Ο Μίκης, λοιπόν, καθόταν στη μέση της αίθουσας, το πάλκο απέναντι, και άκουγε. Από εκεί και πέρα άρχισε, «ξέρεις κι αυτό, ξέρεις κι εκείνο;». Κάποια στιγμή, μετά το τρίτο, πέμπτο τραγούδι, φεύγει απ’ τη θέση του και έρχεται πιο μπροστά. Συνεχίζω εγώ. Μου λέει «Από τη ‘Ρωμιοσύνη’ ξέρεις κάτι;» «Πώς δεν την ξέρω;». «Ξέρεις τη ‘Ρωμιοσύνη’; Αυτό δεν είναι ένα τραγούδι, χασάπικο ή ζεϊμπέκικο κ.λπ.». «Το ξέρω», του λέω. Αρχίζω, λοιπόν, και τραγουδάω. Τότε, ο Μίκης φεύγει, ανεβαίνει επάνω στο πάλκο και αρχίζει πλέον να με διευθύνει.
Εκείνος στον οποίο πήγαινα να υπογράψω εγώ ήταν ο Χατσατουριάν. Είχα άγνοια.
Πού να τον ξέρω εγώ; (Αράμ Ιλίτς Χατσατουριάν, από τους μεγαλύτερους συνθέτες της Σοβιετικής Ένωσης-ΣΣ)
Αυτό έλεγε και ο Μίκης, «Μας έσωσε η άγνοιά σου». Μιλούσε δε και λίγα ελληνικά, κι έχω ένα δώρο απ’ αυτόν, ένα δίσκο του, τον «Χορό των σπαθιών», με αφιέρωση επάνω, σε παρτιτούρα.