από τη χώρα!
ΜΗΔΕΙΑ
Αλί μου! Χάνομαι η άμοιρη, χάνομαι! Φυσομανώντας με τσακίζουν οι εχθροί. Λιμάνι δεν υπάρχει για μένα να κρυφτώ. Κρέοντα, το ξέρεις, μου κάνεις μεγάλο κακό. Κι όμως εγώ ήρεμα σε ρωτώ : Από τον τόπο σου γιατί με διώχνεις;
ΚΡΕΩΝ
Σε φοβάμαι! Φοβάμαι μην κάνεις της κόρης μου μεγάλο κακό. Την αλήθεια λέω. Είσαι πονηρή. Στο μυαλό σου πλάθεις το κακό ξετρελαμένη που σου πήραν τον άντρα απ’ το κρεβάτι. Άλλωστε εσύ η ίδια δε φοβερίζεις ανοικτά πως θα βλάψεις πεθερό, γαμπρό και νύφη; Θέλω λοιπόν να φυλαχτώ πρίν να είναι αργά. Κάλιο να με μισήσεις τώρα εσύ παρά να φανώ πονετικός και να βαριαναστενάζω.
ΜΗΔΕΙΑ
Αλίμονο μου! Τώρα βλέπω πόσο η ίδια μου η φήμη μ’ έχει βλάψει. Γι’ αυτό ένας μυαλωμένος πρέπει να μαθαίνει τα παιδιά του με μέτρο που να μην ξεπερνά το συνηθισμένο. Οκνηρά θα τα πουν σαν ασχολούνται με θεωρίες κι ο κόσμος θα τα φθονήσει. Αν στον αμόρφωτο πεις νέες σοφίες, τεμπέλη θα σε πει κι όχι σοφό. Κι αν ξεπεράσεις τους σοφούς, δεν θα σου το συγχωρήσουν οι συμπολίτες σου. Αυτή είναι τώρα και η δική μου τύχη. Για τη σοφία μου με φθονούν. Κι ας μην είναι μεγάλη. Εσύ, Κρέοντα, λες πως με φοβάσαι. Δεν έχω λόγω να κάνω κακό σε βασιλιάδες. Μήπως με αδίκησες εσύ; Την κόρη σου πάντρεψες μ’ αυτόν που διάλεξες. Τον άντρα μου μισώ εγώ! Εσύ γνωστικά τα’ κάνες όλα. Γιατί να σου φθονώ την ευτυχία; Ας γίνουν οι γάμοι! Ευτυχείτε εσείς! Κι εγώ ας μείνω εδώ. Κι αν αδικήθηκα, δε θα μιλώ, γιατί ανώτεροί μου μ’ έχουν νικήσει…
ΚΡΕΩΝ
Τα λόγια σου είναι μαλακά, μα έχω το φόβο πως στην ψυχή σου μέσα πλάθεις κανένα κακό. Πιο εύκολα φυλάγεσαι από οξύθυμο παρά απ’ τον πολυμήχανο που μαλακά μιλάει. Φύγε λοιπόν αμέσως! Και λόγια περιττά μη λες. Το πήρα απόφαση! Δεν υπάρχει τρόπος να μείνεις εδώ! Είσαι εχθρός μου!
ΜΗΔΕΙΑ
(Του αγκαλιάζει τα πόδια) Μη! Στα γόνατα προσπέφτω! Στα πόδια σου ορκίζομαι και στη νιόπαντρη σου κόρη!
ΚΡΕΩΝ
Τα λόγια σου χάνεις! Αμετάπειστος είμαι!
ΜΗΔΕΙΑ
Στ’ αλήθεια θα με διώξεις; Τις ικεσίες μου θα τις περιφρονήσεις;
ΚΡΕΩΝ
Γιατί αγαπώ το σπίτι μου κάλιο από σένα!
ΜΗΔΕΙΑ
Πατρίδα! Ω Πατρίδα! Πόσο σε συλλογίζομαι τούτη την ώρα!
ΚΡΕΩΝ
Κι εγώ, ύστερα απ’ τα παιδιά μου, την πατρίδα μου αγαπώ…
ΜΗΔΕΙΑ
Απαίσιο κακό για τον θνητό ο έρωτας.
ΚΡΕΩΝ
Όχι πάντα… Κατά τις περιστάσεις…
ΜΗΔΕΙΑ
Ώ Δία! Τον αίτιο αυτής της συμφοράς μην τον ξεχάσεις.
ΚΡΕΩΝ
(Την σπρώχνει) Ανόητη γυναίκα! Φύγε! Μη βάζεις βάσανα…
ΜΗΔΕΙΑ
Τα βάσανα όλα δικά μου είναι και δεν αντέχω άλλα.
ΚΡΕΩΝ
(Προς τους συνοδούς του) Πιάστε την και σύρτε την έξω!
ΜΗΔΕΙΑ
(Που έχει απομακρυνθεί από τον Κρέοντα) Όχι Κρέοντα! Σε ικετεύω! Μην το κάνεις! Είναι κακό!
ΚΡΕΩΝ
Μας δυσκολεύεις κυρά μου…
ΜΗΔΕΙΑ
Θα φύγω! Δε θέλω πιά να μείνω!
ΚΡΕΩΝ
Καν’ το επιτέλους! Και μην προσπαθείς με το στανιό να μας κάνεις ν’ αλλάξουμε γνώμη.
ΜΗΔΕΙΑ
Σου ζητώ προθεσμία μόνο μια μέρα! Αφού πατέρα δεν έχουν, εγώ πρέπει να σκεφτώ για τα παιδιά μου. Παιδιά είναι. Δεν έχουν ανάγκες; Λυπήσου τα! Έχεις κι εσύ παιδιά. Δεν τ’ αγαπάς; Για μένα δε με νοιάζει. Για κείνα πονώ και κλαίω που τα βρήκε τέτοια συμφορά…
ΚΡΕΩΝ
(Μονολογεί) Στα λόγια είμαι τύραννος. Στην πράξη, καλός και φιλάνθρωπος. Κι αυτό είναι το ελάττωμά μου και το ξέρω. Γιατί έχω πάθει πολλά. Και τώρα το βλέπω πως δεν κάνω καλά, (προς τη Μήδεια) όμως, κυρά μου, ας γίνει αυτό που ζητάς. Μόνο ένα σου λέω : Αν αύριο εσένα και τα παιδιά σου σας δει ο ήλιος σ’ αυτά τα χώματα, θα πεθάνεις! Μέτρησε μόνο καλά αυτά που σου λέω γιατί είναι η γυμνή αλήθεια. Λοιπόν! Μείνει μόνο μια μέρα! Μια μέρα δε σου φτάνει, έτσι πιστεύω, για να πράξεις αυτά που φοβάμαι… (Προσευχή) Καλώ τους χθόνιους θεούς για να με προστατέψουν. Φίδια με ζώνουν και θαρρώ το αίμα μου πως πίνουν. Φλόγες με ζώνουν και θωρώ τις σάρκες μου πως σκίζουν. Έχω φριχτά μετανιώσει που είπα το Ναι στην κακούργα και βάρβαρη τούτη που ήρθε κι έφερε φόβο και πόνο σε τούτη την πόλη. Γι’ αυτό κι εγώ προσεκτικός να είμαι πρέπει…
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Πολύ φοβάμαι, Κρέοντα, τη μαγική τη δύναμη της μάγισσας της Μήδειας. Φαρμάκι στάζουν τα γλυκά της λόγια.
ΚΡΕΩΝ
Ξέρω! Το καλό φέρνει πάντα θρήνους. Φτάνει μόνο να μην πάθει κακό το παιδί μου που είναι αθώο…
(Ο Κρέων βγαίνει με τη συνοδεία του)
Σκηνή 4
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Άχ, δυστυχισμένη εσύ… Πικραμένη… Που θα πάς… Χωρίς πατρίδα! Δίχως ζεστή αγκαλιά! Ποιός θα σε δεχτεί; Ποιος θα σε σώσει απ’ τα δεινά που σε δέρνουν; Ποιος Θεός σε μισεί και σε σπρώχνει στην άβυσσο;
ΜΗΔΕΙΑ
Οι συμφορές με πολιορκούν! Αυτή είναι η μόνη αλήθεια. Μα όπως σας είπα, η τάξη των πραγμάτων θα χαλάσει! Αυτό μόνο εσείς πρέπει να ξέρετε. Θα πάθουν δεινά οι νιόπαντροι κι ο πεθερός θα στενάξει. Τι νομίζετε; Έτσι τον καλόπιασα μόνο για το τίποτα; Ή για να βγάλω όφελος για τον σκοπό μου; Τον σιχαίνουμαι! Δε θα του μιλούσα ούτε θα τον άγγιζα! Και είδατε πόσο βλάκας είναι! Αντί να με πετάξει έξω απ’ τη χώρα και να μου χαλάσει τα σχέδια, μου ‘δωσε μια μέρα διορία! Μια μέρα! Μου φτάνει! Σε μια μέρα μπορώ τρεις εχθρούς να θανατώσω : πατέρα, κόρη και άπιστο άντρα! Δρόμους θανάτου βλέπω μπροστά μου… Πέστε μου, καλές μου, από ποιόν ν’ αρχίσω; Τι να πρωτοκάνω; Στο νυφικό δώμα να βάλω φωτιά; Ή καθώς θα’ ναι πλαγιασμένοι στο νυφικό κρεβάτι να τους μαχαιρώσω; Δύσκολο το βλέπω. Πως θα μπω στο παλάτι; Κι αν με πιάσουν, τότε θα με θανατώσουν και θα δώσω χαρά στους εχθρούς μου. Καλύτερα η τέχνη που την ξέρω καλά! Θα τους φαρμακώσω! Φαρμάκι! Και τέλος! Ας πούμε πως το ‘κανα. Μετά τι θα γίνει; Ποια πόλη θα με δεχτεί; Ποιος ξένος θα μου προσφέρει καταφύγιο για να γλιτώσω; Δεν υπάρχει για μένα τέτοιος ξένος. Σωστό λοιπόν να περιμένω μήπως δω κάποιο φως. Τότε, στα ύπουλα τους σκοτώνω. Αν όμως με σφίξει η συμφορά και μου πάρει τα μυαλά, τότε δεν ξέρω τι μπορεί να κάνω. Μπορεί ν’ αρπάξω μαχαίρι. Θα τους σφάξω ακόμα κι αν πρόκειται να θανατώσουν κι εμένα. Τέτοια άγρια τόλμη με δέρνει! Ορκίζομαι στην Εκάτη, που την τιμώ πιότερο απ’ όλους τους θεούς γιατί κατοικεί στα βάθη του σπιτιού μου, πως όποιος με πίκρανε δεν πρόκειται να μείνει ατιμώρητος. Πίκρα θα δώσω στο συμπεθεριό. Με πίκρες θα’ απαντήσω στο διωγμό μου. Εμπρός λοιπόν, Μήδεια! Θυμήσου καλά όσα ξέρεις. Σκέψου και σχεδίαζε! Προχώρα σταθερά στο κακό! Έχεις πόλεμο μπροστά σου! Χρειάζεσαι γερή καρδιά! Μην ξεχνάς τις συμφορές σου. Να θυμάσαι πάντα πως είσαι κόρη άξιου πατέρα! Του Ήλιου εγγονή! Ποιος μπορεί να γελάσει μαζί σου; Οι απόγονοι του Σίσυφου; Ή μήπως η καλή του Ιάσονα; Μήδεια! Μια λέξη μόνο για σένα τώρα υπάρχει : Εκδίκηση! Μην ξεχνάς : Γυναικά είσαι! Και η γυναίκα, αν στα καλά φανερώνεται συχνά αδέξια, στα κακά μάστορας είναι αξεπέραστος.
ΧΟΡΟΣ
Ώ ιερά νερά των ποταμών, ανάστροφα τώρα τρέχετε. Και συ δικαιοσύνη ανάποδα πηγαίνεις. Κι όλα στον κόσμο πίσω πάνε. Γιατί στους άντρες ο δόλος αρέσει κι ας κλονίζονται η πίστη και οι όρκοι. Είμαι γυναίκα και γι’ αυτό άδοξη… Όμως η φήμη δοξασμένη τώρα θα με κάμει. Ώ γένος των γυναικών! Τώρα θα σας σκεπάσουν με τιμές και υπόληψη. Φήμη κακή δεν θα μας πιάνει πια. Και οι Μούσες των παλιών τραγουδιστών θα σταματήσουν να ψέλνουν των γυναικών την απιστία. Ο θεός των τραγουδιών, ο Φοίβος, δε χάρισε στο νού μας τη δύναμη να πλάθει το θεϊκό τραγούδι. Τότε θα τραγουδούσαμε κι εμείς των αντρών τις αμαρτίες. Μάρτυρας μας ο Χρόνος που γνωρίζει καλά τη μοίρα αντρών και γυναικών.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Τρελή από Έρωτα, πατρικό σπίτι αφήνεις και με καϊκι διάβηκες ανάμεσα στους βράχους του Πόντου. Δυστυχισμένη τώρα κατοικείς σε ξένο τόπο. Έχασες το ταίρι σου… Ορφανή από άντρα είναι η κλίνη σου… Σε διατάζουν τώρα ν’ αφήσεις τούτη τη χώρα, καταφρονεμένη.
ΧΟΡΟΣ-ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Ώ Ελλάδα! Ελλάδα δοξασμένη! Ποιος σήμερα σέβεται όρκους και τιμή; Στους ουρανούς πέταξε και χάθηκε η ντροπή… Δυστυχισμένη… Δεν υπάρχει λιμάνι για σένα, σπίτι πατρικό να σε σώσει απ’ τα δεινά. Μόνο στο σπίτι σου τώρα βασίλισσα άλλη πιο δυνατή από σε, πήρε το δικό σου κρεβάτι.
(Μπαίνει ο Ιάσων με τη συνοδεία του : Χορός Αντρών)
ΧΟΡΟΣ ΑΝΤΡΩΝ
Μυρίζω θάνατο μες στο παλάτι… Θάνατο!
ΙΑΣΩΝ
(Τραγουδά πάνω στο πρωτότυπο)
ου νυν κατειδον πρώτον αλλά πολλάκις
τραχειαν οργήν ως αμήχανον κακόν.
σοι γαρ παρόν γην τηνδε και δομους έχειν
κούφως φερούση κρεισσόνων βουλεύματα,
λόγων ματαίων ουνεκ’ εκπεση χθονός.
καμοί μέν ουδέν πραγμα۬ μη παύση ποτέ
λέγουσ’ Ιάσον’ ως κακιστός εστ’ ανήρ˙
α δ’ ές τυράννους εστί σοι λελεγμένα,
παν κέρδος ηγου ζημιουμένη φυγη.
καγώ μεν αιεί βασιλέων θυμουμένων
οργάς αφηήρουν και σ’ εβουλόμην μένειν۠۠
συ δ’ ούκ ανίεις μωρίας, λέγουσ’ αεί
κακως τυράννους˙ τοιγάρ εκπεση χθονός.
[Μετάφραση :
Δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπω
πως ολέθριο κακό είναι η τυφλή οργή.
Έτσι, ενώ θα μπορούσες να μείνεις
σ’ αυτή τη χώρα και σ’ αυτό το σπίτι,
αν έσκυβες μπροστά στους ορισμούς
των ανωτέρων σου, θα σε διώξουν
κι αίτια θα’ ναι τ’ ανοητά σου λόγια…
Για μένα, το ίδιο μου κάνει… Λέγε όσο
θέλεις πως είμαι αισχρός.
Όμως, για όσα είπες ως τώρα για τους
βασιλιάδες, πρέπει να είσαι ευχαριστημένη
που τιμωρείσαι μόνο με εξορία.
Κι εγώ πάντοτε προσπαθούσα να καταπραϋνω
την οργή των βασιλέων, θέλοντας να μείνεις εδώ. Εσύ όμως δεν σταματούσες
τα ανόητα λόγια σου, βρίζοντας τους βασιλιάδες
και γι’ αυτό θα φύγεις από δω.]
ΧΟΡΟΣ ΑΝΤΡΩΝ
Κατειδον πρω… αλλά πολλά…
αμήχανον κακόν… εκπεση χθονός…
ποτέ… ζημιουμένη
φυγη… σύ δ’ ουκ ανίεις…
Χθονός εκπεσειν ηκω,
το σον, γύναι, ως μητ’ αχρήμων…
ενδεής του… ουκ φρονειν ποτε…
ΜΗΔΕΙΑ
Άτιμε άντρα! Άτιε! Βαριά βρισιά βγάζει το στόμα μου για την αισχρή τη διαγωγή σου. Πως μπορείς να στέκεις μπροστά μου; Όλοι σ’ έχουμε μισήσει. Οι θεοί, οι άνθρωποι κι εγώ η δύστυχη. Θαρρείς πως λέγεται θάρρος όταν κοιτάς κατάματα αυτούς που τους έχεις βλάψει; Αναίδεια είναι! Και τίποτ’ άλλο! Η πιο βαριά ασθένεια μέσα στην κοινωνία… Όμως καλά ήρθες. Γιατί θα μπορέσω να σε βρίσω. Να σε κάνω να υποφέρεις. Να ξαλαφρώσω κι εγώ την ψυχή μου.
Σκηνή 5
ΜΗΔΕΙΑ
Όλα θα στα πω απ’ την αρχή. Σ’ έσωσα. Μάρτυρες μου οι Έλληνες, όσοι μαζί μου μπήκανε στην Αργώ. Σ’ έσωσα τότε που σε στείλανε να σπείρεις το χωράφι του θανάτου, έχοντας ζέψει ταύρους που ξερνάγανε φωτιά. Εγώ σκότωσα το Δράκο που φυλούσε ακοίμητος το χρυσόμαλλο δέρας! Τι ήμουν το φως της ανατολής για σένα. Μετά απαρνήθηκα σπίτι, πατέρα, και σ’ ακολούθησα στην Ιωλκό ξετρελαμένη, φλογισμένη απ’ τον Έρωτα…
ΧΟΡΟΣ ΑΝΤΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Βλέπειν εναντίον ανανδρίαν
νόσων ευτολμία
συνεισέβησαν… σκάφος Αργωον…
ταύρων πεμφθέντα…
Ώ Ζευ, τι δή! Ώ Ζευ, τι δή!
ΜΗΔΕΙΑ
Πείθω τα τέκνα του Πελία να σκοτώσουν τον πατέρα τους. Μόνο και μόνο για πάψεις να φοβάσαι εσύ… Σε ευεργέτησα! Κι εσύ μ’ απαρνήθηκες… Άτιμε!
ΧΟΡΟΣ ΑΝΤΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Σκάφος Αργωον…. Ταύρων πεμφθέντα…
ΜΗΔΕΙΑ
Κι ενώ ήσουν πιά πατέρας, πήρες άλλη γυναίκα…
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Σκάφος Αργωον… Ταύρων πεμφθέντα…
ΜΗΔΕΙΑ
Αν δεν είχες παιδιά…
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Ώ Ζευ, τι δή! Ώ Ζευ, τι δή!
ΜΗΔΕΙΑ
…ίσως να μπορούσε να συγχωρεθεί ο πόθος γι’ αυτή τη γυναίκα… Είσαι επίορκος! Λοιπόν, τι σκέφτεσαι;
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Σκάφος Αργωον… Ταύρων πεμφθέντα…
ΜΗΔΕΙΑ
Πιστεύεις πως πάψαν να κυβερνούν οι θεοί;
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Σκάφος Αργωον… Ταύρων πεμφθέντα… Ώ Ζευ, τι δή! Ώ Ζευ, τι δή!
ΜΗΔΕΙΑ
Κάποτε τους καλούσες… για μάρτυρες. Ή πως έγιναν απ’ τους θνητούς νέοι νόμοι…
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Ή πως έγιναν απ’ τους θνητούς νέοι νόμοι;
ΜΗΔΕΙΑ
…που επιτρέπουν να πατάς τον όρκο που έδωσες;
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Βλέπειν εναντίον ανανδρίαν… Νόσων ευτολμία… συνεισέβησαν…
ΜΗΔΕΙΑ
Ώ δεξί μου χέρι! Που κάποτε το’ παιρνες στα χέρια σου…
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Σκάφος Αργωον… Ταύρων πεμφθέντα…
ΜΗΔΕΙΑ
Κι εσείς γόνατά μου, που σας μαγάρισε βρώμικος άντρας…
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Ώ Ζευ, τι δή! Ώ Ζευ, τι δή! Μη λησμονείς Ιάσων.
ΜΗΔΕΙΑ
Και ερείπια σωριάστηκαν τώρα τα όνειρά μου… Θα σε ρωτήσω τώρα, σα να ‘σουν φίλος μου: Τι καλό μπορώ να περιμένω από σένα; Που λες να πάω;
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Μήδεια! Όλα τελειώνουν…
ΜΗΔΕΙΑ
Στο πατρικό μου σπίτι που τ’ αρνήθηκα;
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Όλα τελειώνουν πιά, Μήδεια…
ΜΗΔΕΙΑ
Στην πατρίδα μου που την αρνήθηκα κι αυτήν;
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Μήδεια! Μήδεια! Καλαμιά στο βοριά.
ΜΗΔΕΙΑ
Ή να πάω στις δύστυχες κόρες του Πελία; Φαντάσου με πόση χαρά θα με δεχτούν που σκότωσα τον πατέρα τους για σένα! Αυτή είναι η κατάντια μου… Να κερδίσω το μίσος των δικών μου. Κι όλων αυτών που αδίκησα για χάρη σου… Χωρίς να’ χω ανάγκη τους έκανα κακό. Έτσι λοιπόν με πληρώνεις για όσα έχω κάνει για σένα…
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Δίχως φίλους, δίχως σπίτι, ολομόναχη…
ΜΗΔΕΙΑ
Μ’ έκανες…
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
…με τα παιδιά σου…
ΜΗΔΕΙΑ
…να με ζηλεύουν οι γυναίκες στην Ελλάδα. Αφού έχω άντρα τόσο θαυμάσιο, τόσο πιστό, που με διώχνει απ’ αυτόν τον τόπο, να ζήσω έρημη χωρίς φίλους, ολομόναχη, μόνο με τα παιδιά μου… Τιμή λοιπόν για σένα το νιόγαμπρο, να τριγυρνάμε κυνηγημένα ζώα σε ξένους τόπους, εγώ και τα παιδιά σου… Ώ Δία, γιατί να μπορεί κανείς να δεί το ψεύτικο χρυσάφι και να μη βλέπει τον άνθρωπο τον κακό; Γιατί ξέχασες να του βάλεις σημάδι στο κορμί του;
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Φοβερή κι αγιάτρευτη πληγή, όταν το μίσος χωρίζει δικούς με δικούς…
Σκηνή 6
ΙΑΣΩΝ
Τρικυμία ξεσηκώνουν τα λόγια σου γι’ αυτό κι εγώ σαν τον καλό τιμονιέρη θα ελέγχω τώρα πανιά και τιμόνι για να σου απαντήσω σωστά. Φουσκώνεις πολύ, Μήδεια, τα καλά που μου έκανες. Εγώ πάντως χάρη χρωστώ για το ταξίδι μου μονάχα στην Κύπρη που με βοήθησε. Κι όχι άλλος κανείς άνθρωπος ή θεός. Μολόγα λοιπόν -έξυπνη είσαι!- ότι μονάχα ο Έρωτας σ’ έκανε να ενδιαφερθείς για το κορμί μου.
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Ο Ιάσων λέει την αλήθεια!
ΙΑΣΩΝ
Όμως τι σημασία έχει για ποιο λόγο μ’ έσωσες; Ναι, με ωφέλησες! Και κοντά σε με ωφελήθηκες κι εσύ…
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Ο Ιάσων μιλάει σοφά!
ΙΑΣΩΝ
Πολύ περισσότερο, και θα στο αποδείξω…
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Πρόσεξε, Μήδεια, τα λόγια του Ιάσωνα.
ΙΑΣΩΝ
Πρώτον, κατοικείς στην Ελλάδα κι όχι σε χώρα βάρβαρη. Ζεις με δικαιοσύνη σύμφωνα με νόμους κι όχι με το νόμο του ισχυρού.
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Ζεις στην Ελλάδα!
ΙΑΣΩΝ
Οι Έλληνες σε δοξάσανε για τη σοφία σου!
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Σε δοξάσανε οι Έλληνες!
ΙΑΣΩΝ
Αν ζούσες στα μέρη σου, στην άκρη του κόσμου, ποιος θα μιλούσε για σένα;
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Ποιος θα μιλούσε;
ΙΑΣΩΝ
Εγώ τουλάχιστον δεν ανταλλάσσω τη φήμη ούτε με χρυσάφι ούτε κι αν ακόμα είχα το χάρισμα να τραγουδώ πιο γλυκά κι απ’ τον Ορφέα. Αυτά λοιπόν είναι τα καλά που σου ‘κάμα… Εσύ άρχισες τον πόλεμο με το φαρμακερό σου στόμα.
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Εσύ, Μήδεια, άρχισες τον πόλεμο…
ΙΑΣΩΝ
Κι όσο για τις βρισιές σου που παντρεύτηκα τη βασιλοπούλα, πρωτ’ απ’ όλα φέρθηκα γνωστικά, έπειτα με αγνότητα και τέλος ευεργέτησα εσένα και τα παιδιά μου. Άκουσε με καλά! Ξεχνάς πως ήρθα εδώ εξόριστος από την Ιωλκό; Γεμάτος συμφορές αγιάτρευτες. Λοιπόν, ποια καλύτερη τύχη μπορούσα να βρω από το γάμο μου με τη βασιλοπούλα; Μη βασανίζεις το νού σου και μην πικραίνεσαι. Δεν παντρεύομαι άλλη γιατί τάχα μισώ το κρεβάτι σου είτε πως έχω ερωτοχτυπηθεί είτε να κάνω παιδιά. Αυτά που έχω, με φτάνουν. Και σ’ ευχαριστώ. Το πιο πολύ παντρεύτηκα…
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Κούφια λόγια! Κάνει κακό να τ’ ακούς…
ΙΑΣΩΝ
…για να μη μας λείπει τίποτα…
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Απ’ το ψέμα χίλιες φορές…
ΙΑΣΩΝ
Μιάς και ο φίλος…
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ
…σιωπή…
ΙΑΣΩΝ
…εγκαταλείπει τον φτωχό. Κι ακόμα, ν’ αναθρέψω τα παιδιά μου όπως τους αξίζει σε σπίτι δικό μου.
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Ιάσονα, είναι αργά.. Όλα έχουν σφραγιστεί…
ΙΑΣΩΝ
Κι όταν σπείρω νέα παιδιά να τα σμίξω με τα παλιά…
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ
…με τη μεγάλη σφραγίδα…
ΙΑΣΩΝ
Να κάνω ένα γένος, να ενώσω γενιές…
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ
…θεού μοχθηρού και σκληρού…
ΙΑΣΩΝ
…να ευτυχήσω!
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ
…για σένα και για τα τέκνα σου… κλάψε, Ιάσων!
ΙΑΣΩΝ – ΤΕΝΟΡΟΙ
Εσύ δεν έχεις ανάγκη από καινούρια παιδιά!
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Κλάψε, Ιάσων… Κλάψε, Ιάσων…
ΙΑΣΩΝ – ΤΕΝΟΡΟΙ
Δεν σου χρειάζονται! Όμως εγώ έχω συμφέρον να βοηθήσω τα παιδιά μας σμίγοντάς τα με τα παιδιά που θα γεννηθούν.
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Η κατάρα πέφτει στα παιδιά σου. Αδύνατη (αδύνατος) είμαι να βοηθήσω όπως θα’ θελα, τι η καρδιά μου στάζει αίμα και χολή…
ΙΑΣΩΝ
Άσκημα έκανα; Σε ρωτώ. Είμαι βέβαιος ότι θα συμφωνήσεις μαζί μου… Όμως εσείς οι γυναίκες η σκέψη σας δεν ξεπερνά το κρεβάτι σας. Αν το χάσετε, τότε το άσπρο το βλέπετε μαύρο. Οι άνθρωποι έπρεπε να’ χουν παιδιά με άλλο τρόπο κι όχι με τις γυναίκες. Έτσι θα ‘ταν ήσυχοι χωρίς συμφορές.
Σκηνή 7
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Καλά τα είπες Ιάσονα. Όμως δε με πείθεις γιατί άδικα παράτησες τη γυναίκα σου.
ΜΗΔΕΙΑ
(Μονολογεί) Είναι αλήθεια ότι δεν συμφωνώ με τους πολλούς. Πιστεύω πως πρέπει να βασανίζεται ο άδικος που έχει την τέχνη να λέει ωραία λόγια για να σκεπάσει τις αδικίες του κι έτσι εγκληματεί. Όμως η σοφία του μεγάλη δεν είναι. (Προς τον Ιάσονα) Κι εσύ μην παριστάνεις τον σεμνό και γλυκομίλητο. Μ’ ένα μου λόγο σε ρίχνω χάμου. Αν δεν ήσουν άτιμος, έπρεπε πρίν κάνεις αυτόν τον γάμο, πρώτα να με έπειθες πως κάνεις καλά κι όχι να κρύβεσαι.
ΙΑΣΩΝ
Πολύ που θα με βοηθούσες! Αφού και τώρα σε τυφλώνει η οργή.
ΜΗΔΕΙΑ
Μη λες ψέματα! Δεν είναι που σ’ ένοιαζε η στάση μου, μα πως με βάρβαρη γυναίκα δεν ήθελες να ζήσεις.
ΙΑΣΩΝ
Σ’ το ξαναλέω. Δεν πήρα τη βασιλοπούλα γιατί ήθελα γυναίκα. Το κάνω μόνο για να σώσω εσένα και τα παιδιά μου.
ΜΗΔΕΙΑ
Δεν τη θέλω εγώ την πικρή ευτυχία που μου προσφέρεις και μου ξεσκίζει την καρδιά.
ΙΑΣΩΝ
Στάσου γνωστική! Πάψε να θεωρείς πως τα καλά είναι κακά και η ευτυχία δυστυχία.
ΜΗΔΕΙΑ
Με περιπαίζεις, Ιάσονα, γιατί εσύ μπήκες τώρα στο παλάτι. Εγώ όμως απροστάτευτη και μόνη πρέπει να φύγω.
ΙΑΣΩΝ
Εσύ είσαι υπεύθυνη γι’ αυτό. Μην τα ρίχνεις σε άλλους.
ΜΗΔΕΙΑ
Τι έκανα; Μήπως εγώ παντρεύτηκα άλλην; Μήπως εγώ σ’ εγκατέλειψα;
ΙΑΣΩΝ
Ανίερες κατάρες ξεστομίζεις για τους άρχοντες.
ΜΗΔΕΙΑ
Για το σπίτι το δικό σου!
ΙΑΣΩΝ
Πολλά είπαμε! Είμαι έτοιμος να σου δώσω ό, τι θες για σένα και τα παιδιά σου να πορευτείς στην εξορία σου. Ακόμα είμαι πρόθυμος να σε συστήσω σε φίλους να σε βοηθήσουν. Γυναίκα! Αν δε δεχτείς την προσφορά μου, ανόητη σε λέω. Όμως αν πνίξεις το θυμό σου, όφελος θα ‘χεις.
ΜΗΔΕΙΑ
Φύλαξε τα λεφτά σου! Δεν τα θέλω! Ούτε τους φίλους σου! Άχρηστα κι ανώφελα είναι τα δώρα που τα προσφέρει κακός άνθρωπος σαν κι εσένα.
ΙΑΣΩΝ
Μάρτυρες βάζω τους θεούς πως ήρθα να σε βοηθήσω, εσένα και τα παιδιά. Όμως εσύ περιφρονείς το καλό που σου προσφέρω. Περιφρονείς αυτούς που σ’ αγαπούν. Γι’ αυτό ετοιμάσου για νέες πίκρες.
ΜΗΔΕΙΑ
Φύγε! Ο νους σου στην κάμαρα της νεόνυμφης γύρνα. Σε καίει ο πόθος. Τρέξε στη νύφη! Το λέω κι ας μ’ ακούσουν οι θεοί : Θα κάνω το γάμο σου έτσι που γάμο δεν θα τον λές…
(Ο Ιάσων βγαίνει μαζί με την ακολουθία του.)
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Αλίμονο στον χτυπημένο απ’ τις σαΐτες του Έρωτα. Τιμή και αρετή κούφια λόγια είναι γι’ αυτόν. Άμποτες να ‘ρθει η Κύπρη η γαληνότατη! Άλλη θεά γλυκύτερη δεν υπάρχει σαν κι αυτήν. Όμως, κυρά μου και δέσποινα, μη μου ρίξεις στην καρδιά σαϊτα στον πόθο βουτηγμένη. Κάλιο να σ’ αγαπά η Φρόνηση, το πιο λαμπρό θεϊκό δώρο στους θνητούς. Κι η Αφροδίτη η φοβερή ας μη με τρελάνει για ξένον άντρα βάζοντας εντός μου άγριους θυμούς. Κάλιο είναι να τιμά τα’ αγαπημένα τα ζευγάρια. Πατρίδα αγαπημένη, σπίτι γλυκό, ας ήτανε να μη βρεθώ σε ξένους τόπους τυλιγμένη στη φτώχεια και τους πικρούς της θρήνους. Αν χάσω την πατρίδα μου, προτιμώ το Χάρο να με πάρει να γλιτώσω μια τέτοια ζωή. Γιατί απ’ όλους τους πόνους ο πιο βαρύς είναι να χάνεις την πατρίδα. Δεν είναι φήμες. Με τα ίδια μας τα μάτια τα είδαμε, Μήδεια. Εσένα κανείς δε σε συμπόνεσε. Ούτε χώρα ούτε φίλοι ενώ εσύ σφαδάζεις μέσα σε τραγικά παθήματα. (Μπαίνει ο Αιγεύς και η συνοδεία του.) Για κείνον που καταφρονεί τους δικούς του, κακός χαμός. Τέτοιος άνθρωπος ποτέ δε θα ‘χει τη δική μου αγάπη.
Σκηνή 8
ΑΙΓΕΥΣ
Χαίρε, Μήδεια! Δέξου αυτή την όμορφή προσφώνηση φίλου.
ΜΗΔΕΙΑ
Ώ, χαίρε και σε σένα Αιγέα, γιέ του Πανδίονος του σοφού. Από ποιόν τόπο έρχεσαι;
ΑΙΓΕΥΣ
Από το πανάρχαιο του Φοίβου το Μαντείο.
ΜΗΔΕΙΑ
Πως και πήγες στο μαντικό ομφαλό της γης;
ΑΙΓΕΥΣ
Πως ν’ αποχτήσω παιδιά. Αυτό ρώτησα.
ΜΗΔΕΙΑ
Για το θεό! Δεν έχεις παιδιά; Άκληρος είσαι;
ΑΙΓΕΥΣ
Κάποιος θεός με κατατρέχει.
ΜΗΔΕΙΑ
Γυναίκα έχεις; Ή μήπως είσαι άγαμος;
ΑΙΓΕΥΣ
Έχω γυναίκα.
ΜΗΔΕΙΑ
Κι ο Φοίβος τι σου είπε;
ΑΙΓΕΥΣ
Χρησμό ανεξήγητο για το ανθρώπινο μυαλό.
ΜΗΔΕΙΑ
Μπορώ να μάθω κι εγώ το θεϊκό χρησμό;
ΑΙΓΕΥΣ
Και βέβαια ναι, αφού χρειάζεται σοφία.
ΜΗΔΕΙΑ
Αφού λοιπόν επιτρέπεται, ας το μάθουμε κι εμείς.
ΑΙΓΕΥΣ
«Το πόδι δεν πρέπει ν’ ακουμπήσει τον ασκό»
ΜΗΔΕΙΑ
Πρίν από ποια πράξη; Και πρίν πας σε ποια χώρα;
ΑΙΓΕΥΣ
Προτού φτάσω στο πατρικό μου σπίτι.
ΜΗΔΕΙΑ
Και γιατί με το καϊκι σου άραξες σε τούτη τη χώρα;
ΑΙΓΕΥΣ
Υπάρχει μου είπαν κάποιος ονόματι Πιτθέας.
ΜΗΔΕΙΑ
Γιός του Πέλοπα! Θεοσεβούμενος!
ΑΙΓΕΥΣ
Σ’ αυτόν πρέπει να μεταφέρω το θεϊκό χρησμό.
ΜΗΔΕΙΑ
Είναι πραγματικά σοφός. Και ειδικός στις μαντείες.
ΑΙΓΕΥΣ
Μα και για μένα αγαπητός σαν αδερφός.
ΜΗΔΕΙΑ
Μακάρι να ευτυχήσεις. Να βρεις αυτό που λαχταράς.
ΑΙΓΕΥΣ
Όμως χλωμή σε βλέπω και μαραμένη. Τι έχεις;
ΜΗΔΕΙΑ
Αιγέα! Άντρας χειρότερος δεν υπάρχει απ’ τον δικό μου.
ΑΙΓΕΥΣ
Τι σου ‘κάνε; Μίλα καθαρά!
ΜΗΔΕΙΑ
Άλλη πήρε γυναίκα…
ΑΙΓΕΥΣ
Τόλμησε να κάνει μια τέτοια ατιμία;
ΜΗΔΕΙΑ
Ναι! Και μένα που άλλοτε μ’ αγαπούσε, τώρα με περιφρονεί.
ΑΙΓΕΥΣ
Τον χτύπησε ο Έρωτας; Ή σε βαρέθηκε;
ΜΗΔΕΙΑ
Μεγάλος έρωτας! Αρνιέται τους δικούς του.
ΑΙΓΕΥΣ
Παράτα τον λοιπόν κι εσύ αφού ανάξιος είναι.
ΜΗΔΕΙΑ
Γαμπρός βασιλικός πάσχισε να γίνει.
ΑΙΓΕΥΣ
Ποιανού κόρη παίρνει;
ΜΗΔΕΙΑ
Του Κρέοντα. Του βασιλιά της Κορίνθου.
ΑΙΓΕΥΣ
Με το δίκιο σου πονάς, κόρη μου.
ΜΗΔΕΙΑ
Χάθηκα. Και τώρα με διώχνουν απ’ την πόλη.
ΑΙΓΕΥΣ
Και ο Ιάσονας; Το δέχεται αυτό; Ανάξιο είναι
ΜΗΔΕΙΑ
Με τα λόγια, όχι. Στην πράξη, ναι.
(Γονατίζει.)
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Μήδεια! Μήδεια! Μήδεια! Μήδεια!
ΜΗΔΕΙΑ
Όρκο κάνω στα γένια σου και στα γόνατά σου! Ικέτισσα γίνομαι…
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Βλέπω το χαμό σου και πονώ, Μήδεια…
ΜΗΔΕΙΑ
Σπλαχνίσου με τη βαριόμοιρη…
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Ποια Μοίρα κακιά σε κατατρέχει. Δεν υπάρχει θεός για σένα…
ΜΗΔΕΙΑ
Σπλαχνίσου με, μη μ’ αφήνεις έρημη στη εξορία μου…
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Κλάψε, Μήδεια. Ποια Μοίρα κακιά…
ΜΗΔΕΙΑ
Δέξου με στη χώρα σου… Έτσι, να σου χαρίσουν οι θεοί παιδιά…
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Κλάψε, Μήδεια… Κλάψε, Μήδεια…
(και ΜΠΑΣΟΙ): …σε κατατρέχει.
ΜΗΔΕΙΑ
…κι ευτυχισμένος κάποτε τα μάτια σου να κλείσεις. Ανέλπιστο καλό για σένα είναι που με βρήκες. Τα βότανά μου έχουν δύναμη να χαρίζουν τέκνα σε όσους δεν μπορούν να τ’ αποκτήσουν.
ΑΙΓΕΥΣ
(Τη σηκώνει) Δε σου αρνούμαι αυτή τη χάρη. Πρώτον γιατί σέβομαι τους θεούς κι ύστερα μου τάζεις παιδιά. Έλα στον τόπο μου και θα σε προστατέψω. Όμως δε θα σε πάρω εγώ. Μόνη σου πρέπει να ’ρθεις και θα βρεις ασφάλεια κοντά μου. Φύγε μόνη.
ΜΗΔΕΙΑ
Θα κάνω όπως το λες. Όρκο όμως θέλω από σένα.
]ΑΙΓΕΥΣ
Γιατί, ο λόγος μου δε σου φτάνει;
ΜΗΔΕΙΑ
Μου φτάνει. Όμως με μισεί το σπίτι του Πελία και ο Κρέοντας. Αν δεθείς με όρκο, δεν θα μ’ αφήσεις τότε να με πάρουν. Αν αρκεστώ μόνο στο λόγο σου, αύριο μπορεί να γίνεις φίλος τους και να με παραδώσεις. Τι εγώ δύναμη δεν έχω, ενώ εκείνοι πλούτη έχουν και παλάτια.
ΑΙΓΕΥΣ
Μεγάλη πρόβλεψη δείχνουν τα λόγια σου. Δεν αρνούμαι αν επιμένεις να ορκιστώ. Είναι και για μένα ασφάλεια, γιατί θα ‘χω να το λέω στους εχθρούς σου. Έτσι, πιο ασφαλισμένη θα είσαι. Πες μου, σε ποιους θεούς θέλεις να ορκιστώ;
ΜΗΔΕΙΑ
Στη Γη! Και στον Ήλιο! Πατέρα του πατέρα μου! Όρκο να κάνεις στους θεούς και στο μεγάλο Δία στου Άδη τις βαριές σκιές που κατοικούν βαθιά στη γη, τη Μοίρα μας ορίζουν! Ήλιε! Λούσε με στο Φως!
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Λούσε μας στο Φως! Διώξε τα σκοτάδια! Τυφλός είναι όποιος πονά… Ο πόνος κλώθει ανήκουστα δεινά. Μέγα Δία, εσένα καλώ! Μην αφήσεις να δουν τα μάτια μου φονικό φριχτό.
ΑΙΓΕΥΣ
Όρκο θα κάνω στους θεούς και στο μεγάλο Δία! Στου Άδη τις βαριές σκιές που κατοικούν βαθιά στη γή, τη Μοίρα μας ορίζουν. Ήλιε, λούσε με στο Φως! (Προς τη Μήδεια) Πως θα κάνω ή δεν θα κάνω ποιο πράγμα;
ΜΗΔΕΙΑ
Πως δε θα με διώξεις ποτέ από τον τόπο σου ούτε θα δεχτείς ποτέ να με παραδώσεις στους εχθρούς μου.
ΑΙΓΕΥΣ
Ορκίζομαι στη Γη και στο λαμπρότατο το φως του Ήλιου! Και σ’ όλους τους θεούς πως είμαι βράχος ακλόνητος σε όσα μου ζητάς.
ΜΗΔΕΙΑ
Σ’ ευχαριστώ. Κι αν πατήσεις τον όρκο σου ποια κατάρα πρέπει τότε να σε βρεί;
ΑΙΓΕΥΣ
Να πάθω όσα παθαίνουν όσοι δε φοβούνται τους θεούς!
ΜΗΔΕΙΑ
Να πας στο καλό! Μόλις τελειώσω αυτά που πρέπει να πράξω εδώ, να με περιμένεις, Αιγέα, στην πόλη σου.
(Οι Ακόλουθοι, οι Αυλικοί και οι Στρατιώτες τραγουδώντας περικυκλώνουν τον Αιγέα που τους οδηγεί προς την Έξοδο.)
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Γλυκιά στιγμή του γυρισμού με γεμίζεις με χαρά!
Να φύγω γρήγορα ζητώ, με πνίγει το κακό…
Αιγέα, δώσε προσταγή! Στο πλοίο βιάζομαι να μπω!
Μονάχα οι θεοί μπορούν να πνίξουν τη σφαγή!
Εγώ είμαι θνητός… Σε σπίτι γυρνώ πατρικό.
Θυσία θα κάνω στο βωμό!
(Όλοι έχουν βγεί. Στην τελευταία στιγμή, πάνω στο Αλέγκρο Βιβάτσε, ο Αιγέας στέκεται και στρέφεται προς το Χορό Γυναικών που τραγουδά γι’ αυτόν. Στο τέλος του χορικού, ο Αιγέας βγαίνει απ’ τη σκηνή.)
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Σκηνή 9
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
(Προς τον Αιγέα που φεύγει) Άμποτε ο Ερμής ο γιός της Μαίας, προστάτης των οδοιπόρων, να σ’ οδηγήσει καλά ως το παλάτι σου κι όσα ζητάς να γίνουν γιατί έχεις μεγάλη καρδιά, ώ Αιγέα.
ΜΗΔΕΙΑ
Ώ Δια! και σύ ώ Δίκη του Δία! Και συ του Ήλιου το Φως! Φίλες μου, έφτασε η ώρα να νικήσω τους εχθρούς μου! Τη στιγμή που πνιγόμουν μέσα στα πάθη μου, ήρθε αυτός ο άνθρωπος, αληθινό λιμάνι. Σ’ αυτό το λιμάνι θα δέσω σαν το πλοίο στον κάβο, όταν με το καλό φθάσω στης Παλλάδας την πόλη και στην Ακρόπολή! Και τώρα, άκου τα σχέδια μου: Θα ζητήσω να δω τον Ιάσονα. Θα του μιλήσω γλυκά πως συμφωνώ τάχα με τα έργα του. «Καλά έκανες το γάμο» θα του πω. «Καλά που με παράτησες. Για το συμφέρον μας το κάνεις. Καλά τα σκέφτηκες». Θα του ζητήσω μετά να μείνουν τα παιδιά μας εδώ για να μην τα περιπαίζουν στα ξένα κι έτσι να σκοτώσω με δόλο τη νύφη. Θα δώσω στα παιδιά μου να της πάνε δώρο νυφικό αραχνοΰφαντο βουτηγμένο σε φαρμάκι που θα δώσει σ’ αυτήν και σ’ όποιους την αγγίζουν θάνατο φριχτό! Ως εδώ καλά… Για τα μετά βασανίζομαι γιατί δεν ξέρω τι πρέπει να πράξω… Θα σφάξω τα παιδιά μου! Κανένας δεν θα μπορέσει να τα γλιτώσει απ’ τα θανατερά μου χέρια! Έτσι θα ξεριζώσω το σπίτι του Ιάσονα. Φριχτότατο έργο θα κάνω με γερή καρδιά! Και μετά θα φύγω μακριά από τούτο τον τόπο όπου θα χύσω το αίμα των παιδιών μου…
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Είναι λόγια του θυμού. Είσαι μάνα, δεν μπορεί να πιστεύεις σε όσα λες…
ΜΗΔΕΙΑ
Φίλες μου, δεν το μπορώ να γελούν με τα πάθη μου οι εχθροί μου.
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Τα παιδιά σου σε τι φταίν;
ΜΗΔΕΙΑ
Εμπρός!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Μήδεια!
ΜΗΔΕΙΑ
Κι αν ζήσουν, τι καλό θα ιδούν;
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Μόνο το φως τους φτάνει…
ΜΗΔΕΙΑ
Δίχως σπίτι και πατρίδα…
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Η μάνα είναι πατρίδα!
ΜΗΔΕΙΑ
Λάθος φριχτό που πίστεψα τον Έλληνα κι άφησα το πατρικό το σπίτι.
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Το φταίξιμο δικό σου…
ΜΗΔΕΙΑ
Όμως με τη βοήθεια του θεού, ο Ιάσων θα πληρώσει σκληρά…
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Λυπήσου τα παιδιά σου!
ΜΗΔΕΙΑ
Γιατί ούτε τα παιδιά του πιά θα έχει… Ούτε θ’ αποχτήσει καινούρια από νύφη νεκρή… Αυτή είναι η Μοίρα κι αυτής της δύστυχης απ’ τα δικά μου τα φαρμάκια φριχτό θάνατο να βρεί…
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Κλάψε, καρδιά μου, κλάψε… Μας ξεχάσαν οι θεοί… Μέγα Δία, σε καλώ! Σε δοξάζω και βογγώ…
ΜΗΔΕΙΑ
Κανένας να μη με θαρρεί αδύνατη και ήρεμη… Για τους εχθρούς μου σκληρή είμαι. Γλυκιά για όσους μ’ αγαπούν. Άνθρωποι τέτοιο ζούνε με τιμή.
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Αφού μας εμπιστεύτηκες, άκου τι θα σου πούμε κι εμείς. Από σέβας στους νόμους αλλά και για το δικό σου καλό, τέτοιες πράξεις μην κάνεις.
ΜΗΔΕΙΑ
Αλλιώς δεν γίνεται! Αν είχες πάθη τα πάθη τα δικά μου δε θα με συμβούλευες έτσι.
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Και πως θ’ αντέξει η καρδιά σου να σφάξεις τα ίδια τα παιδία σου;
ΜΗΔΕΙΑ
Με φαρμάκι θα γεμίσω έτσι την καρδιά του Ιάσονα…
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Φοβάμαι πως το πάθος της τυφλώνει τη σκέψη της. Και τη δική σου δυστυχία δεν την λογαριάζεις;
ΜΗΔΕΙΑ
Εμπρός! Τα λόγια είναι περιττά! (Προς την ΤροφόJ Πήγαινε λοιπόν να φέρεις τον Ιάσονα. Σε σένα εμπιστεύομαι. Κι αν θέλεις το καλό μου, κι αν είσαι κι εσύ γυναίκα, έχετε το στόμα σφαλιστό.
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Ώ Αθηναίοι! Ερεχθείδαι το παλαιόν Όλβιοι! Παιδιά καλότυχων θεών και της ιερής Γης απάτητης από εχθρούς, πανένδοξη σοφία σας τρέφει! Με βήμα αλαφρό περπατάτε μέσα σε αιθέριο κλίμα εκεί που η Αρμονία γέννησε τις Μούσες! Η Αφροδίτη εκεί δροσίζεται στου Κηφισού τα κρυστάλλινα τα νερά όπου αύρες γλυκόπνοες κάμπους και βουνά δροσίζουν. Στολίζουν τα μαλλιά της με στεφάνι αρωματιστό ροδοδάφνης καθώς στέλνει τους Έρωτες να καθίσουν στο πλευρό της Σοφίας και να τη βοηθούν σε κάθε φανέρωμα της Αρετής. Αυτή η πόλη πως θα σε δεχτεί, Μήδεια, σα σκοτώσεις τα παιδιά σου; Εσένα την ανόσια; Η πόλη με τα ιερά ποτάμια, χώρα φιλόξενη για τους καλούς. Σκέψου, σκέψου, σκέψου τα παιδιά σου, πως θα τους μπήξεις το μαχαίρι; Το χέρι σου πως θα τολμήσει τέτοιο φονικό; Προσπέφτουμε στα γόνατα. Σε ικετεύουμε. Μη! Μη σκοτώσεις τα παιδιά σου! Από πού θα πάρεις θάρρος; Πως θα τολμήσει η ψυχή και το χέρι σου τέτοιο κακό να κάνουν στων παιδιών σου την καρδιά; Πως θα μπορέσεις να τα δεις νεκρά και σκοτωμένα; Από σένα τη μάνα τους; Όχι! Δεν θα το μπορέσεις! Τι θα κάνεις όταν τα άμοιρα γονατίσουν μπροστά σου; Θα μπορέσεις τότε (μπαίνει αργά ο Ιάσων συνοδευόμενος απ’ την Τροφό) να βάψεις τα χέρια σου στο αίμα των παιδιών σου;
Σκηνή 10
ΙΑΣΩΝ
Με κάλεσες κι ήρθα. Εγώ δε σ’ αποφεύγω κι ας με μισείς. Πες μου, τι άλλο θέλεις από μένα;
ΜΗΔΕΙΑ
Συμπάθησέ με σε παρακαλώ, Ιάσονα, για όσα είπα. Γλυκιές που ήταν οι κρυφές μας αγάπες… Σ’ έκρυβα, Ιάσονα, Θυμήσου και σου ‘δειχνα το δρόμο να βγαίνεις πάντα νικητής… Γλυκιές ήσαν οι κρυφές μας αγάπες… Γι’ αυτό αν θυμώνω, εσύ πρέπει να με συγχωρείς… Αλήθεια να τρελάθηκα τόσο που να μισώ τους γνωστικούς; Να γίνομαι μισητή στον βασιλιά και στον άντρα μου που για το καλό μου παντρεύεται τη βασιλοπούλα να σπείρει τ’ αδέρφια των παιδιών μου. Λοιπόν, ας μη θυμώνω! Άλλωστε όλα με τη βοήθεια των θεών πάνε καλά! Έχω παιδιά κι είμαστε διωγμένοι απ‘ την Ιωλκό χωρίς φίλους… Αυτά σκέφτηκα, Ιάσονα, κι είπα μέσα μου: Πόσο μυαλωμένος αλήθεια στάθηκες να μας δώσεις αυτή τη συγγένεια! Άμυαλη ήμουνα να μη σου συμπαρασταθώ απ’ την αρχή. Εγώ το κρεβάτι σας θα στρώσω! Κι όλο χάρες τη νύφη θα στολίσω! Γυναίκες όμως είμαστε και δε σου πάει στο άδικο να μου μοιάσεις… Και στις ανοησίες μου ανοησίες κι εσύ να πεις… υποχωρώ γιατί ξέρω πως δεν σκεφτόμουν λογικά… Τώρα σκέφτομαι σωστά! (Γυρίζει κατά το σπίτι και φωνάζει: ) Παιδιά! Παιδιά μου! Τι κάθεστε μέσα; Βγείτε έξω! (Τα παιδιά βγαίνουν συνοδευόμενα απ’ τον Παιδαγωγό) Φιλήστε τον πατέρα σας! Βγάλτε το μίσος απ’ την καρδούλα σας, όπως έκανα κι εγώ. Φιλιωθείτε! Φιλιωθείτε! Με τα χεράκια σας πάρτε το χέρι του… (Ενώ τα παιδιά δίνουν τα χέρια στον πατέρα τους, η Μήδεια στρέφεται προς το κοινό) Ωιμένα! Ωιμέ! Αλίμονο! Σα συλλογίζομαι το τρομερό κακό που μου καίει το μυαλό… Παιδιά μου! Τάχα θα ζήσετε πολύ ν’ απλώνετε τα χέρια σας έτσι… Άμοιρη εγώ τα μάτια μου βουρκώνουνε… Φόβος κατέχει την ψυχή μου… (Αγκαλιάζει τα παιδιά της) Με δάκρυα βρέχω τ’ αγαπημένα σας πρόσωπα που τώρα ξανά με τον πατέρα σας φιλιώνω.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Δάκρυα και μένα μου πλημμυρίσανε τα μάτια. Άχ, ας σταματήσει εδώ το κακό.
ΙΑΣΩΝ
Αινώ, γύναι, ταδ’, ουδ’, εκείνα μέμφομαι. Επαινώ τα λόγια σου τα τωρινά ξεχνώντας τα παλιά. Βρίσκω πως είναι φυσικός ο θυμός της γυναίκας που την αφήνει ο άντρας της για κάποιαν άλλη, Όμως εσύ άλλαξες τώρα γνώμη. Βλέπω πως σκέφτεσαι σωστά είναι τα έργα του με τη βοήθεια των θεών. Γιατί εσείς και τα’ αδέρφια σας πρώτοι πολίτες θα ‘σαστε στην Κόρινθο. Μεγαλώστε εσείς. Ο πατέρας σας θα φροντίζει για τα υπόλοιπα με τη βοήθεια των θεών. Να γίνετε παλικάρια ξακουστά. Φόβος και τρόμος για τους εχθρούς μου. (Προς τη Μήδεια που του έχει γυρίσει την πλάτη και κλαίει) Μα εσύ γιατί γύρισες το πρόσωπό σου με δάκρυα τα μάτια σου ποτίζεις; Γιατί δε χαίρεσαι με όσα λέω;
ΜΗΔΕΙΑ
Δεν είναι τίποτα… Αυτά τα παιδιά συλλογιέμαι…
ΙΑΣΩΝ
Διώξε το φόβο! Για όλα θα φροντίσω εγώ!
ΜΗΔΕΙΑ
Αυτό θα κάνω! Στα λόγια σου θα στηριχτώ! Όμως η γυναίκα είναι δειλή κι εύκολη στα δάκρυα.
ΙΑΣΩΝ
Τότε γιατί κλαίς για τα παιδιά μας;
ΜΗΔΕΙΑ
Μάνα τους είμαι. Όταν άκουσα τις ευχές σου, φόβος μ’ έπιασε μήπως και δε γίνουν αυτά που σκέφτεσαι. Σου μίλησα πρίν. Τώρα άκου και τα υπόλοιπα: Αφού ο βασιλιάς της Κορίνθου αποφάσισε να με διώξει, τότε ας φύγω μόνη. Ζήτησε απ’ τον Κρέοντα να κρατήσεις εσύ τα παιδιά στη δική σου προστασία.
ΙΑΣΩΝ
Θα δοκιμάσω να το κάνω. Δεν ξέρω αν θα τον πείσω…
ΜΗΔΕΙΑ
Τότε ζήτησε απ’ τη γυναίκα σου να πείσει τον πατέρα της.
ΙΑΣΩΝ
Είμαι σύμφωνος γι’ αυτό. Ελπίζω πως θα την πείσω.
ΜΗΔΕΙΑ
(Μιλώντας στον εαυτό της) Αν μοιάζει με τις άλλες γυναίκες… (Προς τον Ιάσονα) Θα σε βοηθήσω κι εγώ σ’ αυτό. Θα της στείλω με τα παιδιά δώρα ανεκτίμητα! Νυφικό φόρεμα αραχνοϋφαντο και στεφάνι χρυσό! (Προς τις υπηρέτριες) Γρήγορα τρέξτε και φέρτε τα δώρα! Χίλιες φορές ευτυχισμένη θα ‘ναι η νύφη αφού θα πλαγιάσει στο πλευρό σου στολισμένη με τα στολίδια που Ήλιος , ο πατέρας του πατέρα μου, τα χάρισε στους απογόνους του. (Μια σκλάβα φέρνει τα δώρα) Παιδιά μου, πάρτε τα νυφιάτικα δώρα μου να τα πάτε στην ευτυχισμένη νιόπαντρη βασιλοπούλα. Δεν είναι δώρα ευκαταφρόνητα.
ΙΑΣΩΝ
Άμυαλη είσαι, Μήδεια, να σκορπάς τα πλούτη σου. Το παλάτι είναι γεμάτο με χρυσάφι και πέπλα. Μην τα δίνεις. Φύλαξέ τα για σένα. Προτιμώ η γυναίκα μου να τιμήσει με την πράξη της το δικό μου λόγο, παρά με τα δώρα σου.
ΜΗΔΕΙΑ
Κάνεις λάθος! Ακόμα και οι θεοί πείθονται με δώρα. Πιο δυνατό είναι το χρυσάφι για τους θνητούς, παρά χίλια λόγια. Εκείνη τώρα είναι ευτυχισμένη. Χαρές και μεγαλεία της χαρίζουν οι θεοί. Είναι κορίτσι! Είναι βασίλισσα! Για να μην πάνε τα παιδιά μου εξορία, θα της χάριζα την ίδια μου τη ζωή! (Αγκαλιάζει τα παιδιά της) Πηγαίνετε στα λαμπερά παλάτια. Ζητείστε να σας λυπηθεί η καινούρια νύφη του πατέρα σας και δική μου κυρά! Παρακαλέστε την να μην σας διώξουν από δώ και δώστε της τα στολίδια. (Επίσημα) Είναι ανάγκη να γίνει αυτό που σας λέω! Να τα πάρει με τα ίδια της τα χέρια… (Τα σπρώχνει) Τρέξτε γρήγορα. Κι όταν τελειώσετε, ελάτε ξανά κοντά μου να μου φέρετε ευχάριστη είδηση για όσα ποθώ να πετύχω.
(Τα παιδιά απομακρύνονται μαζί με τον Ιάσονα και τον Παιδαγωγό.)
Σκηνή 11
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Πάνε οι ελπίδες μου πια για των παιδιών της τη ζωή. Παίρνουν το δρόμο της σφαγής. Η νύφη, ώ άμοιρη, στεφάνια χρυσά στα χρυσά της μαλλιά θα βάλλει θανατερά στολίδια. Ξεγελασμένη από την θεϊκή τη λάμψη θα βάλει το πέπλο και το στεφάνι το χρυσό, νύφη του Χάρου θα γίνει. Σε τέτοιο θάνατο φριχτό, από τη μοίρα της γραμμένο η δύστυχη θα πέσει. Δε θα γλιτώσει απ’ το χαμό. Και συ, βασιλικέ γαμπρέ, βαριόμοιρε, σε θάνατο ζυγώνεις φριχτό δίχως να το βλέπεις. Κλάψε τα παιδιά σου και τη γυναίκα σου. Δύστυχε Ιάσων, δεν ξέρεις τι σου γράφει η Μοίρα… Μα στενάζω και για σένα, άμοιρη, που τα ίδια τα παιδιά σου θα σφάξεις για ένα κρεβάτι νυφικό.
Σκηνή 12
(Μπαίνει ο Παιδαγωγός με τα παιδιά.)
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Κυρά μου, τα παιδιά σου δεν θα πάνε εξορία! Η νύφη χαρούμενη πήρε τα δώρα και σου κάνει τη χάρη! Όμως εσύ γιατί δεν χαίρεσαι γι’ αυτό;
ΜΗΔΕΙΑ
Ωιμένα!
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Τα νέα είναι καλά, γιατί θρηνείς;
ΜΗΔΕΙΑ
Ωιμένα και πάλι ωιμένα!
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Μήπως άθελα μου σου έφερα κακά νέα; Για καλά τα νόμιζα.
ΜΗΔΕΙΑ
Σ’ άκουσα. Δε φταις εσύ.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Μα εσύ κλαίς!
ΜΗΔΕΙΑ
Άκουσε, γέρο. Η ανάγκη με κάνει να κλαίω. Εγώ τα σκέφτηκα όλα όσα θα γίνουν με τη βοήθεια των θεών.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Υπομονή! Ίσως γίνει και για σένα αυτό που γίνεται για τα παιδιά.
ΜΗΔΕΙΑ
Όμως πρίν, θα γίνουν πολλά…
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Δεν είσαι η πρώτη που χάνεις τα παιδιά σου. Θνητή είσαι και πρέπει να υπομένεις.
ΜΗΔΕΙΑ
Αυτό θα κάνω! Πήγαινε να ετοιμάσεις το δείπνο των παιδιών. (Ο Παιδαγωγός φεύγει. Η Μήδεια πλησιάζει αργά προς τα παιδιά της. Τα παίρνει αγκαλιά. Τα χαϊδεύει και τα γεμίζει φιλιά.) Παιδιά μου! Μικρά γλυκά μου παιδιά… Εσείς τώρα έχετε σπίτι και πόλη για να ζήσετε μόνα, χωρίς τη δύστυχη τη μάνα σας. Εγώ διωγμένη πρέπει τώρα να φύγω, σε ξένους τόπους εξόριστη να ζήσω, χωρίς να σας χαρώ πριν σας παντρέψω, να στολίσω με άνθη το νυφικό σας κρεβάτι. Ώ! ταλαίπωρη είμαι! Του κάκου σας μεγάλωσα, του κάκου σας γέννησα με πόνους. Έλπιζα πως θα σταθείτε στο πλευρό μου στη στερνή μου την ώρα να μου κλείσετε τα μάτια. Να με νεκροστολίσετε… Πάνε πια αυτές οι σκέψεις οι γλυκιές, χαθήκανε για μένα… Δίχως εσάς, έρημη και μόνη, μαύρες μέρες με προσμένουν τώρα… Τα ματάκια σας, παιδιά μου, θα πάψουν να βλέπουν τη μάνα σας, αφού κι εσείς θα φύγετε, θ’ αλλάξετε ζωή. Γιατί, καρδούλες μου, έτσι με γλύκα με κοιτάτε; Γιατί στα χείλη σας ανθίζει αυτό το γέλιο το στερνό; Ώιμένα! Ωιμέ! Τι να κάνω; Καλές μου, το θάρρος μου φεύγει βλέποντας τα πρόσωπά τους. Αφήνω τις κακές τις σκέψεις! Θα πάρω μαζί μου τα παιδιά! Τάχα είναι ανάγκη μόνο και μόνο για να πικράνω τον πατέρα του διπλές και τρίδιπλες συμφορές να βάλω στην καρδιά μου; Όχι! Δε θα το κάνω! Όμως, τι μ’ έπιασε ξαφνικά; Ν’ αφήσω τους εχθρούς μου ατιμώρητους να γελούν με τα δικά μου πάθη; Χρειάζεται τόλμη! Να σκληρύνω πρέπει την καρδιά μου! Παιδιά! (Τα σπρώχνει) Μπείτε μέσα! Γρήγορα! (Τα παιδιά φοβισμένα τρέχουν προς το σπίτι.) Όποιος βρίσκει πως η θυσία που θα κάνω είναι ανόσια, να φύγει! Αυτό το χέρι είναι σταθερό! Δε θα δειλιάσει! Άχ, όχι! Δύστυχη Μήδεια… Μην προχωρήσεις σε τέτοιες πράξεις. Λυπήσου τα παιδιά σου… Σε σας ορκίζομαι τώρα, θεοί τιμωροί του Κάτω Κόσμου! Σε σένα, Πλούτωνα, πως δε θ’ αφήσω τους εχθρούς μου να σκοτώσουν με μαρτύρια τα παιδιά μου! Κάλιο να τα σκοτώσω εγώ η ίδια που τα γέννησα! Το τέλος τους είναι γραμμένο! Θάνατος! Και δε θα τον ξεφύγουν! (Σα να βλέπει όραμα.) Και να! Η νύφη τώρα βάζει το στεφάνι, σφαδάζοντας πεθαίνει μες στα πέπλα… Ναι! Το ξέρω! (Ξανασκέφτεται τα παιδιά της κοιτάζοντας προς το σπίτι.) Όμως, ας χαιρετήσω τα παιδιά μου. Πικρό δρόμο τώρα πρόκειται να πάρω εγώ κι αυτά τα δύσμοιρα ακόμα πιο πικρό… (Κάνει νόημα για να βγουν. Τα παιδιά έρχονται διστακτικά κοντά της.) Παιδιά μου! Δώστε μου το δεξί σας χέρι… (Τα σφίγγει στην αγκαλιά της και τα γεμίζει φιλιά) …να το φιλήσει η μάνα σας. Ώ, ακριβό μου χέρι. Ακριβό μου στόμα. Κορμιά ευγενικά, πρόσωπα ωραία, ας είστε καλά εκεί που πάτε… Σ’ αυτόν τον κόσμο δεν έχει για σας ευτυχία. Σας την έχει κλέψει ο πατέρας σας… Ω, αγκάλιασμα γλυκό… Ω, τρυφερά κορμάκια και γλυκιά ανάσα των παιδιών μου. (Τα σπρώχνει ξανά με βία) Γρήγορα! Πηγαίνετε μέσα! (Τα προστάζει να μπουν στο σπίτι) Δε βαστώ άλλο να σας βλέπω… Με γονατίζει η δυστυχία και η συμφορά… (Τα παιδιά μπαίνουν στο σπίτι) Ξέρω καλά το κακό που πρόκειται να κάνω. Όμως ο θυμός νικά τα λογικά μου… Έτσι γίνονται πάντα στους ανθρώπους οι μεγάλες συμφορές…
Σκηνή 13
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Πολλές φορές μπήκα…
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Πολλές φορές μπήκα σε σκέψεις δύσκολες για γυναίκα…
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Δύσκολες και λεπτές…
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Όμως σε μερικές από μας η Μούσα μας συντροφεύει και μας χαρίζει σοφία…
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Όμως σε μερικές από μας η Μούσα…
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Λέω λοιπόν, ευτυχισμένοι είναι όσοι δεν έχουν παιδιά…
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Η Μούσα…
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Ο άτεκνος δεν ξέρει αν τα παιδιά γλυκαίνουν ή πικραίνουν τη ζωή.
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Η Μούσα μας συντροφεύει…
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Κι αυτοί που έχουν παιδιά, τους βασανίζει η έγνοια πώς να τα μεγαλώσουν…
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Μας συντροφεύει…
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
…δίχως να ξέρουν αν μοχθούν για τέκνα καλά ή όχι…
ΜΗΔΕΙΑ
Καλές μου, ώρα πολλή πέρασε κι ακόμα περιμένω να δω τι γίνηκε στο παλάτι. Μα να! Βλέπω ένα δούλο του Ιάσονα να έρχεται λαχανιασμένος. Σίγουρα κάποιο κακό έρχεται να μας πει.
(Μπαίνει λαχανιασμένος ο Αγγελιαφόρος)
Σκηνή 14
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Μήδεια! Μήδεια! Εσύ που’ χεις κάνει έργο φριχτό κι ανόσιο. Φύγε! Φύγε! Πάρε καράβι ή άμαξα και φύγε γρήγορα!
ΜΗΔΕΙΑ
Πες πρώτα τι με κατηγορούν πως έκανα.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Τα φαρμακερά σου βότανα σκοτώσαν τη βασιλοπούλα και τον Κρέοντα!
ΜΗΔΕΙΑ
Να ζήσεις! Ωραία τα λες! Με τα όμορφα λόγια σου φίλος μου έγινες!
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Άκουσα τάχα καλά; Τι λες; Τρελάθηκες φαίνεται ν’ ακούς φριχτά γεγονότα και συ να χαίρεσαι. Κι ούτε που φοβάσαι…
ΜΗΔΕΙΑ
Μη βιάζεσαι. Άκουσε πρώτα. Όμως πριν, πες πως έγινε το κακό. Πως χαθήκανε; Γιατί, αν ο θάνατός τους ήταν μαρτυρικός, διπλή θα ‘ναι η χαρά μου.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Όταν είδαμε τα παιδιά σου να μπαίνουν στο παλάτι με τον πατέρα τους, εμείς οι δούλοι χαρήκαμε γιατί σκεφτήκαμε πως φιλιώσατε με τον Ιάσονα. Γεμίζαμε με φιλιά τα παιδιά σου σα μάγουλα και στα ξανθά μαλλιά τους. Εγώ είχα τόση χαρά που τα’ ακολούθησα στα δωμάτια των γυναικών. Η βασιλοπούλα σαν είδε τον Ιάσονα γλύκανε η όψη της. Όμως, σαν πρόσεξε τα παιδιά, γύρισε το κεφάλι με σιχασιά. Τότε ο Ιάσονας της λέει: «Γιατί μισείς τα παιδιά μου; Άφησε το θυμό και στρίψε το κεφάλι. Πρέπει και συ ν’ αγαπάς αυτό που αγαπώ κι εγώ. Δέξου λοιπόν τα δώρα και για χάρη μου παρακάλεσε τον βασιλιά πατέρα σου να μην τα στείλει εξορία». Μόλις εκείνη βλέπει τα δώρα, χάρηκε και λέει στον Ιάσονα: «Θα μιλήσω στον πατέρα μου, έχεις δίκιο». Στη συνέχεια, παίρνει τα πέπλα και τα φορεί. Μετά βάζει το χρυσό στεφάνι στα μαλλιά της. Τα συγυρίζει και καμαρώνει την ομορφιά της στον καθρέπτη. Χαρούμενη τρέχει εδώ κι εκεί, σηκώνεται στις άκρες των ποδιών της κι όλο κοιτάζει στον καθρέπτη. Και ξαφνικά όλα αλλάζουν. Το χρώμα του προσώπου αλλάζει, το κορμί της διπλώνεται και στα δυό και σωριάζεται στην πολυθρόνα.
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Ψέματα! Με γεμίζεις ψέματα!
ΣΟΠΡΑΝΟΙ
Μεγάλη φαντασία έχεις!
ΑΛΤΟΙ
Πάψε ν’ ακούσουμε!
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Μια γριά δούλα που πίστεψε πως το κακό έρχεται απ’ τα πάνω, άρχισε να σκούζει και να καλεί τους θεούς.
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Τέτοιες πράξεις ξέρω πως τις κάνουν μόνο οι θεοί… Μου ‘ρχεται να σκούξω. Ψέματα! Μας γεμίζεις με ψέματα. Κλείσε, Μήδεια, τ’ αυτιά σου.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Μα εκείνη τώρα βγάζει αφρούς απ’ το στόμα. Τις κόρες των ματιών της στριφογυρίζει.
ΧΟΡΟΣ
Ψέματα λες, για τέτοιες πράξεις φριχτές ο Δίας είναι ικανός, δεν υπάρχει τέτοιος θνητός.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Κάτασπρη γίνεται λες κι άδειασε όλο της το αίμα… Τότε η γριά δούλα βγάζει κραυγή δεητική…
ΧΟΡΟΣ
Να σκούξω μου ‘ρχεται. Δε θέλω ν’ ακούσω…
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Η νύφη ορμά τώρα να βρει το βασιλιά ενώ η δούλα ψάχνει τον Ιάσονα.
ΧΟΡΟΣ
Όλα γύρισαν ανάποδα για μένα.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Το σπίτι βούιζε…
ΧΟΡΟΣ
Ήλιε μου! Ήλιε μου! Σένα κράζω!
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
…τρέχει η νύφη κι ενώ άφωνη ήταν, τώρα σκούζει με τα μάτια κλειστά. Διπλό κακό την κυνηγούσε…
ΧΟΡΟΣ
Κάλιο σκοτάδι!
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
…απ’ τη μια στο στεφάνι βγάζει φλόγες…
ΧΟΡΟΣ
Για να μη βλέπω το αίμα!
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
…απ’ την άλλη τα πέπλα της τρώνε τις σάρκες…
ΧΟΡΟΣ
Άχ! πως σπαράζω! Πονώ!
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
…σπαράζει… Προσπαθεί να βγάλει το πύρινο στεφάνι μα εκείνο έχει κολλήσει. Διπλασιάζει τις φλόγες που καίνε τώρα τα χρυσά της μαλλιά.
ΧΟΡΟΣ
Έργα δαιμονικά…
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Η όψη της αλλάζει τόσο που μόνο ο πατέρας μπορεί πιά να γνωρίσει.
ΧΟΡΟΣ
(Προς τη Μήδεια) Πρέπει να πεις ένα ναι ή ένα όχι. Μήδεια, πες μας αν εσύ τα έχεις κάνει ολ’ αυτά τα έργα τα φριχτά…
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Χάθηκαν τα μάτια της, το ωραίο της πρόσωπο γέμισε φωτιά και αίμα…
ΧΟΡΟΣ
Θολώνει το μυαλό. (Προς τον Αγγελιοφόρο) Απίστευτα φριχτά μου φαίνονται τα όσα λες.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
…ενώ το φαρμάκι έτρωγε τις σάρκες της βαθιά ως να φανούν τα κόκαλα…
ΧΟΡΟΣ
Αθώων αίμα χύνεται…
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Θέαμα φριχτό…
ΧΟΡΟΣ
Γιατί θεοί;
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
…αβάσταχτο.
ΧΟΡΟΣ
Όλα τώρα τελείωσαν. Όλα.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Τέλος, πέθανε… Όμως εμείς διστάζαμε να την αγγίξουμε. Τότε ο δύστυχος πατέρας μπαίνει ξαφνικά με ορμή και πέφτει πάνω στο λείψανο… Ουρλιάζει…
ΧΟΡΟΣ
Βασιλοπούλα…
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
…καθώς αγκαλιάζει το άψυχο κορμί…
ΧΟΡΟΣ
Βασιλοπούλα…
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
…το φιλεί και λέει…
ΧΟΡΟΣ
Τα αθώα σου μάτια δεν βλέπουν πιά.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
«Άμοιρο παιδί μου, ποιος θεός σου ’κανε τέτοιο κακό; Ποιος ορφάνεψε τα γηρατειά μου;
ΧΟΡΟΣ
Ω πατέρα έρημε…
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Ωιμένα! Ω θάνατε, έλα να με πάρεις!»
ΧΟΡΟΣ
Μήδεια! Οι θεοί θα σε κάψουν! Όλα τελείωσαν…
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Σαν έπαψε τους θρήνους, κάνει να σηκωθεί όμως δεν μπορεί γιατί τα πέπλα έχουν κολλήσει πάνω του και τον κρατούν σαν τον κισσό που τυλίγει της δάφνης τα κλαριά. Τραβιέται με δύναμη και τότε οι σάρκες του ξεκολλούν και φαίνονται τα κόκαλά του.
ΧΟΡΟΣ
Φρίκη! Φρίκη!
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Τέλος, σωριάζεται και πεθαίνει εκεί δα πάνω στο νεκρό της κόρης του κορμί.
ΧΟΡΟΣ
Το φώς τ’ ουρανού τώρα λιγοστεύει.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Συμφορά αμέτρητη που θέλει θρήνους και θρήνους.
ΧΟΡΟΣ
Θρηνώ και πονώ βαθιά.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Για σένα, Μήδεια, τι να πώ; Ξέρεις εσύ πώς να ξεφύγεις.
ΧΟΡΟΣ
Αχ, παιδιά μου έρημα, τέλειωσαν όλα. Όλα μια σκιά.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Μια σκιά ο άνθρωπος είναι, αυτό το ξέρω.
ΧΟΡΟΣ
Γιατί οι θεοί μας μισούν;
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Κι όσοι περνάνε για σοφοί και αραδιάζουν θεωρίες, ανόητοι είναι.
ΧΟΡΟΣ
Δεν μιλάς, Μήδεια!
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Δεν υπάρχει ευτυχία για τους θνητούς. Κι αν κανείς πλουτίσει, τυχερός είναι μα ποτέ ευτυχισμένος.
(Φεύγει ο Αγγελιοφόρος)
ΧΟΡΟΣ
Μήδεια! Σε φοβάμαι. Άχ, περιμένω ν’ ακούσω…
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Δίκιο έχει ο θεός να τιμωρήσει σήμερα τον Ιάσονα. Όμως εσένα δύστυχη κόρη του Κρέοντα, εσένα κλαίμε. Τώρα χτυπάς την πόρτα του Άδη μόνο και μόνο γιατί άντρα σου πήρες τον Ιάσονα.
ΜΗΔΕΙΑ
Καλές μου φίλες! Η απόφαση πάρθηκε οριστικά! Θα σκοτώσω τα παιδιά μου! Και θα φύγω. Δεν πρέπει να χαθούν από χειρότερο χέρι. Πρέπει να πεθάνουν.
Σκηνή 15
ΜΗΔΕΙΑ
Πρέπει να πεθάνουν – εγώ θα τα σκοτώσω
καρδιά μου ετοιμάσου.
Δεν πρέπει να καθυστερώ
στη Μοίρα και στην Ανάγκη
που μου ζητούν να κάνω έργο φριχτό.
Πρέπει να πεθάνουν – εγώ θα τα σκοτώσω
καρδιά μου ετοιμάσου.
Δύστυχό μου χέρι κι εσύ
πιάσε τώρα το σπαθί
ν’ αρχίσεις καινούρια θλιβερή ζωή.
Πρέπει να πεθάνουν – εγώ θα τα σκοτώσω
καρδιά μου ετοιμάσου.
Μήδεια, βγάλει απ’ το νου
ξέχασε πως τα γέννησες
ξέχασε πως τα λατρεύεις.
ΚΟΡΟ
Μήδεια, βλέπω το χαμό σου και πονώ.
ΜΗΔΕΙΑ
Σήμερα λησμόνησέ τα
κι αύριο κλαις.
Κλάψε, κλάψε Μήδεια
θυμήσου μόνο,
πως κι αν τα σκοτώσεις
στην καρδιά σου πάντα είναι
– είναι για πάντα.
Δεν υπάρχει πιο δύστυχη
από μένα.
(Πηγαίνει με αργά βήματα προς το σπίτι. Ανοίγει τη μεγάλη πόρτα και χάνεται.)
Σκηνή 16
ΧΟΡΟΣ
Ω Γη! Και συ του Ήλιου αχτίνα φωτεινή! Καλύτερα είναι γι’ αυτήν να χαθεί πρίν ν’ απλώσει πάνω στα παιδιά της χέρι διψασμένο για αίμα, χέρι έτοιμο να σφάξει την ίδια της τη σάρκα… Ήλιε, αυτά τα παιδιά είναι δική σου σπορά, μην επιτρέψεις σε άνθρωπο να ποτίσει τη γης με αίμα θεού! Εμπόδισέ την εσύ, Φως, γέννημα του Δία! Δία, σε σένα υψώνω κραυγή – μην επιτρέψεις ανόσια σφαγή! Διώξε απ΄το σπίτι τη φοβερή ερινύα που δαίμονες της συμφοράς την αγριεύουν και την κάνουν να διψάει για αίμα! Μάταια βασανίστηκες για τα παιδιά σου! Μάταια τα γέννησες, εσύ που πέρασες τις Συμπληγάδες! Δυστυχισμένη! Δέρνει η οργή την καρδιά σου και σε σπρώχνει σε άγριο σκοτωμό. Φόνοι συγγενών μολύνουν τη γη με αίμα και κατάρα πέφτει στους θνητούς. Τα σπίτια των φονιάδων οι θεοί χτυπούν με κεραυνούς ώσπου να πληρωθούν οι φόνοι. (Κραυγές των παιδιών) Άκου τις φωνές! Άκου τα παιδιά! Σκούζουν! Ω δυστυχισμένη εσύ, τρισάθλια γυναίκα! (Κραυγές των παιδιών) Πρέπει να μπω μέσα! Πρέπει να γλιτώσω! (Κραυγές παιδιών)
ΠΑΥΣΗ
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Πανάθλια γυναίκα! Δεν είσαι άνθρωπος! Σίδερο και πέτρα είσαι για να σφάξεις με τα ίδια σου τα χέρια τη φύτρα των σπλάχνων σου. Ξέρω μονάχα την Ιώ, από τις παλιές ιστορίες. Μονάχα αυτή σκότωσε τα παιδιά της όταν οι θεοί της πήραν τα λογικά κι αυτή τρέχει και τρέχει. Και πέφτει στη θάλασσα να πνίξει ανόσια τα τέκνα της. Υπάρχει άλλο πιο φριχτό απ’ αυτό;
ΧΟΡΟΣ
Όχι!
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Ω πικρό κρεβάτι της γυναίκας! Πόσους θρήνους έχεις σκορπίσει στους θνητούς.
Σκηνή 18
ΙΑΣΩΝ
(Μπαίνει τρέχοντας.) Γυναίκες! Έγκλημα φριχτό η Μήδεια έκανε! Ξέρετε μήπως που είναι; Μέσα στο σπίτι ή έφυγε;
ΧΟΡΟΣ
Είναι μέσα! Είναι μέσα! Με τα νεκρά παιδιά της…
ΙΑΣΩΝ
Αν θέλει να γλιτώσει την εκδίκηση, πρέπει βαθιά στο χώμα να χωθεί ή με φτερά στα ύψη να πετάξει.
ΧΟΡΟΣ
Στο αίμα, αίμα!
ΙΑΣΩΝ
Βασιλιάδες κανείς δε σκοτώνει ατιμώρητα! Μα δε με νοιάζει για κείνη, όσο για τα παιδιά μου. Αυτή θα λάβει την τιμωρία που της πρέπει.
ΧΟΡΟΣ
Όταν μάθεις, δύστυχε…
ΙΑΣΩΝ
Ήρθα να σώσω τα παιδιά μου, μήπως και πάνω τους θελήσουν να πάρουν εκδίκηση οι συγγενείς του βασιλιά για τα φριχτά εγκλήματα που η μάνα τους έχει κάνει.
ΧΟΡΟΣ
…δύστυχε, την αλήθεια για τα παιδιά σου, κάλιο να μη μάθεις ποτέ την αλήθεια.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Δύστυχε Ιάσονα, αν ήξερες τι σε περιμένει, έτσι δε θα μίλαγες.
ΙΑΣΩΝ
Μήπως η Μήδεια θέλει και μένα να σκοτώσει;
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Νεκρά τα παιδιά σου! Σφαγμένα απ’ της μάνας του το χέρι…
ΙΑΣΩΝ
Τι ‘ν’ αυτά που λες! Με θανατώνεις!
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Φρόντισε τώρα τα παιδιά σου, σα να μην υπάρχουν…
ΙΑΣΩΝ
Που τα σκότωσε;
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Άνοιξε τις πόρτες να δείς…
Σκηνή 19
(Ο Ιάσων χτυπά με τις γροθιές του τη μεγάλη πόρτα βγάζοντας άνανθρες κραυγές. Ξαφνικά εμφανίζεται πάνω απ’ το σπίτι ένα άρμα που το σέρνουν δράκοντες με φτερά. Η Μήδεια στητή κρατά τα χαλινάρια. Πλάι της τα σφαγμένα παιδιά.)
ΜΗΔΕΙΑ
Άδικα τις πόρτες χτυπάς! Τους νεκρούς ζητάς ή εμένα τη φόνισσα; Αν με χρειάζεσαι, πες τα με το στόμα γιατί το χέρι σου δεν μπορεί να μ’ αγγίξει! Γιατί ο Ήλιος, ο πατέρας του πατέρα μου, μου πρόσφερε άμαξα απόρθητη για τους κοινούς θνητούς.
ΧΟΡΟΣ
Βλέπω το χέρι του θεού. Βλέπω τα θύματα.
ΙΑΣΩΝ
Δεν υπάρχει γυναίκα πιο μισητή σε μένα, μισητή στους ανθρώπους.
ΧΟΡΟΣ
Βλέπω τα θύματα… Σφαγμένα παιδιά αθώα…
ΙΑΣΩΝ
Εσύ που άντεξες να μπήξεις μαχαίρι στις σάρκες των τέκνων που γέννησες…
ΧΟΡΟΣ
Θύματα οργής θεϊκής.
ΙΑΣΩΝ
Μ’ αφάνισες!
ΧΟΡΟΣ
Πιο μαύρο κρίμα δεν υπάρχει.
ΙΑΣΩΝ
Μου πήρες τα παιδιά μου…
ΧΟΡΟΣ
Αχ, δεν αντέχω, νιώθω φλόγες να με ζώνουν.
ΙΑΣΩΝ
Πως βλέπεις ακόμα τον Ήλιο και τη Γή, ύστερα από έργα τόσο φριχτά κι ανόσια;
ΧΟΡΟΣ
Βλέπω να τρίζουν οι ρίζες της γης!
ΙΑΣΩΝ
Χάσου! Χάσου απ’ τη γη!
ΧΟΡΟΣ
Ακούω πέλματα βαριά… Είναι το τέλος της ζωής…
ΙΑΣΩΝ
Άργησα να δω και να μάθω.
ΧΟΡΟΣ
Το τέλος της γης!
(Μπαίνει διακριτικά ο Αντρικός Χορός –Λαός- και μένει στη σκιά.)
ΙΑΣΩΝ
Τώρα βλέπω και όχι τότε που σε πήρα απ’ το βάρβαρό σου σπίτι και την βάρβαρή σου χώρα για να σε φέρω σε σπίτι ελληνικό.
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Το κακό, Ιάσων, δεν το παίρνεις πίσω…
ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ
Άνοιξε, Γη, στα σκοτάδια να μπω. Νυχτώνει. Έδυσε το φως. Τρίζουν τα θεμέλια της γης.
ΙΑΣΩΝ
Δαίμονας εκδίκησης πήρε τα λογικά σου κι έπεσε επάνω μου.
ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ
Άνοιξε, Γη, στα σκοτάδια να μπω. Τρίζουν τα θεμέλια της γης.
ΙΑΣΩΝ
Τον αδερφό σου τον σκότωσες.
ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ
Τον αδερφό σου τον σκότωσες.
ΙΑΣΩΝ
Και μπήκες στο καράβι με την όμορφη πλώρη, την Αργώ.
ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ
Δεν ωφελούνε τα λόγια. Αργά τα σκέφτηκες.
ΙΑΣΩΝ
Μ’ εγκλήματα ξεκίνησες και πλάγιασες στο πλευρό μου και μου γέννησες παιδιά, για να τα σφάξεις για ένα κρεβάτι νυφικό.
ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ
Τά-τά-τά-τά Βουνά!
Ποτέ Ελληνίδα δεν θα έπραττε έργα τόσο φριχτά!
ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ
Τά-τά-τά-τά Βουνά πονούν!
ΙΑΣΩΝ
Κι εγώ προτίμησα σένα τη βάρβαρη. Γυναίκα ολέθρια.
Σκηνή 20
ΙΑΣΩΝ
Όχι γυναίκα! Λέαινα! Πιο άγρια κι απ’ τη Σκύλα! Όμως άδικα σου μιλώ. Άδικα σε βρίζω, ξεδιάντροπη είσαι! Χάσου όπως είσαι βουτηγμένη μες στο αίμα των παιδιών σου. Για μένα τώρα οι θρήνοι. Άτυχος είμαι. Δεν έχω νύφη να χαρώ ούτε παιδιά που έσπειρα κι ανάστησα… Όλοι νεκροί… Χάθηκα…
ΜΗΔΕΙΑ
Απορώ πως ο Δίας ο πατέρας σου δε φρόντισε να δεις όσα καλά σου έχω κάνει και πως με ξεπλήρωσες εσύ. Περιφρόνησες το κρεβάτι μου. Πως ήθελες λοιπόν χαρούμενα να ζήσεις και να περιπαίζεις; Τα ίδια θα πω και για τη νύφη σου, τη βασιλοπούλα… Κι ο Κρέοντας που δέχτηκε το δεύτερο γάμο, τιμωρήθηκε κι αυτός. Λέγε με λέαινα λοιπόν και Σκύλα! Όμως εγώ φαρμάκωσα την καρδιά σου όπως πρέπει. Πόνεσες κι αυτό μου φτάνει…
ΙΑΣΩΝ
Κι εσύ πονάς. Έχεις κι εσύ στον πόνο μερτικό…
Σκηνή 21
ΜΗΔΕΙΑ
Ο δικός σου πόνος τον δικό μου αλαφρώνει.
ΙΑΣΩΝ
Άμοιρα παιδιά μου, μάνα κακούργα σας έτυχε…
ΜΗΔΕΙΑ
Παιδιά μου, του πατέρα σας τα πάθη σας έχουν αφανίσει.
ΙΑΣΩΝ
Το δικό μου χέρι δεν σκότωσε.
ΜΗΔΕΙΑ
Η ατιμία σου σκότωσε και οι γάμοι σου.
ΙΑΣΩΝ
Τα σκότωσες, αλήθεια, για ένα κρεβάτι;
ΜΗΔΕΙΑ
Μικρό κακό το νομίζεις αυτό για μια γυναίκα;
ΙΑΣΩΝ
Για τη φρόνιμη γυναίκα, ναι. Όμως κι εσύ όλα μαύρα τα ‘βλεπες.
ΜΗΔΕΙΑ
Κοίτα! Κοίτα καλά! Νεκρά είναι! Την καρδιά σου ξεσκίζω…
ΙΑΣΩΝ
Δαίμονες εκδίκησης θα γίνουν και θα σε συντρίψουν.
ΜΗΔΕΙΑ
Ξέρουν οι θεοί ποιος πρώτος άρχισε.
ΙΑΣΩΝ
Ναι, ξέρουν τη βρώμικη ψυχή σου.
ΜΗΔΕΙΑ
Κράτα το μίσος σου για σένα, σιχαίνομαι πια να σ’ ακούω.
ΙΑΣΩΝ
Κι εγώ εσένα… Μια λύτρωση τώρα σου ζητώ.
ΜΗΔΕΙΑ
Κι εγώ το θέλω. Τι πρέπει να κάνω; τι θες να κάνω;
ΙΑΣΩΝ
Θέλω να μ’ αφήσεις να κλάψω και να θάψω τα νεκρά παιδιά μου.
ΜΗΔΕΙΑ
Όχι! Με το δικό μου χέρι θα τα θάψω στο Ναό της Ήρας της Ακραίας! Θα τα πάω, απρόσβλητοι να μείνουν οι τάφοι απ’ τους εχθρούς μου. Και σε τούτη τη χώρα του Σίσυφου.
ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ
Ναό! Ναό!
ΜΗΔΕΙΑ
Θα ορίσω πένθιμες γιορτές…
ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ
Της Ήρας! Στο Ναό της Ήρας!
ΜΗΔΕΙΑ
…και μυστηριακές τελετές για τον ανόσιο φόνο.
ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ
Στη χώρα του Σίσυφου!
ΜΗΔΕΙΑ
Κι εγώ πάω να κατοικήσω στην Αθήνα, στην χώρα του Ερεχθέα!
ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ
Αθήνα!
ΜΗΔΕΙΑ
Μαζί με τον Αιγέα, τον γιο του Πανδίονα!
ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ
Στην Αθήνα! Στο Ναό της Ήρας!
ΜΗΔΕΙΑ
Κι εσύ ντυμένος στις πίκρες, θα ‘χεις τέλος πικρό καθώς σου πρέπει…
Σκηνή 22
ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ
Οι Ερινύες!
ΙΑΣΩΝ
Οι Ερινύες των παιδιών να σε αφανίσουν και η θεά Δίκη που τους φόνους τιμωρεί.
ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ
Τους φόνους!
ΜΗΔΕΙΑ
Και ποιος θεός ή δαίμονας ακούει κάποιος που τους όρκους του πατά;
ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ
Οι Ερινύες φοβερές! Φόβος! Φόβος! Φόβος!
ΙΑΣΩΝ
Βρώμικη γυναίκα! Φόνισσα των παιδιών μου!
ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ
Φόνισσα! Φόνισσα! Φόνισσα!
ΜΗΔΕΙΑ
Τράβα τώρα στο παλάτι τη γυναίκα σου να θάψεις.
ΙΑΣΩΝ
Πηγαίνω έχοντας χάσει τα δυό παιδιά μου.
ΜΗΔΕΙΑ
Δεν είδες ακόμα τίποτα! Περίμενε τα γηρατειά σου και θα δεις!
ΙΑΣΩΝ
Παιδιά μου ακριβά!
ΜΗΔΕΙΑ
Για τη μάνα, όχι για σένα!
ΙΑΣΩΝ
Ακριβά για σένα που τα σκότωσες!
ΜΗΔΕΙΑ
Να σε πονέσω ήθελα!
ΙΑΣΩΝ
Ωιμένα! Ωιμέ! Ο δύστυχος θέλω το στόμα των παιδιών μου να φιλήσω.
ΜΗΔΕΙΑ
Τώρα θρηνείς και φωνάζεις. Τώρα να τα φιλήσεις θέλεις. Χτές όμως τα ‘διωχνες…
ΙΑΣΩΝ
Στο όνομα των θεών! Άφησε με τα τρυφερά τους κορμιά ν’ αγγίξω!
ΜΗΔΕΙΑ
Δε γίνεται! Του κάκου στενάζεις!
(Η Μήδεια φεύγει με το άρμα της.)
Σκηνή 23
ΙΑΣΩΝ
Ώ, Δία, μ’ ακούς;
ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ
Τα πάντα ορίζει ο Δίας απ’ τον Όλυμπο.
ΙΑΣΩΝ
Βλέπεις τι μου κάνει η βλεδυρή λέαινα που τα τέκνα της σκότωσε! Τι μου μένει άλλο παρά να θρηνώ τα παιδιά μου.
ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ
Οι θεοί ορίζουν… Ορίζει ο Δίας…
ΙΑΣΩΝ
Να κράξω τους θεούς να γίνουν μάρτυρες που δε μ’ άφησε ν’ αγγίξω τα νεκρά κορμιά τους…
ΧΟΡΟΣ ΜΙΚΤΟΣ
Έτσι τελειώνει κι αυτή η ιστορία…
ΙΑΣΩΝ
Μακάρι να μην τα ‘σπερνα για να τα δω σφαγμένα από σένα…
(Βγαίνει ο Ιάσων και ο Αντρικός Χορός.)
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Τα πάντα ορίζει ο Δίας απ’ τον Όλυμπο! Και πολλά ανέλπιστα φέρνουν οι θεοί. Κι όσα προσμένουμε τα πιο συχνά δε γίνονται. Όμως για τ’ αναπάντεχα βρίσκουν τρόπους οι θεοί να γίνουν. Έτσι τελειώνει αυτή η ιστορία.
ΤΕΛΟΣ
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ
Με τη σύνθεση μουσικής για το αρχαίο δράμα ασχολούμαι από το 1960, τότε που έγραψα τη μουσική για τις ΦΟΙΝΙΣΣΕΣ του Ευρυπίδη. Έκτοτε το όνειρό μου ήταν να μελοποιήσω όχι μόνο τα χωρικά, όπως συνηθίζεται, αλλά μια ολόκληρη τραγωδία. Κάτι τέτοιο δεν γινόταν μήπως και την αρχαία εποχή; Έπρεπε όμως γι’ αυτό το μέγα εγχείρημα να δοκιμάσω πρώτα τα όπλα μου.
Έτσι, πριν πέντε χρόνια αποφάσισα να συνθέσω την πρώτη μου όπερα σε σενάριο δικό μου. Πρόκειται για τον ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ ή ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ που βασίζεται στην ζωή, την ποίηση και τον τραγικό θάνατο του ομώνυμου μεγάλου Έλληνα ποιητή (1896-1929).
Αργότερα, η Διεύθυνση της Όπερας της Βερόνα (στα 1987) μου παράγγειλε να συνθέσω ένα συμφωνικό μπαλέτο επάνω σε θέματα τραγουδιών μου και του ΖΟΡΜΠΑ, που παρουσιάστηκε στη σκηνή της Arena di Verona στα 1988 και 1990. Την πρώτη φορά, το 1988, στο πρόγραμμα –εκτός από το μπαλέτο μου- υπήρχε η Αΐντα του Βέρντι και η Τουραντό του Πουτσίνι.
Αναθρεμμένος μουσικά με τη συμφωνική μουσική, είχα περιθωριοποιήσει μέσα μου τη γοητεία και τη δύναμη της όπερας. Αισθανόμενος τύψεις γι’ αυτό, έστω και αργά, μετά την πρεμιέρα του ΖΟΡΜΠΑ δήλωσα ότι από δω και στο εξής θα ασχοληθώ αποκλειστικά με το είδος αυτό συνθέτοντας μια ΜΗΔΕΙΑ προς τιμή του Βέρντι, μια ΗΛΕΚΤΡΑ προς τιμή του Πουτσίνι και μια ΕΚΑΒΗ προς τιμή του Μπελίνι.
Δούλεψα επί δύο χρόνια εντατικά, αποκλειστικά. Μετέφρασα το κείμενο του Ευριπίδη στα νέα ελληνικά κάνοντας ελάχιστες αλλαγές. Εισήγαγα πλάι στον γυναικείο χορό και τον ανδρικό με τη μορφή ακολούθων, στρατιωτών, πολιτών, κ.α. για να έχω στη διάθεση μου μια τετράφωνη μικτή χορωδία. Από κει και πέρα προσπάθησα να εξαντλήσω όση μελωδική φλέβα διαθέτω στην προσπάθεια μου να παρακολουθήσω τον Ευρυπίδη στους λαβύρινθους αυτής της πρωτοφανούς ανάλυσης που κάνει στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Άλλωστε, αυτό ήταν και το βασικό στοιχείο που με οδήγησε στην επιλογή της ΜΗΔΕΙΑΣ.
Για τον συνθέτη, όπως και για τον συγγραφέα, δε νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει πιο συγκλονιστική ‘επιχείρηση’ από το να παρακολουθήσει τις άπειρες διακυμάνσεις της ανθρώπινης προσωπικότητας, τη στιγμή ακριβώς που ο άνθρωπος βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με τη Μοίρα του… Η βάρβαρη, η ξεριζωμένη, η παθιασμένη από τον έρωτα και ντροπιασμένη από τον άντρα της, η μάνα που λατρεύει τα παιδιά της και που δεν δέχεται τη ατίμωση της εξορίας, η γυναίκα που οδηγείται στην κορύφωση του πάθους και σκοτώνει τα ίδια της τα σπλάχνα, είναι ίσως κάτι παραπάνω από την τραγωδία ενός προσώπου… Μήπως ο Ευρυπίδης ήθελε μ’ αυτό να ‘μαστιγώσει’ τους ‘πολιτισμένους’ συμπατριώτες του Αθηναίους, καθώς έμπαιναν στον τελικό κατήφορο της παρακμής;
Είμαι ευτυχής γιατί ένα έργο με αυτές τις μουσικές και σκηνικές διαστάσεις έχει την τύχη να παρουσιάζεται με αγάπη. Οι βασικοί συντελεστές και πρωταγωνιστές το αγάπησαν βάζοντας απ’ τη πρώτη στιγμή όλη τους την ψυχή, με πρώτη τη Μήδεια-Κατερίνα Οικονόμου, που φορτώνεται ένα τεράστιο ερμηνευτικό βάρος, καθώς όχι μόνο τραγουδάει, όχι μόνο ερμηνεύει μουσικά αλλά –ίσως πιο σπουδαίο- θα πρέπει να ταυτιστεί με την μοίρα της πιο άτυχης, της πιο τραγικής και δυστυχισμένης γυναίκας που έζησε ποτέ στη γη. Χωρίς να ξεχνά και την πικρή της περηφάνεια…
Την ίδια αγάπη βρήκα και στους δύο βασικούς συντελεστές για το ανέβασμα της όπερας μου: τον Σπύρο Ευαγγελάτο, τον εμπνευσμένο σκηνοθέτη, και τον Λουκά Καρυτινό, ιδανικό ερμηνευτή της συμφωνικής μου μουσικής.
Όλες και όλους τους ευχαριστώ από τα βάθη της ψυχής μου.
(Μίκης Θεοδωράκης, κείμενο από το πρόγραμμα της παρουσίασης της όπερας στο Ηρώδειο, 6 & 8 Ιουλίου 1993.
Προεδρείο:
Ιουλίτα Λαζαρίδου Ελμαλόγλου, μουσικολόγος.
Γιάννης Μεντζελόπουλος Καλλιτεχνικός Δ/ντής Ωδείου Χανίων & Δ/ντής Χορωδίας.
Μιχάλης Αεράκης Καλλιτεχνικός Δ/ντής Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Κρήτης
Στο βήμα η Gail Holst-Warhaft
Το μπαλέτο «Ζορμπάς» παίχτηκε στο αρχαίο θέατρο της Βερόνας τον Αύγουστο του 1988. Ο Θεοδωράκης ένιωσε περήφανος, όταν το βράδυ της πρεμιέρας που θα διηύθυνε την ορχήστρα, είδε σε πανό να γράφεται το όνομά του δίπλα στους γίγαντες της ιταλικής όπερας. Μετά το θρίαμβο του μπαλέτου, και αφού είχε πιει δύο-τρία ποτηράκια κρασί, έδωσε μια υπόσχεση στο διευθυντή του φεστιβάλ: «Θα γράψω τρεις όπερες» είπε, «μια για το Βέρντι, μια για τον Πουτσίνι, και μια για το Μπελίνι.»
Για ένα συνθέτη που πλησίαζε τα εβδομήντα και που δεν είχε γράψει καμιά όπερα μέχρι τότε, η πιθανότητα να εκπληρωθεί η υπόσχεση φάνηκε στον Ιταλό ελάχιστη. Αλλά δεν επρόκειτο ούτε για ματαιόδοξη επιθυμία, ούτε για επαναστατική ενέργεια ενός ανθρώπου που μια ζωή γράφει μουσική για φωνή και για ορχήστρα, και που για σαράντα χρόνια εξακολουθεί να γράφει μουσική για θέατρο, για μπαλέτο και για κινηματογραφικές ταινίες.
Ανάμεσα στα 1984 και 1986 ο Θεοδωράκης είχε ήδη γράψει την όπερα «Κώστας Καρυωτάκης ή οι Μεταμορφώσεις του Διονύσου». Πρόκειται για ένα έργο που χαρακτηρίζεται ως «όπερα μπούφα» και βασίζεται στη ζωή και στο θάνατο του ποιητή. Ο Θεοδωράκης την εμπνεύστηκε από την αηδία που ένιωθε για τη σύγχρονη κυβερνητική πολιτική. Στον «Καρυωτάκη», στην πραγματικότητα, ο συνθέτης έβαλε μέσα σ’ ένα πλαίσιο πικρής σάτιρας λυρικά στοιχεία. Το αποτέλεσμα είναι μια σκόπιμα γκροτέσκα, μαύρη κωμωδία, ένας μπρεχτικός εφιάλτης, από τον οποίο κανείς δεν μπορεί να γλιτώσει την κριτική και ο αυτόχειρας ποιητής θεωρεί τους πάντες υπεύθυνους όχι μόνο για το θάνατό του αλλά και για το θάνατο του έθνους του. Η όπερα «Κώστας Καρυωτάκης» είναι ένα σχόλιο του συνθέτη για τη δεκαετία του ’80. Πιστεύει ότι και αυτή η δεκαετία είναι άλλη μια περίοδος στιγματισμένη από την κατάχρηση της εξουσίας σε μια χώρα που στην ιστορική πορεία της έχει καταδυναστευτεί από ξένους και ντόπιους.
Η «όπερα» αυτή ήταν ένα θυμωμένο, χωρίς απόγνωση όμως, ξέσπασμα του συνθέτη. Ο υπότιτλος της όπερας δένει το έργο με μια άλλη σύνθεση, τον κύκλο τραγουδιών για λαϊκό τραγουδιστή, χορωδία και τη λαϊκή ορχήστρα «Διόνυσος», που παρουσιάστηκε το 1985 στο θέατρο «Ορφέας» στην Αθήνα. Ο Θεοδωράκης ονόμασε αυτόν τον κύκλο «σύγχρονο θρησκευτικό δράμα», τονίζοντας ότι ο σκοπός του ήταν να ξαναφέρει, όπως λέει, «στην μνήμη του λαού, αρχαίους και σύγχρονους μύθους, ελπίζοντας να τον βοηθήσω να δει μέσα από τα σύμβολα, την ουσία της ζωής του, που έχω την γνώμη ότι χάνεται όλο και πιο πολύ».
Η επιστροφή του θεού Διόνυσου δίνει μια συμβολική και μυθική διάσταση στη τραγωδία της σύγχρονης Ελλάδας. Μετά από χρόνια ξένης παρέμβασης, πολέμους και κατοχές η χώρα υποφέρει από την κατάχρηση εξουσίας και την οργιαστική κατανάλωση που μπορεί να νικήσει, φαίνεται, ακόμη και το Διόνυσο. Αλλά με τέτοιο θεό, ποιος ξέρει τι μπορεί να γίνει; Ο Διόνυσος, το σύμβολο του ελληνικού παρελθόντος, είναι που ενώνει το κοσμικό με το ιερό και αφήνει χώρο για ελπίδα. Στις όπερες που θα συνθέσει ο Θεοδωράκης την επόμενη δεκαετία, θα επιστρέψει στην πηγή έμπνευσής του, στο μυθικό και συμβολικό κόσμο της αρχαίας Ελλάδας και θα δημιουργήσει μια τριλογία τραγωδιών μ’ ένα νέο λυρισμό, ένα λυρισμό που υπερβαίνει την πικρία του παρελθόντος και καταφάσκει στη δύναμη της ανθρώπινης αγάπης και του έρωτα.
Ο Θεοδωράκης πιστεύει ότι οι σύγχρονοι Έλληνες έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με το τραγικό. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αυτό οφείλεται στην ιστορία της χώρας τους ή ακόμη στο ότι το έχουν στο αίμα τους που τους ευχαριστεί η ακραία έκφραση του πόνου στη λογοτεχνία. Εν πάση περιπτώσει, ο Θεοδωράκης πάντοτε ταυτιζόταν με τις τραγικές μορφές της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας και ιδιαίτερα με τις τρεις ηρωίδες που στέκονται μόνες και χωρίς φόβο στο κέντρο των λεγόμενων «λυρικών τραγωδιών»: Μήδεια, Ηλέκτρα και Αντιγόνη. Το πρόβλημα για το συνθέτη ήταν πώς να μετουσιώσει αυτή την ιδιαίτερη έλξη που ασκούσε πάνω του η τραγωδία σε μουσική μορφή. Η λύση ήταν, όπως έχει συμβεί με όλα σχεδόν τα έργα του, να βασιστεί στον ποιητικό λόγο, ώστε αυτός να του εξασφαλίσει τη μουσική έμπνευση. Ο συνθέτης ένιωθε ότι ο Ευριπίδης τον οδηγούσε πιο κοντά στον άνθρωπο και στην ανθρώπινη κοινωνία παρά ο Αισχύλος, ο οποίος έβλεπε τον άνθρωπο ως όργανο της θεϊκής θέλησης.
Ο σεβασμός του Θεοδωράκη για το κείμενο του Ευριπίδη τον οδήγησε όχι μόνο να ακολουθήσει το πρωτότυπο λέξη προς λέξη και στίχο προς στίχο, αλλά να δημιουργήσει μια μοναδική μελωδική γραμμή που αρχίζει με την πρώτη φράση της τροφού και τελειώνει με το τελευταίο χορικό. Δεν σημαίνει όμως ότι μια μόνο μελωδία κυριαρχεί στο έργο, αλλά η μελωδία, το μέλος, είναι το κυρίαρχο στοιχείο που θα επηρεάσει τις άπειρες αντιθέσεις και μεταβολές των χαρακτήρων. Όπως θα περίμενε κανείς, με τέτοια εμμονή στη μελωδία, δεν υπάρχει στην πραγματικότητα ρετσιτατίβο, ακόμη και οι πιο γρήγοροι διάλογοι τραγουδιούνται σε μια μελωδική μορφή.
Η εστίαση του συνθέτη στη μελωδία σημαίνει ότι κάθε μελωδική γραμμή είναι φορτωμένη με συμβολικό βάρος. Το εναρκτήριο θέμα της Μήδειας θυμίζει τη μουσική που έγραψε ο Θεοδωράκης για τη ταινία «Ηλέκτρα» του Κακογιάννη. Δημιουργεί μια μελαγχολική, απειλητική ατμόσφαιρα που θα ανακαλείται σε κρίσιμες στιγμές της όπερας αλλά και στις δυο επόμενες των «λυρικών τραγωδιών» του. Τέτοιες οικείες μελωδίες και ρυθμοί αποδεικνύουν τη συνέχεια μεταξύ αρχαίας και σύγχρονης Ελλάδας υπογραμμίζοντας ότι αυτό το δράμα συμβαίνει σ’ ένα τόπο που κατοικείται ακόμα από Έλληνες.
Η Μήδεια είναι πρόσφυγας από τον Πόντο. Ο Ευριπίδης με το τέχνασμα της τροφού, που κάνει έκκληση ευθέως στους θεατές για συμπόνια, μας καλεί να καταλάβουμε την τρομερή θέση της Μήδειας ως ντροπιασμένης εξόριστης. Ο Θεοδωράκης αποδίδει αυτή την έκκληση για κατανόηση με μια μουσική γλώσσα που υπογραμμίζει ότι η Μήδεια δεν είναι εντελώς ξένη, αλλά πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία. «Νιώθω πόνο στη καρδιά κι ήρθα να κλάψω… Να πω τα πάθη της κυράς μου σε ουρανό και γη» μας λέει η τροφός σε μια άρια που θα μπορούσε να ενορχηστρωθεί ξανά ως ένα μικρασιάτικο ρεμπέτικο τραγούδι.
Αντί για συμπόνια από τους Κορίνθιους η Μήδεια αντιμετωπίζει τον ίδιο εθνικισμό με τον οποίο οι Έλληνες υποδέχτηκαν τους πρόσφυγες το 1922. Όταν ο Ιάσονας διαλαλεί ότι πρέπει να είναι ευγνώμων που ζει τώρα στην Ελλάδα και ο χορός των ανδρών επαναλαμβάνει «ζεις στην Ελλάδα. Οι Έλληνες σε επαινούν», ενοχλούμαστε για το σωβινισμό τους. Ο χορός των γυναικών μας θυμίζει ότι αυτά είναι κούφια λόγια, λόγια που λέγονται πολύ καθυστερημένα προς αντίπαλο πιο ισχυρό από τον ίδιο. Σε τέτοιες περιπτώσεις βλέπουμε πόσο υπολογίζει ο Θεοδωράκης στην ιδιότητα του ανδρικού χορού. Η ύπαρξη αντρικού και γυναικείου χορού επιτρέπει στο συνθέτη να τονίσει τη διαφορά μεταξύ της αρσενικής και θηλυκής στάσης απέναντι στη συμπεριφορά της Μήδειας. Ενώ οι άνδρες φοβούνται τη Μήδεια, οι γυναίκες, τουλάχιστον στην αρχή, είναι με το μέρος της.
Αντίθετα με τις ηρωίδες στις επόμενες όπερες – Ηλέκτρα και Αντιγόνη – η Μήδεια είναι μια άστατη γυναίκα, που βασανίζεται ανάμεσα στην επιθυμία της για εκδίκηση και στην αγάπη της για τα παιδιά της. Μουσικά οι διαθέσεις της αποκαλύπτονται με γρήγορες αλλαγές μελωδικής γραμμής, τέμπο και ρυθμού. Από την πρώτη της κιόλας εμφάνιση μοιάζει σαν μια δύναμη της φύσης, σαν ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί.
Στη μουσική του Ιάσονα βρίσκουμε μια επινόηση του Θεοδωράκη που θα τη χρησιμοποιήσει σ’ όλη την τριλογία: τα χάλκινα όργανα θα γίνουν σύμβολο κοσμικής εξουσίας, εξουσίας που ωστόσο φοβάται τον αντίπαλο. Ο Ιάσονας δίνει τις διαταγές του με μουσική γρήγορη και εκρηκτική.
Οι γυναίκες του χορού καταγγέλλουν όχι μόνο τον Ιάσονα, αλλά και την τύχη των γυναικών. Η κορυφαία μας θυμίζει τι θυσίασε η Μήδεια αφήνοντας το πατρικό της σπίτι και ταξιδεύοντας με το μικρό σκάφος του Ιάσονα στην Ελλάδα. Η άριά τους έχει ένα απαλό, λικνιστικό ρυθμό που μιμείται την κίνηση του σκάφους του Ιάσονα, αλλά φτάνει σε δραματική κορύφωση, όταν ο χορός μαζί με την κορυφαία κάνουν μια επίθεση στην ελληνική ηθική, επίθεση που δεν αφήνει αδιάφορο το σύγχρονο ελληνικό κοινό. «Ω Ελλάδα! Ελλάδα δοξασμένη! Ποιος σέβεται σήμερα όρκους και τιμή; Στους ουρανούς πέταξαν και χάθηκε η ντροπή!»
Στη λογομαχία Ιάσονα – Μήδειας η Μήδεια θυμίζει τον άνδρα της ότι αυτή ήταν που τον έκανε ήρωα προδίδοντας και σκοτώνοντας τους συγγενείς της. Η τραγουδιστή απάντηση του Ιάσονα, που συνοδεύεται από συνεχή αρπίσματα, μας υπενθυμίζει ότι αυτός που μιλάει είναι ένας ναύτης που αντιλαμβάνεται τη φουρτούνα που δημιούργησαν τα λόγια της. Αλλά ο λόγος του, άλλοτε σωβινιστικός άλλοτε πραγματικός, καταφέρνει μόνο να μετατρέψει τη φουρτούνα σε κυκλώνα.
Όταν η Μήδεια πείθει τον Αιγέα να ορκισθεί μπροστά στους θεούς – στη Γη, στον Ήλιο, στο Δία, στον ‘Αδη και στη Μοίρα – ότι θα την προστατέψει, η μεγαλοπρεπής μελωδία του χορού διακόπτει την πράξη και ο ιερός χαρακτήρας της προσευχής ενισχύεται μουσικά. Η προσευχή στο τέλος της πρώτης πράξης ξαναπιάνεται από το χορό των γυναικών στη δεύτερη πράξη, που ζητούν τη βοήθεια του Ερμή να οδηγήσει τον Αιγέα με ασφάλεια στο παλάτι του. Η Μήδεια επίσης επικαλείται τους θεούς πριν ανακοινώσει τα τρομαχτικά της σχέδια. Από δω και πέρα η Μήδεια βρίσκεται στην επίθεση, αλλά ο θρίαμβός της είναι πιο πικρός από οποιαδήποτε αποτυχία.
Ανηλεής από τη μανία της ετοιμάζεται να σκοτώσει τα παιδιά της, ενώ ακούμε τη δυσοίωνη μουσική της αρχής της όπερας. Αλλά ξαφνικά αρχίζει μια εκπληκτική άρια. Η μελωδία βασίζεται σ’ ένα τραγούδι του Θεοδωράκη του 1969 με τίτλο «Ο χρησμός» σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου. Σ’ αυτό το περιβάλλον, η γλυκιά και μελαγχολική μελωδία μεταμορφώνει τη γυναίκα, που μόλις σκότωσε δύο ανθρώπους με βάρβαρο τρόπο και ετοιμάζεται να σκοτώσει τα δικά της παιδιά, σε τρυφερή μητέρα.
Ένα χαρακτηριστικό της τραγωδίας, όπως παρατηρεί ο Θεοδωράκης, είναι ότι όλοι οι πρωταγωνιστές έχουν δίκιο από την πλευρά τους, μέχρι και ο Ιάσονας, που ο συνθέτης του χαρίζει την λυτρωτική του στιγμή. Η άρια που τραγουδάει, όταν μαθαίνει για το θάνατο των παιδιών του είναι ο θρήνος ενός ανθρώπου που έχει λυγίσει από την απελπισία. Οι ρόλοι ανατρέπονται. Ο πόνος δίνει στον Ιάσονα μια καινούργια αξιοπρέπεια, ενώ η Μήδεια γίνεται μια θριαμβεύουσα ξένη. Εδώ η ορχήστρα τονίζει, πετυχημένα αυτή την ανατροπή. Τα χάλκινα όργανα, σύμβολο ανδρικής εξουσίας, συνοδεύουν τώρα τη Μήδεια.
Στις τελευταίες στιγμές της όπερας η σύντομη άρια της Μήδειας, με την οποία δηλώνει το σκοπό της να θάψει τα παιδιά της μακριά από την Κόρινθο στο Ναό της Ήρας, είναι ακόμα μια ιερή στιγμή που ο συνθέτης μάς βοηθάει να καταλάβουμε το λειτουργικό χαρακτήρα της τραγωδίας και την πεποίθηση του Θεοδωράκη ότι όλοι έχουν δίκιο. Αν υπάρχει απόλυτο κακό, αυτό βρίσκεται στην κοσμική εξουσία και στην κατάχρησή της.
Είναι πολύ σημαντικό που ο Θεοδωράκης έχει διαλέξει αντί ήρωες ηρωίδες, που και οι τρεις στέκονται μόνες μπροστά στην εξουσία του κράτους. Όπως η Μήδεια έτσι και η Ηλέκτρα του Σοφοκλή είναι μια τραγωδία, στην οποία μια καταφανώς αδύναμη γυναίκα νικάει τις δυνάμεις που την καταπιέζουν. Και όπως η Μήδεια, έτσι και η Ηλέκτρα είναι το αδυσώπητο όργανο της εκδίκησης. Όπως εξηγεί ο συνθέτης, η Ηλέκτρα είναι η «Εκλεκτή» από τους Νόμους της Παγκόσμιας Αρμονίας. Ο χορός μας δίνει τα κλειδιά του χαρακτήρα της. Είναι πρώτ’ απ’ όλα μόνη. Συνέχεια θρηνεί τον πατέρα της, αλλά ταυτόχρονα καταφρονεί το θάνατο. Η μοίρα της μπορεί να είναι μαύρη αλλά στο τέλος θα δοξαστεί και θα θεωρηθεί σοφή και ενάρετη επειδή υποστήριξε τους νόμους της αρμονίας και της φύσης και σεβόταν το Δία.
Από την τριλογία, η Ηλέκτρα είναι μάλλον η πιο δραματική όπερα και η πιο δύσκολη. Πώς, τότε, εκπληρώνεται η ενόραση του συνθέτη και εκφράζει όχι μόνο ολόκληρη την κλίμακα των ανθρώπινων αισθημάτων, αλλά και αντιπροσωπεύει παράλληλα τους νόμους της αρμονίας και της φύσης; Σε ποια μουσική γλώσσα μιλάει ο συνθέτης, όταν απευθύνεται στον ακροατή της «κλασικής» όπερας;
Εδώ ο χορός παίζει σημαντικό ρόλο. Όπως στη Μήδεια έτσι και στην Ηλέκτρα γυναίκες και άνδρες τραγουδάνε ξεχωριστά. Στο πρώτο χορικό οι γυναίκες έχουν μια αιθέρια μελωδία σε 6/8 που ταιριάζει με την προσπάθειά τους να γαληνέψουν το άγριο πένθος της Ηλέκτρας. Σ’ ένα δραματικό πέρασμα μπαίνουν οι άνδρες και μιλάνε για το φόνο του Αγαμέμνονα, αλλά και εδώ οι σοπράνοι και τενόροι τραγουδάνε ομόφωνα, όπως και οι άλτοι και οι μπάσοι, για να μπορέσουμε ν’ ακούσουμε καθαρά τα λόγια τους.
Πριν ακόμα ακουστεί η φωνή της Ηλέκτρας αιθέρια μέσα από το παλάτι, οι Μυκήνες έχουν καθιερωθεί μουσικά ως ιερός τόπος. Στην αρχή της όπερας ο Ορέστης και η Ηλέκτρα προσεύχονται στους θεούς. Η μουσική του Θεοδωράκη τονίζει την κεντρική αντίθεση της όπερας μεταξύ της κοσμικής αρμονίας της φύσης και της ασυμφωνίας μέσα στο παλάτι.
Μετά από την προσευχή στο φως ακολουθεί μια προσευχή στους θεούς του Κάτω Κόσμου και στον Ερμή, που ενώνει τους δυο κόσμους. Ο χορός υποστηρίζει την Ηλέκτρα και η μουσική του όχι μόνο θυμίζει την αρχή της όπερας, αλλά μας βοηθάει να καταλάβουμε ότι και αυτός εμπλέκεται στο ιερό καθήκον να αποκαταστήσει την χαμένη αρμονία του παλατιού.
Ο ρόλος του αλλάζει στην επομένη σκηνή. Στη αρχή της διαμάχης των δυο αδελφών προσπαθεί να γαληνέψει την οργή τους, αλλά η μουσική γλώσσα δείχνει ότι οργίζεται με τους πρωταγωνιστές. Στη κορυφή της διαμάχης η Ηλέκτρα παρακαλεί την αδελφή της να πετάξει τις προσφορές της μητέρας της και να μην τις βάλει στον τάφο του πατέρα τους. Σ’ αυτό το σημείο έχουμε την πιο χαρακτηριστική μελωδική, ρυθμική ενορχήστρωση της όπερας. Πάνω σ’ ένα σχεδόν χορευτικό ρυθμό η Ηλέκτρα προφέρει τα σύμφωνα σαν πολυβόλο. Η έκρηξη τελειώνει, χαμηλώνει η ένταση, αλλά η θεϊκή γαλήνη δεν διαρκεί.
Στη αρχή της επομένης σκηνής («Αν δεν είμαι μάντισσα τρελή») ο Θεοδωράκης υπογραμμίζει το διπλό χαρακτήρα του χορού. Απ’ τη μια πλευρά αντιπροσωπεύει τις Μυκήνες, μια ματωμένη πόλη. Απ’ την άλλη πλευρά, λυρικά, ο χορός μας θυμίζει την ομορφιά του ελληνικού τοπίου. Τώρα ο ρόλος του είναι να ετοιμάσει την είσοδο της Κλυταιμνήστρας. Η διαμάχη της Ηλέκτρας με την Κλυταιμνήστρα είναι η πιο αμείλικτη της τραγωδίας. Είναι γραμμένη στη μορφή ενός ιδιότυπου Βυζαντινού ρετσιτατίβου που χαρακτηρίζεται από τη χρήση σύμφωνων συγχορδιών. Αλλά και πάλι, όταν η βασίλισσα, ανίκανη να συνεχίσει τη στιχομυθία, ζητάει την άδεια να κάνει τις θυσίες στον τάφο, ο συνθέτης τής χαρίζει τη στιγμή της. Όταν απευθύνεται στους θεούς, ιδιαίτερα στον Απόλλωνα, η μουσική γίνεται η γέφυρα, ο μεσολαβητής με την Παγκόσμια Αρμονία και η άριά της μας μεταφέρει από το σκοτάδι στο φως.
Στην περίφημη σκηνή όπου ο παιδαγωγός εξιστορεί το θάνατο του Ορέστη, η μουσική μεταμορφώνει το φανταστικό ψέμα σ’ ένα μεθυστικό χορό. Εδώ η μουσική καταφέρνει κάτι που δεν μπορούν να κάνουν τα λόγια. Στη διάρκεια της αφήγησής του, ακούμε τα άλογα να καλπάζουν έξαλλα. Ο χορός θρηνεί τον Ορέστη μ’ έναν ύμνο που είναι ριζίτικο τραγούδι. Τουλάχιστον στην Ελλάδα ο ακροατής καταλαβαίνει τη σημασία ενός τέτοιου τραγουδιού.
Η δεύτερη πράξη αρχίζει, όπως και η πρώτη, με μια σκηνή την αυγή, όπου η σύγκριση μεταξύ της χαράς της Χρυσόθεμης και της απελπισίας της Ηλέκτρας δίνεται από το τονικό ύψος των φωνών τους, η μια σοπράνο, η δεύτερη μέτζο. Στην επόμενη σκηνή είναι ο Πυλάδης, και όχι ο Ορέστης που υπερέχει. Ο Ορέστης προσπαθεί να μείνει ουδέτερος, ενώ ο Πυλάδης τραγουδάει μια σχεδόν δημοτική μελωδία με την οποία φαίνεται να υπερνικά τον πόνο. Ο Ορέστης λυπάται την Ηλέκτρα και πείθει τον Πυλάδη να της δώσει την τεφροδόχο. Τώρα τραγουδάει η Ηλέκτρα μια λυρική μελωδία. Σε τέτοιες στιγμές φαίνεται καθαρά ο ιερός χαρακτήρας της όπερας. Από δω και πέρα η ένταση ανεβαίνει, αλλά παρά τη φριχτή αναπόφευκτη πράξη που θα γίνει, υπάρχει ένας λυρισμός που μας οδηγεί σ’ ένα ανώτερο κόσμο. ‘Αλλη μια παρόμοια στιγμή συνοδεύει την αναγνώριση του παιδαγωγού. Μουσικά, αυτή η δεύτερη αναγνώριση είναι μια από τις κορυφαίες στιγμές της όπερας. Για λίγο η Ηλέκτρα εγκαταλείπει την οργή και το πένθος της. Ο Ορέστης τώρα προωθεί την πράξη, αλλά πριν συνεχίσουν, πρέπει να απευθύνουν στον Απόλλωνα μια προσευχή. Ο παραλληλισμός μεταξύ αυτής της σκηνής και της ιερής ατμόσφαιρας της αρχικής σκηνής υπογραμμίζεται με μια επιστροφή στο θέμα των Μυκηνών.
Ήδη ακούστηκε η μουσική γλώσσα της όπερας και όπως προχωρεί στο φοβερό τέλος και η Ηλέκτρα σαν σκύλα ουρλιάζει για εκδίκηση, αναγνωρίζουμε τους ρυθμούς και την ενορχήστρωση που συνδέονται με την ένταση, με τη μανία, αλλά και με τη φύση και την αρμονία του κόσμου. Για παράδειγμα τη στιγμή που ο Αίγισθος πλησιάζει το παλάτι, μετά από τη σφαγή της Κλυταιμνήστρας, ο Θεοδωράκης επικαλείται τη βασιλεία της φύσης και του ουρανού ως μια διαμαρτυρία για τις φριχτές πράξεις των ανθρώπων. Παρά τα θετικά λόγια του χορού, το τέλος του έργου είναι τόσο βίαιο που δεν μπορούμε εύκολα να πιστέψουμε ότι η Ηλέκτρα έχει κάνει «ένα βήμα προς τη λευτεριά». Και η μουσική, που καλπάζει άγρια μέχρι το τέλος, μας αφήνει με την εντύπωση ότι και ο συνθέτης απορεί.
Κανένας που δε γνωρίζει το λαϊκό έργο του Θεοδωράκη δεν θα συνδέσει την όπερα Αντιγόνη με το θεατρικό έργο του που στηρίζεται στον ίδιο μυθικό υλικό, Το τραγούδι του νεκρού αδελφού δηλαδή, γραμμένο όταν οι πληγές του εμφύλιου ήταν ακόμα ανοιχτές. Για να τονιστεί πάλι ο παραλληλισμός με την σύγχρονη ελληνική ιστορία, ο συνθέτης έπρεπε να επεκτείνει την όπερα πέρα από την Αντιγόνη του Σοφοκλή και να γράψει το δικό του λιμπρέτο, φτιάχνοντας ένα κολάζ από πέντε αρχαία έργα που αναφέρονται στον κύκλο της Θήβας. Χρειάζεται μια Ιοκάστη που σπαράσσεται ανάμεσα στους δυο γιους της και έναν Οιδίποδα ως σύμβολο αυτοκαταστροφής. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Θεοδωράκης μπόρεσε να τονίσει τον κυκλικό χαρακτήρα της ανθρώπινης σύγκρουσης και την αμηχανία των αθώων να παρέμβουν. Ο Ετεοκλής και ο Κρέοντας έχουν το ίδιο πάθος για εξουσία, ενώ ο Οιδίποδας και η Αντιγόνη καταφέρνουν να γίνουν κοινωνοί των «νόμων της παγκόσμιας αρμονίας».
Η προσωπική ερμηνεία του Θεοδωράκη για την Αντιγόνη του δίνει τη δυνατότητα να ενώσει τη μουσική με τη φιλοσοφική ενόρασή του για την αναπόφευκτη, παγκόσμια ανθρώπινη τραγωδία, αλλά και για την ιδιαίτερη τραγωδία της χώρας του. Δραματικά η όπερα πληρώνει το κόστος του ετερόκλητου χαρακτήρα του υλικού της. Η μακροσκελής άρια του Οιδίποδα στην αρχή της όπερας βαραίνει την πράξη πριν αρχίσει. Ως «alter ego» του συνθέτη ο Οιδίποδας επηρεάζεται από το νόμο της παγκόσμιας αρμονίας, κάτι που υπάρχει πέρα από τη μεταφυσική αναζήτηση και τον τελικό προορισμό του.
Η εμφάνιση του Ετεοκλή, ο διάλογός του με το χορό και οι προετοιμασίες για πόλεμο είναι στοιχεία από τους Επτά επί Θήβας. Η εισαγωγή του Οιδίποδα ως αφηγητή ανοίγει το δρόμο για την τρίτη σκηνή, που βασίζεται στις Φοίνισσες του Ευριπίδη με τις γρήγορες στιχομυθίες ανάμεσα στον Κορυφαίο, στον Κρέοντα και στην Αντιγόνη. Σ’ αυτό το έργο οφείλεται και η εμφάνιση της Ιοκάστης και η προσπάθειά της να συμφιλιώσει τους δυο αδελφούς. Η σύγκρουση σπαθιών και λόγων καταφέρνει να δημιουργήσει μια δραματική ένταση που φτάνει στην κορύφωσή της, όταν η Ιοκάστη τραγουδάει την καταπληκτική της άρια «Η πιο δύστυχη μητέρα». Οι πηγές αυτής της άριας είναι δυο τραγούδια γραμμένα το 1942 στην Τρίπολη σε μια τραυματική εποχή για το έθνος αλλά και αθώας εφηβείας. Αυτές οι μελωδίες ανακαλούνται σε στιγμές που τονίζουν την καθαρότητα της αγάπης της Ιοκάστης για τα παιδιά της και της Αντιγόνης για τον Αίμωνα.
Όπως στις προηγούμενες όπερες, ο χορός της Αντιγόνης τραγουδάει συχνά ομόφωνα ή σε δυο φωνές και η μουσική του είναι πιο απλή ώστε να λειτουργεί ως σχολιαστής που επικοινωνεί με τους ακροατές. Και όπως είδαμε στις άλλες όπερες, ο συνθέτης χρησιμοποιεί τριπλούς ρυθμούς ή ένα συνδυασμό 2 με 3 στα πιο δραματικά μέρη της πράξης.
Στην αρχή της δεύτερης σκηνής ακούμε ένα μελωδικό μοτίβο που θα κυριαρχήσει στην υπόλοιπη πράξη. Η σύγκρουση του Οιδίποδα με το χορό τονίζεται όχι μόνο από την ακατέργαστη μουσική, αλλά και από τη σύγκρουση ανδρικών φωνών. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει στη σύγκρουση των δυο αδελφών, όπου ο γεμάτος αυτοπεποίθηση βαρύτονος Ετεοκλής διαφέρει φανερά από τον έντρομο τενόρο Πολυνείκη. Η αντίθεση των μελωδικών θεμάτων της πρώτης και δεύτερης πράξης υπογραμμίζει τη μεγάλη διαφορά μεταξύ τους. Όπου η πρώτη πράξη της Αντιγόνης συμπυκνώνει υλικό από διαφορετικές αρχαίες τραγωδίες σ’ ένα κολάζ που διακινδυνεύει την ενότητά της, η δεύτερη συνεπάγεται άλλη μια μορφή συμπύκνωσης, όπου το πρωτότυπο συγκεντρώνεται σε με μια μοναδική φράση, η οποία επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά στα αρχαία και στα νεοελληνικά.. «Έρως ανίκατε μάχαν, δηλαδή έρωτα ανίκητε στη μάχη», ώσπου στο τέλος της όπερας γίνεται υπνωτική.
Αν η Ηλέκτρα είναι η πιο δραματική όπερα του Θεοδωράκη, ένα tour de force ρυθμικής έντασης και μεγάλων οπερατικών στιγμών, η τρίτη λυρική τραγωδία, η Αντιγόνη είναι η κατάλληλη επιλογή για τελευταίο έργο της τριλογίας. Το μπαλέτο Αντιγόνη ήταν η πρώτη διεθνής εντολή που πήρε ο συνθέτης και το έργο είναι κάτι που πάντοτε τον τραβούσε. Για το Θεοδωράκη η Αντιγόνη αντιπροσωπεύει «ένα ολοκληρωμένο, κλειστό κύκλο ανθρώπινης τραγωδίας. Συμβολίζει το αιώνιο κακό, το επαναλαμβανόμενο δράμα που σαν κατάρα συνοδεύει το ανθρώπινο γένος: από τη μια πλευρά υπάρχουν οι θύτες, από την άλλη τα θύματα. Οι Θεοί του Κακού συμβολίζουν το βασικό ένστικτο της κυριαρχίας, της δίψας για δύναμη και εξουσία.»
Μια ολόκληρη πόλη καταστρέφεται από αυτό το ένστικτο, αλλά μέσα από τις στάχτες ξεπηδούν η Αντιγόνη και ο Αίμων, «τα δύο απαραίτητα θύματα της κοινωνίας που θα θυσιαστούν για να εξευμενίσουν το Κακό..» Έτσι δίνουν την ευκαιρία στο συνθέτη να τελειώσει την τριλογία του όχι απαισιόδοξα αλλά με θριαμβευτικό λυρισμό.
Ξέρω καλά ότι παρέλειψα από τη σημερινή εισήγησή μου την κωμική όπερα «Λυσιστράτη». Δεν ήταν μόνο για λόγους χρόνου, αλλά κυρίως επειδή μας οδηγεί σε πολύ διαφορετικό μουσικό και πνευματικό περιβάλλον. Η τριλογία βασισμένη σε αρχαίες τραγωδίες τελειώνει εύστοχα μ’ ένα έργο που έχει απασχολήσει το συνθέτη στη διάρκεια της καριέρας του, έργο που έχει ιδιαίτερη απήχηση όχι μόνο σε κείνον, αλλά και σε όλους τους Έλληνες που έζησαν την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Ο θρίαμβος της Αντιγόνης είναι ο θρίαμβος του ανθρώπινου πνεύματος, του έρωτα, της μουσικής, του λυρισμού και του συνθέτη που έχει γίνει για τόσους ανθρώπους σε τόσες χώρες ζωντανό σύμβολο αυτού του θριάμβου.
Γκέιλ Χολστ-Βάρχαφτ (Gail Holst-Warhaft)
Γεννήθηκε στην Αυστραλία. Από τότε που επισκέφτηκε δύο φορές την Ελλάδα, το 1965 και το 1967, η Ελληνική μουσική και ο ελληνικός λαός τράβηξαν αμέσως το ενδιαφέρον της και έγινε ενεργό μέλος του Ελληνικού αντί-δικτατορικού κινήματος στο Sydney. Εκεί σπούδασε άρπα και έγινε δημοσιογράφος.
Το 1970 γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη στο Sydney. Θρυλική φιγούρα τότε, πρόσφατα αποφυλακισμένος, είχε γίνει διεθνές σύμβολο της αντίστασης κατά της δικτατορίας. Το 1974, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, ο Θεοδωράκης την κάλεσε να παίξει μαζί του σε μια από τις πρώτες περιοδείες του στην Ελληνική περιφέρεια. Αργότερα εμφανίστηκε ξανά με τον Θεοδωράκη σε μια παραγωγή του Αριστοφανικού έργου «Ιππής» στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Η Χολστ-Βάρχαφτ εμφανίστηκε επίσης με άλλους Έλληνες συνθέτες κατά την δεκαετία του 1970, μεταξύ των οποίων ο Διονύσης Σαββόπουλος και η Μαρίζα Κοχ.
Το 1975, η Χολστ-Βάρχαφτ γράφει το πρώτο της βιβλίο για την Ελληνική μουσική, Road to Rembetika: Music of a Greek Sub-culture, το οποίο έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά (Δρόμος για το ρεμπέτικο), Γερμανικά, Γαλλικά και Τούρκικα. Λίγο αργότερα, εκδίδει ένα βιβλίο για την μουσική του Θεοδωράκη, Theodorakis: Myth and Politics in Modern Greek Music (1980), το οποίο έχει επίσης μεταφραστεί στα Ελληνικά (Θεοδωράκης: Μύθος και πολιτική στη σύγχρονη ελληνική μουσική). Την δεκαετία του 1980, μετακομίζει στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου σπουδάζει αρχαία Ελληνικά και ολοκληρώνει την διδακτορική της διατριβή στο Πανεπιστήμιο Cornell. Έκτοτε διδάσκει Ελληνικά και ελληνική λογοτεχνία (σύγχρονη και της αρχαίας Ελλάδας), και εργάζεται ως ανεξάρτητος συγγραφέας, μεταφράστρια και ποιήτρια. Μεταξύ των δημοσιευμένων μεταφράσεών της, είναι The Collected Poems of Nikos Kavadias, Achilles’ Fiancée (Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα) του ‘Αλκη Ζέη, Mauthausen του Ιακώβου Καμπανέλλη, και The Suppliants (Οι Ικέτιδες) του Αισχύλου. ‘Αλλα βιβλία της: Dangerous Voices: Women’s Laments and Greek Literature (1995), The Classical Moment (1999), The Cue for Passion: Grief and its Political Uses (2000), και I had Three Lives: Selected Poems of Mikis Theodorakis (2004). Η Χολστ-Βαρχαφτ πήρε το Ελληνικό Βραβείο Ποίησης το 2001. Η πρώτη της συλλογή ποιημάτων, Penelope’s Confession, εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη το 1975.
Είναι μητέρα δύο παιδιών. Επίκουρος καθηγήτρια στο Τμήμα Συγκριτικής και Κλασσικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Cornell και Διευθύντρια της Μεσογειακής Πρωτοβουλίας στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Σπουδών. Η σχέση της με το έργο του Μίκη Θεοδωράκη συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας της. Συμμετείχε στην παραγωγή της όπερας Ηλέκτρα του Μίκη Θεοδωράκη στο Μέγαρο Carnegie το 2000, και έδωσε διαλέξεις για τη μουσική του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η μετάφραση των ποιημάτων του στα αγγλικά (I had Three Lives) άνοιξε νέο κεφάλαιο στη σχέση της με τον συνθέτη, ένα κεφάλαιο που τη συνέδεσε μέσω της ποίησης αλλά και της μουσικής, με μια προσωπικότητα της οποίας η δημιουργική μεγαλοφυΐα και το αλύγιστο πνεύμα υπήρξαν σημαντικές πηγές έμπνευσης στη ζωή της.
ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ – ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΤΣΑΡΟΥ: ΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ
‘Έργο αφιερωμένο στη μνήμη του Δημήτρη Δεσποτίδη
ΤΟ ΣΧΗΜΑ ΜΟΥ
Θα προσπαθήσω να δώσω το σχήμα μου
όπως συντρίβεται σε δυο λιθάρια.
Θέλω να μιλήσω απλά για την αγάπη
και παρεμβαίνουν οι θύελλες παρεμβαίνει το πλήθος
το τρομερό ηφαίστειο που λειτουργεί κάτ’ από πέτρες.
Τα φριχτά ερωτήματα παραμένουν επίμoνα
μαύρα υγρά ακατανόητα ο πύργος μας καίγεται.
Δεν έχομε τίποτα να σας πούμε
έτσι που όλα προδοθήκανε από πίστη σε πίστη
από υπόγειο σε υπόγειο από πρόσωπο σε πρόσωπο.
Βαθιά στις ρίζες του δέντρου σας
μαζί με τους τυφλοπόντικους
μαζί με τους καταποντισμένους πίθηκους
σε σκοτεινούς υποχθόνιους κρότους
ασθμαίνοντας μετατοπίζομαι
-ανακατωμένοι οι βρόγχοι-
βαθιά στα ξερά λιβάδια σας
πέφτει καινούρια αθόρυβη βροχή.
Κάποτε θ’ ανεβούμε καθώς προζύμι
ο σιδερένιος κλοιός θα ραγιστεί
τα όρη σας όπως πυκνά σύννεφα θα χωριστούν
οι κόσμοι θα τρίξουν
στις έντρομες αίθουσες οι ρήτορες θα σωπάσουν
και θ’ ακουστεί η φωνή μου:
«Οι νέοι πρίγκηπες με σάλπιγγες και νέες στολές
οι νέοι συμβουλάτορες οι νέοι παπάδες
οι νέοι πρόεδροι και τα συμβούλια και οι επιτροπές
όλοι οι μάγοι προφεσόροι…»
Περιμένετε αύτη τη φωνή.
Έτσι θ’ αρχίζει.
II
ΤΥΦΛΗ ΕΠΟΧΗ
Άγνωστη μέρα δείξε μας το πρόσωπο σου.
Κάτω στο βάθος τόσα πέλματα βαριά
τόση βουή με καταρράχτες
ακούγονται να σπάζουν επιφάνειες
κατρακυλάν στις φλέβες μας ποτάμια εγώ
με φωτεινό το μέτωπο να χάνομαι
να μην μπορώ να καταλάβω
πως γίνηκε ν’ αναζητάμε δράμα
τώρα που όλα στερεώθηκαν επίσημα
τώρα που ένας πρίγκηπας επέθανε
τώρα που οι δείχτες ύψωσαν τα φέρετρα
κει που βουλιάζουν οι αετοί τις ώρες.
Άγνωστη μέρα δείξε μας το πρόσωπο σου.
Δείξε μας δείξε μας το μπόι σου.
Μέρα με τις πληγές ορθές στο βάδισμα σου
εγώ μαζί με το Βλαδίμηρο
θα σε στεγάσουμε να μη φοβάσαι
οι άλλοι πέτρωσαν δίπλα στους χωροφύλακες
έντρομοι θα σαλπίσουν
θα κλείσουν οι πύλες θα κλείσουν τα τείχη
θα παρατάξουν τα στρατεύματα
εσύ θα τους διαπερνάς αθόρυβα θα προβαδίζεις
και πίσω θα σ’ ακολουθάν
οι Ασσύριοι οι Βαβυλώνιοι οι Ιουδαίοι οι Ισπανοί
πριν προδοθούν τα όνειρα
οι Γάλλοι μεταλλωρύχοι
ο σύντροφός μου Γκαρώ πριν γίνει διευθυντήριο
οι πρόεδροι θ’ αλλάξουν έντρομοί τα διατάγματα
οι άλλοι θα υποκρίνονται τους έμπιστους
εγώ μαζί με την ακολουθία μου
θ’ ανακηρύσσομαι ήρωας
το άργυρο σπαθί των ιπποτών θα λάμπει
ο πρίγκηπας ένα χλωμό παιδί με πορφυροϋν χιτώνα
πάλι θα στερεώνονται οι αυλοκόλακες
κι εγώ θα φεύγω
θ’ αναζητάω έντρομος την όψη σου.
Κάτω στο βάθος τόσα πέλματα βαριά.
Ακούω να ’ρχεται καινούριο βήμα.
III
ΕΠΡΕΠΕ ΤΩΡΑ
Έπρεπε τώρα να κάνω αυτό το διάβημα.
Ο πύργος χωρίς τους φρουρούς χωρίς υπαλλήλους
υψώθηκε όλος μπετόν και αδιάτρητά τα τεράστια τείχη.
Έπρεπε τώρα να βρω τα κλειδιά που πετάξαν
μες στο βαθύ πηγάδι οι υπηρέτες φεύγοντας.
Γύρω τα τείχη πιο ψηλότερα απ’ το μπόι μου
τα άδεια δωμάτια χρόνια τα στόλιζα με πράσινες λάμπες
έψαχνα στα σκονισμένα υπόγεια
κουβάλαγα σπάνιες πέτρες σπάνια γέλια
σπάνιο θάνατο
όμως ανέβαιναν οι ποταμοί με μουσικές
πλημμύριζαν το μεγάλο σαλόνι κι εκεί όλα μαρμάρωναν.
Χρόνια αναμεσά σε μάρμαρα
οι άγρυπνοι λύχνοι δε φώταγαν
όλο και απουσίαζαν.
Όμως επέμενα.
Τους συνωμότες τους χτύπησα.
Δεν έδινα το λόγο στα πουλιά.
Εγώ εξουσίαζα.
Απάντησέ μου εσύ.
Τα σκοινιά δεν κατάλαβες στο λαιμό μας;
Δεν υπάρχει λοιπόν σωτηρία για τούτο το πλάσμα σου;
Δε βρίσκω το ρήγμα σ’ αυτό το μπετόν
σ’ αυτά τα παλιά τα πηγάδια –
στις ρίζες έψαξα παντού
κλειστές και δε μιλάνε.
Κι έτσι απόμεινα με γεμάτα τα χέρια
αυτό το βαρύ δυναμίτη
που ώρα σε ώρα σκάζοντας θα με τινά; ζει-
Γι’ αυτό είναι που γυρίζω τρέχοντας
από σταθμό σε σταθμό από τοίχο σε τοίχο
γεμάτος με δύναμη άχρηστη
και ξέρω πως σπαταλιέται.
Γι’ αυτό είναι που σκάβω με τα νύχια μου
αυτές τις ξερές ημερομηνίες
μήπως αστράψει κάποτες μια λύση.
Αυτό δε λέει πως μπορεί πάντα ν’ απουσιάζει.
Το ζήτημα έχει πια τεθεί:
Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε όπως αυτός ο δραπέτης
η θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο απέναντί τους.
IV
ΔΩΡΙΕΙΣ
Μπορούσα βέβαια να βρίσκομαι πρώτος
αναμεσά στους οπλισμένους Δωριείς
ντυμένος την περιλάλητη αμφίεσή τους
μπορούσα βέβαια κι όχι τυχαία.
Όμως σε τι θα ωφελούσε την υπόθεση μας
όλη μου η μεγαλοπρέπεια
όλες μου οι φωνές μέσα στα τείχη;
Οι ποταμοί θα γύριζαν κύκλο στα περιθώριά μου
οι ελπίδες μου φτηνές παλιές πραμάτειες
να υποκρίνομαι τον άθεο και τον καταλυτή
εγώ ο πιο ειλικρινής νέος με τα όνειρα
εγώ ο θερμός ανδαλουσιανός
μέσα σ’ αυτά τα απαίσια σίδερα της πανοπλίας.
Για τούτο παρέμεινα με τα κουρέλια μου
όπως με γέννησε η Γαλλική Επανάσταση
όπως με γέννησε η απελευθέρωση των νέγρων
όπως με γέννησες μάνα μου Ισπανία
ένας σκοτεινός συνωμότης.
Και τώρα – απ’ έξω απ’ τα στρατεύματα
κοιτάζω την ένδοξη πόλη
οπού ξαπλώνει ράθυμα
πόρνη και δυναμίτης –
κοιτάζω τούτη την πόλη που την περικυκλώσαν τα φρούρια
αύτη που με γέννησε και δεν έχει πια όνομα
δεν έχει αναμμένη φωτιά –
κοιτάζω και υψώνω θεριό τη φωνή μου
μήπως μ’ ακούσουν.
Η κίνηση μέσα στα τείχη μας είναι σημαντική .
V
ΣΤΟ ΝΕΚΡΟ ΔΑΣΟΣ
Στο νεκρό δάσος των λέξεων προχωράω.
Ανάβω τα χλωμά φανάρια στους δρόμους
προσπαθώ ν’ αναστήσω.
Τα ονόματα που πυρπόλησαν τις καρδιές
σε μυστικές συνεδριάσεις
τα ονόματα που οδήγησαν όλα δολοφονούνται.
Ώ Ρόζα Λούξεμπουργκ. Λένιν, ποιητές.
Ώ Τέλμαν Τάνεφ παγωμένοι σε επίσημες τελετές.
Πως θα ξαναβαπτίσουμε τις πυρκαγιές
ελευθερία, ισότητα. Σοβιέτ, εξουσία;
Εγώ ένδοξος γράφω
σ’ όλα τα όνειρά σας: Ελευθερία.
Ω Ρόζα Λούξεμπουργκ, Λένιν, ποιητές.
Ω Τέλμαν Τάνεφ
δαφνοστεφείς ήρωες μυθικά πρόσωπα ελάτε.
Εγώ έχω μέσα στη θύμησή μου
την ώρα που ανέβαινε το πλήθος στις σκάλες
με τη φωτιά κρατώντας τη μεγάλη ταμπέλα
Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ.
Πως θα ξαναβαφτίσουμε τις πυρκαγιές
ελευθερία, ισότητα. Σοβιέτ, εξουσία;
ΙV
ΞΑΝΘΟΣ ΟΜΟΡΦΟΣ
Στις έξι και τριάντα στη Ρώμη
να μπαίνεις σαν έμπορος η καμηλιέρης
μεταμορφωμένος σε συνοδό χρυσού
και άσημο επισκέπτη –
κι όμως στον κόρφο σου να φέρνεις μυστικά γράμματα
του Δεκριανοϋ –
κι αμέσως να διαδίδεται στις αγορές
μετά στα ανάκτορα
ότι κατέφθασε ένα πρόσωπο
ν’ ανατινάξει την πόλη.
Ο γραμματέας του αυτοκράτορος έμπιστα να ρωτά
να τερματίζεται η δεξίωσής η φήμη σου να μεταφέρει το μπόι σου
να μεταφέρει τ’ άλογό σου
ξανθός όμορφος ο εχθρός του βασιλείου
έχει χιτώνα πράσινο και κάτω το ξίφος
τα μάτια του αστραπές και συνωμοσία
περιπλανάται σε υγρές αυλές και μυστικά οπλοστάσια
συγκάλεσε εκτάκτως τη Σύνοδο
κλείστε καλά τις εξώπορτες ν’ ασφαλιστείτε.
Κι εσύ πάνω σε ξύλινα τραπέζια και καπηλειά
να προετοιμάζεις την ένδοξη παρουσία –
όμως – να εκφυλίζεσαι σε αγοραίο ρήτορα
να κεραυνώνεις τα πλήθη με λόγους
να ξεχνάς τον προορισμό σου
να ξεχνάς τ’ άλογό σου
να προσπαθείς να φτάσεις με υπομνήματα
τον αυτοκράτορα
να ζητάς πίστωση χρόνου
οι γραμματείς να σου απορρίπτουν την αίτηση –
Πως γίνεται τόσο εσύ να ξεπέσεις;
Η ένδοξη Ρώμη σε περίμενε τόσους αιώνες
σε προφητείες έλεγε τον ερχομό σου
κι εσύ αφομοιώθηκες;
Εγώ είχα χαθεί μέσα στο ταραγμένο πλήθος
μόνος μου – σα να ’μουνα η φωνή σου.
Τα μάτια του αστραπές και συνωμοσία
περιπλανάται σε υγρές αυλές και μυστικά
οπλοστάσια
συγκάλεσε εκτάκτως τη Σύνοδο
κλείστε καλά τις εξώπορτες ν’ ασφαλιστείτε .
Ο δούλος που δραπέτευσε
έλεγε προσευχές στους φιλήσυχους πολίτες
γονατίζοντας σε λιγδωμένα προσκέφαλα.
Εγώ δεν ήλπιζα πως μπορεί να σωθεί.
Οι χωροφύλακες έχουν γερή όραση
δεν διαλύονται με αυταπάτες και ψυχοσάββατα.
Εγώ πάντως εξακολουθούσα να βλέπω τον επερχόμενο αιώνα
με φάλαγγες πιστών με αργυρά δισκοπότηρα αφρίζοντας αίμα
με σημαιοστολισμούς και παρελάσεις
με ραβδούχους καλοθρεμμένους καλόγερους
εικόνες από παλιές εκστρατείες και τυφεκισμούς
ήρωες με αυστηρά βλέμματα.
Άμες δε γ’ εσόμεθα πληρωμένη εκπαίδευση
θεός αγέρας τα στοιχεία της φύσεως
κλειδωμένα στην αποχή σε χάλκινα θησαυροφυλάκια.
Αν έξαφνα σας γεννηθεί το ερώτημα
πως τα κατάφερε αυτός ο θνητός
μέσα σ’ αυτό το βαρύγδουπο διαπασών των ύμνων
να δραπετεύσει με αληθινό λαμπερό ήλιο
με αληθινές εξαρτύσεις του βίου
αν δεν μπορείτε να καταλάβετε
τι τον οδήγησε σ’ αυτό το τελευταίο διάβημα
που βρήκε την έξοδο αφού γύρω ήταν μπετόν
αφού γύρω τραγούδαγε η φοιτήτρια
ένα τραγούδι ιστορικό παλιών ηρώων
τότε δε θα ’χετε δει κάτι κρυφές μικρές πόρτες
όμως ολοφάνερες στα μάτια των ειδικών
δε θα ’χετε δει το ραγισμένο τοίχο.
Το ζήτημα έχει πια τεθεί:
Η θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε όπως αυτός ο δραπέτης
η θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο απέναντί τους.
VII
ΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ
Θ’ ανοίξω το στόμα μου και θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράχτες.
Πάλι σας δίνω όραμα. Εγώ πάντα σωπαίνω.
Πλήθος Σαδδουκαίων Ρωμαίων υπάλληλων μάντεις και αστρονόμοι
(κάποιος Βαλβίλος εξ Εφέσου)
περιστοιχίζουν τον Αυτοκράτορα.
Κραυγές απ’ τον προνάρθηκα του Ναού.
Τους ύπατους εγώ ανάδειξα στις συνελεύσεις
κι αυτοί κληρονομήσανε τα δικαιώματα
φορέσαν πορφυρού ατίθασο ένδυμα
σανδάλια μεταξωτά η πανοπλία
εξακοντίζουν τα βέλη τους εναντίον μου
η θέλησή μου που καταπατήθηκε τόσους αιώνες.
Τους άλλους απ’ την πέτρα και το τείχος μου
καθώς νερό πηγής τους είχα φέρει
η θρησκεία τους μυστηριώδης δεισιδαιμονία
τ’ άλογά τους απ’ τον κάμπο μου·
δεν μου επέτρεψαν να δω τον Αυτοκράτορα
τους υπάτους δεν άφηναν να πλησιάσω
σε μυστικά συμπόσια και ένδοξα
τη θέλησή μου την καταπατήσανε τόσους αιώνες.
Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι
η θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος
μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου
για την καινούρια μακρινή μου ανάσταση μαζεύω.
Η θέλησή μου που καταπατήθηκε τόσους αιώνες.
Απ’ την φατρία των Εβιονιτών κραυγές:
Ο φευδο-Μάρκελος να παριστάνει το Χριστό.
Τώρα κι εγώ υποψιάζομαι
όλο το πλήθος των αυλοκολάκων
όλους τους ταπεινούς γραμματικούς
τους βραβευμένους με χρυσά παράσημα
λεγεωνάριους και στρατηλάτες
υποψιάζομαι τις αυλητρίδες, τη γιορτή
τον πορφυρούν χιτώνα του πρίγκηπος
τους συμβουλάτορες και τους αιρετικούς
υποψιάζομαι συνωμοσία
νύχτα θ0α ρεύσει πολύ αίμα
νύχτα θα εγκαταστήσουν τη βασιλεία τους
νέοι πρίγκιπες με νέους στεφάνους·
οι πονηροί Ρωμαίοι υπάλληλοι
του Αυτοκράτορος
ετοιμάζουνε κρυφά να παραδώσουν
να παραδώσουν τα κλειδιά και την υπόκλισή τους.
Άξαφνα η πόρτα μας άνοιξε.
Πρώτος κατέβαινε ο Αυτοκράτορας με καινούρια στολή
ο νέος αρχιεπίσκοπος ο υπουργός παιδείας και θρησκευμάτων
(η εργάτρια Ντούμπιοβα παρήγαγε δεκαπέντε χιλιάδες ποτήρια).
Η θέλησή μου καταπατήθηκε τόσους αιώνες.
Εγώ αντιπροσώπευα τα στρατεύματά της Κορέας
των Γάλλων πατριωτών.
Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι
η θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στο
πλήθος μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου
για την καινούρια άνοιξη.
Αντισταθείτε στα κρατικά εκπαιδευτήρια
στη δουλειά με το κομμάτι στην ποινή του θανάτου
ως και σε μένα τον αδιάφορο.
Είχανε εισχωρήσει Βησιγότθοι.
Υπάρχουνε προϋποθέσεις για μια καινούρια άνοιξη.
Καντάτα σε ποίηση: Μιχάλη Κατσαρού. Έργο αφιερωμένο στη μνήμη του Δημήτρη Δεσποτίδη. Το Κατά Σαδδουκαίων είναι ένα κοινωνικό, πολιτικό και, πάνω απ’ όλα, ποιητικό μανιφέστο.
Από το σημείωμα του Μίκη Θεοδωράκη στο δίσκο.
Με τον Μιχάλη Κατσαρό συναντηθήκαμε για πρώτη φορά στιγμιαία στη ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΗ στα 1944. Τότε ανήκα στον 1ο Λόχο του 1ου Τάγματος του Εφεδρικού ΕΛΑΣ, που είχε τη βάση του στην Άνω Νέα Σμύρνη. Στις 3 του Δεκέμβρη πήρα μέρος στο Συλλαλητήριο στο Σύνταγμα. Με χτύπησαν άγρια οι Εγγλέζοι κι έτσι καθώς ήμουνα μέσα στα αίματα, κατηφόριζα τη λεωφόρο Συγγρού. Μέναμε τότε στη Νέα Σμύρνη, οδός Σμύρνης 39. Η μητέρα μου, πες από ανησυχία, πες από προαίσθηση, ανηφόριζε την ίδια λεωφόρο. Συναντηθήκαμε μπροστά στου ΦΙΞ. Μόλις με είδε, τρόμαξε. Όμως την καθησύχασα. Την πήρα στην αγκαλιά μου – σαν λάβαρο, έλεγα τότε. Στον κήπο μας είχα θαμμένο το όπλο που είχα πάρει από τους Γερμανούς. Λίγο αργότερα ήμουν μπροστά στο Αστυνομικό Τμήμα της Νέας Σμύρνης. Την άλλη μέρα πήγαμε –ορισμένοι από μας- στην κηδεία των θυμάτων. Γυρίζοντας αρχίσαμε τη μάχη. Σε δύο μέρες όλοι οι αστυνομικοί παραδόθηκαν. Δεν υπήρχε ούτε ένα θύμα. Πολλούς αξιωματικούς τους οδηγήσαμε οι ίδιοι στα σπίτια τους να μην πάθουν κακό. Ένας απ΄αυτούς στα 1948 ήρθε χαράματα στο σπίτι μας για να με πιάσει και να με κλείσει στην απομόνωση. Πολλοί οδηγήθηκαν στην Ικαρία. Το Τάγμα μας πήρε μέρος στις μάχες του Χαροκόπου, στα Παλαιά Σφαγεία. Στο Ιωσηφόγλειο και μετά στου Μακρυγιάννη. Εκεί μείναμε ως τις 20 περίπου του Δεκέμβρη. Γυρίσαμε στην Άνω Νέα Σμύρνη που χτυπούσαν Εγγλέζοι, Ινδοί και Κούρκας. Σε μία από τις τελευταίες μάχες, είναι τότε που συνάντησα τον Κατσαρό που ήταν αξιωματικός του ΕΛΑΣ. (…) Θυμάμαι ήταν δειλινό και υποχωρούσαμε προς τα υψώματα του Νέου Κόσμου. Εγώ ύστερα από είκοσι πέντε μέρες μάχες νύχτα-μέρα, τις πιο πολλές φορές νηστικός, άπλυτος, με ένα παπούτσι –στο δεξί πόδι που είχα κρυοπαγήματα είχα βάλει κουρέλια- φορούσα γερμανικό κράνος και ήμουν τυλιγμένος με κουβέρτα. Εκείνος με πεντακάθαρη στολή αξιωματικού είχε το δεξί πόδι πάνω σ΄ένα βράχο και με κοίταζε θα ΄λεγα με αποτροπιασμό… Μου λέει:
-Πού πας στρατιώτη;
Τον κοίταξα καλά καλά σα να΄ταν φάντασμα. Δεν του αποκρίθηκα. Εκείνος ξανά επιτακτικά:
-Εκεί είναι η μάχη! και μου δείχνει με το χέρι σαν τον Κολοκοτρώνη κατά τη μεριά του νεκροταφείου όπου όλοι χτυπούσαν τα τανκς.
Τότε δεν βάσταξα και του είπα προσπερνώντας τον:
-Να πάς εσύ!
Σκεφτόμουν , ειλικρινά, πως είναι κανένας παλαβός…
Τρείς μήνες αργότερα, δούλευα σ΄ένα γραφείο στην οδό Φιλελλήνων, τον βλέπω με στολή αξιωματικού της Αεροπορίας να μπαίνει στο γραφείο μου. Στην αρχή τρόμαξα, όμως εκείνος έσκυψε στο αυτί μου και μου ψιθύρισε.
-Έρχομαι από τον Πέτρο [Σημ.: Πέτρος ήταν το συνομωτικό όνομα του Μίμη Δεσποτίδη]. Μου είπε να σου πω ότι το βράδυ έχουμε συνεδρίαση στο σπίτι του Τούγια (του ζωγράφου) στην Πλάκα.
Έτσι αρχίζει ένας νέος κύκλος φιλίας. Ένα τρίγωνο θα ΄λεγα, Δεσποτίδης (Πέτρος) – Κατσαρός – κι εγώ. Ο Πέτρος είναι ο Διαφωτιστής στην ΕΠΟΝ Αθήνας. Εγώ Β΄Γραμματέας και υπεύθυνος εκπολιτισμού.
Μια μέρα ο Πέτρος μου λέει:
-Έχουμε ένα νέο συνθέτη από το Παγκράτι. Ζητάει να παιχτούν τα έργα του από τη Χορωδία της ΕΠΟΝ (που τη διηύθυνα εγώ), θέλεις να τον συναντήσεις;
Την άλλη μέρα, μεσημεράκι, η Λέσχη της ΕΠΟΝ (Ακαδημίας και Κριεζώτου) είναι σχεδόν άδεια. Στο βάθος, στον πάγκο κάθεται ένα χλωμό, αδύνατο παιδί. Κρατάει κάτι χαρτιά στα χέρια του. Τον πλησιάζουμε και ο Πέτρος μας συστήνει:
– Ο συναγωνιστής Μίκης, ο συναγωνιστής Μάνος.
Λίγο αργότερα διηύθυνα τη Χορωδία της ΕΠΟΝ στα τραγούδια του Χατζιδάκι στο θέατρο «Βρετάνια» στο έργο του Δαμιανού ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΘΑ ΘΕΡΙΣΟΥΜΕ, με σκηνοθεσία του Γιώργου Σεβαστίκογλου. Όμως το πιο σπουδαίο «επίτευγμα» της συνεργασίας μου με τον Πέτρο ήταν η δημιουργία της ΟΜΑΔΑΣ ΝΕΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ, όπου συμμετείχαν πολλοί νέοι ποιητές και λογοτέχνες της εποχής εκείνης. Η βασική μας ιδέα ήταν να τους φέρουμε σε επαφή με τους κορυφαίους μας λογοτέχνες, Βάρναλη, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Νικηφόρο Βρεττάκο, Ρίτσο, Ρώτα κ.α. Μερικοί από αυτούς έγιναν σπουδαίοι, όπως ο Κατσαρός, Λειβαδίτης, Κοτζιάς, Αργυρίου, Περγιάλης και άλλοι που μου διαφεύγουν αυτή τη στιγμή τα ονόματά τους.
Ακολούθησε ο Εμφύλιος. Στα 1947 βρεθήκαμε με τον Πέτρο στις Ράχες της Ικαρίας. Στα 1948 σμίξαμε στην παρανομία στην Αθήνα. Μαζί μας και ο Παύλος Παπαμερκουρίου˙ θυμάμαι πως κάμποσες φορές ο πατέρας μου μας έκανε το τραπέζι στα υπόγεια μαγειρεία της οδού Αθηνάς.
Η τελευταία φορά που συναντήθηκα με τον Πέτρο, πριν πιαστούμε (άνοιξη του 1948) ήταν στο Μοναστηράκι. Εκεί βλέπαμε μια ομάδα τσαγκαράδες. Τα ραντεβού μας γίνονταν στα πεταχτά. Συγκεκριμένος δρόμος, ώρα, κατεύθυνση, οι κουβέντες μετρητές, όμως ο Πέτρος δεν άντεχε, τον έτρωγε το σαράκι.
– Λένε ότι ο Σοστακόβιτς είναι ο μεγαλύτερος σύγχρονος συνθέτης.
– Έτσι είναι, του αποκρίνομαι.
– Είμαστε πάντα οι πρώτοι! είπε και έλαμψε το πρόσωπό του.
Η παρανομία την εποχή εκείνη ήταν δύσκολη. Και γιατί η παρακολούθηση ήταν σφιχτή, αλλά προπαντός γιατί οι συνθήκες τροφής και στέγης φριχτές. Μια φορά τη βδομάδα ο Χατζιδάκις με πήγαινε στο Κολωνάκι, σε φίλους του. Έπρεπε να βγάλω τη νύχτα κι αυτός έπιανε τη κουβέντα ως το πρωί. Παράγγελνε και μου ΄φερναν σάντουιτς και μ΄άφηνε να κοιμάμαι στην πολυθρόνα. Κανείς δε με ήξερε. Με παρουσίαζε σα φίλο του. Φεύγαμε τα ξημερώματα κι εγώ πήγαινα κατευθείαν στο Ωδείο Αθηνών. Εκεί μ΄έκρυβε ο Μούτσης (θείος του συνθέτη).
Άλλος ένας συνθέτης μ΄ε ‘κρυβε τα βράδια μια-δυό φορές τη βδομάδα, ο Γιώργος Σισιλιάνος. Καθόταν τότε σ’ ΄ένα πελώριο παλιό μέγαρο στην οδό Ακαδημίας, που το μισό ήταν το Στρατοδικείο! Ο Κώστας Κοτζιάς είχε αναλάβει από την παράνομη οργάνωση να μου βρίσκει σπίτια, όταν βρισκόμουν σε δυσκολία.
Μια μέρα στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου έπεσα πάνω στον Μιχάλη Κατσαρό. Χαιρετηθήκαμε βιαστικά και εμείς πήραμε το τραμ για την Κολοκυνθού. Τη μάνα μου την έβλεπα κάθε Τετάρτη απόγιομα. Περίμενε σ΄ένα καφενεδάκι στην πλατεία Κλαυθμώνος. Μόλις μ΄’έβλεπε, μ΄’έπαιρνε από πίσω. Μπαίναμε σ΄’ ένα σινεμά. Καθόμασταν πλάι πλάι. Μου ‘΄δινε το πακέτο με τα καθαρά ρούχα. Πήγαινα στην τουαλέτα. Άλλαζα, έβαζα στο πακέτο τα βρώμικα και γύριζα στη θέση μου. Εκείνη ήθελε να με πιάσει να με χαϊδέψει, όμως της σταμάταγα το χέρι. Ήταν αφύσικη μια τέτοια στάση κι ο χαφιές, που σίγουρα θα κάθονταν σε κάποια γωνιά, θα καταλάβαινε ότι είμαι παράνομος.
Κάποια Τετάρτη, τον Μάη του ΄48, η μάνα μου περίμενε μάταια στο καφενεδάκι. Μας πιάσανε και τους τρεις χωριστά. Ο Παύλος δικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε. Ο Πέτρος δικάστηκε σε θάνατο όμως με ψήφους 3-2 κι έτσι τελικά έζησε. Εγώ γλίτωσα κι αυτό το οφείλω στο λάθος που έκανα να πάω ένα βράδυ ξαφνικά στο σπίτι μας στη Νέα Σμύρνη, όπου και με συνέλαβε η τοπική Ασφάλεια και μ΄’ έστειλε για δεύτερη φορά εξορία.
Δούλευα στο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ – έπαιζα αρμόνιο- στο έργο « Το Τραγούδι της Κούνιας» με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη. Το βράδυ το λεωφορείο του θεάτρου μας ανέβαζε στην Αθήνα. Ήταν η εποχή που είχα πλευρίτιδα και την έβγαζα στο πόδι. Τα σπίτια είχαν γίνει σπάνια και πολλά βράδια κοιμόμουνα στα γιαπιά παστωμένος με εφημερίδες για το κρύο. Υπέφερα πολύ από πυρετό και προπαντός από τον αφόρητο πόνο. Όμως δεν έπρεπε να δείχνω τίποτα. Έπαιζα κανονικά στην κουίντα του θεάτρου και μετά έψαχνα για κανένα γιαπί να βγάλω τη νύχτα με ψωμί και τυρί. Έτσι, κάποιο βράδυ δεν άντεξα. Το λεωφορείο ανέβαινε τη λεωφόρο Συγγρού κι όταν φτάνει ξαφνικά στο ύψος του σπιτιού μου, λέω ξαφνικά στο σωφέρ:
-Κάνε σε παρακαλώ, στάση.
Πηδάω έξω. Ψυχή στο δρόμο. Πετάω ένα χαλικάκι στο παράθυρο της κρεβατοκάμαρας. Οι γονείς μου δεν κοιμόνταν. Κάθε βράδυ είχαν την αγωνία μου. Έκαιγα στον πυρετό. Ο αδερφός μου μου δίνει τον καναπέ που πλάγιαζε. Ήταν ζεστός και αμέσως κοιμήθηκα. Η Ασφάλεια κύκλωσε το σπίτι κατά τα χαράματα, πριν προλάβω ν’ ανοίξω τα μάτια μου ήταν από πάνω μου οι αστυνομικοί με επικεφαλής τον ίδιο αξιωματικό που στα Δεκεμβριανά τον είχα συνοδεύσει στο σπίτι του.
-Με συγχωρείς, μου λέει. Δεν είναι τίποτα. Έλεγχος ταυτοτήτων.
Η μητέρα μου που μ΄’ έβλεπε ξαπλωμένο, ντράπηκε για την αγένειά μου.
-Μίκη, σήκω, δεν είναι σωστό, περιμένουν οι κύριοι…
Η δε θεία μου, η Στάσα, ετοιμάζονταν να τους βγάλει και γλυκό του κουταλιού. Ήσαν κι οι δύο μικρασιάτισσες και γι΄’ αυτές η φιλοξενία είναι φιλοξενία. Ακόμα και για τους διώκτες μας. Μόνο ο αδελφός μου ένιωσε τον τόνο της στιγμής.
-Γειά και χαρά σύντροφε, μου λέει την ώρα που μ΄έπαιρναν κοιτάζοντας επιδειχτικά τους μυστικούς που είχαν πλημμυρίσει το σπίτι.
Στο Τμήμα, στην απομόνωση, βρήκα άλλους 12 Νεοσμυρνιώτες. Συμπτωματικά εκείνο το βράδυ η Νέα Σμύρνη έκανε συλλήψεις για εξορία. Έτσι, δεν γλίτωσα. Ικαρία, και τέλη του 1948 Μακρονήσι. Δ΄Τάγμα. Στις 26 του Μάρτη 1949 μεταφέρομαι στο Α΄Τάγμα (στρατιωτικό), όπου μας χτύπησαν παραδειγματικά!
Αρχές του ΄50 ψάχνω στην Αθήνα για συντρόφους. Βρίσκω μερικούς σ΄ένα καφενεδάκι στη Σόλωνος. Αν δεν κάνω λάθος, ανάμεσά του ο Νικηφόρος Βρεττάκος και ο Τάσος Βουρνάς. Ακούνε προσεκτικά, με δέος θα΄λεγα, για τη Μακρόνησο. Κάποιοι μπαίνουν στο καφενείο, μαζί κι ο Κατσαρός. Κατά το σούρουπο με ρωτάνε «πού θα μείνεις;»
-Δεν ξέρω τους λέω. Δεν έχω σπίτι. Ο πατέρας μου μου έδωσε 300 δρχ. και την ευχή του.
-Έλα στο δικό μου, λέει ο Κατσαρός κι έτσι βρέθηκα στα υπόγεια στο Χαλάνδρι.
Εκεί ο Μιχάλης έγραψε τους ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΟΥΣ. Εγώ δούλευα πάντα πάνω στην ΤΡΕΛΗ ΜΑΝΑ του Σολωμού.
Ζήσαμε μαζί σχεδόν δυό χρόνια. Μαζί μας ήρθε να μείνει και ο αδελφός μου, ο Γιάννης. Πεινάγαμε όμως πολύ. Ο Γιάννης, αφού έφαγε ακόμα και τις σουλφαμίδες, γύρισε στην Κρήτη στο χωριό. Και ο Μιχάλης έκανε αιμόπτυση. Τον πήγαινα στην Πάρνηθα. Εγώ λίγο αργότερα, το 1953, παντρεύτηκα κι έτσι μπήκα σε μια σειρά. Αργότερα παντρέψαμε με τη γυναίκα μου και τον Κατσαρό με την Κούλα Μαραγκοπούλου. Και τον επόμενο χρόνο βαφτίσαμε το γιό τους τον Στάθη.
Οι Σαδδουκαίοι: ήταν ένα από τα τρία κύρια ιουδαϊκά πολιτικά και θρησκευτικά κινήματα της περιόδου. Ήταν οι πλούσιοι, οι αριστοκράτες της εποχής, οι συντηρητικοί και οι ελιτιστές. Κατείχαν θέσεις εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων αυτές των επικεφαλής ιερέων και των αρχιερέων. Με το μύθο των Σαδδουκαίων ο Κατσαρός και ο Θεοδωράκης στην συνέχεια μιλά για την εξουσία.
Μιχάλης Κατσαρός, Κατά Σαδδουκαίων (1953)
Μια εισαγωγή
«Και συ λοιπόν στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις από φωνή από τροφή από άλογο από σπίτι στέκεις απαίσια βουβός σα πεθαμένος: Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν». (Μιχάλης Κατσαρός, ‘Υστερόγραφο’).
Ο Μιχάλης Κατσαρός, στην ποιητική του συλλογή που φέρει τον τίτλο ‘Κατά Σαδδουκαίων’ ανάγει την ποίηση σε ‘εργαλείο’ καταδίκης της κάθε εξουσίας και των εξουσιαστικών σχέσεων, σε γραπτή ‘μορφή’ που προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά μίας εν δυνάμει εξέγερσης των λέξεων και των σωμάτων, γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης στο Νόστιμον Ήμαρ και συνεχίζει:
“Η ποιητική του πράξη διακρίνεται για την ευθύτητα και την αμεσότητα της, για την εν συνόλω συγκρότηση του γίγνεσθαι ως πεδίου μάχης, για την ίδια την εννοιολόγηση του ως ‘πεδίου’ που διαπερνάται από στάσεις, πράξεις, αφηγήσεις, μύθους και συμβάντα.
Πραγματικά, η ποίηση ή αλλιώς η ‘κατά σαδδουκαίων’ αλλαγή συμπυκνώνει και συμβολίζει όχι τις νόρμες του καθημερινού αλλά τις νόρμες του κατά ποιητή αναγκαίου: αυτού που υποκρύπτεται «υπόγεια» και «χαμηλόφωνα», αυτού του συλλογικού υποκειμένου που ως «σώμα» δύναται να προκαλέσει τεκτονικές αλλαγές…
Ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός, ο ποιητής που διαμορφώνει την ονειρική του ύλη σε μπαρούτι, δεν απομακρύνεται από την πόλη και τα τείχη της, από τις τάξεις των πολλών στρατιωτών δια τις εις άτοπον απαγωγής. Αντιθέτως, η απομάκρυνση του είναι το αποτέλεσμα της ‘κτήσης’ του συστατικού και ουσιαστικού λόγου, της διαρκούς επιστροφής στην ιστορία όχι ως μύθο αλλά ως βιωμένη, βίαιη και αιματηρή πραγματικότητα: «για τούτο παρέμεινα με τα κουρέλια μου όπως με γέννησε η Γαλλική επανάσταση όπως με γέννησε η απελευθέρωση των νέγρων όπως με γέννησες μάνα μου Ισπανία ένας σκοτεινός συνωμότης»
…ο Μιχάλης Κατσαρός «ανοίγει το δρόμο», και ως ποιητής αλλά και ως »δηλωμένος σκεπτόμενος» που απευθύνεται στην ποίηση, στην ποίηση που τη βιώνει ως αίσθηση «αποκάλυψης», αφύπνισης στο ίδιο του το σώμα. Και μόνο μία λέξη που περικλείει πολλές έννοιες θα αρκούσε για να προσδιορίσει το ποιητικό του πράττειν. Η λέξη Αντισταθείτε. Αντισταθείτε στα μικρά και στα μεγάλα, αυτή είναι η διαρκής προτροπή του.
«Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες σ’ όλα τα ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους». Αυτό είναι το νόημα που προκύπτει από την ποίηση του Μιχάλη Κατσαρού, από την ‘κατά σαδδουκαίων’ συλλογή.»
ΟΙ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΟΙ
Θρησκευτική, πολιτική αίρεση των Ιουδαίων, που εμφανίζεται κατά τον 2ο αι. π.Χ. Στηριζόταν στην εκκλησιαστική, αγροτική και πολιτική αριστοκρατία, στους ανώτερους υπαλλήλους και στους πλούσιους εμπόρους. Οι Σαδδουκαίοι κατέλαβαν διοικητικές θέσεις στην εκκλησία και την πολιτική ζωή και έγιναν το πολιτικό στήριγμα των Χασμοναίων. Είχαν μεγάλες διαφορές με τους Φαρισαίους στα ζητήματα της λατρείας. απέρριπταν την προσκόλληση των Φαρισαίων για την υπερβατικότητα του Θεού, οι Σαδδουκαίοι πίστευαν στην ανθρώπινη μορφή του και απέρριπταν τη διδασκαλία για το πεπρωμένο και την ανάσταση των νεκρών, την αθανασία της ψυχής κ.ά. Δίδασκαν ότι ο Θεός δεν επεμβαίνει στα ανθρώπινα και πίστευαν στην ελευθερία της βούλησης και την ελευθερία του ανθρώπου να επιλέγει ανάμεσα στο καλό και τι κακό. [1]
Μίκης Θεοδωράκης και Μιχάλης Κατσαρός
ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΘΕΤΗ
Η αντίληψη μιας σύγχρονης μουσικής τραγωδίας διακατέχει τα τρία έργα αυτής της περιόδου (1980-’83), την «Τρίτη και την « Έβδομη Συμφωνία», καθώς και το « Κατά Σαδδουκαίων ». Και τα τρία έργα στηρίζονται πάνω σε ποιητικά κείμενα , που σηματοδοτούν τη γενική ευαισθησία που διαπερνά το κάθε έργο, αλλά που προπαντός αποτελούν την ιδεοκρατική-στοχαστική ραχοκοκαλιά που γύρω της «χτίζεται» το ηχητικό οικοδόμημα .
Σέβομαι και νιώθω το σύγχρονο μέσο ακροατή, τον καθένα και ιδιαίτερα τον Έλληνα. Επειδή γνωρίζω ότι η γενική μουσική του αγωγή δεν του επιτρέπει ακόμα (εξάλλου είναι ένα ανοιχτό πρόβλημα αν θα τού το «επιτρέψει» ποτέ)να ταυτίζεται με απόλυτες μουσικές φόρμες, στηρίζω τη μουσική μου πάνω σε «ζώντα» ποιητικά κείμενα, που κι εκείνον τον βοηθούν να ανακαλύπτει με τη βοήθεια του λόγου και της λογικής την ιδεοκρατική ταυτότητα τού έργου αλλά κι εμένα με εξυπηρετούν διπλά.
Πρώτον, γιατί ο μουσικός στοχασμός αναπηδά πλουσιότερα- για την προσωπική μου ευαισθησία- μέσα από την ποιητική ευαισθησία του κειμένου.
Και, δεύτερον, γιατί χρησιμοποιώ έτσι την ανθρώπινη φωνή (χορωδία, σολίστ, απαγγελία), που τη θεωρώ στοιχείο πολύτιμο, για να μην πω απαραίτητο, στην επικοινωνία της μουσικής με τον σύγχρονο μέσο ακροατή.
Δεν θεώρησα το «Κατά Σαδδουκαίων» σαν συμφωνία (τώρα το βλέπω) επηρεασμένος ασφαλώς από φορμαλιστικές καταπιέσεις… Γιατί κατά τα άλλα, ως μουσικό στοχαστικό έργο, κατά τη γνώμη μου, έχει όλα τα στοιχεία αυτού που αποκαλώ σύγχρονη μουσική τραγωδία. Ο αποσπασματικός χαρακτήρας των ποιημάτων με οδήγησε αναγκαστικά σε επτά μουσικά μέρη, διαφορετικά στην επιφάνεια το ένα από το άλλο.
Όμως κάτω από αυτές τις επιφανειακές «διαστάσεις», υπάρχει το ενιαίο τραγικό στοιχείο καθώς εκφράζεται μέσα από τις θέσεις και αντιθέσεις του τραγικού προσώπου απέναντι σ’ ένα καίριο πρόβλημα του καιρού μας – το πιο καίριο θα έλεγα-, το πρόβλημα της Εξουσίας. Είναι η τραγωδία της ελεύθερης συνείδησης που μπορεί να συμφιλιώνει το αίμα με το τριαντάφυλλο, τη βεβαιότητα ότι αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος κι εμείς είμαστε καταδικασμένοι να τον αγαπούμε και να τον τρέφουμε με το αίμα μας, πατώντας με απελπισμένη πίστη πάνω στα καρφιά του.
Αν οι νέοι μας σήμερα κατανοούσαν σωστά αυτή τη σκληρή διαλεκτική του καιρού μας, πολλά πράγματα θα ήταν για πολλούς ευκολότερα. Μα κι αυτή η «σκοπιμότητα» να έλειπε, εγώ πάλι θα συνέθετα του «Σαδδουκαίους» γιατί με εκφράζουν. Όχι σαν άτομο αλλά σαν γενιά. Κι όχι οποιαδήποτε γενιά. Αλλά τη γενιά του Εμφυλίου. Των νέων κομμουνιστών που σήκωσαν ένα βουνό κι όταν αυτό τους έλιωνε κάτω από το συντριπτικό του βάρος οι νέοι το δόξαζαν γιατί ήξεραν ότι το βουνό αυτό ήταν μαζί λαός και ιστορία.
Θα ήταν κάτι παραπάνω από βεβήλωση, σκέτη ιστορική μυωπία, να εγκαταλείψει κανείς το πάθος των «Σαδδουκαίων» και να εκφυλίσει το μέγεθος σε πεζά επεισόδια είτε φτηνή ανεκδοτολογία. να το συγκεκριμενοποιήσει. Τότε θα έπρεπε να διαλύσουμε τον Παρθενώνα για να δούμε την «ουσία» των υλικών.
Είναι, λοιπόν, το «Κατά Σαδδουκαίων » μια μορφή σύγχρονης τραγωδίας που, για λόγους καθαρά συμβατικούς, της δίνω την ονομασία της καντάτας[2].
Σε συνέντευξή του στο περιοδικό Ταχυδρόμος, το 1983, ο συνθέτης αφηγείται:
« Αν κάτι πρέπει να επισημάνω από αυτό το έργο είναι οι μεγάλες τεχνικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η χορωδία. Κι αυτό γιατί ενώ στη χρήση των χορωδιακών μερών, σ’ όλα μου ανεξαιρέτως τα έργα είμαι «συντηρητικός» -δεν χειρίζομαι τις ανθρώπινες φωνές, δηλαδή, σαν μουσικά όργανα- σ’ αυτό ειδικά το έργο φτάνω στα όρια της τεχνικής μου. Τα χορωδιακά μέρη τραγουδιώνται με μεγάλο κόπο. Κι αυτό γιατί ήθελα να φωτίσω όσο το δυνατόν πιο βίαια, μέσω της χορωδίας, την καταπατημένη βούληση του ποιητή, αν δεχτούμε ότι η χορωδία αντιπροσωπεύει το μεγάλο πλήθος, τον κοινωνικό ιστό…»
Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε το 1983, για την 9η Μπιενάλε του Βερολίνου, της τότε Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Ήδη από το 1982, ο Θεοδωράκης αναγνωρίζεται ως συνθέτης συμφωνικής μουσικής και μπορεί να επιβληθεί ως τέτοιος.
Πρώτη παρουσίαση: 23/2/1983, Metropol-Theater Berlin, Μετάφραση στα γερμανικά: Dirk Mandel. Joachim Vogt (τενόρος), Herman Christian Polster (μπάσος). Jürgen Freier (βαρύτονος), Friedrich Wilhelm Junge (αφηγητής), Rundfunkchor Berlin (διδασκαλία χορωδίας Dietrich Knothe, Berliner Sinfonie Orchester, υπό τη διεύθυνση του Hans-Peter Frank.[5]
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ GUY WAGNER ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ, ΜΙΑ ΖΩΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Το ποιητικό έργο που έγραψε ο Μιχάλης Κατσαρός στα 1951 και που διάβασε ο συνθέτης ένα χρόνο αργότερα τον συγκλόνισε, στάθηκε γι αυτόν μια πραγματική αποκάλυψη. Στο εν λόγω κείμενο, ένας στρατευμένος αριστερός αγωνιστής καταφέρνει να αποδώσει σε όλη της την ένταση την απομυθοποίηση της γενιάς του-γενιάς της Αντίστασης ενάντια στους Γερμανούς, τους Εγγλέζους, τους Αμερικάνους, τους φασίστες, τους Συνταγματάρχες, τους αντιδραστικούς. Η απομυθοποίηση αυτή δεν ενσαρκώνει μονάχα την αποτυχία της επανάστασης κατά του ξένου εχθρού αλλά κυρίως τη διάψευση του αγώνα στους κόλπους της ίδιας της οργάνωσης.
Ο Θεοδωράκης έχει λοιπόν κάθε λόγο να ταυτίζεται με το παρόν έργο, καθώς παραδέχεται ότι «οι Σαδδουκαίοι […] με εκφράζουν. Όχι σαν άτομο αλλά σαν γενιά».
Ο Αστέρης Κούτουλας δικαιολογημένα κάνει λόγο για τα «πάθη μιας γενιάς», για την «απέλπιδα οδύνη του ατόμου»:
« Η μεταστροφή κατά το 2ο π.Χ. αιώνα της μερίδας του κράτους που αποτελούσαν οι Σαδδουκαίοι –μία από τις τέσσερεις φιλοσοφικές σχολές μεταξύ των Φαρισαίων, των Ζηλωτών και των Εσσαίων, σύμφωνα με τον Φλάβιο Ιώσηφ-σε μια ραδιούργα, καιροσκόπο ομάδα του ιερατείου της Ιερουσαλήμ και που, από τον 6ο μ.Χ. αιώνα, συνεργάστηκε με τους Ρωμαίους, φανερώνεται να συμβολίζει –στην ακραία της μορφή- τις προσωπικές εμπειρίες του Μιχάλη Κατσαρού».
Κατά προέκταση, ο συνθέτης και οι σύντροφοί του στον αγώνα συμμερίζονται τη συντριβή του ποιητή. Απηχεί τον προσωπικό εσωτερικό πόνο όσων επέζησαν της Μακρονήσου, που δυσκολεύτηκαν να επανενταχθούν στην κοινωνία:
Εντέλει, οι μεγάλοι επαναστάτες απέκτησαν το έργο τους, το ευαγγέλιό τους. Μέχρι τώρα δεν είχαν κάτι παρόμοιο, αν και το είχαν απόλυτη ανάγκη. Είναι το ευαγγέλιο των επαναστατών που λιντσαρίστηκαν. Είναι η ουσία μιας πληγωμένης γενιάς που έχει ως πιο πολύτιμη κληρονομιά της τις ίδιες της τις πληγές[6].
Ο Κατσαρός υπήρξε -κατά την κρίση του Θεοδωράκη- ο πρώτος που «είχε το θάρρος να ξεστομίσει ιδιαίτερα πικρές αλήθειες για εκείνη την εποχή». (Μ.Θ.)
«Στον Κατσαρό, το λαϊκό γίνεται παγκόσμιο. Αυτό σημαίνει ότι το λαϊκό διαλύεται σε εκατομμύρια μικρές ακίδες που διασκορπίζονται στο σύμπαν. Οι εμπειρίες του κατσαρού είναι σαφώς ελληνικές αλλά ταυτόχρονα είναι κα πανανθρώπινες και αφορούν όλο τον κόσμο. Η μουσική μου έπρεπε ακόμα να αγγίξει ένα άλλο στάδιο όπου τα λαϊκά στοιχεία θα εκρήγνυντο κι εγώ θα κατακτούσα μια πιο προσωπική γραφή». (Μ.Θ.)
Μετά την ανάρρωσή του στην Κρήτη, μετά τον εμφύλιο πόλεμο ο Θεοδωράκης είχε περάσει πολλούς μήνες στο σπίτι του Κατσαρού κι έκτοτε ο συνθέτης σχεδίαζε να μελοποιήσει το ποίημα που τον είχε τόσο συγκινήσει. Το 1967 έκανε κάποια προσχέδια, το πραξικόπημα όμως τον εμπόδισε να το πραγματοποιήσει, μιας και χάθηκαν όταν αναγκάστηκε να βγει στην παρανομία. Κάποια άλλα αποσπάσματα γραμμένα στη Ζάτουνα χάθηκαν όταν ο Μίκης οδηγήθηκε στο στρατόπεδο του Ωρωπού κι αργότερα στο Παρίσι, όπου στάθηκε αδύνατον να βρει τις σημειώσεις του.
Μονάχα μετά την επιστροφή του, την εποχή που ο αντιστασιακός που άλλοτε τον θαύμαζαν αλλά τώρα τον υποψιάζονταν για «συνεργάτη» του Καραμανλή αδικούνταν καταφανώς, ο Θεοδωράκης βρήκε το δρόμο που τον οδήγησε στην τελική μουσική επεξεργασία του Κατά Σαδδουκαίων: «Τότε αισθάνθηκα ικανός, πνευματικά και τεχνικά, να καταπιαστώ με το κείμενο και να συνθέσω ένα τέτοιο έργο». (Μ.Θ.)
Η σύνθεση ακολουθεί τη σειρά των τίτλων που δίνει ο Κατσαρός στο κείμενό του και χωρίζεται σε επτά μέρη: Το σχήμα μου-Τυφλή εποχή- Έπρεπε τώρα- Δωριείς- Στο νεκρό δάσος- Ξανθός όμορφος-Κατά Σαδδουκαίων και τελειώνει με το στίχο:
Η θέλησή μου καταπατήθηκε τόσους αιώνες.
Ο Θεοδωράκης, φέρνει αντιμέτωπο το κοινό του με μια καινούρια γλώσσα, πρωτόγνωρη για το ακροατήριο αλλά όχι τόσο για τον ίδιο το συνθέτη. Με την ημιτελή Σουίτα αρ. 4 στα τέλη της δεκαετίας του ’50, είχε φτάσει σ’ αυτό το στάδιο της σύνθεσης κι εκεί έκοψε το νήμα, το οποίο εδώ προσπαθεί να επανασυνδέσει με την προγενέστερή του συμφωνική δημιουργία. Η αρχή στο Κατά Σαδδουκαίων αποτελείται από αποσπάσματα της Σουίτας αρ. 4, κι ακόμα ξανασυναντάμε στοιχεία από τον Οιδίπους Τύραννο. Όλα όμως τα παραπάνω συστατικά πλάθουν με θαυμαστό τρόπο μια νέα μουσική γλώσσα.
Αυτή η μουσική γλώσσα ταιριάζει απόλυτα με τον πολυσύνθετο κείμενο. Απηχεί το μείζον δογματικό ζήτημα αναφορικά με γεγονότα που καλύπτουν δύο χιλιετίες –ξεκινώντας από την Ιερουσαλήμ των Σαδδουκαίων, συνεχίζοντας με τη Ρώμη, το Βυζάντιο, τη Γαλλική Επανάσταση, και φτάνοντας έως τις μέρες μας. Εδώ καταλύεται ακόμα και η μουσική καθαρότητα των προηγούμενων έργων του. Η εύθραυστη τραχύτητα της μουσικής και των χορωδιακών του Θεοδωράκη αντικατοπτρίζει την αμφισημία του κειμένου. Συγκρατημένη στις άμεσες εντυπώσεις που προκαλεί, η μουσική οδηγεί τον ακροατή σε μια νέα ψυχική κατάσταση, την οδύνη. Κι ακριβώς αυτή η οδύνη αποτελεί το περιεχόμενο και την ουσία του έργου!
Η ένταση παραμένει ένα σταθερό στοιχείο τού λαϊκού αυτού ορατορίου: από το κεντρικό θέμα του πρώτου μέρους «Το σχήμα μου» μέχρι το ρυθμό 5/8 που κυριαρχεί σ’ ολόκληρο το τελευταίο μέρος, το «Κατά Σαδδουκαίων» και το τελικό γκλισάντο… « η τελευταία νότα δεν θα μπορούσε να ήταν η τελευταία λέξη». (Peter Zacher).
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
18/9/1988, Ωδείο Ηρώδου Αττικού, Κώστας Πασχάλης, Θάνος Πετράκης, Φραγκίσκος Βουτσίνος, Νίκος Τζόγιας (αφηγητής). Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία της ΕΡΤ (διδασκαλία Χορωδίας: Έλλη Νικολαΐδη), υπό τη διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού[7].
18/10/1991 Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με τους ίδιους συντελεστές.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ’ τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες — μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζεις την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφίνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω απ’ τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν’ αφίσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ’ απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
θ’ απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν’ ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδι,
να κοιτάς έν’ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμένος πάνω απ’ το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
να την ακούς να σου λέει τα όνειρά της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ’ αποχαιρετήσεις όλ’ αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου, για όλα τ’ άστρα, για όλες τις λάμπες και για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ’ το τετραγωνικό μέτρο του κελλιού σου
θα συνεχίζεις τον δρόμο σου πάνω στη γη.
Κι’ όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελλιού σου με το δάχτυλο
απ’ τ’ άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν’ ασπρίζουν τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ’ αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό γράμμα στη μάνα σου
θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ’ αρχικά του ονόματός σου και μια λέξη: Ειρήνη
σα να ’γραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ’ ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ’ την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν’ ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
[πηγή: Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, Κέδρος, Αθήναι 21979, σ. 121-124]
ΟΜΙΛΟΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ
«ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ»
e-mail: cognetgroup@gmail.com
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΜΑΘΗΤΩΝ (και ΣΧΟΛΕΙΩΝ)
ΣΕ:
ΔΡΑΣΗ ΣΥΜΕΤΕΧΟΝΤΩΝ ΤΩΝ:
Α) Η Ελληνική Επιστημονική Ένωση «ΑΠΛΟΥΝ»: Ανάπτυξη Παιδαγωγικού Λόγου Υποστήριξης των Χαρισματικών Ταλαντούχων Μαθητών
Β) Το ΑΠΟΛΛΩΝ – Διεθνές Διαδραστικό Εκπαιδευτικό Δίκτυο
Γ) Το Mikis Theodorakis Official Radio
(χορηγός επικοινωνίας)
Δ) Η ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΗΧΩΝ ΑΛΗΘΙΝΩΝ
Ε) Το STUDIO new star art cinema
(φυσικός χώρος των εκδηλώσεων)
Αξιότιμοι κύριοι,
Σας ενημερώνουμε σχετικά με τις δραστηριότητες μας να εφαρμόσουμε (πιλοτικά για το έτος 2025 αφιερωμένο στο έτος ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ, 100 χρόνια από την γέννησή του) και στη συνέχεια για τα επόμενα έτη (με τις όποιος βελτιώσεις, μετά την αξιολόγησή του).
Στο πρόγραμμα θα δοθεί έμφαση, αφενός στο έργο του μεγάλου Έλληνα δημιουργού, ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ, αφετέρου θα δοθεί και παρότρυνση για την ανάπτυξη της δημιουργικότητα των μαθητών. Ακόμα θα υπάρχει δυνατότητα να επιλέξουν και άλλους δημιουργούς (σε τομείς της επιστήμης, τέχνης και της τεχνολογίας).
Στο πρόγραμμά μπορούν να μετέχουν σχολεία, ανά την ελληνική επικράτεια (τα οποία θα το ζητήσουν και με τα οποία θα έρθουμε από πριν σε συμφωνία) και μπορεί να είναι δημόσια & ιδιωτικά σχολεία: Δημοτικά Σχολεία, Μουσικά Γυμνάσια – Μουσικά Λύκεια, Καλλιτεχνικά Γυμνάσια – Καλλιτεχνικά Λύκεια, Πρότυπα, Πειραματικά, Εκκλησιαστικά και Δημόσια Ωνάσεια Σχολεία
Το πρόγραμμα, έχει στόχο τη δημιουργία διαδραστικού δικτύου επικοινωνίας και συνεργασίας, για την ανάπτυξη εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων (λόγου, τέχνης, επιστήμης, τεχνολογίας, κλπ), οι οποίες θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη των ταλέντων των παιδιών και των νέων.
Η ιδέα της πρότασης αυτής προέρχεται από την ανάγκη ύπαρξης εναλλακτικών μεθόδων εμπλουτισμού στην εκπαίδευση των μαθητών, οι οποίοι εμφανίζουν εξαιρετικά ταλέντα, σε διάφορους τομείς, ενώ οι εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών αυτών μπορούν να καλυφθούν είτε μέσα από την τυπική εκπαίδευση, είτε με άλλες ενισχυτικές καινοτόμες δραστηριότητες για την ανάπτυξη των ταλέντων των μαθητών.
Για την υλοποίηση του προγράμματος αυτού, θα γίνει επιλογή και εφαρμογή καινοτόμων εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων εμπλουτισμού, οι οποίες θα γίνονται είτε από τον τους ανωτέρω Α & Β φορεία, είτε ακόμα και με ευρύτερες συνεργασίες με άλλους σχετικούς φορείς και ειδικούς.
Οι δραστηριότητες που θα περιέχει το πρόγραμμα θα μπορούν να ενταχθούν στην τυπική ή/και στην άτυπη εκπαίδευση και κυρίως θα εστιάσουν:
Στην ανάπτυξη συνεργασιών ανάμεσα στα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας (σχολείων, εκπαιδευτικών, μαθητών και ειδικών) που θα δείξουν ενδιαφέρον για το θέμα του πιλοτικού αυτού προγράμματος.
Στην επιλογή δραστηριοτήτων εμπλουτισμού του εκπαιδευτικού προγράμματος και εξωσχολικών διαδραστικών, διαθεματικών δραστηριοτήτων (οι οποίες συνδέουν: λόγο, τέχνες, επιστήμη, τεχνολογία,
κλπ).
Στην αξιοποίηση δικτύων και στη σύμπραξη δικτύων, τα οποία υπάρχουν σε τοπικά επίπεδα έως και διεθνή επίπεδα, με τη χρήση και των τεχνολογιών της επικοινωνίας και της πληροφορίας.
Στην επιλογή και ανάπτυξη διαδραστικών πολυπολιτισμικών δραστηριοτήτων, οι οποίες θα μπορούν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη των ταλέντων των μαθητών, καθώς και στην κοινωνικοποίηση τους σε τοπικό και σε διεθνές επίπεδο.
Ενδεικτικά & χρήσιμα LINKS
Mikis Theodorakis Tribute (1925-2021) | Culturescope
https://www.youtube.com/watch?v=QSp4YBLNk7Y
MIKIS THEODORAKIS (DEDICATION)
https://www.youtube.com/watch?v=0cGWrFI05Rs
www.mikisradio.com
https://www.newstarartcinema.gr
https://mikisguide.gr
https://mikisguide.gr/2025-etos-miki-theodoraki
https://mikisguide.gr/ergografia-miki-theodoraki
Ο ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ “ΕΚΠΑΙΔΕΥΕΙ” ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΟ ΑΝΑΣΤΗΜΑ ΤΟΥ!
Mikis Theodorakis minima gia tous neous sto Lazopoulo – 10 mikroi Mitsoi – 2004 – YouTube
https://musicmirror.gr/about-us
ΑΚΟΥΛΟΥΘΕΙ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(για τις δραστηριότητες των ανωτέρω φορέων):
Α) ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ: “ΑΠΛΟΥΝ”- Ανάπτυξη Παιδαγωγικού Λόγου Υποστήριξης των Χαρισματικών/ Ταλαντούχων Μαθητών.
Α. Μ.: 23394/15.06.2001
ΒΙΒΛΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελεί την πρώτη προσπάθεια να εντάξει το Εκπαιδευτικό Σύστημα ειδική μέριμνα για τους Χαρισματικούς/Ταλαντούχους Μαθητές, ενώ από το 2/2003 άρχισε με ημερίδα (στο κεντρικό κτίριο του ΕΚΠΑ) και συνέχισε με σειρά από ενημερωτικές προτροπές στο ΠΙ και στο ΥΠΕΠΘ.
Β) ΑΠΟΛΛΩΝ – Διεθνές Διαδραστικό Εκπαιδευτικό Δίκτυο
Το ΑΠΟΛΛΩΝ – Διεθνές Διαδραστικό Εκπαιδευτικό Δίκτυο (Απόλλων Δ.Δ.Ε.Δ.), είναι Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία, (από 26.10.2006) και έχει καταχωρηθεί σο βιβλίο εταιρειών του Πρωτοδικείου Αθηνών, με Α.Μ.: 448421 ο οποίος έχει ως στόχο τη δημιουργία δικτύων και οργάνωση δραστηριοτήτων, με έμφαση την υποστήριξη σε χαρισματικά/ταλαντούχα παιδιά και νέους.
Η διαδικασία αυτή μπορεί να δημιουργήσει καινοτόμες μεθόδους και εναλλακτικούς τρόπους της τυπικής αλλά και άτυπης εκπαίδευσης, οι οποίες θα έχουν επίδραση στην ανάπτυξη των ταλέντων, που διαθέτουν τα παιδιά και οι νέοι, αλλά και στη χρήση των μεθόδων αυτών από όλους τους μαθητές, όπου αυτό κριθεί σκόπιμο από τους παιδαγωγούς.
Σε ετήσια βάση το Απόλλων Δ.Δ.Ε.Δ., οργανώνει ημερίδες και συνέδρια (όπως το Διεθνές συνέδριο Εκπαίδευσης και Ιατρικής, με τίτλο «Excellence: Education & Human Development», www.excellence-con.eu, με στόχο την ολιστική προσέγγιση του θέματος του εντοπισμού και ανάπτυξης των χαρισματικών ταλαντούχων παιδιών και νέων).
Το 2009, το πρώτο συνέδριο έγινε στην Αθήνα στο κεντρικό κτήριο του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, υπό την αιγίδα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Το 2010, το δεύτερο συνέδριο έγινε στην Braga της Πορτογαλίας, σε συνεργασία με το Hands on Sciences Network και υπό την αιγίδα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και του University Minho.
To 2011, το τρίτο συνέδριο προγραμματίζεται να γίνει στο Department of Education, του Albert-Ludwins University, Freiburg, Germany, υπό την αιγίδα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και του Albert-Ludwins University.
Τον Ιούλιο του 2007, το Απόλλων – Δ.Δ.Ε.Δ., οργάνωσε Διεθνές Σεμινάριο, στο Αμαρούσιον, Αττικής, για την ανάπτυξη ικανοτήτων και αρμονική ανάπτυξη των χαρισματικών ταλαντούχων μαθητών, με συμμετοχή ειδικών επιστημόνων από, Αγγλία (Λονδίνο, Γλασκόβη), Ελλάδα, Ισπανία, Πολωνία, Τσεχία.
Το Απόλλων – Δ.Δ.Ε.Δ., έχει τη μοναδική συμμετοχή, για την Ελλάδα, σε Διεθνή συνέδρια:
Στο Διεθνές Συνέδριο του NYEX (Network for Youth Excellence), το 2008, στο Goettingen, στη Γερμανία και το έτος 2010, στα Ιεροσόλυμα, Ισραήλ.
Στο Διεθνές Συνέδριο, στην Ουγγαρία, στη Βουδαπέστη, με θέμα: «EU Presidential Conference on Talent Support and First European TalentDay” (www.conference2011.talentday.eu, http://talentday.eu/greece), 7 -9/4/ 2011.
Το Απόλλων Δ.Δ.Ε.Δ., σε συνεργασία με το Δίκτυο Cogito (www.cogito.org), του Center for Talented Youths, του John Hopkins University, έχει δικτυώσει μαθητές από την Ελλάδα, που εντόπισε να έχουν ιδιαίτερο ταλέντα σε τομείς των Θετικών Επιστήμων.
Από το Σχολικό έτος 2010-11, το Απόλλων Δ.Δ.Ε.Δ., με την άδεια του Τμήματος ΣΕΠΕΔ, του Υπουργείου Παιδείας, υλοποιεί το Πιλοτικό Πρόγραμμα «Αρμονία των Σφαιρών» για τη διαθεματική δικτύωση, σε τομείς της Τέχνης και της Τεχνολογίας, 20 σχολείων Α/θμιας και Β/θμιας Εκπαίδευσης. Στη συνέχεια έχει συντάξει και προτείνει, σε Ομάδες Παιδείας των Δήμων (Αμαρουσίου, Βύρωνα, κλπ) τη δημιουργία “Διαδημοτικού Ομίλου Καλλιτεχνικής Δημιουργίας”, ως εκπαιδευτικό πρόγραμμα δικτύωσης και ανάπτυξη της δημιουργικότητας και των ταλέντων μαθητών με ιδιαίτερες κλίσεις και ενδιαφέροντα σε τομείς της τέχνης.
Από το 2006, προσφέρει on-line υποστήριξη και δικτύωση σε ταλαντούχα παιδιά και στις οικογένειές τους, ενώ σχεδιάζει να επεκτείνει τις εν΄ λόγω εκπαιδευτικές του δραστηριότητες με τη δημιουργία Διεθνούς Καλοκαιρινού Σχολείου, στην Ελλάδα, για την κοινωνικοποίηση και την ανάπτυξη της δημιουργικότητας των μαθητών, την επαφή τους με το φυσικό περιβάλλον, καθώς και την επαφή τους τον Ελληνικό Πολιτισμό.
Πληροφορίες:
ΕΥΓΕΝΙΑ ΜΕΛΕΤΕΑ
e-mail:
etm2024@nyu.edu
evmeletea@med.uoa.gr
Γ) Mikis Theodorakis Official Radio
(χορηγός επικοινωνίας)
Το επίσημο ραδιόφωνο (ψηφιακή πλατφόρμα) που μεταδίδει δωρεάν παγκόσμια ολόκληρο το έργο του Μίκη Θεοδωράκη άρχισε την λειτουργία του το 2017, από την πρώτη στιγμή η αποδοχή του κόσμου ήταν τεράστια σε ολόκληρο τον κόσμο.
Από την αρχή της λειτουργίας του έως και σήμερα οι ώρες ακρόασης έχουν σπάσει κάθε προηγούμενο για ιντερνετική πλατφόρμα Ραδιοφώνου, δεκάδες χιλιάδες ώρες ακρόασης αποδεικνύουν την αποδοχή και την δυναμική που έχει το έργο όπως και το πόσο ο κόσμος περίμενε επιτέλους να μπορεί να ακούει Μίκη ανεμπόδιστα.
Τα έργα και οι κύκλοι μεταδίδονται με εκφωνήσεις για να μαθαίνουν οι ακροατές όλες τις λεπτομέρειες της σύνθεσης και της παραγωγής σε συναυλία, βινύλιο ή CD. Επίσης μεταδίδονται αποσπάσματα από τις πολλές συνεντεύξεις του Συνθέτη ώστε να ανακαλύπτουν οι ακροατές και κυρίως οι νέοι τις συνθήκες όπου ο Μίκης Θεοδωράκης δημιούργησε όλον αυτόν τον καλλιτεχνικό, φιλοσοφικό πλούτο.
Το Κείμενο του Μίκη Θεοδωράκη για την δημιουργία του mikisradio
«Με αφορμή τη συμπλήρωση ενός εκατομμυρίου επισκέψεων και πλέον, ακροάσεων στο Mikis Radio, σκέφτηκα να θυμίσω στους ακροατές ακριβώς τι σημαίνει, αυτή η αίσθηση που έχω ότι ελευθερώθηκαν επιτέλους τα έργα μου που ήταν θαμμένα μέχρι τώρα και που τώρα ελεύθερα τελείως πετούν πάνω από μίση, από κόμπλεξ, από απαγορεύσεις.
Ελεύθερα πάνω από τον ουρανό της Αθήνας, από Μέγαρα Μουσικής και Νιάρχεια, που με το σταγονόμετρο παίζουν την μουσική μου, ενώ η υπόλοιπη έμενε κάτω στα υπόγεια του Μεγάρου, όπου φυλάσσεται το Αρχείο μου. Όσες φορές πήγα να δω το Αρχείο μου εκεί στο Μέγαρο, έβλεπα τα έργα μου εκεί και αναρωτιόμουν, γιατί άραγε δεν μπορούν να ανεβούνε δύο πατώματα, να φτάσουν στις Μουσικές Σκηνές των αιθουσών του Μεγάρου και να παιχτούν;
Κάτω εκεί μου φαινόταν θαμμένα, όπως θαμμένη μου φαινόταν και η τεράστια προσπάθεια, το τεράστιο έργο των ανθρώπων που εργάστηκαν επί τόσα χρόνια και εργάζονται ακόμα στο Αρχείο μου στην Βιβλιοθήκη Βουδούρη.
Έργο που μένει κατά το μεγαλύτερο μέρος του αναξιοποίητο, αν τα έργα αυτά δεν βγαίνουν στην επιφάνεια με συναυλίες. Θαμμένα 1000 έργα περιμένουν λες και η Ελλάδα έχει τόσα πολλά που δεν έχει ανάγκη τα δικά μου.
Εγώ σε όλη μου τη ζωή δούλεψα σαν το σκυλί χρόνια και χρόνια για την πατρίδα μου και στην πατρίδα μου αυτά που δημιούργησα είναι φυλακισμένα. Στο εξωτερικό ελεύθερα, στην πατρίδα μου φυλακισμένα.
Αισθάνομαι λοιπόν την ανάγκη να πω ορισμένα πράγματα για πρώτη φορά…
Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα με μια ιδιαιτερότητα: είμαι συγχρόνως συνθέτης και αγωνιστής.
Σαν αγωνιστής είμαι υποχρεωμένος σε καιρούς ειρηνικούς να συμμετέχω σε ιδεολογικούς πολιτικούς αγώνες που με φέρνουν σε μετωπική αντίθεση με κάθε είδους εξουσίες. Γιατί η δική μου ιδεολογία βασίζεται στην υπεράσπιση της Αρμονίας ενάντια στο Χάος. Αυτό στην πολιτική μεταφράζεται σε μια στάση Ελεύθερη, Ανεξάρτητη και βαθιά Αντιεξουσιαστική.
Με αποτέλεσμα να είμαι συνεχώς εκτεθειμένος στα λυσσαλέα χτυπήματα των εξουσιαστών που επειδή δεν μπορούν να με λυγίσουν στον τομέα της ιδεολογίας και της πολιτικής, πέφτουν σαν λυσσασμένοι λύκοι πάνω στην μουσική και το έργο μου. Αυτός είναι ο λόγος που το έργο μου είναι φιμωμένο τώρα, τουλάχιστον κατά τα οκτώ δέκατά του.
Όμως, εδώ και δυο χρόνια που το Mikis Radio πήρε την πρωτοβουλία να το απελευθερώσει οριστικά, έχω την ίδια αίσθηση τώρα, στα ενενήντα πέντε μου χρόνια με κείνη που είχα και στα δεκαεννέα μου χρόνια, που γιόρταζα με όλους τους Έλληνες την απελευθέρωση της πατρίδας μου.
Πρέπει να ξέρετε, ότι ο Συνθέτης μοιάζει με την μάνα που θέλει τα παιδιά της να είναι ελεύθερα και να χαίρονται το ήλιο και την δωρεά της ζωής και όχι να είναι φυλακισμένα, όπως γίνεται με τα έργα μου…
Νίκο, σε ευχαριστώ για το μεγάλο δώρο που μου πρόσφερες αποδεικνύοντας ότι τα έργα μου είναι ικανά να συγκινούν τους ανθρώπους ανεξάρτητα από σύνορα. Μέσα στους δύο πρώτους μήνες, ένα εκατομμύριο σαράντα χιλιάδες ακροατές, ένα τσουνάμι πραγματικό. Μέσα σε λίγες μέρες με ανακάλυψε και αγκάλιασε την μουσική μου ένα τεράστιο πλήθος.
Τους χαιρετώ όλους με αγάπη και χαίρομαι ιδιαίτερα που θα ακουστούν για πρώτη φορά αδικημένοι τραγουδιστές και αγαπημένοι μου κύκλοι τραγουδιών… Ο Πέτρος Πανδής ο δικός μου Καλογιάννης, ο δικός μου Πουλόπουλος, ο δικός μου Μητροπάνος, η Βερούτη, η Σίμου, ο Μωραΐτης, ξεχωριστοί κύκλοι όπως οι «Χαιρετισμοί» με την Γαλάνη η «Φαίδρα» με την Καγιαλόγλου και τον Πανδή, οι «Μπαλάντες» με τον Πέτρο και την Ζορμπαλά, το «Ραντάρ» με τον Νταλάρα, ο «Επιβάτης» με την Φαραντούρη, ο άγνωστος κύκλος «Ο Ήλιος και ο Χρόνος» που τον έγραψα στα 1967, στην απομόνωση της Μπουμπουλίνας πριν από πενήντα ένα χρόνια… Πενήντα ένα χρόνια περίμενε για να ακουστεί για πρώτη φορά.
Κι ακόμα, ο Θωμόπουλος, ο Ζωγράφος και ο Καλογιάννης στα άγνωστα «Γράμματα από την Γερμανία».
Τα «Πρόσωπα του Ήλιου» του ποιητή Διονύση Καρατζά.
Το «Μήπως ζούμε σε άλλη χώρα» του Μάνου Ελευθερίου με την Μαρία Δημητριάδη.
Το «Ασίκικο, Πουλάκη» με τον Βασίλη Λέκκα του ποιητή Μιχάλη Γκανά.
Η «Μνήμη της πέτρας» του ποιητή Μιχάλη Μπουρμπούλη με τον Θανάση Μωραΐτη.
Τα «18 Λιανοτράγουδα» με τον Νταλάρα, με την Βιτάλη και τόσους άλλους ερμηνευτές.
Η «Νύχτα Θανάτου» του Μάνου Ελευθερίου με τον Αντώνη Καλογιάννη.
Ο καταπληκτικός Μπιθικώτσης στον «Οκτώβρη 78» των Λειβαδίτη, Παπαδόπουλου, Χριστοδούλου.
Η «Συνάντηση» του Λευτέρη Παπαδόπουλου με τον Σταμάτη Κόκοτα.
Η «Ερημιά» του Λευτέρη Παπαδόπουλου με την Μαρία Φαραντούρη και τον Μανώλη Μητσιά σε ενορχήστρωση Σταύρου Ξαρχάκου.
Η «Πολιτεία Γ΄» της Λίνας Νικολακοπούλου και του Μάνου Ελευθερίου με τον Μανώλη Μητσιά και την Δήμητρα Γαλάνη, τα «Επιφάνια Αβέρωφ» με τον Αντώνη Καλογιάννη.
Η ‘’Πολιτεία Δ΄’ με τον Πέτρο Γαϊτάνο, ο κύκλος «Μια Θάλασσα γεμάτη μουσική» σε ποίηση Δήμητρας Μαντά που κυκλοφόρησε στο Παρίσι πριν από 25 χρόνια από την εκπληκτική Ιονάτος και τρεις κορυφαίους Γάλλους με επικεφαλής τον Christian Boissel, μια δουλειά που έμεινε άγνωστη στην Ελλάδα.
Σταματώ εδώ, δεν τα θυμάμαι όλα, όλα τα φυλακισμένα έργα που τώρα πετάνε ψηλά, ελεύθερα και άπιαστα από όλους αυτούς που τα φίμωσαν για όλα αυτά τα χρόνια. Μου φτάνει που με γνωρίζουν οι απλοί πολίτες μαζί με τα βουνά, τους βράχους, τα νησιά και τις θάλασσες της πατρίδας μου. Τώρα που το έργο μου διασχίζει τους αιθέρες όλου του κόσμου αλλά και της πατρίδας μου, είμαι επί τέλους κι εγώ ελεύθερος.
Γι’ αυτό στέλνω ένα μεγάλο «Ευχαριστώ».
Μίκης Θεοδωράκης 18 Φλεβάρη 2018.»
Πληροφορίες:
ΝΙΚΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
6979610219
nik.theodorakis@gmail.com
Mikis Theodorakis Personal Radio (mikisradio.blogspot.com)
www.mikisradio.com
Δ) ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΗΧΩΝ ΑΛΗΘΙΝΩΝ
Η εταιρεία Καθρέφτης ήχων αληθινών, με επίσημη ιστοσελίδα, www.musicmirror.gr, αποτελεί μια ανεξάρτητη ελληνική δισκογραφική, που δραστηριοποιείται στην έκδοση και την κυκλοφορία μουσικών έργων με έμφαση στην ποιότητα και την καλλιτεχνική αυθεντικότητα.
Η έδρα της βρίσκεται στην Αθήνα και ξεκίνησε να ασχολείται μαq τις παραγωγές από το 1990 και εστιάζει σε ένα ευρύ φάσμα επιλογών και μουσικών ειδών όπως
Παραδοσιακή και λαϊκή μουσική
Ρεμπέτικο και Σμυρνέικο
Σύγχρονο ελληνικό τραγούδι
Έθνικ και διεθνείς μουσικές επιρροές
Ελληνόφωνες και Αγγλόφωνες ροκ και ποπ μπαλάντες.
Η εταιρεία δίνει έμφαση στην ανάδειξη τόσο καθιερωμένων όσο και νέων καλλιτεχνών, προσφέροντας έναν πλούσιο και ποικιλόμορφο κατάλογο.
Εκτός από το κεντρικό label Καθρέφτης ήχων αληθινών, λειτουργούν επικουρικά και τα label Musicliberty, Gold Music, Ζέφυρος, Greek Summer Records.
Διατηρεί ενεργή παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επίσημες σελίδες στa facebook, Youtube, Instagram.
Χωρίς προκαταλήψεις η εταιρεία στηρίζει ότιδήποτε καλό από όλα τα είδη του ελληνικού κυρίως τραγουδιού αλλά και της μουσικής, χωρίς σύνορα, γενικότερα.
Ολόκληρος σχεδόν ο κατάλογος βρίσκεται στις ψηφιακές πλατφόρμες iTunes, Spotify, Amazon, Deezer Tidal κλπ ενώ το site της εταιρεία ενημερώνεται συνεχώς με πληροφορίες και στοιχεία γύρω από όλες αυτές τις κυκλοφορίες που τώρα πια μετά από τα 35 χρόνια παρουσίας ξεπερνούν τις 500.
Ε) STUDIO new star art cinema
(φυσικός χώρος των εκδηλώσεων)
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΚΗΝΗ STUDIO “ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ” ξεκινά το ταξίδι της!, με επιλεγμένες μουσικές παραστάσεις όλο τον χρόνο.
Από την Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2022, και κάθε Τετάρτη για όλο το χρόνο και κάθε χρόνο, στον ιστορικό κινηματογράφο τέχνης STUDIO new star art cinema θα λειτουργεί η ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΚΗΝΗ STUDIO “ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ”. Πέρα από την παρουσία σημαντικών καλλιτεχνών της ελληνικής μουσικής σκηνής, που έχουν συνεργαστεί με τον Μίκη, θα δοθεί βήμα και σε νεότερους καλλιτέχνες, που εμπνέονται από τον τεράστιο αυτόν δημιουργό και εξακολουθούν με ταλέντο και σεβασμό να ερμηνεύουν και να συνεχίζουν το έργο του. Ο χώρος του STUDIO έχει χωρητικότητα 600 καθισμάτων, διαθέτει κλασικό πιάνο Erard με ουρά, του 1887, διαστάσεων 2,15×1,50, καθώς και όλο τον απαραίτητο τεχνικό εξοπλισμό για την άρτια πραγματοποίηση εκδηλώσεων. Θα σας ενημερώσουμε σύντομα για το πρόγραμμα! Καλούμε κάθε μουσικό σχήμα, χορωδία και μεμονωμένους καλλιτέχνες, που θα ήθελαν να συμμετέχουν σε αυτό το εγχείρημα, να επικοινωνήσουν μαζί μας με το βιογραφικό ή/και τις προτάσεις τους! Επικοινωνία μέσω facebook ή στη διεύθυνση: newstarcine@gmail.com
ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΠΡΩΤΟ-ΠΟΡΕΙΑ, ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΠΟΥ ΓΡΑΦΕΤΑΙ ΕΔΩ ΚΑΙ 58 ΧΡΟΝΙΑ.
Το STUDIO εδώ και 58 χρόνια γράφει την ιστορία του. Πρωτοπορώντας και συνεχίζοντας το όραμα του ιδρυτή του Σωκράτη Καψάσκη, προβλέποντας το μέλλον, υποστηρίζοντας τις ταινίες τέχνης και πολιτισμού, στηρίζοντας τον ελληνικό κινηματογράφο και τους νέους δημιουργούς, τολμώντας να ενσωματώσει στο πρόγραμμά του εκείνον τον κινηματογράφο που οι Αθηναίοι δεν θα μπορούσαν εύκολα να δουν γιατί ίσως σε πολλούς να φαινόταν «δύσκολος», «αντιεμπορικός» και με μικρά περιθώρια κέρδους, συνεχίζει να πορεύεται με όραμα, συνέπεια, κέφι και δημιουργικότητα.
Στηρίζοντας τον πολιτισμό και την μάθηση το 2014 ο συνεχιστής του οράματος του STUDIO, Βελισσάριος Κοσσυβάκης, μαθητής του Σωκράτη Καψάσκη, τόλμησε να προκαλέσει τη νέα γενιά θεατών, έχοντας μια μοναδική ιδέα: Να βαφτίσει τα 660 καθίσματα του κινηματογράφου με ονόματα μεγάλων δημιουργών του παγκόσμιου κι ελληνικού κινηματογράφου και μέσω της σύγχρονης τεχνολογίας πια, να δώσει πληροφορίες για τον καθένα τους μέσω QR Code, που βρίσκεται δίπλα στο όνομα του κάθε δημιουργού. Ένα εγχείρημα που το κοινό καλωσόρισε με χαρά κι ενθουσιασμό τόσο από τους νέους όσο και από την παλιότερη γενιά θεατών που πέρασε αρκετά από τα εφηβικά της βράδια στο STUDIO.
660 ΚΑΘΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ STUDIO ΑΠΟΚΤΟΥΝ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ
660 ΔΗΜΙΟΥΡΓΏΝ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ
Με χαρά σας ανακοινώνουμε ότι ολοκληρώσαμε τη λίστα με τα ονόματα των σημαντικών δημιουργών της 7ης Τέχνης
από την Ελλάδα και από όλο τον κόσμο.
Μετά από μία μεγάλη έρευνα αλλά και συζήτηση με χιλιάδες σινεφίλ καταλήξαμε στον εξής καταμερισμό των θέσεων:
200 Έλληνες Δημιουργοί,
460 Δημιουργοί από τον Παγκόσμιο κινηματογράφο που αντιπροσωπεύουν 60 χώρες.
Τιμής ένεκεν προσθέσαμε τους δέκα σημαντικούς δημιουργούς της περιβόητης λίστας Μακάρθι που με την ηρωική στάση τους,
δεν πρόδωσαν τις αρχές τους και τίμησαν το επάγγελμα τους.
Έχουμε ξεκινήσει ήδη και ολοκληρώσαμε την τοποθέτηση των καρτελών των 200 Ελλήνων Δημιουργών και ξεκινάμε την τοποθέτηση των ονομάτων των 460 Δημιουργών του παγκόσμιου κινηματογράφου. Δίπλα σε κάθε όνομα υπάρχει ένα QR code, με το οποίο θα κατευθύνεστε στην ιστοσελίδα μας όπου θα μπορείτε να βρείτε πλήρεις βιογραφίες-εργογραφίες, τρέιλερ από ταινίες των δημιουργών και άλλες πληροφορίες. Αυτή είναι μία εργασία που βρίσκεται σε συνεχής εξέλιξη και θα ολοκληρωθεί μέσα στους επόμενους μήνες.
Επίσης, στη σελίδα μας θα υπάρχει σύντομα η πλήρης κάτοψη της αίθουσας με τα ονόματα των Δημιουργών και θα παρέχεται η δυνατότητα
στους σινεφίλ να κάνουν ηλεκτρονική κράτηση τη θέση του αγαπημένου του Δημιουργού.
Σας κοινοποιούμε τη λίστα με τα ονόματα των Δημιουργών. Με ενδιαφέρον θα εξετάσουμε αν υπάρχουν κάποιες επιπλέον προτάσεις
που να συμπληρώσουν τη λίστα μας ώστε να γίνει πληρέστερη.
O ιστορικός κινηματογράφος τέχνης της Αθήνας, STUDIO new star art cinema καθ’όλη τη διάρκεια των εορτασμών των 55 χρόνων που θα διαρκέσουν έως 31/12/23 αλλά και για τα επόμενα χρόνια θα προγραμματίσει ειδικά αφιερώματα και προβολές των ταινιών των περισσότερων Δημιουργών. Όπως επίσης, θα πραγματοποιηθούν εβδομαδιαία αφιερώματα-φεστιβάλ ανά χώρα σε σπουδαίους Δημιουργούς που έγραψαν ιστορία στον παγκόσμιο κινηματογράφο.
Στο χώρο του φουαγιέ ο θεατής μπορεί επίσης, να βρει εξαιρετικούς τίτλους βιβλίων επιλεγμένους έναν-έναν, DVD κλασικού κινηματογράφου – σε πείσμα του streaming και υπέρ της κλασσικής αξίας της συλλογής, καθώς και φιλικό προσωπικό έτοιμο πάντα για να γίνει μια παρέα με όλους, στην μπάρα του κυλικείου που προσφέρει εξαιρετικά αναψυκτικά ελληνικής παραγωγής, αλκοολούχα διαλεγμένα από μικρούς παραγωγούς της Ελλάδας, φρέσκα και μυρωδάτα ποπ-κορν και άλλα σνακς.
Στο χώρο λειτουργεί και η Θεατρική Σκηνή Δήμου Αβδελιώδη, χάριν ενθουσιασμού και πηγαίας συγκίνησης, με μοναδικές παραστάσεις παλαιότερων, αλλά και νέων έργων του εξαιρετικού δημιουργού που καθηλώνουν το θεατή και τον μεταφέρουν στον μαγικό κόσμο του θεάτρου. Αρχή για το 2025 κάνει η «ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ» του Πλάτωνα, στα αρχαία ελληνικά, με ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους με τον υπέροχο Gilles Decorvet, τη μοναδική μέθοδο διδασκαλίας εκφοράς λόγου και τους φωτισμούς του Δήμου Αβδελιώδη.
Πληροφορίες:
ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΣ ΚΟΣΣΥΒΑΚΗΣ
WEBSITE: https://www.newstarartcinema.gr
Address: Σταυροπούλου 33, Αθήνα, 112 52
e-mail: newstarcine@gmail.com
ΤΗΛ.: 210 864 0054
ΙΒΑΝ: ……..
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Εδώ υπάρχει το κόστος,
για τη κάλυψη των εξόδων (της λειτουργίας του χώρου),
το οποίο θα είναι 5 ευρώ, ανά άτομο:
Αφενός με ελάχιστό αριθμό συμμετεχόντων 200 άτομα
Αφετέρου μετά από΄την ολοκλήρωση της κράτησης,
με αποστολή αιτήματος, στο e-mail: cognetgroup@gmail.com
Μίκης Θεοδωράκης: Μπαλάντες σε ποίηση Μανόλη Αναγνωστάκη. Σύνθεση 1973 ’74. Παρίσι.
Ηχογράφηση: 1975 Αθήνα. Ερμηνεύουν: Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Πέτρος Πανδής.
Μπουζούκι: Χρήστος Νικολόπουλος, Θανάσης Πολυκανδριώτης.
Λαϊκή Ορχήστρα υπό την διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη.
ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ
ΔΡΟΜΟΙ ΠΑΛΙΟΙ
ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΜΟΥ
ΧΑΡΑ ΧΑΡΑ
ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΑΥΤΟΙ
ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΚΛΕΙΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΜΟΥ
ΚΑΙ ΠΕΡΝΟΥΣΑΝΕ ΤΑ ΤΡΑΜ
ΟΛΑ ΕΧΟΥΝ ΑΠΟΔΕΛΤΙΩΘΕΙ
ΟΤΑΝ ΜΙΑΝ ΑΝΟΙΞΗ
ΙΣΚΙΟΙ ΒΟΥΒΟΙ
1. ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ
Πέτρος Πανδής
Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
ύστερα απ’ το φριχτό ναυάγιο και το χαμό
το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
που πήγαν οι άλλες βάρκες ποιοι γλίτωσαν
εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
ένα νησί ερημικό
εκεί θα στήσουμε τα σπίτια μας
γύρω-γύρω στη μεγάλη πλατεία
και στη μέση μια εκκλησιά
θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία
του καπετάνιου μας που χάθηκε ψηλά-ψηλά
λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου
πιο χαμηλά του τρίτου
θ’ αλλάξουμε τις γυναίκες μας
και θα κάνουμε πολλά παιδιά
κι ύστερα θα καλαφατήσουμε
ένα μεγάλο καράβι καινούργιο
ολοκαίνουργιο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα
θα ‘χουμε γεράσει μα θα μας γνωρίζουνε
μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε με μας.
2. ΔΡΟΜΟΙ ΠΑΛΙΟΙ
Μαργαρίτα Ζορμπαλά
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα
και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ’ τους ίσκιους
των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες
κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου
βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα
χαμένο του τόπου μου κι εγώ
Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη
στις υγρές μου παλάμες
Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα
χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας
με γνώριζε με γνώριζε
3. ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΜΟΥ
Μαργαρίτα Ζορμπαλά
Κάτω απ’ τα ρούχα μου δε χτυπά πια
η παιδική μου καρδιά
λησμόνησα την αγάπη πού ‘ναι μόνο αγάπη
μερόνυχτα να τριγυρνώ
χωρίς να σε βρίσκω μπροστά μου
ορίζοντα λευκέ της αστραπής και του ονείρου.
Ένιωσα το στήθος μου
να σπάζει στη φυγή σου
ψυχή της αγάπης μου αλήτισσα
λεπίδι του πόθου μου αδυσώπητο
νικήτρια μονάχη της σκέψης μου.
4. ΧΑΡΑ – ΧΑΡΑ
Πέτρος Πανδής
Χαρά-χαρά ζεστή κι αγαπημένη
τραγούδι αστείρευτο σε χείλια χιμαιρικά
στα γυμνά μου μπράτσα
το είδωλό σου συντρίβω χώρα μακρινή
σαν τη θάλασσα απέραντη
κουρέλι μακρινό της πικρής αναζήτησης
άσε να φτύσω το φαρμάκι
της ψεύτρας σου ύπαρξης
άσε να οραματιστώ τις νεκρές αναμνήσεις μου
ανελέητο κύμα της νιότης μου
ω! ψυχή την αγωνία ερωτευμένη.
5. ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΑΥΤΟΙ
Μαργαρίτα Ζορμπαλά
Οι στίχοι αυτοί μπορεί
και να είναι οι τελευταίοι
οι τελευταίοι
στους τελευταίους που θα γραφτούν
Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές
δε ζούνε πια
αυτοί που θα μιλούσανε
πεθάναν όλοι νέοι
Τα θλιβερά τραγούδια τους
γενίκανε πουλιά
σε κάποιον άλλο ουρανό
που λάμπει ξένος ήλιος
Γένικαν άγριοι ποταμοί
που τρέχουνε στη θάλασσα
και τα νερά τους
δεν μπορείς να ξεχωρίσεις
Στα θλιβερά τραγούδια
τους φύτρωσε ένας λωτός
να γεννηθούμε στο χυμό του
εμείς πιο νέοι
6. ΜΕΣ’ ΤΗ ΚΛΕΙΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΜΟΥ
Πέτρος Πανδής
Μες στην κλειστή μοναξιά μου
έσφιξα τη ζεστή παιδική σου άγνοια
στην αγνή παρουσία σου καθρέφτισα
τη χαμένη ψυχή μου
εμείς αγαπήσαμε
εμείς προσευχόμαστε πάντοτε
εμείς μοιραστήκαμε το ψωμί
και τον κόπο μας
κι εγώ μέσα σε ‘σένα
και σ’ όλους.
7. ΚΑΙ ΠΕΡΝΟΥΣΑΝ ΤΑ ΤΡΑΜ
Πέτρος Πανδής
Νεκρός κείτονταν
μες στο δρόμο
βαθιά – βαθιά
στην πλάτη το μαχαίρι
κανείς δεν άπλωσε το χέρι
κανείς δεν πάτησε το Νόμο.
Και περνούσαν
και περνούσανε τα τραμ
νταραντατάμ
νταραντατάμ.
Κλείσαν τα μαγαζιά οι γειτόνοι
και τα μαζέψαν μάνι-μάνι
σκορπίσαν όλοι
από το σεργιάνι
άλλωστε πήρε να νυχτώνει.
Και περνούσαν
και περνούσανε τα τραμ
νταραντατάμ
νταραντατάμ.
Στου φαναριού
το φως γυαλίζει
το κάθετο λεπτό λεπίδι
αδιάφορο πελώριο φίδι
το τραμ περνά
και κουδουνίζει.
Και περνούσαν
και περνούσανε τα τραμ
νταραντατάμ
νταραντατάμ.
8. ΟΛΑ ΕΧΟΥΝ ΑΠΟΔΕΛΤΙΩΘΕΙ
Πέτρος Πανδής
Τώρα μπορεί ο καθένας να μιλά
και κυρίως να γράφει
για την αγωνία
της εποχής το αδιέξοδο
την απανθρωπία του αιώνα
τη χρεοκοπία των ιδεολογιών
τη βαρβαρότητα της μηχανής
για δίκες για ρήγματα για φράγματα
για ενοχές για γρανάζια
όλα έχουν κωδικοποιηθεί
ταξινομηθεί
αποδελτιωθεί
9. ΟΤΑΝ ΜΙΑΝ ΑΝΟΙΞΗ
Μαργαρίτα Ζορμπαλά
Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει
θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά
και θα ‘ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου
παλιέ μου φίλε
Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις
μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου
κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη,
πικραμένη σου μνήμη
Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας,
ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο
θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας
και τα όνειρά μας
Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες
μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο
από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου
παλιέ μου φίλε
Εμείς θελήσαμε με το τραγούδι μας αλλά και με την στάση μας, να πούμε στο λαό ότι αυτός είναι το κέντρο της ζωής, η φύτρα της ζωής, πηγή κάθε ωραίου και αληθινού. Να πούμε στο Νέο Έλληνα ότι είναι κληρονόμος μιας βαριάς αλλά μεστής από χυμούς αλήθειας και ομορφιάς Εθνικής κληρονομιάς, φτάνει να την πάρει στα χέρια του να γίνει υπεύθυνος και να προχωρήσει.
Έτσι, στα δεκαέξι μου χρόνια, κατά το πρότυπο του Ιωάννη Σεβαστιανού Μπαχ, όχι φυσικά στη Λειψία αλλά σε μια φτωχική συνοικία της Τρίπολης, στον Ναό της Αγίας Βαρβάρας, έγινα ένας λιλιπούτειος κάντωρ επιφορτισμένος να συνθέτω κάθε Κυριακή εκκλησιαστικούς ύμνους για την ευρωπαϊκή λειτουργία.
Η μεγάλη στροφή μου όμως -θα έλεγα η ολοκληρωτική στροφή- θα γινόταν το επόμενο έτος, το 1942, όταν άκουσα τον «Ύμνο της Χαράς» από την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν. Τότε, αυτός ο γίγας της μουσικής εισέβαλε μέσα μου, σε βαθμό που να παραδέχομαι σήμερα ότι είμαι ένας Γερμανός συνθέτης που γεννήθηκε στο Αιγαίο και ένας Κρητικός τραγουδοποιός που έζησε στο Παρίσι».
Ποίηση: Κώστα Τριπολίτη
Σύνθεση: 1981, Αθήνα-Βραχάτι-Παρίσι.
Ηχογράφηση: 1981, Γιώργος Νταλάρας
(Στο τραγούδι ΣΥΝΟΨΗ το τραγουδά ο συνθέτης μαζί με τον Γιώργο Νταλάρα ) Minos
Τραγούδια: ΑΓΑΠΗ, ΕΦΑΡΜΟΓΗ, ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ, ΛΕΓΕ, ΩΣ ΤΟ ΤΕΡΜΑ, ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΠΙΑ, ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΕΧΩ ΧΑΣΕΙ, ΧΕΙΡΟΛΑΒΗ, ΞΕΝΟΣ, ΡΑΝΤΑΡ, ΧΩΡΙΣ ΦΕΓΓΑΡΙΑ, ΣΥΝΟΨΗ.
1. ΑΓΑΠΗ
Αγάπη του ψωμιού και της φωτιάς
αγάπη της αρμύρας
ρεκλάμες θα μας πνίξουν κι αδειανά
κονσερβοκούτια μπύρας
Πού να σε ταξιδέψω
γυαλιά και λαμαρίνες
γεμίσανε τα χρόνια
με εκτελεσμένους μήνες
Αγάπη του ψωμιού και της βροχής
αγάπη στα μπαλκόνια
στην άσφαλτο τα αίματα θα δεις
και πλαστικά μπιτόνια
Πού να σε ταξιδέψω
γυαλιά και λαμαρίνες
γεμίσανε τα χρόνια
με εκτελεσμένους μήνες
2. ΕΦΑΡΜΟΓΗ
Έμφραγμα διπλό και πικρό κινίνο
ο έρωτας που παίρνω και που δίνω
ίσκιος σκοτεινός λάμπα της θυέλλης
τα πράγματα που θέλω και που θέλεις
Κι αρρωσταίνω από την ίδια συνταγή
που δε βρίσκει αυτός ο κόσμος
στη ζωή μου εφαρμογή
Σύρματα βραχνά βραχυκυκλωμένα
τα λόγια σου που φτάνουνε σε μένα
σύνθημα παλιό σαν κουβέντα τρύπια
κι άδικα τα γιατρικά που ήπια
Κι αρρωσταίνω από την ίδια συνταγή
που δε βρίσκει αυτός ο κόσμος
στη ζωή μου εφαρμογή
3. ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ
Η σκοτεινιά της κάμαρας
θα ‘ρθει μαζί σου, ντύσου ντύσου ντύσου
κι η νύχτα αυτή που κράτησες δική σου
ντύσου ντύσου
Ο κόσμος ξημερώνει
ο κόσμος ξημερώνει
Με τα φιλιά που κάρφωσα
εδώ βαθιά σου, βιάσου βιάσου βιάσου
κι αυτά που απόψε κέρδισες δικά σου
βιάσου βιάσου
Ο κόσμος ξημερώνει
ο κόσμος ξημερώνει
4. ΛΕΓΕ
Λέγε την άσφαλτο γυαλί
που χαρακώνονται οι πολλοί
λέγε τα σπίτια φυλακές
και τις ζωές μας πλαστικές
Λέγε τα πράγματα με τ’ όνομά τους
λέγε τα πράγματα με τ’ όνομά τους
και διαπίστωνε αργούς θανάτους
λέγε τα σπίτια φυλακές
και τις ζωές μας πλαστικές
Λέγε τα σπίτια φυλακές
και τις ζωές μας πλαστικές
λέγε τα χρόνια μας βροχή
συνάλλαγμα και Ι.Χ
λέγε τον έρωτα δασμό
και νύχτα δίχως προορισμό
Λέγε τα πράγματα με τ’ όνομά τους
λέγε τα πράγματα με τ’ όνομά τους
και διαπίστωνε αργούς θανάτους
Λέγε τον έρωτα δασμό
και νύχτα δίχως προορισμό
Λέγε τα σπίτια φυλακές
και τις ζωές μας πλαστικές
5. ΩΣ ΤΟ ΤΕΡΜΑ
Μέσα σου μια κατάδυση
μια νύχτα που γκρεμίζει
χαμένοι οι παράδεισοι
στη λάμπα που φθορίζει
Και γίνεται η αγάπη σαν εγχείρηση
νυστέρι που μας δάγκωσε το δέρμα
το όνειρο μαζί με την αντίρρηση
ως το τέρμα ως το τέρμα
Μέσα σου βλέπω χάσματα
κανείς δε σε γνωρίζει
γυρεύω αποσπάσματα
κι αυτόν που τραυματίζει
Και γίνεται η αγάπη σαν εγχείρηση
νυστέρι που μας δάγκωσε το δέρμα
το όνειρο μαζί με την αντίρρηση
ως το τέρμα ως το τέρμα
6. ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΠΙΑ
Δε θέλω πια να χρωματίζω
δε θέλω πια να χρωματίζω
τους ουρανούς σου δε θέλω πια
αυτό το αστείο τερματίζω και σβήνω
απ’ τους συλλογισμούς σου και σβήνω
Δε θέλω πια να χρωματίζω στον καιρό μου
αυτόν που δεν αναγνωρίζω για δικό μου
δε θέλω πια δε θέλω πια δε θέλω πια
Δε θέλω πια να χρωματίζω δε θέλω πια
να χρωματίζω τα σύνορά σου δε θέλω πια
κι από τον κόσμο που γνωρίζω
να ψάχνω για τη διαφορά σου να ψάχνω
Δε θέλω πια να χρωματίζω στον καιρό μου
αυτόν που δεν αναγνωρίζω για δικό μου
δε θέλω πια δε θέλω πια
7. ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΕΧΩ ΧΑΣΕΙ
Φορτηγά καμιόνια με χαλίκια
στο δρόμο τρίζουνε
θάλασσες ξωκλήσια και καΐκια
αυτά με ορίζουνε
Τίποτα δεν έχω ξεχάσει
μόνο τη ζωή μου έχω χάσει
Μάρμαρα και ναύτες
του έκτου στόλου με τριγυρίζουνε
ξένοι και βιτρίνες στην Αιόλου
με βασανίζουνε
Τίποτα δεν έχω ξεχάσει
μόνο τη ζωή μου έχω χάσει
8. ΧΕΙΡΟΛΑΒΗ
Η ζωή μου μια κακή πλαστογραφία
υπογραμμένη υπογραμμένη
σε σταθμούς αφετηρίες και γραφεία
δηλωμένη δηλωμένη
Και δε βρίσκω ν’ ακουμπήσω
σταθερή χειρολαβή γίνεται ό,τι αγαπήσω
μια θανάσιμη λαβή
Το κορμί μου μια βουβή επικοινωνία
να σου γυρεύει να σου γυρεύει
μ’ εκατό την κάθε νύχτα η αγωνία
ταξιδεύει ταξιδεύει
Και δε βρίσκω ν’ ακουμπήσω
σταθερή χειρολαβή γίνεται ό,τι αγαπήσω
μια θανάσιμη λαβή
9. ΞΕΝΟΣ
Με βιτρίνες και μ’ επιγραφές
η νύχτα μου ζυγώνει
η ζωή μου γίνεται χαφιές
και με καρφώνει και με καρφώνει
Ξένος μέσα στα ρούχα μου
μες το κορμί μου ξένος
στον κόσμο ετούτο δανεικός
και μεταχειρισμένος
Με ταινίες και με συντροφιές
η νύχτα μου κυλάει
η ζωή μου γίνεται χαφιές
και με πουλάει και με πουλάει
Ξένος μέσα στα ρούχα μου
μες το κορμί μου ξένος
στον κόσμο ετούτο δανεικός
και μεταχειρισμένος
10. ΡΑΝΤΑΡ
Χαρμάνι σάρκα και μπετό
κι εγώ αγάπη ν’ απαιτώ
μες του καπνού τα καταγώγια
αχ μάνα μου αχ μάνα μου
και μες των τραγουδιών τα λόγια
Της μοναξιάς μου το ραντάρ
που ανιχνεύει τα ίχνη σου αναζητά
και σε γυρεύει
Βιτρίνες σύρματα και φλας
σου απαγορεύουν να γελάς
εδώ που σκάλωσες για πάντα
αχ μάνα μου αχ μάνα μου
στης πολιτείας τον ιμάντα
Της μοναξιάς μου το ραντάρ
που ανιχνεύει τα ίχνη σου αναζητά
και σε γυρεύει
11. ΧΩΡΙΣ ΦΕΓΓΑΡΙΑ
Γυαλίζουν οι προφυλακτήρες
κι αντηχούν τα φρένα
τα μάτια έκλεισες και πήρες
την πόλη αυτή μαζί με μένα
Αγάπη μου χωρίς φεγγάρια
χωρίς λουλούδια χάρτινα
δικιά σου πάρτηνα
Σφυρίζουν έξω οι σειρήνες
κι έχει ξημερώσει
βαρύ πιοτό και ασπιρίνες
τ’ όνειρό μου έχουν σκοτώσει
Αγάπη μου χωρίς φεγγάρια
χωρίς λουλούδια χάρτινα
δικιά σου πάρτηνα
12. ΣΥΝΟΨΗ
Με κομπίνες και φτηνές βιοτεχνίες
από το 49 κι ως εδώ
λογαριάζοντας συνθήκες κι ευκαιρίες
και πληρώνοντας συντριπτικό δασμό
Ο τιμάριθμος η μοναξιά κι η βία
με της φτώχειας σου τη διαλεκτική
ανατρέπουν τη λεπτή σου ισορροπία
και γυρεύουνε μια λύση εκρηκτική
Ξαναπαίζεται στο νου σου η ταινία
συρματόπλεγμα Α2 υπογραφή
η προσέγγιση μια κούφια ειρωνία
κι ένας χρόνος που δεν κάνει επαφή
Τα υπάρχοντα σχεδόν κατεσχεμένα
το δυάρι το παλιό σου Ι.Χ
είναι σήματα σαν κρυπτογραφημένα
που σε μπάζουν σε μια αλλιώτικη εποχή
Κι όμως ξέρω ότι είσαι σαν και μένα
σε συνάντησα στην άσφαλτο θαρρώ
περιμένοντας μαζί καινούργια γέννα
με σημαίες κι ενδοφλέβιο ορό
Με κομπίνες και φτηνές βιοτεχνίες
από το 49 κι ως εδώ
δίχως μελανά σημεία κι απορίες
ψάχνεις σπίρτο κυνικό για εμπρησμό
Μίκης Θεοδωράκης: Ηλέκτρα. Μουσική Μπαλέτου. Έτος Σύνθεσης: 1979.
Συμφωνική Ορχήστρα Λονδίνου. Σαντούρι: Τάσος Διακογιώργης. Διεύθυνση Ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης.
Σκηνή 1
1 Επιστροφή Του Αγαμέμνoνα Στις Μυκήνες 2 Είσοδος Κλυταιμνήστρας
3 Φόνος Του Αγαμέμνoνα 4 Είσοδος Της Ηλέκτρας
Σκηνή 2
5 Βοσκός Και Ηλέκτρα 6 1ος Και 2ος Χορός Κοριτσιών
7 Χορός Ηλέκτρας
Σκηνή 3
8 Είσοδος Ορέστη Και Συνάντηση Με Την Ηλέκτρα
Σκηνή 4
9 Γλέντι
10 Φόνος Αίγισθου
Σκηνή 5
11 Φόνος Κλυταιμνήστρας
12 Έξοδος
Mikis Theodorakis: Συμφωνία αρ. 2 για παιδική χορωδία, σόλο πιάνο και ορχήστρα
“Το τραγούδι της γης” 1980 ’81. Συμμετέχουν: Cyprien Katsaris, Orchestre Symphonique de RTL,
Conductor: Mikis Theodorakis. Poetry: Mikis Theodorakis.
Το τραγούδι της Γης
δεν τ’ άκουσες ποτέ
ούτε θ’ ακούσεις πια.
Σκότωσες όλα τα πουλιά
τα δάση
το νερό
το λαμπερό νερό
τον ποταμό.
Πάει…
Σκότωσες το χώμα
τον ήλιο
την καρδιά σου.
Ποτέ δεν θα ξαναδείς
το χρώμα τ’ ουρανού
δεν θ’ ακούσεις ποτέ
τον ήχο των χρωμάτων.
Σαν βολίδα προχωρείς στο χάος.
Στερνή φορά ας ακουστεί μες στη σιωπή
το τραγούδι της Γης.
Πριν τελικά τυλιχτώ στο χάος
ένα “γεια σου” θα πω στη ζωή.
Μίκης Θεοδωράκης: Οκτώβρης ’78 Ποίηση: Γιάννης Θεοδωράκης, Τάσος Λειβαδίτης, Δημήτρης Χριστοδούλου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Ερρίκος Θαλασσινός. Ερμηνεύει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Μπουζούκι: Λάκης Καρνέζης Κώστας Παπαδόπουλος.
Λαϊκή Ορχήστρα υπό την διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη.
Τραγούδια:
ΒΓΑΛΕ ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΠΑΝΙΑ
Ο ΧΑΡΟΣ ΝΥΧΤΟΠΕΡΠΑΤΕΙ
ΜΕΛΑΧΡΙΝΟ ΠΑΙΔΙ
ΤΑ ΝΕΑΡΑ ΖΕΥΓΑΡΙΑ
ΝΥΧΤΑ
ΜΠΗΚΕ Ο ΧΑΡΟΣ ΣΤΟ ΚΕΛΙ
ΜΕΣΑ ΣΕ ΚΗΠΟ ΚΑΘΗΣΑ
ΜΕΛΑΧΡΙΝΟ ΠΑΙΔΙ
ΤΑ ΝΕΑΡΑ ΖΑΥΓΑΡΙΑ
ΝΥΧΤΑ
ΜΠΗΚΕ Ο ΧΑΡΟΣ ΣΤΟ ΚΕΛΙ
ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΒΡΧΗΣ
ΕΧΕΙΣ ΜΑΤΙΑ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
1. ΒΓΑΛΕ ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΠΑΝΙΑ
Γιάννη Θεοδωράκη
Πέτα το καμάκι χτύπα πάνω στην πληγή
κοίτα κι ένας άλλος κόκκινο έχει το σπαθί
πέτα το καμάκι, πέτα το φαρμάκι
μη φοβάσαι που μιλώ
πέτα το κορμί σου, πέτα την ψυχή σου
και έλα κάτι να σου πω.
Βγάλε τα μαύρα πανιά
κράτα το χέρι μου σφιχτά
κι αν μας καρφώνουνε
κι αν μας σταυρώνουνε
και μας ματώνουν την καρδιά.
Τα πικρά μου μάτια, το πικρό μου το μυαλό
πέλαγο μεγάλο, πέλαγο αλαργινό
παίρνεις τη ζωή μου, παίρνεις τη φωνή μου
στην αγάπη την παλιά
όμως η καρδιά μου είναι σαν τα κάστρα
κι όλο σαν πουλί πετά.
2. ΟΣΟΥΣ ΔΕΝ ΠΗΡΕ Η ΜΟΝΑΞΙΑ
Μάνου ελευθερίου
Όσους δεν πήρε η μοναξιά
τους έχει πάρει ο θάνατος
κι είχαν τα λόγια τους πουλιά
να κελαηδούν στην πόρτα μου.
Όσους δεν πήρε ο ποταμός
τους πρόδωσαν τα όνειρα
νύχτα τους πήρε και καπνός
και μας φιλούν στον ύπνο μας.
3. ΗΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΔΥΟ ΦΙΛΟΙ
Τάσου Λειβαδίτη
Ήταν κάποτε δυο φίλοι
σαν αρχάγγελοι κι οι δυο
κι απ’ των κοριτσιών τα χείλη
εθερίζαν τον ανθό.
Τέτοια λεβεντιά δεν ξανάδαν πια
με τα όνειρά τους υψώναν κάστρα
σε δώδεκα χωριά.
Κι όταν άνοιξ’ η πατρίδα
τις σημαίες της πλατιά
και οι δυο για την ελπίδα
σκοτωθήκαν στα βουνά.
Μα κάθε βραδιά όρθιοι στην πλαγιά
με το θάνατό τους υψώνουν κάστρα
αρχάγγελοι ξανά.
4. ΣΕ ΛΕΝΕ ΜΑΝΑ
Μάνου Ελευθερίου
Σε λένε μάνα του Χριστού,
σε λεν κι άγια-Βαρβάρα
κλειδί του κάστρου του κλειστού
στην μάχης την αντάρα.
Απ’ όπου νά ‘σαι και θα ‘ρθεις
και γλώσσα όποια μιλήσεις
μ’ όσους ανθρώπους κι αν βρεθείς,
πίσω δε θα γυρίσεις.
Σε λένε μάνα του ληστή
και μάνα του Πιλάτου
μα εσύ κρυφά μιλάς
και κλαις τις ώρες του θανάτου.
Απ’ όπου νά ‘σαι και θα ‘ρθείς
και γλώσσα όποια μιλήσεις
μ’ όσους ανθρώπους κι αν βρεθείς,
πίσω δεν θα γυρίσεις.
5. Ο ΧΑΡΟΣ ΝΥΧΤΟΠΕΡΠΑΤΕΙ
Ερρίκου Θαλασσινού
Ο Χάρος νυχτοπερπατεί καβάλα στο φεγγάρι
κι έχει σπαθί στη μέση του και πάει στο παλικάρι.
Βαριά την πόρτα χτύπησε και σείστηκε το δώμα
πέσαν τ’ αστέρια απ’ τη σκεπή
και τα πουλιά στο χώμα.
Πέφτει κι ο νιος κατάχαμα σαν μήλο μαραμένο
και δίπλωσε το μπόι του το μαργαριταρένιο.
Βοτάνι φέρνει η μάνα σου, νερό η αδελφή σου
και τα ξανθά μαλλάκια της η αγαπητική σου.
Στα πόδια το βασιλικό, δάκρυα στο κεφάλι
και της καλής του τα μαλλιά
τού βάζουν προσκεφάλι.
6. ΜΕΛΑΧΡΙΝΟ ΠΑΙΔΙ
Γιάννη Θεοδωράκη
Έχω ένα βουνό μέσα στο κεφάλι
έναν ποταμό έχω στο μυαλό
θάλασσες και κύματα θερία
στην καρδιά μου μέσα πάντα ζω.
Κι ένα μελαχρινό παιδί
με λάβαρο και με σπαθί
μες στο αίμα μου τό ‘χω θαμμένο.
Έχω έναν καημό μέσα στο κεφάλι
έχω μια φωτιά μέσα στην καρδιά
πέλαγο η αγάπη μου μεγάλη
το μεράκι θάλασσα πλατιά.
7. ΜΕΣΑ ΣΕ ΚΗΠΟ
Μάνου Ελευθερίου
Μέσα σε κήπο κάθησα
και σ’ ένα περιβόλι
μια Κυριακή απόγευμα,
μια Κυριακή και σχόλη
Τους φίλους μου συνάντησα
και πήγαμε σεργιάνι
στης Τερψιθέας τα στενά
και στο Πασαλιμάνι
Τώρα ο κήπος χάθηκε
κι οι φίλοι στο περβόλι
και το σεργιάνι στ’ όνειρο
έρχεται κάθε σχόλη
Τους φίλους μου συνάντησα
και πήγαμε σεργιάνι
στης Τερψιθέας τα στενά
και στο Πασαλιμάνι
8. ΤΑ ΝΕΑΡΑ ΖΕΥΓΑΡΙΑ
Τάσου Λειβαδίτη
Τα νεαρά ζευγάρια σαν αστέρια
σ’ ομορφαίνουν μαύρη πολιτεία
για μια στιγμή κρατιούντ’ από τα χέρια
σκοτώνονται στην άλλη γωνία.
Παιδιά και τον αντέξατε τον δύσκολο καιρό
δεν έχει ο έρωτας αρχή κι ο κόσμος τελειωμό.
Στο δρόμο περπατούνε αγκαλιασμένοι
κρυφομιλούνε σε κάποιο καφενείο
κι όλοι οι νεκροί είναι πάλι αναστημένοι
σαν γονατίζουν στο Πολυτεχνείο.
9. ΝΥΧΤΑ
Δημήτρη Χριστοδούλου
Απόψε σε περίμενα και ζήταγα απ’ τ’ αστέρια
νά ‘ρθουν να σ’ αγκαλιάσουνε
σαν τα πικρά μου χέρια.
Ο ουρανός είναι μικρός,
χώρισ’ απ’ το φεγγάρι
χωρίς αστέρι κι όνειρο
που η νύχτα τό ‘χει πάρει.
Απόψε σε περίμενα καημέ
μου πού ‘χεις φύγει
η νύχτα πού ‘μεινε ορφανή
με την πληγή μου σμίγει.
10. ΜΠΗΚΕ Ο ΧΑΡΟΣ ΣΤΟ ΚΕΛΙ
Λευτέρη Παπαδόπουλου
Μπήκε ο Χάρος στο κελί
μπήκε για να με πάρει.
κι έκλαιγε ένα φτωχό πουλί
για να μου δώσουν χάρη.
Κι έλαμψε ο ήλιος το πρωί
όταν με βρήκε ο πόνος.
αχ! μόνος μπαίνεις στη ζωή
και ξαναφεύγεις μόνος.
Χαράζ’ η μέρα λουλακιά
και με πετροβολούσε.
Μάνα καλή, μάνα γλυκιά
αυτή την ώρα πού ‘σαι;
11. ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ
Τάσου Λειβαδίτη
Μοιρολόι της βροχής, βράδυ Κυριακής,
πού πηγαίνεις μοναχός
ούτε πόρτα να μπεις,, πέτρα να σταθείς
κι όπου πας, χλωμό παιδί,
ο καημός σου στη γωνιά σε καρτερεί.
Παλικάρι χλωμό,μες στο καπηλειό
απομείναμε οι δυο μας,
ο καημός σου βραχνάς
πάψε να πονάς, η ζωή γοργά περνά
δυο κρασιά, δυο στεναγμοί κι έχε γεια.
Παλικάρι χλωμό, σ’ ηύρανε νεκρό
στο παλιό σταυροδρόμι,
μοιρολόι η βροχή μαύρα π’ αντηχεί
στο καλό, χλωμό παιδί,
σαν τη μάγισσα σε πήρε η Κυριακή.
12. ΕΧΕΙΣ ΜΑΤΙΑ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Μάνου Ελευθερίου
Έχεις μάτια το φεγγάρι
κι είναι η νύχτα σπιτικό σου
μα από αυτά που μου ’χεις πάρει
τίποτα δεν είν’ δικό σου.
Έχεις δάκρυα την αγάπη
με φωτιά και με μαχαίρι
κι έχεις για κρασί φαρμάκι
και το χωρισμό στο χέρι.
Μίκης Θεοδωράκης: Ταξίδι μέσα στη νύχτα. 1976 / 78.
Συμμετέχουν: Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Λάκης Καρνέζης
Λαϊκή ορχήστρα υπό την Διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη.
Τραγούδια:
ΜΕΝΕΞΕΔΕΝΙΑ ΤΑ ΒΟΥΝΑ
ΑΝΑΤΟΛΗ ΣΕ ΛΕΓΑΝΕ
ΕΚΕΙ ΣΤΗΝ ΞΕΝΙΤΙΑ ΠΟΥ ΖΕΙΣ
ΝΥΧΤΑ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ
ΟΛΑ ΣΑΝ ΟΝΕΙΡΟ ΠΕΡΝΟΥΝ
ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
ΕΥΑΝΘΙΑ
ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ
ΑΓΑΠΗ ΔΙΧΩΣ ΑΚΡΗ (βλέπε “Θαλασσινά φεγγάρια)
ΣΤΟ ΠΑΖΑΡΙ ΤΟΥ ΦΩΝΙΑ
1. ΜΕΝΕΞΕΔΕΝΙΑ ΗΤΑΝ ΤΑ ΒΟΥΝΑ
Γιάννη Θεοδωράκη
Μενεξεδένια ήταν τα βουνά
μενεξεδένια τα φιλιά
μενεξεδένια ήταν τα μάτια σου
κατάμαυρη είναι η μοναξιά.
Το τρένο αυτό που σε ξερίζωσε
μου σκίζει πάντα την καρδιά
το σφύριγμά του είναι για με λυγμός
το πέρασμά του είναι καημός.
Ήμουν για ‘σένα ο διαβάτης που περνά
ήσουν για μένα το νερό και η φωτιά.
Σε κράτησα μέσα στα χέρια μου
σα να ‘σουνα μικρό πουλί
με την αυγή γλυκοκελάηδησες
το δειλινό είχες χαθεί.
Κι εγώ στα δάση τώρα τριγυρνώ
μετρώ τα κίτρινα κλαδιά
μετρώ τα φύλλα που ξεράθηκαν
την άμετρη μετρώ ερημιά.
2. ΑΝΑΤΟΛΗ ΣΕ ΛΕΓΑΝΕ
Μίκη Θεοδωράκη
Ήρθες στ’ όνειρό μου, άστατο πουλί
μέσα στο σκοτάδι η ανατολή
μέσα στο σκοτάδι η ανατολή
ήρθες στ’ όνειρό μου, άστατο πουλί.
Ανατολή σε λέγανε
κι αγγέλοι σε νταντεύανε
κι αγγέλοι σε νταντεύανε
ανατολή σε λέγανε.
Σ’ άπλωσα το χέρι μου πες δε μπορώ
θέλω να πετάξω σ’ άλλον ουρανό
θέλω να πετάξω σ’ άλλον ουρανό
σ’ άπλωσα το χέρι μου πες δε μπορώ.
Τη δική μου αγάπη δεν την εκτιμάς
στα ψηλά μπαλκόνια πρόθυμα πετάς
στα ψηλά μπαλκόνια πρόθυμα πετάς
τη δική μου αγάπη δεν την εκτιμάς.
3. ΣΤΟ ΠΑΖΑΡΙ ΤΟΥ ΦΟΝΙΑ
Μάνου Ελευθερίου
Στο παζάρι του ληστή
πούλησα τα δάκρυα μου
κι ήβρα την πόρτα σου κλειστή
αγάπη, αγάπη, αγάπη μου
πούλησα και την καρδιά μου
Στο παζάρι του φονιά
σ’ έφεραν σαν περιστέρι
Σάββατο βράδυ στις εννιά
και πούλησα, και πούλησα
τα μάτια μου κι αγόρασα μαχαίρι,
αγάπη μου σ’ αγόρασαν μ’ αλυσίδες
μ’ αλυσίδες και πληγές
και καρφιά στον ερωτά μου
4. ΕΚΕΙ ΣΤΗΝ ΞΕΝΙΤΙΑ ΠΟΥ ΖΕΙΣ
Νίκου Μπότσαρη
Εκεί στην ξενιτιά που ζεις
δεν θέλω να λυπάσαι
ρίξε μια πέτρα στο γιαλό
πάλι κοντά μου θα ‘σαι
Βάλε φωνή για ν’ ακουστεί
ν’ ανθίσει τ’ όνειρό σου
ρίξε στον ουρανό ματιά
να σμίξω με το φως σου.
Δώσε στο γλάρο μήνυμα
να ‘ρθει να μου το φέρει
ν’ αναγαλλιάσει η καρδιά
στη μαύρη νύχτα αστέρι.
5. ΝΥΧΤΑ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ
Γιάννη Θεοδωράκη
Ξάφνου μέσα στο σκοτάδι
άναψε ένα φως
χερουβείμ, σεραφείμ
σ’ έφεραν στη Γη
το φεγγάρι αρμενίζει
στων ματιών σου την πηγή
Νύχτα μέσα στα μάτια σου
νύχτα και στην καρδιά σου
ο έρωτας κοιμήθηκε
μέσα στην αγκαλιά σου
Καταπράσινα τα φύλλα
τώρα σε φιλούν
χερουβείμ, σεραφείμ
γλυκοτραγουδούν
είσαι ο πόνος ο μεγάλος,
τύραννός μου και καημός
6. ΑΓΑΠΗ ΔΙΧΩΣ ΑΚΡΗ
Νίκου Γκάτσου
Αγάπη δίχως άκρη
κι η θάλασσα πλατιά
Και της καρδιάς το δάκρυ, ωωω
Πικρή σταλαγματιά
Κοιμήσου παλικάρι
στο κύμα τ’ αρμυρό
Θ’ αλλάξει το φεγγάρι, ωωω
Κι εγώ, κι εγώ θα καρτερώ
Αστροφεγγιά του Μάρτη,
τ’ Απρίλη ξαστεριά
Δε σου ’μελλε γλυκέ μου, ωωω
Να ξαναδείς στεριά
Κοιμήσου παλικάρι
στο κύμα τ’ αρμυρό
Θ’ αλλάξει το φεγγάρι, ωωω
Κι εγώ, κι εγώ θα καρτερώ
7. ΟΛΑ ΣΑΝ ΟΝΕΙΡΟ ΠΕΡΝΟΥΝ
Δημήτρη Κεσίσογλου
Όλα σαν όνειρο περνούν
σαν φθινοπώρου χελιδόνια
στην ξενιτιά περνούν τα χρόνια
κι όλες οι θύμησες πονούν.
Ψάχνω τον κόσμο να σε βρω
κι εσύ περνάς από κοντά μου
μα να σε φτάσω δεν μπορώ
βουλιάζουνε τα βήματά μου.
Με δένουν τα πατήματα
που μένουν μέσα μου κρυμμένα
το δρόμο κλείνουνε για μένα
στου γυρισμού τα βήματα.
8. ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
Γιάννη Θεοδωράκη
Τώρα που πεθαίνουν τα λουλούδια
τώρα που σωπαίνουν τα πουλιά
μου ‘μείναν στα χείλη τα τραγούδια
ξεχασμένη αγάπη μου παλιά.
Χώρισαν οι δρόμοι μας μιαν ώρα
φορτωμένοι σύγνεφα βαριά
μες στους παγωμένους δρόμους τώρα
βάσανο η ζωή μας και καπνιά.
Τώρα περιμένουμε το θάμα
πίσω από το τζάμι το θολό
η κάμαρή μας μοιάζει μ’ ένα κλάμα
φυτεμένο μέσα μας πνιχτό.
Οι δρόμοι μας χωρίσανε για πάντα
μη με περιμένεις στη γωνιά
η άνοιξη μονάχα για τους άλλους
βάσανο η ζωή μας και καπνιά.
9. ΕΥΑΝΘΙΑ
Δημήτρη Κεσίσογλου
Στην Ήπειρο στο ξάγναντο
π’ ανθεί λουλούδι αμάραντο
το μήνα Μάη μιαν αυγή
είδα τη βεργολυγερή.
Είχε λουσμένα τα μαλλιά
και μ’ αηδονόλαλη λαλιά
ετραγουδούσε η κοπελιά.
Δροσιά που δε θα μαραθεί
δροσιά και άνθια της ροδιάς
η Ευανθία πάντα ανθεί
μέσα στα φύλλα της καρδιάς.
10. ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ
Γιάννη Θεοδωράκη
Μη μου μιλάς για τα πουλιά
μη μου μιλάς για τ’άστρα
ψεύτικα ήταν τα φιλιά
τα όνειρα κομμάτια
Μην κλαις, μην κλαις
τα μάτια που κλαιν
ποτέ, ποτέ την αλήθεια δε λεν.
Πάλι μια μέρα θα με βρεις
το χέρι σου θ’ απλώσεις
πάλι στα δίχτυα σου θα μπω
κι εσύ θα με ματώσεις
11. ΣΤΟ ΠΑΖΑΡΙ ΤΟΥ ΛΗΣΤΗ
Μάνος Ελευθερίου.
Στο παζάρι του ληστή
πούλησα τα δάκρυα μου
κι ήβρα την πόρτα σου κλειστή
αγάπη, αγάπη, αγάπη μου
πούλησα και την καρδιά μου
Στο παζάρι του φονιά
σ’ έφεραν σαν περιστέρι
Σάββατο βράδυ στις εννιά
και πούλησα, και πούλησα
τα μάτια μου κι αγόρασα μαχαίρι,
αγάπη μου σ’ αγόρασαν μ’ αλυσίδες
μ’ αλυσίδες και πληγές
και καρφιά στον ερωτά μου
Mikis Theodorakis: Suite No1 for Piano and Orchestra. 1954. 1955.
Cyprien Katsaris (piano), Orchestre Symphonique de RTL, Conductor: Mikis Theodorakis.
Μίκης Θεοδωράκης: First Songs. Ετός Έκδοσης 2005.
Συμμετέχουν: Mikis Theodorakis, Jocelyn B. Smith, Μαρία Φαραντούρη,
Παιδική Χορωδία Δ. Τυπάλδου.
Μίκης Θεοδωράκης: Το Τραγούδι Του Νεκρού Αδελφού. Σε Ποίηση Μίκη Θεοδωράκη. 1960 Παρίσι. Ερμηνεύει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Συμμετέχουν: Βέρα Ζαβιτσιάνου, Δέσποινα Μπεμπεδέλη και χορωδία. Μουσικοί: Γιάννης Διδίλης Πιάνο, Λάκης Καρνέζης, Κώστας Παπαδόπουλος Μπουζούκι, Σταύρος Πλέσσας Κιθάρα. Λαϊκή ορχήστρα υπό την διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη.
Απρίλη μου
Απρίλη μου, Απρίλη μου ξανθέ
και Μάη μυρωδάτε, καρδιά μου πώς αντέ
Καρδιά μου πώς, καρδιά μου πώς αντέχεις
μέσα στην τόση αγάπη και στις τόσες ομορφιές
Γιομίζ’ η γειτονιά τραγούδια και φιλιά
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ, μα το `χω μυστικό
Αστέρι μου, αστέρι μου χλωμό
του φεγγαριού αχτίδα στο γαϊτανόφρυδο
Στο γαϊτανο , στο γαϊτανοφρυδό σου
κρεμάστηκε η καρδιά μου σαν το πουλάκι στο ξόβεργο
Γιομίζ’ η γειτονιά…
Λουλούδι μου, λουλούδι μυριστό
και ρόδο μυρωδάτο, στη μάνα σου θα `ρθω
στη μάνα σου, στη μάνα σου θα `ρθω
να πάρω την ευχή της και το ταίρι που αγαπώ
Δοξαστικό
Ενωθείτε, βράχια βράχια
Ενωθείτε, χέρια χέρια
Τα βουνά και τα λαγκάδια, πιάστε το τραγούδι
Πολιτείες και λιμάνια, μπείτε στο χορό
Σήμερα παντρεύουμε τον Ήλιο
τον Ήλιο με τη νύφη τη μονάκριβη
την Πασχαλιά
Πασχαλιά μας, κοπελιά μας
κάμποι, θάλασσες, βουνά μας
μάνες, κόρες, σκοτωμένα αδέλφια, πατεράδες
ένα δέντρο με μια ρίζα, μια πηγή, μια βρύση
Σήμερα παντρεύουμε τον Ήλιο
τον Ήλιο με τη νύφη τη μονάκριβη
την Πασχαλιά
Πολυχρόνιος ημέρα
τη Υπερμάχω, τη Υπερμάχω
Ένα δειλινό
Ένα δειλινό, ένα δειλινό
ένα δειλινό σε δέσαν στο σταυρό
Σου κάρφωσαν τα χέρια σου, μου κάρφωσαν τα σπλάχνα
Σου δέσανε τα μάτια σου, ω, ω, μου δέσαν την ψυχή μου
Ένα δειλινό, ένα δειλινό
ένα δειλινό με τσάκισαν στα δυο
Μου κλέψανε την όραση, μου πήραν την αφή μου
Μόν’ μου `μεινε η ακοή, ω, ω, να σ’ αγρικώ, παιδί μου
Ένα δειλινό, ένα δειλινό
ένα δειλινό σαν τον σταυραετό
Χίμηξε, πα στις θάλασσες, χίμηξε, πα στους κάμπους
Κάνε ν’ ανθίσουν τα βουνά, ω, ω, και να χαρούν οι ανθρώποι
Η αλυσίδα
Την αλυσίδα την βαριά
Την κάνω χελιδόνι
Τη φυλακή τη σκοτεινή
Την κάνω ξαστεριά
Την αλυσίδα την βαριά
Εγώ και εσύ κι εσύ κι εσύ
Την κόβουμε μαζί
Σπάσε την αλυσίδα με τα σίδερα!
Φτιάξε την αλυσίδα με τα κύματα!
Σπάσε την αλυσίδα με τα σίδερα!
Φτιάξε την αλυσίδα με τα σύννεφα!
Σπάσε την αλυσίδα με τις ντροπές!
Φτιάξε την αλυσίδα με τις Πασχαλιές!
Σπάσε την αλυσίδα με τον αγκυλωτό!
Φτιάξε την αλυσίδα με τον Εωθινό!
Σπάσε την αλυσίδα και τη φυλακή!
Φτιάξε την αλυσίδα κορμί με κορμί!
Την αλυσίδα που μιλά
Την κάνω αστροπελέκι!
Των παλατιών σου τη χλιδή
Σου κάνω φυλακή!
Την αλυσίδα που μιλά
Εγώ κι εσύ κι εσύ κι εσύ
Τη φτιάχνουμε μαζί!
Η Λευτεριά κερδίζεται!
Η Λευτεριά κερδίζεται!
Ραγιάδες σηκωθείτε
Φωνάζει ο Κίτσος!
Κλάψε πικρό μου σύννεφο
Κλάψε πικρό μου σύννεφο
πάει το παλληκάρι
μαχαίρωσαν το δειλινό
καρφώσαν το φεγγάρι
Πάει τώρα, μας τον πήρανε
της λησμονιάς οι κήποι
θα `ρχονται οι μήνες οι έντεκα
κι ο Μάης θα μας λείπει
Σταυρώσανε τον έ έρωτα
κόψαν το κυπαρίσσι
σφάξανε το γλυκό ψωμί
κι έχει ο ουρανός ραγίσει
Πάει τώρα, μας τον πήρανε
της λησμονιάς οι κήποι
θα `ρχονται οι μήνες οι έντεκα
κι ο Μάης θα μας λείπει
Κλάψε πικρό μου σύννεφο
πάει το παλληκάρι
μαχαίρωσαν το δειλινό
καρφώσαν το φεγγάρι
Πάει τώρα, μας τον πήρανε…
Νανούρισμα ( Κοιμήσου αγγελούδι μου ) Κώστα Βίρβου
Κοιμήσου αγγελούδι μου, παιδί μου νάνι νάνι
Να μεγαλώσεις γρήγορα, σαν τ’ αψηλό πλατάνι
Να γίνεις άντρας στο κορμί και στο μυαλό
Και να `σαι πάντα μεσ’ το δρόμο τον καλό
Κοιμήσου αγγελούδι μου γλυκά με το τραγούδι μου
Κοιμήσου περιστέρι μου να γίνεις σαν ατσάλι
Να γίνει κι η καρδούλα σου σαν του Χριστού μεγάλη
Για να μην πεις μεσ’ τη ζωή σου δεν μπορώ
κι αν πρέπει ακόμα να σηκώσεις και σταυρό
Προδομένη αγάπη
Τα μεσάνυχτα που σμίγουνε οι ώρες
Προδομένη μου αγάπη
Τα μεσάνυχα που σμίγουν οι καρδιές μας
Προδομένη μου αγάπη
Νταν νταν νταν νταν σημαίνει
Νταν το τέλος της αγάπης
Δυο πουλιά δυο περιστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια
Τα μεσάνυχτα που είναι μακριά ο ήλιος
Προδομένη μου αγάπη
Τα μεσάνυχτα που είναι κοντά οι ζωές μας
Προδομένη μου αγάπη
Νταν νταν νταν νταν σημαίνει
Νταν το τέλος της αγάπης
Δυο πουλιά δυο περιστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια
Τα μεσάνυχτα θα σε περιμένω
Προδομένη μου αγάπη
Σαν θα φύγει το φεγγάρι στο σκοτάδι
Προδομένη μου αγάπη
Στα περβόλια
Στα περβόλια, μες στους ανθισμένους κήπους
σαν άλλοτε θα στήσουμε χορό
και τον Χάρο θα καλέσουμε
να πιούμε αντάμα και να τραγουδήσουμε μαζί
Κράτα το κλαρίνο και το ζουρνά
κι εγώ θα `ρθω με τον μικρό μου τον μπαγλαμά
Αχ, κι εγώ θα `ρθω…
μες στης μάχης τη φωτιά με πήρες, Χάρε
πάμε στα περβόλια για χορό
Στα περβόλια, μες στους ανθισμένους κήπους
αν σε πάρω, Χάρε, στο κρασί
αν σε πάρω στον χορό και στο τραγούδι
τότες χάρισέ μου μιας νυχτιάς ζωή
Κράτα την καρδιά σου, μάνα γλυκιά
κι εγώ είμ’ ο γιος που γύρισε για μια σου ματιά
Αχ, για μια ματιά..
Για το μέτωπο σαν έφυγα, μανούλα
εσύ δεν ήρθες να με δεις
Ξενοδούλευες και πήρα μόνος μου το τρένο
που με πήγε πέρ’ απ’ τη ζωή…
Το όνειρο
Δυο γιους είχες μανούλα μου
δυο δέντρα, δυο ποτάμια,
δυο κάστρα Βενετσιάνικα,
δυο δυόσμους, δυο λαχτάρες.
Ένας για την ανατολή
κι ο άλλος για τη δύση
κι εσύ στη μέση μοναχή
μιλάς, ρωτάς, μιλάς, ρωτάς
τον ήλιο.
Ήλιε που βλέπεις τα βουνά,
που βλέπεις τα ποτάμια
όπου θωρείς τα πάθη μας
και τις φτωχές μανούλες.
Αν δεις τον Παύλο φώναξε
και τον Ανδρέα πες μου.
Μ’ έναν καημό τ’ ανάστησα
μ’ έναν λυγμό τα γέννου.
Μα κείνοι παίρνουνε βουνά
διαβαίνουνε ποτάμια
ο ένας τον άλλο ψάχνουνε
για ν’ αλληλοσφαγούνε.
Κι εκεί στο πιο ψηλό βουνό,
στην πιο ψηλή ραχούλα
σιμά κοντά πλαγιάζουνε
κι όνειρο ί κι όνειρο ίδιο βλέπουν.
Στης μάνας τρέχουνε κι οι
δυο το νεκρικό κρεβάτι.
Μαζί τα χέρια δίνουνε της
κλείνουνε τα μάτια.
Και τα μαχαίρια μπήγουνε
βαθιά μέσα στο χώμα.
Κι απέκει ανέβλυσε νερό
να πιεις να ξε να πιεις να ξεδιψάσεις.
Το ταγκό του Εφιάλτη
Ποιος δεν ξέρει τον Εφιάλτη;
Ο Εφιάλτης ήταν ο πρώτος προδότης!
Τότε ακόμα η προδοσία ήταν αμάρτημα!
Θεοί και ανθρώποι τιμωρούσαν σκληρά τον προδότη.
Ποιος δεν ξέρει τον Εφιάλτη;
Αργότερα η προδοσία έγινε επάγγελμα!
Οι προδότες πηγαίναν στη δουλειά τους
όπως οι μαγαζάτορες στα μαγαζιά τους.
Πουλούσαν την πραμάτεια τους
και παίρναν το μισθό τους τακτικά.
Παντρεύονταν ανάμεσό τους
να μην προδώσουν της ράτσας τη σειρά!
Κι όμως όλος ο κόσμος θυμόταν ακόμα
την ιστορία του Εφιάλτη τόσα χρόνια!
Ώσπου η προδοσία γίνηκε αρετή!
Έγινε καθήκον
και για τους προδότες
θεσπίστηκε εύφημος μνεία ειδική!
“Στο σεμνό προδότη
τη μεγάλη προδοσία πιστοποιούσα
η πατρίς ευγνωμονούσα!”
Ποιος θυμάται πια τον Εφιάλτη;
Τον Παύλο και τον Νικολιό
Τον Παύλο και τον Νικολιό
τους πάνε για ταξίδι
με βάρκα δίχως άρμενα
με πλοίο δίχως ξάρτια
Τ’ άρμενα τα `καψε φωτιά
τα ξάρτια καταιγίδα
και το ταξίδι θάνατος
που γυρισμό που γυρισμό δεν έχει
Του Παύλου και του Νικολιού
οι μάννες πάνε αντάμα
ρωτούν το χώμα να τους πει
κι εκείνο στάζει αίμα
Δεν είναι αναστεναγμός
που βγαίνει απ’ το χώμα
μόνο πηγή λαχταριστή
να πιεις να ξενα πιεις να ξεδιψάσεις
Τραγούδι κόκκινο θα πω
Την ιστορία που θα πω
την πήραν ταχυδρόμοι,
τη θάψαν στην ψυχή βαθιά, στη λησμονιά,
κλειστοί είναι τώρα οι δρόμοι,
τη θάψαν στην ψυχή βαθιά, στη λησμονιά,
κλειστοί είναι τώρα οι δρόμοι.
Οι παπαρούνες μαύρες στη γη,
ο ουρανός πληγή ανοιχτή,
τα βήματά μου χάνονται,
πέτρα στο νερό,
όπου κι αν μ’ αγγίξεις στο κορμί πονώ,
γέρνουν τα πουλιά, νεκρά τ’ αστέρια,
στ’ Αυγούστου τη φωτιά
λιώνουν τα μεσημέρια,
όπου κι αν μ’ αγγίξεις στο κορμί πονώ.
Το θέλεις λοιπόν;
Τραγούδι κόκκινο θα πω
μέσα στους άδειους δρόμους
μέσα στις άδειες τις καρδιές, τις άπονες,
όλο σκουριά και φόβους,
μέσα στις άδειες τις καρδιές, τις άπονες,
όλο σκουριά και φόβους.
Στης αγάπης την κορφή πάλι ο σταυρός και ο καιρός
φωνάζει, θα `ναι τρελός,
όποιος τον αντικρίσει, όποιος μπροστά του σταθεί,
όποιος γι’ αυτόν θα μιλήσει πάνω του θα καρφωθεί,
είναι η νύχτα άσπρη σαν φόνος,
είναι ο φόβος μαύρος σα θάνατος,
μαύρος σα θάνατος, μαύρος σα θάνατος,
θέλω, θέλω, θέλω να μιλήσω,
θέλω, θέλω, θέλω να μιλήσω.
Τραγούδι κόκκινο θα πω
με παγωμένα χείλη
για την αντάρτικη γενιά, αστροφεγγιά,
χορτάρι και τριφύλλι,
για την αντάρτικη γενιά, αστροφεγγιά,
χορτάρι και τριφύλλι.
Το θέλεις λοιπόν;
Είναι η νύχτα άσπρη σαν φόβος,
είναι ο φόνος μαύρος σα θάνατος,
μαύρος σα θάνατος, μαύρος σα θάνατος,
θέλω, θέλω, θέλω να μιλήσω,
θέλω, θέλω, θέλω να μιλήσω.
Θέλω, θέλω, θέλω να μιλήσω,
θέλω, θέλω, θέλω να μιλήσω,
θέλω, θέλω, θέλω να μιλήσω.
Μίκης Θεοδωράκης: Ρωμιοσύνη Γιάννη Ρίτσου. Έτος σύνθεσης: 1966. Αθήνα. Συμμετέχουν: Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Γιάννης Διδίλης Πιάνο, Λάκης Καρνέζης Κώστας Παπαδόπουλος Μπουζούκι. Βαγγέλης Παπαγγελίδης Κoντραμπάσο. Εύανδρος Παπαδόπουλος Ντράμς.
Λαϊκή ορχήστρα υπό την διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη.
Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του.
Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.
O δρόμος χάνεται στο φως
κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.
Δέντρο το δέντρο,
πέτρα την πέτρα πέρασαν τον κόσμο,
μ’ αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.
Φέρναν τη ζωή
στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.
Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μια οργιά ουρανό
για να τον δώσουν.
κι όταν χορεύαν στην πλατεία,
μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια
και κουδούνιζαν τα γυαλικά στα ράφια
Φέρναν τη ζωή
στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.
Με τόσα φύλλα σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
με τόσα φλάμπουρα λάμπει, λάμπει ο ουρανός
και τούτοι μέσ’ τα σίδερα και κείνοι μεσ’ το χώμα.
Σώπα όπου να `ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
Κάτω απ’ το χώμα μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε τις καμπάνας το σχοινί,
προσμένουνε την ώρα, προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση
τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας
δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει
Σώπα όπου να `ναι θα σημάνουν οι καμπάνες
Mπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά,
κουβέντιασαν με τα λιθάρια,
κεράσανε ρακί το θάνατο
στο καύκαλο του παππουλή τους
στ’ Aλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή
και στρώθηκαν στο δείπνο
κόβοντας τον καημό στα δυο
έτσι που κόβανε στο γόνατο
το κριθαρένιο τους καρβέλι.
Όλοι διψάνε χρόνια τώρα. Όλοι πεινάνε.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ’ την αγρύπνια.
Μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.
Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι,
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους,
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους.
Κι έχουν στα χείλη τους επάνω το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.
Όταν σφίγγουν το χέρι
ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
Όταν χαμογελάνε
ένα μικρό χελιδόνι
φεύγει μέσα απ’ τ’ άγρια γένια τους
Όταν σκοτώνονται, όταν σκοτώνονται
η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα
Η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα
Όταν σκοτώνονται, όταν σκοτώνονται
η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα
Και τώρα πώς κλειδώσανε
την πόρτα τους τ’ αμπέλια μας
Πώς λίγνεψε το φως
πάνω στις στέγες και στα δέντρα.
Ποιος να το πει
πως βρίσκονται οι μισοί
κάτο απ’ το χώμα
κι οι άλλοι μισοί, κι οι άλλοι μισοί
για άλλοι μισοί στα σίδερα
Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε,
όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους
η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
από τις τρύπες του πανωφοριού τους
μπαινοβγαίνει ο θάνατος
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους
η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
από τις τρύπες του πανωφοριού τους
μπαινοβγαίνει ο θάνατος
Πάνoυ στα καραούλια πετρώσαν
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.
Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
τώρα γεμίζουν τα κανόνια τους
τώρα γεμίζουν μόνο με την καρδιά τους.
Τραβήξανε ψηλά πολύ ψηλά
Δύσκολο και να χαμηλώσουνε
Δύσκολο και να πουν το μπόι τους
Μέσα στ’ αλώνια που δειπνήσαν
μια βραδιά τα παλληκάρια
Μένουνε τα λιοκούκουτσα
και το αίμα το ξερό του φεγγαριού
Κι ο δεκαπεντασύλλαβος απ’ τ’ άρματά τους.
Μένουν τα κυπαρίσσια μένουν τα κυπαρίσσια
μένουν τα κυπαρίσσια κι ο δαφνώνας
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΗ-ΓΩΝΙΑ
Η Αση-Γωνιά έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωή μου. Κάθε πρωί πήγαινα στο κρεβάτι του πατέρα μου για να ακούσω άλλη μια ιστορία για την Κρήτη. Κι ανάμεσα σ’ αυτές, για την Αση-Γωνιά, που όταν ήταν ο πατέρας μου παιδί ακόμα, τον πήρε ο παππούς μου μαζί του στο πανηγύρι της Αση-Γωνιάς.
Κι εγώ διψούσα να μάθω για την πατρίδα των προγόνων μου, την μυθική Κρήτη, που την γνώρισα για πρώτη φορά στα 1949, ευθύς μόλις απελευθερώθηκα από την Μακρόνησο.
Όμως ας γυρίσω στο χωριό σας. Με τις διηγήσεις του πατέρα μου, φανταζόμουν με κάθε λεπτομέρεια την μέρα της γιορτής. Καθώς το κεφάλι μου ήταν γεμάτο μουσική, αποφάσισα να αφιερώσω το πρώτο συμφωνικό μου έργο στην Αση-Γωνιά. Κάπου στα 1946, όταν ήμουν 21 ετών.
Μεσολάβησε όμως ο Εμφύλιος Πόλεμος, οι φυλακές, τα ξερονήσια και η παράνομη δράση μου μέσα στην Αθήνα στα 1948. Τότε, χωρίς να ξέρω αν θα ζήσω, κάτι με έσπρωχνε και σε κάθε ευκαιρία έγραφα τα υλικά για την Συμφωνική Ορχήστρα του έργου αυτού. Σχεδόν 1.000 σελίδες. Τελικά έζησα και στις 5 Μαϊου ημέρα Πέμπτη του 1950 άκουσα κι εγώ ζωντανά αυτό που ως εκείνη τη στιγμή ήταν μόνο στο μυαλό μου. Το «Πανηγύρι της Αση-Γωνιάς», έργο συμφωνικό.
Ξέρω πως ο ήχος της Λύρας είναι ο ήχος της Κρήτης.
Τότε λοιπόν, γιατί τόλμησα να γράψω ένα συμφωνικό έργο για ένα Κρητικό πανηγύρι; Μα γιατί πιστεύω ότι έχω τον δικό μου Κρητικό ήχο και κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει, γιατί έχω αποδείξει ότι η μουσική που αναβλύζει μέσα από την ψυχή και το μυαλό ενός γνήσιου Κρητικού όπως εγώ, δεν μπορεί παρά να είναι Κρητικιά.
«Γεια σου Κρήτη», τραγουδάει η Χορωδία στο φινάλε του μπαλέτου «Ζορμπάς» που παίζεται καθημερινά στα πέρατα της Γης.
Το ίδιο θα γίνει και με το συμφωνικό έργο «Το πανηγύρι της Αση-Γωνιάς», όταν αύριο-μεθαύριο θα ακούγεται από τις εκατοντάδες ορχήστρες σε όλο τον κόσμο.
Μακάρι να μπορούσα να επισκεφθώ τον φιλόξενο τόπο σας. Τώρα, κουβαλώντας στην πλάτη μου 95 χρόνια, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σας στείλω τις ευχές μου και να σας ευχαριστήσω για τον ρόλο που έπαιξε στη ζωή μου το πανέμορφο χωριό σας.
Με την αγάπη μου,
Μίκης, Αθήνα, 31/7/2020
Για το ίδιο έργο γράφει ο Μίκης Θεοδωράκης στο βιβλίο του «Ο συμφωνικός Θεοδωράκης», εκδόσεις Πατάκη 2006 σελ.51
«ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΑΣΗ-ΓΩΝΙΑΣ
Όσο διάφανη και αστρική ήθελα να είναι η μουσική στη ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, τόσο γήινη και διονυσιακή θα βγει στο ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΑΣΗ-ΓΩΝΙΑΣ.
Είναι μια πρώτη μουσική αντανάκλαση της Κρήτης, όχι μόνο της μουσικής αλλά κι εκείνης των μύθων.
Ανάμεσα σε άλλα ο πατέρας μου μου μιλούσε για το χωριό της Ασή-Γωνιάς και το μοναδικό πανηγύρι που γινότανε την εποχή που έκαναν το πρώτο άρμεγμα. Γέμιζε ο τόπος φρέσκο γάλα που προσφερόταν δωρεάν. Το βράδυ ακολουθούσε το πατροπαράδοτο κρητικό γλέντι με κρασί και χορούς. Σ’ ένα τέτοιο γλέντι τον είχε πάρει μαζί του ο παππούς μου και του έμεινε αξέχαστο. Τότε κι εγώ με την παιδική μου φαντασία ταξίδευα μαζί του, καθώς όμως η Κρήτη ήταν άγνωστη για μένα, τη μεταμόρφωνα μέσα μου ώσπου έφευγε από τη γη και πήγαινε στους ουρανούς πλάι στα κρυστάλλινα παλάτια των παραμυθιών. Εκείνο πάντως που είχα συλλάβει σωστά ήταν η ορμή και η δύναμη όπως εκφράζονταν στον χαρακτήρα και στους χορούς της Κρήτης. Ρυθμοί ατσάλινοι, αισθήματα ορμητικά, μια συνεχής δύναμη σε έναν χορό χωρίς ανάσα και κάπου στη μέση μια ονειροπόληση κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό.
Πρέπει να πω ότι στην πρώτη εκδοχή του έργου, αυτή που πρωτοπαρουσιάστηκε, ξεκινούσε με κρουστά, γεγονός που προκάλεσε αίσθηση που αντανακλάστηκε στους κριτικούς. Φοβήθηκαν λίγο οι άνθρωποι μ’ αυτή τη «βαρβαρική» εισβολή στη μουσική σκηνή της χώρας μου, και γι’ αυτό στις επόμενες εκδοχές απάλυνα αυτή την πρώτη εντύπωση.
Πρέπει τέλος να πω ότι το πρώτο πράγμα που θέλησα να κάνω μόλις βρέθηκα στα 1954 στο Παρίσι ήταν να το καθαρογράψω. Όμως, μετά την πρώτη σελίδα, ξέκοψα και οδηγήθηκα στη σύνθεση της ΠΡΩΤΗΣ ΣΟΥΙΤΑΣ για πιάνο και ορχήστρα.»
Το έργο «το πανηγύρι της Αση-Γωνιάς» βρήκε την εξαίρετη ερμηνεία του το 2018, σ’ ένα άλλο χωριό των Χανίων, στη Ρόκα, στα βουνά της Κισάμου, από άξιους μουσικούς ερμηνευτές της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ υπό τη διεύθυνση του μαέστρου Μύρωνα Μιχαηλίδη. Ο Μύρων Μιχαηλίδης, σεβάστηκε το έργο και απόδωσε υποδειγματικά -με την ορχήστρα που διεύθυνε- το περιεχόμενο και το χαρακτήρα του.
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ – ΚΕΙΜΕΝΟ – ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένα από τα μνημειώδη έργα της νεώτερης ελληνικής Γραμματείας. Το έργο έχει απασχολήσει πάρα πολύ την ελληνική αλλά και την ξένη κριτική (είναι το πιο πολυμεταφρασμένο έργο του Ελύτη, ιδίως μετά το βραβείο Νομπελ του 1979). Ταυτόχρονα έχει γίνει προσφιλές στο ευρύ κοινό, με τη βοήθεια της μελοποίησης αποσπασμάτων του από τον Μίκη Θεοδωράκη, αλλά και μέσα από διαδικασίες που έχουν να κάνουν με τις περιπέτειες του ελληνικού δημόσιου βίου κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Αναμφισβήτητα η εκτενής αυτή ποιητική σύνθεση του Ελύτη έρχεται να προστεθεί σε ανάλογες μεγαλόπνοες ποιητικές συνθέσεις της ελληνικής ποίησης του αιώνα μας, όπως «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου» του Κωστή Παλαμά ή «Ο Πρόλογος στη Ζωή» του Αγγέλου Σικελιανού.
Πώς γράφτηκε το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Δέκα χρόνια μετά την έκδοση του έργου, ο ποιητής θα εμπιστευθεί στον Γ. Π. Σαββίδη κάποιες σημειώσεις που εξηγούν το πώς δημιουργήθηκε το «Άξιον Εστί».
«Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει.
Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκιπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση. Ητανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ητανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου – η πρώτη ήτανε στην Αλβανία – που έβγαινα από το ατόμό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας!
Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να ‘χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι όταν καμμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Ελληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.
Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Αξιον Εστί».
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ – ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
«Όλη η ιντελιγκέτσια πήγαινε στο καφέ το Λουμίδη νωρίς, στη Σταδίου, απέναντι από την Κλαυθμώνος (…) Εκεί λοιπόν έπινα τον καφέ μου και ήρθε και με πλησίασε ο Οδυσσέας Ελύτης, τον οποίο ήξερα. Μου λέει: ‘Μόλις τελείωσα μια ποιητική σύνθεση, το Άξιον Εστί, τη γράφω πολλά χρόνια και θα κυκλοφορήσει αυτόν τον καιρό. Πιστεύω ότι είναι ένα ποιήμα που θα σας οδηγήσει να κάνετε κάτι άλλο, πιθανώς μια λειτουργία, ένα ορατόριο, θα σας εμπνεύσει. Είμαι βέβαιος γι’ αυτό, γιατί απ’ ό,τι άκουσα από τα άλλα έργα σας, νομίζω ότι του ταιριάζει πολύ η μουσική σας»
Ο Θεοδωράκης τον ευχαρίστησε και του έδωσε τη διεύθυνσή του στο Παρίσι , όπου θα έμενε για κάποιο διάστημα.
«Σε λίγες μέρες ο ταχυδρόμος μού έφερε το βιβλίο του, το οποίο καταβρόχθισα και άρχισα να γράφω τη μουσική. Δεν προλάβαινα στο πεντάγραμμο, τα περισσότερα τα έγραψα στο πλάι. Σε μια εβδομάδα είχα τελειώσει όλο το έργο, πλην του φινάλε, του δοξαστικού. (…)
Για τον τρόπο που μελοποιήθηκε το «’Αξιον εστί» ανεφέρεται ο Μίκης Θεοδωράκης, στις σημειώσεις του για το έργο, που δημοσιεύονται στην επίσημη ιστοσελίδα του, www.mikistheodorakis.gr
Τους μελοποίησα [τους στίχους] αμέσως κι άρχισα πάλι να τους τραγουδώ προς μεγάλη χαρά της μικρής Μαργαρίτας και απελπίζοντας τη Μυρτώ μέσα σε κείνο το μικροσκοπικό δωμάτιο, στο οποίο έπρεπε να τα κάνουμε όλα. Να τρώμε, να ταΐζουμε τα παιδιά, να μελετάμε, να γράφω μουσική.
Αλλά δεν ήξερα τι να το κάνω. Να κάνω ένα έργο για τις συναυλίες πάλι, ορχήστρες και λοιπά, ή έπρεπε να κάνω ένα έργο λαϊκό; (…) Οπωσδήποτε έπρεπε να χρησιμοποιήσω μέσα και συμφωνική ορχήστρα και χωρωδία και λόγιο τραγουδιστή. Όλα αυτά έπρεπε να τα συνδυάσω, ήταν τελείως πρωτόγνωρα.
Έπρεπε να βρω μια ισορροπία, ώστε το έργο αυτό να μην είναι μακριά από την ευαισθησία του κόσμου. Ήξερα ότι ο κόσμος είναι ανώριμος ακόμη στο συμφωνικό ήχο, όπως και στο χορωδιακό, ότι ήθελε λαϊκά όργανα, λαϊκή φωνή. (…)
Ήθελα να μιμηθώ απολύτως το εκκλησιαστικό ύφος, αλλά και ο Ελύτης δεν είχε αντίρρηση, διότι μιλούσε πάντα για μια λαϊκή λειτουργία. Είχαμε λοιπόν τον ψάλτη, είχαμε το λαϊκό τραγουδιστή είχαμε και τον ευαγγελιστή, ο οποίος θα διάβαζε»
Προσπάθησα να βρω μια χορωδία που να τραγουδά όσο γίνεται πιο απλά. Η Θάλεια Βυζαντίου κατενόησε ευθύς το έργο και την πρόθεσή μου αυτή. Ο Χορός ήταν ο οποιοσδήποτε. Ήταν οι φωνές οι συνηθισμένες, όταν τραγουδούσαν σε παρέες όλοι μαζί.
Στα 1964 η φωνή του Μπιθικώτση βρισκόταν στον κολοφώνα της. Κάναμε αμέτρητες πρόβες στο γραφείο μου στη Νέα Σμύρνη, μαζί και οι τέσσερις πιστοί μουσικοί μου, ο Λάκης Καρνέζης, ο Κώστας Παπαδόπουλος, ο Γιάννης Διδίλης και ο Βαγγέλης Παπαγγελίδης.
Ο βαρύτονος –τον αποκαλώ Ψάλτη- επιλέχτηκε μέσα από τους ηθοποιούς του χορού του ΑΙΑΝΤΑ, μιας και είχαμε συνεργαστεί και τους γνώριζα έναν-έναν. Διάλεξα τον Θόδωρο Δημήτριεφ και παράλληλα χρησιμοποίησα ολόκληρο το Χορό στις ομαδικές απαγγελίες που ηχογραφήθηκαν με την άμεση επίβλεψη του Ελύτη.
Έμενε ο Αναγνώστης. Για μένα δεν υπήρχε δεύτερη σκέψη : Μάνος Κατράκης. Δεν θυμάμαι ποια ήταν τότε η άποψη του Ελύτη. Ίσως κι αυτός συμφώνησε απ΄την αρχή. Είχε και αυτός τις φιλίες και τις προτιμήσεις του. Κι ας μην ξεχνάμε πως ο Κατράκης τότε ήταν κόκκινο πανί. Πόσοι άλλοι άραγες ηθοποιοί και καλλιτέχνες είχαν πάει στο Μακρονήσι;
Περάσαμε ώρες πολλές ο Ελύτης, ο Κατράκης κι εγώ, στο στούντιο της Κολούμπια, έως ότου βρεθεί το σωστό ύφος, που να ταιριάζει με την ποίηση αλλά και με τον γενικό ήχο του έργου».
Ξεπερνώντας το ένα εμπόδιο μετά το άλλο, που είχαν κυρίως να κάνουν με τη δυσπιστία των περισσότερων απέναντι στο εγχείρημα, ο Μίκης Θεοδωράκης μπαίνει στο στούντιο και ηχογραφεί με πληθώρα μουσικών και χορωδών το Άξιον Εστί. Οι πρώτες αντιδράσεις μόνο θερμές δεν ήταν.
Μόλις τέλειωσε το μοντάζ του έργου, ο Τάκης Λαμπρόπουλος (σ.σ. διευθυντής της δισκογραφικής εταιρείας Columbia) πήρε ένα δίσκο-δείγμα να τον πάει στου Φλόκα, στο ιερατείο της διανόησης, όπου σύχναζε και ο Ελύτης.
Είχε αγωνία να δει τι σκέπτονται, γιατί ο ίδιος, όπως φαίνεται, διατηρούσε πολλές αμφιβολίες. Γνώριζε άλλωστε από πρώτο χέρι τις αντίξοες συνθήκες εργασίας, που τόσο βάραιναν την τεχνική αρτιότητα του έργου.
Φαίνεται πως η ακρόαση του δείγματος ήταν άκρως αρνητική. Δεν πρέπει να τον βγάλουμε, μου λέει. Όσοι τον άκουσαν, είπαν πως ο κόσμος θα γελάσει με το αποτέλεσμα.
Πιο πολύ απ΄όλους, όπως ήταν φυσικό, είχε επηρεαστεί ο ίδιος ο Ελύτης, του οποίου η εμπιστοσύνη στις ικανότητές μου και στο έργο κλονίστηκε.
Όμως εγώ επέμενα. Έτσι φτάσαμε στο εξώφυλλο. Ο Γιάννης Τσαρούχης είχε διαφορετική γνώμη ακούγοντας το δείγμα. Γνώμη που την εξέφρασε με τον θαυμάσιο πίνακα που του ενέπνευσε το έργο και που τον χρησιμοποιήσαμε για εξώφυλλο.
Αντίστοιχες δυσκολίες συνάντησαν και οι προσπάθειες του Μίκη Θεοδωράκη να παρουσιάσει ζωντανά το έργο στο ελληνικό κοινό.
Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Οδυσσέας Ελύτης υπέβαλαν πρόταση να παρουσιαστεί το Άξιον εστί, στο Ηρώδειο, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών του 1964. Υπήρξαν όμως σθεναρές αντιρρήσεις από τη διοίκηση του Ε.Ο.Τ. που είχαν να κάνουν με την εμφάνιση ενός λαϊκού τραγουδιστή, όπως ήταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης στη σκηνή του Ηρωδείου.
Ασκήθηκαν μεγάλες πιέσεις στον Θεοδωράκη για να αντικαταστήσει τον Μπιθικώτση, ο συνθέτης όμως δεν υπήρχε περίπτωση να δεχτεί. Αποφάσισε να αναλάβει ο ίδιος τα υπέρογκα έξοδα της παραγωγής και να παρουσιάσει το μουσικό του έργο στο θέατρο Ρεξ – Μαρίκα Κοτοπούλη. Η μεγάλη πρεμιέρα προγραμματίστηκε για τις 19 Οκτωβρίου.
Λίγες ημέρες πριν την πρεμιέρα ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Οδυσσέας Ελύτης έδωσαν συνέντευξη τύπου.
‘Έργο ποιητικό. Αυθύπαρκτο. Το ‘Άξιον εστί΄ – ποίηση αφιερωμένη στην ποίηση – είχε την καλή τύχη να μελοποιηθή από τον Θεοδωράκη’
‘Η καλή ποίηση εμπεριέχει μέσα της και την μουσική. Κι εκείνος που θα την μελοποιήση δεν έχει παρά να την τοποθετήση στη μουσική. Το ίδιο συνέβη και με το «Άξιον εστί» του Οδυσσέα Ελύτη…Το έλαβα στο Παρίσι την άνοιξη του ΄61, δώρο ευγενικό του ποιητή. Το ίδιο βράδυ είχα σχεδιασμένα και τα δύο πρώτα μέρη: Τη Γέννηση και τα Πάθη. Στο ποίημα ενυπήρχε ήδη η μουσική…’
Έτσι παρουσίασαν το ‘Άξιον εστί’ οι δύο δημιουργοί του – ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Μίκης Θεοδωράκης – στη χθεσινή συνέντευξη Τύπου. Τους ένωσε σε μια κοινή προσπάθεια τριών χρόνων και πλέον, που ήδη πλησιάζει στο τέρμα της: Επιτέλους το αθηναϊκό κοινό θα γνωρίση το έργο χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία»
Ο Οδυσσέας Ελύτης είχε ήδη από τότε αντιληφθεί τη μεγαλειώδη σημασία που θα είχε αυτό το έργο: « Έκείνο που πρέπει να πω είναι ότι το «Άξιον εστί» δεν γράφτηκε με την πρόθεση να μελοποιηθή. Το κουράγιο του Μίκη Θεοδωράκη να γράψη μουσική σε έργο που η δυσκολία του στίχου είναι τεράστια, αποτελεί σταθμό στην ελληνική μουσική. Η αρχιτεκτονική της μουσικής του ακολουθεί τόσο πιστά την αρχιτεκτονική του κειμένου που εγώ απόρησα».
Ο Θεοδωράκης αναφέρθηκε και στα εμπόδια που συνάντησε:
Επιτέλους το ‘ Άξιον εστί’ θα ανεβασθή στην Αθήνα! (…) Υπήρχε η περίπτωση το έργο μου αυτό να μην πρωτοπαρουσιασθή στην πατρίδα μου. Είναι να αηδιάζη κανείς με την κατάσταση που επικρατεί εδώ.
Να ζητάς αίθουσα για να κάνης δοκιμές και να μη βρίσκης. Να σου παραχωρούν τελικά μια γωνίτσα στον ‘Παρνασσό’ και μετά από δύο ώρες πρόβα να παρουσιάζεται ο πρόεδρός του και να σου λέη: ‘Το έργο είναι υπόπτο και να σταματήσουν οι δοκιμές’ είχα απογοητευθή τόσο πολύ που λίγο ακόμη και θα έπαιρνα το αεροπλάνο να παώ στη Σόφια ή κάποιυ αλλού να παρουσιάσω το έργο μου. Ήθελα όμως να δοθή η παγκόσμια πρεμιέρα του στην πατρίδα μου».
Οι κριτικές πρώτες εντυπώσεις
Η συναυλία δόθηκε και σύμφωνα με τα «ΝΕΑ» η ανταπόκριση του κοινού ήταν ενθουσιώδης.
Ο Θεοδωράκης πάντως, που είχε υπερχρεωθεί για να καλύψει ο ίδιος τα τεράστια έξοδα της συναυλίας εκείνης, αφηγείται πως οι συντελεστές ήλπιζαν σε θερμότερες αντιδράσεις.
«Βάλαμε ακριβό εισιτήριο, οπότε έγινε μια επιλογή, η οποία επηρέασε πολύ την πρώτη ακρόαση, γιατί ήταν άνθρωποι που δεν ήξεραν τη μουσική μου. Ήταν από το Κολωνάκι διάφοροι, πολλοί ήρθαν από περιέργεια.
Αυτό βέβαια επηρέασε την πρώτη παρουσίαση διότι, αφού ο δίσκος πλέον είχε καθιερωθεί (παιζόταν σε παρέες, σε σπίτια και υπήρχε πολύς ενθουσιασμός από τον κόσμο – ήταν γνωστό πια), εμείς περιμέναμε στο τέλος να σηκωθεί το θέατρο όρθιο.
Δεν σηκώθηκε το θέατρο επάνω, απλώς χειροκρότησαν ευγενικά. Εγώ είχα κουραστεί τόσο πολύ, γιατί έκανα τόσες πολλές πρόβες, με τόσο πολύ κόπο, και όταν τελείωσε ήμουν πανευτυχής»
Ανάμεσα σε αυτούς που παρακολούθησαν την παγκόσμια πρεμιέρα του «Άξιον εστί» ήταν και ο Δημήτρης Ψαθάς, ο οποίος έγραψε για τις εντυπώσεις του στα «ΝΕΑ».
Μια εξαιρετική μουσική μυσταγωγία ήταν η πρώτη εκτέλεση του ορατορίου «Άξιον εστί». (…) Όσοι είχαν την τύχη να την παρακολουθήσουν, δίκαια χειροκρότησαν – για να μη πω αποθέωσαν – τον συνθέτη για τη ρωμαλέα του δημιουργία που κυριολεκτικά συνήρπασε και συνεκλόνισε το ακροατήριό του.
Θαυμάζω – μαζί με τους χιλιάδες άλλους Έλληνες – το ταλέντο του εξαιρετικού τούτου συνθέτη μας, που αντλεί τις εμπνεύσεις του κατ’ ευθείαν από την δροσερή βρυσομάνα της λαϊκή μας μουσικής. Τούτη την φορά, ωστόσο, ο συνθέτης ξεπέρασε τον εαυτό του, δίνοντας μεγαλόπνοη μουσική φωνή στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, με το τόσο ελληνικό, το τόσο γνήσια εθνικό του ορατόριο.
Αυτό λοιπόν ήταν το μουσικό κομμάτι που απορρίφθηκε φέτος από το Φεστιβάλ των Αθηνών; Άξιον εστί, στ’ αλήθεια, το ποιεί ανοησίες στον τόπο τούτον! Η δικαιολογία βέβαια, ήταν ότι ο κ. Μπιθικώτσης δεν ταίριαζε με το Ηρώδειο και θα φάνταζε κάπως παράτονα εκεί όπου συχνάζουν ο Σοφοκλής, ο Ευρυπίδης και ο Φον Καραγιάν.
Αλλα ο καημένος, ο…Μπιθί ήταν τόσο σεμνός και τόσο συμπαθής κατά την εκτέλεση στο θέατρο ‘Κοτοπούλη’ – ανάμεσα στα τόσα πρόσωπα της ορχήστρας και της χορωδίας – ώστε δεν νομίζω ότι θα πρόσβαλε τα μάρμαρα του Ηρωδείου, αν του επέτρεπαν να εμφανισθή κι εκεί»
Από το 1964, το «Άξιον εστί» ξεκίνησε ένα ταξίδι που δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ, όσα χρόνια κι αν περάσουν κι όποιες μεταβολές, κι αν επέλθουν στην ελληνική μουσική και την ελληνική ποίηση, η συνάντηση εκείνη του Θεοδωράκη, του Ελύτη, του Κατράκη, του Δημητρίεφ και του Μπιθικώτση δεν πρόκειται ποτέ να ξεχαστεί και ποτέ να σβήσει.
Ίσως γιατί, όπως σημειώνουν και «ΤΑ ΝΕΑ» της 17ης Οκτωβρίου 1964:
«Το ‘Άξιον εστί’ έχει μιάν απολύτρωση. Είναι ο Ύμνος της Ελλαδός μέσα από τα τρία πρόσφατα πάθη μας: Το αλβανικό έπος. Την αντίσταση. Τον εμφύλιο σπαραγμό. Και καταλήγει στην λύτρωση. Στο «Χαίρε»
Το “Zorba the Greek Ballet” είναι μια διάσημη χορευτική προσαρμογή της ιστορίας του Αλέξη Ζορμπά, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1988 στο Ρωμαϊκό θέατρο Αρένα της Βερόνα από τον Μίκη Θεοδωράκη μεταφέροντας στη σκηνή τη ζωντάνια, το πάθος και τη φιλοσοφία ζωής του Αλέξη Ζορμπά.
Η μουσική του σπουδαίου Έλληνα συνθέτη για το “Zorba the Greek Ballet” – ήδη γνωστή από την ταινία “Zorba the Greek- ενσωματώνει παραδοσιακούς ελληνικούς χορούς, μεταφέρει τη ζωντάνια και τη φιλοσοφία της ελληνικής ψυχής και επιτρέπει στο κοινό να βιώσει την ιστορία με έναν νέο, δυναμικό τρόπο.
Η χορογραφία του μπαλέτου από τον Lorca Massine, συνδυάζει κλασικά και σύγχρονα στοιχεία μπαλέτου με παραδοσιακούς ελληνικούς χορούς. Ο Ζορμπάς και οι υπόλοιποι χαρακτήρες ζωντανεύουν στη σκηνή μέσα από έντονες κινήσεις και συγκινητικές εκφράσεις που αναδεικνύουν τα συναισθήματα και τις φιλοσοφικές αναζητήσεις του έργου.
Το μπαλέτο “Zorba the Greek” μετρά περίπου 5000 παραστάσεις, έχει παρουσιαστεί σε πολλά μεγάλα θέατρα και φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο και έχει λάβει ενθουσιώδεις κριτικές για τον τρόπο που συνδυάζει την ελληνική παράδοση με τη διεθνή καλλιτεχνική σκηνή.
Μίκης θεοδωράκης
Η παράσταση καταφέρνει να αποδώσει τη φιλοσοφία ζωής του Ζορμπά και να επαναφέρει το πνεύμα του Νίκου Καζαντζάκη και του Μίκη Θεοδωράκη στη σύγχρονη εποχή, με τρόπο που αντηχεί με το κοινό κάθε ηλικίας και πολιτισμικού υπόβαθρου
Η ιστορία του Αλέξη Ζορμπά είναι μια από τις πιο γνωστές και αγαπημένες στην ελληνική λογοτεχνία. Το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη “Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά”, κυκλοφόρησε το 1946 και αφηγείται την ιστορία μιας μοναδικής φιλίας που αναπτύσσεται ανάμεσα σε έναν μορφωμένο και συγκρατημένο συγγραφέα και έναν απερίσκεπτο, ελεύθερο και γεμάτο πάθος Έλληνα εργάτη, τον Αλέξη Ζορμπά.
Zorba The Greek BalletMassimo Radicchi©
Το έργο αυτό έγινε παγκοσμίως γνωστό μέσα από τη θεατρική και κινηματογραφική του μεταφορά, με αποκορύφωμα την ταινία “Zorba the Greek” του 1964 με τον Άντονι Κουίν στον ομώνυμο ρόλο. Ο ρόλος του Κουίν ως Αλέξης Ζορμπάς παραμένει αξεπέραστος, και η ερμηνεία του στο Zorba the Greek έχει μείνει ως σύμβολο της ελευθερίας και της αυθεντικότητας, εμπνέοντας γενιές θεατών παγκοσμίως. Στην ίδια ταινία το δικό της στίγμα άφησε η Ειρήνη Παπά στον ρόλο της Μαρίνας.
«Το πανηγύρι της Αση-Γωνιάς» κατέχει τη θέση ενός ορόσημου στην μουσική εξέλιξη του Μίκη Θεοδωράκη. Είναι το πρώτο του συμφωνικό έργο, η «διπλωματική του εργασία» στο Ωδείο Αθηνών, με την οποία και πιστοποιήθηκε δημόσια ως συνθέτης, με τη πρώτη του συναυλία κλασικής μουσικής στις 5-5-1950 στην Αθήνα, με την Κρατική Ορχήστρα και με μαέστρο το δάσκαλό του Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Επίσης είναι το πρώτο του έργο της πάνω στην Κρητική μουσική, για να ακολουθήσουν λίγο αργότερα τη δεκαετία του ’50 ο «Χανιώτικος συρτός» με τις διάφορες παραλλαγές του και η Πρώτη Σουίτα, με την οποία βραβεύεται το 1957 από το Σοστακόβιτς, ως ο καλύτερος νέος συνθέτης στον κόσμο.
Του Γιώργου Αγοραστάκη.
Λαϊκό Ορατόριο. Ποίηση & Απαγγελία: Γιάννης Ρίτσος.
Έτος σύνθεσης 1978 Αθήνα & Omsk Σιβηρίας.
Ηχογράφηση: Μαρία Φαραντούρη, Γιάννης Θωμόπουλος, Χορωδία Τερψιχόρης Παπαστεφάνου. Συμμετέχουν: Τάσος Διακογιώργης Σαντούρι, Χρήστος Κωνσταντίνου Μπουζούκι, Φίλιππος Τσεμπερούλης Κλαρίνο. και Λαϊκή Ορχήστρα υπό την διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη.
Οι Γειτονιές Του Κόσμου (αποσπάσματα)
“Δεν έχουμε καιρό να πεθάνουμε.
Όχι. Όχι. Και δεν θα φύγουμε
απ’ τον κόσμο, να το ξέρεις,
πριν αγαπήσουμε όσο ζητά
η καρδιά μας
πριν τραγουδήσουμε όσο ζητά
η αγάπη…”
Ήταν πικρές οι μέρες μας.
Πολύ πικρές.
Ο ίσκιος ενός κυπαρισσιού μετρούσε
μέτρο – μέτρο όλο τον κόσμο.
Καθένας κουβαλούσε στον ώμο του
κι απόναν πεθαμένο,
κάθε στιγμή κουβαλούσαμε
τον θάνατό μας στον ώμο μας.
…
Βασανισμένη πολιτεία.
Δοξασμένη πολιτεία.
Ερειπωμένη, ερειπωμένη.
Η πολιτεία έχει κλείσει
τα παράθυρά της
έχει κλείσει τα μάτια της
και δεν μπορεί να κοιμηθεί.
Ένδοξη πολιτεία,
διωγμένη, λαχτισμένη.
Η πολιτεία κρύβεται μες στον ίσκιο των σπιτιών της
όπως κρύβεται το πληγωμένο σκυλί
κάτου στο υπόγειο
και ανάμεσα στις σπασμένες καρέκλες
γλείφει τις πληγές του.
Δεν έχω καιρό να κουραστώ.
Δεν έχω καιρό να σταυρώσω
τα χέρια μου.
Δεν έχω καιρό να μην αγαπώ,
να μην μισώ, να μην θέλω,
να μην σκοτώνουμαι
Δος μου το χέρι σου – κι απ’την αρχή –
μιαν άλλη αρχή.
Στις 5, ναι, στη διασταύρωση.
Δικός μας είναι ο κόσμος.
Γεια σου σύντροφε, γεια σου.
Γεια σου σύντροφε – απ’ την αρχή.
Όμορφη μέρα. Ο ήλιος κοίτα.
Γεια σου, σύντροφε.
Τούτη η γαλάζια πολιτεία
δεν χαμπαριάζει τον θάνατο,
όταν της κόβουν τονα χέρι
πολεμάει με τ’ άλλο,
όταν της κόβουν και τα δύο
πολεμάει με τα δόντια,
όταν της κόβουν και τα πόδια
ισοζυγιάζεται στον αέρα
τρέχει σφυρίζοντας στον αέρα
όπως σφυρίζει η σφαίρα τρέχοντας
ίσα για την καρδιά της αδικίας.
Δεν έχουμε καιρό να πεθάνουμε.
Όχι. Όχι. Και δεν θα φύγουμε
απ’ τον κόσμο, να το ξέρεις,
πριν αγαπήσουμε όσο ζητά
η καρδιά μας
πριν τραγουδήσουμε όσο ζητά
η αγάπη.
Έτσι μικρό ήταν τ’ όνειρό μας.
Μα τούτο τ’ όνειρο ήταν τ’ όνειρο
όλων των πεινασμένων
και των αδικημένων.
Κι οι πεινασμένοι ήταν πολλοί
κι οι αδικημένοι ήταν πολλοί.
Και τ’ όνειρο μεγάλωνε
– σιγά σιγά μεγάλωνε –
πάντοτε το ίδιο στρογγυλό σαν το ψωμί
και το ίδιο στρογγυλό και σαν τον ήλιο
και το ίδιο στρογγυλό και σαν τη γη
και το ίδιο στρογγυλό σαν τον ορίζοντα,
ετούτο τ’ όνειρο των πεινασμένων
τ’ όνειρο των αδικημένων
όλου του κόσμου.
* *
“Σκέψου η ζωή
να τραβάει το δρόμο της
και συ να λείπεις,
νάρχονται οι Άνοιξες με τα πολλά
διάπλατα παράθυρα και συ να λείπεις,
νάρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια
του κήπου με χρωματιστά φορέματα
και συ να λείπεις,
ενα ανθισμένο δένδρο να σκύβει
στο νερό,
πολλές σημαίες ν’ ανεμίζουν
στα μπαλκόνια
να λένε δυνατά τη λέξη σύντροφος
και συ να λείπεις,
σκέψου δυο χέρια να σφίγγονται
και σένα να σου λείπουν τα χέρια,
δυο κορμιά να παίρνονται
και συ να κοιμάσαι κάτω απ’ το χώμα
και τα κουμπιά του σακακιού σου
ν’ αντέχουν πιότερο από σένα
κάτου απ’το χώμα
κι η σφαίρα η σφηνωμένη
στην καρδιά σου να μην λιώνει
όταν η καρδιά σου,
πού τόσο αγάπησε τον κόσμο,
θάχει λιώσει”.
Τρέχαν στους δρόμους
– φώναζαν ζήτω –
αχ κι οι ροδιές ν’ ανάβουν
κόκκινα βεγγαλικά στου περβολιού
το Πάσχα
και τα χουνιά από γειτονιά σε γειτονιά
ναν το λαλάν ναν το λαλάν
γεια και χαρά Λε, μωρέ Λε,
γεια και χαρά σου Λευτεριά.
“Να λείπεις
δεν είναι τίποτα να λείπεις,
αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει
θάσαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα
πού γι’ αυτά έχεις λείψει,
θάσαι για πάντα
μέσα σ’ όλο τον κόσμο”.
Ι
Καθώς το παιδί, που σημαδεύεται
απ’ την πρώτη γνώση της μοναξιάς,
ο καιρός κι η απαντοχή θα κάνουνε
συντρίμμια την καρδιά μου
και θα ‘χω χάσει για πάντα τους δρόμους,
τους δρόμους μου,
σα θα μ’ αφήσουνε να βγω από δω.
Θα γυρίζω γυρεύοντάς σε παντού,
στα ισοπεδωμένα τοπία,
στα κομματάκια εκείνου του καθρέφτη,
στις σπαταλημένες ματιές,
να βρω ξανά το πρόσωπό σου,
την καρδιά μου γυρεύοντας
και θα μιλώ και θα μιλώ τη γλώσσα,
που ήταν κάποτε δική μας,
που ήταν κάποτε το μόνο δικό μας
που μας είχε απομείνει μέσα στους ίσκιους
των νεκρών χρωμάτων των νεκρών εικόνων
όταν οι νύχτες μας ήταν απλά επεισόδια
της μεγάλης νύχτας που άρχισε πριν -πόσον καιρό;
Πώς να μετρήσω τον καιρό εδώ μέσα,
τις σεληνιακές σου διαλείψεις,
τ’ αστρικά σου πηδήματα.
Πώς να μετρήσω την πορεία μου τεθλασμένη,
την απρόβλεπτη τροχιά της απουσίας σου,
μέσα σε τούτο το αμείλικτο διαστημόπλοιο,
μες στην καρδιά της πόλης
που ήταν κάποτε δική μου
και τώρα την διαγουμίζουνε τα τανκς;
Εφτάπυλο το χάος,
στεγανό πολιορκημένο μέσα κι έξω
από το φόβο με τα χίλια πρόσωπα.
Οι φωνέςτων ανιάτων κοπάζουν
κάθε αράδυ στις πεντέμισι.
Οι σειρήνες λεηλατούν κάθε βράδυ τη σιωπή.
Οι κοιμισμένοι κάθε βράδυ ανεξιχνίαστοι νεκροί.
Και πάλι, πάντα πού είναι τα χέρια σου;
Η φωνή σου πού;
Θ’ αντέξουν και απόψε τα τοιχώματα;
Ή θα χιμήξει το σκοτάδι;
Πώς να μετρήσω;
Καθώς η πρώτη γνώση της μοναξιάς που σημαδεύει -έφηβο κιόλας το παιδί
η απουσία σου καρφώθηκε μαχαίρι κατακόρυφο στο χωροχρόνο μου,
Ανοιξε από παντού ξετρελαμένα στόματα η ασχήμια,
που ενεδρεύει να με κατααροχθίσει, ο πληγωμένος χρόνος σπαρταράει,
μ’ αφύσικα τινάγματα, η μελλοθάνατη ειμ’ εγώ.
Και γύρω μου παντού, καταμεσίς, κατάστηθα,
στο χάος, στην καρδιά μου, αιμόσυρτες οι τροχιές
από την αθωότητα στο φόνο,
κι απ’ το φόνο στην τύψη,
στο μοιρολόι κι από κει στον άλλο φόνο.
Να σου τραγουδήσω;
Μα κι η φωνή μου, π’ αγαπούσες, μαχαιρωμένη.
Φύκια των ουρανών μες την αγρύπνια
τα μαλλιά μου, π’ αγαπούσες,
τα χέρια μου πλοκάμια απελπισμένα
κι όπου κι αν ψάξω δε σε βρίσκω πια.
Τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού
πίσω απ’ τα σίδερα.
Η ρωμιοσύνη προδομένη,
προδοσιά μαχαίρι στην καρδιά.
Το πληγωμένο φως μετά τις δέκα,
οι θόρυβοι ανεξήγητοι, οι ανάσες.
Η δίχως νόημα θυσία,
η πολιορκία, η απουσία
το τσιγάρο του φρουρού.
Και θα μιλώ τούτη τη γλώσσα
«Πώς άλλαξε αυτό το παιδί,
θα λένε οι άλλοι,
κοιτώντας με με το μοναδικό μάτι
του τουρίστα Κύκλωπα
ζητώντας να τους μιλήσω για ήρωες
κοιμώντας, οι άλλοι, τις δαιδαλικές νύχτες,
που θα ουρλιάζει από παντού η προδοσία,
σκεπάζοντας τα τανκς,
τα αεροπλάνα, το φόβο,
το βήμα του φρουρού,
τις νύχτες χωρίς εσένα
που θα ουρλιάζει η προδοσία από παντού
που θα ουρλιάζουνε
τα συντρίμμια της καρδιάς μου,
τα συντρίμμια
σαν τα παιδιά της Ζηνοβίας,
απ’ τα πέρατα της γης
και της απόγνωσης.
Γιατί και σένα θα σ’ έχω χάσει
στο κινούμενο σκοτάδι
όπως κι εμένα,
όπως και τον αγώνα,
που θα ‘ταν δύσκολος, αλλά ωραίος
κι ήρθε να γίνει σαπισμένο σταφύλι,
Χωρίς εσένα, πώς;
Σαν την πρώτη μοναξιά,
που η γνώση της χαράζει για πάντα το παιδί
το σώμα μου θα διαλυθεί
τα κύτταρά μου ένα προς ένα
θ’ αποσυνδεθούν,
πάνω σε τούτο το κρεβάτι του Προκρούστη,
τον καιρό,
το σώμα μου ηλιακή κηλίδα, θα εκραγεί,
γράφοντας τ’ όνομά σου σ’ όλους τους ουρανούς,
τα κύτταρά μου,ένα προς ένα θα κινήσουν
να μπολιάσουν τους ανθρώπους
με την ηλικία της οδύνης,
με το μαβί καπνό του δειλινού
πίσω από τα σίδερα.
Θα στείλω τα όνειρά μου
να ταράξουν το νοικοκυρεμένο ύπνο τους.
Θα στείλω το φόβο να φωλιάσει
στις ανύποπτες καρδιές τους,
κι όταν θα ‘ρθει η υπάλληλος για καταμέτρηση
«δραπέτευσε», θα πουν οι άλλοι,
παρεξηγώντας τον θάνατό μου.
Και μόνο εσύ θα ξέρεις
μόνο εσύ θα θυμάσαι τα χέρια μου,
το θολό παράπονο του σκυλιού
έξω από τη φυλακή,
τις κραυγές των παιδιών
πάνω στην ταράτσα
την απόγνωση του κινέζικου πορτρέτου,
τα ελληνικά αινίγματα
-τι είν’ αυτό που ανεσαίνει με τα πόδια,
και το κατεβάζουνε με κουσέρτα –
και μόνο εσύ θα ξέρεις πώς,
πού χάθηκε το κορμί μου,
τι έγιν’η φωνή μου,
τι η αγρύπνια μου,
τι ήχους έχει ο φόβος
κι η απόγνωση τι πρόσωπα.
«Θεέ μου και τι να γίνηκαν
του κόσμου οι αντρειωμένοι;»
Μονάχα εσύ θα ξέρεις
εγώ θα μιλώ τούτη τη γλώσσα.
ΙΙ
Μακριά, πολύ μακριά,
ακούγεται η ζωή,
ψηλά πολύ ψηλά λάμπουν τα φώτα
-ίσως- τα φώτα, που μας έκλεψαν
της πολιτείας που μας έκλεψαν
κι η θύμηση απ’ το τελευταίο λιόγερμα
και τα βουνά, γύρω δικά μας.
Μακριά πολύ μακριά υπάρχεις.
Πρέπει να υπάρχεις,
Σα να μπορώ ν’ αφουγκραστώ το γέλιο σου,
ξανθό, πίσω απ’ τους λεκιασμένους τοίχους.
Κάποτε όλα θα μαθευτούνε
που θ’ αναλιώσει το παγωμένο κέντρο της μνήμης
-τώρα, παντού, «η κατάθεσή μου,
να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου» –
και θα ξανάρθουνε τα χρώματα
ίσως κάποτε που θ’ ανοιχτούν
οι πόρτες των τάφων,
των σπιτιών, των φυλακών, των νόμων,
να λογαριάσουμε τους νεκρούς μας,
να μοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια.
Κάποτε θα μάθεις κι εσύ τα υπόλοιπα
θα θυμηθείς και εσύ
μακριά, πολύ μακριά, είσαι η ζωή,
θα είσαι μακριά
τότε εγώ δε θα υπάρχω,
III
Ο χρόνος παραμορφώθηκε,
Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν.
Ξέρεις πού θα με βρεις,
Εγώ ο Φόβος.
Εγώ ο θάνατος.
Εγώ η μνήμη, ανήμερη.
Εγώ η θύμηση
της τρυφεράδας του χεριού σου,
εγώ ο καημός της χαλασμένης μας ζωής.
Θα πολιορκώ
το «κοίταζε τη δουλειά σου»
με τη αγωνία μου.
Θα θρυμματίζω τον ύπνο τους μ’ άσεμνα, φρικιαστικά βεγγελικά.
Σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν
στους αδιάφορους διαβάτες,
ώσπου ν’ αρχίσουν να σφαδάζουν
ώσπου ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται.
Εμένα δε θα μπορούν να με σκοτώσουν.
Όμως θαρρώ,
οι μόνοι που -ίσως -καταλάβουν
θα ναι τα παιδιά,
πλούσια απ’ την κληρονομιά μας
πρώτη φορά, τα παιδιά
σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μας,
θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα
τ’ αδέξια μηνύματα
των προτελευταίων ναυαγών
διορθώνοντας τα λάθη,
σβήνοντας τα ψέματα,
ονοματίζοντας σωστά,
χωρίς ρομαντισμούς τα παιδιά,
χωρίς αναγραμματισμούς ηλικίας
σημαδεμένα από την αστραπή
τη γνώση της μοναξιάς της δύναμης
που σε μας άργησε τόσο πολύ να ‘ρθει.
Κι αν τώρα σε γυρεύω απελπισμένα
στα πελώρια κύματα της αγρύπνιας μου
κι αν τώρα κάθε που αναδαίνω
βγαίνει τ’ όνομά σου
όταν θ’ αρχίσω να γυρίζω
στους σκοτεινούς δρόμους του κόσμου,
με μόνο μια χούφτα φεγγαρόπετρες
να μ’ οδηγούν τυφλώνοντας τον κόσμο
με τις λάμψεις του τρελού γέλιου σου,
της καλόγριας που κρατούσε τα κλειδιά,
κουφαίνοντας τον κόσμο
με τους ήχους της ταράτσας,
με τις κραυγές αυτών που βασανίστηκαν
κι αυτών που βασανίζουν
τραντάζοντας τον κόσμο
με τη γλώσσα τούτη του θανάτου
ίσως τότε θα ‘χεις βρει το δρόμο
στο δικό σου το λαβύρινθο
ίσως εσύ τότε
θα στέκεσαι περήφανο δεντρί,
στο σταυροδρόμι του κόσμου,
μ’ όλους τους ποταμούς
να φτάνουν μυστικά στις ρίζες σου,
ίσως τότε τα παιδιά σου,
μαζί μ’ όλα τα παιδιά,
να προλάαουν τον καιρό και τη ζωή
μια στιγμή πριν απ’ το χάος.
Και πια δε θα ‘χει μείνει
τίποτ’ από μένα
ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω
ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου
ούτε το πιο δικό μου,
η γλώσσα μου,
μα θα ‘χω διαλυθεί
σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου
θα ‘χω γράψει τ’ όνομά σου,
που φοβόμουνα,
ως την άλλη όχθη
και το κορμί μου -ίσως- νεκρό
μα πάλι ακέραιο θ’ αναπαύεται
με γύρω του τη θύμησή σου
και τη λιόλουστη ζωή.
Ποίηση: Ρένας Χατζηδάκη (ψευδώνυμο: Μαρίνα)
Σύνθεση: 1968, Βραχάτι.
Ηχογραφήσεις:
1970, Μαρία Φαραντούρη – Αντώνης Καλογιάν¬νης, ενορχήστρωση Γιάννη Μαρκόπουλου, Polydor
1979, Arja Saijonmaa, Scandia.
1996, Μαρία Φαραντούρη. Κώστας Θωμαΐδης, ζωντανή ηχογράφηση στην ALTER OPER της Φραγκφούρτης, υπό τη διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη. Ενορχήστρωση Μπάμπη Κανά. Intuition Records 1998
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Μίκης Θεοδωράκης – Οδυσσέας Ελύτης – 1961 Παρίσι
Λαϊκό Ορατόριο σε τρία μέρη για Λαϊκό τραγουδιστή, Ψάλτη (Βαρύτονο), Αναγνώστη,Λαϊκά όργανα, Συμφωνική μουσική και Μικτή Χορωδία.
Ι. Η Γένεσις
Τότε είπε
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα και ομοίωσή μου:
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
«Κάθε λέξη κι από ‘να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν’ απλώνεται στον ύπνο σου και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό για να το ‘χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου και να γνωρίζεις τ’ ακριβό του τ’ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα για να μην έχεις πού ν’ απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη.
ΑΥΤOΣ ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
ΙΙ Τα πάθη.
Ιδού λοιπόν
Ιδού εγώ λοιπόν, ο πλασμένος για τις μικρές τις Κόρες και τα νησιά του Αιγαίου·
ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών και μύστης των φύλλων της ελιάς·
ο ηλιοπότης και ακριδοκτόνος. -Ιδού εγώ καταντικρύ
του μελανού φορέματος των αποφασισμένων και της άδειας των ετών,
που τα τέκνα της άμβλωσε, γαστέρας, το άγκρισμα!
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά!
Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξα
Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα κι άλλα πλούτη δεν είδα,
κι άλλα πλούτη δεν άκουσα παρά βρύσες κρύες να τρέχουν
Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά. Ο καθείς και τα όπλα του, είπα:
Στα Στενά τα ρόδια μου θ’ ανοίξω
Στα Στενά φρουρούς τους ζέφυρους θα στήσω τα φιλιά τα παλιά θ’ απολύσω
που η λαχτάρα μου άγιασε!
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου η Μοίρα!
Η πορεία προς το μετώπο
Ξημερώνοντας τ’ Ἀγιαννιού, μὲ τὴν αὔριο τῶν Φώτων, λάβαμε τὴ διαταγὴ
νὰ κινήσουμε πάλι μπροστά, γιὰ τὰ μέρη ὅπου δὲν ἔχει καθημερινὲς καὶ
σκόλες. Ἔπρεπε, λέει, νὰ πιάσουμε τὶς γραμμὲς ποὺ κρατούσανε ὡς τότε
οἱ Ἀρτινοί, ἀπὸ Χειμάρρα ὡς Τεπελένι. Λόγω ποὺ ἐκείνοι πολεμούσανε ἀπ’
τὴν πρώτη μέρα, συνέχεια, κι εἶχαν μείνει σχεδόν οἱ μισοὶ καὶ δὲν
ἀντέχανε ἄλλο.
Νύχτα πάνω στὴ νύχτα βαδίζαμε ἀσταμάτητα, ἕνας πίσω ἀπ’ τὸν ἄλλο, ἴδια
τυφλοί. Μὲ κόπο ξεκολλῶντας τὸ ποδάρι ἀπὸ τὴ λάσπη, ὅπου, φορές,
ἐκαταβούλιαζε ἴσαμε τὸ γόνατο. Ἐπειδή τὸ πιὸ συχνὰ ψιχάλιζε στοὺς
δρόμους ἔξω, καθῶς μὲς στὴν ψυχή μας. Καὶ τὶς λίγες φορὲς ὅπου κάναμε
στάση νὰ ξεκουραστοῦμε, μήτε ποὺ ἀλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί κι
ἀμίλητοι, φέγγοντας μ’ ἕνα μικρὸ δαδί, μία-μία ἐμοιραζόμασταν τὴ
σταφίδα. Ἢ φορὲς πάλι, ἂν ἦταν βολετό, λύναμε βιαστικὰ τὰ ροῦχα καὶ
ξυνόμασταν μὲ λύσσα ὧρες πολλές, ὅσο νὰ τρέξουν τὰ αἵματα. Τι μας εἶχε
ἀνέβει ἡ ψεῖρα ὡς τὸ λαιμό, κι ἦταν αὐτό πιο κι ἀπ’ τὴν κούραση
ἀνυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ἀκουγότανε στὰ σκοτεινά ἡ σφυρίχτρα, σημάδι
ὄτι κινοῦσαμε, καὶ πάλι σὰν τὰ ζὰ τραβοῦσαμε μπροστὰ νὰ κερδίσουμε
δρόμο, πριχοῦ ξημερώσει καί μας βάλουνε στόχο τ’ἀεροπλάνα. Ἐπειδή ὁ
Θεὸς δὲν κάτεχε ἀπό στόχους ἢ τέτοια, κι ὅπως το `χε συνήθειο του,
στὴν ἴδια πάντοτε ὧρα ξημέρωνε τὸ φῶς.
Κι ὄτι ἤμασταν σιμὰ πολὺ στὰ μέρη ὅπου δὲν ἔχει καθημερινὲς καὶ
σκόλες, μήτε ἀρρώστους καὰ γερούς, μήτε φτωχοὺς καὶ πλούσιους, το
καταλαβαίναμε. Γιατί κι ὁ βρόντος πέρα, κάτι σὰν πίσω ἀπ’ τὰ βουνά,
δυνάμωνε ὁλοένα, τόσο ποὺ καθαρὰ στὸ τέλος νὰ διαβάζουμε τὰ ἀργό καὶ
τὸ βαρὺ τῶν κανονιῶν, τὸ ξερὸ καὶ τὸ γρήγορο τῶν πολυβόλων. Ὕστερα καὶ
γιατὶ ὁλοένα πιὸ συχνά, τύχαινε τώρα ν’ ἀπαντοῦμε, ἀπ’ τ’ ἄλλο μέρος
νά `ρχονται, οἱ αργές οἱ συνοδείες μὲ τοὺς λαβωμένους. Ὅπου ἀπιθώνανε
χάμου τὰ φορεία οἱ νοσοκόμοι, μὲ τὸν κόκκινο σταυρὸ στὸ περιβραχιόνιο,
φτύνοντας μέσα στὶς παλάμες, καὶ τὸ μάτι τους ἄγριο γιὰ τσιγάρο. Κι
ὅπου σὰν ἀκούγανε γιὰ ποὺ τραβούσαμε, κουνοῦσαν τὸ κεφάλι, ἀρχινῶντας
ἱστορίες γιὰ σημεία καὶ τέρατα. Ὅμως ἐμεῖς τὸ μόνο ποὺ προσέχαμε ἦταν
ἐκείνες οἱ φωνὲς μέσα στὰ σκοτεινά, ποὺ ἀνέβαιναν, καυτὲς άκόμη ἀπὸ
τὴν πίσσα τοῦ βυθοῦ ἢ τὸ θειάφι. “Ὄι, ὄι μάνα μου”, “ὄι, ὄι μάνα μου”,
καὶ κάποτε, πιὸ σπάνια, ἕνα πνιχτὸ μουσούνισμα, ἴδιο ροχαλητό, πού
`λεγαν, ὅσοι ξέρανε, εἶναι αὐτός ὁ ρόγχος τοῦ θανάτου.
Ἦταν φορὲς ποὺ ἐσέρνανε μαζί τους κι αἰχμαλώτους, μόλις πιασμένους
λίγες ὧρες πρίν, στὰ ξαφνικὰ γιουρούσια ποὺ κάναν τὰ περίπολα.
Βρωμούσανε κρασὶ τὰ χνώτα τους, κι οἱ τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ἢ
σοκολάτες. Ὅμως ἐμεῖς δὲν εἴχαμε, ὄτι κομμένα τὰ γιοφύρια πίσω μας,
καὶ τὰ λίγα μουλάρια μας κι ἐκεῖνα ἀνήμπορα μέσα στὸ χιόνι καὶ στὴ
γλιστράδα τῆς λασπουριᾶς.
Τέλος κάποια φορά, φανήκανε μακριά οἱ καπνοὶ ποὺ ἀνέβαιναν
μεριὲς-μεριές, κι οἱ πρῶτες στὸν ὁρίζοντα κόκκινες, λαμπερὲς
φωτοβολίδες.
Ένα το χελιδόνι
Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή
για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή
Θέλει νεκροί χιλιάδες να `ναι στους τροχούς
Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους.
Θε μου Πρωτομάστορα μ’ έχτισες μέσα στα βουνά
Θε μου Πρωτομάστορα μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα!
Πάρθηκεν από μάγους το σώμα του Μαγιού
Το `χουνε θάψει σ’ ένα μνήμα του πέλαγου
σ’ ένα βαθύ πηγάδι το `χουνε κλειστό
μύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσος.
Θε μου Πρωτομάστορα μέσα στις πασχαλιές και Συ
Θε μου Πρωτομάστορα μύρισες την Ανάσταση.
Σάλεψε σαν το σπέρμα σε μήτρα σκοτεινή
Το φοβερό της μνήμης έντομο μες στη γη
Κι όπως δαγκώνει αράχνη δάγκωσε το φως
Έλαμψαν οι γιαλοί κι όλο το πέλαγος.
Θε μου Πρωτομάστορα μ’ έζωσες τις ακρογιαλιές
Θε μου Πρωτομάστορα στα βουνά με θεμέλιωσες
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Ταράζεται ο καιρός κι απ’ τα πόδια τις μέρες κρεμάζει
αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων.
Ποιοι, πώς, πότε ανέβηκαν την άβυσσο;
Ποιες, ποιων, πόσων οι στρατιές;
Τ’ ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν μακριά.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Εσύ μόνη απ’ τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ’ την κόψη της πέτρας μιλάς
Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις
πασχαλιάν αναστάσιμη!
Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης!
Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται!
Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.
Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα.
Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά;
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος!
Με το λύχνο του άστρου
Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς εβγήκα
στο αγιάζι των λειμώνων στη μόνη ακτή του κόσμου
που να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!
Τα κορίτσια μου πένθος για τους αιώνες έχουν
Τ’ αγόρια μου τουφέκια κρατούν και δεν κατέχουν
που να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!
Η μεγάλη έξοδος
Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἔκαναν σύναξη μυστικὴ τὰ παιδιὰ καὶ λάβανε τὴν
ἀπόφαση, ἐπειδὴ τὰ κακὰ μαντάτα πλήθαιναν στὴν πρωτεύουσα, νὰ βγοῦν
ἔξω σὲ δρόμους καὶ σὲ πλατείες, μὲ τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ τους εἶχε
ἀπομείνει: μιὰ παλάμη τόπο κάτω ἀπό τ’ ἀνοιχτὶ πουκάμισο, μὲ τὶς
μαῦρες τρίχες καὶ τὶ σταυρουδάκι τοῦ ἥλιου. Ὅπου εἶχε κράτος κι
ἐξουσία ἡ Ἄνοιξη.
Καὶ ἐπειδὴ σίμωνε ἡ μέρα ποὺ τὸ Γένος εἶχε συνήθειο νὰ γιορτάζει τὸν
ἄλλο Σηκωμό, τὴ μέρα πάλι ἐκείνη ὁρίσανε γιὰ τὴν Ἔξοδο. Καὶ νωρὶς
ἐβγήκανε καταμπροστὰ στὸν ἥλιο, μὲ πάνου ὡς κάτου ἀπλωμένη τὴν ἀφοβιὰ
σὰν σημαία, οἱ νέοι μὲ τὰ πρησμένα πόδια ποὺ τους ἔλεγαν ἀλήτες. Καὶ
ἀκολουθούσανε ἄντρες πολλοί, και γυναῖκες, καὶ λαβωμένοι μὲ τὸν
ἐπίδεσμο καὶ τὰ δεκανίκια. Ὅπου ἔβλεπες ἄξαφνα στὴν ὄψη τους τόσες
χαρακιές, πού `λεγες εἴχανε περάσει μέρες πολλὲς μέσα σὲ λίγην ὧρα.
Τέτοιας λογῆς ἀποκοτιές, ὡστόσο, μαθαίνοντες οἱ Ἄλλοι, σφόδρα
ταράχθηκαν. Καὶ φορὲς τρεῖς μὲ τὸ μάτι ἀναμετρῶντας τὸ ἔχει τους,
λάβανε τὴν ἀπόφαση νὰ βγοῦν ἔξω σὲ δρόμους καὶ σὲ πλατείες, μὲ τὸ μόνο
πρᾶγμα ποὺ τους εἶχε ἀπομείνει: μία πήχη φωτιὰ κάτω ἀπ’ τὰ σίδερα, μὲ
τὶς μαῦρες κάννες καὶ τὰ δόντια τοῦ ἥλιου. Ὅπου μήτε κλῶνος μήτε
ἀνθός, δάκρυο ποτὲ δὲν ἔβγαλαν. Καὶ χτυπούσανε ὅπου νά `ναι, σφαλῶντας
τὰ βλέφαρα μὲ ἀπόγνωση. Καί ἡ Ἄνοιξη ὁλοένα τους κυρίευε. Σὰν νὰ μὴν
ἤτανε ἄλλος δρόμος πάνω σ’ ὁλάκερη τὴ γῆ γιὰ νὰ περάσει ἡ Ἄνοιξη παρὰ
μονάχα αὐτός, καὶ νά τον εἶχαν πάρει ἀμίλητοι, κοιτάζοντας πολὺ
μακριά, πέρ’ ἀπ’ τὴν ἄκρη τῆς ἀπελπισίας, τὴ Γαλήνη ποὺ ἔμελλαν νὰ
γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, καί οἱ
ἄντρες, καὶ οἱ γυναῖκες, καὶ οἱ λαβωμένοι μὲ τὸν ἐπίδεσμο καὶ τὰ
δεκανίκια.
Καὶ περάσανε μέρες πολλὲς μέσα σὲ λίγην ὧρα. Καὶ θερίσανε πλῆθος τὰ
θηρία, καὶ ἄλλους ἐμάζωξαν. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἐστήσανε στὸν τοῖχο
τριάντα.
Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη
λησμονάτε τη χώρα μου!
Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά
στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά
στου γλαυκού το γειτόνεμα!
Τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό
τα γυρίζω πίσω απ’ τον καιρό
τους παλιούς μου φίλους καλώ
με φοβέρες και μ’ αίματα!
Ναοί στο σχήμα τ΄ουρανού – Ορχηστρικό.
Της αγάπης αίματα
Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν
και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε
οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.
Στ’ ανοιχτά του πελάγου με καρτέρεσαν
Με μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε
αμαρτία μου να `χα κι εγώ μιαν αγάπη
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.
Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε
τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου
την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.
(Κι από τότε γύρισαν καταπάνω μου
των αιώνων όργητες ξεφωνίζοντας
ο που σ’ είδε, στο αίμα να ζει και στην πέτρα
μακρινή μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο.
Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα
μες στις πέτρες άνθισα και μεγάλωσα
των φονιάδων το αίμα με φως ξεπληρώνω
μακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο).
(Οι τρεις πρώτες στροφές είναι μελοποιημένες).
Ναοί στο σχήμα τ΄ ουρανού
Ναοί στο σχήμα του ουρανού και κορίτσια ωραία
με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε!
Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας
και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!
Φύγανε φύγανε
ο Ιούλιος με το φωτεινό πουκάμισο
και ο Αύγουστος ο πέτρινος με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά.
Φύγανε φύγανε
και βαθιά κάτω απ’ το χώμα συννέφιασε ανεβάζοντας
χαλίκι μαύρο
και βροντές, η οργή των νεκρών
και αργά στον άνεμο τρίζοντας
εγυρίσανε πάλι με το στήθος μπροστά
φοβερά των βράχων τ’ αγάλματα.
Προφητικόν
Χρόνους πολλοὺς μετὰ τὴν Ἀμαρτία ποὺ τὴν εἴπανε Ἀρετὴ μέσα στὶς
ἐκκλησίες καὶ την εὐλόγησαν. Λείψανα παλιῶν ἄστρων καὶ γωνιὲς
ἀραχνιασμένες τ’ οὐρανοῦ σαρώνοντας ἡ καταιγίδα ποὺ θὰ γεννήσει ὁ νοῦς
τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ τῶν ἀρχαίων Κυβερνητῶν τὰ ἔργα πληρώνοντας ἡ Χτῖσις,
θὰ φρίξει. Ταραχὴ θὰ πέσει στὸν Ἅδη, καὶ τὸ σανίδωμα θὰ ὑποχωρήσει ἀπό
τὴν πίεση τὴ μεγάλη τοῦ ἥλιου. Ποὺ πρῶτα θὰ κρατήσει τὶς ἀχτίδες του,
σημάδι ὅτι καιρὸς νὰ λάβουνε τὰ ὄνειρα ἐκδίκηση. Καὶ μετὰ θὰ μιλήσει,
νὰ πεῖ: ἐξόριστε Ποιητή, στὸν αἰώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
– Βλέπω τὰ ἔθνη, ἄλλοτες ἀλαζονικά, παραδομένα στὴ σφῆκα καὶ στὸ ξινόχορτο.
– Βλέπω τὰ πελέκια στὸν ἀέρα σκίζοντας προτομὲς Αὐτοκρατόρων καὶ Στρατηγῶν.
– Βλέπω τοὺς ἐμπόρους νὰ εἰσπράττουν σκύβοντας τὸ κέρδος τῶν δικῶν
τους πτωμάτων.
– Βλέπω τὴν ἀλληλουχία τῶν κρυφῶν νοημάτων.
Λείψανα παλιῶν ἄστρων καὶ γωνιὲς ἀραχνιασμένες τ’ οὐρανοῦ σαρώνοντας ἡ
καταιγίδα ποὺ θὰ γεννήσει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ πρίν, ἰδοῦ, θὰ
περάσουν γενεὲς τὸ ἀλέτρι τους πάνω στὴ στέρφα γῆς.
Καὶ κρυφὰ θὰ μετρήσουν τὴν ἀνθρώπινη πραμάτεια τους οἱ Κυβερνήτες,
κηρύσσοντας πολέμους. Ὅπου θὰ χορτασθοῦνε ὁ Χωροφύλακας καί ὁ
Στρατοδίκης. Ἀφήνοντας τὸ χρυσάφι στοὺς ἀφανεῖς, νὰ εἰσπράξουν αὐτοὶ
τὸν μιστὸ τῆς ὕβρης καὶ τοῦ μαρτυρίου. Καὶ μεγάλα πλοῖα θ’ ἀνεβάσουν
σημαίες, ἐμβατήρια θὰ πάρουν τοὺς δρόμους, οἱ ἐξώστες νὰ ράνουν μὲ
ἄνθη τὸν Νικητή. Ποὺ θὰ ζεῖ στὴν ὀσμή τῶν πτωμάτων. Καὶ τοῦ λάκκου
σιμά του τὸ στόμα, τὸ σκοτάδι θ’ ἀνοίγει στὰ μέτρα του, κράζοντας:
ἐξόριστε Ποιητή, στὸν αἰώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
– Βλέπω τοὺς Στρατοδίκες νὰ καῖνε σὰν κεριά, στὸ μεγάλο τραπέζι τῆς Ἀναστάσεως.
– Βλέπω τοὺς Χωροφυλάκους νὰ προσφέρουν τὸ αἷμα τους, θυσία στην
καθαρότητα τῶν οὐρανῶν.
– Βλέπω τὴ διαρκῆ ἐπανάσταση φυτῶν καὶ λουλουδιῶν.
– Βλέπω τὶς κανονιοφόρους τοῦ Ἔρωτα.
Καὶ τῶν ἀρχαίων Κυβερνητῶν τὰ ἔργα πληρώνοντας ἡ Χτῖσις, θὰ φρίξει.
Ταραχὴ θὰ πέσει στὸν Ἅδη, καὶ τὸ σανίδωμα θὰ ὑποχωρήσει ἀπὸ τὴν πίεση
τὴ μεγάλη τοῦ ἥλιου. Ἀλλὰ πρίν, ἰδοῦ, θὰ στενάξουν οἱ νέοι, καὶ τὸ
αἷμα τους ἀναίτια θὰ γεράσει. Κουρεμένοι κατάδικοι θὰ χτυπήσουν τὴν
καραβάνα τους πάνω στὰ κάγκελα. Καὶ θὰ ἀδειάσουν ὅλα τὰ ἐργοστάσια,
καὶ μετὰ πάλι μὲ τὴν ἐπίταξη θὰ γεμίσουν, γιὰ νὰ βγάλουνε ὄνειρα
συντηρημένα σὲ κουτιὰ μυριάδες, καὶ χιλιάδων λογιῶν ἐμφιαλωμένη φύση.
Καὶ θὰ `ρθοῦνε χρόνια χλωμὰ καὶ ἀδύναμα μέσα στὴ γάζα. Καὶ θά `χει
καθένας τὰ λίγα γραμμάρια τῆς εὐτυχίας.
Καὶ θά `ναι τὰ πράγματα μέσα τοῦ κιόλας ὡραῖα ἐρείπια. Τότε, μὴν
ἔχοντας ἄλλη ἐξορία, ποὺ νὰ θρηνήσει ὁ Ποιητής, τὴν ὑγεία τῆς
καταιγίδας ἀπό τ’ ἀνοιχτὰ στήθη τοῦ ἀδειάζοντας, θὰ γυρίσει γιὰ νὰ
σταθεῖ στὰ ὡραία μέσα ἐρείπια. Καὶ τὸν πρῶτο λόγο του ὁ στερνὸς τῶν
ἀνθρώπων θὰ πεῖ, ν’ ὰψηλώσουν τὰ χόρτα, ἠ γυναῖκα στὸ πλάι του σὰν
ἀχτίδα τοῦ ἥλιου νὰ βγεῖ. Καὶ πάλι θὰ λατρέψει τὴ γυναῖκα καὶ θά την
πλαγιάσει πάνου στὰ χόρτα καθὼς ποὺ ἐτάχθη. Καὶ θὰ λάβουνε τα ὄνειρα
ἐκδίκηση, καὶ θὰ σπείρουνε γενεὲς στοὺς αἰώνες τῶν αἰώνων!
Ανοίγω το στόμα μου
Ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος
και παίρνει τα λόγια μου στις σκοτεινές του τις σπηλιές
και στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει
τις νύχτες που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα.
Χαράζω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα
και τσέρκουλα γίνονται στις γειτονιές των παιδιών
και σεντόνια στις κοπέλες που αγρυπνούνε
κρυφά για ν’ ακούν των ερώτων τα θαύματα.
(Ζαλίζει τ’ αγιόκλημα και κατεβαίνω στον κήπο μου
και θάβω τα πτώματα των μυστικών μου νεκρών
και το λώρο το χρυσό των προδομένων
αστέρων τους κόβω να περάσουν στην άβυσσο.
Σκουριάζουν τα σίδερα και τιμωρώ τον αιώνα τους
εγώ που δοκίμασα τις μυριάδες αιχμές
κι από γιούλια και ναρκίσσους το καινούργιο
μαχαίρι ετοιμάζω που αρμόζει στους Ήρωες.
Γυμνώνω τα στήθη μου και ξαπολυούνται οι άνεμοι
κι ερείπια σαρώνουνε τις χαλασμένες ψυχές
κι απ’ τα νέφη τα πυκνά της καθαρίζουν
τη γη, να φανούν τα Λιβάδια τα Πάντερπνα!)
(Οι δύο πρώτες στροφές είναι μελοποιημένες).
Σε χώρα μακρινή.
Τώρα το χέρι του Θανάτου
αυτό χαρίζει τη Ζωή
και ο ύπνος δεν υπάρχει.
Χτυπά η καμπάνα του μεσημεριού
κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα:
νυν και αιέν και άξιον εστί.
Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.
Τώρα μ’ ακολουθούν κορίτσια κυανά
κι αλογάκια πέτρινα
με τον τροχίσκο του ήλιου στο πλατύ μέτωπο.
Γενεές μυρτιάς μ’ αναγνωρίζουν
από τότε που έτρεμα στο τέμπλο του νερού,
άγιος, άγιος, φωνάζοντας.
Ο νικήσαντας τον Άδη και τον Έρωτα σώσαντας,
αυτός ο Πρίγκιπας των Κρίνων είναι.
Κι από κείνες πάλι τις πνοές της Κρήτης,
μια στιγμή ζωγραφιζόμουν.
Για να λάβει ο κρόκος από τους αιθέρες δίκαιο.
Στον ασβέστη τώρα τους αληθινούς μου Νόμους κλείνω κι εμπιστεύομαι.
Μακάριοι, λέγω, οι δυνατοί που αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο.
Γι’ αυτών τα δόντια η ρόγα που μεθά,
στων ηφαιστείων το στήθος και στο κλήμα των παρθένων.
Ιδού ας ακολουθήσουνε τα βήματά μου!
Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.
Τώρα το χέρι του Θανάτου αυτό χαρίζει τη Ζωή
και ο ύπνος δεν υπάρχει.
Χτυπά η καμπάνα του μεσημεριού
κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα:
νυν και αιέν και άξιον εστί.
Αιέν αιέν και νυν και νυν τα πουλιά κελαηδούν
άξιον εστί το τίμημα.
ΙΙΙ. Δοξαστικόν
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρώτη
χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου
η αλκή μες στο ζωο που οδηγεί τον ήλιο
το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα
Η στεριά που βουτά και υψώνει αυχένα
ένα λίθινο άλογο που ιππεύει ο πόντος
οι μικρές κυανές φωνές μυριάδες
η μεγάλη λευκή κεφαλή Ποσειδώνος
ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργούνε
που σηκώνουν το πέλαγος σαν Θεοτόκο
που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια
που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται
Οι αγένειοι δόκιμοι της τρικυμίας
οι δρομείς που διάνυσαν τα ουράνια μίλια
οι Ερμήδες με το μυτερό σκιάδι
και του μαύρου καπνού το κηρύκειο
Ο Μαϊστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής
ο Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος
η Τραμουντάνα, η Όστρια
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ξύλινο τραπέζι
το κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου
του νερού τα παιχνίδια στο ταβάνι
στη γωνιά το φυλλόδεντρο που εφημερεύει
Οι λιθιές και τα κύματα χέρι με χέρι
μια πατούσα που σύναξε σοφία στην άμμο
ένας τζίτζικας που έπεισε χιλιάδες άλλους
η συνείδηση πάμφωτη σαν καλοκαίρι.
ΤΑ ΝΗΣΙΑ με το μίνιο και με το φούμο
τα νησιά με το σπόνδυλο καποιανού Δία
τα νησιά με τους έρημους ταρσανάδες
τα νησιά με τα πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια
Στο μελτέμι τα ορτσάροντας με κόντρα φλόκο
Στο γαρμπή τ’ αρμενίζοντας πόντζα λαμπάντα
έως όλο το μάκρος τους τ’ αφρισμένα
με λιτρίδια μαβιά και με ηλιοτρόπια
Η Σίφνος, η Αμοργός, η Αλόννησος
η Θάσος, η Ιθάκη, η Σαντορίνη
η Κως, η Ίος, η Σίκινος
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο πέτρινο πεζούλι
αντίκρυ του πελάγους η Μυρτώ να στέκει
σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι
με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι
Το πορώδες και άσπρο μεσημέρι
ένα πούπουλο ύπνου που ανεβαίνει
το σβησμένο χρυσάφι μες στους πυλώνες
και το κόκκινο άλογο που δραπετεύει
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εορτάζοντας τη μνήμη
των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης
ένα θαύμα να καίει στους ουρανούς τ’ αλώνια
ιερείς και πουλιά να τραγουδούν το χαίρε :
ΧΑΙΡΕ η Καιομένη και χαίρε η Χλωρή
Χαίρε η Αμεταμέλητη με το πρωραίο σπαθί
Χαίρε η που πατείς και τα σημάδια σβήνονται
Χαίρε η που ξυπνάς και τα θαύματα γίνονται
Χαίρε του παραδείσου των βυθών η Αγρία
Χαίρε της ερημίας των νήσων η Αγία
Χαίρε η Ονειροτόκος χαίρε η Πελαγινή
Χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη
Χαίρε με τα λυτά μαλλιά η χρυσίζοντας τον άνεμο
Χαίρε με την ωραία λαλιά η δαμάζοντας τον δαίμονα
Χαίρε που καταρτίζεις τα Μηναία των κήπων
Χαίρε που αρμόζεις τη ζωνη του Οφιούχου
Χαίρε η ακριβοσπάθιστη και σεμνή
Χαίρε η προφητικιά και δαιδαλική
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χώμα που ανεβάζει
μιάν οσμή κεραυνού σαν από θειάφι
του βουνού ο πυθμένας όπου θάλλουν
οι νεκροί άνθη της αύριον
Μιας νυχτός Ιουνίου η νηνεμία
γιασεμιά και φουστάνια στο περιβόλι
το ζωάκι των άστρων που ανεβαίνει
της χαράς η στιγμή λίγο πριν κλάψει
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της ουτοπίας
τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες
τα κορίτσια τ’ Αγγεία των Μυστηρίων
τα γεμάτα ως πάνω και τ’ απύθμενα
Τα στυφά στο σκοτάδι και όμως θαύμα
τα γραμμένα στο φως και όμως μαυρίλα
τα στραμμένα επάνω τους όπως οι φάροι
τα ηλιόβόρα και τα σεληνοβάμονα
Η Ερση, η Μυρτω, η Μαρινα
η Ελενη, η Ρωξανη, η Φωτεινη
η Αννα, η Αλεξανδρα, η Κυνθια
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το αναίτιο δάκρυ
ανατέλλοντας αργά στα ωραία μάτια
των παιδιών που κρατιούνται χέρι χέρι
των παιδιών που κοιτάζουνται και δε μιλιούνται
Των ερώτων το τραύλισμα πάνω στα βράχια
ένας φάρος που εκτόνωσεν αιώνων θλίψη
το τριζόνι το επίμονο καθώς η τύψη
και το μάλλινο έρημο μέσα στ’ αγιάζι
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι που επιστρέφει
από φόνο φριχτόν και τώρα ξέρει
ποιος αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει
ποιό το “νυν” και ποιο το “αιέν” του κόσμου :
ΝΥΝ το αγρίμι της μυρτιάς Νυν η κραυγή του Μάη
ΑΙΕΝ η άκρα συνείδηση Αιέν η πλησιφάη
Νυν νυν η παραίσθηση και του ύπνου η μιμική
Αιέν αιέν ο λόγος και Τρόπις η αστρική
Νυν των λεπιδόπτερων το νέφος το κινούμενο
Αιέν των μυστηρίων το φως το περιιπτάμενο
Νυν το περίβλημα της Γης και η Εξουσία
Αιέν η βρωση της Ψυχής και η Πεμπτουσία
Νυν της Σελήνης το μελάγχρωμα το ανίατο
Αιέν το χρυσοκύανο του Γαλαξία σελάγισμα
Νυν των λαών το αμάλγαμα και ο μαύρος Αριθμός
Αιέν της Δίκης το άγαλμα και ο Μέγας Οφθαλμός
Νυν η ταπείνωση των Θεών
Νυν η σποδός του Ανθρώπου
Νυν Νυν το μηδέν
και ΑΙΕΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ, Ο ΜΕΓΑΣ !